Για δυο γείτονες, που δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο, και που ανταγωνίζονται στρατηγικά και θρησκευτικά εδώ και χρόνια, είναι απορίας άξιο το ότι η σουνιτική Τουρκία, και το σιιτικό Ιράν, δεν έχουν πολεμήσει μεταξύ τους από το 1639.
Οι σχέσεις μεταξύ των δυο πρώην αυτοκρατοριών έχουν ενταθεί επικίνδυνα από την εποχή της ιρανικής επανάστασης του 1979, που έθεσε αντιμέτωπα το θεοκρατικό ιρανικό καθεστώς με το καθαρά κοσμικό τουρκικό.
Η Τουρκία ανέκαθεν διαμαρτύρονταν για υπονομευτικές δραστηριότητες των Ιρανών, όπως για παράδειγμα την υποστήριξη τους προς το κουρδικό ΡΚΚ. Παρόλα αυτά, η Τουρκία τήρησε μια στάση ουδετερότητας στη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Ιράν και Ιράκ (1980-88).
Όταν το 2010, κάποιοι πολιτικοί, αλλά και σχολιαστές στη Ουάσιγκτον, κατηγόρησαν την Άγκυρα πως εγκαταλείπει το ΝΑΤΟ και στρέφεται προς τον ισλαμικό άξονα του Ιράν, οι Τούρκοι εξεπλάγησαν.
Χαρακτήρισαν την αμερικανική αυτή ανάλυση ως ελλιπή, και στερούμενη ιστορικής γνώσης, που παρεξηγεί την στάση τους απέναντι στο «πυρηνικό» Ιράν, αλλά και την τουρκική προσπάθεια προσέγγισης της Συρίας, και της Χαμάς.
Τον Μάιο του 2010, σημειώθηκε το αιματηρό περιστατικό του στολίσκου της Γάζας, με την επέμβαση Ισραηλινών κομάντο, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο εννέα Τούρκων ακτιβιστών.
Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, η Τουρκία ψήφισε εναντίον των ΗΠΑ στο Σ. Α. του ΟΗΕ αναφορικά με την επιβολή επιπρόσθετων κυρώσεων εναντίον της Τεχεράνης.
Για πολλούς Αμερικάνους, η Τουρκία έμοιαζε να παίρνει το μέρος του Ιράν απέναντι στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ. Οι Τούρκοι αισθάνθηκαν προδομένοι.
Στο ζήτημα των κυρώσεων, οι διπλωμάτες της Τουρκίας και της Βραζιλίας είχαν πετύχει μια συμφωνία βάσει της οποίας θα συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Για αυτό και εξεπλάγησαν όταν οι σύμμαχοί τους διαφώνησαν.
Από κει και πέρα ξεκίνησε ένα κύμα άρθρων τόσο στις ΗΠΑ, όσο και αλλού, αναφορικά με την «αφοσίωση» της Τουρκίας στη Δύση.
Η δυναμική εξωτερική πολιτική της Άγκυρας, οδήγησε πολλούς παρατηρητές στο να θεωρούν ότι η Τουρκία έστρεψε την πλάτη της στους παλιούς φίλους της, ακολουθώντας μια φιλο-ισλαμική πολιτική, αφού το κυβερνών κόμμα του Ερντογάν έχει ισλαμικές και αντιδυτικές ρίζες.
Το εμπόριο μεταξύ των δυο χωρών έφτασε το 2011 τα $16 δις, κυρίως λόγω εισαγωγών αερίου και πετρελαίου στη Τουρκία.
Το Ιράν προμηθεύει την χώρα με το 30% των πετρελαϊκών της αναγκών, και το 1/3 των αναγκών της σε φυσικό αέριο, βοηθώντας την Άγκυρα να απεξαρτηθεί από τη Ρωσία.
Κάθε χρόνο, περισσότερα από 70.000 φορτηγά διασχίζουν τα σύνορα των δυο χωρών, μεταφέροντας εμπορεύματα. Όσον αφορά στους Κούρδους αποσχιστές, οι δυο χώρες συνεργάζονται στρατιωτικά.
Έτσι, έχοντας τόσα συμφέροντα, είναι λογικό η Τουρκία να μην θέλει να συμμετάσχει στην επιβολή κυρώσεων κατά του Ιράν.
Για να προστατέψουν τα εμπορικά τους προνόμια, οι Τούρκοι διπλωμάτες κάνουν τα πάντα για να κρατήσουν ανέπαφες τις σχέσεις των δυο χωρών.
Η Δύση όμως εκνευρίστηκε, όταν η Άγκυρα έθεσε το θέμα του «ανεπίσημου» πυρηνικού οπλοστασίου του Ισραήλ, επιμένοντας σε μια πλήρως αποπυρηνικοποιημένη Μέση Ανατολή.
Η Τουρκία δεν θέλει ένα πυρηνικό Ιράν ως γείτονα.
Κάτι τέτοιο θα ξεκινούσε έναν αγώνα δρόμου, όπου όλοι οι αντίπαλοι του Ιράν στην ευρύτερη περιοχή, θα επιζητούσαν κι αυτοί τα δικά τους πυρηνικά όπλα.
Παράλληλα, το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ιράν, θα έγερνε τη ζυγαριά υπέρ του, στην υπάρχουσα στρατιωτική ισορροπία μεταξύ των δυο κρατών.
Η αποχώρηση της Αμερικής από το Ιράκ, έδωσε την ευκαιρία στους Ιρανούς να εμπλακούν στα εσωτερικά του, υποστηρίζοντας την σιιτική πλειοψηφία, την ίδια ώρα που η κατά τα άλλα αμέτοχη Τουρκία παίρνει το μέρος της σουνιτικής σέχτας.
Αυτός είναι και ο λόγος της υποβάθμισης των σχέσεων μεταξύ Άγκυρας και Βαγδάτης, αλλά και της μειωμένης πλέον επιρροής των Τούρκων στις μη κουρδικές περιοχές του Ιράκ.
Το πιο σημαντικό όμως σημείο του ανταγωνισμού μεταξύ Ιράν και Τουρκίας, παραμένει η Συρία.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, η Τουρκία επένδυσε στις πολιτικές σχέσεις με τη Δαμασκό, προσπαθώντας να αποτραβήξει τον Άσαντ από την Τεχεράνη.
Η Συρία αποτελεί ένα μεγάλο βραβείο στον αγώνα για ηγεμονία στην περιοχή.
Οι σχέσεις όμως αυτές έχουν χαλάσει, εξαιτίας της αποτυχίας του Ερντογάν να πείσει τον Άσαντ να ανταποκριθεί στα αιτήματα των διαδηλωτών.
Αναγκασμένη να επιλέξει πλευρά, η τουρκική κυβέρνηση πήρε το μέρος της σουνιτικής συριακής αντιπολίτευσης, η οποία εκπροσωπείται από το Συριακό Εθνικό Συμβούλιο που μάλιστα εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη.
Από την άλλη, το Ιράν στηρίζει το καθεστώς του Άσαντ, ο οποίος ανήκει στους Αλεβίτες.
Την ώρα που διεξάγονται όλοι αυτοί οι σκληροί και υπόγειοι διπλωματικοί χειρισμοί, οι υπουργοί Εξωτερικών των δυο χωρών πηγαινοέρχονται, διακηρύσσοντας την «αιώνια φιλία» τους.
Εξάλλου, η Τουρκία συνεχίζει να θέλει να παίξει ρόλο διαμεσολαβητή στα «πυρηνικά αδιέξοδα» του Ιράν, ενώ αυτό χρειάζεται τις καλές υπηρεσίες της Άγκυρας αναφορικά με τις σχέσεις του με τη Δύση. Όσο όμως περνάει ο καιρός, τόσο δυσκολεύουν τα πράγματα.
Του Soli Ozel
Bloomberg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου