Είναι πλέον ξεκάθαρο, πως αυτό που ξεκίνησε το 2008, δεν είναι μια απλή οικονομική κρίση.
Εδώ και τέσσερα χρόνια, οι αναπτυγμένες οικονομίες αδυνατούν να πετύχουν μια βιώσιμη ανάκαμψη, και ακόμη και οι πιο ισχυρές από αυτές συναντούν δυσκολίες.
Έτσι, αντιμέτωπη με μια μεγάλη ύφεση, τα οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης μοιάζουν ανυπέρβλητα.
Η Ευρώπη κινδυνεύει με μια μακροχρόνια οικονομική βλάβη. Ήδη, η υψηλή ανεργία, και η λαϊκή δυσαρέσκεια απειλούν την συνοχή του κοινωνικού της ιστού.
Πολιτικά, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος οι πολίτες να σταματήσουν να εμπιστεύονται τους θεσμούς, και να μπουν στον πειρασμό του λαϊκισμού, όπως συνέβη πολλές φορές στο παρελθόν.
Η Ευρώπη θα πρέπει να αποφύγει, πάση θυσία, αυτό το σενάριο.
Η προτεραιότητα της θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη, αφού μόνο αυτή θα ξαναφέρει τις θέσεις εργασίας, και θα βοηθήσει στην αποπληρωμή των χρεών.
Υπάρχουν πολλές απόψεις, ως το πώς θα μπορέσει η Ευρώπη να πετύχει την ανάκαμψη.
Οι υποστηρικτές της λιτότητας ισχυρίζονται πως το χρέος επενεργεί αρνητικά επί της ανάπτυξης.
Οι οπαδοί των περαιτέρω κινήτρων αντιπροτείνουν πως η χαμηλή ανάπτυξη είναι αυτή που συντηρεί το χρέος, και πως σε εποχές κρίσης η λιτότητα αντενδείκνυται.
Οι Ευρωπαίοι δεν χρειάζεται να συμφωνούν στα πάντα, για να χαράξουν μια κοινή πορεία.
Μπορεί να διαφωνούμε για τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις της τόνωσης της ρευστότητας, αλλά θα πρέπει όλοι να συμφωνήσουμε ότι δεν είναι σωστό να αφήνουμε κάποιες κερδοφόρες επιχειρήσεις να πτωχεύουν, επειδή απλά οι πιστωτικές αγορές δεν λειτουργούν.
Δεν χρειάζεται να συμφωνούμε σε όλα τα της δημοσιονομικής πολιτικής, για να αντιληφθούμε ότι είναι πολύ πιο λογικό να προωθούμε τις επενδύσεις, από το να βλέπουμε την παραγωγικότητα να φθίνει.
Και όλοι μας γνωρίζουμε ότι είναι πιο αποδοτικό να επενδύουμε στην επανακατάρτιση των ανέργων, από το να επιτρέπουμε στην χρόνια ανεργία να θεριεύει.
Σε κάθε περίπτωση, οι αρνητικές συνέπειες της λιτότητας, είναι δύσκολο πια να αγνοηθούν.
Η ιστορία μας έδειξε, ότι σε εποχές βαθιάς ύφεσης, η απόσυρση των οικονομικών κινήτρων είναι πολύ πιο επικίνδυνη αν γίνει νωρίς, αντί για αργά.
Οι υπερβολικές περικοπές δημοσίων δαπανών σε ένα περιβάλλον όπως το σημερινό, οδηγούν σε μείωση της ανάπτυξης, που το βλέπουμε ήδη.
Το ΔΝΤ εκτιμά πως η ευρωζώνη θα συρρικνωθεί κατά 0.5% μέσα στο 2012.
Χρειάζονται θεσμικές μεταρρυθμίσεις ώστε να επέλθει μια βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά και πάλι αυτού του είδους οι μεταρρυθμίσεις δεν προκαλούν ταχύρυθμη ανάπτυξη, κάτι δηλαδή που χρειάζεται επειγόντως η Ευρώπη.
Αυτό που βλέπουμε είναι πως με αντάλλαγμα μια ελάχιστη μείωση του χρέους, η Ευρώπη παίζει κορώνα γράμματα την προοπτική ανάπτυξης.
Οι πολιτικές τόνωσης της οικονομίας στοιχίζουν λιγότερο μακροπρόθεσμα, από ότι θα μας στοίχιζε μια νέα ύφεση.
Σε πολλές χώρες, τα σημερινά ελλείμματα δεν οφείλονται σε υπερβολικές κρατικές δαπάνες, αλλά στα προσωρινά μέτρα που πάρθηκαν για να αντιμετωπιστεί η κρίση.
Τα επιτόκια μειώνονται, και ο ιδιωτικός τομέας γλιτώνει σιγά σιγά από τα χρέη του, για αυτό και δεν υπάρχει κίνδυνος πληθωρισμού αν ακολουθηθούν πολιτικές ανάπτυξης.
Αν όμως συνεχίσουν οι περικοπές δαπανών, αυτό θα υπονομεύσει την οικονομική δραστηριότητα, και θα αυξήσει, αντί να μειώσει, το δημόσιο χρέος.
Επίσης, δεν θα πρέπει να δαιμονοποιούμε το δημόσιο χρέος. Είναι απόλυτα λογικό οικονομικά, τα κράτη να μοιράζονται τα βάρη των επενδύσεων τους σε κοινωνικά προγράμματα, υποδομές, κλπ, με τις επόμενες γενιές, οι οποίες και θα ωφεληθούν από αυτές.
Το χρέος είναι ο μηχανισμός μέσα από τον οποίο θεσμοθετείται η αλληλεγγύη των γενεών.
Το πρόβλημα λοιπόν, δεν είναι το χρέος αυτό καθ αυτό, αλλά το να διασφαλίσουμε ότι χρηματοδοτεί παραγωγικές επενδύσεις, ότι διατηρείται σε λογικά επίπεδα, και ότι μπορεί να εξυπηρετηθεί χωρίς δυσκολίες.
Δυστυχώς, οι ίδιοι ισχυρισμοί που μετέτρεψαν την κρίση του 1929 σε κραχ, χρησιμοποιούνται και σήμερα, υπέρ της λιτότητας.
Δεν πρέπει όμως να αφήσουμε την ιστορία να επαναληφθεί.
Οι πολιτικοί μας ταγοί θα πρέπει να αναλάβουν δράση, ώστε να αποφευχθεί μια οικονομικά κατευθυνόμενη κοινωνική κρίση.
Για αυτό χρειάζονται οπωσδήποτε δύο μέθοδοι δράσης:
Σε παγκόσμιο επίπεδο, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι μακροοικονομικές ανισορροπίες, και να προκληθεί ζήτηση στα πλεονασματικά κράτη, όπως η Γερμανία.
Οι πλεονασματικές αναδυόμενες οικονομίες θα πρέπει να καταλάβουν ότι μια παρατεταμένη οικονομική σύνθλιψη στον αναπτυγμένο κόσμο, δημιουργεί κινδύνους για παγκόσμια οικονομική κατάπτωση, σε μια εποχή που δεν υπάρχουν περιθώρια για ελιγμούς, που όμως υπήρχαν πριν από τέσσερα χρόνια.
Εντός της ευρωζώνης, κάποιες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με πιο αποτελεσματικές δημόσιες δαπάνες, θα πρέπει να πάνε χέρι με χέρι με πολιτικές στήριξης της ζήτησης, και της βραχυπρόθεσμης ανάπτυξης.
Οι μέχρι σήμερα κινήσεις της Μέρκελ και του Σαρκοζί, προς αυτόν τον σκοπό, είναι μεν καλοδεχούμενες, αλλά δεν επαρκούν.
Αυτό που χρειάζεται είναι μια μεγάλη συμφωνία, με τα κράτη που στερούνται πολιτικής αξιοπιστίας, να πάρουν άμεσα μέτρα μεταρρυθμίσεων, με αντάλλαγμα κάποια μέτρα (εντός της ΕΕ) που θα στηρίξουν την ανάπτυξη τους, ακόμη και αν αυτό σημαίνει υψηλότερα βραχυπρόθεσμα ελλείμματα.
Ο κόσμος αντιμετωπίζει πρωτοφανείς προκλήσεις. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχαμε μια βαθιά ύφεση, σε συνδυασμό με μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές.
Ο πειρασμός να προτιμήσουμε κάποιες λανθασμένες εθνικές προτεραιότητες, μπορεί να μας οδηγήσει στην καταστροφή.
Μόνο μια πεφωτισμένη μορφή ηγεσίας μπορεί να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να κατανοήσουν πως τα προγράμματα προσαρμογής έχουν και κοινωνικό, πέραν του οικονομικού, αντίκτυπο.
Και πως δεν θα είναι βιώσιμα, αν αυτοί που επηρεάζονται έχουν να αντιμετωπίσουν ένα μέλλον γεμάτο από θυσίες, χωρίς να διαφαίνεται πουθενά το τέλος του τούνελ.
Η πάση θυσία λιτότητα είναι μια ελαττωματική στρατηγική, και δεν θα πετύχει τίποτα.
Δεν πρέπει να αφήσουμε αυτή την λανθασμένη άποψη περί δημοσιονομικής πειθαρχίας να προκαλέσει μόνιμη βλάβη στην οικονομία μας, και να καταστρέψει ανεπανόρθωτα την κοινωνία μας.
Σύμπασα η Ευρώπη θα πρέπει να συμφωνήσει σε μια βραχυπρόθεσμη αναπτυξιακή πολιτική και στρατηγική, και να την εφαρμόσει τάχιστα.
Του Javier Solana, πρώην Γ.Γ. του NATO
Project Syndicate
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου