Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Σαν χθες η βύθιση του υποβρυχίου ΚΑΤΣΩΝΗΣ (Υ1)


Το Β.Π. Υ/Β ΚΑΤΣΩΝΗΣ (Υ1) υπήρξε ένα από τα έξι υποβρύχια του Ελληνικού Βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πήρε το όνομά του από τον Έλληνα αξιωματικό του τσαρικού στρατού Λάμπρο Κατσώνη και ήταν το δεύτερο σκάφος του πολεμικού ναυτικού με αυτή την ονομασία.


Παραγγέλθηκε στην Γαλλία από την ελληνική κυβέρνηση το 1925, μαζί με το ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ (Y2), και κατασκευάστηκε κατά τα έτη 1925-1927 στο ναυπηγείο Forge et Chantiers de la Gironde, του Μπορντό.


Παραλήφθηκε στην Χάβρη της Γαλλίας στις 8 Ιουνίου 1928 από τον πρώτο του κυβερνήτη αντιπλοίαρχο Κωνσταντίνο Αρβανίτη και κατέπλευσε στον ναύσταθμο της Σαλαμίνας στις 21 Ιουνίου 1928 όπου εντάχθηκε στο Ελληνικό Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό με τον διακριτικό κωδικό "Y1".

Κατά τον Ελληνοïταλικό Πόλεμο, με κυβερνήτη τον Αθανάσιο Σπανίδη, πραγματοποίησε τέσσερις πολεμικές περιπολίες. Στις 31 Δεκεμβρίου 1940 βύθισε με το πυροβόλο του το ιταλικό ατμόπλοιο QUINΤO πλησίον των Γιουγκοσλαβικών ακτών.


Μετά την κατάληψη της Ελλάδας, τον Απρίλιο του 1941, κατέφυγε με τον υπόλοιπο ελληνικό στόλο στην Αίγυπτο και στην συνέχεια κατέπλευσε στο Πορτ Σουδάν όπου παρέμεινε για μακρά επισκευή.

Στις 2 Ιουλίου 1942, μετά την επανάπλευση του στην Αίγυπτο, βυθίστηκε από λανθασμένο χειρισμό στο λιμάνι του Πορτ Σάιντ κατά την αποπεράτωση του δεξαμενισμού του. Ανελκύστηκε, επισκευάστηκε και άρχισε περιπολίες στο Αιγαίο με κυβερνήτη τον Βασίλη Λάσκο. Στις 2 Απριλίου 1943 βύθισε το ιταλικό βοηθητικό περιπολικό TERGESTE στο λιμάνι του Γυθείου.

Στις 5 Απριλίου 1943 βύθισε έξω από τον Μέριχα της Κύθνου το ισπανικό ατμόπλοιο SAN ISIDRO LABRADOR. Στις 29 Μαΐου 1943 βύθισε κοντά στην Σηπιάδα το ισπανικό ατμόπλοιο RIGEL, συλλαμβάνοντας αιχμάλωτο τον καπετάνιο και τέσσερα μέλη του πληρώματος.

Στις 14 Σεπτεμβρίου 1943 και ενώ το ΚΑΤΣΩΝΗΣ ανέμενε την διέλευση εχθρικού πλοίου κοντά στις ακτές του νοτίου Πηλίου, εντοπίστηκε από το γερμανικό ανθυποβρυχιακό UJ-2101 (πρώην ελληνικό Β.Π. ναρκαλιευτικό-ναρκοθετικό ΣΤΡΥΜΩΝ).

Μετά την ρίψη βομβών βάθους το ΚΑΤΣΩΝΗΣ εξαναγκάσθηκε σε ανάδυση και εξόρμηση δια πυροβόλου αλλά εμβολίστηκε από το διώκτη του, με αποτέλεσμα να βυθιστεί βόρεια της Σκιάθου. Φονεύθηκαν ο κυβερνήτης του Βασίλης Λάσκος και 31 μέλη του πληρώματος, οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία 17, ενώ τρεις κατάφεραν να διαφύγουν κολυμπώντας.

Πολεμικές περιπολίες 1-4 (Ελλάδα)

Με την έναρξη του Ελληνοïταλικού πολέμου το ΚΑΤΣΩΝΗΣ μαζί με τα υπόλοιπα υποβρύχια του ελληνικού στόλου - εκτός του ΓΛΑΥΚΟΣ το οποίο βρισκόταν σε συνεχή επισκευή - άρχισε τις πολεμικές του περιπολίες στο Ιόνιο Πέλαγος και στην Αδριατική. Σύμφωνα με το πολεμικό σχέδιο του Γ.Ε.Ν. δυο εκ των έξι υποβρυχίων (ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ, ΝΗΡΕΥΣ) τέθηκαν στην διάθεση της Ν.Α.Π./1, με κύριο στόχο την αποτροπή πιθανής απόβασης ιταλικών στρατευμάτων στα νησιά του Ιονίου και την δυτική Ελλάδα, ενώ άλλα δυο (ΚΑΤΣΩΝΗΣ, ΤΡΙΤΩΝ) τέθηκαν υπό των άμεσων διαταγών του Α.Σ.


1η πολεμική περιπολία, 03.11.-10.11.1940: 


Θαλάσσια περιοχή Αγίων Σαράντα, κυβερνήτης υποπλοίαρχος Αθανάσιος Σπανίδης. Το ΚΑΤΣΩΝΗΣ ξεκίνησε στις 16:00 της 3ης Νοεμβρίου 1940 για την πρώτη πολεμική του περιπολία στην περιοχή Ε με κύριο σκοπό την διακοπή των εχθρικών συγκοινωνιών μεταξύ Ιταλίας και Αλβανίας.

Το υποβρύχιο έφθασε στην περιοχή της περιπολίας του στις 06:30 της 6ης Νοεμβρίου 1940 και παρέμεινε για πέντε ημέρες περιπολώντας σε απόσταση 4-6 ναυτικών μιλίων από τις αλβανικές ακτές.
Κατά την διάρκεια της περιπολίας του δεν κατόρθωσε να διακρίνει ή να επισημάνει με τα υδρόφωνα του κανένα εχθρικό πλοίο στην περιοχή.
Ενώ κατέφθαναν καθημερινά στο Γ.Ε.. πληροφορίες για ύπαρξη ιταλικών μεταγωγικών με προορισμό το λιμάνι των Αγίων Σαράντα, το αποτέλεσμα της περιπολίας του ΚΑΤΣΩΝΗΣ έδειξε ότι αυτό δεν συνέβαινε, γεγονός το οποίο οδήγησε στην συνέχεια στην κατάργηση των περιπολιών στην περιοχή Ε.
Μετά το τέλος της περιπολίας του το υποβρύχιο επέστρεψε στον ναύσταθμο όπου και κατέπλευσε στις 10.11.1940.


2η πολεμική περιπολία, 22.12.1940–04.01.1941: 

Αδριατική, κυβερνήτης υποπλοίαρχος Αθανάσιος Σπανίδης. Το απόγευμα της 22ας Δεκεμβρίου 1940 το ΚΑΤΣΩΝΗΣ απέπλευσε από τον ναύσταθμο, με σκοπό την εγκατάσταση επιθετικής περιπολίας στην Αδριατική.


Ως τομέας της περιπολίας του είχε ορισθεί από τον Α.Δ.Υ. η περιοχή ευρισκόμενη μεταξύ των παραλλήλων 40° 55´ και 41° 30´ Β και μεταξύ του μεσημβρινού 18° 07´ A και των αλβανικών ακτών, στην οποία εισήλθε το υποβρύχιο την νύχτα της 24ης Δεκεμβρίου.

Το απόγευμα της 26ης εντόπισε ένα ατμόπλοιο πλησίον του Αγίου Ιωάννη της Μέδουα (San Giovanni di Medua, σήμερα Shëngjin, Αλβανία) στο οποίο και επιτέθηκε εξαπολύοντας τρεις τορπίλες οι οποίες όμως δεν βρήκαν τον στόχο τους.

Το ιταλικό πλοίο βοηθούμενο από την μεγάλη απόσταση που το χώριζε από το υποβρύχιο, κατευθύνθηκε βορειοανατολικά με αποτέλεσμα να πλησιάσει τις γιουγκοσλαβικές ακτές και να διαφύγει αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό την συνέχιση της επίθεσης, η οποία έπρεπε να πραγματοποιηθεί από το ΚΑΤΣΩΝΗΣ εντός των σερβικών χωρικών υδάτων.

Στις 29 Δεκεμβρίου ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ εντόπισε ένα ακόμα φορτηγό ατμόπλοιο εναντίον του οποίου δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει επίθεση αφενός λόγω της ατέλειας των περισκοπίων του, αφετέρου λόγω της μικρής απόστασης ανάμεσα στο ατμόπλοιο και το υποβρύχιο η οποία δεν επέτρεπε την σωστή εξαπόλυση των τορπιλών.

Συνεχίζοντας ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ την επιθετική του περιπολία στην ίδια περιοχή, εντόπισε στις 08:20 της 31ης Δεκεμβρίου 1940, σε απόσταση 10 ν.μ. βορειοδυτικά του Αγίου Ιωάννη της Μέδουα, το ιταλικό ατμόπλοιο QUINTO (531 ΚΟΧ ) εναντίον του οποίου εξαπέλυσε δυο τορπίλες από απόσταση 500 μέτρων.

Οι τορπίλες, αν και διασταύρωσαν τον στόχο, δεν τον πέτυχαν πιθανώς λόγω του μικρού βυθίσματος του εχθρικού πλοίου. Βλέποντας ο κυβερνήτης του υποβρυχίου, υποπλοίαρχος Σπανίδης, το αποτέλεσμα και φοβούμενος την διαφυγή του εχθρικού πλοίου διέταξε «εξόρμηση δια πυροβόλου».

Το ΚΑΤΣΩΝΗΣ ανήλθε στην επιφάνεια και καταδίωξε το QUINTO μέχρι τις γιουγκοσλαβικές ακτές βάλλοντας συνεχώς εναντίον του και καταφέρνοντας τελικά να το βυθίσει κοντά στο Αντιβάρι (Antivari, σήμερα Bar, Μαυροβούνιο).

Το QUINTO (πρώην FLEISS), το οποίο μετέφερε πετρέλαιο για τον ιταλικό στρατό, ήταν ένα μικρό φορτηγό πλοίο μήκους 47 και πλάτους 8 μέτρων, το οποίο είχε επιταχθεί από την Regia Marina Italiana. Ανήκε στην ναυτιλιακή εταιρεία Agricola Industriale per la Produzione Italiana di Cellulosa, με έδρα της Γένουα και το Φιούμε (σήμερα Κροατία), και είχε κατασκευαστεί το 1922 στην Ολλανδία.
Αμέσως μετά την επίθεση το Υ/Β Κατσώνης εγκατέλειψε την περιοχή πλέοντας εν καταδύσει προς το Μπρίντιζι. Την επόμενη ημέρα εξήλθε από το στενό του Οτράντο και κατευθύνθηκε προς την βάση του όπου και κατέπλευσε το πρωί της 4ης Ιανουαρίου 1941. Στις 5 Ιανουαρίου 1941 ο κυβερνήτης του ΚΑΤΣΩΝΗΣ, ο οποίος κατά την διάρκεια της περιπολίας είχε λάβει τον βαθμό του πλωτάρχη, προήχθη δια βασιλικού διατάγματος σε αντιπλοίαρχο λαμβάνοντας ταυτόχρονα και το Χρυσό Αριστείο Ανδρείας.

Στους τέσσερεις αξιωματικούς του υποβρυχίου απενεμήθη ο Πολεμικός Σταυρός Β΄ Τάξεως και στο υπόλοιπο πλήρωμα απενεμήθη ο Πολεμικός Σταυρός Γ΄ Τάξεως. Η βύθισης του QUINTO ανακοινώθηκε από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης στις 14.1.1941. 


3η πολεμική περιπολία, 14.02.–21.02.1941:
Ιόνιο, αντιπλοίαρχος Α. Σπανίδης. Στις 14 Φεβρουαρίου 1941 το ΚΑΤΣΩΝΗΣ ξεκίνησε για την τρίτη πολεμική του περιπολία. Την επόμενη ημέρα και ενώ το υποβρύχιο βρισκόταν στο Ιόνιο, διαπιστώθηκε ότι ο άξονας του δεξιού κινητήρα είχε μετατοπισθεί με αποτέλεσμα την τήξη του μετάλλου αντιτριβής.


Το υποβρύχιο κατέπλευσε για την επισκευή της ζημιάς στον όρμο Βαθύ της Ιθάκης όπου παρέμεινε μέχρι και την 17η Φεβρουαρίου. Το πρωί της 18ης απέπλευσε από την Ιθάκη με βόρεια πορεία, έτσι ώστε διαβαίνοντας το στενό του Οτράντο να εγκαταστήσει επιθετική περιπολία στην Αδριατική. Κατά τον πλου συνάντησε σφοδρή κακοκαιρία η οποία ανάγκασε το υποβρύχιο να κινηθεί εν καταδύσει, με σκοπό να αποφύγει τον ισχυρό κυματισμό και την μεγάλη κλίση του πλοίου.

Το πρωί της 19ης Φεβρουαρίου η συνεχιζόμενη σφοδρή κακοκαιρία, σε συνδυασμό με την εξάντληση του πληρώματος λόγω συνεχούς ναυτίας και της προηγηθείσας εντατικής εργασίας για την επισκευή του άξονα, οδήγησε στο να αλάξει πορεία το υποβρύχιο και να κατευθυνθεί και πάλι στο Βαθύ της Ιθάκης.

Το πρωί της 20ής Φεβρουαρίου κατευθύνθηκε προς το ακρωτήριο Δουκάτο με σκοπό να πλεύση και πάλι την νύχτα προς βορά, αλλά το απόγευμα της ίδιας ημέρας παρατηρήθηκε ανωμαλία στην ελαιοθλιπτική εγκατάσταση του υποβρυχίου η οποία οδήγησε τον Α.Δ.Υ. να ανακαλέσει το υποβρύχιο στην βάση του.
Το ΚΑΤΣΩΝΗΣ κατέπλευσε στον ναύσταθμο το απόγευμα της 21ης Φεβρουαρίου 1941 χωρίς να καταφέρει να προσεγγίσει τον τομέα της περιπολίας του λόγω των βλαβών και της σφοδρής κακοκαιρίας.



4η πολεμική περιπολία, 24.03.–02.04.1941: 
Αδριατική. κυβερνήτης αντιπλοίαρχος Α. Σπανίδης.

Το απόγευμα της 24ης Μαρτίου 1941 το ΚΑΤΣΩΝΗΣ ξεκίνησε για την τέταρτη πολεμική του περιπολία. Το πρωί της επόμενης ημέρας διήλθε από το φράγμα της Θολής, στον Πατραϊκό, και το απόγευμα της ίδιας ημέρας διαπίστωσε βλάβη στην ελαιοθλιπτική του εγκατάσταση η οποία και επισκευάστηκε. Από την 27η Μαρτίου εγκατέστησε επιθετική περιπολία παράλληλα στα χωρικά ύδατα της Γιουγκοσλαβίας.

Την 29η Μαρτίου εντόπισε μεγάλο ιστιοφόρο εναντίον του οποίου όμως δεν κατάφερε να επιτεθεί. Πλησιάζοντας τις επόμενες ημέρες στον Άγιο Ιωάννη της Μέδουα εντόπισε και πάλι ένα ιστιοφόρο στο οποίο δεν κατάφερε και πάλι να επιτεθεί λόγω της θέσης του υποβρυχίου η οποία ήταν πολύ κοντά στον όρμο εκ του οποίου είχε εξέλθει το ιστιοφόρο.

Οι δυο αυτές επιθετικά αποτυχημένες εντοπίσεις και η μέχρι της στιγμής εκείνης άκαρπη περιπολία, οδήγησαν στην διακοπή της και στην επιστροφή του υποβρυχίου στην βάση του όπου κατέπλευσε το απόγευμα της 2ας Απριλίου 1941.

Αυτή ήταν η τελευταία πολεμική περιπολία του ΚΑΤΣΩΝΗΣ ως σκάφος του πολεμικού στόλου στην ελεύθερη Ελλάδα. Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου από την ναζιστική Γερμανία εναντίον της Ελλάδας, την πτώση του μετώπου και την επέλαση του γερμανικού στρατού, το ΚΑΤΣΩΝΗΣ, με κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Αθανάσιο Σπανίδη και ύπαρχο τον πλωτάρχη Πλάτωνα Λίβα, εγκατέλειψε στις 19 Απριλίου 1941 την Αττική με προορισμό την Σούδα.

Το ΚΑΤΣΩΝΗΣ ήταν ενταγμένο σε νηοπομπή μαζί με το Υ/Β ΓΛΑΥΚΟΣ, το πλωτό συνεργείο Β.Π. ΗΦΑΙΣΤΟΣ και 19 φορτηγά πλοία, η οποία συνοδευόταν από δυο βρετανικά αντιτορπιλικά και το βρετανικό καταδρομικό HMS CARLISLE. Μετά την άφιξη στην Σούδα και την ένταξη στην νηοπομπή του Β.Π. θωρηκτού ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ, του Β.Π. Α/Τ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ και των τορπιλοβόλων ΑΣΠΙΣ και ΝΙΚΗ, κατευθύνθηκε στην συνέχεια προς την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου και κατέπλευσε το απόγευμα της 23ης Απριλίου 1941.


Πολεμικές περιπολίες 5 και 6 (Μέση Ανατολή) 
 

5η πολεμική περιπολία, 28.03.–10.04.1943: 
 Αιγαίο, κυβερνήτης αντιπλοίαρχος Βασίλης Λάσκος. Κατά την περιπολία αυτή, η οποία διήρκεσε 408 ώρες (238 εν καταδύσει), το ΚΑΤΣΩΝΗΣ είχε αρχικά την διαταγή να αποβιβάσει στην ανατολική ακτή της Πελοποννήσου, κοντά στο Πόρτο-Φωκιανό, δυο πράκτορες με το σχετικό συνοδευτικό υλικό. Μετά την εγκατάσταση επιθετικής περιπολίας έξω από την Μήλο και στην συνέχεια την αποβίβαση των δυο πρακτόρων, το υποβρύχιο συνέχισε την περιπολία του στην περιοχή του Μαλέα.

Την 1η Απριλίου 1943 ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ εντόπισε τρία πετρελαιοκίνητα και αναδυόμενος ανάγκασε δυο από αυτά να πλησιάσουν. Διαπιστώνοντας ο κυβερνήτης ότι μετέφεραν ελαιόλαδο και σταφίδα για τα λαϊκά συσσίτια της Αθήνας, αποφάσισε να μην τα βυθίσει και τα άφησε ελεύθερα.

Την επόμενη ημέρα, 2.4.1943, έχοντας λάβει το υποβρύχιο πληροφορίες για ένα ιταλικό περιπολικό το οποίο επιχειρούσε στην περιοχή, παρέμεινε ολόκληρη την ημέρα έξω από το Γύθειο περιπολώντας εν καταδύσει και αναμένοντας την εμφάνιση του εχθρικού πλοίου. Στις 18:15 εντόπισε το πλοίο, το οποίο είχε πρυμνοδετήσει παράλληλα με τον λιμένα, και προετοιμάστηκε για επίθεση. Ο κυβερνήτης του ΚΑΤΣΩΝΗ, Βασίλης Λάσκος, αναφέρεται σχετικά με την επίθεση της 2ας Απριλίου 1943 στην έκθεση της πολεμικής περιπολίας του υποβρυχίου, με αριθμό πρωτοκόλλου 44 δηλώνοντας τα εξής:

«20:26 Ευρισκόμεθα εις ευνοϊκήν θέσιν βολής τορπιλλών εις απόστασιν 400 μέτρων προ του στομίου του λιμένος. Το υδραργυρικόν βαθύμετρον δυκνύει 10 μέτρα και το τελευταίον βόλισμα προ του πυρός βάθος θαλάσσης 18 μέτρα. Βάλλεται ομοβροντία τριών τορπιλλών με μικρόν διάλειμμα πυροδοτήσεως και πορείαν επιθέσεως 200 κάθετον επί την πλευράν του εχθρικού σκάφους.

Παρηκολουθήσαμεν την εντελώς κανονικήν τροχιάν των τορπιλλών, και μετά, εξαιρετικώς ισχυράν έκκρηξιν μετά λάμψεως φωτισάσης όλον το Γύθειον, και προκαλεσάσης εξαιρετικώς ισχυράν δόνησιν του πλοίου.

Ταύτην επηκολούθησε δευτέρα έκκρηξις κατά πολύ ασθενεστέρα της πρώτης χωρίς να επακολουθήση τρίτη τοιαύτη. Σχεδόν ταυτοχρόνως με την πρώτην ισχυράν έκκρηξιν και αμέσως μετά την δευτέραν υπόκωφον έκκρηξιν το παν ύπερθεν του λιμένος εκαλύφθη υπό μέλανος πυκνού καπνού εις τρόπον ώστε ουδέν πλέον καθίστατο ορατόν. Συνθήκαι φωτισμού. Προχωρημένον λυκόφως. Αποκτασταθήσεις της ζυγίσεως του πλοίου μετά την βολήν των τορπιλλών επλεύσαμεν με πορείαν διαφυγής 120».


Η καταχώρηση της επίθεσης στο πολεμικό ημερολόγιο του γερμανικού Ναυαρχείου Νότου δεν αναφέρει μεγάλες απώλειες από την επίθεση αυτή, παρά μόνο ότι επλήγη και βυθίστηκε, σε ρηχά νερά, το ιταλικό βοηθητικό περιπολικό F.77 – TERGESTE (212 ΚΟΧ). Το TERGESTE ανελκύθηκε αργότερα, επιδιορθώθηκε και εντάχθηκε και πάλι στο ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό μέχρι την 18η Σεπτεμβρίου 1943 όπου βυθίστηκε στην Κέρκυρα κατά την διάρκεια των γερμανικών βομβαρδισμών για την κατάληψη της νήσου, δέκα ημέρες μετά την ιταλική συνθηκολόγηση.

Εν αντιθέσει με τις γερμανικές ημερολογιακές καταγραφές οι ελληνικές πηγές αναφέρουν ότι: «τορπίλη εξερράγη εις το κρηπίδωμα και ανετίναξε δύο πλοιάρια με πυρομαχικά. Η δύναμις της εκρήξεως προεκάλεσε την βύθισην του εχθρικού πλοίου και τον επί του κρηπιδώματος φόνον 20 ιταλών στρατιωτών. Τα επάκτια πυροβόλα ήνοιξαν πυρ. Οι ιταλοί επανικοβλήθησαν».

Τρεις ημέρες αργότερα, στις 5 Απριλίου 1943, και ενώ το ΚΑΤΣΩΝΗΣ περιπολούσε έξω από την Κύθνο, εντόπισε στις 09:30 ένα ατμόπλοιο το οποίο ερχόμενο από τον νότο έπλεε παράλληλα στις δυτικές ακτές του νησιού.

Στις 10:00 εξαπέλυσε το ΚΑΤΣΩΝΗΣ, από απόσταση 400 μέτρων, δέσμη τριών τορπιλών εκ των οποίων δυο διασταύρωσαν καταφανώς τον στόχο τους. Αμέσως μετά και ενώ το πλοίο προσπαθούσε ημιβυθισμένο να πλησιάσει την ακτή για να προσαράξει, το ΚΑΤΣΩΝΗΣ αναδύθηκε και προσπάθησε με πέντε βολές του πυροβόλου του να βυθίσει το χτυπημένο ατμόπλοιο κοντά στις ακτές του κόλπου Μέριχα της Κύθνου. Αν και οι βολές δεν βρήκαν τον στόχο τους, το πλοίο βυθίστηκε σε μικρό χρονικό διάστημα, λόγω του τορπιλισμού, και σε απόσταση 200 περίπου μέτρων από την ακτή.

Επρόκειτο για το μικρό ισπανικό ατμόπλοιο SAN ISIDRO LABRADOR (πρώην SAN SEBASTIAN, πρ. CARMEN, πρ. GUANCHE, 253 ΚΟΧ) το οποίο αν και έφερε στο ιστίο της πρύμνης και στις δυο πλευρές του σκάφους την ουδέτερη ισπανική σημαία τελούσε υπό την διοίκηση της Kriegsmarine. Σύμφωνα με το πολεμικό ημερολόγιο του γερμανικού Ναυαρχείου Αιγαίου, το SAN ISIDRO LABRADOR βρισκόταν εν πλω από την Σαντορίνη προς τον Πειραιά. Από τις τρεις τορπίλες μόνο η μία βρήκε τον στόχο της. Από τις άλλες δυο η μια δεν ανατινάχθηκε και βρέθηκε αργότερα, ενώ η τρίτη προσέκρουσε και ανατινάχθηκε στην ακτή.

Σώθηκαν 16 επιβαίνοντες εκ των οποίων οι τρεις ήταν γυναίκες. Σύμφωνα με τις ιταλικές πηγές, θεωρήθηκαν αγνοούμενοι τρία μέλη του πληρώματος (δυο Ισπανοί και ένας Έλληνας) και από τους επιβαίνοντες ένας άντρας και τρεις γυναίκες. Αμέσως μετά την βύθιση του ισπανικού SAN ISIDRO LABRADOR το ΚΑΤΣΩΝΗΣ κατευθύνθηκε προς την Φαλκονέρα. Το βράδυ της 6ης Απριλίου αποπεράτωσε την περιπολία του και κατευθύνθηκε προς την βάση του, την Βηρυτό, όπου και κατέπλευσε την 10η Απριλίου του 1943.

6η πολεμική περιπολία, 21.05.–04.06.1943: 
Αιγαίο, κυβερνήτης αντιπλοίαρχος Βασίλης Λάσκος. Την 21η Μαΐου 1943 το ΚΑΤΣΩΝΗΣ ξεκίνησε για την 6η πολεμική του περιπολία. Αφού εκτέλεσε αρχικά, στις 27.5.1943, δυο ειδικές αποστολές αποβιβάσεως πρακτόρων, εγκατέστησε επιθετική περιπολία στις βόρειες Σποράδες. Στις 29.5.1943, βρισκόμενο το υποβρύχιο στο στενό Σκιάθου – Άκρας Σηπιάδος,  εντόπισε στις 16:15 ατμόπλοιο κατευθυνόμενο από τον φάρο του υφάλου «Λευτέρη» προς βορά.

Το πλοίο έφερε και στις δυο του πλευρές ζωγραφισμένη την ουδέτερη ισπανική σημαία, αλλά τελούσε υπό την διοίκηση της Kriegsmarine. Στις 17:45 εξαπέλυσε δυο τορπίλες από απόσταση 800 μέτρων, εκ των οποίων το ίχνος της μίας διασταύρωσε τον στόχο.

Αμέσως το εχθρικό πλοίο έστρεψε και προσάραξε στην πλησίον βρισκόμενη ακτή της Άκρας Σηπιάδος. Στις 17:48 το ΚΑΤΣΩΝΗΣ αναδύθηκε πραγματοποιώντας «εξόρμηση ομοχειρίας πυροβόλου» και βάλλοντας 36 βολές από κοντινή απόσταση ενάντια του εχθρικού στόχου. Στις 18:07 εξαπέλυσε ακόμα μια τορπίλη, με σκοπό την ολοκληρωτική καταστροφή του πλοίου, η οποία όμως αν και βρήκε τον στόχο της δεν προκάλεσε έκρηξη αλλά παρέκκλινε προς τα αριστερά καταλήγοντας στην αμμώδη ακτή.

Το πλήρωμα του πλοίου, ένας Ισπανός πλοίαρχος και τέσσερις έλληνες ναύτες, περισυλλέχθηκε από το ΚΑΤΣΩΝΗΣ το οποίο στις 18:18 καταδύθηκε και αποχώρησε από τον τόπο της επίθεσης συνεχίζοντας την επιθετική του περιπολία. Σύμφωνα με την καταχώρηση του κυβερνήτη Λάσκου, στο πολεμικό ημερολόγιο του υποβρυχίου, εκτιμήθηκε ότι το μέγεθος του εχθρικού πλοίου ήταν 1.000 τόννων.

Οι γερμανικές αρχειακές πηγές αναφέρουν ότι επρόκειτο για το ισπανικό ατμόπλοιο RIGEL (πρώην Tercio de Montejurra, 549 ΚΟΧ) το οποίο είχε μεταφέρει καύσιμα από την Θεσσαλονίκη στην Στυλίδα και βρισκόταν καθ΄ οδόν και πάλι προς την Θεσσαλονίκη, όταν εντοπίστηκε από τον ΚΑΤΣΩΝΗ.

Πληροφορεί επιπλέον ότι οι δυο τορπίλες που εξαπέλυσε το υποβρύχιο δεν βρήκαν τον στόχο τους, αλλά ότι το RIGEL προσάραξε για να αποφύγει την βύθιση, δεχόμενο στην συνέχεια επίθεση με το πυροβόλο του ΚΑΤΣΩΝΗΣ.

Σύμφωνα με την ημερολογιακή αναφορά του γερμανικού Ναυαρχείου Αιγαίου, στο πλοίο επέβαιναν 16 άτομα εκ των οποίων τα 12 σώθηκαν, ενώ ο καπετάνιος και τρία ακόμα μέλη του πληρώματος συνελήφθησαν αιχμάλωτοι από το ελληνικό υποβρύχιο, το οποίο αναγνωρίστηκε σαν τέτοιο λόγω της ελληνικής σημαίας που έφερε στον ιστό του.

Τα 12 διασωθέντα μέλη του πληρώματος δέχθηκαν στην συνέχεια έλεγχο από ομάδα ανταρτών της περιοχής, οι οποίοι αφού αφαίρεσαν κάθε χρήσιμο αντικείμενο από αυτά και το πλοίο τους, τους επέτρεψαν να κατευθυνθούν με τα πόδια στον Βόλο.

Ο διοικητής της γερμανικής Ναυτικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης αναφέρει ότι μετά από πραγματογνωμοσύνη που πραγματοποιήθηκε στο RIGEL, το ναυάγιο του πλοίου βρέθηκε καμένο και επικαθήμενο σε επίπεδο βυθό, σε βάθος τεσσάρων μέτρων, έχοντας στην πρύμνη του ορατά τα σημάδια 50 επιτυχών βολών. Λόγω της σχετικά καλής κατάστασης του πλοίου αποφασίστηκε η ανέλκυση του και για τον λόγο αυτό διατάχθηκε η αποστολή του ιταλικού ρυμουλκού CITTA, με δύτες από την Λήμνο, στον τόπο του ναυαγίου.

Εκτός αυτού διατάχθηκε και η αποστολή δυο πετρελαιοκίνητων του Προστατευτικού Παράκτιου Στολίσκου Μακεδονίας (Küstenschutzflottille Mazedonien) προς το RIGEL, με σκοπό να παραμείνουν εκεί προστατεύοντας το από τυχών επιθέσεις. Στις 5.6.1943 και ενώ τα δυο καΐκια του γερμανικού Προστατευτικού Παράκτιου Στολίσκου Μακεδονίας προστάτευαν το ναυάγιο του RIGEL, δέχτηκαν επίθεση από το βρετανικό υποβρύχιο HMS TAURUS το οποίο και τα βύθισε.

Αν και το όνομα του ενός καϊκιού παραμένει άγνωστο, του άλλου έχει διασωθεί. Πρόκειται για το με ελληνικό πλήρωμα επιταγμένο πετρελαιοκίνητο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (29 ΚΟΧ), Νηολόγιο Βόλου 29. Το προσαραγμένο RIGEL ανελκύθηκε αργότερα από τον γερμανικό στρατό κατοχής, επισκευάστηκε, και τέθηκε και πάλι σε υπηρεσία με το όνομα REAUMUR μέχρι την 6.6.1944 όπου τορπιλίστηκε και βυθίστηκε από το βρετανικό υποβρύχιο HMS SICKLE στο ενδεικτικό στίγμα 38° 24´ Β και 24° 35´ Α.

Μετά την επίθεση ενάντια στο ατμόπλοιο RIGEL το ΚΑΤΣΩΝΗΣ συνέχισε την περιπολία του προς την Σκόπελο και την Αλόννησο, και στην συνέχεια κατευθύνθηκε προς την περιοχή της Ικαρίας και της Σάμου.

Την 1η Ιουνίου 1943 και βρισκόμενος ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ έξω από το Καρλόβασι της Σάμου, εντόπισε μέσα στο λιμάνι ένα μεγάλο ιταλικό ατμόπλοιο το οποίο εκτίμησε ότι υπερέβαινε τους 7.000 τόννους.

Το πλοίο είχε προσδεθεί έτσι ώστε ένα μικρό μέρος του ήταν εμφανές από το άνοιγμα του λιμένα. Στις 20:15 διατάχθηκε «πολεμική έγερσης» αλλά λόγου του σκότους και των δυσκολιών λήψης «θέσης προσβολής» δεν πραγματοποιήθηκε η σχεδιασμένη επίθεση. Αφού το ΚΑΤΣΩΝΗΣ πέρασε την νύχτα στην επιφάνεια, για να φορτίσει τις συστοιχίες του, κοντά στις τουρκικές ακτές, επέστρεψε την επόμενη ημέρα, 2.6.1943, και πάλι στο Καρλόβασι παραμένοντας όλη την ημέρα εν καταδύσει και περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να επιτεθεί.

Στις 20:13 εξαπέλυσε δυο τορπίλες εκ των οποίων η μια απέκλινε της πορείας της και στην συνέχεια εξερράγη, μετά από πρόσκρουση της, στην ακτή. Η δεύτερη, αφού πέρασε το άνοιγμα του λιμανιού, κατευθύνθηκε προς τον εχθρικό στόχο χωρίς όμως να ακουστεί στην συνέχεια η αναμενόμενη έκρηξη. Σύμφωνα με τις γερμανικές καταγραφές των γερμανικών και ιταλικών ημερολογίων το πλοίο, εναντίον του οποίου ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ εξαπέλυσε τις τορπίλες του, ήταν το ιταλικό ατμόπλοιο VERSILIA (591 ΚΟΧ) το οποίο παρέμεινε ανέπαφο από την επίθεση του υποβρυχίου.

Μετά την αποτυχημένη του προσπάθεια να βυθίσει το ατμόπλοιο VERSILIA, το υποβρύχιο κατευθύνθηκε προς την Άκρα Κόρακα και από εκεί άρχισε το ταξίδι της επιστροφής προς την βάση του όπου και κατέπλευσε την 4η Ιουνίου του 1943.

Η 7η και τελευταία πολεμική περιπολία του ΚΑΤΣΩΝΗΣ 

Στις 20:45 της 5ης Σεπτεμβρίου 1943, τρεις ημέρες πριν την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το ΚΑΤΣΩΝΗΣ απέπλευσε από την βάση υποβρυχίων της Βηρυτού αφενός για να αποβιβάσει τον συνταγματάρχη Φραδέλο για μυστική αποστολή στην Εύβοια, αφετέρου για να εγκαταστήσει στην συνέχεια επιθετική πολεμική περιπολία στο βορειοδυτικό Αιγαίο. Κατευθυνόμενος ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ προς το στενό Κάσου – Κρήτης συνάντησε άσχημες καιρικές συνθήκες και μια σειρά βλαβών οι οποίες, αν και εν μέρει επιδιορθώθηκαν εκτός του αριστερού ηλεκτρικού κινητήρα, επηρέασαν την πορεία του έτσι ώστε να περάσει με καθυστέρηση 24 ωρών, το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου, το στενό της Ικαρίας.

Φτάνοντας το πρωί της 12ης Σεπτεμβρίου στις νοτιοανατολικές ακτές της Εύβοιας παρέμεινε όλη την ημέρα εν καταδύσει κατοπτεύοντας την ακτή και προσδιορίζοντας το ακριβές σημείο που θα αποβιβάζονταν ο συνταγματάρχης. Στις 21:00 της ίδιας ημέρας ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ αναδύθηκε και με τον ένα του μόνο κινητήρα πλησίασε στην ακτή και αποβίβασε με ελαστική βάρκα τον συνταγματάρχη Φραδέλο στην στεριά.

Κατευθυνόμενος στην συνέχεια ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ προς την Σκύρο συνάντησε δυο μικρά ιστιοφόρα τα οποία ανάγκασε, με προειδοποιητικούς πολυβολισμούς και βολές του πυροβόλου, να σταματήσουν. Από τα πληρώματα των πλοίων πληροφορήθηκε ότι αφενός στον όρμο της Σκιάθου ελλιμενίζονταν ένα γερμανικό ναρκαλιευτικό, αφετέρου ότι από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης αναμένετο να αποπλεύσει εντός των ημερών το από τον γερμανικό στρατό επιταγμένο γαλλικό πλοίο SINFRA (4.470 ΚΟΧ).

Αφήνοντας τα ιστιοφόρα ελεύθερα το ΚΑΤΣΩΝΗΣ, αφού πέρασε το στενό Σκοπέλου – Χεληδρομίου, συνέχισε την πορεία του προς τα βόρεια του πορθμού της Σκιάθου, κατευθυνόμενος στην περιοχή που περίμενε να περάσει το SINFRA. Στις 04:30 της 14ης Σεπτεμβρίου, και αφού το υποβρύχιο είχε παραλλάξει το βόρειο ακρωτήριο της Σκιάθου, έλαβε σήμα το οποίο διάταξε τον ΚΑΤΣΩΝΗ να κατευθυνθεί προς την Ικαρία, με σκοπό την εγκατάσταση περιπολίας, έτσι ώστε να επέμβει σε περίπτωση αποστολής γερμανικών ενισχύσεων προς την Σάμο. Ο κυβερνήτης του υποβρυχίου, Βασίλης Λάσκος, αποφάσισε να παραμείνει εν καταδύσει κατά την διάρκεια της ημέρας στην περιοχή, περιμένοντας το SINFRA, και να κατευθυνθεί προς την Iκαρία την νύχτα βρισκόμενος εν αναδύσει.

Όλη την ημέρα της 14ης Σεπτεμβρίου το ΚΑΤΣΩΝΗΣ παρέμεινε σε περισκοπικό βάθος περιπολώντας κοντά στις ανατολικές ακτές του Πηλίου και περιμένοντας την διέλευση του SINFRA. Το μεσημέρι εντόπισε με το περισκόπιο δυο επιπλέοντες νάρκες τις οποίες και απέφυγε.

Στις 19:30 εντοπίζοντας ένα μικρό ιστιοφόρο, τεσσάρων περίπου τόνων, αναδύθηκε, επικοινώνησε μαζί του και έλαβε την πληροφορία ότι ο καπνός που εκείνη την στιγμή διακρινόταν στο βάθος του ορίζοντα, προερχόταν από μεγάλο ατμόπλοιο ερχόμενο από την Θεσσαλονίκη.

Ο κυβερνήτης Λάσκος θεωρώντας ότι επρόκειτο για το SINFRA, διέταξε την άμεση κατάδυση του υποβρυχίου και την κατεύθυνση του προς το σημείο όπου είχε εμφανιστεί ο εχθρικός στόχος. Κατά την κατάδυση παρουσιάστηκε βλάβη και στον δεξιό ηλεκτρικό κινητήρα του πλοίου η οποία επισκευάστηκε πρόχειρα. Φοβούμενους ο κυβερνήτης περαιτέρω βλάβη του δεξιού κινητήρα, η οποία και θα άφηνε το υποβρύχιο ακυβέρνητο, έδωσε την διαταγή να χρησιμοποιηθεί, χωρίς κανέναν περιορισμό, και ο αριστερός ηλεκτρικός κινητήρας του σκάφους, ο οποίος είχε τεθεί εκτός λειτουργίας λόγω κακής μόνωσης.

Στην συνέχεια ετοιμάσθηκαν οι πρωραίοι και πρυμναίοι τορπιλοσωλήνες, δόθηκαν οι τελευταίες οδηγίες και το υποβρύχιο τέθηκε σε θέση «πολεμικής έγερσης». Στις 20:00 διατάχθηκε ανάδυση. Η ομοχειρία του πυροβόλου πήρε θέση και έπλευσε εν επιφανεία, και με τις δύο του μηχανές, εναντίον του εχθρικού στόχου. Βρισκόμενο το υποβρύχιο σε απόσταση 2.000 μέτρων από τον εχθρικό στόχο, διέκρινε ότι αυτός αιφνίδια εξέπεμψε σήμα αναγνώρισης.

Κατανοώντας ο Λάσκος ότι επρόκειτο περί εχθρικού πολεμικού πλοίου, έδωσε αμέσως διαταγή ταχείας κατάδυσης η οποία εξετελέσθη φέρνοντας τον ΚΑΤΣΩΝΗ σε περισκοπικό βάθος και έτοιμο να επιτεθεί «δια τορπιλικής προσβολής». Φοβούμενος ο Λάσκος ότι υπήρχε κίνδυνος να εισέλθει ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ στο παραπλήσιο ναρκοπέδιο ζήτησε εσπευσμένα πληροφορίες για την αποτύπωση του στον χάρτη. Παραμένοντας σε περισκοπικό βάθος ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ διαπίστωσε ότι το εχθρικό πλοίο εξέπεμπε με ηχοεντοπιστική συσκευή.

Το εχθρικό πλοίο - το οποίο ήταν το γερμανικό ανθυποβρυχιακό UJ-2101 (πρώην ελληνικό Β.Π. ναρκαλιευτικό-ναρκοθετικό ΣΤΡΥΜΩΝ) με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Friedrich Vollheim - φθάνοντας πάνω από τον ΚΑΤΣΩΝΗ, εξαπέλυσε τρεις δέσμες βομβών βάθους, με μικρά χρονικά διαστήματα ρίψης αναμεταξύ τους.


Οι δέσμες βομβών βάθους εξερράγησαν πλησίον του ΚΑΤΣΩΝΗ προκαλώντας σοβαρές βλάβες και ανωμαλίες. Η αντίδραση του Λάσκου ήταν να διατάξει «γενική δίωξη», διαταγή η οποία όμως δεν επαναλήφθηκε από το κέντρο με αποτέλεσμα να μην την λάβει ο υπεύθυνος αξιωματικός.

Ο Β΄ μηχανικός αντελήφθη την διαταγή απ΄ ευθείας από τον πυργίσκο και άνοιξε το επιστόμιο του γενικού εξαερισμού. Ο ύπαρχος του υποβρυχίου, Ηλίας Τσουκαλάς, θεωρώντας ότι το άνοιγμα του επιστομίου προήλθε από πρωτοβουλία του Β΄ μηχανικού το ξαναέκλεισε.

Πριν όμως τελειώσει τον χειρισμό του άκουσε από τον πυργίσκο την διαταγή του κυβερνήτη «επιφάνεια – γενική εκδίωξης». Το επιστόμιο ανοίχτηκε και πάλι και το υποβρύχιο ανήλθε στην επιφάνεια. Η κάθοδος του πυργίσκου όμως, λόγω εμπλοκής της, παρουσίασε δυσκολία στο να ανοιχτεί και ανοίχτηκε μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα με την χρήση σιδερένιου μοχλού.

Μετά το άνοιγμα της καθόδου του πυργίσκου βγήκαν στην γέφυρα ο κυβερνήτης, Βασίλης Λάσκος, και μέλη του πληρώματος καθώς και η ομοχειρία του πυροβόλου, αμέσως δε άρχισε η τροφοδότηση του πυροβόλου με πυρομαχικά από την πυριτιδαποθήκη του πλοίου προς την γέφυρα.

Μετά την απασφάλιση του πυροδοτικού μηχανισμού, το πυροβόλο του ΚΑΤΣΩΝΗ άρχισε να βάλλει εναντίον του γερμανικού ανθυποβρυχιακού το οποίο άρχισε να ανταποδίδει τα πυρά με τα δυο του πυροβόλα και όλα τα βαρειά και ελαφρά πολυβόλα που έφερε. Όπως παραστατικά αναφέρει ο ύπαρχος του Κατσώνη, υποπλοίαρχος Ηλίας Τσουκαλάς:


«Υπό του υποβρυχίου εβλήθησαν εν όλω 12 βολαί πυροβόλου εκ των οποίων 4-5 επιτυχείς βολαί επέτυχον να σιγήσουν το πρυμναίο πυροβόλον της κορβέττας, η οποία τότε έστρεψεν την πρώραν και επλησίασεν ολοταχώς προς εμβολισμόν.


Η τελευταία βολή εβλήθη υπό του υποβρυχίου από αποστάσεως 50 μέτρων κατά της κορβέττας και την έπληξεν εις την γέφυραν, έπειτα δε εκαλύφθη εις το απυρόβλητον του πυροβόλου του υποβρυχίου ο εχθρός. Ο σκοπευτής κελ. Στάμου ετραυματίσθη θανασίμως και έπεσεν.

Εν τω μεταξύ κατηνοίχθη το κάτω πώμα του θαλάμου δύτου, απηλευθερώθη δε το άνω από τας ασφαλιστικάς πεταλούδας. Ηνοίχθη έπειτα η πρυμναία φρακτή προς απελευθέρωσιν των απομονοθέντων ανδρών, εντός του πρυμναίου διαμερίσματος. Μεταβάς ο ίδιος προς πρύμναν αντελήφθην τότε ότι αμφότεροι οι κινητήρες ήσαν κράτει εις δε το ηλεκτροστάσιον υπήρχον πυκνοί καπνοί.

Ελλείψει διαταγών από την γέφυραν, ανέλαβα την πρωτοβουλίαν της εκκινήσεως των μηχανών. Η δεξιά μηχανή ετέθη δι΄ αέρος πρόσω υπό του Α΄ μηχανικού κελευστή Μαγιάτη και υποκελευστή Σελάκη υπό την άμεσον καθοδήγησιν μου εις το μηχανοστάσιον.


Ουδείς άλλος παρευρίσκετο εκεί. Το πλοίον προωθήθη ταχέως προς τα εμπρός και παρέσυρεν τους άνδρας οι οποίοι είχον ήδη πέσει εις την θάλασσαν και συνεκρατούντο από τους προφυλακτήρας των ελίκων.

Η ταχεία προώθησης του πλοίου συνετέλεσεν εις το να αποτύχη εν μέρει ο υπό της κορβέττας επιδιωκόμενος σκοπός, η οποία εν τέλει μας ενεβόλισεν πολύ πρύμα αριστερά, εις την εξωτερικήν πετρελαιοδεξαμενήν, προκαλέσασα συγχρόνως σοβαράς ζημίας εις το Νο 5 θαλάσσερμα.

Η επιφάνεια της θαλάσσης εγέμισεν πετρέλαιον. Το πλοίον εκλονίσθη ολόκληρον και υπέστη μέγαν εγκάρσιον διατοιχισμόν, μετά τον οποίον ήρχισεν να κλείνη προς την αριστεράν πλευράν.

Εξετέλεσα αμέσως ο ίδιος «γενικήν εκδίωξην» και εν συνεχεία αφού έκλεισα το επιστόμιον γενικού εξαερισμού, εκδίωξιν αριστεράς υδροδόκης, η οποία περιείχε 3.500 χιλιόγραμμα. Το πλοίον επανήλθε εις το οριζόντιον και επανέκτησεν δι΄ ολίγον την ευστάθειαν του.

Διέταξα τον παρευρισκόμενον κελευστήν Μαγιάτην να ανοίξη το άνω πόμα του θαλάμου δύτου, αλλά τούτο δεν κατέστη δυνατόν λόγω φαίνεται, παραμορφώσεως την οποίαν είχεν υποστή η γέφυρα από τα εχθρικά βλήματα, εμποδίζουσα το άνοιγμα του πώματος προς τα άνω.

Το πλοίον ήρχισεν να βυθίζεται δια της πρύμνης και να κλίνη και πάλιν προς τα αριστερά όταν διέταξα τους ολίγους εναπομείναντας εν τω πλω άνδρας, «άπαντες άνω, εγκατάλειψις πλοίου».

Εις την κάτω δίοδον του πυργίσκου ανερχόμενοι προς τα άνω εσταμάτησαν οι τέσσαρες τελευταίοι άνδρες, όταν τους ρώτησα άκουσα που μου φώναξαν «δεν μπορούμε ν΄ ανέβουμε».

Τους εκτύπησα δυνατά δια να τους ενθαρρύνω, δεν ηδυνήθην όμως ν΄ αντιληφθώ τι τους συνέβαινε, δεδομένου ότι αι κεφαλαί των εκρύπτοντο προς το άνω εντός του πυργίσκου.

Και οι τέσσαρες άνδρες παρέμενον εκεί μη δυνάμενοι να κινηθούν ουδέ προς τα άνω, ουδέ προς τα κάτω. Πυκνοί καπνοί πυρκαϊών εγέμιζον τον εσωτερικόν του πλοίου και αποπνυκτική οσμή καθίστα την ατμόσφαιραν αφόρητον.

Δεν διέκρινε κανείς εις απόστασιν μεγαλυτέρα του μέτρου. Άνοιξα δια δευτέραν φοράν το επιστόμιον γενικού εξαερισμού δια να τους δώσω καιρόν και το άφισα τελείως ανοικτόν. Τόση ήτο η προς τα αριστερά κλίσις του πλοίου και τόσος ο καπνός ώστε έπεσα επάνω εις τον πρωραίον πίνακα δυνάμεως ο οποίος μου έδωσεν έναν ισχυρόν τιναγμόν.


Εν τω μεταξύ η εχθρική κορβέττα, εγχείρισεν μετά τον εμβολισμόν με ανάποδα και από εγγυτάτης αποστάσεως από της πρύμνης του υποβρυχίου, έβαλλεν με όλον τον όγκον του πυρός της και με χειροβομβίδας, τυφέκια και περίστροφα κατά της γεφύρας και επί των θαλασσερμάτων. Τότε υπήρξαν πάρα πολλά τα θύματα και εκ των επιπλεόντων εγγύς του πλοίου.


Ο κυβερνήτης έπεσεν εν τη εκτελέσει του καθήκοντος επί της γεφύρας, αποκλειομένης της περιπτώσεως αυτοκτονίας, δεδομένου ότι δεν έφερεν μεθ΄ εαυτού περίστροφον και ουδέν περίστροφον εξήχθη του πλοίου.

Τα σιδηρελάσματα της γεφύρας πλησίον της καθόδου του πυργίσκου ήσαν διάπυρα και εφλέγοντο.
Εν τω μεταξύ αποκλεισθείς εις το εσωτερικόν του πλοίου, λόγω της εμφράξεως της καθόδου του πυργίσκου, ανέλαβα την ατομικήν μου προσωπίδα προστασίας κατ΄ αερίων, έπειτα ήνοιξα την πλήρωσιν και το εξαεριστικόν σύστημα της αριστεράς υδροδόκης, ώστε να επιταχυνθή η βύθισης του πλοίου.


Την στιγμήν εκείνην, αντελήφθην πλησίον μου κάποιον και στρέψας διέκρινα εις τον διάδρομον πλησίον του διαμερίσματος Α/Τ, τον άγγλον αξιωματικόν σύνδεσμον. Προχώρησα και συνήντησα τον υπόλογον Α/Τ υπασπιστήν Αναστασόπουλον και τον υπασπιστήν Σελάκην, οι μόνοι οι οποίοι παρέμενον ακόμη εις το εσωτερικόν του πλοίου, αποκεκλεισμένοι λόγω του αδυνάτου της εξόδου δια της διόδου του πυργίσκου.

Τους παρώτρυνα ν΄ ανοίξουν την κάθοδον των αξιωματικών, της οποίας ο χειρισμός ήτο εύκολος και δια την οποίαν υπελόγιζα ότι υπήρχε πιθανότης να ελευθερωθή του ύδατος, καθώς το πλοίον βυθιζόμενον δια της πρύμνης θα ηνώρθου την πρώραν.

Όλοι ομού εχειρίσαμεν την κάθοδον προς άνοιγμα, αλλά μόλις ανεγείραμεν ολίγον το πώμα, το ύδωρ ήρχισεν να εισρέη αφθόνως εις το εσωτερικόν του πλοίου. Επιμείναμεν και εξακολουθήσαμε να ωθώμεν προς τα άνω, μέχρις ότου έξαφνα απηλευθερώθη η κάθοδος από το ύδωρ, καθώς το πλοίον ήρχισεν να λαμβάνη μεγάλην κλίσιν προς τα πρύμα.


Εξήλθομεν τελευταίοι από το εσωτερικόν του πλοίου, ελάχιστα προτού τούτο βυθισθή. Διέκρινα την γερμανικήν κορβέτταν προβαλλομένην επί των ακτών του Πηλίου να εκσφενδονίζη από αποστάσεως 300 μέτρων τον όγκον του πυρός της, επί του βυθιζομένου υποβρυχίου, προβαλλομένου προς το μέρος της σελήνης.

Αι πολύχρωμοι τροχιαί των τροχιοδεικτικών βλημάτων και αι αναλαμπούσαι εκρήξεις επί του σκάφους ήσαν τόσο πυκναί ώστε ευρισκόμενος εγγύς του υποβρυχίου και προς το μέρος της κορβέττας, υπέστην πλήθος αμυχών από τα θραύσματα εις τας χείρας και την κεφαλήν.

Το πλοίον ηνορθώθη τελείως κατακορύφως, ένα βλήμα εξερράγη εις απόστασιν 50 μέτρων πλησίον μου την τελευταίαν στιγμήν επί της προεξεχούσης πρώρας η οποία απότομα εξηφανίσθη υπό την επιφάνειαν της θαλάσσης. Η ώρα ήτο 21.00/14/9. Μετά την τελείαν βύθισην του υποβρυχίου, η γερμανική κορβέττα εξηκολούθησεν επί 20 λεπτά να βάλλη συνεχώς δια των πολυβόλων κλπ., χαμηλά επί της επιφανείας της θαλάσσης, εναντίον των επιπλεόντων ναυαγών.

Μετά την βύθιση 

Μετά την βύθιση του ΚΑΤΣΩΝΗΣ ο ύπαρχος του υποβρυχίου υποπλοίαρχος Ηλίας Τσουκαλάς, μαζί με τον υπαξιωματικό Α. Τσίγκρο, κατόρθωσε να διαφύγει και να φθάσει κολυμπώντας, μετά από εννέα ώρες, στην Σκιάθο.

Ο υπαξιωματικός Α. Αντωνίου, μαζί με τον δίοπο ηλεκτρολόγο Ν. Θυμαρά, διέφυγαν επίσης την σύλληψη και κατευθύνθηκαν κολυμπώντας προς το Πήλιο. Ενώ ο πρώτος κατάφερε να φθάσει σώος στην ακτή, ο δεύτερος δεν το κατόρθωσε καθώς οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν με αποτέλεσμα να πνιγεί γύρω στις 02:00 το πρωί της 15.9.1943 ανοιχτά των ακτών του Πηλίου.

Οι Τσουκαλάς και Τσίγκρος μεταφέρθηκαν στην συνέχεια, με την βοήθεια των κατοίκων της Σκιάθου, στο Πήλιο όπου συνάντησαν τον Α. Αντωνίου. Μετά από χρονοβόρα αναμονή κατάφεραν να επιστρέψουν τελικά, μέσω Τουρκίας, στην Μέση Ανατολή όπου εντάχθηκαν και πάλι στο δυναμικό του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού.


Οι συλληφθέντες αιχμάλωτοι κρατήθηκαν αρχικά στις φυλακές Αβέρωφ οι υγιείς και στο νοσοκομείο της Κηφισιάς οι τραυματίες. Στην συνέχεια μεταφέρθηκαν, μέσω Γιουγκοσλαβίας, στο γερμανικό στρατόπεδο ναυτικών αιχμαλώτων «MARLANG», κοντά στην Βρέμη, όπου και παρέμειναν κρατούμενοι μέχρι την απελευθέρωση τους από τον συμμαχικό στρατό στις 28 Απριλίου 1945.



Ο βρετανός πλοίαρχος, διοικητής του 1ου Στολίσκου Υποβρυχίων, D.C. Ingram, στον οποίον υπαγόταν ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ, υπέβαλε στις 11.11.1943 έκθεση η οποία εμπεριέχει αφενός την εκτίμηση, τον θαυμασμό και την λύπη του για τον χαμό του κυβερνήτη και των μελών του πληρώματος του ΚΑΤΣΩΝΗΣ, αφετέρου αναπτύσσει σχετική κριτική επί του γεγονότος κύρια στοιχεία της οποίας είναι:


- Η μη υπακοή του κυβερνήτη του ΚΑΤΣΩΝΗ, Βασίλη Λάσκου, στην οδηγία την οποία έλαβε στις 04:00 της 14ης Σεπτεμβρίου 1943 και η οποία τον διάτασσε να αναχωρήσει άμεσα για την εγκατάσταση πολεμικής περιπολίας στην Ικαρία.



- Η εσφαλμένη εκτίμηση και η πίστη που έδειξε στην πληροφορία που έλαβε από τα δυο καΐκια που συνάντησε στις 13.9.1943, σχετιζόμενη με την επικείμενη άφειξη του πλοίου SINFRA.
- Το γεγονός ότι ο Λάσκος επικοινώνησε και μίλησε με τα πληρώματα των ελληνικών καϊκιών, πληροφορία η οποία μπορεί να έφθασε άμεσα ή έμεσσα στον εχθρό.



- Η εμπιστοσύνη που έδειξε στην πληροφορία που έλαβε το απόγευμα της 14ης Σεπτεμβρίου 1943 από το ιστιοφόρο που συνάντησε λίγο πριν την μάχη με το UJ-2101 και η οποία δήλωνε ότι ο καπνός του πλοίου στον ορίζοντα προέρχονταν από το SINFRA. Σύμφωνα με την αυτούσια δήλωση του συντάκτη 
«ο αντιπλοίαρχος Λάσκος φαίνεται να επίστευεν απολύτως τούτο και να ήτο τόσον κυριευμένος από την ιδέαν αυτήν ώστε η αυταπάτη του δεν διελύθη παρά εκ των υστέρων, καθ΄ ην στιγμήν εξερράγησαν αι βόμβαι βυθού, μολονότι εις μίαν στιγμήν ευρίσκετο εις απόστασιν ενός μιλλίου από του πλοίου υπό λαμπερόν σεληνόφως»


Ο βρετανός σύνδεσμος, υποπλοίαρχος Horgan, ο οποίος επέβαινε στο ΚΑΤΣΩΝΗΣ κατά την τελευταία περιπολία του, σε αναφορά του, την οποία υπέβαλε στις 22.6.1946, αναφέρεται διεξοδικά στα γεγονότα πραγματοποιώντας ευμενή σχόλια για την πειθαρχία και το θάρρος των ανδρών του πληρώματος του ΚΑΤΣΩΝΗ τόσο κατά την διάρκεια της πολεμικής περιπολίας και της τελευταίας μάχης του υποβρυχίου, όσο και κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας. Τέλος δίνει και κάποιες άγνωστες πληροφορίες οι οποίες αφορούν την ανάκριση του από τον υποπλοίαρχο Vollheim επί του UJ-2101:


«Ανεκρίθην από του κυβερνήτου πλωτάρχου Vollheim και του υπάρχου όστις ήτο τραυματισμένος. Ούτοι είχον αποκομίσει μεγάλην εκτίμησην από την μάχην την αναληφθείσαν υπό των Ελλήνων και απέδωσαν φόρον τιμής εις την ηγεσίαν και το θάρρος του κυβερνήτου Λάσκου.


Ένα από τα βλήματα μας έθεσεν εκτός μάχης το πρυμναίον του πυροβόλον φονεύσαν έναν άνδρα του πληρώματος και τραυματίσαν πλείστους άλλους, συμπεριλαμβανομένου και του υπάρχου.

Ο Vollheim μου ωμολόγησεν ότι δεν εγνώριζεν την παρουσίαν υποβρυχίου εις την περιοχήν. Κατηύθυνεν μίαν αναγνωριστικήν λάμψιν και όταν μας είδεν να καταδυόμεθα, διαπίστωσεν ότι είμεθα ένα εχθρικόν υποβρύχιον.

Επίσης μου εξήγησεν την απότομον πλεύσιν του προς Νότον. Ευρίσκετο υπό την εντύπωσιν ότι το υποβρύχιον όπερ εβύθισεν ήτο βρεττανικόν και υπέθετεν ότι περιπολούσαμεν καθ΄ ομάδας υποβρυχίων. Απεμακρύνθη λοιπόν, προσωρινώς, διά λόγους ασφαλείας.»


Το ΚΑΤΣΩΝΗΣ (Υ1) ήταν το τέταρτο ελληνικό υποβρύχιο που βυθίστηκε εν ώρα μάχης μετά τον ΠΡΩΤΕΑ, τον ΓΛΑΥΚΟ και τον ΤΡΙΤΩΝΑ. Μετά τον πόλεμο, το έτος 1948, κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις της Εστίας, ένα βιβλίο του γνωστού συγγραφέα Μ. Καραγάτση με τον τίτλο «Βασίλης Λάσκος – Μυθιστορηματική Βιογραφία». Το βιβλίο, στηριγμένο στην προσωπική ζωή του αρβανίτη Λάσκου και στην χαρακτηριστική γραφή του Μ. Καραγάτση, έγινε πολύ γρήγορα δημοφιλές ανάγνωσμα καθιστώντας τον κυβερνήτη του Υ/Β ΚΑΤΣΩΝΗΣ, Βασίλη Λάσκο (αδελφό του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Ορέστη Λάσκου), γνωστό στο πανελλήνιο.


Το 1951 ο πρώην ύπαρχος του Υ/Β ΚΑΤΣΩΝΗΣ, Ηλίας Τσουκαλάς, συνέταξε με ιδιαίτερη παραστατικότητα τις λεπτομέρειες της τελευταίας περιπολίας και της βύθισης του υποβρυχίου, καθώς και την επιτυχημένη προσπάθεια διαφυγής αυτού και των συντρόφων του στην Σκιάθο και στην Μέση Ανατολή. Η διήγηση του κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τον τίτλο «Το υποβρύχιον Υ1», από το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδας, λαμβάνοντας στην συνέχεια βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών.

Τα δύο αυτά βιβλία, σε συνδυασμό με το θλιβερό τέλος του υποβρυχίου, οδήγησαν το ΚΑΤΣΩΝΗΣ να αποτελεί σήμερα κομβικό σημείο αναφοράς του υποβρυχιακού αγώνα του Ελληνικού Βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.



Πίνακας απωλειών του ΚΑΤΣΩΝΗΣ
α/αΌνομαΒαθμός και Ειδικότητα     
01Βασίλειος ΛάσκοςΑντιπλοίαρχος - Κυβερνήτης     
02Σοφοκλής ΜυκονιόςΥποπλοίαρχος     
03Στέφανος ΤρουπάκηςΥποπλοίαρχος     
04Παύλος ΛαμπρινούδηςΕπίκουρος σημαιοφόρος     
05Κωνσταντίνος ΞένοςΣημαιοφόρος μηχανικός     
06Μηνάς ΚαβαλούδηςΣημαιοφόρος τορπιλιτής     
07Ηρακλής ΧρυσοχέρηςΑρχικελευστής μηχανικός     
08Νικόλαος ΠαναγιώτιζαςΑρχικελευστής μηχανικός     
09Δημήτριος ΜαραλέτοςΚελευστής αρμενιστής     
10Λεωνίδας ΣτάμουΚελευστής πυροβολητής     
11Προκόπιος ΜαγιάτηςΚελευστής μηχανικός     
12Βασίλειος ΡάντοςΚελευστής ηλεκτρολόγος     
13Νικόλαος ΜαντωνανάκηςΥποκελευστής Α΄ τορπιλητής     
14Απόστολος ΒλαχάκηςΥποκελευστής Α΄ ηλεκτρολόγος     
15Δημήτριος ΚουβέληςΥποκελευστής Β΄ μηχανικός     
16Ελευθέριος ΤσάτσαρηςΥποκελευστής Β΄ μηχανικός     
17Κυριάκος ΣελλάκηςΥποκελευστής Β΄ μηχανικός     
18Παναγιώτης ΤσάκωναςΥποκελευστής Β΄ μηχανικός     
19Ιωάννης ΟικονόμουΥποκελευστής Β΄ ηλεκτρολόγος     
20Αναστάσιος ΚρέσταςΥποκελευστής Β΄ ηλεκτρολόγος     
21Ευστάθιος ΠλατίδηςΔίοπος τορπιλιτής     
22Σωτήριος ΞεπαπαδέαςΔίοπος τορπιλιτής     
23Χρήστος ΑλεξίουΔίοπος σηματωρός     
24Νικόλαος ΘυμαράςΔίοπος ηλεκτρολόγος     
25Μιχαήλ ΛιμναίοςΔίοπος τεχνικός     
26Χριστόφορος ΜιτσιάληςΝαύτης αρμενιστής     
27Γεώργιος ΛεντζάκηςΝαύτης τηλεγραφητής     
28Νικόλαος ΜοσχονάςΝαύτης μηχανικός     
29Αριστείδης ΦουντουλάκοςΝαύτης μηχανικός     
30Δημήτριος ΠρίντζοςΝαύτης ηλεκτρολόγος     
31Ανέστης ΖωγράφοςΝαύτης ηλεκτρολόγος     
32Νικόλαος ΚουρμούζηςΝαύτης ηλεκτρολόγος     
 Σύνολο απωλειών: 32 άτομα      
        

Πίνακας αιχμαλώτων του ΚΑΤΣΩΝΗΣ
α/αΌνομαΒαθμός και Ειδικότητα     
01Γρηγόριος ΔημητριάδηςΚελευστής τορπιλιτής     
02Αρίστος ΑναστόπουλοςΥποκελευστής Α΄ τηλεγραφητής     
03Βασίλειος ΜπούκηςΥποκελευστής Β΄ αρμενιστής     
04Σπυρίδων ΓκίνηςΥποκελευστής Β΄ αρμενιστής     
05Μιχαήλ ΓκιόκαςΥποκελευστής Β΄ αρμενιστής     
06Χριστόφορος ΜανόπουλοςΥποκελευστής Β΄ τηλεγραφητής     
07Κωνσταντίνος ΜαλέαςΥποκελευστής Β΄ τηλεγραφητής     
08Στέφανος ΤοκατλίδηςΥποκελευστής Β΄ εσχαρεύς     
09Γεώργιος ΓιαννέληςΔίοπος νοσοκόμος     
10Δημήτριος ΑναγνωστόπουλοςΝαύτης σηματωρός     
11Χαράλαμπος ΒακαλόπουλοςΝαύτης μηχανικός     
12Ιωάννης ΠαπαδάκηςΚελευστής τορπιλητής     
13Σάββας ΧαρίδηςΥποκελευστής Β΄ σηματωρός     
14Αλέξανδρος ΦραγκούληςΥποκελευστής Β΄ ηλεκτρολόγος     
15Κωνσταντίνος ΣταμούληςΝαύτης τορπιλιτής     
16HorganΥποπλοίαρχος βρετανικός σύνδεσμος     
17SmithΥπαξιωματικός τηλεγραφητής βρετ. συνδ.     
 Σύνολο αιχμαλώτων: 17 άτομα
Πηγή και περισσότερα: Βικιπαίδεια
 





πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια: