Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Ο πολιτικός και ο στρατηγικός στόχος του πραξικοπήματος στην Τουρκία

coup_turkey-640x330
Του Χρήστου Μηνάγια
Ο σχεδιασμός του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 προέβλεπε κατά χρονολογική σειρά την ανάληψη του ελέγχου των ενόπλων δυνάμεων, κατόπιν της κυβέρνησης, στη συνέχεια του κρατικού μηχανισμού και τέλος όλης της χώρας.


Εν προκειμένω θα λέγαμε ότι, οι πραξικοπηματίες είχαν θέσει ως πολιτικό στόχο την απόκτηση του ελέγχου του κράτους, ενώ για την υλοποίηση αυτού είχαν θέσει ως στρατηγικό στόχο τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων, ο οποίος θα υλοποιείτο μέσω ενός πολυδιάστατου σχεδιασμού σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο.

Συνεπώς, ο δρόμος για τον έλεγχο του κράτους περνούσε πρώτα από την απόκτηση του ελέγχου των ενόπλων δυνάμεων.
Ωστόσο, η αποφασιστικότητα του προέδρου της Δημοκρατίας, της κυβέρνησης, όλων των κομμάτων του κοινοβουλίου, των ΜΜΕ, της αστυνομίας, της τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς επίσης του τουρκικού λαού μετέτρεψαν σε πλεονεκτήματα υπέρ της νόμιμα εκλεγμένης πολιτειακής και πολιτικής εξουσίας τα τρωτά σημεία του μηχανισμού που σχεδίασε και πραγματοποίησε το πραξικόπημα.

Ειδικότερα, η ενεργοποίηση των πολιτικών, θρησκευτικών, εθνικιστικών, κοινωνιολογικών και ψυχολογικών αντανακλαστικών του τουρκικού λαού από τον πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν συνετέλεσε στην ανατροπή των ισορροπιών ισχύος που είχαν διαμορφωθεί τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος, με αποτέλεσμα, στη συνέχεια, οι θύλακες των στασιαστών να αρχίζουν να εξουδετερώνονται σταδιακά ο ένας μετά τον άλλον.

Προφανώς, αυτοί που σχεδίασαν το πραξικόπημα το γνώριζαν αυτό και ως εκ τούτου ο Ταγίπ Ερντογάν περιελήφθη στον κατάλογο των πρώτων στόχων προς εξουδετέρωση.

Ωστόσο το γεγονός ότι, η πρώτη επιχείρηση δεν πραγματοποιήθηκε εναντίον του Ερντογάν είχε ως συνέπεια ο σχεδιασμός σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο να λάβει τη μορφή ενός ιστορικού λάθους, το οποίο προκάλεσε το σημαντικότερο ρήγμα στο σύστημα ελέγχου και διοίκησης του πραξικοπηματικού μηχανισμού.

Η τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία κατηγορεί τον Φετουλάχ Γκιουλέν ως τον σημαντικότερο κρίκο του πραξικοπήματος. Ωστόσο, οι πιέσεις της Άγκυρας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες για να εκδοθεί ο εν λόγω ιμάμης στην Τουρκία θα δημιουργήσει μια συνεχώς κλιμακούμενη πολιτική κρίση.

Και τούτο διότι το κίνημα Γκιουλέν σχετίζεται άμεσα με την περιφερειακή στρατηγική των Αμερικανών στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. 

Είναι πλέον εμφανές ότι ο Ερντογάν δεν είναι τόσο ισχυρός όσο νόμιζε και βρίσκεται ενώπιον ενός πολύ σοβαρού κινδύνου. Συνεπώς, μια απευθείας σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχει πολλές πιθανότητες και δεν στηρίζεται σε καμία λογική βάση.

Άλλωστε δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι, η δημιουργία προβλήματος εμπιστοσύνης στις σχέσεις της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον ενδέχεται να μετατραπεί σε μια πολιτική κρίση, η οποία θα επηρεάσει σημαντικά τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες της Τουρκίας.

Εν τω μεταξύ, μέχρι τις προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν εκτιμάται ότι θα υπάρξει οποιαδήποτε σοβαρή εξέλιξη, καθώς επίσης δεν είναι γνωστό σε πόσες σοβαρές υποχωρήσεις και συμβιβασμούς προτίθεται να προβεί ο πρόεδρος Ερντογάν σε περίπτωση που οι Αμερικανοί αποφασίσουν να του παραδώσουν «εμμέσως» τον Γκιουλέν (σ.σ. Ας θυμηθούμε τις εξελίξεις που προηγήθηκαν πριν την παράδοση του Οτζαλάν στους Τούρκους).

Άλλωστε, μια ενδεχόμενη «παράδοση» του Γκιουλέν δεν σημαίνει απαραίτητα και την κατάρρευση του μηχανισμού του, ο οποίος στηρίζεται σε πολύ σοβαρά θεμέλια και λειτουργεί σαν ένα μικρό κράτος με τα επτά επίπεδα διοίκησης που διαθέτει. (βλ. βιβλίο «Αποκαλύπτοντας τον Τουρκικό Λαβύρινθο-Ισλάμ και Πολιτική στην Τουρκία, σελ. 160-169 και 177-186, Χρ. Μηνάγιας, 2014, Εκδόσεις Κάδμος»).
Screen-Shot-2016-08-02-at-11.06
Μια άλλη απογοήτευση για το κυβερνόν κόμμα ΑΚΡ, έχει να κάνει με τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα οποία ενώ θεωρούνται πολύ στενοί φίλοι του Ερντογάν δεν τον ενημέρωσαν για τη διεξαγωγή του πραξικοπήματος, παρόλο που είχαν ασφαλείς πληροφορίες πριν την εκδήλωση του.

Ενώ έχουν συλληφθεί δεκάδες χιλιάδες άτομα με την κατηγορία συμμετοχής ή στήριξης του πραξικοπήματος, ακόμη δεν υπάρχουν απτά στοιχεία προκειμένου να απαντηθούν τα εξής ερωτήματα:
Ποιος είναι ο ηγετικός μηχανισμός των πραξικοπηματιών; Ποίοι εξασφάλισαν τον συντονισμό του Γκιουλέν με τους πραξικοπηματίες στην Τουρκία;
Από ποιους συγκροτήθηκε η ιεραρχική δομή και ποιο είναι το οργανόγραμμα του πραξικοπήματος;

Ποιοι είναι οι υπεύθυνοι ιμάμηδες του κινήματος Γκιουλέν για τη Δικαιοσύνη, την Αστυνομία, τα πανεπιστήμια και τον κλάδο της υγείας;

Επειδή για όλα αυτά υπάρχουν μόνο εικασίες και δεν υπάρχει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, γίνεται κατανοητό ότι το κίνημα Γκιουλέν προστατεύει τον ηγετικό του πυρήνα και συνεπώς η απειλή εξακολουθεί να υφίσταται, εφόσον φυσικά αποδειχθεί ότι το πραξικόπημα το οργάνωσε ο Γκιουλέν.

Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, το οποίο εκ του αποτελέσματος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μια «επίθεση αυτοκτονίας», σχεδιάσθηκε από τη Γενική Διοίκηση Στρατοχωροφυλακής, ενώ στον ηγετικό πυρήνα σχεδίασης και διεξαγωγής του πραξικοπήματος είχε δοθεί η ονομασία YSK (Yurtta Sulh Konseyi: Συμβούλιο για την Ειρήνη στην Πατρίδα).

Για να γίνει κατανοητό το σχέδιο της εν λόγω επιχείρησης με κωδική ονομασία Yıldırım (Κεραυνός), θα πρέπει να αποκωδικοποιηθούν οι αντικειμενικοί σκοποί σε πολιτικό και στρατηγικό επίπεδο, καθώς επίσης οι επιχειρησιακές δραστηριότητες τόσο σε επιχειρησιακό όσο σε τακτικό επίπεδο.

Το σχέδιο Yıldırım δεν αποσκοπούσε στην «κατάκτηση» όλης της τουρκικής επικράτειας, αλλά είχε εστιασθεί στην κατάληψη-εξουδετέρωση συγκεκριμένων στόχων και στην «παράλυση» συγκεκριμένων περιοχών.

Άλλωστε, εάν δεν έχεις τη δυνατότητα να καταλάβεις όλη τη χώρα και να ελέγξεις κάθε δρόμο με στρατιωτικά τμήματα, τότε επικεντρώνεσαι στα πιο σημαντικά κέντρα αυτής.

Και προφανώς για την Τουρκία, τα πιο σημαντικά κέντρα είναι η Άγκυρα και η Κωνσταντινούπολη.

Η Άγκυρα διότι αποτελεί το διοικητικό κέντρο και το κέντρο λήψης των πολιτικών αποφάσεων της χώρας.
Και η Κωνσταντινούπολη διότι αποτελεί τα κέντρο των οικονομικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, καθώς επίσης από εκεί διέρχονται οι «αρτηρίες» που συνδέουν την Ασία με την Ευρώπη.

Ειδικότερα, η Άγκυρα επιλέχθηκε ως το κέντρο βάρους και το κεντρικό σημείο του επιχειρησιακού σχεδιασμού που θα καθόριζε το τελικό αποτέλεσμα, ενώ η 4η Κύρια Αεροπορική Βάση του Aκιντζί που απείχε  περίπου 50 χλμ. από την τουρκική πρωτεύουσα είχε καθοριστεί ως το κέντρο επιχειρήσεων των πραξικοπηματιών.

Μάλιστα, η επιδίωξη κατάληψης στρατιωτικών στόχων όπως, το Γενικό Επιτελείο Ενόπλων Δυνάμεων, η Γενική Διοίκηση Στρατοχωροφυλακής, η Διοίκηση Ειδικών Δυνάμεων Bordo Bereli, το στρατηγείο της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών ΜΙΤ και η βάση των Μονάδων Ειδικών Επιχειρήσεων της Αστυνομίας συνηγορεί υπέρ αυτής της άποψης.

Σε ό,τι έχει να κάνει με την Κωνσταντινούπολη, αυτή προσφερόταν για τη δημιουργία μιας έκρυθμης και χαώδους κατάστασης και για το λόγο αυτό ως κύριοι στόχοι είχαν καθορισθεί κατά προτεραιότητα οι γέφυρες του Βοσπόρου, το αεροδρόμιο Yeşilköy, η κρατική τηλεόραση TRT, ο ιδιωτικός τηλεοπτικός σταθμός CNN Türk, η τουρκική τηλεφωνία Telekom, το δημαρχείο της πόλεως, καθώς επίσης η αστυνομική διεύθυνση στη λεωφόρο Vatan που βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πλευρά της πόλεως.

Περαιτέρω θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, οι βασικοί αντικειμενικοί σκοποί της πρώτης φάσης της επιχείρησης Yıldırım ήταν να συλληφθούν οι διοικητές των γενικών επιτελείων και ο διοικητής των Βordo Bereli, καθώς επίσης να συλληφθούν ή να δολοφονηθούν ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο διοικητής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών ΜΙΤ.

Επίσης, σύμφωνα με πληροφορία που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, είχε σχεδιασθεί η απαγωγή ή δολοφονία του Κούρδου ηγέτη Αμπντουλάχ Οτζαλάν στη φυλακή στη νήσο Ιμραλί.

Προφανώς οι εν λόγω ενέργειες είχαν ως στόχο, η τουρκική κοινωνία το πρωί της 16ης Ιουλίου να βρεθεί ενώπιον μιας πραγματικότητας όπου, από τη μια πλευρά, οι Κούρδοι θα ξεσηκωνόταν στο μεγαλύτερο μέρος της τουρκικής επικράτειας με δυναμικές κινητοποιήσεις και από την άλλη, δεν θα υπήρχε καμία πολιτειακή, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία να διαχειρισθεί την κατάσταση που θα δημιουργείτο.

Υπό τις συνθήκες αυτές, οι πραξικοπηματίες προσδοκούσαν στην προσωρινή ανοχή της τουρκικής κοινωνίας, η οποία θα βρισκόταν σε μια κατάσταση φόβου, τρόμου, ψυχολογικής βίας και αβεβαιότητας για τον τρόπο που αυτή θα αντιδρούσε εναντίον τους, προκειμένου στη συνέχεια αυτοί να επιβάλλουν την ηγεμονία τους στον κρατικό μηχανισμό της χώρας.

Μάλιστα, η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται έμμεσα αλλά με αρκετή σαφήνεια από δύο στοιχεία. Αφενός από τον αρχηγό του κουρδικού κόμματος HDP, ο οποίος δήλωσε ότι οι πραξικοπηματίες ήθελαν να συντρίψουν τους Κούρδους και ταυτόχρονα με αφορμή τη συγκρουσιακή κατάσταση που θα δημιουργείτο να απαλλαχτεί η χώρα από τον Ερντογάν και το κυβερνόν κόμμα ΑΚΡ.

Αφετέρου από το γεγονός ότι, οι διοικητές σχεδόν του συνόλου των σχηματισμών του στρατού ξηράς που ελέγχουν τις κουρδικές περιοχές της ανατολικής και νοτιοανατολικής Τουρκίας συμμετείχαν στο πραξικόπημα.     

Η τουρκική κυβέρνηση και το Γενικό Επιτελείο Ενόπλων Δυνάμεων μπορεί να ισχυρίζονται ότι στο πραξικόπημα ενεπλάκη μια πολύ μικρή μειοψηφία των φορέων ασφαλείας της χώρας, ωστόσο οι αριθμοί καταμαρτυρούν ακριβώς το αντίθετο, δεδομένου ότι οι συλληφθέντες αξιωματικοί διοικούσαν το 1/3 των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και οι περιοχές ευθύνης των σχηματισμών και των μονάδων που αυτοί διοικούσαν κάλυπταν σχεδόν το ήμισυ της τουρκικής επικράτειας.

Πέραν τούτου, ένα άλλο στοιχείο με ιδιαίτερα πολλαπλασιαστική ισχύ αποτελεί το γεγονός ότι, μεταξύ των συλληφθέντων περιλαμβάνονται οι υπασπιστές του προέδρου της Δημοκρατίας και των αρχηγών των γενικών επιτελείων, το 41% των ανωτάτων αξιωματικών, οι διευθυντές κρίσιμων διευθύνσεων όπως, πληροφοριών, προσωπικού, επιχειρήσεων, στρατηγικού σχεδιασμού, εκπαιδεύσεως και δόγματος, λογιστικής υποστήριξης, καθώς επίσης οι διοικητές στρατιωτικών σχολών.

Με την ίδια διαδικασίας σκέψης, η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία της χώρας επέδειξε αδυναμία διοίκησης δεδομένου ότι, δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα την έκτακτη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με αποτέλεσμα να τεθεί υπό ομηρία ακόμη και από τους ίδιους τους υπασπιστές της.

Συνεπώς, η αλυσίδα διοίκησης, η πειθαρχία και οι επιχειρησιακές δυνατότητες των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων υπέστησαν ένα σοβαρότατο πλήγμα, το οποίο δεν θα μπορέσει να αποκατασταθεί μόνο με αποσπασματικές παρεμβάσεις, αλλά με μια νέα δομή και φιλοσοφία που απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα (τουλάχιστον 3 χρόνια).

Επίσης, η Διεύθυνση Πληροφοριών της Αστυνομίας αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων αφού, ούτε αντιλήφθηκε τη δράση του βασικού πυρήνα σχεδιασμού του πραξικοπήματος που βρισκόταν στη στρατοχωροφυλακή, ούτε ενημέρωσε έγκαιρα τον υπουργό Εσωτερικών στον οποίο υπάγεται η στρατοχωροφυλακή.

Συγχρόνως όμως θα ήταν λάθος να μην αναφερθούμε και στις μέχρι τώρα επιπτώσεις που το εν λόγω πραξικόπημα επέφερε στην τουρκική οικονομία, οι οποίες θα εμβαθύνουν ακόμη περισσότερο την οικονομική κρίση.

Για το θέμα αυτό, κατά τη συνεδρίαση της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης στις 27-07-2016, ο Τζαχίτ Οζκάν βουλευτής του κυβερνόντος κόμματος ΑΚΡ ανέφερε ότι, η πρώτη εκτίμηση της οικονομικής ζημιάς ξεπερνά τα 100 δισ. τουρκικές λίρες (29.940.119.760 ευρώ).

Το βαθύ κράτος της Τουρκίας στηρίζει τον Ερντογάν;
Στο άρθρο μας με τίτλο «Χρονολογική εξέλιξη του πραξικοπήματος στην Τουρκία» που θα δημοσιευθεί αύριο, αναγράφεται ότι, την ημέρα διεξαγωγής του πραξικοπήματος η πολιτειακή, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας απουσίαζαν από τα καθήκοντα τους, είτε λόγω διακοπών, είτε λόγω κοινωνικών υποχρεώσεων.

Αναφορικά δε, με τον αρχηγό της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας, αυτός βρισκόταν στη γαμήλια τελετή της κόρης του πτεράρχου διοικητή της Διοίκησης Πολεμικής Αεροπορικής Δύναμης και Αντιαεροπορικής Αντιπυραυλικής Άμυνας που πραγματοποιήθηκε στο Ναυτικό Όμιλο Moda στην Κωνσταντινούπολη, όπου και συνελήφθη από τους πραξικοπηματίες μαζί με άλλους ανώτατους αξιωματικούς της πολεμικής αεροπορίας. (βλ. σχετικό βίντεο www.youtube.com/watch?v=_J7OgDaQi7A)

Την επομένη του πραξικοπήματος, στις 16 Ιουλίου, ο πρώην αρχηγός των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στρατηγός Ιλκέρ Μπασμπούγ δήλωσε τα εξής: «Αυτοί που πραγματοποίησαν το πραξικόπημα δεν είναι στρατιωτικοί. Είναι τρομοκράτες. Αυτοί αποτελούν μια μαύρη κηλίδα στην ιστορία της Τουρκίας και των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων.

Συγχαίρω τη μεγάλη πλειοψηφία των ενόπλων δυνάμεων που στάθηκαν στο πλευρό της δημοκρατίας και του αρχηγού τους στρατηγού Χουλουσί Ακάρ.

Σήμερα, όλοι θεωρούμε ότι, οι πραξικοπηματίες έχουν σχέση με την cemaat (σ.σ. εννοεί το κίνημα Γκιουλέν). Στο παρελθόν, η cemaat πραγματοποίησε μια παρόμοια ενέργεια (σ.σ. εννοεί τις καταγγελίες για την υπόθεση Εργκένεκον, εξαιτίας της οποίας εκατοντάδες στρατιωτικοί φυλακίσθηκαν). Σήμερα, πρόκειται για μια ενέργεια που πραγματοποιήθηκε εναντίον του τουρκικού έθνους.».

Όμως ποια σχέση υπάρχει μεταξύ του Ναυτικού Ομίλου Moda, του στρατηγού Μπασμπούγ και του Ερντογάν; Ο όμιλος Μoda αποτελεί το «σημείο σύμβολο» του βαθέος κράτους της Τουρκίας.

Ο Μπασμπούγ ανήκει στη Συμβουλευτική Επιτροπή του βαθέος κράτους. Και ο Ερντογάν προέβη σε μια άτυπη συμμαχία με την κορυφή της πυραμίδας των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, με αποτέλεσμα, ενώ αυτός αυτοπροβαλλόταν ως ο αποκλειστικός διαχειριστής της εξουσίας της χώρας, πίσω του βρισκόταν το αναβαθμισμένο πλέον με πολιτική ισχύ Γενικό Επιτελείο Ενόπλων Δυνάμεων, ειδικότερα σε θέματα που αφορούσαν στο κουρδικό και στους κεντρικούς άξονες της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.

Υπό αυτήν την έννοια, η απελευθέρωση  των στρατιωτικών, το Μάρτιο του 2014, που καταδικάσθηκαν με βαρύτατες ποινές λόγω της εμπλοκής τους στην υπόθεση Εργκένεκον και Βαριοπούλα (σ.σ. μεταξύ των οποίων και ο Μπασμπούγ που του είχε επιβληθεί ισόβια κάθειρξη) σηματοδοτεί την έναρξη μιας περιόδου εθνικής συναίνεσης μεταξύ των ερντογανικών, κεμαλικών και εθνικιστικών κύκλων προκειμένου να εξαλειφθούν οι υπαρξιακές ανησυχίες τους.

Αποκαλύπτεται λοιπόν η πιθανή ύπαρξη ενός νέου «modus vivendi» του Ερντογάν με το βαθύ κράτος της Τουρκίας, το οποίο έχει ως κοινό εχθρό το μηχανισμό που πραγματοποίησε το πραξικόπημα στην Τουρκία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον εκδημοκρατισμό ή μη της χώρας στο μέλλον.

Για να γίνει αντιληπτή η έννοια του βαθέος κράτους στην Τουρκία και η σοβαρότητα του θέματος αυτού, παρατίθεται ακολούθως σχετικό απόσπασμα του βιβλίου «Αποκαλύπτοντας τον Τουρκικό Λαβύρινθο-Ισλάμ και Πολιτική στην Τουρκία, σελ. 193-236, Χρ. Μηνάγιας, 2014, Εκδόσεις Κάδμος».

Το βαθύ κράτος είναι ένας πολιτικός όρος που αφορά σ’ έναν παρακρατικό μηχανισμό, ο οποίος αφενός δεν υπόκειται στον ηθικό κώδικα των νόμων, αφετέρου ενεργεί για τη διαφύλαξη των δικών του συμφερόντων και τη χειραγώγηση της πολιτικής ζωής της χώρας που δραστηριοποιείται.

Στην περίπτωση της Τουρκίας, η κατάσταση είναι πολυδιάστατη διότι πάντα υπήρχαν αφανείς και παράλληλοι μηχανισμοί και πάντα θα υπάρχουν, ενώ ο όρος βαθύ κράτος παραπέμπει στους οργανικούς δεσμούς των ενόπλων δυνάμεων, των υπηρεσιών πληροφοριών, των δυνάμεων ασφαλείας, της δικαιοσύνης, των πολιτικών κομμάτων, των θρησκευτικών αδελφοτήτων και άλλων κρατικών φορέων με το οργανωμένο έγκλημα, τις παρακρατικές οργανώσεις και τις υπηρεσίες πληροφοριών ξένων κρατών. Άλλωστε, η Τουρκική Δημοκρατία ιδρύθηκε από το βαθύ οθωμανικό κράτος, του οποίου ηγετική προσωπικότητα ήταν και ο Mustafa Kemal Atatürk, ενώ η παρακάτω δήλωση του πρώην προέδρου της Δημοκρατίας Süleyman Demirel αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα: «Υπάρχει βαθύ κράτος ή δεν υπάρχει;

Υπάρχει βαθύ κράτος. Το βαθύ κράτος είναι οι στρατιωτικοί.
Άλλωστε στην Τουρκία υπάρχει ένα κράτος.
Το βάθος αυτού και το πλάτος του είναι ένα.
Εάν ψάχνετε ένα βαθύ κράτος, τότε αυτό είναι οι στρατιωτικοί.».

Εκτός τούτου, το βαθύ κράτος είναι απαραίτητο σε όλους στην Τουρκία και η ακόλουθη φράση αποτυπώνει πλήρως την τουρκική πραγματικότητα: «Όταν υπάρχει συμμετρία στις σχέσεις του κράτους με το βαθύ κράτος ο μηχανισμός δουλεύει αρμονικά.

Όμως όταν υπάρχει ασυμμετρία μεταξύ τους τότε υπάρχει συγκρουσιακή κατάσταση.»… Περαιτέρω θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, η φιλοσοφία του βαθέος κράτους μπορεί να θριάμβευσε για δεκαετίες στην Τουρκία, ωστόσο μετά το 2008 αυτή δεν μπόρεσε να αποτρέψει τα πνευματικά, ηθικά και πολιτικά πλήγματα που υπέστη…

Συγχρόνως όμως, είναι λάθος να ειπωθεί ότι το βαθύ κράτος στην Τουρκία έχει εξαλειφτεί ολοσχερώς.
Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται: πρώτον, έμμεσα από την έκθεση της Επιτροπής Διερεύνησης των Πραξικοπημάτων που συνεστήθη από τη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, όπου αναγράφεται ότι το βαθύ κράτος είναι μια οργάνωση που υπερβαίνει τους πάντες στην Τουρκία, ακόμη και το Γενικό Επιτελείο και τις κυβερνήσεις και τον κρατικό μηχανισμό.
Και δεύτερον, άμεσα, από τον Bülent Arınç, εκπρόσωπο τύπου και αντιπρόεδρο της τότε κυβέρνησης του ΑΚΡ, ο οποίος απευθυνόμενος σε Τούρκο δημοσιογράφο είπε τα εξής: «Η δίκη για την Ergenekon διήρκεσε 5-6 χρόνια. Μέχρι τώρα μπόρεσες να μάθεις ποιος είναι ο αρχηγός της οργάνωσης;

Δεν μπόρεσες.»…Κατά την ανακριτική διαδικασία της υπόθεσης Ergenekon, ένας προστατευμένος μάρτυρας, κατέθεσε ότι το 2005, σε συνάντηση που είχε με τον πρώην αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Hüseyin Kıvrıkoğlu στη λέσχη αξιωματικών Fenerbahçe, ο Kıvrıkoğlu του αποκάλυψε ότι από το 1996 υπάρχει μια μυστική οργάνωση στις ένοπλες δυνάμεις και ο πολιτικός της βραχίονας ονομάζεται  Encümen-i Daniş (Συμβουλευτική Επιτροπή)… Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Encümen-i Daniş ήταν μια επιτροπή που λειτούργησε την χρονική περίοδο 1851-1862 και ιδρυτής της ήταν οMustafa Reşit Paşa

Οι συνεδριάσεις ήταν μυστικές κι αφορούσαν σε θέματα αναβάθμισης του πολιτιστικού επιπέδου της Αυτοκρατορίας.

Η Encümen-i Daniş επαναλειτούργησε το 1940 και ένα από τα προβεβλημένα μέλη της ήταν ο Necmettin Karaduman, πρόεδρος της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης επί εποχής Turgut Özal.

Η Encümen-i Daniş αποτελείται από 40 μέλη μεταξύ των οποίων απόστρατοι στρατηγοί, πρώην διπλωμάτες, πρώην πολιτικοί και ακαδημαϊκοί. Ενδεικτικά παρατίθενται τα ακόλουθα ονόματα: Necmettin Karaduman, πρώην πρόεδρος της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, στρατηγός İsmail Hakkı Karadayı, στρατηγός Necdet Üruğ, στρατηγός Hüseyin Kıvrıkoğlu και στρατηγός İlker Başbuğ, πρώην αρχηγοί του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Aytaç Yalman, πρώην αρχηγός της Διοίκησης Χερσαίων Δυνάμεων, στρατηγός Şener Eruygur, πρώην αρχηγός της Γενικής Διοίκησης Στρατοχωροφυλακής, στρατηγός Tuncer Kılınç, πρώην Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, στρατηγός ε.α. Nahit Özgür, πρώην πρέσβεις İlter Türkmen και Fahir Alaçam, πρώην αρχηγός της MİΤ Köksal Sönmez, πρώην υπουργοί Πολιτισμού Emre Gönensay και İlhan Evliyaoğlu, πρώην υπουργός Cahit Aral και καθηγητής πανεπιστημίου Sefa Reisoğlu.

Η εν λόγω επιτροπή πραγματοποιεί τις συνεδριάσεις της κάθε δύο εβδομάδες ημέρα Πέμπτη στο Ναυτικό Όμιλο Moda στην Κωνσταντινούπολη.

Οι συνεδριάσεις είναι μυστικές και τα θέματα που συζητούνται αφορούν στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα.
Στο παρελθόν, τα θέματα των συνεδριάσεων αφορούσαν στην ανατροπή των κυβερνήσεων και στη συγκρότηση νέων… Τέλος, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι η τουρκική δικαιοσύνη δεν ασχολήθηκε εμφανώς με την Encümen-i Daniş, ενώ οι απόψεις στην Τουρκία για το ρόλο της εν λόγω επιτροπής διίστανται, διότι τη θεωρούν ότι είναι: είτε μια επιτροπή, είτε ένα μυστικό κέντρο ισχύος, είτε μια οργάνωση που θέλει να καθοδηγεί την κυβέρνηση, είτε μια ομάδα πρώην κρατικών λειτουργούν που συζητούν τα θέματα της επικαιρότητας.

Ωστόσο το γεγονός ότι, ενώ αρχικά σε τρία μέλη της και συγκεκριμένα στους στρατηγούς İlker Başbuğ, Şener Eruygur και Tuncer Kılınç, επιβλήθηκε η ποινή της ισόβιας κάθειρξης στους δύο πρώτους και της φυλάκισης 13 ετών και 2 μηνών στον τρίτο, λόγω της εμπλοκής τους στην υπόθεση Ergenekon, και στη συνέχεια αποφασίσθηκε η αποφυλάκιση τους, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά.

Συμπερασματικά καθίσταται σαφές ότι, εάν η τουρκική πολιτική ηγεσία δεν αναλύσει σωστά τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά αίτια που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις διεξαγωγής του πραξικοπήματος δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο, η Τουρκία στο μέλλον να βρεθεί ενώπιον μιας παρόμοιας κρίσης με διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά με πιο οδυνηρές συνέπειες.

Φυσικά, η εκτίμηση αυτή απορρέει από τρεις παράγοντες.
Πρώτον, από την τακτική του «μηδενικού αθροίσματος» που επιλέγει πάντα ο Τούρκος πρόεδρος, δηλαδή ο κερδισμένος τα παίρνει όλα και δεν αφήνει κανένα περιθώριο κέρδους για τους αντιπάλους του.

Δεύτερον, από την επιδίωξη του Ταγίπ Ερντογάν να επιβάλλει de facto τον εαυτό του ως πρόεδρο μιας προεδρικής Δημοκρατίας χωρίς να έχει την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα νομιμοποίηση.

Και τρίτον, από τις μέχρι τώρα ενέργειες της τουρκικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας αναφορικά με την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας, οι οποίες καταδεικνύουν ότι αυτές στηρίζονται στο θυμικό και είναι άγνωστο πότε θα λειτουργήσει η σωφροσύνη και η λογική.
www.geostrategy.gr
www.liberal.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: