Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

Τ΄αστέρια της ΕΕ “σβήνουν” η ακροδεξιά έρχεται και η Ελλάδα …υπομένει

european-union-490x330
Γράφει ο Πολυδεύκης
Μερικές από τις ισχυρότερες επικρίσεις ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν προέρχονται εκτός των κόλπων αυτής αλλά από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, καθώς οι πολιτικές δυνάμεις τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην αντιπολίτευση των χωρών αυτών απαιτούν επαναπατρισμό των εξουσιών στις εθνικές κυβερνήσεις.


Είναι περίεργο το πως μία ένωση φιλοδοξεί να επιβιώσει με τόσες φωνές να ασκούν αντιπολίτευση, όχι στις πολιτικές της αλλά στην ίδια τη φύση της λέξης «Ένωση».

Η απάντηση που δίνεται είναι πως καμία από αυτές τις χώρες, δεν είναι έτοιμες να αποχωρήσουν από την Ε.Ε. και για αυτό προβαίνουν σε λεονταρισμούς κρατώντας τις διαφωνίες τους με τις Βρυξέλλες σε διαχειρίσιμο επίπεδο. Ωστόσο μήπως και η Ένωση βρίσκεται σε δύσκολη θέση για την επιβολή των αποφάσεών της σε όλη την επικράτεια που ορίζει;

Η ανυπακοή της περιφέρειας
Επί παραδείγματι, στην Πολωνία, η αντιπαράθεση μεταξύ της κυβέρνησης και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ συνεχίζεται, μετά και την ακύρωση συμβολαίων αμυντικών προγραμμάτων, αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αναμένεται να εισάγει ουσιαστικές κυρώσεις κατά της Βαρσοβίας.

Στην Ουγγαρία, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 2ας Οκτωβρίου, στο οποίο οι ψηφοφόροι απέρριψαν την προοπτική της επανεγκατάστασης των προσφύγων που προέρχονται από κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυναμιτίζει την κατάσταση και η κυβέρνηση συνεχίζει να επιτίθεται στις Βρυξέλλες αμφισβητώντας την εξουσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Παρά τις συνεχείς επικρίσεις στους θεσμούς της ΕΕ, η Πολωνία και η Ουγγαρία εξακολουθούν να βλέπουν τη συμμετοχή τους στην ευρωπαϊκή οικογένεια και το ΝΑΤΟ ως βασικούς πυλώνες της εξωτερικής τους πολιτικής. Αυτό σημαίνει ότι ούτε η Βαρσοβία ούτε η Βουδαπέστη θα κάνουν τίποτα για να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο τις σχέσεις τους με οποιαδήποτε οντότητα, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να δεχτούμε ότι αυτή η κατάσταση αποπνέει υγεία. Διότι η διατήρηση ανυπάκουων χωρών στους κόλπους της Ε.Ε. δείχνει ότι η Ευρώπη της ελευθερίας έχει μετατραπεί σε Ευρώπη της ασυδοσίας.

Ο ακροδεξιός κίνδυνος διάσπασης
Η Αυστρία θα πραγματοποιήσει επαναληπτικές προεδρικές εκλογές στις 4 Δεκέμβρη. Στις εβδομάδες που απομένουν έως την ψηφοφορία, η μετριοπαθής κυβέρνηση στη Βιέννη θα εντατικοποιήσει την επίθεσή της στη συμφωνία της ΕΕ με την Τουρκία.

Ήδη η αυστριακή κυβέρνηση απαιτεί μεγαλύτερο έλεγχο των εξωτερικών συνόρων της κοινότητας και να διατηρήσει τους δικούς της ελέγχους στα σύνορα της ώστε να αποτρέψει την εισροή μεταναστών. Όλα αυτά φυσικά λόγω της ανόδου της ακροδεξιάς στη χώρα, η οποία αναμένεται πως θα κερδίσει και τις εκλογές.

