Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

29 Ιανουαρίου 1941,ο θάνατος του Ιωάννη Μεταξά… Φυσικά αίτια ή δολοφονία;


Στις 29 Ιανουαρίου 1941 μια δυσάρεστη είδηση προκάλεσε κλονισμό στις τάξεις του μαχόμενου Ελληνισμού.

Η είδηση αυτή δεν προερχόταν από το Μέτωπο, αλλά από την Αθήνα.

Ο Ιωάννης Μεταξάς, ο πρωθυπουργός του ΟΧΙ, πέθανε, εξαιτίας περιπλοκών, ύστερα από μια χειρουργική επέμβαση στην οποία είχε υποβληθεί.

Μέσα στο σκοτεινό κλίμα εκείνων των ημερών άρχισαν να ακούγονται οι πρώτες φωνές που μιλούσαν για δολοφονία του κυβερνήτη, οι οποίες όμως γρήγορα έσβησαν μέσα στη δίνη του πολέμου και της κατοχής.

Μεταπολεμικά στο θέμα αυτό υιοθετήθηκε η επίσημη εκδοχή του φυσικού θανάτου.

Είναι, όμως, η πραγματική;

Tο πρωί της 2ας Φεβρουαρίου 1941 μερικά βλοσυρά πρόσωπα παρακολουθούσαν τη λειτουργία ενός Ορθόδοξου ιερέα. 

Οι περισσότεροι έφεραν στρατιωτικές στολές με τα εμβλήματα του Γ’ Ράιχ.

Τα λόγια του ιερέα τούς φαίνονταν προφανώς ακατανόητα, αλλά η γερμανική πειθαρχία και η ιερότητα της στιγμής απαιτούσαν προσήλωση.

Επρόκειτο για την επίσημη γερμανική αντιπροσωπεία η οποία παρευρέθη στο μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του Έλληνα πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά, το οποίο τελέσθηκε στο παρεκκλήσιο της Ελληνικής Πρεσβείας στο Βερολίνο.

Στις συζητήσεις τους με μέλη της πρεσβείας οι Γερμανοί αξιωματούχοι υποστήριξαν με θέρμη ότι ο Μεταξάς είχε πέσει θύμα δολοφονίας από τις αγγλικές μυστικές υπηρεσίες.

Οι Έλληνες διπλωμάτες δεν έδωσαν σημασία.

Η Γερμανία βρισκόταν σε πολεμική αντιπαράθεση με τη Μ. Βρετανία και η μία πλευρά δεν έχανε καμία ευκαιρία να συκοφαντήσει την άλλη.

Τις επόμενες εβδομάδες, όμως, το θέμα άρχισε να συζητείται έντονα και στην Αθήνα, προκαλώντας τη μήνι της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία φοβόταν διατάραξη των σχέσεών της με την Βρετανία και απόσπαση της προσοχής του ελληνικού λαού από την πολεμική προσπάθεια.

Ήταν οι συζητήσεις αυτές ανυπόστατες φήμες, “πληροφορίες” που είχαν έντεχνα διασπείρει Γερμανοί πράκτορες, ή ένα φοβερό μυστικό που άρχισε να αποκαλύπτεται;
 
300116 METAXAS 03
Φλωρεντία, 28 Οκτωβρίου 1940 Η συνάντηση του Μπενίτο Μουσολίνι με τον Αδόλφο Χίτλερ. η “ηλίθια” εκστρατεία του Ιταλού έθεσε σε δύσκολη δοκιμασία τον Άξονα
Το διπλωματικό παρασκήνιο κατά τη διάρκεια του ελληνοιταλικού πολέμου
Για να προσεγγίσουμε καλύτερα την υπόθεση, πρέπει να κατανοήσουμε τις παρασκηνιακές διπλωματικές κινήσεις στις οποίες ενεπλάκη άμεσα ή έμμεσα ο Ιωάννης Μεταξάς και που έλαβαν τη μορφή χιονοστιβάδας με την είσοδο της Ελλάδας στον Β’ Π. Π.
Μετά την ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1940 και τις αλλεπάλληλες ήττες των Ιταλών, ο Χίτλερ είχε οργανώσει την εκ του σύνεγγυς παρακολούθηση της πορείας των επιχειρήσεων στην Αλβανία, διότι δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στην πληροφόρηση από τις επίσημες ιταλικές πηγές. 
Οι αναφορές που έρχονταν από το μέτωπο απέκλειαν κατηγορηματικά κάθε πιθανότητα για νίκη των ιταλικών όπλων.
 Εκ του παραλλήλου, λοιπόν, η Γερμανία εμφανιζόταν διατεθειμένη να βοηθήσει τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές στην εξεύρεση μιας διπλωματικής λύσης, ώστε να κλείσει το γρηγορότερο η βαλκανική αυτή πληγή που άνοιξε η “ηλίθια” (σύμφωνα με τα λεγόμενα του Χίτλερ) ιταλική εκστρατεία. 
Μια συνθήκη ειρήνης η οποία θα υπογραφόταν όσο το δυνατόν πιο σύντομα ήταν, λοιπόν, το ζητούμενο για τη Γερμανία. 
Αυτήν την ειρήνη, όμως, δεν επρόκειτο να τη ζητήσουν οι Έλληνες. 
Στις 6 Νοεμβρίου -και ενώ ακόμη ο Ελληνικός Στρατός αντιμετώπιζε ιδιαίτερες δυσκολίες – ο Μεταξάς έδωσε εντολή να δημοσιευθεί η εξής ανακοίνωση:
“Είμεθα εις θέσιν να δηλώσωμεν άπαξ διά παντός ότι η ελληνική κυβέρνησις ούτε εζήτησεν, ούτε θα ζητήσει ποτέ την μεσολάβησιν ουδενός εν τω αγώνι της κατά της Ιταλίας, τον οποίον είναι αποφασισμένη να συνεχίση μέχρις εσχάτων”.
Αλλά ούτε και οι Ιταλοί τολμούσαν να ζητήσουν ειρήνη, καθώς αυτό θα ήταν άμεση παραδοχή της ήττας τους. 
Η γερμανική κυβέρνηση αναγκάσθηκε να αναλάβει πρωτοβουλία.
 Στα μέσα Νοεμβρίου ο στρατιωτικός ακόλουθος της Γερμανικής Πρεσβείας στην Αθήνα, συνταγματάρχης Κλεμ φον Χόχενμπεργκ (έμπιστος και συνεργάτης του αρχηγού των Υπηρεσιών Πληροφοριών φον Κανάρη), βολιδοσκόπησε μέλη της ελληνικής κυβέρνησης σχετικά με το υπό ποιους όρους θα δέχονταν τη σύναψη ειρήνης με την Ιταλία. 
Στις 4 Δεκεμβρίου -όταν ο στρατηγός Σοντού είχε τηλεγραφήσει στη Ρώμη και φανέρωνε την ανάγκη εξεύρεσης “πολιτικής λύσης” και ο Μουσολίνι σκέφθηκε προς στιγμήν να ζητήσει τη γερμανική μεσολάβηση για τη σύναψη ανακωχής- ο Χίτλερ έστειλε τον Κανάρη στη Μαδρίτη, αφ’ ενός για να πιέσει τον Φράνκο να επιτρέψει την είσοδο γερμανικών στρατευμάτων προς κατάληψη του Γιβραλτάρ και να κινηθεί ο ίδιος εναντίον των Βρετανών και αφ’ ετέρου για να διαβιβάσει -έμμεσα-στον Έλληνα πρεσβευτή στη Μαδρίτη προτάσεις για ειρήνευση.
Ως μεσάζων για το διάβημα αυτό χρησιμοποιήθηκε ο Ούγγρος στρατηγός Αντόρκα -πρεσβευτής της Ουγγαρίας στη Μαδρίτη και παλαιός φίλος του Κανάρη-, ο οποίος συναντήθηκε με τον Έλληνα πρεσβευτή Περ. Ιακ. Αργυρόπουλο, τον διαβεβαίωσε ότι τον επισκέπτεται κατόπιν επίσημης υπόδειξης της γερμανικής κυβέρνησης και του πρότεινε το εξής σχέδιο ειρήνευσης: οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές θα προχωρούσαν αμέσως στην υπογραφή συνθήκης ειρήνης. 
Η Ελλάδα θα μπορούσε να διατηρήσει τις θέσεις τις οποίες κατέλαβε ο στρατός της στην Αλβανία. 
Προς αποφυγή μελλοντικών επεισοδίων μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών θα δημιουργείτο νεκρή ζώνη, εντός της οποίας θα παρεμβάλλονταν γερμανικές στρατιωτικές μονάδες ως εγγυήτριες της συνθήκης. 
Η γερμανική κυβέρνηση, αν δεχόταν η ελληνική, θα ανελάμβανε να πείσει την ιταλική πλευρά να δεχθεί τους όρους. 
Φυσικά, η Ελλάδα θα καθίστατο εκ νέου ουδέτερη χώρα και θα μεριμνούσε, ώστε να αποχωρήσουν όλες οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο έδαφός της.
Τι θα συνέβαινε αν η Ελλάδα δεχόταν αυτήν τη γερμανική μεσολάβηση; 
Ποια θα ήταν η αντίδραση της βρετανικής πλευράς; Θα σεβόταν την ελληνική απόφαση;
 Θα αντιδρούσαν βίαια οι βρετανικές μονάδες σε απόπειρα εκδίωξής τους από τον Ελληνικό Στρατό; 
Θα υποκινούσαν πραξικόπημα εναντίον του Μεταξά; 
Είχαν τα μέσα, όμως, και τη δυνατότητα να τα καταφέρουν, δεδομένου ότι οι μυστικές υπηρεσίες του καθεστώτος είχαν αποδειχθεί εξαιρετικά ικανές στην αντιμετώπιση τέτοιου είδους κρίσεων; 
Και αν, ακόμη, ανατρεπόταν η ελληνική κυβέρνηση, το πιθανό χάος που θα ακολουθούσε εγκυμονούσε απρόβλεπτους κινδύνους. 
Μήπως ένας “φυσικός” θάνατος του “γερμανόφιλου” Έλληνα πρωθυπουργού ήταν η πιο βολική λύση πριν επιτευχθεί η, επιθυμητή για τη Γερμανία, διπλωματική λύση;
Ο Αργυρόπουλος γνωστοποίησε το προτεινόμενο σχέδιο ειρήνης στην Αθήνα και με μια συνοδευτική αναλυτική έκθεση πρότεινε την αποδοχή του, ώστε να αποφύγει η Ελλάδα πιθανή μελλοντική στρατιωτική επέμβαση της Γερμανίας προς ενίσχυση του Ιταλικού Στρατού, η οποία θα απέβαινε καταστρεπτική για τη χώρα, αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. 
Το τι συνέβη και η ελληνική κυβέρνηση δεν προχώρησε σε καμία ενέργεια, ούτε καν σε μια τυπική απάντηση προς τον πρεσβευτή της, είναι κάτι που ίσως δεν μάθουμε ποτέ.
Παράλληλα με την ενέργεια αυτήν του Κανάρη, και κατά το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου, ο υπουργός Ασφαλείας της κυβέρνησης Κ. Μανιαδάκης δέχθηκε την επίσκεψη του καθηγητή Μπέρινγκερ, μορφωτικού ακολούθου της Γερμανικής Πρεσβείας και ενός προσώπου το οποίο δεν αποκάλυψε το όνομά του, αλλά ισχυρίσθηκε ότι ενεργούσε κατ’ εντολή του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας Ι. φον Ρίμπεντροπ.
 Ο μυστηριώδης αυτός απεσταλμένος επανέλαβε ακριβώς τις προτάσεις του Αντόρκα.
 Ο Μανιαδάκης τους ρώτησε γιατί δεν απευθύνονταν στον αρμόδιο υπουργό.
Του απάντησαν πως επιθυμία του Χίτλερ ήταν να μη χρησιμοποιηθεί για ένα τόσο σοβαρό θέμα η διπλωματική οδός, που δεν φημιζόταν για την εχεμύθειά της. 
Ο Μανιαδάκης ενημέρωσε τον Μεταξά. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ο Έλληνας πρωθυπουργός εξεδήλωσε ζωηρό ενδιαφέρον για τις προτάσεις αυτές, αλλά επιθυμούσε να καθυστερήσει την αποδοχή των διαπραγματεύσεων, καθώς ο Ελληνικός Στρατός σημείωνε συνεχείς νίκες και κάθε ημέρα που περνούσε αύξανε τις πιθανότητες να διαπραγματευθεί η Ελλάδα την ειρήνη από πλεονεκτικότατη θέση. 
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, περίμενε οι γερμανικές προτάσεις να τεθούν με επίσημη μορφή. Είναι πολύ πιθανόν, πάντως, πως προς χάριν της μυστικότητας που
απαιτούσαν οι Γερμανοί δεν έδωσε συνέχεια στην αναφορά του Αργυρόπουλου.
 Με αυτές τις δύο προσεγγίσεις οι Ελληνογερμανικές συνεννοήσεις τέθηκαν σε κάποια βάση. 
Δεν γνωρίζουμε αν προχώρησαν επάνω στο ίδιο μυστικό πλαίσιο.
Αν, όντως, συνέβη αυτό, το βέβαιο είναι ότι διεκόπησαν αμέσως μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Μεταξά, καθώς ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, προσδεμένος στο αγγλικό άρμα, απέκτησε τον ουσιαστικό έλεγχο της κυβέρνησης. 
Το γεγονός, πάντως, ότι απασχολούσε έντονα τον Χίτλερ η ειρήνευση στα Βαλκάνια έστω και με ζημιά των Ιταλών συμμάχων του, αποδείχθηκε μεταπολεμικά, όταν δημοσιεύθηκαν τα πρακτικά της σύσκεψης των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Καγκελαρία, την 5η Δεκεμβρίου 1940. 
Εκεί, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του σχεδίου “Μαρίτα” (σχέδιο επίθεσης εναντίον της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας) ο Χίτλερ παραδέχθηκε πως η επίθεση εναντίον της Ελλάδας ήταν σκόπιμη, προκειμένου να διευκρινισθεί η βαλκανική κατάσταση, εκτός αν οι Έλληνες τερμάτιζαν μόνοι τους τη σύρραξη με τους Ιταλούς και εξανάγκαζαν τους Άγγλους να εγκαταλείψουν το ελληνικό έδαφος. Σε αυτήν την περίπτωση το σχέδιο “Μαρίτα” θα ακυρωνόταν.
Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν οι ανεπίσημες αυτές συζητήσεις μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών υπέπεσαν στην αντίληψη των Βρετανών. 
Αν, πάντως, συνέβη αυτό, ο θάνατος του Μεταξά συγκεντρώνει αρκετές πιθανότητες να αποτελεί έργο των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. 
Άλλωστε, οι Βρετανοί δεν θα δίσταζαν να απαλλαγούν από έναν ενοχλητικό “σύμμαχο” ηγέτη, όπως ίσως έπραξαν και με τον Πολωνό στρατηγό Ιγκόρ Σικόρσκι. 
Ο Τσώρτσιλ, πάντως, στην “Ιστορία του Β’ ΠΠ” εξεδήλωσε την ανησυχία του μήπως η Ελλάδα συνάψει χωριστή ειρήνη με την Ιταλία. 
Ο Μεταξάς δήλωνε πως, για να μη συμβεί κάτι τέτοιο, η Ελλάδα χρειάζεται ουσιαστική στρατιωτική βοήθεια. Καμία, όμως, ανταπόκριση.
 Στις 6 Μαρτίου 1941 ο Βρετανός πρωθυπουργός σε επιστολή του προς τον υπουργό Εξωτερικών Άντονι Ήντεν ομολόγησε με κυνικότητα πως, “η απώλεια της Ελλάδος δεν αποτελεί καθόλου συμφορά για μας, αρκεί η Τουρκία να κρατήσει έντιμον ουδετερότητα”.

300116 METAXAS 02
Ο Ιωάννης Μεταξάς στο γραφείο του. Τα εξοντωτικά ωράρια εργασίας του έλληνα Πρωθυπουργού κλόνισαν σοβαρά την ήδη εύθραυστη υγεία του
Στις 13 Ιανουαρίου 1941 έφθασε στην Ελλάδα ο Βρετανός αρχιστράτηγος Ουέιβελ. 
Σε διαδοχικές συναντήσεις του με τον Μεταξά αξίωσε την αποβίβαση στη Θεσσαλονίκη ενός μικρού βρετανικού εκστρατευτικού σώματος, ανίκανου να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στον μαχόμενο Ελληνικό Στρατό, ικανού όμως να προκαλέσει γερμανική επέμβαση.
 Ο Έλληνας πρωθυπουργός αντιδρά έντονα και κατέρριψε με τη στρατηγική του εμπειρία τα επιχειρήματα του Ουέιβελ.
 Ο Βρετανός αρχιστράτηγος παραδέχεται το ακλόνητο των επιχειρημάτων του Μεταξά, αλλά του επισημαίνει, και μάλιστα τρεις φορές, πως βρίσκεται σε αντίθεση με τη βρετανική κυβέρνηση. 
Στις 17 Ιανουαρίου οι Βρετανοί δηλώνουν την αναγκαιότητα αποβίβασης μερικών μονάδων πυροβολικού στη Θεσσαλονίκη.
Ο Μεταξάς αντέδρασε αποφασιστικά. Δεν θα υιοθετούσε την πολιτική “να πολεμήσουν οι Άγγλοι μέχρι να πέσει ο τελευταίος Έλλην”.
 Συνέταξε αμέσως διακοίνωση προς τη βρετανική κυβέρνηση, στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε τα εξής: 
“Είμεθα αποφασισμένοι να αντιμετωπίσωμεν καθ’ οιονδήποτε τρόπον και με οιασδήποτε θυσίας ενδεχόμενην γερμανικήν επίθεσιν, αλλ’ ουδόλως επιθυμούμεν να την προκαλέσωμεν, εκτός εάν η Μεγάλη Βρετανία θα ηδύνατο να μας παράσχη εις Μακεδονίαν την απαιτούμενην βοήθειαν…
Η προσφερόμενη βοήθεια είναι απολύτως ανεπαρκής. Συνεπώς, ενώ η μεταφορά της δυνάμεως ταύτης εις Μακεδονίαν θα απετέλει πρόκλησιν, η οποία θα επέφερε την άμεσον επίθεσιν εναντίον μας των Γερμανών και πιθανώς και των Βουλγάρων, η ανεπάρκεια της δυνάμεως αυτής θα καθιστά ασφαλή την αποτυχίαν της αντιστάσεώς μας. 
Επί πλέον, μας εδηλώθη κατηγορηματικώς ότι η Γιουγκοσλαβία, διατεθειμένη σήμερον να αμυνθή κατά ενδεχόμενης διαβάσεως του γερμανικού στρατού διά του εδάφους της, θα απέσυρε την διαβεβαίωσιν ταύτην εις περίπτωσιν γερμανικής επιθέσεως προκαλουμένης υπό της αποστολής βρετανικών στρατευμάτων εις Μακεδονίαν”.
Τον Ιανουάριο ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε μία ακόμη σοβαρή διαφωνία με τους Βρετανούς, όσον αφορά τα Δωδεκάνησα. 
Ο Μεταξάς επιθυμούσε τη διενέργεια μιας αποβατικής επιχείρησης προς απελευθέρωσή τους, ή έστω κάποιων από αυτά. 
Η βρετανική κυβέρνηση, όμως, αρνήθηκε φοβούμενη μη δυσαρεστήσει τον “επιτήδειο ουδέτερο”, την Τουρκία, η οποία θα αντιδρούσε σε ενδεχόμενο ελληνικής κατάληψης του συγκεκριμένου νησιωτικού συμπλέγματος, και το τελευταίο που θα ήθελε να δει η Βρετανία σε εκείνη τη φάση του πολέμου ήταν την Τουρκία στην αγκαλιά του Άξονα. 
Ο Μεταξάς, με την εμμονή του να κρατήσει την Ελλάδα μακριά από την Βρετανογερμανική διένεξη και με την προσπάθειά του να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη για τη χώρα του, είχε γίνει εξαιρετικά δυσάρεστος σε επίσημους κύκλους της “Γηραιάς Αλβιώνος”.

Το ιστορικό της ασθένειας και ο θάνατος του Ιωάννη Μεταξά
Η πρώτη κρίση υγείας του 70άχρονου πρωθυπουργού παρουσιάσθηκε τον Απρίλιο του 1940.
 Ο Μεταξάς υπέστη γαστρορραγία, συνέπεια ενός παλαιού έλκους, και παρέμεινε κλινήρης επί 14 ημέρες. 
Το καθεστώς απέκρυψε τότε τη σοβαρή αυτήν κρίση και, επειδή κυκλοφόρησαν διάφορες φήμες, ανακοίνωσε στις 24 Απριλίου ότι επρόκειτο περί “ελαφράς γρίππης” και ότι ο πρωθυπουργός “χαίρει άκρας υγείας”. 
Η μοιραία φάση άρχισε με μια σκοτοδίνη, την οποία αισθάνθηκε στις 7 Ιανουαρίου 1941, ημέρα της ονομαστικής του εορτής.
 Αλλά αυτή αποδόθηκε στην υπερβολική κούραση, καθώς είχε υποχρεωθεί να μεταβεί από το πρωί στη δοξολογία και να σταθεί όρθιος επί πάρα πολλές ώρες, προκειμένου να δεχθεί τις ευχές των πολυάριθμων επισκεπτών του.
 Γι’ αυτόν τον λόγο οι ιατροί του περιορίσθηκαν στο να του συστήσουν ανάπαυση. 
Δέκα ημέρες μετά ο Μεταξάς προσεβλήθη “από ελαφράν αδιαθεσίαν”, η οποία την επομένη συνοδεύθηκε από υψηλό πυρετό. 
Από τις ιατρικές εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε ο ασθενής, διαπιστώθηκε παραμυγδαλικό απόστημα.
300116 METAXAS 04Αποφασίσθηκε η άμεση αφαίρεση των αμυγδαλών, αλλά, λόγω της διόγκωσής τους και λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του ασθενούς, προκρίθηκε η λύση της σύνθλιψης, δεδομένου ότι υπήρχε κίνδυνος ακατάσχετης αιμορραγίας σε περίπτωση χειρουργικής επέμβασης.
 Στις 19 Ιανουαρίου ο Μεταξάς σηκώθηκε αυθαίρετα από το κρεβάτι του και συνεργάσθηκε όλη την ημέρα με τον βασιλιά Γεώργιο, τον διάδοχο Παύλο, μέλη της κυβέρνησης και του επιτελείου.
 Το βράδυ, όμως, η εξάντληση των δυνάμεών του έγινε αρκετά αισθητή. 
Την επόμενη ημέρα, και παρά τον πυρετό ο οποίος επανήλθε, συγκάλεσε τους συνεργάτες του και τους έδωσε οδηγίες, όντας κλινήρης. 
Στις 21 Ιανουαρίου ο ιατρός Ν. Γεωργόπουλος προχώρησε σε επέμβαση της σύνθλιψης, η οποία κρίθηκε απόλυτα επιτυχής και παρείχε πολύ γρήγορα τα πρώτα ενθαρρυντικά σημάδια ανάνηψης του ασθενούς.
Τις επόμενες τρεις ημέρες κανείς δεν συνάντησε τον Μεταξά, εκτός από τους θεράποντες ιατρούς και την οικογένειά του. 
Το βράδυ της τρίτης ημέρας ο πυρετός επανήλθε.
Στις 25 και τις 26 Ιανουαρίου ο πυρετός υποχώρησε και ο πρωθυπουργός έδειξε τέτοια ενθαρρυντικά σημάδια βελτίωσης, ώστε προετοιμάσθηκε ανακοίνωση η οποία ανέφερε ότι “τη Δευτέρα ο Πρόεδρος θα εξήρχετο εντελώς υγιής”.
 Τη Δευτέρα, όμως, ο ασθενής παρουσίασε υψηλό πυρετό και τα πρώτα σημάδια λοίμωξης. 
Το παλαιό του έλκος αναζωπυρώθηκε και πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε γαστρορραγία. 
Το αίμα εμφάνισε σημάδια αλλοίωσης και επιβλήθηκε άμεση μετάγγιση, η οποία πραγματοποιήθηκε αυθημερόν.
Να πώς περιγράφει η εφημερίδα “Βραδυνή”, σε άρθρο της στις 30 Ιανουαρίου 1941 τις τελευταίες δραματικές ώρες:
 “Η νυξ υπήρξε φρικτή. Και χθες Τρίτη (28 Ιανουαρίου) ήρχισεν η ανησυχία, η επιδείνωσις επετείνετο
ασυγκρατήτως. Παρά την κλίνην του ασθενούς διενυκτέρευσαν η Α.Μ. ο Βασιλεύς και η Α.Β.Υ. ο Διάδοχος Παύλος μεθ’ ολοκλήρου του Υπουργικού Συμβουλίου… 
Την 1- ην μεταμεσημβρινήν ώραν της χθες εγένετο και Δευτέρα μετάγγισις, και την εσπέραν τρίτη. Η καρδιά του αντείχε μέχρι της 8ης εσπερινής.
Ο Άγγλος υποστράτηγος κ. Ντ’ Αλμπιάκ, ελθών εκ Κρήτης επίτηδες αεροπορικώς, συνωδεύετο και από τον Άγγλον αρχίατρον του βρετανικού ναυτικού, όστις και έκαμεν ιδιοχείρως ένεσιν εις τον ασθενή. 
Ταυτοχρόνως εστάλη τηλεγράφημα εις Βιέννην εις τον διάσημον Γερμανόν καθηγητή Εππιγκερ, όστις και ανεχώρησεν εσπευσμένως, αεροπλάνον μας δε υπό τον αξιωματικόν της βασιλικής αεροπορίας κ. Ποταμιάνον απεγειώθη χθες την 10ην εσπερινήν ώραν εξ Αθηνών και προσεγειώθη την 2αν πρωινήν εις Βελιγράδιον ίνα παραλάβη τον ξένον ιατρόν. 
Ο κ. Εππιγκερ επέβη σήμερον την 10ην πρωινήν (29 Ιανουαρίου) του αεροπλάνου μας ερχόμενος”.
Ηδη, όμως, από το προηγούμενο βράδυ ο κυβερνήτης Ι. Μεταξάς είχε περιέλθει σε κωματώδη κατάσταση. 
Στις 6 π.μ., σε μια στιγμιαία ολιγόλεπτη ανάνηψη από τον λήθαργο, αντήλλαξε μερικές κουβέντες με τον Μανιαδάκη. Στις 6.20 ο ασθενής παρέδωσε το πνεύμα.
Μετά από λίγες ώρες εξεδόθη το επίσημο ανακοινωθέν των θεραπόντων ιατρών:

“Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως ενεφάνισε προ δέκα ημερών, ήτοι το προπαρελθόν Σάββατον, φλεγμονήν του φάρυγγος, ήτις κατέληξεν εις απόστημα παραμυγδαλικόν.

Παρά την έγκαιρον διάνοιξίν του ως και την μετεγχειρητικήν κατάλληλον θεραπείαν, παρουσίασεν εν συνεχεία τοξιναιμικά φαινόμενα και επιπλοκάς, ως γαστρορραγίαν και ουρίαν και απέθανε σήμερον, 6 π.μ.

Εν Αθήναις τη 29η Ιανουαρίου 1941
Οι θεράποντες ιατροί
Μ. Γερουλάνος, Β. Μπένσης, Μ. Γεωργόπουλος, Μ. Μακκάς, Ε. Φωκάς, Δ. Δημητριάδης, Ι. Χρυσικός, Γ. Καραγιαννόπουλος, Δ. Κομνηνός, Ν. Λωράνδος, Γ. Οικονομίδης, Ν. Γεωργόπουλος”.
Μία άλλη, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδα, η “Καθημερινή”, παρουσίασε τη δική της εκδοχή για τα γεγονότα.
Ας δούμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
 “Ο διευθυντής του “Ευαγγελισμού” κ. Λωράνδος, εκ των θεραπόντων επίσης ιατρών του ασθενούς, μετεκάλεσε φίλον του Άγγλονυπίατρον, εκ των διευθυντών του ενταύθα αγγλικού στρατιωτικού νοσοκομείου, ο οποίος διέθετε ειδικό μηχάνημα εισπνοών οξυγόνου διά πιέσεως του αερίου.

Η χρησιμοποίησις του μηχανήματος αυτού αφ’ ενός και η νέα μετάγγισις αίματος αφ’ ετέρου, η οποία εγένετο κατ’ άλλην μέθοδον, υποδειχθείσαν υπό του Άγγλου ιατρού, η έγχυσις τέλος ορού και αι ενδοφλέβιοι καρδιοτονωτικαί ενέσεις ενεφάνισαν βελτίωσιν τινα η οποία δυστυχώς ήτο μόνον φαινομενική.

Εν τω μεταξύ, από της νυκτός της παρελθούσης Κυριακής, οι θεράποντες ιατροί ήλθον εις τηλεφωνικήν επαφήν μετά του διαπρεπούς Βιενναίου παθολόγου δόκτορος Έππιγκερ, ο οποίος, ακούσας το ιστορικόν της νόσου, συνεφώνησε πλήρως με την ακολουθηθείσαν θεραπευτικήν αγωγήν και προσκληθείς όπως κατέλθη εις Αθήνας, εδέχθη αμέσως και ήρχισε ταξιδεύων. Φθάσας την εσπέραν της Τρίτης εις Βελιγράδιον, οπόθεν θα εσυνέχιζε το ταξίδιόν του αεροπορικώς, ο δόκτωρ Έππιγκερ επεκοινώνησε και πάλιν τηλεφωνικώς μετά των θεραπόντων ιατρών, ζητήσας πληροφορίας περί της πορείας της νόσου.
 Μαθών, όμως, ότι ο ασθενής είχε πλέον εισέλθει εις την αγωνίαν του θανάτου, εματαίωσε την συνέχειαν του ταξιδίου του και επέστρεψεν εις Βιέννην”.
Οι διαφορές ανάμεσα στις δύο εφημερίδες είναι εμφανείς και προκαλούν εύλογα ερωτήματα. Ήταν ο Βρετανός αρχίατρος από την Κρήτη ή ο Βρετανός υπίατρος ή και οι δύο εκείνοι που βρέθηκαν κοντά στον ασθενή; Τι είδους ήταν αυτή η περιβόητη ένεση; 
Πώς είναι δυνατόν 12 πανεπιστημιακοί ιατροί να αφήνουν την τύχη του κυβερνήτη της χώρας στα χέρια ενός Βρετανού στρατιωτικού ιατρού;
 Ο δρ Έππιγκερ επιβιβάσθηκε στο αεροπλάνο του Ποταμιάνου ή το ταξίδι του τελείωσε στο Βελιγράδι;

Έπρεπε να αναζητηθεί συσκευή οξυγόνου μέσω του βρετανικού νοσοκομείου;

Κανένα ελληνικό νοσοκομείο δεν διέθετε παρόμοια συσκευή;
Ένα τρίτο κείμενο, το οποίο μάλιστα προέρχεται από το στενό οικογενειακό περιβάλλον του Μεταξά, προσθέτει και άλλα ερωτηματικά στην υπόθεση.
 Πρόκειται για προσωπικές αναμνήσεις της κόρης του πρωθυπουργού Λουκίας Μεταξά, τις οποίες δημοσίευσε στον τελευταίο τόμο του “Ημερολογίου”: 
“Την Κυριακή 26-1-41 γυρνώντας από εμπιστευτική αποστολή, πήγα να τον δω. 
Ήταν άρρωστος. 
Μου είπαν πως μέσα στην εβδομάδα που προηγήθηκε είχε πάθει ένα κακό απόστημα στην αμυγδαλή, πως ο ωτορινολαρυγγολόγος ιατρός Ν. Γεωργόπουλος πήρε την απόφαση να του το ανοίξει.
 Μετά την επέμβαση, καθώς μου είπαν πήγαινε καλά και μάλιστα τόσο που κάλεσε την Παρασκευή τον Κ. Μανιαδάκη για συνεργασία και πως ο ιατρός του τού έδωσε ένα μεγάλο ποτήρι αλατούχο καθάρσιο, για να φύγουν οι τοξίνες από τα έντερα, όπως του είπε. 
Φυσικά…την επομένη έπαθε αιμορραγίαεις τα έντερα (Σάββατο). 
Του έκαναν μετάγγιση αίματος και την Κυριακή το πρωί που τον είδα ήταν ευδιάθετος.
Δεν με άφησαν να τον απασχολήσω με τα αποτελέσματα της αποστολής μου. 
Σαν τον ερώτησα αν θέλει να τον δει και άλλος ιατρός γυάλισαν τα μάτια του…
Ναι, παιδί μου, ναι! μου απήντησε. 
Κάλεσαν μεγάλο συμβούλιο ιατρών καθηγητών. 
Το τι διαπίστωσαν είναι επισήμως γνωστό.
 Θα γράψω τι συνέβη που δεν είναι γνωστό. 
Διαπίστωσαν πως είχε περινεφρική ουρία από ενδεχόμενες εσωτερικές αιμορραγίες.
 Πως χρειαζόταν ίσως δεύτερη μετάγγιση αίματος.
 Προτείναμε να τηλεφωνήσουμε σε κάποιον γνωστό ξένο ιατρό να έλθει και να αποφανθεί. 
Έφεραν του κόσμου τα εμπόδια. Τελικά ο Βασίλειος Παπαδάκης και εγώ τηλεφωνήσαμε.

Τρίτη πια βράδυ ήταν. 
Ο ξένος ιατρός απήντησε πως απ’ όσα του λέγαμε και από την πρόχειρη έκθεση των ιατρών κρίνει πως δεν προλαβαίνει να έλθει, αλλά ότι πρέπει να του γίνει η δευτέρα μετάγγιση απαραιτήτως. 
Το Συμβούλιο ιατρών είχε χωριστεί στα δύο και είχαν περάσει με απραξία τα δύο εικοσιτετράωρα. 
Στο μεταξύ, καμιά νοσηλεία. Τον είχαν ανάσκελα καθώς ήταν βαρύς και έπαθε εντόπιση όπως συμβαίνει στους στομαχικούς. 
Το απόγευμα της Τρίτης του έφεραν το οξυγόνο… και ανάκλιντρο.
Όταν ήλθε η απάντηση του ξένου ιατρού και πήγαν το βράδυ να του κάνουν τη μετάγγιση, βρήκαν την καρδιά του πια αδύνατη… και φύγαν όλοι και οι φίλοι του πλην του Μ. Γερουλάνου που έμεινε σαν προσωπικός φίλος του. 
Τότε του είπα: μιας που είναι να πεθάνει γιατί δεν δοκιμάζετε μια μετάγγιση; 
Είπε ναι, και την έκανε. Επί αρκετές ώρες συνήλθε και ήταν διαυγής στο πνεύμα-μετά η καρδιά δεν άντεξε”.
Από τη μελέτη του παρόντος κειμένου προκύπτουν νέα στοιχεία.
 Η Λουκία Μεταξά θυμάται πως την Τρίτη 28 Ιανουαρίου έφυγαν όλοι πλην του Μ. Γερουλάνου, ενώ η “Βραδυνή” ανέφερε ότι στο πλευρό του ξενύχτησαν ο βασιλιάς Γεώργιος και ο διάδοχος Παύλος μαζί με ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο.

Επίσης θυμάται πως οι ιατροί αντέδρασαν στην πρόταση για επικοινωνία με ξένο ιατρό, ενώ η “Καθημερινή” μας πληροφορούσε ότι από την Κυριακή 26 Ιανουαρίου οι θεράποντες ιατροί ήλθαν σε τηλεφωνική επαφή με τον δρα Έππιγκερ, ο οποίος αμέσως μετά ξεκίνησε να ταξιδεύει προς την Ελλάδα.

Το παράδοξο είναι πως η Λουκία Μεταξά δεν ανέφερε τίποτε για Βρετανό ιατρό. 
Αντιθέτως, καταλόγισε σφάλματα, παραλείψεις και αδικαιολόγητη αδράνεια στους θεράποντες ιατρούς. 
Είναι δυνατόν οι καλύτεροι ιατροί της χώρας να υπέπεσαν σε τέτοια σοβαρά λάθη, όπως π.χ. η πρόκληση εντερικής αιμορραγίας;

Μπορούσε το ιατρικό συμβούλιο ή κάποια μέλη του να είχαν σκοπό να δολοφονήσουν τον Μεταξά;
Κάτι τέτοιο φαίνεται απίθανο, τη στιγμή μάλιστα που ο γαμπρός του πρωθυπουργού Ε. Φωκάς ήταν μέλος του συμβουλίου, αλλά διαβάζοντας τις αναμνήσεις της Λουκίας Μεταξά ο αναγνώστης προβληματίζεται.
Αρκετά χρόνια αργότερα ο Κ. Μανιαδάκης, σε συζήτησή του με τον συγγραφέα Κωνσταντίνο Πλεύρη, του εκμυστηρεύθηκε ότι για την επιδείνωση της υγείας του Μεταξά ευθύνονταν οι ιατροί και επωφελήθηκαν οι Βρετανοί.
 Δήλωσε, μάλιστα, κατά λέξη πως, “ανείχαμε τον Μεταξά σε νοσοκομείο τρίτη θέση θα ζούσε”. Χωρίς να είμαστε σε θέση να το αποδείξουμε, ίσως πιο κοντά στην αλήθεια βρίσκονται οι ισχυρισμοί του υπουργού Ασφαλείας. 
Ο Μεταξάς ήταν 70 ετών, με βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό και με έντονη κόπωση λόγω των εξοντωτικών ρυθμών εργασίας ιδιαίτερα από την έναρξη του πολέμου. 
Πιθανώς οι ιατροί του να υπέπεσαν σε κάποια τυχαία λάθη και οι Βρετανοί να αρκέσθηκαν στη “χαριστική βολή”, ή ίσως να μη χρειάσθηκε ούτε αυτή.

Στις αρχές του 2003 παρουσιάσθηκε στο ελληνικό κοινό το βιβλίο του Βρετανού ιστορικού Ντέιβιντ Ιρβινγκ με τίτλο “Ο πόλεμος του Χίτλερ”
Ο αναθεωρητής συγγραφέας βασίσθηκε σε συνεντεύξεις στενών συνεργατών του Γερμανού καγκελάριου οι οποίοι του παραχώρησαν καταπληκτικά και αποκλειστικά ντοκουμέντα.
 Στο βιβλίο αυτό ο Ιρβινγκ υποστηρίζει πως ο Ιωάννης Μεταξάς δολοφονήθηκε από τους Βρετανούς, οι οποίοι μάλιστα χρησιμοποίησαν στη θανατηφόρο ένεση το ίδιο δηλητήριο με το οποίο οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες δολοφόνησαν τον βασιλιά της Βουλγαρίας Βόριδα. 
Οπωσδήποτε, όμως, η γνώμη αυτή δεν υποστηρίζεται με αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία.
Λίγο καιρό μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μεταξά, είδε το φως της δημοσιότητας μια περίεργη ιστορία σχετικά με την υποτιθέμενη δολοφονία του από Βρετανούς πράκτορες. 
Συγκεκριμένα, ο πρώην ανώτατος αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας Σ. Παξινός, διευθυντής της Υπηρεσίας Αλλοδαπών ο οποίος υπηρετούσε στην προσωπική φρουρά του πρωθυπουργού μέχρι το τέλος της ζωής του, ευρισκόμενος στο Κάιρο ακολουθώντας την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση μετά την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα και όντας σε κατάσταση μέθης σε κάποιο μπαρ, ισχυρίσθηκε ότι ο Μεταξάς δολοφονήθηκε από Βρετανό στρατιωτικό ιατρό ο οποίος τον είχε εξετάσει λίγο πριν εκπνεύσει. 
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Παξινού, ο Βρετανός ιατρός χορήγησε στον ασθενή δηλητήριο σε ενέσιμη μορφή με αποτέλεσμα να επέλθει το μοιραίο.
 Ο Παξινός, δικαιολογώντας τους ισχυρισμούς του, έλεγε ότι η περαιτέρω παρουσία του Μεταξά στην πολιτική σκηνή δεν συνέφερε τη Μ. Βρετανία.
Ο ίδιος λίγο καιρό πριν από τον πόλεμο, κατόπιν διαταγής του Μανιαδάκη, είχε προβεί σε συλλήψεις και απελάσεις Βρετανών, Γερμανών και Ιταλών πρακτόρων που δρούσαν στην Ελλάδα. 
Πιθανώς λόγω της θέσης του να γνώριζε περισσότερα στοιχεία, σίγουρα όμως αυτή του η ενέργεια, σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς του περί δολοφονίας του Μεταξά από τους Βρετανούς, προκάλεσαν τη μήνι των τελευταίων.
Ο Παξινός φοβούμενος για τη ζωή του, κατέφυγε για ένα διάστημα στη Βομβάη της Ινδίας. Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε στην Αίγυπτο και κατόπιν μετέβη στο Σουδάν, όπου και απεβίωσε στο Χαρτούμ το 1958.
 Μέχρι το τέλος της ζωής του δεν έπαυσε να επαναλαμβάνει όσα είχε αναφέρει στο Κάιρο, χωρίς ποτέ όμως να μπορέσει να τα αποδείξει.
Ερωτηματικά ωστόσο προκαλεί το γεγονός ότι δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα…

Τον Ιωάννη Μεταξά διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο τότε διοικητής της Εθνικής Τραπέζης Α. Κορυζής. Στις 18 Απριλίου 1941, λίγο πριν από την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, ο πρωθυπουργός, μη αντέχοντας το βάρος της ήττας, αυτοκτόνησε πυροβολώντας στην καρδιακή του χώρα. 
Το ερώτημα που πλανάται ακόμη και σήμερα είναι πώς μπόρεσε να πυροβολήσει την καρδιά του δύο φορές! 
Άλλος ένας ακόμη περίεργος θάνατος ο οποίος ακολούθησε εκείνον του Ιωάννη Μεταξά και προσέθεσε περισσότερο μυστήριο σχετικά με τα παρασκήνια εκείνης της σκοτεινής και ταραγμένης περιόδου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: