ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ


Θεόδωρος Κολοκοτρώνης



Στις 3 Απριλίου του 1770 γεννήθηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μια από τις μεγαλύτερες μορφές του 1821, γνωστός και ως ο Γέρος του Μοριά. Διακρίθηκε για την στρατηγική του σκέψη, το θάρρος του, την αγαθή του καρδιά και τον έντιμο χαρακτήρα του. Πίστευε στον Θεό κι έλεγε: “Έλληνες, ο Θεός υπέγραψε για την ελευθερία της πατρίδος και δεν την παίρνει πίσω την υπογραφή του" και στον λόγο στην Πνύκα ότι πολέμησαν "πρώτα Υπέρ Πίστεως και έπειτα Υπέρ Πατρίδος".


Κατά τα Ορλωφικά, η γυναίκα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, είχε βρει καταφύγιο στα βουνά. Εκεί, στις 3 Απριλίου του 1770 γέννησε τον Θεόδωρο "εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την πάλαιαν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι".

To 1780, οι Τούρκοι με επικεφαλής τον Καπετάμπεη, πολιόρκησαν τους πύργους της Καστάνιας (ή Καστάνιτσας) της Μάνης, όπου βρίσκονταν οι Κολοκοτρωναίοι και ο Κλέφτης Παναγιώταρος, στα πλαίσια επιχειρήσεων εκκαθάρισης εστιών αντίστασης.

Μετά από καιρό πολιορκίας και με τα εφόδια να τελειώνουν επιχείρησαν έξοδο. Ο Κωνσταντής σκοτώθηκε όπως και δυο αδέρφια του και πολλά από τα παλικάρια τους. Η μητέρα του Κολοκοτρώνη κατάφερε να ξεφύγει και να σώσει δύο από τα έξι παιδιά της, και πήγε στη Μάνη.


Το 1785 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έγινε αρματωλός και το 1790 παντρεύτηκε την Αικατερίνη Καρούσου, κόρη του προεστού του Λεονταρίου. 
Έγινε Κλέφτης στην Πελοπόννησο, ξεχώρισε για την ανδρεία του κι έγινε πρωτοπαλίκαρο του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Το 1792 βοήθησε, μαζί με τον Ζαχαριά, τον Ανδρούτσο (πατέρα του Οδυσσέα) στην υποχώρησή του προς τα βόρεια του Μοριά.

Οι Κλέφτες είχαν δυναμώσει πολύ και οι Τούρκοι έβαλαν στόχο να τους εξοντώσουν. Για να το καταφέρουν έδωσαν πολλά χρήματα στους Κοτζαμπάσηδες και τους έπεισαν να τους βοηθήσουν.
Το 1802, ο βοεβόδας της Πάτρας έστειλε φιρμάνι στους Κοτζαμπάσηδες να σκοτώσουν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Νικόλαο Πετιμεζά. Ο Ζαΐμης είχε σχεδόν στα χέρια του τον Πετιμεζά και ο Δεληγιάννης έβαλε δυο προεστούς να ορκιστούν ότι θα σκοτώσουν τον Κολοκοτρώνη και προσπαθούσε επί μήνες να πετύχει τον σκοπό του. 


Τον Σεπτέμβριο του 1803 ο Δεληγιάννης καταγγέλλει τον Κολοκοτρώνη ως Αρματωλό και συνεννοείται με τους Λαλαίους. Τον Μάρτη του 1804, 400 Τούρκοι αποκλείουν τους Κολοκοτρωναίους σε ένα χωριό και προσπαθούν να τους σκοτώσουν, γίνεται μάχη για δυο μέρες και το βράδυ έκαναν έξοδο και διέφυγαν.

Οι Κολοκοτρωναίοι είχαν φτάσει κυνηγημένοι στην Τσακωνία και ζήτησαν από τους κοτζαμπάσηδες λίγα τρόφιμα, για να πάρουν την απάντηση: "για τα τομάρια σας έχουμε μοναχά βόλια!". Τότε οι Κολοκοτρωναίοι επιτέθηκαν και κατέκαψαν τα σπίτια των κοτζαμπάσηδων και όσων τους χτυπούσαν με τουφέκια. 



Οι προεστοί που επέζησαν ζήτησαν βοήθεια από τον διοικητή της Τριπολιτσάς κι αυτός έφτιαξε ένα ισχυρό εκστρατευτικό σώμα.
Ο Γέρος του Μοριά το 1805 κατέφυγε στη Ζάκυνθο για να επιστρέψει στην Πελοπόννησο το 1806. Στη Ζάκυνθο ο Κολοκοτρώνης μαζί με πολλούς Σουλιώτες, Ρουμελιώτες και Πελοποννήσιους στέλνουν αναφορά στον Αλέξανδρο, Αυτοκράτορα της Ρωσίας και του ζητούν να βοηθήσει να ελευθερωθεί η Ελλάδα.
Στα ρωσοκρατούμενα Επτάνησα οι Ρώσοι τους πρότειναν να ενταχθούν στο ρωσικό στρατό και να πολεμήσουν τους Γάλλους στην Ιταλία. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν το δέχτηκε: "Τι έχω να κάμω με τον Ναπολέοντα; Αν θέλετε στρατιώτας δια να ελευθερώσωμεν την πατρίδα μας σε υπόσχομαι και πέντε και δέκα χιλιάδες στρατιώτας. Μια φορά εβαπτισθήκαμεν με το λάδι, βαπτιζόμεθα και μίαν με το αίμα και άλλην μίαν δια την ελευθερίαν της πατρίδος μας". 

Τότε κάποιοι Έλληνες πήγαν να πολεμήσουν στην Νάπολη.
Οι Τούρκοι στέλνουν αναφορές στον Σουλτάνο κι αυτός αναγκάζει τον Οικουμενικό Πατριάρχη να αφορίσει τους Επαναστάτες. Ο Σουλτάνος έβγαλε φιρμάνι να σκοτωθούν όλοι οι κλέφτες και εντάθηκαν οι διωγμοί εναντίον τους με πρωτοστάτες τους προεστούς. Ο Πετιμεζάς, ο Ζαχαριάς και ο Γιαννιάς είχαν σκοτωθεί νωρίτερα και ο Κολοκοτρώνης έμεινε με 150 παλικάρια, κυνηγημένος από Τούρκους κι Έλληνες.

Οι Κολοκοτρωναίοι τα πληροφορήθηκαν και βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Πολλοί έλεγαν να καταφύγουν στη Ζάκυνθο. Όσοι από τους 150 δεν είχαν σκοτωθεί, χωριστήκαν σε ομάδες για να σωθούν λέγοντας ο ένας στον άλλο "καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο". Ο Κολοκοτρώνης ήταν με 19 συγγενείς του και κάποιον καπετάν Γιώργο. Σε δυο εβδομάδες πέθαναν όλοι όσοι δεν ήταν μαζί με τον Κολοκοτρώνη.


Αυτή την περίοδο σκοτώθηκαν περίπου 30 Κολοκοτρωναίοι, ενώ άλλοι 40 είχαν πεθάνει νωρίτερα στα προεπαναστατικά χρόνια (Ορλωφικά κτλ). Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατάφερε να διαφύγει στη Ζάκυνθο το 1807 παρά τις προδοσίες των Ελλήνων και το κυνήγι των Τούρκων.
Το 1810 κατατάχτηκε σε σώμα Ελλήνων εθελοντών του αγγλικού στρατού. Διακρίθηκε για τη δράση του ενάντια στους Γάλλους και πήρε τον βαθμό του Ταγματάρχη. Από εκεί προέρχεται και η επίσημη στολή με την χαρακτηριστική κόκκινη περικεφαλαία με τον λευκό σταυρό.



Το 1818 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και στη συνέχεια μύησε και άλλους αγωνιστές.
Τον Ιανουάριο του 1821 έφυγε από την Ζάκυνθο μεταμφιεσμένος σε καλόγερο, και ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την Ελληνική Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη κατέλαβε την Καλαμάτα και συνεργάστηκε στενά με τον Παπαφλέσσα. 
Ο Γέρος του Μοριά, από την αρχή πρότεινε την πολιορκία της Τριπολιτσάς, του διοικητικού και στρατιωτικού κέντρου των Τούρκων στην Πελοπόννησο.

Τον Απρίλιο και τον Μάιο έγινε η μάχη στο Βαλτέτσι. Στα μέσα του μήνα ο Κολοκοτρώνης έστησε στρατόπεδο στο Βαλτέτσι συγκεντρώνοντας τους περισσότερους επαναστάτες της Πελοποννήσου. Ο Μουσταφά Μπέης, επικεφαλής 4000 Τούρκων, επιχείρησε στις 24 Απριλίου αιφνιδιαστικό χτύπημα, κατέλαβε το χωριό και διέλυσε εν μέρει το στρατόπεδο.

Κι ενώ ο Κυριάκος Μαυρομιχάλης αντιμετώπιζε με δυσκολία τους Τούρκους, κατέφτασε το σώμα του Πλαπούτα και χτύπησε τα τουρκικά μετόπισθεν τρέποντάς τους σε φυγή, με τον Κολοκοτρώνη να τους απωθεί προς την Τριπολιτσά.

Το ελληνικό στρατόπεδο ανασυγκροτήθηκε κι έφτασαν ενισχύσεις από διάφορες περιοχές, αλλά το ηθικό είχε πέσει πολύ. Στις 13 Μαΐου οι Τούρκοι επιχείρησαν έξοδο από την Τριπολιτσά προς το Βαλτέτσι. Επί 23 ώρες μαινόταν η μάχη που έληξε με νίκη των Ελλήνων.
Στις 23 Σεπτεμβρίου έπεσε η Τριπολιτσά. Ο Κολοκοτρώνης πρότεινε να τεθεί ως επόμενος στόχος η Πάτρα, όμως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ανδρέας Ζαΐμης και οι υπόλοιποι πρόκριτοι της Αχαΐας, δημιούργησαν εμπόδια επειδή δεν ήθελαν να μεγαλώσει το πολιτικό έρεισμα του Γέρου του Μοριά.

Το πολεμικό συμβούλιο του επέτρεψε να πολιορκήσει την Πάτρα αλλά δεν του έδωσαν καμία βοήθεια. Ο Κολοκοτρώνης μόνος του με τα παλικάρια του δεν μπορούσε να καταφέρει πολλά και τον Ιούνιο του 1822 εγκατέλειψε την πολιορκία και η Πάτρα έμεινε υπόδουλη μέχρι το 1828, οπότε απελευθερώθηκε από τον στρατηγό Μαιζόν, επικεφαλής γαλλικού σώματος.

Μετά από ένα μήνα ο Κολοκοτρώνης χτυπάει τον Δράμαλη στα Δερβενάκια και κατάφερε την πιο σημαντική νίκη της Επανάστασης. 

Το 1824 η αντιπαλότητα των παρατάξεων κατέληξε σε εμφύλιο. Στις 13 Νοεμβρίου, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη σκότωσαν τον γιο του Πάνο, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την κόρη της Μπουμπουλίνας, Ελένη. Ο Γέρος του Μοριά παραδίνεται για να τερματιστεί ο εμφύλιο και φυλακίζεται στην Ύδρα. 

Αναγκάστηκαν όμως να τον απελευθερώσουν το 1825, μετά από πρόταση του Παπαφλέσσα προς την κυβέρνηση Κουντουριώτη, επειδή ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ. Όμως τα πράγματα είχαν πάρει άσχημη τροπή και ο Γέρος παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του δεν τα κατάφερε. Τελικά ο Ιμπραήμ, που προετοίμαζε απόβαση στις Σπέτσες και στην Ύδρα, νικήθηκε στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου από τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Ο Καποδίστριας συνεργάστηκε στενά με τον Κολοκοτρώνη, που είχε αναγνωρίσει από νωρίς την αξία του Γέρου του Μοριά. Για άλλη μια φορά η διεκδίκηση εξουσίας και η αντιπαλότητα στις διάφορες παρατάξεις των Ελλήνων είχε κακό τέλος: την δολοφονία του Καποδίστρια. Ο Κολοκοτρώνης την σχολίασε με το παρακάτω μύθο:

Τα γαϊδούρια πήραν την απόφαση να σκοτώσουν το σαμαρά, για ν' απαλλαγούν απ' τα σαμάρια κι απ' το φορτίο, που τους έβαζαν οι άνθρωποι. 'Ετσι κι έγινε. Αμέσως όμως κατόπιν πήραν την πρωτοβουλία τα καλφάδια (οι μαθητευόμενοι) του σαμαρά, μα δεν ήξεραν να κάμουν καλή τη δουλειά, γιατί έχασαν το μάστορά τους. Έτσι τα κακοφτιαγμένα σαμάρια άρχισαν να χτυπάνε και να πληγώνουν τα δυστυχισμένα γαϊδούρια, που δεν άργησαν να καταλάβουν ότι με την ανόητη πράξη τους έπεσαν από το κακό στο χειρότερο.

Αργότερα, η Αντιβασιλεία του Όθωνα κατηγόρησε τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ότι προετοίμαζαν ανατροπή του ανήλικου Βασιλιά. Σε μια στημένη δίκη καταδικάστηκαν σε θάνατο, μα γλύτωσαν χάρη στη γενναία στάση δύο θαρραλέων δικαστών, του Αναστάσιου Πολυζωίδη και του Γεώργιου Τερτσέτη, που αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδικαστική απόφαση. Η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια κι όταν, ενήλικος πια, ανέλαβε ο Βασιλιάς Όθων τους απένειμε χάρη.

Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 από φυσικό θάνατο στην Αθήνα, μετά το γλέντι για το γάμο του μικρού του γιου. Ο Κολοκοτρώνης είχε συνειδητοποιήσει ότι οι Έλληνες έπρεπε να βασίζονται στις δικές τους δυνάμεις κι έλεγε χαρακτηριστικά "ότι κάμομε θα το κάμομε μοναχοί και δεν έχομε ελπίδα από τους ξένους".
-------------------------------------------------------------------------------- 
==============================================




Σπύρος Λούης

Ο Ολυμπιονίκης Σπύρος Λούης σε μια φωτογραφία μετά την νίκη του στον μαραθώνιο. Στη μικρή φωτογραφία στη δεξιά σελίδα η δόξα της Ελλάδας το 1936, στα γεράματά του.
Στις 13 Αυγούστου του 490 π.Χ. οι Αθηναίοι, υπό τον στρατηγό Μιλτιάδη, κατανίκησαν τους Πέρσες στον κάμπο του Μαραθώνα. Ένας οπλίτης ανέλαβε να φέρει το μήνυμα της νίκης στην Αθήνα.
Ξεκίνησε φορτωμένος τα όπλα του και έκανε την διαδρομή τρέχοντας. Όταν έφτασε στο άστυ, αναφώνησε “Νενικήκαμεν” κι έπεσε νεκρός. Η μεταγενέστερη παράδοση τον θέλει να περνά από ένα σημείο, όπου χωρικοί του φώναζαν “Σταμάτα! Σταμάτα!”, για να μάθουν το αποτέλεσμα της μάχης. Η περιοχή ονομάστηκε Σταμάτα. Σε άλλο σημείο ο πρώτος μαραθωνοδρόμος κοντοστάθηκε να ανασάνει, γιατί κόντεψε να του βγει η ψυχή. Η περιοχή ονομάστηκε Ψυχικό.





Το πώς “παντρεύτηκε” στο μυαλό του Γάλλου λόγιου Μισέλ Μπρελ η νίκη στον Μαραθώνα με τους Ολυμπιακούς στην Αθήνα δεν έχει ξεκαθαριστεί.
 Πρότεινε όμως στον Κουμπερτέν ένα πρότυπο αγώνισμα: δρόμο αντοχής από τον Μαραθώνα ως το Καλλιμάρμαρο. Και υποσχέθηκε ότι ο ίδιος θα αθλοθετούσε βαρύτιμο ασημένιο κύπελλο για το νικητή.
Η ιδέα έγινε δεκτή και έτσι δημιουργήθηκε το άθλημα του μαραθώνιου δρόμου. Μια δοκιμαστική κούρσα έφερε τον νικητή Χαρίλαο Βασιλάκο να κάνει χρόνο τρεις ώρες και 18 λεπτά. Χρόνος που μειώθηκε κατά 6 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα στην προκριματική διαδρομή, όπου νικητής αναδείχθηκε ο Γιάννης Λαυρέντης. Η πρωτιά των Ολυμπιακών Αγώνων συνδυάστηκε με την πρωτιά του νέου αγωνίσματος που ξαφνικά έγινε “εθνική υπόθεση” όλων.
Οι φήμες οργίαζαν: ως και προίκα από τον εθνικό ευεργέτη Γεώργιος Αβέρωφ λεγόταν ότι θα εξασφάλιζε ο νικητής. Η ελληνική ομάδα ήταν πολυπληθής και καλά προπονημένη. Με τον ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλο, που είχε οριστεί αφέτης, να παρακολουθεί άγρυπνα την κατάσταση.





Ο 26χρονος τότε Σπύρος Λούης δεν είχε καιρό για αθλητισμό.
 Ζούσε στο Μαρούσι, έβγαζε το ψωμί του πουλώντας νερό με τη σούστα του κι ήταν βαθιά απελπισμένος, καθώς οι γονείς της καλής του και μοιραίας Ελένης έδειχναν να μην τον θέλουν. 

Ώσπου η Ελένη άκουσε για τον μαραθώνιο και τον χαμό που γινόταν για αυτόν και κατέβασε την φαεινή ιδέα: “Αν τρέξεις και νικήσεις, δεν μπορούν να πουν όχι”. Μια κουβέντα ήταν. Ούτε είχε ξανατρέξει ούτε ήξερε πολλά πολλά για τον αθλητισμό, τη μεγάλη ιδέα και τον οπλίτη της αρχαιότητας. 

Τον αγαπούσε όμως. Παρουσιάστηκε στον αθλίατρο και ζήτησε να τρέξει. Δεν ανήκε σε σύλλογο, δεν είχε προπονητή, δεν ήξερε καν την διαδρομή.

Με την επιμονή του δέχτηκαν να τον δοκιμάσουν. Έτρεξε χίλια μέτρα και ήρθε δεύτερος και καταϊδρωμένος, είκοσι ολόκληρα δευτερόλεπτα πίσω από τον αθλητή που τον έβαλαν να αγωνιστεί. Η συμμετοχή του απορρίφθηκε. Τον έπιασε μαύρη απελπισία: έχανε την Ελένη! 

Και ξαφνικά άκουσε μια άγρια φωνή που του φάνηκε μελωδία: “Τι θέλεις εσύ εδώ;”. Ήταν ο αφέτης συνταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος, που τον είχε ορντινάντσα στον στρατό. “ Να τρέξω, κύριε συνταγματάρχα, αλλά δεν με αφήνουν”.


Ο συνταγματάρχης ανέβαλε να << καθαρίσει >>, λέγοντας στον αρχίατρο ότι ο νεαρός είχε τρομερή αντοχή : << Από τους Αμπελόκηπους τον έστελνα στο Σύνταγμα για τσιγάρα και γυρνούσε σε είκοσι λεπτά >>. 

Η συμμετοχή του Σπύρου Λούη εγκρίθηκε << κατά παρέκκλισιν >>. Καταμεσήμερο δόθηκε το σύνθημα της εκκίνησης : τέσσερις ξένοι αθλητές, δώδεκα Έλληνες κι ο νερουλάς από το Μαρούσι. Ως το Πικέρμι μπροστά πήγαινε ο Αυστραλός, πίσω του ο Γάλλος, πιο πίσω ο Ούγγρος, μετά ο Άγγλος κι ακολουθούσαν οι Έλληνες, με τον Λούη τελευταίο. 

Στο Πικέρμι ήπιε ένα ποτήρι κρασί να καρδαμώσει. Με τίποτα δεν θα την έχανε την Ελένη.





Ξεκίνησε να τους περνά τον έναν μετά τον άλλο. Τα νέα μαθεύτηκαν στο Στάδιο, όπου 60.000 θεατές κραυγάζουν ρυθμικά <<Έλλην, Έλλην >>.
Ο Σπύρος Λούης μπήκε στο Στάδιο νικητής και ακμαίος, με χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και πενήντα δευτερόλεπτα, συντρίβοντας το ρεκόρ κατά δεκαπέντε λεπτά. 

Κανένας όμως δεν ασχολιόταν με το ρεκόρ. Χαμένος στις αγκαλιές παραληρούντων πριγκίπων και απλών Ελλήνων, ζούσε το θρίαμβο του. Ξενύχτησε διασκεδάζοντας. Του υποσχέθηκαν λαγούς με πετραχήλια. Κατάφερε να πάρει μια καινούργια σούστα. Και βέβαια να παντρευτεί τη μοιραία Ελένη. Ποιοι γονείς μπορούσαν ν’ αρνηθούν στον ήρωα;

Δεν ξανάτρεξε. 
Στους Ολυμπιακούς του 1936 μπήκε σημαιοφόρος της Ελληνικής ομάδας στο στάδιο του Βερολίνου.

Στα 1938, ακριβός 42 χρόνια μετά το θρίαμβο, τιμήθηκε με ισόβια σύνταξη που του παραχώρησε η γενέτειρά του κοινότητα Αμαρουσίου Αττικής.
Πέθανε στις 28 του Μάρτη του 1940.


---------------------------------------------------------------------------------