Η έντονη αποδοκιμασία της αυστριακής κοινωνίας προς το μεταναστευτικό πρόγραμμα της Ε.Ε. δύναται να φέρει την πρώτη ακροδεξιά κυβέρνηση στην Ευρώπη η οποία θα μπορούσε να επιδιώξει τη συνεργασία της με άλλες χώρες της περιοχής (όπως την Ομάδα Βίσεγκραντ), ώστε να πιέσει για μεγαλύτερη αποκέντρωση της εξουσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το αυστριακό παράδειγμα δεν είναι το μόνο που πρέπει να μας απασχολήσει, αλλά το πιο χαρακτηριστικό, λόγω της χρονικής εγγύτητας της εκλογικής αναμέτρησης στη χώρα.
Η ψήφος στην Αυστρία αναμένεται να αποτελέσει καθαρή ένδειξη λαϊκής δυσαρέσκειας τόσο προς τα παραδοσιακά κόμματα της Αυστρίας όσο και με τις Βρυξέλλες, γεγονός που μέχρι στιγμής εκμεταλλεύονται οι υποψήφιοι από το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας.
Το αντίστοιχο αναμένεται πως θα συμβεί σε κάθε μία χώρα που η κοινωνία νοιώθει πως απειλείται από τη μετανάστευση και τον εξτρεμισμό.
Άλλωστε η Αυστρία αποτελεί την προετοιμασία του ευρωπαϊκού αγώνα της ακροδεξιάς αφού η μεγάλη μάχη αναμένεται να δοθεί τον Απρίλιο στη Γαλλία.
Αν αυτά τα δύο προπύργια πέσουν, τότε η κεντρική διοίκηση της Ε.Ε. θα είναι εξαιρετικά αποδυναμωμένη.

Το μεταναστευτικό
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για τη διατήρηση της συμφωνίας στο μεταναστευτικό με την Τουρκία, αλλά η πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό της Ευρώπης καθιστούν αδύνατο για την Ένωση να τιμήσει όλες τις δεσμεύσεις της προς την Άγκυρα.

Από την άλλη είναι αδύνατο για τις πολιτικές δυνάμεις της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης να αντέξουν στις κοινωνικές πιέσεις για λύση στο μεταναστευτικό και την ασφάλεια, θέματα τα οποία δίνουν πρωτοπορία στις ακροδεξιές δυνάμεις.
Επομένως η συμφωνία με την Τουρκία λειτουργεί ως σφύρα και άκμονας, με την Ε.Ε. να έχει θέσει εαυτόν σε εξαιρετικά δυσχερή διπλωματική θέση.

Στο σημερινό πολιτικό περιβάλλον, οι Βρυξέλλες, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα χορηγήσουν την απελευθέρωση των θεωρήσεων για τους Τούρκους πολίτες, κάτι που θα ισοδυναμούσε στη συνείδηση των Γερμανών και των γειτονικών τους κρατών με επιδείνωση του μεταναστευτικού προβλήματος.

Η προθεσμία του Οκτωβρίου που είχε συμφωνηθεί παρήλθε χωρίς κάποιον άλλο χρονικό ορίζοντα.
Ωστόσο το διακύβευμα στη συνεργασία με την Τουρκία δεν επιτρέπει στην Ε.Ε. να απορρίψει πλήρως την απελευθέρωση των θεωρήσεων, επομένως δεν θα αποτελέσει έκπληξη αν δούμε νέες δηλώσεις περί καθυστερήσεων, αντί για απόρριψη της εν λόγω συμφωνίας.

Λιγότερο αμφιλεγόμενες υποσχέσεις, όπως η συνέχιση των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ ή την χρηματοδότηση της Τουρκίας με επιπλέον κεφάλαια προς βοήθεια των προσφύγων, είναι πιο πιθανό να υλοποιηθούν, προκειμένου να δελεασθεί ο «Σουλτάνος» στην αποδοχή των καθυστερήσεων.

Είναι λοιπόν σημαντικό να καταλάβουμε ότι η συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης διέρχεται μέσα από την Τουρκία και αυτό θέτει τους γείτονές μας σε πλεονεκτική θέση, πλεονεκτικότερη σίγουρα από εμάς που βρισκόμαστε εντός των κόλπων της Ένωσης.

Τέτοιες στιγμές ίσως και να διαφαίνεται πως η εμμονή της διατήρησης της Τουρκίας εκτός Ευρώπης δεν είναι προς το δικό μας συμφέρον, αφού οι δικές μας δεσμεύσεις τηρούνται υπό τον φόβο κυρώσεων, ενώ οι δεσμεύσεις της Τουρκίας τηρούνται υπό την χρηματοδότηση των Βρυξελλών.

Εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά πάσα πιθανότητα, θα επιτρέψει στις βαλκανικές χώρες κατά μήκος της διαδρομής μετανάστευσης να κρατήσουν τα σύνορά τους κλειστά για να αποθαρρύνουν τους μετανάστες από την προσπάθεια να φτάσουν στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη.

Αυτή είναι η δικλείδα ασφαλείας, το εναλλακτικό πλάνο σε περίπτωση που αποτύχει η Ε.Ε. στις συνομιλίες με την Άγκυρα.
Σε αυτό το σενάριο η χώρα μας βρίσκεται σε δυσμενή θέση, αφού θα αποτελέσει τη χωματερή ψυχών από τις Βρυξέλλες, οι οποίες θα αρκεστούν σε υποδείξεις επί της συμφωνίας Δουβλίνο ΙΙ.

Σε αυτό το απευκταίο για τη χώρα μας σενάριο, η αλληλεγγύη των βορειοευρωπαίων θα μεταφραστεί σε «ηλεκτρονικό» χρήμα. Το ονομάζω ηλεκτρονικό, διότι αν αναλογιστούμε ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση, τότε η μόνη οικονομική βοήθεια που μπορούμε να λάβουμε, είναι κούρεμα χρεών προς τα ευρωπαϊκά κράτη.

Αυτό δε σημαίνει ότι το κούρεμα αυτό θα το δούμε να μεταφράζεται, επί του πρακτέου, στην ελληνική αγορά και την οικονομία των νοικοκυριών, αλλά πως θα πρέπει να συνεχίσουμε τον αγώνα λιτότητας, υπέρ της συντήρησης του μηχανισμού υποδοχής μεταναστών.

Η E.E. θα προχωρήσει σίγουρα μεσοπρόθεσμα σε συζητήσεις προς την κατεύθυνση παροχής μεγαλύτερης οικονομικής βοήθειας σε χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής για να δοθούν κίνητρα προς τις υπάρχουσες κυβερνήσεις ώστε να κάνουν περισσότερα για την αποτροπή των πληθυσμών τους από τη μετανάστευση.

Τούτο σημαίνει πολύ απλά πως από τη στιγμή που οι ζώνες μετανάστευσης είναι αυτές οι οποίες πλήττονται από τον εξτρεμισμό, η οικονομική βοήθεια δε θα αφορά μόνο υποδομές, αλλά και στρατιωτική βοήθεια.
Επομένως η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία κερδίζει επιπλέον χρήματα και ο εξτρεμισμός αποκτά επιπλέον πυρομαχικά και πολεμοφόδια από τις μετακινήσεις ισλαμιστών μεταξύ των παραστρατιωτικών και λοιπών ένοπλων ομάδων που δρουν υπό μορφή συμμοριών, ανεξαρτήτως πλευράς που υποστηρίζουν.

Ο ρωσικός κίνδυνος διάσπασης
Το μεταναστευτικό δεν είναι το μόνο πρόβλημα συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Ε.Ε. θα συζητήσει, στο προσεχές διάστημα την πολιτική της για τη Ρωσία.

Για άλλη μια φορά, αυτό θα αναδείξει εσωτερικές διαιρέσεις για την πολιτική των κρατών-μελών προς τη Μόσχα, ειδικά όταν η συζήτηση θα αγγίξει το θέμα των κυρώσεων που αφορούν την κρίση στην Ουκρανία. Οι τρέχουσες κυρώσεις λήγουν στο τέλος του χρόνου και έχουν προκαλέσει κόπωση προς όλα τα μέρη.

Η άσκηση ρωσικών πιέσεων στην Ευρώπη έχει οδηγήσει σε έντονες συζητήσεις σχετικά με τον τρόπο προσέγγισης επί του θέματος της ψηφοφορίας για ανανέωση κυρώσεων το επόμενο έτος.
Η χαλάρωση των κυρώσεων θα σήμαινε την έντονη δυσαρέσκεια των ανατολικοευρωπαίων και των βαλκανικών χωρών που έχουν στρέψει την πλάτη τους στη Μόσχα, για χάρη ενός καλύτερου ευρωπαϊκού ονείρου, το οποίο τους έχουν υποσχεθεί, αλλά ουδέποτε έρχεται.

Η Ευρώπη μέσα από τις κυρώσεις εξετάζει ουσιαστικά και τα όριά της ως προς την μελλοντική επέκτασή της. Φυσικά σε όλο αυτό το σκηνικό θα πρέπει να προστεθεί και η αμερικανική πολιτική, η οποία θα είναι ακόμα σκληρότερη συγκριτικά με αυτή του απερχόμενου Προέδρου.

Ο βαλκανικός κίνδυνος
Άλλωστε τα Βαλκάνια αποτελούν ένα ευρωπαϊκό θέατρο διπλωματίας που προσελκύει την προσοχή της Ρωσίας και της Δύσης περισσότερο από ποτέ.
Μετά από το επίμαχο δημοψήφισμα στη Δημοκρατία Σέρπσκα που αμφισβήτησε το βοσνιακό συνταγματικό δικαστήριο, οι προετοιμασίες για περαιτέρω κινήσεις από τους Σερβοβόσνιους, ώστε να διεκδικήσουν την αυτονομία τους σε βάρος του ομόσπονδου συστήματος διακυβέρνησης, θα δημιουργήσει εντάσεις μεταξύ των εθνοτικών ομάδων της χώρας.

Προς το παρόν οι συγκρούσεις αυτές θα παραμείνουν χαμηλής έντασης, αλλά η ρωσική υπεράσπιση των σερβικών θέσεων και η προοπτική για τις εθνοτικές τριβές παρέχει στη Ρωσία ένα επιπλέον πεδίο μεσολάβησης, διπλωματικών πιέσεων, συναλλαγών και διείσδυσης.

Η αναμενόμενη κλιμάκωση της επιθετικότητας της αμερικανικής πολιτικής, δύναται να φέρει αντίστοιχες αντιδράσεις από την Ουάσινγκτον, οδηγώντας μεσοπρόθεσμα σε εξελίξεις στα διάφορα βαλκανικά πεδία αντιπαραθέσεων, χωρίς να αποκλείεται να μετατραπούν αυτά σε πεδία εστιών συγκρούσεων.

Ο κίνδυνος διάσπασης από τις εμπορικές συμφωνίες
Τέλος, ο συνδυασμός πολιτικού κατακερματισμού, των εκλογικών υπολογισμών και το συναίσθημα αντι-ελεύθερου εμπορίου σε πολλά κράτη-μέλη θα συνεχίσουν να εμποδίζουν τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις της ΕΕ για τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου.
Οι συμφωνίες αυτές αποτελούν επιπλέον παράγοντες συγκρούσεων και πεδία πολιτικών αντιπαραθέσεων.
Αυτό φάνηκε από την απόφαση του Βελγίου να αντιταχθεί στην συμφωνία CETA, χωρίς να αποκλείεται η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη να φέρει και άλλους που θα αντιταχθούν σε τέτοιους είδους συμφωνίες.
Το οικονομικό διακύβευμα, από την άλλη, για τα κράτη-μέλη που επιθυμούν τέτοιες συμφωνίες για την άνθηση του εμπορίου και της οικονομίας τους δύναται να αποτελέσει το μεγαλύτερο κίνητρο για διάσπαση της ένωσης, ο οποίος θα ξεπερνά όλους τους προαναφερόμενους παράγοντες.

Έρχεται τελικά η διάσπαση;
Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχουν δύο λογικές. Η πρώτη είναι αυτή της ισχύος της Άγκελα Μέρκελ, η γερμανική σχολή, η οποία πρεσβεύει πως από τη στιγμή που τα κράτη-μέλη είναι απροετοίμαστα για να αποχωρήσουν από την Ευρώπη και απλά «γαβγίζουν» δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος.
Η Γερμανία είναι προετοιμασμένη να ακούει τη γκρίνια των μικρότερων δυνάμεων και τελικά να περνάει τη δική της γραμμή.

Η άλλη λογική είναι αυτή της ιδρυτικής αρχής της Ένωσης.
Δεν γίνεται να χωρίζεται μία «ένωση» σε δυνατούς και αδύναμους.
Όταν επιλέγεις να ενωθείς με κάτι τότε επιλέγεις την ομογενοποίηση.

Όσο υπάρχουν διασπαστικές δυνάμεις στο εσωτερικό της ένωσης υπάρχει οπωσδήποτε και ο κίνδυνος διάσπασης.
Ακόμα και αν τα κράτη-μέλη δεν είναι έτοιμα, αυτό δε σημαίνει ότι τις διασπαστικές αυτές δυνάμεις δε θα τις εκμεταλλευτούν οι γεωπολιτικοί αντίπαλοι των Βρυξελλών για να πετύχουν τους σκοπούς τους.
Η διάσπαση δεν είναι ο μόνος κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει η Ε.Ε.

Το χειρότερο σενάριο είναι η διατήρηση ενός αρρωστημένου «γάμου» με ανυπακοή, συνασπισμούς κρατών μελών και απώλεια του κεντρικού ελέγχου.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν κάποια κράτη-μέλη είναι έτοιμα προς αποχώρηση.
Το ερώτημα είναι αν η Γερμανία ήταν έτοιμη να αναλάβει ηγεμονικό ρόλο ή αν το εγχείρημα υποτέλειας των εταίρων της ξεκίνησε νωρίτερα από ότι έπρεπε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: