Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ: ΔΙΚΤΥΑ, ΤΑΧΥΤΗΤΑ, ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΙΣΧΥΣ

Μέχρι την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας (1991), το ΝΑΤΟ είχε οργανωθεί στο πλαίσιο ενός μεγάλου συμβατικού πολέμου.

Όμως, μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, η ταχύτητα των γεγονότων και η αυξανόμενη απειλή της διεθνούς τρομοκρατίας δημιούργησαν νέα δεδομένα και καταστάσεις που χαρακτηρίστηκαν ως ένα «νέο βασίλειο σκέψης» στο οποίο τα ολοκληρωμένα δίκτυα απεικόνισης της τακτικής κατάστασης, σε συνδυασμό με την ταχύτητα αντίδρασης και την ακρίβεια στις αεροπορικές προσβολές απολαμβάνουν δεσπόζουσα θέση.

ΕΙΝΑΙ ΣΑΦΕΣ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΟΣ Η ΧΕΡΣΑΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, ΑΛΛΑ ΕΝΑ ΚΟΙΝΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Όλο και περισσότεροι στρατιωτικοί, πολιτικοί και αναλυτές εκτιμούν και πιστεύουν ότι οι δίκτυο-κεντρικές επιχειρήσεις (Network-Centric Warfare : NCW) είναι αυτές που πλέον κάνουν τη διαφορά στο πεδίο μάχης.

Οι NCW αφορούν στη δημιουργία και χρήση ενός «στρατιωτικού διαδικτύου», όπου θα διοχετεύονται πληροφορίες από πολλαπλές πηγές, σε πραγματικό χρόνο, διαθέσιμες ανά πάσα στιγμή στους ενδιαφερόμενους.

Βέβαια υπάρχουν και προκλήσεις, όπως είναι η ασφάλεια του δικτύου επιθέσεις και η ασφαλής επιβεβαίωση των πληροφοριών.
Όπως είναι φυσικό η δημιουργία ενός «στρατιωτικού διαδικτύου» προϋποθέτει την αλλαγή του επιχειρησιακού δόγματος και της στρατηγικής προμήθειας νέων όπλων με έμφαση σε δυνατότητες όπως η βελτίωση της ικανότητας συλλογής και διαβίβασης πληροφοριών σε πραγματικό χρόνο, η ανάπτυξη αμυντικών δομών βασισμένων σε δίκτυα ηλεκτρονικών υπολογιστών και επιθετικών δυνατοτήτων στα πλαίσια του πληροφοριακού πολέμου, η βελτίωση των προσβολών ακρίβειας και μακράς ακτίνας και η βέλτιστη δυνατή χρήση του διαστημικού χώρου.

Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι τυχαίο ότι αναπτύσσονται νέες τεχνολογίες όπως υπέρ-υπερηχητικά βλήματα (hypersonic) μεγάλου βεληνεκούς, όπλα με βάση τη χρήση δέσμης λέιζερ, όπλα που βασίζονται στα μικροκύματα υψηλής ισχύος (High-Power Microwave : HPM) κ.ά.

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΥΠΕΡ-ΥΠΕΡΗΧΗΤΙΚΟΥ ΒΛΗΜΑΤΟΣ
Στον τομέα της ταχύτητας, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου έγινε σαφές ότι υπάρχει ανάγκη μείωσης του χρόνου αντίδρασης σε μια τρομοκρατική ή άλλη συμβατική επίθεση.
Βέβαια, η ανάγκη για ταχύτατη προσβολή στόχων φάνηκε ξεκάθαρα πριν το 2001, κατά την διάρκεια του πρώτου Πολέμου του Κόλπου (1990-1991) όταν το Ιράκ μπορούσε να προετοιμάσει και να επιτύχει ανενόχλητο την εκτόξευση βλημάτων εδάφους-εδάφους Scud-B σε διάστημα 10 λεπτών.

Η εμπειρία των Αμερικανών στο Ιράκ το 1990-1991 οδήγησε σε μια έντονη διαλεκτική σχετικά με τον καλύτερο προσδιορισμό και καταμερισμό των επιχειρησιακών ρόλων και των δυνατοτήτων των Ενόπλων Δυνάμεων.

Στο επίκεντρο αυτής της διαμάχης βρισκόταν και, σε κάποιο βαθμό, συνεχίζει να βρίσκεται το δίλημμα εάν η πολεμική ισχύς θα πρέπει να βασίζεται περισσότερο ή όχι στην αεροπορική ισχύ. Δεδομένου ότι τα όρια ισχύος είναι θολά και ευμετάβλητα, είναι σαφές ότι δεν υπάρχει αποκλειστικός αεροπορικός ή χερσαίος πόλεμος, αλλά ένα κοινό θέατρο επιχειρήσεων όπου όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις επιχειρούν ανάλογα με τις επιχειρησιακές ιδιαιτερότητες και δυνατότητες.

Η μόνη δεδομένη διαφορά μεταξύ του στρατού, της αεροπορίας και του ναυτικού βρίσκεται στην ταχύτητα, στο βεληνεκές και στην ευελιξία μετακίνησης από το ένα θέατρο επιχειρήσεων στο άλλο.
Η ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΤΟ ΚΟΣΟΒΟ, ΤΟ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ ΚΑΙ ΣΤΟ ΙΡΑΚ ΣΥΝΟΔΕΥΤΗΚΕ ΑΠΟ ΘΡΙΑΜΒΟΛΟΓΙΕΣ
Σε κάθε περίπτωση η αεροπορική ισχύς είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο το οποίο προσφέρει την ευκαιρία της εξουδετέρωσης του εχθρού από απόσταση και με σχετική ασφάλεια. Προσφέρει επίσης την ευκαιρία επίτευξης ενός αποφασιστικού πλήγματος, άρα πλεονεκτήματος, από τις πρώτες ώρες του πολέμου (βλέπε Πόλεμος των Έξι Ημερών το 1967).

Η συντριπτική χρήση και αποτελεσματικότητα της αεροπορικής ισχύος στο Κόσοβο (1999), το Αφγανιστάν (2001) και στο Ιράκ (2003) συνοδεύτηκε από θριαμβολογίες για το ρόλο της αεροπορικής ισχύος στο σύγχρονο πεδίο μάχης.

Ωστόσο, ενώ η αεροπορία υπήρξε ουσιαστικός παράγοντας επιτυχίας, εντούτοις δεν μπορεί να καρπωθεί την επιτυχία των επιχειρήσεων εκμηδενίζοντας την συμβολή, για παράδειγμα, των ναυτικών δυνάμεων ή των Ειδικών Δυνάμεων.

Σύμφωνα με στρατιωτικούς αναλυτές η κρίσιμη συνθήκη στην επιλογή της αεροπορικής ισχύος είναι η κατάσταση της εχθρικής αντιαεροπορικής αμύνης: Μια ισχυρή αντιαεροπορική άμυνα ευνοεί την χρήση βλημάτων cruise (τουλάχιστον σε πρώτη φάση), ενώ μια αδύναμη αντιαεροπορική άμυνα ευνοεί την χρήση αεροπορικών δυνάμεων.

Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι αεροπορικές δυνάμεις έχουν ωφεληθεί τεχνολογικά πολύ περισσότερο από ό,τι τα άλλα Όπλα, θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξουμε ότι οι αεροπορικές δυνάμεις είναι σε θέση να κερδίζουν πολέμους μόνες τους.

Εάν θεωρήσουμε ότι η αεροπορική ισχύς είναι η αιχμή του δόρατος του μέλλοντος, μοιραία καλούμαστε να απαντήσουμε σε ένα δεύτερο δίλημμα:
Τι είδους στόχοι θα πρέπει να προσβάλλονται από την αεροπορία;

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην καταστροφή συμβατικών χερσαίων δυνάμεων (αρμάτων μάχης, τεθωρακισμένων οχημάτων, πυροβόλων κ.λπ.), ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι η χρήση σύγχρονων αεροσκαφών για την καταστροφή αρμάτων μάχης είναι μια διαδικασία που τα καθιστά ακριβά αντιαρματικά όπλα.

Γι’ αυτό η αεροπορία θα πρέπει να είχε ως πρώτη προτεραιότητα την καταστροφή κέντρων διοίκησης και ελέγχου, επικοινωνιακών κέντρων και, γενικότερα, εγκαταστάσεων στρατιωτικής υποδομής.

Παρά την προοπτική ανάπτυξης της ρομποτικής τεχνολογίας και των δίκτυο-κεντρικών επιχειρήσεων, έχουν τεθεί προς συζήτηση ανησυχίες φιλοσοφικής φύσης. Συγκεκριμένα, έντονος προβληματισμός έχει εκφραστεί για το κατά πόσο μπορεί ένα ρομπότ να αποφασίζει για τη ζωή ή το θάνατο ανθρώπων.

Στον αντίποδα στέκονται όσοι αποδέχονται την κυριαρχία της τεχνολογίας στο πεδίο μάχης ως μέτρο μείωσης των φίλιων απωλειών σε ανθρώπινο δυναμικό.

Η στρατιωτική ιστορία διδάσκει ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις πάντα επηρέαζαν καθοριστικά το αποτέλεσμα της μάχης.
Έτσι και σήμερα, τα οπλικά συστήματα επηρεάζονται και προσαρμόζονται στις τεχνολογικές εξελίξεις και καινοτομίες.

Σε κάθε περίπτωση η προσαρμογή των νέων τεχνολογιών είναι μια μακροχρόνια και δύσκολη διαδικασία, ενώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η στρατιωτική τεχνολογία έχει αμφίδρομη φύση, δηλαδή είναι ή μπορεί να είναι διαθέσιμη και στον αντίπαλο.

πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια: