Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

Αιχμάλωτος των Τούρκων 1922-1923. Βασίλης Γ. Διαμαντόπουλος Θείρα Μ. Άσίας 22-2-1922

ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ 1922 – 1923
ΒΑΣΙΛΗΣ Γ. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ 
ΑΘΗΝΑ 1977


ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Στο βιβλίο τούτο διηγούμαι μέρος της ζωής των ελλήνων αιχμαλώτων στα χέρια των τούρκων μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922, βεβαιουμένην από την προσωπική μου εμπειρία.


‘Έκρινα όμως σκόπιμο να περιγράψω και την υποχώρηση και παράδοσή του στους τούρκους του συντάγματος στο όποίο βρέθηκα να υπηρετώ τότε στρατιώτης, του 18ου πεζικού, όπως προσωπικά την αντιλήφτηκα.

Στην πραγματικότητα το βlβλίο τούτο, κατά τα κύρια μέρη του, γράφτηκε από μένα το καλοκαίρι του 1923, όταν γύρισα από την αιχμαλωσία  και μίλησα και για τα δυο θέματα που περιέχονται σ’ αυτό (την υποχώρηση του 18ου  πεζικού συντάγματοςκαι τη ζωή στην αιχμαλωσία), στο Μαλλιαροπούλειο θέατρο στην Τρίπολη .

«Όλο το π  εριεχόμενο του βιβλίου, τούτου αποτελεί αντικειμενική αλήθεια την όποία με ψυχραιμία αντιλήφτηκα και αποτύπωσα ζωηρά στη μνήμη μου.

Αιτίες που δεν το δημοσίευσα επί τόσα χρόνια διάφορες Τι μάλλον οι γνωστές εκείνων των καιρών.

‘Αδυναμία σε οικονομικά μέσα, επαγγελματικές και υπηρεσιακές απασχολήσεις κατά τη δημοσιοϋπαλληλική μου ζωή , ανώμαλες πολιτικές και πολεμικές καταστάσεις κ.λπ.

Τώρα που σύντυχαν ευνοϊκότερες δυνατότητες, σκέφτηκα να το δώσω στη δημοσιότητα μετά από προσαρμογή του κειμένου σε απλή κατανοητή γλώσσα και με σκοπό να μη μένουν άγνωστες μνήμες τέτοιων συμφορών του γένους μας.

Βασίλης Γ. Διαμαντόπουλος
clip_image002
Στο κείμενο οι χρονολογίες είναι κατά το παλαιό ημερολόγιο που ίσχυε τότε και μόνο οι χρονολογίες επανόδου από την αιχμαλωσία είναι κατά το νέο ημερολόγιο.

Ή Μικρασιατική εκστρατεία άρχισε με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη στις 2 Μάη 1919 και έληξε με την κατάρρευση του στρατιωτικού μετώπου στα μέσα Αυγούστου – αρχές Σεπτέμβρη 1922 με συνέπεια πολυάριθμες απώλειες της εις ανθρώπους δύναμης της στρατιάς ως και με το ξερίζωμα του εκεί ελληνισμού.

Στην  Ελλάδα οι νέοι στρατεύονταν σε ηλικία 21 έτους.
Στη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας,στο τέλος του 1919 στρατεύτηκαν οι νέοι της στρατολογικής  κλάσης 1919 . ‘Έτσι κλήθηκαν να υπηρετήσουν στο στρατό σε ηλικία 20 χρόνων

Σε συνέχεια τον Μάρτη του 1920 στρατεύτηκαν οι νέοι της στρατολογικής κλάσης 1920. Αυτοί κλήθηκαν σχεδόν μόλις είχαν συμπληρώσει την ηλικία των 19 χρόνων.

Και τον μήνα Ιούλη 1920 κλήθηκαν για κατάταξη στο στρατό οι νέοι, που ανήκαν στη στρατολογική κλάση του 1921 .

Αυτοί όμως τότε μόλις είχαν μπει στην ηλικία των 19 χρόνων τους.

Το Γενικό Επιτελείο του Στρατού, που γνώριζε τις δυσκολίες προσαρμογής και αντοχής νέων τέτοιας ηλικίας στη σκληρή στρατιωτική ζωή και μάλιστα σε εκστρατεία και πόλεμο, διάταξε όπως κατα την κατάταξη αυτών γίνει επιλογή για κατάταξη μόνον του 25 %, στους άλλους δέ, δηλαδή στο 75 %, να δοθεί αναβολή κατάταξής των ενός χρόνου.

Στην κλάση αυτή ανήκα και ‘γώ. Προσήλθακαι μου χορηγήθηκε αναβολή ενός χρόνου με την δικαιολογία «ένεκα αδυναμίας έξεως».

Τον επόμενο χρόνο, τον ‘Ιούλη 1921 , έδωσα τις εξετάσεις μου για τον τρίτο χρόνο στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και σύγχρονα, επειδή έληξε η αναβολή της κατατάξεώς μου στο στρατό, παρουσιάστηκα στην αρμόδια επιτροπή στο Ναύπλιο, κατατάχτηκα και στα τέλη ‘Ιούλη του 1921 βρέθηκα στη Μ . Ασία και υπηρετούσα σε λόχο πεζικού του εμπέδου συντάγματος του Β’ σώματος στρατού Το καλοκαίρι ‘κείνο ο ελληνικός στρατός μαχόμενος προχώρησε, πέρασε το ποταμό Σαγγάριο και την Αλμυρή έρημο και έφτασε έξω από την Άγκυρα.

Κατα τα τέλη όμως του μήνα Σεπτέμβρη, για να μη αποκλειστεί στ’ άξενα αυτά μέρη από τις φθινοπωρινές βροχές και τον χειμώνα, συμπτύχθηκε προς τα πίσω στη οχυρή γραμμή Έσκη – Σεχηρ, ‘Αφιόν Καραχισάρ, ΤσιβρΙλ και προς τα νότια στον ποταμό Μαίαντρο.

Ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος, κοινοποίησε προς το στρατό διάγγελμα στο όποίο ισχυριζόταν ότι με την προέλασή μας πετύχαμε τους αντικειμενικούς σκοπούς μας (ενώ όλος ο στρατός είχε αντιληφτεί ότι δεν τους είχαμε πετύχει και τούτο γιατί σκοπός της προέλασης ήταν η διάλυση ή
αιχμαλωσία του τούρκικου στρατού – τούτο όμως δεν κατορθώθη γιατί ο τούρκικος στρατός μαχόμενος υποχώρησε μέχρι της Άγκυρας χωρίς να διαλυθεί ή αιχμαλωτιστεί κατα μεγάλο μέρος του ) και τώρα θα κρατήσουμε τις θέσεις μας λέγοντας προς τον εχθρό. «Μολών Λαβέ ».


Ό ελληνικός στρατός, ταλαιπωρημένος από την προέλαση και οπισθοχώρηση όπως και απογοητευμένος  για τις άσκοπες θυσίες του, το βασιλικό αυτό διάγγελμα το δέχτηκε με ειρωνικά σχόλια, γιατί γνώριζε την πραγματικότητα και γιατί έβλεπε ότι θα περνούσε στη Μ. Ασία άλλον έναχειμώνα σε απραξία.

Τον χειμώνα αυτόν του 1921 -1922 ο στρατός τον περνούσε με την συνηθισμένη εκτέλεση υπηρεσίας: φυλάκια, συγκρούσεις στο μέτωπο και στο εσωτερικό με τούρκους άτάκτους αντάρτες (τσέτες και ζαμπέκια) ιδίως στις περιοχές Όδεμησίουκαι ‘Αϊδινίου, καθημερινά γυμνάσια πρωί και απόγευμα και σχετικά με καλή διατροφή στο κρέας, τυριά, μακαρόνια κ.λ.π.

Η δυσφορία του στρατού καθώς κυλούσαν οι μήνες φούντωνε με την αβεβαιότητα ως προς το τέλος της εκστρατείας και ή διαίρεση των αξιωματικών μας ως προς τα πολιτικά φρονήματά των ήταν πάντα φανερή. Ό άλφα υπολοχαγός οδηγούσε το λόχο του σε γυμνάσια διατάζοντας τον σαλπιχτή να σημάνει το εμβατήριο του «Αϊτού ο γυιός», (βασιλικό προσωπολατρικό εμβατήριο ).

Ό βήτα υπολοχαγός σε ίδια περίπτωση στον ίδιο λόχο διάταζε τον σαλπιχτη να σημάνει γνωστό. κοινό.εμβατήριο λέγοντας χαρακτηριστικά σε αντίθεση προς τον άλλο υπολοχαγό, σαλπιχτή σήμανε τά, τά, τά, εγώ μ’ αυτό έφτασα στην Άγκυρα.

‘Έτσι φτάσαμε στην άνοιξη του 1922. Από τις εφημερίδες Σμύρνης και Αθήνας, που φτάναν και στο μέτωπο μάθαινε ο στρατός ότι δεν φαινόταν πολιτική λύση σ’ αυτό τον πόλεμο με την Τουρκία του Κεμάλ.

Αντίθετα διαδίδονταν εύκολα διάφορες φήμες Όπως π.χ. ότι τμήματα στρατού θ’ αποβιβαστούν στον Πόντο για να χτυπήσουν και απ’ εκεί τον εχθρό κ.λ.π.

Επίσης ότι σχηματίστηκε κάποια ανώτερη επιτροπή αλυτρώrων ελλήνων, η όποία, στο αδιέξοδο που βρισκόμαστε στον αγώνα κατά της Τουρκίας του Κεμάλ, πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση,  με την προτροπή και του Ελευθερίου Βενιζέλου, αυτοεξορίστου τότε στη Γαλλία, όπως ο στη Μ. Ασία ελληνικός στρατός, υπό τον αρχιστράτηγό  του Αναστάσιο Παπούλα, ενεργήσει επαναστατικά ως προς την ελληνική κυβέρνηση και τον βασιλιά Κωνσταντίνο, να υποχωρήσει από τις γραμμές που είχε ως μέτωπο στα όρια που όριζε η συνθήκη των Σεβρών, τα όποια κατα το πλείστο ήσαν από τη φύση τους οχυρά, να ενεργήσει αποστράτευση ηλικιών στρατιωτών  ικανοποιώντας ένα αίτημα των επιστρατευμένων επί πολλά χρόνια στρατιωτών παλαιοτέρων κλάσεων και να διατηρήσει δύναμη μόνο τριών μεραρχιών, που ήσαν αρκετές και ικανές για τη φρούρηση του συμπτυγμένου μετώπου και να επιστρατεύσει τους ντόπιους Μικρασιάτες Έλληνες.

‘Όμως όπως διαδόθηκε στο στρατό στη λύση αυτή δεν συμφώνησε η ελληνική κυβέρνηση και για τούτο ο  αρχιστράτηγος Άν. Παπούλας, ο οποίος  είχε δεχτεί αυτή τη λύση παραιτήθηκε, με φανερή πρόφαση την ηλικία του και αποστρατεύτηκε.

Η ελληνική κυβέρνηση όρισε για αρχιστράτηγο τον στρατηγό Χατζανέστη 1.

Η παραίτηση του αρχιστράτηγου Παπούλα, για όποιο λόγο έγινε, απογοήτεψε ακόμη ερισσότερο το στρατό ο οποίος είχε αρχίσει και να κακοπερνά από απόψεως διατροφής του.

Το συσσίτιό του, άρχισε να είναι φτωχό: το πρωί τσάι, το μεσημέρι φασόλια ξερά ή ρύζι ή μακαρόνια πολλές φορές σκουληκιασμένα και σπανίως κρέας κι’ αυτό κακής ποιότητας και το βράδυ λίγες εληές ή ρέγγα.

Και ακούστηκε ότι οι στρατιώτες κάποιου συντάγματος που τους δίνονταν συνέχεια βρώμικες ρέγγες για διαμαρτυρία τις φύτεψαν όλες στο χώμα .

Οι ξυπόλητοι στρατιώτες άρχισαν να πληθαίνουν  και οι λόχοι δεν εφοδιάζονταν από την Επιμελητεία  με καινούργια άρβυλα.

  1. 1. Αυτά τα περί επιτροπής & αλυτρώτων και σχέδιο uποχώρησης του στρατού μας στα όρια που καθόριζε η συνθήκη των Σεβρών, με επανάσταση του στρατού uπο τον αρχιστράτηγο  Αν. Παπούλαν μου τα βεβαίωσε κατόπιν  εδώ στην Aθήνα ο αείμνηστος  Γιατρός Ιωάννης Σιώτης, έγκριτος Κωνς/πολίτης και οποίος ήταν μέλος της επιτροπής αυτής, χρημάτισε δε και υπουργός Παιδείας κατά  την επανάσταση Πλαστήρα – Γονατά το 1922, παραιτήθηκε όμως γιατί διαφώνησε για την  χτέλεση τότε των έξη, Γούναρη, Στράτου, Πρωτοπαπαδάκη, Θεοτόκη, Mπαλτατζή και Xατζηανέστη που καταδικάστηκαν σαν υπεύθυνοι και ένοχοι της Mικρασιατικής καταστρoφής .
  2.  
Κατά μήνα Μάη θάκανε επιθεώρηση του συντάγματός μας ο στρατηγός Ανδρέας Πλατής. Την ορισμένη ημέρα παρατάχτηκε το σύνταγμα κατά λόχους.

Ό επιλοχίας του πρώτου λόχου Νικ. Γαβαλάς έκρινε σωστό να μη παρατάξει τους στρατιώτες που δεν είχαν άρβυλα ή είχαν ξεσχισμένα.

‘Όταν όμως, έφτασε ο διοικητής του λόχου λοχαγός Οδυσσέας Σκαναβης και αντιλήφτηκε ότι στη παράταξη δεν ήταν παρα μόνο ή μισή δύναμη του λόχου ρώτησε τον επιλοχία : που είναι οι άλλοι στρατιώτες ; Και κείνος του ανάφερε ότι επειδή είναι «ανυπόδητοι» έκρινε πιο σωστό να τους αφήσει στο θάλαμο .

Ό λοχαγός θύμωσε και διάταξε να παραταχτούν όλοι οι στρατιώτες και οι «ανυπόδητοι» γιατί αυτή την πραγματική κατάσταση του στρατού πρέπει ν’ αντιληφτεί ο στρατηγός.

Και αυτό έγινε. ‘Όταν άρχισε ή επιθεώρηση ο στρατηγός  περνούσε βιαστικά μπρος από τη παράταξη ρίχνοντας ματιές .

Συνέβη όμως τούτο. Δεκανέας του λόχου, μου τον έπιασε από το μανίκι της στολής του και τον σταμάτησε, λέγοντάς του :
«Στρατηγέ τι θα. γίνει ; κακοπερνάμε, πολλοί στρατιώτες είναι ξυπόλητοι, ανήκω στην κλάση του 1917, υπηρετώ, πέντε χρόνια χωρίς να έχω πάρει άδεια !».

Ό στρατηγός  μουρμούρισε κάτι, απαγκιστρώθηκε από το χέρι του δεκανέα και προχώρησε.

Ασφαλώς όμως θ’ αντιλήφτηκε σε ποια ψυχική κατάσταση βρισκόταν ο στρατός και ως πότε θα κρατούσε ή υπομονή του  Κατά το μήνα Ιούνη 1922 άρχισε να σχηματίζεται  από στρατιώτες όλων των μονάδων της στρατιάς Μ. Ασίας μία νέα στρατιά ή όποία θ’ αποβιβαζόταν  στη Θράκη, όπως μαθεύτηκε, και θα επιχειρούσε επίθεση για να καταλάβει την Κων/πολη και έτσι να εκβιαστεί κάποια λύση τερματισμού του πολέμου .

Πράγματι η στρατιά αυτή αποβιβάστηκε στη Θράκη και παρασκευαζόταν για την επίθεση .  

Οι  Άγγλογάλλοι όμως, οι όποιοι είχαν άρμοστίες,στη Κωνσ/πολη και στρατιωτικές δυνάμεις, δήλωσαν ότι αν επιχειρηθεί τέτοια επίθεση τα ελληνικά στρατεύματα θ’ αντιμετωπίσουν τα δικά τους. Κατόπιν αυτής της δήλωσης των Άγγλο – Γάλλων δεν επιχειρήθηκε ή σχεδιασθείσα ελληνική επίθεση.

  1. 1. Λεβεντόκορμος άντρας πολύ συμπαθής και μ’ έξυπνη φυσιογνωμία. Κατάγονταν από την Κων/πολη και είχε αποφοιτήσει από τη Σχολή Ευελπίδων Αθηνών το έτος 1917.  Είχε την πείρα των μαχών του ευρωπαϊκού πολέμου στο  Μακεδονικό μέτωπο και του πολέμου στη Μ. ‘Ασία. Είχε τραυματιστεί στο κεφάλι στη μάχη του Καλέ – Κρότο, νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο σαράντα πέντε μέρες, χωρίς να δεχτεί να πάρει άδεια, γύρισε πάλι στο μέτωπο.
  2.  
Από την ενέργεια αυτή όμως στη Μ. Ασία ο στρατός μας αποδυναμώθηκε κατα τη δύναμη που έφυγε απ’ εκεί και πήγε στη Θράκη .Στο νότιο μέτωπο κατα το μήκος του ποταμού Μαίαντρου τα φυλάκια μας κατάντησαν να είναι το ένα  από το άλλο σε απόσταση τριών, τεσσάρων, πέντε η και έξη χιλιομέτρων.

Ό λοχαγός μου μ’ έγραψε και μένα στη κατάσταση των στρατιωτών που θα στέλνονταν από το σύνταγμά μας σ’ αυτή τη στρατιά της Θράκης και επρόκειτο ν’ αναχωρήσουμε κατά το πρώτοδεκαήμερο του Ιούλη για τη Σμύρνη και απ’ εκεί ατμοπλοϊκά στη Θράκη.

Την νύχτα της 1ης Ιούλη ορίστηκα υπηρεσία αρχιφύλακας νυχτερινού φυλακείου στο πλέον επικίντυνο  σημείο της περιοχής του συντάγματός μας.Έταξα τους σκοπούς σε τρία σημεία, τριγωνικά και στο κέντρο του τριγώνου παράμενα με τους υπόλοιπους άντρες και κάθε δυό ώρες έκανα την αλλαγή των σκοπών.

Κατα ώρα μισή μετά τα μεσάνυχτα άκουσα από αρκετή απόσταση μέσα σε παρακείμενο ρέμα χείμαρρου το θόρυβο που έκαναν τα βήματα στρατιωτών της περίπολου που ερχόταν για έφοδο, όπως το γνώριζα.

Στράφηκα προς τη θέση του σκοπού που έπρεπε να υποδεχτεί την περίπολο, σε απόσταση 20- 30 μέτρα από τη θέση μου, αλλά δεν τον έβλεπα όρθιο. Και επειδή ή περίπολος πλησίαζε, έσπευσα στο σημείο της σκοπιάς, όπου είδα τον σκοπό ξαπλωμένο.

Πριν όμως ν’ ασχοληθώ μ’ αυτόν σταμάτησα με την αναφώνησή μου «» Αλτ» την περίπολο και ζήτησα  να μου δοθεί το σύνθημα, το όποιο και μου δόθηκε και ή περίπολος, πλησίασε, περίτρομη όμως, γιατί επειδή άκουσε τη φωνή μου, αρχιφύλακα και όχι σκοπού, υπόθεσαν ότι θα είχαμε εχθρική προσβολή και ότι θα είχαμε απώλειες.
Σκύψαμε αμέσως στον ξαπλωμένο σκοπό τον κινήσαμε και αυτός ξύπνησε!

Αποδείχτηκε, ότι είχε αποκοιμηθεί, χωρίς να σκεφτεί τους κιντύνους.
Η περίπολος παράμεινε κοντά μας μισή ώρα και έφυγε να συνεχίσει την έφοδό της στ’ άλλα φυλάκια.

Στις δύο (2) η ώρα μετά τα μεσάνυχτα άλλαξα τους σκοπούς και μετά από λίγο περιήρθα τις θέσεις των και βρήκα τον ένα να κοιμάται όρθιος με στηριγμένο το πρόσωπό του στ’ όπλο του.

Ύστερα και απ’ αυτό το επεισόδιο μου ήταν αδύνατο να ησυχάσω και κατα περισσότερο λόγο να κοιμηθώ.

‘Έτσι όπως ξαγρυπνούσα, έτρωγα καμιά ρόγα σταφύλια που από νωρίς, όταν πήγαμε στη θέση του φυλάκιου είχαν κόψει οι στρατιώτες από παρακείμενο αμπέλι.
‘Όταν άρχισε να φέγγει έγειρα το κεφάλι μου στο γυλιό μου και από την κούραση κλείσαν τα μάτια μου.

Αμέσως σχεδόν ξύπνησα από το θρόϊσμα φύλλου που έπεφτε από δέντρο. Τότε σκέφτηκα σε ποια υπερένταση είχαν φτάσει τα νεύρα μου.

«Όταν πια έφεξε, φύγαμε για το λόχο μας. Καθώς βάδιζα, ένοιωσα να κόβονται τα πόδια μου και αδιαθεσία.

Στο λόχο ζήτησα από το νοσοκόμο να με θερμομετρήσει. ‘Αποδείχτηκε ότι είχα πυρετό 39’’.

Με μετάφεραν αμέσως στο αναρρωτήριο του συντάγματος όπου και νοσηλεύτηκα ένα μήνα. 0 γιατρός λοχαγός Βατσινέας και ο βοηθός του λοχίας Χρηστέας είπαν, ότι έπασχα από γαστρικό· πυρετό.

Το 39’’διάρκεσε δέκα τρεις μέρες, τις υπόλοιπες έμεινα στο αναρρωτήριο για την ανάρρωσή μου .

Ενώ νοσηλευόμουν, στις αρχές του Ιούλη η αποστολή προς τη Θράκη έφυγε, ενώ εγώ λόγω, της αρρώστιας μου αυτής παράμεινα στη Μ. ‘Ασία.

«Όταν βγήκα από τ’ αναρρωτήριο στις 30 Ιούλη, το σύνταγμα μου χορήγησε φύλλο πορείας για τη Στρατιωτική Διοίκηση που είχε έδρα το Άϊδίνι, όπου, σαν σπουδαστής της Νομικής που ήμουν, θ’ αναλάβαινα υπηρεσία γραφέα στο δικαστικό τμήμα της Διοίκησης .

Αυτό με φχαρίστησε. αφού στο εξής από στρατιώτης μάχιμου λόχου, θα. υπηρετούσα σε γραφείο .

Αυτά όμως τα περιστατικά, που ήρθαν κατα τύχη και με ρίξαν στη δύναμη του 18ου πεζικού συντάγματος, συντέλεσαν με τη ν κατάρρευση της Στρατιάς Μ. Ασίας να παραμείνω αιχμάλωτος στους τούρκους.

ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΝΑΖΛΙ-ΟΡΤΑΤΖΑΣ
Στις 2 Αυγούστου 1922 σιδ/κα έφτασα στο Άϊδίνι, παρουσιάστηκα στο εκεί Φρουραρχείο και ανάλαβα υπηρεσία στο δικαστικό γραφείο της Στρατιωτικής  Διοίκησης, του όποίου  ροϊστάμενος ήταν ο λοχαγός  της στρατιωτικής δικαιοσύνης Γιαλιτάκης.

 Γνωρίστηκα με άλλους συναδέρφους και τη νύχτα της μέρας κείνης όπως και της επομένης 3ης Αυγούστου κοιμήθηκα στο προαύλιο του χτιρίου που στέγαζε τη Στρατ. Διοίκηση , όπως ήταν καλοκαίρι, ξένοιαστος από νυχτερινή υπηρεσία σε φυλάκια και περίπολα που περνούσα ως τότε.

Η ξενοιασιά όμως αυτή , τέλειωσε πολύ σύντομα.

Τις πρωινές ώρες της 3ης προς 4ης Αυγούστου σήμανε η σάλπιγγα συναγερμό.
Πεταχτήκαμε απ’ τον ύπνο μας και ετοιμαστήκαμε με τον οπλισμό μας.

Μας ανακοινώθηκε αμέσως ότι στον τομέα Ναζλι – Όρτάτζας, ανατολικά του Άϊδιvίου τούρκικος στρατός επιτέθηκε ανάτρεψε τις εκεί ολιγάριθμες δυνάμεις μας και εισχώρησε στο από μας κατεχόμενο έδαφος

‘Όμως μάθαμε κατόπιν, στο. σημείο αυτό οι στρατιώτες των φυλακίων ελληνικών και τούρκικων στις δυο όχθες του ποταμού Μαίαντρου, οι μεν απέναντι των δέ, υπηρετούσαν οι ίδιοι πολύ καιρό και κατα κάποιο τρόπο είχαν μεταξύ των συνεννοηθεί και δεν είχαν αιτίες να χτυπιούνται

Είχαν πιάσει φιλίες, συναντιώνταν στα νερά του ποταμού, όπου κατέβαιναν για τις ανάγκες των, τα λέγανε μεταξύ των και ζούσαν έτσι κάπως ειρηνικά και φιλικά.Τις τελευταίες μέρες του Ιούλη οι τούρκοι στρατιώτες είπαν στους δικούς μας ότι αυτοί φεύγουν και ότι θα τους αντικαταστήσουν στρατιώτες άλλων τμημάτων και συνεπώς να προσέξουν και να μη επιχειρήσουν τα καθημερινά κατα τις ώς τότε συνήθειές τους, μήπως οι νέοι και άγνωστοι τούρκοι στρατιώτες τους χτυπήσουν.

Αποδείχτηκε ότι ή αντικατάσταση των τούρκικων δυνάμεων έγινε με άλλες ενισχυμένες για να γίνει η επίθεση που εκδηλώθηκε την 3η προς 4η Αύγουστου .

ΟΙ τούρκικες δυνάμεις προχώρησαν αρκετά σε βάθος προς το  Αϊδίνι, κατέλαβαν αρκετό τμήμα τής σιδ/κής γραμμής αλλα συγκρατήθηκαν από τις δικές μας δυνάμεις, μέχρις ότου ήρθαν από τη Σμύρνη στρατιωτικές ενισχύσεις και την 11η  Αυγούστου έγινε αντεπίθεση και απωθήθηκαν οι τούρκοι σε βάθος του δικού τους εδάφους, μέχρι τής περιοχής τής πόλης Δενισλή.

Εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι ή επίθεση αυτή των τούρκων έγινε για αντιπερισπασμό (όπως λέγεται στη στρατιωτική ταχτική) και απασχόληση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, γιατί οι τούρκοι επρόκειτο να ενεργήσουν την γενική επίθεσή των στο μέτωπο του Αφιόν -Καραχισάρ.


ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΟΥ ΑΦΙΟΝ ΚΑΡΑΧΙΣΑΡ
Την 13 Αϋγουστου την περάσαμε ήσυχα και το βράδυ κοιμηθήκαμε ξένοιασνοι, γιατί από τις 3 μέχρι 12 Αϋγουστου είμαστε σε διαρκή επιφυλακή και άυπνοι.

Τις πρωινές ώρες ξημερώνοντας η 14 Αϋγουστου, όπως κοιμώμουν στην αυλή του χτιρίου της Στρατ. Διοίκησης, ξύπνησα με το κουδούνισμα τηλεφώνου που ήταν εκεί κοντά και άκουσα τον τηλεφωνητή ν’ απαντά :
Τι εγκαταλείφτει το Άφιόν ;

Ή είδηση βεβαιώθηκε και διαδόθηκε αμέσως στο στρατό και τους κατοίκους της πόλης Άϊδίνι .

‘Όλοι είχαμε την αίστηση ότι φεύγουμε οριστικά από τη Μ. Ασία. πως όμως θα γίνει αυτή ή φυγή ;
Και τι συνέπειες θα έχει γενικά και  για τον καθένα μας ;

Οι έλληνες κάτοικοι της πόλης Άϊδίνι αμέσως άρχισαν να. ετοιμάζονται για να φύγουν μαζί με το στρατό ή και πριν απ’ αυτόν.

Μάζευαν σε μπόγους τα πράγματά των, ρουχισμό και άλλα και τους σώριαζαν στο σιδηροδρομικό σταθμό, με την ελπίδα ότι θα κατόρθωναν να τα πάρουν μαζί τους.

Από την επομένη, ενώ ακόμη δεν είχε δοθεί καμιά διαταγή για σύμπτυξη και υποχώρηση, οι έλληνες κάτοικοι της πόλης Άϊδίνι ώς και άλλοι χριστιανοί, ανέβαιναν στους σιδηροδρομικούς συρμούς  που αναχωρούσαν για τη Σμύρνη , παρατώντας στο χώρο του σταθμού τα υπάρχοντά τους και το χειρότερο βάζοντας φωτιά στα σπίτια των για να μη τα βρουν ακέραια οι τούρκοι.

Προσπάθειες στρατιωτικών τμημάτων να σβήσουν  τις πυρκαγιές δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα.

Συνέπεσε να έχει κατέβει στη Σμύρνη για να λάβει μέρος σε διαγωνισμό εισαγωγής μαθητών στη Σχολή Ευελπίδων ο στρατιώτης γραφέας του στρατοδικείου Άϊδινίου Βαγγέλης Σταμάτης.

Επέστρεψε στο Άϊδίνι μετά τις 14 Αυγούστου, όταν είχε πλέον γνωστεί η κατάρρευση του μετώπου στο Άφιον Καραχισάρ και η υποχώρηση του στρατού μας .

Άπ’ όσα δε είχε αντιληφτεί κατα την παραμονή του στη Σμύρνη και κατα τη διαδρομή της επιστροφής του στο Άϊδίνι, μας πληροφόρησε ότι ο στρατός μας έχει διαλυθεί, φεύγοντας προς τη θάλασσα και το χειρότερο ότι οι στρατιώτες «πετούν τα όπλα τους».

Δεν θέλαμε να πιστέψουμε αυτή τη φοβερή πληροφορία.

Πώς ήταν δυνατό, στρατιώτες που βρίσκονται σ’ εχθρική χώρα, που την πατρίδα τους προς την όποία θα επέστρεφαν την χωρίζει θάλασσα, να πετάν τα όπλα τους στα οποία, και μόνο μπορούσαν να ελπίζουν για την ασφάλειά τους ;

‘Άν αυτό ήταν αλήθεια, τούτο σήμαινε ότι ‘παραδίδονταν στον τυχόντα εχθρό, στους αντάρτες τούρκους ή τους φανατισμένους τούρκους χωρικούς.

Ο χώρος του σιδηροδρομικού σταθμού Άϊδινίου,  που ήταν τόσο ευρύχωρος ώστε μπορούσαν να σταθμεύουν  ή να κινούνται σύγχρονα πέντε σιδηροδρομικοί συρμοί, είχε γεμίσει απο τους μπόγους που παράτησαν εκεί φεύγοντας οι έλληνες κάτοικοι Άϊδινίου και της περιοχής και οι πυρκαγιές στην πόλη συνεχίζονταν παρά τις προσπάθειες στρατιωτών να τις σταματήσουν.

Στις 22 Αϋγουστου λοχίας του Γενικού Στρατηγείου έφερε από τη Σμύρνη τη διαταγή υποχώρησης τών προς τον Μαίνατρο στρατιωτικών δυνάμεων και ή όποία θ’ άρχιζε την 24ην  Αϋγουστου ήμέρα Τετάρτη.

ΟΙ στρατιωτικές δυνάμεις που κατείχαν τις πέραν και ανατολικά απο τ’ Άϊδίνι θέσεις ήτοι τμήματα του 18ουπεζικού συντάγματος, ένα τάγμα του 31ου πεζικού συντάγματος το όποίο κατείχε τον τομέα της Όρτάτζας και μια πυροβολαρχία βαρέος πυροβολικού ή όποία βρισκόταν στην περιοχή Μπουλαντάν, βράδυναν την προς το Αϊδίνι σύμπτυξή τους, γιατί τα βαρυά πυροβόλα δεν ήταν εύκολο να μετακινηθούν, και για τούτο τελικά παρατήθηκαν εκεί, αλλα κυρίως γιατί τα τμήματα αυτά στην υποχώρησή τους προσβάλλονταν απο ατάκτους τούρκους αντάρτες και αναγκάζονταν να μάχονται.

Κατόρθωσαν δε να συγκεντρωθούν έξω απο το Άϊδίνι τη νύχτα της 24ης προς την 25ην Αϋγουστου .

Ο στρατιωτικός διοικητής συντ/ρχης Ζεγκίνης ξέδωκε διαταγή υποχώρησης εκείθεν προς την Σμύρνη την 25η Αϋγουστου ώς ακολούθως :

Η στρατιωτική διοίκηση με το επιτελείο της, το τάγμα του 31ου πεζικού συντάγματος, οι αξιωματικοί  και οι άντρες του εγκαταλειφθέντος βαρέος πυροβολικού ώς και το προσωπικό μερικών άλλων υπηρεσιών θ’ αναχωρούσαν με σιδηρ/κό συρμό ο όποιος θα ξεκινούσε το πρωί της 25ης Αϋγουστου.

Το 18ον σύνταγμα, του οποίου διοικητής ήταν ο συνταγματάρχης Θεοδώρου θα υποχωρούσε πεζοπορικά και κατα την πορεία του θα συμπαράσερνε τμηματικά τις προς τον Μαίαντρο και την περιοχή των Σωκίων δυνάμεις μας.

Ανάφερε δε η διαταγή αυτή (όπως όριζε η διαταγή του Γενικού Στρατηγείου ) ότι όλα αυτά τα τμήματα θάφταναν στο Τουρμπαλι (όπου σιδηρ/κός σταθμός με διακλάδωση των δύο σιδηρ/κών γραμμών προς Άϊδίνι και Όδεμήσι ), όπου θα ενούντο,

1) με την 2αν    Μεραρχία (τη ν όποία διοικούσε ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς ), η όποία περιλάμβανε και τα δύο άλλα τάγματα του 31ου συντάγματος,

2) με το έμπεδο σύνταγμα του Β’ σώματος στρατού (διοικητής συντ/ρχης Φιφής ) και


3) με τμήματα χωροφυλακής, οι όποιες όλες αυτές οι δυνάμεις θα υποχωρούσαν δια της πεδιάδας του Κάϋστρου(ποταμού ) .
Εκεί στο Τουρμπαλί, όριζε η διαταγή του Γενικού Στρατηγείου θα παράμεναν όλες αυτές οι δυνάμεις και θα. ξασφάλιζαν τις πρός Σμύρνη και  Ερυθραία διόδους.
Ο στρατιωτικός διοικητής συνταγματάρχης, Ζεγκίνης με διαταγή του όρισε ονομαστικά δέκα στρατιώτες να τον ακολουθούν και να βρίσκονται  πάντα υπό τις άμεσες διαταγές του, για να χρησιμοποιούνται ώς αντιγραφείς των διαταγών του προς τα τμήματα.

Μεταξύ των δέκα αυτών στρατιωτών ήμουν και γώ και για τούτο κατέχω, όλες τις λεπτομέρειες της υποχώρησής μας, μέχρι της αιχμαλωσίας μας και κατ’ ανάγκη και τα της αιχμαλωσίας στην οποία έζησα στην Τουρκία μέχρι της  6ηςΑπρίλη 1923.

ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΠΡΟΣ ΣΜΥΡΝΗΝ ΤΟΥ 1 8ου ΠΕΖ. ΣΥΝΤΑΜΑΤΟΣ κ.λ.π.
ΣΤΡΑΤ. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Το πρωί της 25 Αύγουστου επιβιβαστήκανε σε αμαξοστοιχία τα τμήματα που όριζε η διαταγή και αναχώρησαν. την ίδια μέρα και (κατα ώρα 3 ½ μ.μ.  έφτασαν στο σιδηρ/κό σταθμό Τζελάτ, δεύτερο σταθμό απο Τουρμπαλί προς Άϊδίνι.

Μόλις στάθμευσε η αμαξοστοιχία το εκεί ελληνικό στρατιωτικό φυλάκιο μας πληροφόρησε ότι απο ώρες 10 – 11 πρωινής έβαλε κατα του Τουρμπαλί ένα ή δύο πυροβόλα. Άλλα και μείς πλέον ακούγαμε τον κρότο των βολών πυροβόλου.

Ο διοικητής Ζεγκίνης έσπευσε στο εκεί στρατιωτικό τηλέφωνο  και μίλησε με τον στο Τουρμπαλί τηλεφωνητή ο όποιος του είπε ότι εκεί βρισκόταν μόνο το έμπεδο σύνταγμα πεζικού Β’ σώματος στρατού και δύναμη χωροφυλακής.

Συνολική στρατιωτική δύναμη 2.500 άντρες υπό τον διοικητή συνταγματάρχη Φιφή και ότι απο ώρας 10 πρωινής βλήθηκε απο εχθρικό πυροβολικό και διαλύθηκε πρόστεσε δε ο τηλεφωνητής «κ’ εγώ αυτή τη στιγμή παίρνω το τηλέφωνο και φεύγω, γιατί οι τούρκοι μπήκαν στο Τουρμπαλί ».

Τότε ο διοικητής Ζεγκίνης με το επιτελείο του πήρε την απόφαση όπως όλη η δύναμη που μεταφερόταν σιδηρ/κά παραμείνει εκεί στο Τζελάτ και η αμαξοστοιχία να επιστρέψει στο Μπαλατζίκ και  παραλάβει απ’ εκεί και μεταφέρει το συντομώτερο  το πεζοπορικα υποχωρούν 18ον πεζικό σύνταγμα.

Αυτό και έγινε· μείναμε εκεί τη νύχτα της 25 προς 26  Αύγουστου και η αμαξοστοιχία με περισσότερες διαδρομές που έκανε όλη τη νύχτα μετάφερε στο χώρο αυτόν που σταθμεύαμε όλες τις δυνάμεις, ώστε το πρωί 26 Αύγουστου ήσαν εκεί συγκεντρωμένα :

Η στρατιωτική διοίκηση, το 1 8ον  πεζικό σύνταγμα, αξιωματικοί και στρατιώτες του βαρέος πυροβολικού που εγκαταλείφτηκε στο Μπουλαντάν, υπό τον λοχαγό Οικονομίδη , μιά ήμιλαρχία ιππικού μια πυροβολαρχία (4 πυροβόλα ) πεδινού
πυροβολικού υπό τον λοχαγό Παπανικολάου, ουλαμός (δύο πυροβόλα, το ένα άχρηστο λόγω βλάβης) ορειβατικού πυροβολικού υπό τον ανθυπολοχαγό Λιούμπη , ένα τάγμα τ ου 31ου πεζικού συντάγματος υπό τον ταγματάρχη Κ. Παπαδόπουλο, μια διμοιρία τηλεγραφητών και όλη ή δύναμη χωροφυλακής που είχε διατεθεί στη περιοχή Μαίαντρου – Άϊδινίου.

Η όλη δύναμη σε άντρες κατά βεβαίωση σε μένα του λοχία του επιτελείου Γιώργου Κωνσταντινίδη ήταν 4.995 άντρες με πλήρη οπλισμό και πολεμοφόδια και εξήντα (60) πολυβόλα.

Στη διάρκεια της νύχτας 25 προς 26 Αύγουστουπου γινόταν ή συγκέντρωση των δυνάμεων, επειδή, η προς Τουρμπαλί τηλεφωνική συγκοινωνία ήταν κομένη ,

Ο διοικητής Ζεγκίνης διάταξε και κινήθηκαν για την αποκατάσταση της τηλεφωνικής  συγκοινωνίας μόνον δέκα στρατιώτες τηλεγραφητές με συνοδεία είκοσι έξη (26) στρατιωτών πεζικού με επικεφαλής λοχία. Αυτοί όμως καθώς προχώρησαν μέσα στην πεδιάδα σε θέση κάπως δασωμένη, συμπλάκηκαν με ατάκτους τούρκους και πολεμούσαν όλη τη νύχτα, χωρίς να μπορέσουν να προχωρήσουν και γι’ αυτό υποχώρησαν.

Ξημέρωσε η 26η Αϋγουστου μέρα Παρασκευή και η συγκέντρωση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων είχε πραγματοποιηθεί, ακολουθούσε όμως και πλήθος πολιτών, οι όποίοι παρατούσαν τις πόλεις και τα χωριά των και κατέβαιναν προς την Σμύρνη υπό την προστασία του στρατού, ελπίζοντας σωτηρία !

Η διοίκηση έστειλε προς τα μπρος για αναγνώριση μόνο μια διμοιρία υπο τον ανθυπ/χαγό Σέρβο . Καθώς όμως ή διμοιρία προχώρησε συνάντησε αντίσταση και επειδή απέναντί μας φάνηκαν και λίγοι τούρκοι καβαλάρηδες στάλθηκαν ακόμη δυο λόχοι απο το τάγμα το όποίο διοικούσε ο ταγματάρχης πεζικού Βαμβακόπουλος.

Η δύναμη αυτή μαχόμενη προχωρούσε, έβαλε δε μερικές βολές και το πυροβολικό μας με τις οποίες ανάγκασε σε φυγή τους τούρκους καβαλλάρηδες.

Η όλη φάλαγγα ετοιμάστηκε για πορεία προς το Τουρμπαλί, η αμαξοστοιχία όμως μέσα στην όποία ήσαν τραυματίες, ασθενείς και βοηθητικές υπηρεσίες θα παρέμεινε στο σημείο που είχε σταθμεύσει και θαρχόταν στο Τουρμπαλί αφού καταλάμβανε  αυτό ο στρατός.

Κατα το μεσημέρι και πριν να ξεκινήσει η κύρια φάλαγγα είδαμε αεροπλάνο (προφανώς ελληνικό) το όποίο πετούσε με κατεύθυνση από Σμύρνη προς Άϊδίνι σε μεγάλο ύψος . Κανείς δεν αντιλήφτηκε αν μας έριξε τίποτα 1.

  1. 1. «Όταν γύρισα από την αιχμαλωσία στην Αθήνα ο κατα το 1922 λοχαγός του μηχανικού και τώρα ταξίαρχος έ.ά. Δηjμήτpιoς Γεωργαντάς ο οποίος τότε υπηρετούσε στο Γενικό Στρατηγείο στη Σμύρνη, μου βεβαίωσε ότι το αεροπλάνο αυτό μετέφερε και έριξε προς το 18ον σύνταγμα διαταγή με την οποία το Γεν.Στρατηγείο  γνώριζε προς αυτό ότι μεταβλήθηκε ο δρόμοςοπισθοχώρησης της 2ας Μεραρχίας (διοικητής συντ/ρχης Σ. Γονατάς) δηλαδή ότι δεν θα οπισθοχωρούσε δια της  πεδιάδας του Κάϋστρου αλλά δια της βορειότερας πεδιάδας του ‘Έρμου (ήτοι Ουσάκ – Φιλαδέλφεια – Mαγνησία – Σμύρνη) και συνεπώς το 18ον  σύνταγμα δεν πρόκειτο, ώς ώριζε ή πρoηγούμενη διαταγή να συναντηθεί με αυτή στο Τουρμπαλί και
2) κατόπιν τούτου το 18ον σύνταγμα διατασσόταν να συνεχίσει την οπισθοχώρηση του προς Σμύρνη – Ερυθραία κατ’ εκτίμησή του.

Κατα. ώρα 1 ½  μ.μ. ή φάλαγγα ξεκίνησε και βάδιζε σε δρόμο προς τους πρόποδες των βουνών αριστερά της σιδηροδρομικής γραμμής.

Οι πλαγιοφύλακές μας βάδίζαν, η προς τα δεξιά της φάλαγγας επί τη σιδ/κής γραμμής η δε προς τ’ αριστερά της φάλαγγας επί της πλαγιάς των βουνών.

Κατα την πορεία ή προς τ’ αριστερά πλαγιοφυλακή συμπλάκηκε με ατάκτους τούρκους και ως εκ τούτου ή πορεία μας επιβραδυνόταν αρκετά, αφού και το πυροβολικό μας αναγκαζόταν να σταθμεύει  και να βάλει κατ’ αυτών.
Η πορεία μας συνεχίστηκε και κατα τις
9-10 μ.μ. σταθμεύσαμε  σε πεδινό χώρο αριστερά του Τουρμπαλί .
‘Όλη όμως τη νύχτα τα τμήματα τα οποία από το Τζελάτ που είμαστε είχαν σταλθεί προς Τουρμαπλί μάχονταν και από τον πάταγο της μάχης φαίνονταν ότι δεν είχαν πετύχει αποτέλεσμα για κατάληψη και εκκαθάριση του Τουρμπαλίι από τις εχθρικές δυνάμεις.

Γι’ αυτό κατα ώρα δύο (2) μετά τα μεσάνυχτα κοινοποιήθηκε διαταγή επίθεσης το πρωί κατα του

Τουρμπαλί από ισχυρές δυνάμεις. Πριν όμως να φέξει αναγγέλθηκε ή κατάληψη του Τουρμπαλί υπό των μαχομένων και έτσι ματαιώθηκε κάθε κίνηση για τη γενική επίθεση, εξακολουθούσε όμως ν’ ακούγονται αραιοί πυροβολισμοί κατα διαστήματα.

Η αμαξοστοιχία η οποία από το Τζελάτ είχε μετακινηθεί τη νύχτα και μέσα από εχθρικά πυρά είχε φτάσει στο Τουρμπαλί, μόλις έφεγγε το πρωί θ’ αναχωρούσε για τη Σμύρνη , οι δε κύριες δυνάμεις του στρατού, θα έμπαιναν στο Τουρμπαλί, και θα καταλάμβαναν θέσεις, σύμφωνα με τη διαταγή του Γενικού Στρατηγείου, αν και οι προυποθέσεις που όριζε δεν υπήρχαν πια. Διότι, ο τηλεφωνητής, είχε δόσει την πληροφορία ότι το έμπεδο σύνταγμα πεζικού Β’ σώματος στρατού, που ήταν εκεί προσβλήθηκε από τούρκικες δυνάμεις ατάκτων και έφυγε προς Σμύρνη, δυνάμεις δε της 2ας μεραρχίας δεν φάνηκαν κάπου εκεί.

Φανερό δ’ επί πλέον ήταν ότι τα γύρω της περιοχής του Τουρμπαλί, που βρισκόμαστε, τα κατείχαν τούρκικες δυνάμεις οργανωμένων ανταρτών.

Όταν όμως το πρωί της 27 Αϋγουστου ημέρα Σάββατο ξεκίνησε η  αμαξοστοιχία από Τουρμπαλί προς Σμύρνη , μόλις προχώρησε λίγο διάστημα και πλησίαζε σε γέφυρα, που ήταν μπρος της, ξετροχιάστηκε και σύγχρονα ακούστηκε δυνατός κρότος, έκρηξη και η γέφυρα ανατινάχτηκε.

Το σύνταγμα την ίδια στιγμή, σε φάλαγγα κατα τετράδες το κύριο σώμα του, είχε αρχίσει την πορεία του προς το Τουρμπαλί .

Δεν είχε όμως προχωρήσει πολύ και από τα δεξιά της σιδ/ικής γραμμής υψώματα άρχισε να βάλλεται από εχθρικό πυροβόλο.

Τότε, επειδή ή όλη φάλαγγα του συντάγματος ήταν εκτεθειμένη, ή διοίκηση διάταξε οπιστοχώρηση στα πίσω υψώματα και τούτο έγινε. Η διοίκηση  μ’ όλο το επιτελείο της αξιωματικούς και στρατιώτες, μεταγωγικά της κλπ. στάθηκε πάνω σε λόφο και διάταξε το πυροβολικό μας να βάλει κατά των απέναντι εχθρικών θέσεων.

Αμέσως ρίχτηκαν μερικές βολές και μ’ αυτές διαλύθηκε και τμημα καταβαλλάρηδων που είχαν φανεί στην απέναντι πεδιάδα και πλησίαζαν τη σιδ/ικη γραμμή.

Το εχθρικό. πυροβόλο εξακολουθούσε να βάλει χωρίς όμως να μας προξενεί απώλειες.

Η ώρα θα ήταν περίπου 11 π. μ. όταν όλη ή φάλαγγα, όπως πιστοχώρησε, βρισκόταν συγκεντρωμένη  στην πλαγιά του λόφου και τότε άκουσα τον επιτελάρχη της διοίκησης, ταγματάρχη πεζικού  Σιώρην να λέει προς τον διοικητή Ζεγκίνη :
«πρέπει να επιταχύνουμε την πορεία μας προς τη Σμύρνη, αφού επιτεθούμε και διαλύσουμε αυτούς τους λίγους που φάνηκαν μπρος μας».

Τη στιγμή κείνη έφτασε ο ταγματάρχης Βαμβακόπουλος μαζί με τον λοχαγό Σταυριανόπουλο, οι όποίοι με τις δυνάμεις που διοικούσαν μάχονταν την νύχτα στο Τουμπαρλί .

Δεν μπορώ να ξέρω τι είχε συμβεί μεταξύ αυτών και του διοικητού του συντάγματός των Θεοδώρου, άκουσα όμως το Βαμβακόπουλο να λέει προς τον Ζεγκίνη .

«ΤΙ κατάσταση είναι αυτή ; μ’ έχετε όλη τη νύχτα εκεί κάτω χωρίς να υπάρχει λόγος, πρέπει το ταχύτερο να βαδίσουμε εμπρός».
Και ο Ζεγκίνης απαντώντας του είπε ότι θα του αφαιρέσει τη διοίκηση (εννοούσε του τάγματός του ).

Ο Βαμβακόπουλος θύμωσε στράφηκε προς το μέρος που ήταν η φάλαγγα και φώναξε τους αξιωματικούς του, οι όποίοι και έσπευσαν κοντά του.

Και απαντώντας στην απειλή του Ζεγκίνη του είπε : «Σεις θα μου αφαιρέσετε τη διοίκηση ή εγώ θα καταργήσω τη δική σας, εγώ έμαθα να πολεμώ».

Τότε ο συνταγματάρχης Θεοδώρου κινήθηκε προς τον Βαμβακόπουλο, τον αγκάλιασε και δεν άκουσα τι του είπε, πάντως όλοι ησύχασαν και αποφασίστηκε η άμεση προς τα μπρος πορεία.

Εδόθη η διαταγή πορείας και τάχτηκαν εμπροστοφυλακή τα τάγματα :
1) το του 31ου  συντάγματος υπό τον ταγματάρχη Κ. Παπαδόπουλο
και 2) το του 18ου  συντάγματος υπό τον ταγματάρχη Βαμβακόπουλο. Μόλις ξεκίνησε ή φάλαγγα το εχθρικό πυροβόλο αναγκάστηκε από τις βολές του δικού μας ορειβατικού, υπό τον ανθυπ/χαγό Λιούμπη,  να σιγήση .

Η φάλαγγα προχωρούσε ενώ η εμπροστοφυλακή μας αναπτυγμένη σε ακροβολισμό συνεχώς μάχονταν · ακούγονταν δε και κρότοι πολυβόλων του εχθρού.

‘Ήσαν αντάρτες τούρκοι , στρατιωτικά  οργανωμένοι από περιβόητο στην περιοχή Αϊδινίου – Όδεμησίου τούρκο λοχαγό με τ’ όνομα Πεχλιβάν.

Ήταν όμως, να θαυμάζει κανείς την πειθαρχία στις κινήσεις και τα άλματα προς τα μπρός των δυό μας ταγμάτων τα όποια μάχονταν ακροβολισμένα  σε μια γραμμή σα νάκαναν γυμνάσια, χωρίς να ξεφεύγει από την ίσια γραμμή ούτε ένας στρατιώτης.

Έτσι εξουδετερώθηκαν οι τούρκοι που επιχείρησαν να μας εμποδίσουν να προχωρήσουμε, με αρκετές απώλειές τους σε νεκρούς και τραυματίες και η φάλαγγά μας με όλες τις δυνάμεις της έφτασε κατα ώρα 4μ.μ. σε πεδινό μέρος δεξιά του σιδηρ/ικού σταθμού Καγιάς και η διοίκησή μας διάταξε στάθμευση και καταυλισμό για να διανυχτερεύσουμε εκεί και συνεχίσουμε την πορεία μας την επομένη .

Τούτο ήταν μοιραίο σφάλμα εξαιτίας του όποίου αλλά  και άλλων που έγιναν την επομένη, το σύνταγμα μας αιχμαλωτίστηκε από τους τούρκους.

Γιατί διατάχτηκε αυτή η στάθμευση που την θεωρούμε μοιραίο σφάλμα;
Απ’ όσα ακούσαμε τότε από αξιωματικούς του επιτελείου,η διοίκηση επειδή δεν είχε καμμιά συγκεκριμένη πληροφορία για τη θέση και πορεία της 2ας  μεραρχίας που η διαταγή του Στρατηγείου όριζε ότι θα την συναντούσαμε στο Τουρμπαλί, ήθελε, με αμφιβολίες βέβαια, να πιστεύει ότι η 2α  μεραρχία βρισκόταν πίσω μας και γι’ αυτό διάταξε την στάθμευση με την ελπίδα ότι θα συνδεόμαστε μ’ αυτή.

Εκ των υστέρων έχει βεβαιωθεί ότι το Γενικό Στρατηγείο με νεώτερη διαταγή του μετάβαλε την πορεία της 2ας   μεραρχίας και την διάταξε αντί να υποχωρήσει δια της πεδιάδας του Κάϋστρου, να κατέβει δια της πεδιάδας του Έρμου, δηλαδή ν’ ακολουθήσει την γραμμή Ουσάκ – Φιλαδέλφειας – Μαγνησίας – Σμύρνης. Αυτή όμως η διαταγή, δεν λήφτηκε ποτέ από τη δική μας διοίκηση .
Αν δεν γινόταν αυτή ή στάθμευση ώρα 4 το απόγευμα, αλλ’ αντίθετα συνεχίζαμε, την προς Σμύρνη πορεία μας, κατ’ ανάγκη θα συνδεόμαστε με το σύνταγμα του συνταγματάρχη  Ν. Πλαστήρα, το όποίο όπως είναι βεβαιωμένο, προς το βράδυ της ημέρας εκείνης πέρασε από τ’ άνω της Σμύρνης υψώματα, χωρίς να πλησιάσει την πόλη, και συνέχισε την πορεία του προς Ερυθραία.

Με τη διαταγή που δόθηκε για στάθμευση και διανυχτέρευση τα τμήματα της φάλαγγας πήραν θέσεις για καταυλισμό κατα τρόπο που σχημάτισαν τεράστιο κύκλο και πήραν επίσης τα μέτρα ασφαλείας των.

Η διοίκηση με το επιτελείο έμεινε στο εσωτερικό του κύκλου. Εκεί βέβαια βρισκόμουν καιγώ και καθώς στεκόμουν σε κάποια απόσταση από τους συναδέρφους μου με τις θλιβερές  σκέψεις μου περί του τι θα επακολουθούσε, διψούσα πολύ και νερό δεν είχα.

Από αρκετά μακρυνή απόσταση , μέσα στον κύκλο του καταβλησμού είδα να καλπάζει ένας καβαλλάρης με κατεύθυνση προς το μέρος που βρισκόμουν.

Είχα πάντα μεγάλη αγάπη για τ’ άλογα, και για τούτο ασυναίσθητα παρακολουθούσα βλέποντας τον ωραίο αυτόν καβαλλάρη που όσο πλησίαζε τον έβλεπα σαν πραγματικό κένταυρο.

‘Όταν με πλησίασε ακόμη πρόλαβα, πριν να με προσπεράσει, ν’ αντιληφτώ ότι μπρος στη σέλα του αλόγου του κρέμονταν δυό παγούρια. Σήκωσα το χέρι μου όταν πια, ήταν μπρος μου και σταμάτησε.

Ξακολουθούσα να θαυμάζω την ομορφιά του λεβεντόκορμου νέου όσο και το περήφανο άλογό του και τον παρακάλεσα, αν μπορούσε, να μου δώσει νερό να πιω.

Καθώς όμως αντικρυζόμαστε κατάματα, σύγχρονα  αναγνωριστήκαμε και σύγχρονα είπαμε ο ένας στον άλλο :  κείνος, είσαι ο Βασίλης ; καιγώ, είσαι ο Χρήστος ;

Ήταν ο Χρήστος Μπαμπανικολός από το Παρθένι  Αρκαδίας 1.
  1. Απόγονος οπλαρχηγού αγωνιστού στην Επανάσταση του 1821.
Μακρυνός συγγενής μου, στρατευμένος νωρίτερα από μένα, σαν μεγαλύτερός μου που ήταν.

Μου έδωσε το ένα παγούρι του γεμάτο νερό και μου είπε. «Με πέντε – έξη συναδέρφους μου, οι δυό απ’ αυτούς κατάγονταν απ’ το Σεβδίκιοϊ  1. προχωρήσαμε να φτάσαμε στο χωριό τους.

1, Χωριό μεσήμβριο ανατολικά της Σμύρνης, δεύτερος σιδηροδρομικός σταθμός από Σμύρνη προς Αιδίνι. Στον κάμπο του ήταν ελληνικό στρατιωτικό αεροδρόμιο.

Όταν όμως φτάσαμε στο σιδηρ/κό σταθμό του χωργιού συναντήσαμε τούρκικη περίπολο από 6—8 άντρες οι οποίοι ειρηνικά μας είπαν να παραδοθούμε, γιατί ο τούρκικος στρατός από το πρωί της μέρας κείνης  (27 Αύγουστου ημέρα Σάββατο )μπήκε στη Σμύρνη .

Ότι εκεί υπάρχει συμμαχική επιτροπή στην όποία οι έλληνες στρατιώτες παραδίνουν τον οπλισμό τους και ελεύθεροι επιβιβάζονται σε ελληνικά πλοία και φεύγουν για την Ελλάδα. Φυσικά δεν παραδοθήκαμε και πηγαίνω τώρα να τ’ αναφέρω στη διοίκηση».

Και πράγματι προχώρησε και ανάφερε τ’ ανωτέρω στον ίδιο τον διοικητή Ζεγκίνη και το επιτελείο του. Τηννύχτα ο διοικητής κάλεσε όλους τους ανωτέρους αξιωματικούς στο επιτελείο και συσκέφτηκαν.

Οι δέκα στρατιώτες γραφείς βρισκόμαστε εκεί και παρακολουθήσαμε όλη τη συζήτησή των κατα την σύσκεψη.

Προτάθηκε να μη βαδίσουμε προς τη Σμύρνη ,αφού είναι θετική ή πληροφορία ότι αυτή καταλήφτηκε από τούρκικο στρατό, αλλά ν’ ακολουθήσουμε δρόμο, όχι βέβαια άμαξητόν, ο οποίος. από του Σεβδήκιοί μέσω των έξω και άνω της Σμύρνης υψωμάτων οδηγούσε προς την Ερυθραία.

Ο Ζεγκίνης, προς τη γνώμη του όποίου συμφωνούσε και ο διοικητής του 18ου  πεζικού συντάγματοςΘεοδώρου, είπεν ότι δεν συμφωνεί προς αυτή τη γνώμη , γιατί δεν μπορεί να εγκαταλείψει το υλικό .

Εννοούσε βέβαια τα τέσσερα πεδινά πυροβόλα που δεν θα ήτο δυνατό να κινηθούν σε τέτοιο δρόμο.

Και σε γνώμες άλλων αξιωματικών που του συνιστούσαν ν’ ακολουθηθεί ο δρόμος προς Έρυθραίαν τον ακούσαμε που είπε ότι «δεν θα πάω στα βουνά να γίνω τσέτης».

Με τη γνώμη αυτή του Ζεγκίνη συμφώνησε και ο λοχαγός Κατσίκας .. Τελικά στη σύσκεψη αυτή αποφασίστηκε όπως το πρωί 28 Αϋγουστου ήμέρα Κυριακή να συνεχιστεί η πορεία μας προς τη Σμύρνη .

Ο λοχαγός του επιτελείου Συγγελάκης υπαγόρευσε σε μας τους γραφείς τη σχετική διαταγή την όποία και κοινοποιήσαμε σ’ όλες τις μονάδες.

Η διαταγή αυτή όριζε ότι «ή φάλαγγα θα βαδίσει με την ίδια διάταξη της προηγούμενης μέρας και συνιστούμε στους στρατιώτες να μην απομακρύνονται των τμημάτων των, διότι κατα πληροφορίας ο εχθρός κατέχει την Σμύρνη».

Η διαταγή αυτή μας έκανε κακή εντύπωση και οι στρατιώτες του επιτελείου, που είχαμε κάποια πείρα, την σχολιάζαμε και απορούσαμε για το λόγο, πως αφού «κατα πληροφορίες ο εχθρός κατέχει τη Σμύρνη » και βαδίζουμε «προς Σμύρνην»,γιατί δεν κοινοποιήθηκε από τη διοίκησή μας διαταγή επιχειρήσεων με αντικειμενικό σκοπό να ανακαταλάβουμε τη Σμύρνη ;

»Αν δεν πρόκειτο να μπούμε στη Σμύρνη , γιατί δεν φεύγαμε αριστερά μας προς την Ερυθραία ;

Σύμφωνα με αυτή τη διαταγή το πρωί της 28ης Αϋγουστου, μέρα Κυριακή, ξεκίνησε ή φάλαγγα με την ίδια διάταξη της προηγούμενης μέρας .Έμπροστοφυλακή και αριστερά πλαγιοφυλακή το τάγμα Βαμβακόπουλου και δεξιά εμπροστοφυλακή και πλαγιοφυλακή το τάγμα Κ. απαδόπουλου.

Φτάσαμε στο Σεβδίκιοι, δεύτερο σιδ/κό σταθμό από Σμύρνη προς ‘Αϊδίνι . Λίγο πριν πλησιάσουμε είδαμε αμαξοστοιχία να φεύγει από το σταθμό προς την Σμύρνη .

Κοντά στο σταθμό βρίκαμε γέροντα έλληνα, ο οποίος μας είπε ότι ο σιδηρ/κός συρμός που έφυγε, μετάφερε τούρκους στρατιώτες και από τους οποίους άκουσε τα ίδια που είχε ειπεί ή τούρκικη περίπολος στους καβqλλάρηδες μας.

Μας είπε δε ο γέροντας ότι οι τούρκοι παράλαβαν στην αμαξοστοιχία και τους εκεί έλληνες στρατιώτες τηλεγραφητές αφού τους πήραν τα όπλα.

Όταν προχωρήσαμε μετα το Σεβδίκιοϊ αρχίσαμε να βλέπουμε κάτω στο χώμα κατα διαστήματα όπλα ελληνικά.

‘Ασφαλώς είχαν πεταχτεί από στρατιώτες τμημάτων που είχαν περάσει προηγούμενα απ’ εκεί.

Ενώ προχωρούσε η φάλαγγα, ο λοχαγός διοικητής της πεδινής πυροβολαρχίας Παπανικολάου ήρθε και ανάφερε στο Ζεγκίνη ότι τ’ άλογα της πυροβολαρχίας, που δεν είχαν τροφή από πρίν τρείς μέρες, δεν μπορούσαν να σύρουν τα πυροβόλα και στο πρώτο εμπόδιο του δρόμου σταμάτησαν.

Αμέσως ο Ζεγκίνης του είπε να ξεζέψει τα’ άλογα ! ! δηλαδή να παρατήσει τα πυροβόλα, ενώ τη νύχτα πριν λίγες ώρες στη σύσκεψη των αξιωματικών δεν είχε δεχτεί την πρόταση , να μη βαδίσουμε πρός τη Σμύρνη αλλά ν’ ακολουθήσουμε τον ορεινό δρόμο προς την Έρυθραία, με την δικαιολογία από.μέρους του «ότι δεν εγκαταλείπει  το υλικό » .
Είδα τον λοχαγό Παπανικολάου να φεύγει με δάκρυα στα μάτια του.

«Όπως αποδείχτηκε μετά δεν ξέζεψε τ’ άλογα και δεν παράτησε τα πυροβόλα του τα  πεινασμένα άλογα και οι στρατιώτες του μαζί σέρναν τα πυροβόλα και ακολουθούσαν την πορεία μας.

Κατα ώρα 2 μ.μ. η εμπροσθοφυλακή μας αριστερά του χωριού Παράδεισος, πρώτου σιδηρ/κού σταθμού, από τη Σμύρνη προς ‘Αϊδίνι και όταν πια βλέπαμε το κάστρο τής Σμύρνης, συμπλάκηκε και άρχισαν ν’ ακούγονται πυκνοί πυροβολισμοί.

Στην αρχή νομίσαμε ότι θα είναι άταχτοι τούρκοι και ελπίσαμε ότι σε λίγο θ’ απωθηθούν και διαλυθούν από τους δικούς μας.
Άλλ’ αντί να συμβεί αυτό που ελπίσαμε, αντίθετα ή μάχη λάβαινε έχταση και άρχισαν ν’ ακούγονται και κρότοι εχθρικών πολυβόλων από τις εχθρικές θέσεις.

Η πεδινή πυροβολαρχία μας τάχτηκε και άρχισε να βάλει κατα των εχθρικών θέσεων και υπό την πίεση των δικών μας τμημάτων οι τούρκοι απωθούντο προς τη κατεύθυνση του κάστρου της Σμύρνης.

Προς τα δεξιά μας και στην πλαγιά του αντικρινού βουνού είδαμε αμαξοστοιχία, ή όποίαασφαλώς εκινείτο από Σμύρνη προς Βουτζα και η οποία σταμάτησε σ’ ένα σημείο.

Ο διερμηνέας Άνθ/γός  Σταυρίδης ο οποίος και καταγόταν, όπως έλεγε από το Βουτσά, είπε: στο Ζεγκίνη ότι κει που στάθηκε ή αμαξοστοιχία, δεν είναι σταθμός και ότι απ’ αυτήν κατεβαίνουν ένοπλοι τούρκοι οι οποίοι θα μας επιτεθούν απ’ εκεί και γι’ αυτό πρέπει να διατάξει την πυροβολαρχία να χτυπήσει την αμαξοστοιχία.

Οι αξιωματικοί του επιτελείου έβλεπαν με τα κιάλια τους και άλλοι έλεγαν ότι στην αμαξοστοιχία ήσαν τούρκοι οπλισμένοι, άλλοι δε ότι ήσαν τούρκοι πολίτες. 

Ως που ν’ αποφασίσει ο Ζεγκίνης, από το μέρος που είχε σταθεί η αμαξοστοιχία άρχισαν να βάλουν πολυβόλα τη φάλαγγά μας, της όποίας ο κύριος όγκος βρισκόταν στον αμαξητό δρόμο.

Σύγχρονα δε άρχισε να μας βάλει βαρύ πυροβόλο από το μέρος της Σμύρνης.

Δόθηκε διαταγή όπως η κύρια φάλαγγα φύγει από τον αμαξητό δρόμο όπου βρισκόταν απροφύλαχτη και βαλόταν από εχθρικά πολυβόλα και ν’ ανέβει στ’ αριστερά του δρόμου ψηλώματα.

Κατά την κίνηση όμως της φάλαγγας προς ταψηλώματα, τα τμήματα έχασαν την τάξη και συνοχή τους και βρεθήκανε τόσο ανακατωμένα ώστε ήταν φανερό ότι δεν μπορούσαν να ξαναύρουν την τάξη τους και πειθαρχημένα να οδηγηθούν.

Διαλυμένη πλέον μάζα βάδιζαν προς τα ψηλώματα

που έχουν τ’ όνομα «Δυό αδέρφια» διαρκώς προς τ’ αριστερά.
Τις στιγμές αυτές βρισκόμουν στο χώρο που ήταν το επιτελείο και μαζί με τον υπασπιστή του Ζεγκίνη Υπολ/γό  Σαρρή, στα ριζά μεγάλου δέντρου και μετρούσα τις οβίδες που μας έστελνε το βαρύ εχθρικό πυροβόλο.

Πέφταν γύρω μας και χωνόσαντε στο χώμα χωρίς να σκάνε. Είχα μετρήσει έντεκα (11).

Σ’ αυτή τη σύγχυση και διάλυση ο συνταγματάρχης  Θεοδώρου, ο επιτελάρχης ταγματάρχης Σιώρης, ο λοχαγός πυροβολικού Οικονομίδης και άλλοι αξιωματικοί στάθηκαν σ’ ένα σημείο με στημένη τη σημαία του συντάγματος και καλούσαν τους στρατιώτες να μη την εγκαταλείψουν και να συγκεντρωθούν γύρω της.

Οι σαλπικτές σάλπιζαν πατριωτικά εμβατήρια.
Οι στρατιώτες άρχισαν να συγκεντρώνονται και σε λίγο τα δύο τρίτα της όλη ς στρατιωτικής δύναμης βρίσκονταν εκεί και απαιτούσαν από τους αξιωματικούς να τους συντάξουν σε τμήματα και ν’ αποφασίσουν τι θα κάνουν.

Επειδή όμως βολές του εχθρικού πυροβολικού άρχισαν να πέφτουν στο χώρο που είμαστε, διατάχτηκε και όλοι μαζί κάμψαμε την κορφή του υψώματος για να προκαλυφτούμε στην πίσω του πλαγιά.

ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ
Από τη νέα αυτή θέση μας είδαμε κάτω μπρος μας λουρίδα θάλασσας του κόλπου της Σμύρνης.

Σύγχρονα όμως μπρός  μας, σε αρκετή απόσταση, μέσα από μικρή κοιλάδα, μάλλον χαράδρα» φάνηκαν καβαλλάρηδες , όχι περισσότεροι απο 200 – 250, οι όποιοι ρχόντουσαν  πρός  το. μέροςμας.

Οι αξιωματικοί μας που παρατηρουσαν  με τα κυάλια  τους είπαν ότι ήταν τούρκικο ίππικό  και ότι πίσω απ ‘ αυτους  που φαίνονταν, έρχονταν και άλλη φάλαγγα.

Διαδόθηκε σύγχρονα μεταξύ των στρατιωτών ότι στ ‘ αριστερά μας υψώματα ήσαν πολυβολεία.

Άλλα εκ τών  υστέρων αποδείχτηκε ότι ή διάδοση αυτή δεν ανταποκρινόταν σε αληθινά πράγματα, γιατι  στρατιώτες που έφυγαν  πρός  αυτή την κατεύθυνση, έφτασαν στη θάλασσα στόν  Τσεσμέ , χωρίς να προσβληθούν από εχθρικά τμήματα.

Οι συνταγματάρχες Ζεγκίνης  και Θεοδώρου με τους αξιωματικούς του επιτελείου των άρχισαν να συσκέπτονται για ν’ αποφασίσουν τι να κάνουν.
Και ακούστηκε απ’ αυτούς η λέξη «παράδοση».

Μόνος ο επιτελάρχης ταγματάρχης Σιώρης  ακούστηκε να ζητάει έναν πολυβολητή, για να βάλει κατά των  επερχομένων καβαλλάρηδων.

Άλλα ή διάλυση ήταν τόσο ολοκληρωτική ώστε τίποτα δεν έγινε για αντί στάση .

Αν και οι περισσότεροι στρατιώτες φώναζαν « δεν παραδινόμαστε» κανένας αξιωματικός δεν πήρε την πρωτοβουλία να μας συντάξει και να μας οδηγήσει σε αντίσταση .

Αντίθετα προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι φτάσαμε σε αδιέξοδο και ότι μόνο με την παράδοσή μας θα σωνόμαστε, γιατί έτσι θα πηγαίναμε στη Σμύρνη , εκεί θα παραδίναμε τα όπλα μας και θα φεύγαμε ελεύθεροι για την πατρίδα μας.

Κείνες τις στιγμές είδα τον υπασπιστή του 18ου συντάγματος,  λοχαγό. Πέτρο ‘Αλεξόπουλο, χωρίς να ειπεί τίποτα, να σπιρουνίζει τ’ άλογό του και ν’ απομακρύνεται.

«Όταν γύρισα από την αιχμαλωσία τον είδα ‘στην  Αθήνα και όπως έμαθα, ήταν κατήγορος της διοίκησής μας, για την αιχμαλωσία μας.

‘Ότι όμως ο ίδιος παράτησε το σύνταγμά του κι’ έφυγε, χωρίς να ενεργήσει τίποτα για να το σώσει ή ν’ αγωvιστεί, κανείς δεν το γνώριζε.

Η διοίκησή μας αποφάσισε την παράδοση και στάλθηκε προς τους επερχόμενους τούρκους κα: καβαλάρηδες κήρυκας, με λευκή σημαία, ο ανθυπολοχαγός – διερμηνέας Σταυρίδης όταν αυτοί βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από μας, μάλλον για ν’ αναγγείλει ότι παραδινόμαστε παρά για να διαπραγματευτεί όρους.

Με τη σκέψη ότι απ’ εκείνη τη στιγμή θάμαστε αιχμάλωτοι των τούρκων έννοιωσα σαν να μη ζω πιά.

‘Αδιαφορώντας για το τι γινόταν γύρω μου, έσπασα το όπλο μου, μάνλιχερ, κτυπώντας το σε βράχο, αφού πρώτα έβγαλα το ουραίο του, το διάλυσα και σκόρπισα τα κομμάτια του και έβγανα από δερμάτινη θήκη του το στό ζωστήρα μου κρεμασμένο πιστόλι με το δεξί μου χέρι και μ’ αυτό θ’ αυτοχτονούσα.

Δίπλα μου βρισκόταν ο φίλος μου λοχίας του επιτελείου μας Γιώργος Κωνσταντινίδης .

Ακαριαία μ’ αγκάλιασε κατά τρόπο που μούκλεισε στην αγκαλιά του τα χέρια μου, και μούπε «Βασίλη , τί πας να κάνεις ; δεν σκέπτεσαι τους δικούς σου ; ότι μας συμβεί θα τα περάσουμε μαζί ».

Τα λόγια αυτά του Γιώργου Κωνσταντινίδη  παράλυσαν τις δυνάμεις μου και ξουθενωμένος  πια διάλυσα και το πιστόλι μου και πέταξα τ α κομμάτια του.

Την ίδια στιγμη  κοντά μας ακούστηκαν διαδοχικά δύο  πυροβολισμοί και είδα δυό  λεβεντόκορμους συναδέρφους να κοίτονται  στό  χώμα ματωμένοι. Είχαν αυτοχτονήσει  με τα όπλα τους.

«Ήταν ο Γιώργος Τσιτσεκλής  και ο Νίκος Μαγγανιώτης .που κατάγονταν από τη Σμύρνη . Και οι δυό  τους ώραία  παλικαριά είχαν τελειώσει την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και είχαν καταταγεί εθελοντές στο στρατό μας.

Ό Γιώργος Τσιτσεκλής, ψηλός, μελαχροινός με μαύρα μαλιά και μαύρα μεγάλα μάτια. Ό Νίκος Μαγγανιώτης  ψηλός καστανόξανθος με γαλανά μάτια.

Και οι δυό  τους δεν θα μπορούσαν ν’ ανεχτούν αιχμαλωσία στους τούρκους και όπως ήσαν παιδιά γνωστών ελληνικών οικογενειών της Σμύρνης δεν τους ήταν δυνατό ν’ ανεχτούν ξευτελισμούς και βασανιστήρια από τους τούρκους.

Έμειναν εκεί νεκροί κοντά στους βράχους της κορφής  των «Δυο Αδερφών » της αγαπημένης των αλλά ξανασκλαβωμένης  πατρίδας των Σμύρνης, που η  λιγόχρονη λευτεριά της έσβησε σαν όνειρο, αδερφωμένοι ο ένας πλάι στον άλλο, άταφοι !

Ό Ζεγκίνης  και οι άλλοι αξιωματικοί που άκουσαν τους πυροβολισμούς  και είδαν τους νεκρούς άρχισαν να φωνάζουν. «Παιδιά μη το κάνετε αυτό, μη στενοχωριέστε, η αιχμαλωσία μας θα είναι λιγοήμερη, θα πάμε στην πατρίδα μας».

Πλησίασαν οι τούρκοι καβαλλάρηδες και η παράδοση σ’ αυτούς έγινε κατα ώρα 5 απογευματινή της 28ης  Αυγούστου ημέρα Κυριακή .

Παραδόθηκε όλη η στρατιωτική δύναμη που βρισκόταν εκεί εκτός του τάγματος Βαμβακόπουλου , το οποίο σαν εμπροσθοφυλακή και αριστερή πλαγιοφυλακή που είχε ταχτεί, είχε προχωρήσει μαχόμενο και όταν πλέον είχε νυχτώσει από τους βραδυπορούντες στρατιώτες του πληροφορήθηκε την παράδοση του συντάγματος.

‘Όπως μάθαμε και αυτού του τάγματος τμήμα υπό τον λοχαγό Κατσίκαν  παραδόθηκε την επομένη 1. και μόνο ο Βαμβακόπουλος  με εξακόσιους (600) περίπου στρατιώτες και αξιωματικούς έφτασε στον Τσεσμέ  και απ’ εκεί, όπως και άλλα τμήματα διεκπεραιώθηκαν στη Χίο.

  1. 1. Αυτά τα μάθαμε από στρατιώτες αυτού τού τμήματoς που  τους έφεραν αιχμαλώτους στη Σμύρνη στο ίδιο μέρος που είχαν και μας.
  2.  
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ (ΜΟΙΡΟΛΟΙ)
Εσείς βουνά της  Άγκυρας και της
Μικράς ‘Ασίας
ποτέ σας μην ανθίσετε
ποτέ μη λουλουδίστε
για το κακό που πάθαμε
στις δέκα τρεις τ’ Αυγούστου
Γιόμισαν τα βουνά κορμιά και οι
κάμποι παλληκάρια.
Κι’ άλλα παιδιά ‘ν’ αιχμάλωτα, κι’ άλλα
‘ναι λαβωμένα
κι’ ένα παιδί απ’ τον τόπο μας
άλλων παιδιώνε λέει :
Βλέπω παιδιά, ‘τοιμάζεστε στον
τόπο μας, να πάτε,
Ντουφέκι να μη ρίξετε,
τραγούδι να μην ειπήτε.
Κι’ αν σας ρωτήσει η μάνα μου
κι’ ο δόλιος μου πατέρας,
πέστε τους πως παντρεύτηκα εδώ
μέσ’ την Τουρκία.
Πήρα την πλάκα πεθερά,
τη μαύρη γη γυναίκα
δυό κυπαρίσια αγκαλιά
στο μνήμα μου απάνου.

Σημείωση
Το τραγούδι τούτο το σύνθεσε ο λαός στην Aρκαδία το 1922 . Το κατάγραψε το 1925 ο καθηγητής Δημήτρ. Άνδρ. Tσίρμπας στο xωριό  Mάναρι – Αρκαδίας και το δημοσίευσε το 1957 στη «Λαογραφία» ( Τόμ. 17, σελ. 74 αριθ. 5).

ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟ Σ ΤΗ ΣΜΥΡΝΗ
Οι τούρκοι καβαλλάρηδες που μας αιχμαλώτισαν ήταν τακτικός στρατός, ντυμένοι καλά με στρατιωτικές στολές και εξαρτήσεις.

Ο επικεφαλής αξιωματικός των ήταν νέος την ηλικία και μιλούσε την Γαλλική όπως τον ακούσαμε κάτι να μας λέει . Μας έταξαν σε φάλαγγα κατά τετράδες, άοπλους πιά , για να μας οδηγήσουν στη Σμύρνη .

Από τους αξιωματικούς μας δεν πήραν ούτε τα ξίφη των ούτε τ’ αλογά  των, τους έταξαν στην κεφαλή της φάλαγγας και ξεκινήσαμε για τη Σμύρνη.

Η στην αρχή φαινομενική ευγένεια των Τούρκων δεν κράτησε πολύ. Μετά μισή ώρα που βαδίζαμε άρχισαν να μας φωνάζουν τσιαμπουκ – τσιαμπουκ που σήμαινε να βαδίζουνε γρήγορα – γρήγορα.

Επίσης άρχισαν να μας ψάχνουν και να μας λένε τσικαρ που σήμαινε : «βγάλτο».

Και στην αρχή μας έπαιρναν τα χρήματα, ώρολόγια, δαχτυλίδια και ότι άλλο .

«‘Όσο όμως προχωρούσαμε και άρχισε να σκοτεινιάζει, τόσο το «τσικαρ » ακουγόταν βιαιότερο.

Άρχισαν να μας παίρνουν από τα ρούχα που φορούσαμε ότι τους άρεσε να μας χτυπούν και καθώς βάδιζαν στο πλάι μας πάνω στ’ ‘αλογά τους σπάθιζαν όποιον τύχαινε.

«‘Όλα αυτά τάκαναν κατα τρόπο που να μη τους αντιλαμβάνονταν οι αξιωματικοί τους, γιατί ώς τότε τουλάχιστο, αν τους  έβλεπαν που μας κακοποιούσαν τους τσάκιζαν στο ξύλο με τα μαστίγιά των .’

Όταν πια είχε καλά βραδυάσει φτάσαμε στη Σμύρνη και μπήκαμε σ’ αυτή από την πλευρά του κάστρου της, από τον τουρκομαχαλά.

Ό δρόμος σ’ αυτόν τον μαχαλά, όπως καταλάβαμε ήταν κατηφορικός και είχε στροφές. Και από τις δυο πλευρές του δρόμου είχε συγκεντρωθεί τούρκικος όχλος. Με αγριοφωνάρες τους μας χλεύαζαν και με περισσότερη μανία οι γυναίκες. Πολλοί μας χτυπούσαν με ρόπαλα, μαχαίρια ή ότι άλλο κρατούσαν στα χέρια τους. ‘Όποιον τυχαία άρπαζαν από τη φάλαγγα, τον έσφαζαν.

Όταν αρχίσαμε να μπαίνουμε στην πόλη , πήραν τ’ άλογα των αξιωματικών μας και τα ξίφη των και τους έταξαν κι’ αυτούς στη φάλαγγα και βάδιζαν μαζί μας πεζοί.

Όπως μούλεγαν τότε τουρκομαθείς συνάδελφοι κάπου κάπου μέσα απ’ αυτό τον τούρκικο όχλο ακουγόταν η φωνή κανενός τούρκου ο όποιος μας έλεγε : «μη φοβόσαστε παιδιά’ αυτά έχουν οι στρατοί πολεμήσαμε τόσα χρόνια’ μας νικήσατε,τώρα σας νικήσαμε μείς, σας πιάσαμε, δεν έχετε να πάθετε τίποτα, θα περάσετε καλά ! ».

Μ’ αυτές τις τρομοκρατικές συνθήκες, παραδομένοιστον εξαγριωμένο όχλο, χωρίς καμμιά προστασία, βαδίσαμε τον όλο στροφές κατηφορικό,γκαρτερημωμένο δρόμο μέσα στη πόλη και ύστερα από πορεία συνολικά 2½  – 3 ωρών από τον τόπο τής παράδοσής μας, φτάσαμε έξω από μεγάλο χτίριο που ήταν πριν το τούρκικο Διοικητήριο και στο διάστημα της κατοχής της Μ. ‘Ασίας από τον Ελληνικό στρατό, στεγαζόταν σ’ αυτό το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο .

Στο πίσω μέρος του το χτίριο αυτό είχε αυλή μαντρωμένη με αρκετά ψηλό τοίχο και μεγάλους χώρου.

Μας έβαναν σ’ αυτή την αυλή και κει περάσαμε την πρώτη νύχτα της αιχμαλωσίας μας .
Πώς όμως μπήκαμε σ’ αυτή την αυλή ;

Για να μπούμε μέσα έπρεπε να, διαβούμε. μεγάλη θολωτή πόρτα στο πλάι της όποίας ήταν και βρύση νερού.

Και στις δύο πλευρές της πόρτας αυτής στέκονταν τούρκοι στρατιώτες, οι όποιοι κρατούσαν ρόπαλα με τα όποια χτυπούσαν τους αιχμαλώτους καθώς ομαδικά περνούσαν, με τόση σκληρότητα ώστε πολλοί έπεφταν κάτω αναίσθητοι ή νεκροί.

Τόσοι χτυπημένοι  είχαν πέσει, ώστε οι επόμενοι που περνούσαν αυτή την είσοδο πατούσαν πάνω στους πεσμένους.

«Όταν έφτασα σ’ αυτή την είσοδο, στριμωγμένος σ’ ομάδα συναδέρφων είδα δεξιά μου τούρκο στρατιώτη, ο οποίος με εφ’ όπλου λόγχη κινιόταν να λογχίσει , άλλος χτυπούσε με τον υποκόπανο του όπλου του.Πέρασα αυτή την είσοδο σπρωχνόμενος από τους τρομαγμένους συναδέρφους, χωρίς τα πόδια μου να πατούν το έδαφος και βρέθηκα μέσα στην αυλή χωρίς να χτυπηθώ.

ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ
Μέσα σ’ αυτο τον μαντρωμένο χώρο ήσαν και άλλοι πολλοί αιχμάλωτοι, στρατιώτες και πολίτες ‘Έλληνες, γυναίκες και παιδιά. Μας διάταξαν να καθίσουμε κάτω και να μη σηκωνόμαστε.
Περάσαμε αυτή τη νύχτα καθισμένοι κάτω και στριμωγμένοι ο ένας κοντά στον άλλο .

Ακούγονταν βαρυοί στεναγμοί, απελπισμένες κραυγές των δερομένων, απο τους οποίους οι τούρκοι άρπαζαν τα πάντα : χρήματα, ρούχα. Παπούτσια και ότι άλλο είχαν.

Συνεχώς ακούγονταν οι επιτακτικές φωνές των Τούρκων «αγιακταν κακ»= «σήκω επάνω» και το’ «τσικαρ»= «βγάλτο ».

Αλλά ακούγονταν και κάτι φοβερότερο. Οι απελπισμένες κραυγές των βιαζομένων Ελληνίδων.

Τις κατέβαζαν στο υπόγειο του χτιρίου, απ’ όπου όλη την νύχτα ακούγονταν οι κραυγές, τα βογγητά των και ο θρήνος των.

Κάποια στιγμή μέσα στο σκοτάδι, είδα τρεις – τέσσαρες τούρκους στρατιώτες να περνούν απ’ εμπρός μου, συνοδεύοντάς τους περί τούς δεκαπέντε πολίτες, προφανώς ‘Έλληνες, τους οποίους κατέβασαν στο υπόγειο του χτιρίου και ύστερα από λίγο, ακούστηκε απ’ εκεί υπόκοφη ομοβροντία πυροβολισμών’ αναμφίβολα τους σκότωσαν.Ξημέρωσε ή 29 Αυγούστου, ημέρα Δευτέρα.

Είδαμε ότι κατα διαστήματα πάνω στον τοίχο της μάντρας ήσαν τούρκοι στρατιώτες οι οποίοι κρατούσαν οπλοπολυβόλα με τις κάννες των στραμένες πρός τα μέσα, που βρισκόμαστε όλοι οι αιχμάλωτοι, έτοιμοι πρός πυροβόληση .

Μπρός το μαρτύριο της πρώτης αυτής νύχτας, και το οποίο ξακολουθούσε, όλοι μας ευχόμαστε να μας σκότωναν για να γλιτώσουμε έτσι από το μαρτύριό μας.

Δεν τόκαναν όμως αυτό και το μαρτύριό μας ξακολούθησε. Νερό δεν βρισκόταν να χορτάσουμε τη δίψα μας.

‘Όσοι κατα τύχη βρέθηκαν κοντά στη βρύση που ήταν στην είσοδο μπόρεσαν να πιούν .

Βλέπαμε τούρκους πολίτες οπλισμένους και αγριωπούς να φέρνουν μέσα στη μάντρα πολίτες γέρους, γυναίκες και παιδιά, προφανώς χριστιανούς ‘Έλληνες και άλλους κατατσακισμένους από τον ξυλοδαρμό τους, τραυματισμένους, κουρελιασμένους, πραγματικά ανθρώπινα ράκη .

Το γδύσιμό μας ξακολουθουσε. ‘Ήρθε και μένα η σειρά μου . Τούρκος στρατιώτης αξίωσε να του δώσωτο στρατιωτικό πανταλόνι που φορούσα .

Το έβγανα και το πήρε. Ευτυχώς δεν μου πήρε και το σώβρακο που ήταν καινούργιο.
Αντίθετα, αφού πήρε το πανταλόνι, μου έδωσε ένα σώβρακο από κάμποτ, το όποιο έβανα αντί του πανταλονιού, πάνω στ’ άλλο που φορούσα.

Από την πείνα, τη δίψα, τον ξυλοδαρμό και το γδύσιμό μας είχαμε αλλάξει στην όψη που δεν γνωριζόμαστε μεταξύ μας.

Κατά ώρα περίπου 9π.μ. μας έταξαν κατά τετράδες μέσα σ’ αυτή τη μάντρα και είπαν ότι θα μας δώσουν ψωμί.

Χωρίς όμως να μας δώσουν ψωμί, όπως είχαμε ταχθεί σε τετράδες προχωρούσαμε, βγαίναμε έξω από την πόρτα της μάντρας και σχηματιζόταν φάλαγγα ή όποία, βάδιζε στο δρόμο που περνούσε από την τούρκικη συνοικία της Σμύρνης, από την παραλία μέχρι την αντίθετη ανατολική άκρη της πόλης.

Μέσα σ’ αυτό το δρόμο οι αιχμάλωτοι δοκιμάσαμε τις φρικτότερες στιγμές του μαρτυρίου μας.

Στις πλευρές του δρόμου αυτού είχε βγει άπειρος τούρκικος όχλος, οπλισμένος με ρόπαλα, όπλα, μάχαιρες, ξιφολόγχες και ότι άλλο .

Ορμούσαν κατ’ επάνω μας με άλλαλαγμούς, με βρισιές, άρπαζαν τα πηλήκιά μας και τα πετούσαν, μας πρόσταζαν να φωνάζουμε «Γιασασυν Κεμαλ Πασά» και κτυπούσαν με ότι είχαν στα χέρια τους ανελέητα 1

1 . Κείνες τις φοβερές στιγμές θυμήθηκα όταν στις αρχές του 1913, που ο ελληνικός στρατός κατέλαβε το Μπιτζιάνι και  ελευθέρωσε τα Γιάννενα, έφεραν στην  Τρίπολη τούρκους στρατιώτες που παραδόθηκαν εκεί.

‘Όταν ή φάλαγγα των αιχμαλώτων τούρκων βάδιζε το δρόμο απο το σιδηροδρομικό σταθμό προς τα  χτίρια των Στρατώνων της Τρίπολης, με τις στολές τους και τα μπογαλάκια τους σιωπηλοί και οι Τριπολίτες ήσαν στα πεζοδρόμια και σιωπηλoί κι’ αυτοί παρακoλoυθούσαν , ήμουν και γώ έντεκα χρονών κοντά σ’ ένα θείο μου δικηγόρο.

Για μια στιγμή , μούρθε και είπα, μέσα στη σιωπή όλων που μόνο τα βήματα. των αιχμαλώτων ακούγονταν, κάπως φωναχτά τη λέξη «τούρκοι» .

‘Ακαριαία όμως δέχτηκα. απο το θείο μου σκαμπίλι . και μετά στο σπίτι μου ξήγησε  ότι οι εχθροί. στρατιώτες από τη στιγμή που παραδίνονται άοπλοι είναι σαν ιερά πρόσωπα και δεν πρέπει να τους χλευάζουμε.

Στη φάλαγγα θα ήσαν περίπου 3. 500 αιχμάλωτοι .
Κατα διαστήματα στα πλάγια της φάλαγγας βάδιζαν τούρκοι στρατιώτες, φρουροί μας .

Αυτοί όμως έμεναν τελείως αδιάφοροι και δεν κατάβαλαν καμιά προσπάθεια να μας προστατέψουν απο τις κακοποιήσεις του όχλου .

Ότι καθένας των κρατούσε στα χέρια του το έρριχναν ή το κινούσαν με μανία κατά των αιχμαλώτων.

Έτσι που με τις μαχαίρες και τις ξιφολόγχες τρυπούσαν όποιον τύχαινε.

Τον δρόμο αυτόν τον διαβήκαμε τροχάδην, γιατί οι πρώτοι της φάλαγγας για να γλυτώνουν  κατά το δυνατό τις κακοποιήσεις αναγκάζονταν να τρέχουν και κατ’ ανάγκη διαδοχικά τρέχαμε όλοι.

Το μαρτύριο αυτό διάρκεσε περίπου μιάμιση (11/2) ώρα, όσο χρειάστηκε για να κάνουμε τη διαδρομή όλου του δρόμου μέσα στην πόλη.

Πολλοί σκοτώθηκαν και άλλοι πολλοί είχαν τραυματιστεί. Όσοι μείναμε ανέπαφοι , τούτο συνέβη κατά τύχη.

Όταν πλησιάζαμε να βγούμε απ’ αυτόν τον δρόμο, στην ακρινή ανατολική συνοικία της Σμύρνης βλέπαμε σπίτια καϋμένα (δεν είχε γίνει ακόμα η γενική πυρπόληση της Σμύρνης, που έγινε μετά λίγες μέρες) όπως και πτώματα ηλικιωμένων ανδρών και γυναικών καϋμένα ή κατακρεουργημένα , στη μέση του καταστρώματος του δρόμου.


ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ Μ. ΑΣΙΑΣ
Βγήκε όλη ή φάλαγγα από την πόλη της Σμύρνης και συνεχίζαμε να βαδίζουμε ανατολικά το δρόμο που οδηγεί στην κωμόπολη Νύμφαιο.

Είδαμε ότι στην κεφαλή της φάλαγγας ήσαν και Έλληνες αξιωματικοί αιχμάλωτοι .
Μεταξύ αυτών και ο λοχαγός του βαρέος πυροβολικού μας Οικονομίδης και άλλοι του συντάγματός μας, όπως και μερικοί της  χωροφυλακής.

Οι τούρκοι  φρουροί που συνόδευαν τη φάλαγγα και από τις δυό πλευρές της κρατούσαν οπλοπολυβόλα.

Πρός στιγμή πιστέψαμε ότι έξω από την πόλη θα είχαμε απαλλαγεί από τις κακοποιήσεις των τούρκων πολιτών. Μας συνέβη όμως άλλο χειρότερο.

Καθώς βαδίζαμε, συναντούσαμε κατα διαστήματα του δρόμου μας, τμήματα τούρκικου στρατού όλων των όπλων, πεζικού, πυροβολικού, μεταγωγικά που κατέβαιναν πρός την Σμύρνη .

Οι τούρκοι αυτοί στρατιώτες που βάδιζαν αντίθετα προς την κατεύθυνση της δικής μας φάλαγγας, στέκονταν στις πλευρές του δρόμου κατά τρόπο  που μας ανάγκαζαν να βαδίζουμε σχεδόν ο ένας  πίσω από τον άλλον και με ρόπαλα που κρατούσαν η με τα όπλα των μας χτυπούσαν και πολλούς σκότωναν.

Στη διαδρομή μας όλη την μέρα συναντούσαμε τέτοια τμήματα τούρκικου στρατού ανά πεντακόσια ή χίλια μέτρα και οι κακοποιήσεις μας από μέρους των συνεχίζονταν αδιάκοπα.

Κατ’ ανάγκη παρατηρούσαμε τι στρατός ήταν αυτός.

Έκτός των καβαλλάρηδων που μας αιχμαλώτισαν, οι όποιοι ήσαν καλά ντυμένοι με καλές στολές και είχαν πλήρεις στρατιωτικές εξαρτήσεις, οι άλλοι που συναντούσαμε ήσαν ρακένδυτοι.

Γι’ αυτό και στο δρόμο μας μάς χτυπούσαν και μας έπαιρναν τα ρούχα μας, αφήνοντάς μας γυμνούς.

Εξάρτηση εκστρατείας, ζωστήρα και ξιφολόγχη δεν είχε κανείς τους. τα όπλα τους κρέμονταν από τους ώμους των με σχοινιά ή σπάγγους.

Στα πόδια τους όλοι φορούσαν τσαρούχια από ακατέργαστα δέρματα ζώων.

Έτσι προχωρούσαμε και κατα τις 2 μ.μ.  φτάσαμε σε μέρος που στα χαντάκια και από τις δυό  πλευρές του δρόμου έτρεχε νερό το οποίο είχε χρώμα κοκκινωπό, προφανώς από το χώμα που στη ροή του παράσερνε.
Μας σταμάτησαν σ’ αυτό το σημείο και κατ’ ανάγκη ήπιαμε απ’ αυτό το νερό.

Αφού σταθήκαμε σ’ αυτό το σημείο περί τα δέκα λεπτά της ώρας, ξεκινήσαμε για τη συνέχιση της πορείας μας.
Πίσω μας ακούγονταν κατά διαστήματα  πυροβολισμοί.
Οι τούρκοι στρατιώτες, που συνόδευαν σαν φρουροί τη φάλαγγα, σκότωναν τους βραδυπορούντες αιχμαλώτους.
  1. 1. Σημειώνω, όπως προσωπικά τόνοιωσα, όταν το ανθρώπινο σώμα στερηθεί τα πάντα ποu του είναι αναγκαία για τη συντήρησή του, το πρώτο στοιχείο ποu  αναζητάει είναι το νερό.

Μετά το νερό, το αλάτι’  αναλογιζόμουν και αναζητούσα νερό είχα ένα σπυρί αλάτι να το μασήσω. Μετά απ’ αυτό το λάδι και το ψωμί· τη μυρωδιά του λαδιού την ένοιωθα απο  μακρινή απόσταση·

Αυτό γινόταν κατα συνέχεα όλες τις μέρες της πορείας μας. Καθώς προχωρούσαμε ο δρόμος άρχισε ναείναι ανηφορικός και κατα ώρα περίπου πέντε (5 )  απογευματινή μας σταμάτησαν. Τούρκος αξιωματικός κάτι έλεγε φωναχτά.

Οι τουρκομαθείς μας ερμήνευσαν ότι είπε προς τους αιχμαλώτους : « «Όσοι κατάγονται από τη Μ. Ασία να βγουν έξω από τη φάλαγγα, γιατί θα γυρίσουν πίσω στη Σμύρνη ».

Πολλοί αφελείς το πίστεψαν και βγήκαν και βγήκαν και παλαιοελλαδίτες, γιατί νόμισαν ότι θα ήταν γι’ αυτούς καλλίτερα αν γύριζαν στη Σμύρνη .

Συνολικά βγήκαν περίπου πενήντα (50). Ξεχώρισαν δε οϊ τουρκοι και 4- 5 αξιωματικούς τής χωροφυλακής. Αυτοί παράμειναν εκεί και η φάλαγγα ξεκίνησε. Ενώ προχωρούσαμε ακούσαμε πίσω μας κρότους ριπών οπλοπολυβόλων. Τους σκότωσαν.

Φτάσαμε στην κορφή του υψώματος όπου ήταν βρύση . Σταματήσαμε για λίγο εκεί άλλα δεν μας αφήκαν να πλησιάσουμε στη βρύση και έτσι κανείς μας δεν μπόρεσε να πιεί νερό. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και συνεχίζαμε την πορεία μας στην αντίθετη πλαγιά χωρίς ν’ αντιλαμβανόμαστε το τοπίο.

Συναντούσαμε κατα διαστήματα τούρκικα στρατιωτικά τμήματα τα όποία μας φέρονταν όπως και κείνα που προηγούμενα είχαμε συναντήσει.

Πλησιάζαμε προς την κωμόπολη Νύμφαιο. Έξω απ’ αυτή είχαν καταυλιστεί τούρκικα στρατεύματα και όταν περνούσαμε μας επιτέθηκαν, άρπαξαν πολλούς και τους κράτησαν.

Καθώς προχωρούσαμε ακούγαμε σπαραχτικές φωνές των. ΟΙ τελευταίοι της φάλαγγάς μας είδαν και μας το είπαν ότι αυτούς τους έσφαξαν. Κατά ώρα έντεκα (11) τη νύχτα φτάσαμε στο Νύμφαιο.

ΟΙ τούρκοι κάτοικοι δεν μας κακοποίησαν, όπως είχε συμβεί στη Σμύρνη .
Και τούτο , γιατί όπως ακούσαμε, οι έλληνες του Νύμφαιου δεν είχαν φύγει μαζί με τον ελληνικό στρατό και προστάτεψαν τον τούρκικο πληθυσμό αυτής τη ς κωμόπολης από βιαιοπραγίες των υποχωρούντων ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων.

‘Όταν όμως έφτασε εκεί, μετά από το πέρασμά μας, τούρκικος στρατός, οι τούρκοι κάτοικοι δεν μπόρεσαν να σώσουν τους χριστιανούς από τη σφαγή .

‘Όλη τη φάλαγγα την διαίρεσαν σε τρία τμήματα και μας οδήγησαν σε τρία διάφορα μέρη για διανυχτέρευσή μας.

Έτυχε να είμαι στο τμήμα που έβαναν μέσα στην ελληνική εκκλησιά. Στο προαύλιό της ήταν μικρό σιντριβάνι .

Φαίνεται όμως ότι οι τούρκοι έκοψαν το σωλήνα που έφερνε το νερό, γιατί όταν οι πρώτοι αιχμάλωτοι που μπήκαν εκεί ήπιαν το νερό της λεκάνης του σιντριβανιού, δεν έρχονταν άλλο νερό και έτσι μείναμε εκεί όλη τη νύχτα της 29ης  Αυγούστου, χωρίς οι περισσότεροι να πιούμε νερό ούτε και να φάμε τίποτα.

Το γδύσιμο των αιχμαλώτων από μέρους των τούρκων στρατιωτών ξακολουθουσε.

Πήραν και απο αξιωματικούς μας τα ρούχα των, το πρωί όμως τούρκος αξιωματικός υποχρέωσε τους στρατιώτες που τα είχαν πάρει να τους τα επιστρέψουν.
Εκεί τούρκος στρατιώτης μου πηρε και μένα το χιτώνιό μου και μούδωσε άλλο παληό, το οποίο κι’ αυτό αργότερα στην πόλη Κασαμπά άλλος τούρκος στρατιώτης μου το πήρε και μούδωσε άλλο πολύ παληό, το όποίο και φορούσα μέχρι του τέλους της αιχμαλωσίας μου.
Ξημέρωσε η 30 Αυγούστου, ημέρα Τρίτη.
Οι φρουροί τούρκοι αφήκαν μερικούς αιχμαλώτους να πλησιάσουν μια βρύση που ήταν εκεί κοντά και να πιουν νερό.

Επίσης τούρκοι κάτοικοι του Νύμφαιου έδωσαν σε μερικούς απο λίγο ψωμί και απο λίγη βρασμένη φακή . Κατα τις 7 π.μ. ξεκινήσαμε για συνέχιση της πορείας μας.

Βαδίζαμε σε δρόμο ανώμαλο πάνω στο όρος Σίπυλο και θα φτάναμε στην πόλη Μαγνησιά .

Η πορεία αυτής της μέρας ήταν για τους αιχμαλώτους περισσότερο κουραστική απο κείνη της προηγούμενης μέρας.

Και τούτο γιατι είχαμε εξαντληθεί  απο την πείνα και τη δίψα, η θερμοκρασία ήταν υπερβολική, ο δρόμος πολύ ανώμαλος στην πλαγιά του δάσους και το χειρότερο δεν συναντούσαμε πηγή νερού.

Κατα ώρα 4 μ.μ. φτάσαμε στην τούρκικη κωμόπολη Πάρσα. Εκεί στο δρόμο που βαδίζαμε ήταν βρύση με αφθονο νερό.

Τούρκοι πολίτες όμως κατείχαν τη βρύση με ρόπαλα στα χέρια των και δεν μας άφηναν να πλησιάσουμε να πιούμε νερό.

Όταν πλησίασα να περάσω μπρος απ’ αυτή τη βρύση είδα συνάδερφο που όρμησε και τα κατάφερε: να πιει νερό, αλλ’ ακαριαία τούρκος πολίτης τον χτύπησε με καρέκλα στο κεφάλι του και τον έρριξε κάτω νεκρό.

Η πορεία συνεχιζόταν προς τα χαμηλότερα του βουνού και σε κάποιο ‘ίσιωμα ήταν βούρκος με λάσπη και πρασινισμένα νερά. Πολλοί από τους αιχμαλώτους ήπιαν απ’ αυτά τα βρώμικα νερά.

Προς το. βράδυ κατα ώρα περίπου 9 μ. μ. βρεθήκαμε κοντά σε πηγή με άφθονο νερό καθαρό, που έβγαινε κάτω από μεγάλο βράχο, και κει καθώς περνούσαμε και τα νερά τρέχανε σε πλάτος μπορέσαμε και ήπιαμε καθαρό και δροσερό νερό. Άλλα οσοδήποτε νερό κι’ αν πίναμε ή δίψα μας δεν καταπραΰνονταν.

Ή πορεία μας συνεχίζονταν και πιο πέρα συναντήσαμε και άλλη πηγή με καθαρό νερό, και πάλι ήπιαμε και κατα ώρα 11 νυχτερινή φτάσαμε στη Μαγνησιά, ή όποία, όπως είδαμε όταν έφεξε την άλλη μέρα, κατά το περισσότερο μέρος της, είχε καταστραφεί από πυρκαγιές 1.
Οι τούρκοι κάτοικοι της Μαγνησιάς είχαν βγει στα  πλάγια του δρόμου που βαδίζαμε και όπως συνέβη στη Σμύρνη χτυπούσαν κι’ έσφαζαν τους αιχμαλώτους.

Για να περάσουμε τη νύχτα μας άφησαν σε ανοιχτό μέρος μπροστά στο χτίριο στο όποίο στεγαζόταν πριν η «Ελληνική Στρατιωτική Διοίκηση Νότιας Περιοχής.

‘Όλη αυτή τη νύχτα ακούγονταν το «αγιακτάν κάκ » και «τσικάρ » και οι απελπιστικές φωνές των δερομένων αιχμαλώτων, των όποίων το γδύσιμο συνεχιζόταν.

1 . Πολλοί. από τους αιχμαλώτους που έτυχε να έχουν υπηρετήσει σαν στρατιώτες σ’ αυτά τα μέρη), μας έλεγαν ότι υπήρχε άλλος δρόμος από τη Σμύρνη προς Μαγνησιά σε ομαλότερος  από τον  οποίο  αν πηγαίναμε  θα φτάναμε στη Μαγνησιά. σε 10 η 12 ώρες.

Φαίνεται ότι  μας πήγαν από τον επάνω στο όρος ανώμαλο δρόμο, τον οποίο κάναμε ναδιαβούμε δυό, μέρες. ίσως επίτηδες  για να μας ταλαιπωρήσουν  και να ξεκάνουν από μας όσο μπορούσαν περισσότερους.

ΗΜΕΡΑ ΣΦΑΓΗΣ ΤΩΝ ΑΙΧΜΑΛΩΤΩΝ ΣΤΗ ΜΑΓΝΗΣΙΑ
Ξημέρωσε, η 31 Αύγουστου, ημέρα Τετάρτη . Καθώς είμαστε καθισμένοι κάτω, συγκεντρώθηκαν γύρω σ’ όλη την έχταση οι τούρκοι κάτοικοι της Μαγνησιάς άντρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι και γέροι μας χλεύαζαν και μας πετροβολουσαν.

Κατα ώρα 9π.μ. τούρκος αξιωματικός επέτρεψε στο πλήθος αυτό να υποδείξει και να συλλάβει όποιον αιχμάλωτο γνώριζε ότι υπηρέτησε στη Μαγνησιά και τυχόν τους είχε κακοποιήσει.

Η πρόφαση αυτή άρκεσε για να ορμήσει το πλήθος, να συλλαμβάνει και να σέρνει έξω από το στρατόπεδό μας τους πιο σωματώδεις και ρωμαλέους από μας ότι δήθεν τους αναγνώριζαν.

Τους τραβούσαν πιο πέρα και τους τουφέκιζαν.
Έτσι σκότωσαν εκεί περί τους διακόσιους πενήντα (250 ).
Ηλικιωμένος τούρκος πολίτης κοντός, με κεφάλι πούμοιαζε με πίθηκου, πλησίασε τη συντροφιά μας και παρατηρούσε, ψάχνοντας με τα δάχτυλά του τ’ αυτιά ενός από μας, του Πλούταρχου Οικονόμου που κατάγονταν από το χωριό Βελίτσα της Βοιωτίας.

Τον έπιασε από το χέρι και τον τραβούσε λέγοντας, όπως κατάλαβαν οι από μας τουρκομαθείς, ότι ε{ναι γνωστός του ‘ Αρμένης.

Κείνη τη στιγμή , δεν κατάλαβα πως, σηκώθηκα αυθόρμητα και είπα με δυνατή φωνή .

«Λέτε ότι παίρνετε Μικρασιάτες που τους γνωρίζετε : πριν πήρατε άντρα που καταγόταν από τό Μωρηά» τώρα παίρνετε αυτόν που κατάγεται από την Λαμία».

Σε μικρή απόσταση βάδιζε τούρκος στρατιωτικός γιατρός, με καινούργια στολή και μαστίγιο στο χέρι του.
‘Άκουσε τις φωνές μου και πλησίασε προς με, με υψωμένο το μαστίγιό του για να με χτυπήσει .

Στάθηκε όμως και πριν μου καταφέρει το μαστίγιό του, ζήτησε να του ερμηνεύσουν τι έλεγα.
Κάποιος τουρκομαθής συνάδερφος του εξήγησε .Αφού άκουσε στράφηκε προς τον Πλ. Οικονόμου, που ακόμη τον τραβούσε από το χέρι του ο γέρο -τούρκος και του είπε κάτι στην τούρκικη .
Ο Πλ.Οικονόμου δεν απαντούσε γιατί δεν καταλάβαινε τι του έλεγε.

Τότε ο τούρκος γιατρός σήκωσε το μαστίγιό του  και το κατέβασε με δύναμη στο μπράτσο του χεριού  του γέρο – τούρκου που τραβούσε τον Οικονόμου και  σύγχρονα τον έσπρωξε να φύγει .

«Έτσι σωθήκαμε κείνη  τη στιγμή . Βρισκόμαστε πλέον μέσα στο θάνατο ώστε  κι’ όταν τον νοιώθαμε να μας αρπάζει για το σφαγείο, στεκόμαστε τέλεια απαθείς, χωρίς να δοκιμάζουμε δειλία, συγκίνηση ή ταραχή.

Ο έλληνας λοχαγός του Πυρ/λικού  Οικονομίδης, μεγαλόσωμος άντρας που είχε μείνει μόνο με τη φανέλλα του, σχισμένη κιλότα και τις μπότες του, βλέποντας την όπως πάρα πάνω περίγραψα ανελέητη σφαγή των αιχμαλώτων, στάθηκε όρθιος και με τη βροντερή φωνή του καυτηρίασε, τη συμπεριφορά αυτή των τούρκων.

Τούτο όμως έδωσε αφορμή στους τούρκους αξιωματικούς και ξεχώρισαν περίπου σαράντα (40) έλληνες αξιωματικούς αιχμαλώτους και βέβαια πρώτο τον λοχαγό Οικονομίδη και τον επιτελάρχη του 18ου  Συντ/τός μας, ταγματάρχη Σιώρη και τους οδήγησαν έξω από το στρατόπεδό μας, σ’ άγνωστο σ’ εμάς κείνη τη στιγμή μέρος.

Την επομένη, συνάδερφοί μας που οδηγήθηκαν από τούρκους φρουρούς για κάποια αγγαρεία λίγο έξω της Μαγνησιάς, μας βεβαίωσαν όταν παστρέψανε, ότι μέσα σε ρέμμα, κοντά στην πόλη είδαν περί τα σαράντα πτώματα κοντά το ένα στο άλλο δεμένα με σύρμα κατα συνέχεια και καϋμένα με φωτιά.

Ασφαλώς αυτά τα πτώματα ήσαν οι αξιωματικοί μας τους όποίους σκότωσαν και τους έκαψαν. Τι ίσως τους έκαψαν ζωντανούς.
 
Το απόγευμα της ίδιας μέρας μας οδήγησαν σε άλλη τοποθεσία και μας έβαναν σ’ ένα μαντρωμένο χτήμα, προς το μέρος του σιδηροδρομικού σταθμού της Μαγνησιάς.

Μέσα, σ’ αυτό το χτήμα υπήρχαν μερικά δέντρα και πηγάδι με αεραντλία, ή όποία όμως δεν λειτουργούσε.

Σε μια στιγμή τούρκος αξιωματικός ξεχώρισε έξη αιχμαλώτους και μέσα σ’ αυτούς ήμουν καιγώ.

Καθώς, μας  οδηγούσε έξω από τη μάντρα και μείς και οι άλλοι συνάδερφοί μας πιστεύαμε ότι μας πηγαίνουν για εχτέλεση .

Όταν όμως βρεθήκαμε έξω από τη μάντρα ο τούρκος αξιωματικός διάταξε έξη στρατιώτες του να γεμίσουν τα όπλα τους και ή διαταγή του ξετελέστηκε .

Τους μιλούσε με αυστηρότητα. Τουρκομαθής συνάδερφος, που ήταν ένας από μας τους έξη , μας είπε «μη φοβάστε γιατί ο αξιωματικός είπε στους στρατιώτες του, που θα μας πάνε για αγγαρεία και τους κατάστησε προσεχτικούς λέγοντάς τους, αν πολίτες επιχειρήσουν να μας κακοποιήσουν, να πυροβολήσουν κατ’ αυτών και μετά την εργασία να μας φέρουν εδώ σώους.
Αν δεν μας φέρουν όλους σώους θα εχτελέσει αυτούς».

Μ’ αυτό που ακούσαμε ησυχάσαμε και με τη συνοδεία των φρουρών μας βαδίζαμε σε κάποιο δρόμο της Μαγνησιάς.

Όταν προχωρήσαμε λίγο, δεξιά μας σε δυο παράθυρα που ήσαν στα πλάγια κεντρικής πόρτας μονοκατοικίας η σαν σκυμένες πολλές γυναίκες (χανούμισσες) και μας έβλεπαν σιωπηλές.

Όταν βρεθήκαμε εντελώς μπροστά σ’ αυτό το σπίτι, άνοιξε η κεντρική πόρτα και απ’ αυτή πρόβαλε ηλικιωμένος τούρκος κρατώντας ένα κουβά με καθαρό νερό και ένα τενεκεδένιο κύπελλο. Κατέβηκε τα λίγα σκαλιά και ήρθε κοντά μας και μας έδωσε να πιούμε.

Προσωπικά ήπια πέντε κύπελα νερό. Συνεχίσαμε το δρόμο μας και μας πήγαν σ’ ένα χτίριο σχολείου να το καθαρίσουμε για να στρατωνιστεί σ’ αυτό τούρκικος στρατός.

‘Όταν τελειώσαμε τον καθαρισμό μας έβγαναν έξω και καθίσαμε κάτω κοντά στον τοίχο του χτιρίου και περιμέναμε να ιδούμε τι άλλο θα κάναμε.

Εκεί καθώς απελπισμένοι καθόμαστε, χωρίς να κουβεντιάζουμε μεταξύ μας, είδα από κάμποση απόσταση να έρχεται μια νεαρή και κομψή χανούμισα.

 Από το βάδισμά της και την όλη εμφάνισή της έκρινα ότι ήταν πολύ νέα. Βαστoύσε  στη μασχάλη της ένα καρπούζι .

Καθώς το είδα έκανα σκέψη να, μπορούσα να είχα αυτό το καρπούζι .Όταν έφτασε μπροστά μας, στάθηκε και απότομα είπε κάτι σε μένα, το όποιο βέβαια δεν καταλάβαινα.

Κύταζα όμως κι’ αύτη και περισσότερο το καρπούζι που βαστούσε στη μασχάλη της.

Τουρκομαθής συνάδερφος μου εξήγησε ότι με ρωτούσε : «γιατί στην Ελλάδα σας παίρνουν τόσο μικρούς στρατιώτες ».

Της απάντησα ότι στην Ελλάδα παίρνουν τους νέους στρατιώτες σε ηλικία 21 έτους.

Τώρα όμως με τον πόλεμο μας πήραν σε ηλικία 20 και 19 χρονών. ‘Αμέσως άπλωσε προς μένα τα χέρια της, μοϋδωσε το καρπούζι και έφυγε. Μοιραστήκαμε και οι έξη το καρπούζι και το φάγαμε .
Ήταν για μας που είχαμε μείνει νηστικοί τόσες μέρες, σωτήρια προσφορά.

Μετα, από λίγο οι φρουροί μας μας πήγαν σ» ένα σιδηρουργείο και πήραμε απ’ εκεί εργαλεία για να επισκευαστεί μ’ αυτά η υδραντλία της μάντρας στην όποία είμαστε όλοι οι αιχμάλωτοι.

Στο δρόμο της επιστροφής μας βλέπαμε ανθρώπινα σώματα καϋμένα ή σωριασμένα με πέτρες.

Ασφαλώς αυτά τα πτώματα ήσαν χριστιανών, γιατί αν ήσαν τούρκων δεν θ’ αφήνονταν άταφα.

Επιστρέψαμε στη μάντρα και με τα εργαλεία που φέραμε επισκευάστηκε ή αντλία και λειτούργησε, αλλά το νερό ήταν πολύ λίγο και δεν έφτανε για να ξεδιψάσουν μ’ αυτό όλοι οι μέσα στη μάντρα αιχμάλωτοι.

Μείναμε σ’ αυτή τη μάντρα τη νύχτα της 31ης Αύγουστου, όλη τη μέρα της 1ης   Σεπτέμβρη και τη νύχτα αυτής.

Η λεηλασία μας από μέρους των τούρκων στρατιωτών ξακολουθούσε.
Εδώ μου πήραν και μένα τα λίγα χρήματα που είχα, περίπου 450 δραχμές.

Είδα να κόβουν το δάχτυλο αιχμαλώτου για να του πάρουν το χρυσό δαχτυλίδι του, που δεν έβγαινε εύκολα.
Επίσης είδα να βγάζουν με σουγιάδες ή ξιφολόγχες χρυσές κορώνες δοντιών αιχμαλώτων.

Οι τούρκοι στρατιώτες που είχαν τοποθετηθεί γύρω στη μάντρα για να μας φυλάνε, έφερναν νερό το οποίο πουλούσαν στους αιχμαλώτους αντί 1.000 ή 2.000 ή 3.000 δραχμές το κάθε παγούρι.

Πολλών τους έπαιρναν τα χρήματα και δεν τους έδιναν το νερό.

Ως το απόγευμα κείνης της μέρας 1ης  Σ/βρη, μέσα σ’ αυτή τη μάντρα πέθαναν πολλοί από τη δίψα και όλες τις κακουχίες.

Τόσοι ώστε φόρτωσαν περί τους είκοσι (20) βοϊδαραμπάδες πτώματα, τα μετάφεραν και τα πέταξαν μέσα σε ρέμα έξω από την πόλη .

Εδώ πέθανε και αγαπητός μου συνάδερφος και φίλος Σμυρνάκης από την Κρήτη .

Ήταν εξαίρετος άνθρωπος και είχε σπουδάσει δασολόγος στη Βιέννη .Έπασχε από αλαφρό άσθμα και σ’ όλη την πορεία μας κουρασμένο τον υποβαστάζαμε και τον βοηθούσαμε να βαδίζει εγώ, ο Πλούταρχος Οικονόμου και ο Γιώργος Κωνσταντινίδης.

ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΜΑΣ
Το απόγευμα της 1ης   Σεπτέμβρη πήραν τους ερισσότερους αιχμάλωτους και τούς μετάφεραν σ’ άγνωστο πλέον σ’ εμάς μέρος, αφήκαν δε μέσα στη μάντρα εννιακόσιους (900) μεταξύ των όποίων έτυχε να μείνω καιγώ με άλλους γνωστούς μου πού είχαμε αποτελέσει παρέα.

Την επομένη 2 Σεπτέμβρη ημέρα Παρασκευή, το πρωί μας παράταξαν τούς εννιακόσιους κατα διμοιρίες και μας έδωσαν στον καθένα μας από ογδόντα (80) δράμια ψωμί κριθάρινο και απο ένα μικρό κύπελλο σταφίδα ξερή και κριθάρι καβουρτισμένο.

Μας παράλαβε δε φρουρά υπό τούρκο ταγματάρχη για να μας οδηγήσει ανατολικώτεραστην πόλη Κασαμπά όπου , όπως μας είπαν, θα μέναμε οριστικά σαν μόνιμο τάγμα αιχμαλώτων

Ξεκινήσαμε, βγήκαμε από την περιοχή της Μαγνησιάς και συνεχίζοντες τον δρόμο μας φτάσαμε κάπου πού συναντήσαμε μεγάλη πηγή νερού καθαρού, το όποιο καθώς έβγαινε από βραχώδες έδαφος, σχημάτιζε κατά τη ροή του μικρό ποτάμι

‘Ασφαλώς θα ήταν η πηγή πού είχαμε συναντήσει και όταν περνούσαμε απ’ εκεί νύχτα πηγαίνοντας προς τη Μαγνησιά.

Ο τούρκος ταγματάρχης διάταξε να σταματήσουμε για ανάπαυση . Καθώς στεκόταν πάνω στ’ αλογό του  μας μίλησε με διερμηνέα και μας είπε :
«όσες κακοποιήσεις πάθατε ώς τώρα, πάθατε !
Από τώρα όμως που σας παράλαβα δεν πρόκειται να πάθετε όμοια και μη φοβάστε. Πηγαίνουμε στον Κασαμπά όπου θα μείνετε μόνιμα» και με συγκίνησή του πρόστεσε. Κατα τον πόλεμο του  1912 – 1913 αιχμαλωτίστηκα από το στρατό σας στα Γιάννενα.
Την αιχμαλωσία μου την πέρασα στην Καλαμάτα και διατηρώ τις πιο καλές αναμνήσεις, γιατί όλοι μας οι αιχμάλωτοι αξιωματικοί περάσαμε στην πόλη σας αυτή πολύ καλά» .
Τα λόγια αυτά που ακούσαμε από τον τούρκο ταγματάρχη μας έκαναν να νοιώσουμε κάποια ανακούφιση και ασφάλεια.

Ήπιαμε από το καθαρό νερό που κυλούσε και πλύναμε ύστερα από τόσες μέρες, τα χέρια μας το κεφάλι και τα πόδια μας .

Συνέβη δε και τούτο το επεισόδιο.

‘Όπως οι αιχμάλωτοι σκορπισμένοι σκύβαν στο νερό για να πιούν ή να πλυθούν, από το αντίθετο του δρόμου μας μέρος έρχονταν τρεις τούρκοι χωρικοί με βοϊδαραμπα φορτωμένο μεγάλες κλάρες δέντρων.

Σταμάτησαν κοντά μας. Προσωπικά καθώς τους έβλεπα, νόμισα ότι σταμάτησαν για να κάνουν κι’ αυτοί ότι κάναμε και μεις με το νερό.

Είδα όμως ότι με ηρεμία ο καθ’ ένας τους κατέβαζε από τον αραμπά από ένα μεγάλο ξύλο αρκετά χοντρό και καθώς πλησίασαν τους σκυμμένους στο νερό αιχμάλωτους, άρχισαν να τα κατεβάζουν με δύναμη στα κεφάλια τους.
Οι πρώτοι τρεις που χτυπήθηκαν έπεσαν αναίσθητοι.

Οι άλλοι που αντιλήφτηκαν τι συνέβαινε άρχισαν τρέχοντας να φεύγουν για ν’ αποφύγουν τα χτυπήματα.

Οι τούρκοι χωρικοί τους κυνηγούσαν για να πραγματοποιήσουν το σκοπό τους.

Ό ταγματάρχης που είδε τι γινόταν διάταξε τους στρατιώτες του και τους έπιασαν. τους ξάπλωσαν κατα γής τα μπρούμυτα και διάταξε στη συνέχεια να τους τιμωρήσουν με κάποιον αριθμό ραβδισμών.

Όπως τους είχαν ξαπλώσει, στα πλάγια του καθ’ ενός τοποθετήθηκαν δύο στρατιώτες, ο ένας αριστερά του ξαπλωμένου και ο άλλος δεξιά του, οι όποίοι κρατούσαν ρόπαλα .

«Άρχισαν να τ ο υ ς χτυπάν στους γλουτούς των ρυθμικά και εναλλάξ, δηλαδή κτυπούσε ο ένας στρατιώτης και μετά ο άλλος. Υπαξιωματικοί τούρκοι επέβλεπαν και μετρούσαν τους ραβδισμούς.

‘Όταν τέλειωσαν και ο καθένας των, είχε δεχτεί τους όσους ραβδισμούς διάταξε ο ταγματάρχης  και οι τρεις των έμειναν κάτω χωρίς να μπορούν  να σηκωθούν.

«Όσο και αν αυτοί επιχείρησαν να μας σκοτώσουν, βλέποντάς τους στο κατάντημά τους μετα τη βάρβαρη αυτή τιμωρία τους, δεν μπορούσε κανείς να μη τους λυπηθεί.

Με το επεισόδιο αυτό νοιώσαμε πως είχαμε πλέον κάποια προστασία και ασφάλεια .

Η πορεία μας συνεχίστηκε κανονική και όχι βιαστική και ανώμαλη όπως συνέβαινε τις προηγούμενες μέρες . «Ο τούρκος ταγματάρχης έφιππος ακολουθούσε στο τέλος της φάλαγγας.

«Η νύχτα μας βρήκε στην πεδιάδα ανατολικά από την πόλη Τσοπανησιά, κοντά στην όχθη τουποταμού Νύμφαιου, όπως ακούσαμε ότι λεγόταν, επειδή άρχιζε από την ορεινή περιοχή της κωμόπολης  Νύμφαιο και χυνόταν στον μεγάλο ποταμό Έρμο.

Εκεί μείναμε και περάσαμε την νύχτα της 2ας  Σεπτέμβρη και νοιώσαμε πολύ κρύο. Το πρωί 3ης   Σεπτέμβρη αρχίσαμε πάλι την πορεία μας προς τ’ ανατολικά προς την πόλη Κασαμπά όπου και φτάσαμε κατα ώρα περίπου 11 π.μ. και σταματήσαμε έξω απο την πόλη .

Η πόλη Κασαμπάς είχε σχεδόν καταστραφεί γιατι υποχωρούντα τμήματα του στρατού μας είχαν πολεμήσει με τούρκικες δυνάμεις μέσα στην πόλη .

Ό τούρκος ταγματάρχης διάταξε τμήμα της τούρκικης φρουράς μας να προηγηθεί για να μην επιτρέψει στους τούρκους πολίτες να μας πλησιάσουν όταν θα βαδίζαμε μέσα στην πόλη .

Είχαμε αρχίσει να βρισκόμαστε μέσα στην άκρη της πόλης και καθώς βαδίζαμε είδαμε σ’ ένα τοίχο μάντρας στηλωμένα όρθια ανθρώπινα πτώματα ξεραμένα και μισοφθαρμένα.

Τα είχαν στήσει έτσι οι τούρκοι που τάχαν ξεθάψει απο τους τάφους των, γιατι ο τοίχος αυτός ήταν ο τοίχος της μάντρας του ελληνικού νεκροταφείου.

Ή μανία της εκδίκησής των δεν άφησε ήσυχους ούτε τους νεκρούς χριστιανούς στους τάφους των, αναμφισβήτητη απόδειξη της βαρβαρότητάς των. Μας οδήγησαν προς το νότιο σημείο της πόλης, χωρίς να ενοχληθούμε απο τούρκους πολίτες, και μας έκλεισαν σε χτήμα το όποιο είχε έχταση δέκα (10) στέμματα περίπου και ήταν περικλεισμένο με πέτρινη μάντρα ύψους περίπου τριών μέτρων. Στο χτήμα αυτό ήταν πολλά δέντρα εληές και αλλά και στο κέντρο του διώροφο σπίτι με παρακείμενη μεγάλη ανοιχτή δεξαμενή στην όποία ερχόταν άφθονο πηγαίο καθαρό νερό και απ’ αυτήν αρδευόταν το χτήμα.

‘Ακούσαμε ότι το χτήμα αυτό ανήκε σε έλληνα, κάτοικο του Κασαμπά και ότι το εκμεταλλευόταν και σαν εξοχικό κέντρο αναψυχής. Πεινασμένοι όλοι μας ξεριζώσαμε ότι λαχανικά ή άλλα χορταρικά ήσαν σ’ αυτό το χτήμα και τα φάγαμε. Μερικοί ξεγύμνωσαν και τους κορμούς των δέντρων από τις φλούδες των για να φάνε απ’ αυτές το εσωτερικό τους.

Είχε περάσει μια βδομάδα πούμαστε στην αιχμαλωσία και από την πείνα, τις πορείες, τον τρόμο της σφαγής και τις όποιες άλλες κακουχίες που περίγραψα, οι αιχμάλωτοι κατα το 95% είχαν χάσει τον ανθρωπισμό τους και κυριολεχτικά είχαν αποχτηνωθεί. Κινούνταν και φαίνονταν στην όψη τους ότι δεν  σκέπτονταν καθόλου.

Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ
Το απόγευμα της 4ης  Σεπτέμβρη έφεραν με Αραμπάδες σιτάρι, βράσαν απ’ αυτό και μας δώσαναπό ένα μικρό κύπελο και από την επομένη 5 Σεπτέμβρη μας δίναν βρασμένο σιτάρι ένα μικρό κύπελο το πρωί και ένα το βράδυ . Το περισσότερο όμως ήταν νερό παρά σιτάρι .

Μετα λίγες μέρες φέρανε αλεύρι. Δεν υπήρχε όμως φούρνος για να ψηθεί ψωμί και γι’ αυτό τη μια μέρα μας δίναν βρασμένο σιτάρι και την άλλη νύχτα κατα ώρα 11 με 12 τα μεσάνυχτα μας δίναν από 80 – 100 δράμια αλεύρι στον καθένα.

Αυτό το αλεύρι το κάναμε (ο καθένας μας ) με νερό ζυμάρι και πάνω σε φύλλα παληοτενεκέδων τα όποία τοποθετούσαμε πάνω σε δυό πέτρες κατά τρόπο που από κάτω άνάβαμε μικρή φωτιά με ξύλα, το ψήναμε και το τρώγαμε.

Στις 30 Σεπτέμβρη τέλειωσε, από τεχνίτες αιχμαλώτους, η επισκευή φούρνου, που βρισκόταν έξω από τη μάντρα μας, σε απόσταση περίπου διακόσια μέτρα.

Σ’ αυτόν στάλθηκαν φουρνάρηδες αιχμάλωτοι, οι γνωστοί μας φουρνάρηδες του 18ου  Συντ /τος και άρχισαν να ψήνουν ψωμί, στην αρχή από  μισοκρίθινο αλεύρι και μας,δίναν από μισή οκά την ήμέρα  στον καθένα.

Αυτό όμως γινόταν όταν είχαν αλεύρι,  γιατι συνέβαινε να μην έχουν αλεύρι κατά συνέχεια, αλλά να λείπει, αυτό τέσσερες – πέντε ή και περισσότερες μέρες.

Στις αρχές του Νοέμβρη δεν είχαν αλεύρι και μας δίναν επί δέκα μέρες από εκατόν πενήντα (150) περίπου δράμια γαλέτα. Στη συνέχεια έφεραν καλό αλεύρι και μας δώσαν επι δέκα (10) μέρεςψωμί.

Μετα φέραν  σιτάρινο  αλεύρι, το όποιο όμως είχε πολύ χωμα και το ψωμί γινόταν λασπερό και μαυριδερό.

Από τα μισά του Γενάρη 1923 και μετα φέραν καθαρό σιτάρινο  αλεύρι και το ψωμί γινόταν πολύ καλό και μας δίναν σχεδόν κάθε μέρα.

Για φαγητό μας δωσαν αντί του βρασμένου σιταριού επί 5- 6 μέρες του Νοέμβρη  βρασμένα κουκιά και μετα μας δίναν την μια μέρα φασόλια και την άλλη πνιγούρι.

‘Όλα δε αυτά μαγειρεύονταν χωρίς λάδι και αλάτι και πάντα ήσαν πολύ νερουλά και λιγοστά.

Καμμιά φορά έβαζαν λίπος πολυ κακής ποιότητας που καταντούσαν να μη τρώγονται. Αβάσταχτο μαρτύριο περνούσαν όσοι από μας κάπνιζαν. Δεν .είχαν χρήματα και να εύρισκαν καπνό  δεν μπορούσαν ν’ αγοράσουν.

Με αγωνία παρατηρούσαν στους δρόμους του Κασαμπά, όταν εκινούντο σ’ αυτούς για τις διάφορες αγγαρείες να ιδούν κάτω πεταμένο κανένα  υπόλειμμα τσιγάρου (γόπα), το όποιο άρπαζαν και μ’ αυτό το  ελάχιστο ικανοποιούσαν προς στιγμή το πάθος των.

ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΩΣ ΣΤΕΓΑΣΤΗΚΑΜΕ
‘Όπως ανάφερα πιο πάνω στο περιφραγμένο χτήμα που μας έβαναν για οριστική διαμονή δεν υπήρχε άλλο χτίσμα εκτός από ένα διώροφο μικρό οίκημα στο κέντρο και στο οποίο στεγάστηκε η απο τούρκους αξιωματικούς κ.λ.π. τούρκικη διοίκηση του τάγματος αιχμαλώτων και σε μια γωνιά του χτήματος ένα μικρό καλύβι μερικών τετρ. μέτρων.

Μας διάταξαν να κουβαλούμε πέτρες τις οποίες παίρναμε απο τα καϋμένα και γκρεμισμένα σπίτια τής πόλης Κασαμπά.

Με αυτές τις πέτρες χτίσαμε σε τέσσερα χωριστά σημεία και σε απόσταση 3 – 4 μέτρα απο τον τοίχο που μάντρωνε το χτήμα, ξερότοιχο  ως ένα μέτρο ύψος και μήκος 15 – 20 μέτρα το κάθε τμήμα.

Στο κάθε τμήμα αφήκαμε, δυο ανοίγματα για πόρτες.

Για να τα στεγάσουμε. βάναμε πάνω στους δυο τοίχους, τον μόνιμο της μάντρας και τον ξερότοιχο που χτίσαμε, ξύλα απο τα γκρεμισμένα σπίτια τής πόλης και τρύπιους παληοτενεκέδες.

Αυτή όμως ή στέγαση δεν αμπόδιζε τό κρύο και τη βροχή να μπαίνουν στο εσωτερικό αυτών των καλυβιών που φτιάξαμε.

Οπωσδήποτε φτιάχτηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο τέσσερες (υποτιθέμενοι ) θάλαμοι , για να στεγαστεί στον καθένα ένας λόχος.

Το όλο τάγμα αιχμαλώτων είχε τέσσερες λόχους και ή όλη δύναμή του σε άντρες αποτελέστηκε από 1400. Από τους 900 που ξεκινήσαμε από τη  Μαγνησιά και από άλλους 500 που φέραν τμηματικά μετα και κατα το πλείστο ήσαν πολίτες Μικρασιάτες έλληνες.

Οι καλύβες αυτές γίναν έτοιμες κατα τις 20 Oχτώβρη , ώς τότε μέναμε στο ύπαιθρο.

Σ’ αυτές τις καλύβες που ο ξερότοιχος που φτιάξαμε είχε ύψος μόνο ενός μέτρoυ , μπαίναμε για να περνάμε μέσα σ’ αυτές τις νύχτες μας, που ήταν νύχτες χειμώνα.

Πλαγιάζαμε κάτω στο χώμα ο ένας κοντά στον άλλον και σε δυό αντίστοιχες σειρές κατά τρόπο ώστε τα πόδια των αντρών των δυο σειρών κατ’ ανάγκη σμίγανε σχεδόν ώς τα σκέλη των.

Και όταν για να ζεστάνουμε τα χέρια μας ανάβαμε μέσα φωτιές με ξύλα που φροντίζαμε να βρίσκουμε, γινόταν τόσος καπνός που μέσα σ’ αυτόν φαινόμαστε κινούμενες σκιές, δεδομένου ότι άλλο φωτισμό δεν είχαμε.

Όταν έβρεχε τα νερά από τους τρύπιους τενεκέδες που φτιάξαμε για στέγη, πέφταν μέσα σ’ αυτές τις τρώγλες και φτιάχναμε στο χώμα αυλάκια για να βγαίνουν προς τα έξω, χωρίς μ’ αυτό να κατορθώνουμε ν’ αποφεύγουμε το λάσπωμα.

Έκτός από τα νερά της βροχής που μπαίνανε από την υποτιθέμενη στέγη, μπαίνανε και από τα θεμέλια του εξωτερικού τοίχου νερά από τα ρυάκια που σχηματίζονταν από τις βροχές έξω στο δρόμο κοντά στον τοίχο.

ΑΓΓΑΡΕΙΕΣ
Από τις 5 Σεπτέμβρη κατα ομάδες μας στέλναν σε διάφορες αγγαρείες.Από τις πρώτες ήταν να καθαρίζουμε τους  δρόμους της πόλης Κασαμπά, που είχαν φραχτεί με τις πέτρες των γκρεμισμένων από τις πυρκαγιές σπιτιών.

Σ’ αυτές τις εργασίες είχαμε την ευκαιρία να βρίσκουμε μέσα στα καϋμένα και τσουβάλια γεμάτα ξερές σταφίδες μισοβρασμένες από τη φωτιά και τρώγαμε απ’ αυτές.

Πολλούς τους βλάψαν αυτές οι σταφίδες και δημιούργησαν κοιλιακές ανωμαλίες και πόνους, γιατί καθώς ήταν μισοβρασμένες απο τη φωτιά και από την υγρασία είχαν αλλοιωθεί.

Κάθε πρωί ώς που να οριστούν και τακτοποιηθούν οι ομάδες για τις αγγαρείες περνούσαμε σε ορθοστασία μια και δυο ώρες.

Ο κάθε τούρκος στρατιώτης φρουρός που παραλάβαινε κάθε ομάδα αιχμαλώτων για να την οδηγήσει σε αγγαρεία και ο υπαξιωματικός που την παράδινε, ο καθένας τους μετρούσε τους άντρες κάθε ομάδας τουλάχιστο δεκαπέντε φορές.

Με τα μαστίγιά των ή τα ρόπαλα που  κρατούσαν δέρναν κατα το κέφι τους τούς  αιχμαλώτους.

‘Όμοια ήταν και η συμπεριφορά του έλληνα βοηθού των επιλοχία, τουλάχιστο στον 4ο  λόχο που ήμουν εγώ.

Είχαν ορίσει ώς τέτοιον ένα καραγωγέα του 18ου  συντάγματος πεζικού, ο όποιος είχε τ’ όνομαΜιχάλης και καταγόταν απο τα Βρύουλα (Βουρλά ) ή απο τα Άλάτσατα της Μ. Άσίας και ο οποίος βέβαια προσφέρθηκε για ν’ αναλάβει αύτη την υπηρεσία.

Η συμπεριφορά του προς τους αιχμαλώτους ήταν τυραννικώτερη εκείνης των τούρκων.

Κάθε πρωινό ξεχώριζαν 100 -120 αιχμαλώτους, οι όποιοι με συνοδεία φρουρών οδηγούνταν προς τον κάμπο, σε απόσταση δύο ή και τριών ωρών για να φέρουν ξύλα για το μαγειρείο και το φούρνο .

Δεν υποχρέωναν τους αιχμαλώτους να μεταφέρνουν ποσότητα ξύλων, αρκούσε να κρατούν έστω και μια μικρή κλάρα δέντρου.

Το να πάνε και να γυρίσουν σε τέτοια απόσταση ήταν πολύ κουραστικό, είχαν όμως την ευχέρεια ν’ αρπάζουν από δέντρα κανένα καρπό κυδώνια, ρόδια ή ότι άλλο βρισκόταν κατα τους φθινοπωρινούς μήνες. ‘Έτυχε πολλές φορές να είμαι σε τέτοια αγγαρεία.

Μέσα στον κάμπο απο απόσταση έβλεπα τον αμαξητό δρόμο που οδηγούσε στ’ ανατολικά και στα πλάγιά του κοίτονταν ανθρώπινοι σκελετοί, π’ άσπριζαν.

Ήσαν οι σκελετοί των αιχμαλώτων στρατιωτών ή των πολιτών Μικρασιατών που κατα τις πορείες των τούς σκότωναν οι τούρκοι και παρέμεναν άταφοι όπου έπεφταν.

Κατα το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη φέρανε στη μάντρα μας μια φάλαγγα περίπου 1300 έλληνες Μικρασιάτες πολίτες απο τη Σμύρνη και άλλες πόλεις όπως μας λέγαν.

Άπ’ αυτούς μάθαμε ότι ολόκληρη η Σμύρνη πυρπολήθηκε από τους τούρκους. Μετα δυό μέρες τους πήραν πάλι και τους βάναν σε πορεία πρός τ ‘ ανατολικά.

Και μετα άλλες δυό μέρες τους φέραν πάλι.
Όμως όχι όλους αλλά περίπου τους μισούς.
Μας είπαν ότι τους πήγαν πορεία ώς τη Φιλαδέλφεια και τους ξανάφεραν. Στην πορεία αύτη σκότωσαν τους μισούς.

Γενική ήταν ή γνώμη ότι ή πορεία αυτή έγινε ακριβώς για να έχουν την ευκαιρία να τους σκοτώσουν.
Γιατί αυτούς που ξανάφεραν, σε λίγες μέρες τους πήγαν στό Άχμετλή , που είναι μεταξύ Κασαμπά και Φιλαδέλφειας.

Ένα πρωινό που ήμουν σε μια ομάδα αγγαρείας και βαδίζαμε κατά τετράδες σ’ ένα κεντρικό δρόμο του  Κασαμπά, από κάποια απόσταση είδα σε σιδερένια λαβή μιας κλειστής ξώπορτας σπιτιού τοποθετημένο κομάτι ψωμιού.

Ακαριαία σκέφτηκα να το αρπάξω όταν θ άφτανα κοντά στην πόρτα και ομολογώ ότι με κατάλαβε αγωνία μήπως το ειδεί κανένας άλλος συνάδερφος και το πάρει πριν προφτάσω εγώ.

‘Όταν βρέθηκα σχεδόν απέναντι από την πόρτα, ξέφυγα απ’ την τετράδα μου, πήδηξα μικρό χαντάκι που ήταν στο πλάι μεταξύ δρόμου και σπιτιού και άρπαξα με λαχτάρα το κομμάτι το ψωμί, που ίσως κάποιο χορτασμένο παιδί να το είχε ακουμπήσει εκεί και ξαναπήδησα το χαντάκι για να μπω στην τετράδα μου .

Ό τούρκος φρουρός της ομάδας με πρόλαβε και μου κατάφερε χτύπημα με συρματένιο μαστίγιο το όποίο με πέτυχε στον αγκώνα του αριστερού χεριού μου .

Πόνεσα πολύ στο κόκαλο και στο μέρος αυτό ακόμα κατα καιρούς νοιώθω πόνο. Ευτυχώς όμως δεν μου πήρε το κομμάτι ψωμί με το όποιο χόρτασα τότε λίγο την πείνα μου, ούτε με μεταχειρίστηκε χειρότερα.

Σε διάφορα σημεία της πόλης Κασαμπά στέλνονταν ομάδες αιχμαλώτων για να χτίζουν σειρές πρόχειρα δωμάτια για να στεγάζονται σ’ αυτά τούρκικες οικογένειες που βρίσκονταν άστεγες,  γιατί τα σπίτια των είχαν καταστραφεί από πυρκαγιές.

Οι χτίστες ή όσοι έκαναν πως γνωρίζουν να χτίζουν, έχτιζαν και οι άλλοι σαν απλοί εργάτες κουβαλούσαν τις πέτρες και τ’ άλλα υλικά ή φτιάχναν τις λάσπες.

Τις εργασίες αυτές τις επόπτευε ο Δήμαρχος Κασαμπά και ένας χότζας ηλικίας περίπου σαράντα ή σαράντα πέντε χρονών με ευγενικό παρουσιαστικό και όπως μάθαμε από τον αιχμάλωτο που είχε κοντά του για διερμηνέα ήταν επόπτης (επιθεωρητής) της δημοτικής εκπαίδευσης.

Γι’ αυτόν θα γράψω πιο κάτω, πώς γνωρίστηκα μαζί του και πώς κατα κάποιο τρόπο συντέλεσε στη σωτηρία μου.

Σε τούρκους πολίτες του Κασαμπά που ζητούσαν μαστόρους ή εργάτες για οποιαδήποτε δουλειά, δίναν αιχμάλωτους, υπο την προσωπική τους ευθύνη για την επιστροφή των το βράδυ στη μάντρα.

 Οι αιχμάλωτοι προτιμούσαν να εργάζονται σε ιδιώτες τούρκους, γιατί αυτοί τους δίναν συνήθως μεσημβρινό φαγητό. και η μέρα τους περνούσε στη δουλειά χωρίς τις βρισιές και το ξύλο απο τούρκο, φρουρό.

‘Έμεινε ανεξακρίβωτο άν ηι διοίκηση του τάγματός μας είσπραττε χρηματικά ποσά για ημερομίσθια των αιχμάλωτων που εργάζονταν σε ιδιώτες. Λέγονταν ότι οι ιδιώτες τούρκοι πλήρωναν για κάθε εργαζόμενο σ’ αυτούς αιχμάλωτο είκοσι (20) γρόσια για ημερομίσθιό του. Κανένας όμως αιχμάλωτος που εργάστηκε σε ιδιώτη τούρκο δεν πήρε ούτε ένα γρόσι .

ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΩΝ ΓΙΑ ΟΦΕΛΟΣ ΤΟΥΡΚΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ
Από τα μέσα του Όχτώβρη και σχεδόν επί .ένα μήνα και πλέον, εκτός από τις αγγαρείες της ημέρας μας ξεσήκωναν τη νύχτα μετά την ώρα 11 ή 12 ή και 1 , όλο. το λόχο., και διαδοχικά και τους άλλους λόχους και μας πήγαιναν σ’ αρκετά .μακρινή απόσταση όπου από γκρεμισμένα σπίτια φορτωνόμαστε ο καθένας μας από μια-δυο πέτρες και επιστρέφοντας έτσι φορτωμένοι, τις αφήναμε σε ορισμένο σημείο κοντά στη μάντρα του στρατοπέδου μας.

Επίσης κατα τον ίδιο τρόπο. μας πήγαιναν σε μάντρες σπιτιών, στ’ άκρα της πόλης, που επάνω στους τοίχους των ήσαν τοποθετημένα κεραμίδια. τα παίρναμε και φορτωμένοι μ’ αυτά τα φέρναμε και τ’ αφήναμε στο ίδιο σημείο πού αφήναμε και τις πέτρες.

Σ’ αυτή τη νυχτερινή αγγαρεία με βροχές, κρύο και παγωνιές, η ταλαιπωρία μας ήταν πολύ σκληρή και απάνθρωπη .
«Όλα αυτά τα υλικά, βλέπαμε τη μέρα ότι τά χρησιμοποιούσαν μαστόροι και εργάτες αιχμάλωτοι για να επισκευάζουν τρία χτίρια που ήσαν καταστραμένα από πυρκαγιές και ήταν πριν το ένα αλευρόμυλος, το άλλο φούρνος και το τρίτο. σπίτι για κατοικία.

Για να φτιαχτούν οι στέγες, αυτών των χτιρίων οδηγούσαν αιχμάλωτους μακρυά στον κάμπο.
Όπου έκοβαν κορμούς ψηλών δέντρων, όπως λεύκες και άλλα.
Αυτούς τους κορμούς των δέντρων τους μετάφερναν από απόσταση δυό ωρών και πλέον φορτωμένοι οι αιχμάλωτοι στους ώμους των μέχρι τον τόπο που ήσαν τα χτίρια.

Τέλειωσαν τα χτίρια, επισκευάστηκαν και τα μηχανήματά τους και ήσαν έτοιμα να λειτουργήσουν.

Πριν όμως ν’ αρχίσει ή λειτουργία τους, είδαμε. μια μέρα να καταφτάνουν οι πολιτικές αρχές, ο Καϊμακάμης, ο Δήμαρχος με άλλους υπαλλήλους και αστυνομικούς. τα κατάσχεσαν και τα σφράγισαν.

Τι είχε συμβεί ;
Τα χτίρια αυτά ανήκαν σε έλληνες που είχαν φύγει και καταστράφηκαν από πυρκαγιά.

Οι. επισκευές των διατάχτηκε να γίνουν με την εργασία αιχμαλώτων από τον τούρκο ταγματάρχη, διοικητή του τάγματος αιχμαλώτων, έναν πανύψηλο τσερκέζο, Ναμζή Βέη, με μεγάλα και ίσια μουστάκια και με αγέρωχο ύφος, με το σκοπό να τα εκμεταλλευτεί  για δικό του όφελος.

Οι πολιτικές τούρκικες αρχές του χάλασαν τα σχέδιά του και τα κατάσχεσαν, γιατί αυτά χτήματα σαν εγκαταλειμένα. ανήκαν στο τούρκικο Δημόσιο.

Άλλά και οι άλλοι τούρκοι αξιωματικοί του, τάγματος αιχμαλώτων εκμεταλλεύτηκαν την εργασία αιχμάλωτων ειδικών τεχνιτών για όφελός των.

Ό ένας είχε οργανώσει υποδηματοποιείο στο όποίο εργάζονταν αιχμάλωτοι τεχνίτες. Ό άλλος είχε οργανώσει συνεργείο που έπλεχαν καλάθια.
Τα προϊόντα αυτών των συνεργείων τ α πωλούσαν προς όφελός των οι τούρκοι αξιωματικοί .

Οι αιχμάλωτοι τεχνίτες που εργάζονταν είχαν τ’ όφελος ότι δεν τους τραβούσαν κάθε μέρα στις διάφορες άλλες αγγαρείες και το σπουδαιότερο εργάζονταν και κοιμούνταν στο υπόγειο του σπιτιού, στο όποίο στεγάζονταν τα γραφεία της διοίκησης του τάγματος αιχμαλώτων και έτσι ήσαν προφυλαγμένοι από βροχές και κρύο.

Ό ταγματάρχης διοικητής του τάγματος Ναμζή Βέης οργάνωσε κι’ άλλη  εκμετάλλευση της εργασίας των αιχμάλωτων πολύ επικερδή για τον εαυτό του, εξοντωτική όμως για τους αιχμάλωτους.

Με δικαιολογία ότι πρέπει να υπάρχουν κάρβουνα  για την δήθεν θέρμανση των αιχμάλωτων κατάρτισε συνεργείο από εξήντα (60) αιχμάλωτους τους όποίους έστειλε με φρουρούς τούρκους στρατιώτες πάνω στο βουνό, σ’ απόσταση τριών και πλέον ωρών από την πόλη Κασαμπά, με την εντολή να παραμένουν εκεί και να φτιάχνουν ξυλοκάρβουνα.

Το συνεργείο αυτό παρέμεινε εκεί και εργαζόταν μέχρι του τέλους της αιχμαλωσίας μας.

Στο μεταξύ μέσα στο δάσος με τις βροχές και τα χιόνια πολλοί απ’ αυτούς ασθενούσαν. Έπανάφερναν διαδοχικά στην έδρα του τάγματος τους ασθενείς και έστελναν άλλους.

Κατα τον τρόπο αυτόν, σ’ αυτό το συνεργείο εργάστηκαν σχεδόν οι μισοί από τους χίλιους τετρακόσιους (1.400 ) που ήταν η αρχική δύναμη του τάγματος και οι περισσότεροι απ’ αυτούς ασθένησαν και πολλοί  πέθαναν.

‘Όλα τα κάρβουνα που γίνονταν με τη σκληρή αυτή εργασία των αιχμάλωτων πάνω στο βουνό, μέσα σε βροχές και χιόνια τα εμπορεύτηκε ο τούρκος ταγματάρχης για όφελός του.

Μια μέρα του Νοέμβρη βγήκε μια ομάδα από είκοσι (20) αιχμάλωτους για αγγαρεία, μέσα στην οποία έτυχε να είμαι και γώ.

Μας παράλαβαν φρουροί στρατιώτες και μας οδήγησαν σ’ ένα σπίτι που είχε υπόγειο και μέσα σ’ αυτό ήσαν αποθηκευμένα τσουβάλια αλεύρι και όπως άκουσα το κάθε τσουβάλι ζύγιζε εβδομήντα πέντε (75 ) οκάδες .

Κατέβασαν στο υπόγειο 5 – 6 αιχμάλωτους και τους διάταξαν ν’ ανεβάζουν, όπως μπορούσαν τα τσουβάλια με το αλεύρι ως την πόρτα του υπόγειου.

Το δάπεδο του υπόγειου από τη βάση της πόρτας θα ήταν σχεδόν τρία (3) μέτρα ύψος, άλλα φυσικά τα στοιβαγμένα τσουβάλια ελάττωναν, ανάλογα της θέσης των, την απόσταση αυτή.

Κάθε τσουβάλι που ανέβαζαν και το ακουμπούσαν στη βάση της πόρτας, το φορτωνόταν ένας από μας τους άλλους της ομάδας και βαδίζοντας, έτσι φορτωμένος, έπρεπε να το μεταφέρει σε απόσταση πεντακοσίων (500 ) περίπου μέτρων, όπου ήταν το χτίριο μιας Αρμένικης εκκλησιάς.

‘Έπρεπε ακόμα έτσι φορτωμένος ν’ ανέβηι 6 – 8 σκαλιά της σκάλας που έμπαζε στην αυλή της εκκλησιάς, να βαδίσει ακόμα στην αυλή 8 – 10 μέτρα ως που να μπει μέσα στην εκκλησιά και να ξεφορτωθεί εκεί το τσουβάλι .

Την Αρμένικη αυτή εκκλησιά την είχαν κάνει αποθήκη τροφίμων, γιατί ήταν μέσα και πολλά τσουβάλια με ξερή σταφίδα (σουλτανίνα), σύκα ξερά, εληές και άλλα τρόφιμα.

Ό περίγυρος της εκκλησιάς αρκετά ευρύχωρος ήταν γεμάτος από γυναίκες τούρκισες, που περίμεναν  εκεί να τους δώσουν από μικρές ποσότητες αλεύρι και άλλα τρόφιμα.

‘Όταν είδα τα τσουβάλια και άκουσα για το βάρος τους ένοιωσα πως και καλά να ήμουν, ντυμένος και φαγωμένος τέτοιο βάρος εβδομήντα πέντε  οκάδες δεν θα μπορούσα να σηκώσω στις πλάτες. μου και να το μεταφέρω σε απόσταση 500 – 550 μέτρων βαδίζοντας.

Ήρθε όμως η σειρά μου και φορτώθηκα και ξεκίνησα με συνοδεία τούρκου στρατιώτη.
Προσπάθησα και  το πρώτο τσουβάλι το έφτασα στην εκκλησιά – αποθήκη .

‘Όταν όμως φορτώθηκα το δεύτερο ένοιωσα ότι δεν θα μπορούσα να φτάσω στο τέρμα.
Παρα τούτο έφτασα και άρχισα ν’ ανεβαίνω σιγά – σιγά τα σκαλιά της αυλής της εκκλησιάς.

Ό τούρκος στρατιώτης μου φώναζε να βαδίζω γρήγορα και με χτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου του στις γάμπες των ποδιών μου.

Με το χτύπημα έχασα την ισορροπία μου και σωριάστηκα στα σκαλιά με το βάρος του μισού τσουβαλιού πάνω μου .

Οι γυναίκες τρέξανε κοντά μου και μετακίνησαν το τσουβάλι που μ’ είχε πλακώσει και με βοήθησαν να σηκωθώ.

Ή μια  παλάμη μου είχε γκρατσουνιστεί και ματώσει.
Μου ήρθαν κλάματα, ένοιωσα κατάβαθα τον ξευτελισμό μου και φώναξα, στα ελληνικά βέβαια, μιλώντας για την τόση κακομεταχείρισή μας.

Σύγχρονα όμως είδα όλο το πλήθος των γυναικών που ήσαν εκεί να ορμούν με τα χέρια των υψωμένα και με φωνές κατα του τούρκου στρατιώτη για τον χτυπήσουν.

Και δεν ξέρω ποια θα ήταν ή τύχη του αν ταυτόχρονα από πλαϊνό, μέσα στην αυλήτης εκκλησιάς, ισόγειο οίκημα δεν άνοιγε μια πόρτα από την όποία πρόβαλε ένας ψηλός, με ωραία στολή τούρκος αξιωματικός (ήταν στρατιωτικός γιατρός), ο όποίος με τη φωνή του σταμάτησε την ορμή των γυναικών μ’ έπιασε από τον ώμο και με οδήγησε μπρός στην πόρτα από την όποία είχε βγει.

Μ’ έβανε και κάθησα κάτω, μου καθάρισε τη ματωμένη παλάμη μου με οινόπνευμα, επάλειψε με ιώδιο το γρατσουνισμένο μέρος και με ρώτησε αν πονούσα στο σώμα μου .

Έδιωξε τον τούρκο στρατιώτη και έτσι με απόσπασε από την αγγαρεία. Κάθησα εκεί όσο διαρκούσε η μεταφορά των τσουβαλιών και προς το βράδυ μαζί με τους άλλους επέστρεψα στη μάντρα μας.

Μόλις είχε λήξει η πρός με περιποίηση του γιατρού, οι γυναίκες που έπαιρναν τρόφιμα απ’ αυτή την αποθήκη , καθώς έφευγαν, έρχονταν κοντά μου, μούλεγαν λόγια που δεν καταλάβαινα, ένοιωθα όμως ότι ήσαν λόγια παρηγορητικά γιατί τόβλεπα στην έκφρασή τους και πολλές άπλωναν το χέρι τους στο κεφάλι μου .
Μούδιναν δε απ’ ότι είχαν : σταφίδα, καπνό, σύκα, τσιγάρα κ.λ.π.

Αυθόρμητα σκέφτηκα να τ’ αρνούμαι για να μην τους τα στερώ. Μ’ αρκούσε η συμπάθειά τους που μου δείξανε.

Σκέφτηκα όμως τους φίλους συναδέρφους που τα είχαν τόσο ανάγκη και τα δέχτηκα όλα. Κι’ έτσι κείνο το βράδυ γύρισα στη μάντρα μας με τ’ ανέλπιστα αυτά πράγματα και τ’ απόλαυσαν όλοι οι φίλοι.

Μια άλλη μέρα στα τέλη του Νοέμβρη τούρκος στρατιώτης  παράλαβε ομάδα απο έξ (6 ) αιχμάλωτους που μέσα σ’ αυτούς ήμουν και γώ και μας οδήγησε στην άκρη της πόλης Κασαμπά και μας σταμάτησε μπρός σε μια αυλόπορτα.

‘Όταν άνοιξε την αυλόπορτα είδαμε ότι η αυλή αυτή, αρκετά ευρύχωρη, ήταν γεμάτη απο προβατίσιες κοπριές, βρεγμένες απο τις βροχές και κρυσταλλωμένες απο τους νυχτερινούς πάγους και μας διάταξε να την καθαρίσουμε.

Μας έδωσε αξίνες, φτυάρια και παληοτενεκέδες (δοχεία) με τους όποίους θα μεταφέραμε τον όγκο των κοπριών, που ήταν όλο λάσπη σ’ έναν ακάλυπτο χώρο σε κοντινή απόσταση .

«‘Όταν μπήκαμε μέσα σ’ αυτή την αυλή κι’ αρχίσαμε τη δουλειά, πατούσαμε μέσα σ’ αυτή την παγωμένη βρωμερή λάσπη ως τα γόνατά μας.

Ή δουλειά αυτή κράτησε όλη τη μέρα.
Για μια στιγμή, κατα τ’ απόγευμα, ο τούρκος φρουρός μας κάτι μας έλεγε.

«Ένας απο μας που ήξερε τούρκικα μας εξήγησε ότι μας έλεγε : «Γιατί καθώμαμαστε εκεί και δεν φεύγουμε για την πατρίδα μας».

Του απάντησε ότι δεν μπορούμε να φύγουμε γιατί είμαστε αιχμάλωτοι αλλά και αν αποφασίζαμε να δραπετεύσουμε δεν μας ήταν εύκολο να φτάσουμε στην πατρίδα μας γιατί μπροστά μας απλώνεται μεγάλη θάλασσα που δεν μπορούμε εύκολα να την περάσουμε.

Και ο τούρκος φρουρός του απάντησε:  «Και δεν είναι γεφύρι πάνω στη θάλασσα να την περάσετε ; » .

Όταν προς το βράδυ γυρίζαμε στη μάντρα μας, με τη συνοδεία του τούρκου φρουρού, στο δρόμο μας συναντήσαμε ομάδα γυναίκες τούρκισες ηλικιωμένες κάπως. Καθώς τις προσπερνούσαμε μας κύταζαν και κάτι έλεγαν θλιμμένες προς μάς.

Ο τουρκομαθής της παρέας μας μάς εξήγησε ότι έλεγαν : «Παιδάκια μας πως είσαστε και πως σας κατάντησαν’ είσαστε γεροί και ωραία ντυμένοι και τώρα κουρελιασμένοι, ξυπόλυτοι και πεινασμένοι!  «οι καϋμένες οι μάνες που σας έχασαν τι πόνο θα περνούν ! ! » .
Από τις πρώτες μέρες της αιχμαλωσίας μας μείναμε ακούρευτοι και αξύριστοι . τα ρούχα μας όσα μας αφήκαν οι τούρκοι να φοράμε, όσο ο καιρός προχωρούσε άρχισαν να κουρελιάζονται .

‘Έγιναν σχεδόν κλωστές πάνω μας και μ’ αυτά γυρίσαμε στην Ελλάδα μετά επτά μήνες και οι περισσότεροι μετά ένα χρόνο και πλέον.

Κατά το τέλος του Όχτώβρη φέρανε μηχανές για κούρεμα και ξυράφια και από τότε πλέον κουρευόμαστε και ξυριζόμαστε.

Κατα διαστήματα μας έδιναν και σαπούνι με το όποίο πλέναμε τουλάχιστο τα χέρια και το πρόσωπό μας.

Σ’ όλο το διάστημα της αιχμαλωσίας μας από 25 Αυγούστου 1922 μέχρι μέχρι 6 Απρίλη 1924 κάναμε λουτρό σε χαμάμ μόνο τρεις φορές, τέλη Όχτώβρη , αρχές Γενάρη και τέλος Μάρτη, όπότε και φύγαμε για την Ελλάδα με τη μερική ανταλλαγή αιχμαλώτων που έγινε.

Χωρίς ποτε ν’ αλλάξουμε τα ρούχα που φορούσαμε και με υποτυπώδη μέσα γενικής καθαριότητας και εν γένει όλες τις κακές συνθήκες στέγασης και διαβίωσης μας από τις πρώτες μέρες της αιχμαλωσίας μας αλλά συγκεκριμένα απο τις αρχές του Όχτώβρη γεμίσαμε ψείρες.

Ψείρες τόσο πολλές που άπ’ αυτές καλύπτονταν όλη η επιδερμίδα του κορμιού μας πάνω στην οποία μέναν καρφωμένες κάθετα και με χρώμα σχεδόν μαυριδερό.

Με την παλάμη μας τις σπρώχναμε πρός τα κάτω και πέφτανε στο χώμα, άλλα σχεδόν την ίδια στιγμή το σώμα μας γέμιζε πάλι άπ’ αυτές.

Το χώμα της επιφάνειας του στρατοπέδου μας ήταν γεμάτο ψείρες και τις βλέπαμε να κινούνται πάνω σ’ αυτό σε πάχος τουλάχιστο ενός – δύο χιλιοστών του μέτρου  πυκνότερες από σμήνος μερμηγκιών.
Στο μαρτύριο αυτό δεν μπορούσαμε ν’ αντιτάξουμε τίποτε και ζούσαμε μέσα σ’ αυτό .

Η ΓΙΑΤΡΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ
Ή παροχή της γιατρικής περίθαλψης στο, τάγμα αιχμάλωτων στις αρχές, ήταν σχεδόν ανύπαρχτη.
Μια και σπάνια δυό φορές της βδομάδας περνούσε κάποιος γιατρός της Ερυθράς Ημισελήνου.

‘Έβλεπε χωρις να εξετάζει ιατρικά τους ασθενείς που του παρουσίαζαν και σ’ άλλους έδινε κινίνο,  σ’ άλλους έκανε επάλειψη με ιώδιο.

«Άλλους άφηνε ελεύθερους από τις αγγαρείες για ορισμένες μέρες και τους βαρειά άρρωστους έστελνε στο νοσοκομείο της Μαγνησίας , για να φαίνεται ότι πέθαναν σε νοσοκομείο .
‘Όσοι στάλθηκαν στο νοσοκομείο της Μαγνησίας και είχαν την τύχη να επιστρέψουν μας περίγραφαν την κατάσταση του νοσοκομείου απελπιστική. Μόνο που στεγάζονταν σε οίκημα με κανονική στέγη .

Κατα τ’ άλλα, επίπλωση, καθαριότητα και την λειτουργία του εν γένει βρισκόταν σε πρωτόγονη κατάσταση .

Οι άρρωστοι κοίτονταν στα δάπεδα, πάνω σε στρώματα από τσουβάλια με άχυρο ή και πάνω μόνο σε παλιοκουβέρτες .

Η θεραπεία τους αφήνετο στην κράση καθενός και στην τύχη .

Σε μια γωνιά της μάντρας του στρατόπεδου μας, όπως ανάφερα υπήρχε ένα μικρό πλινθόκτιστο  καλύβι.

Αυτό τ’ ονόμασαν αναρρωτήριο.
Σ’ αυτό  έβλεπε ο γιατρός τους ασθενείς και σ’ αυτό μέναν οι βαριά ασθενείς.

Ήταν δε στους αιχμάλωτους και κάποιος Στέλιος ο οποίος, έκανε το γιατρό και τον αναγνώρισε για τέτοιον η διοίκηση του τάγματος και τον όρισε προϊστάμενο του αναρρωτήριου.
Του δώσανε και άσπρη μπλούζα και ήταν πλέον ο γιατρός.

Ανίδεος από γιατρική , αλλ’ έτσι αυτός στεγαζόταν σ’ αυτό το καλύβι που ήταν καλοχτισμένο από πριν και δεν έμπαιναν μέσα νερά.

‘Έπαιρνε ότι τρόφιμα τούδιναν για τους αρρώστους και καλοπερνούσε αυτός.

Είχε και βοηθό έναν πράγματι νοσοκόμο του στρατού μας, πολύ καλόν άνθρωπο που είχε τό επώνυμο Παπάς και καταγόταν από τα Βίλλια – Βοιωτίας.
Αυτός όσο του ήταν δυνατό βοηθούσε και περιποείτο τους αρρώστους.

Κατα τα τέλη του Νοέμβρη έφεραν για γιατρό του τάγματος τον αιχμάλωτο έλληνα στρατιωτικό Άνθ/τρο που ήταν στο 18 πεζικό σύνταγμα, τω Κ. Λεμονίδη. Την απελπιστική κατάσταση για τους αρρώστους ο κ. Λεμονίδης την βελτίωσε όσο του ήταν δυνατό.

Με λίγα δικά του χρήματα που είχε, αγόρασε χόρτινες ψάθες και μ’ αυτές έστρωσε το χωμάτινο δάπεδο του καλυβιού που λεγόταν αναρρωτήριο.

Αγόρασε και μερικά τσουβάλια , τα γέμισε με λίγο ξερό χόρτο και τάκανε στρώματα για τους αρρώστους.

Κατώρθωνε να του χορηγούν τ’ αναγκαιούντα φάρμακα όπως και τρόφιμα για τους αρρώστους που δεν τα κατεχράτο ό ίδιος.

Στο γιατρό οι άρρωστοι εύρισκαν παρηγοριά και ελπίδα.
Ό γιατρός κ. Λεμονίδης απάλλαξε όλους τους αιχμαλώτους του τάγματος και από το φριχτό μαρτύριο της ψείρας.
Με δικά του χρήματα αγόρασε μεγάλα σιδερένια βαρέλια του οινοπνεύματος.

Αυτά τα μετασκεύασε σε απολυμαντικούς κλιβάνους και με τις συχνές απολυμάνσεις που έκανε των κουρελιών που φορούσαν οι αιχμάλωτοι κατώρθωσε περί τα μέσα του Γενάρη να εξαλείψει τελείως τις ψείρες.

Προσωπικά μ’ ευγνωμοσύνη και συγκίνηση αναφέρω την σπουδαία εξυπηρέτηση που μούκανε ο γιατρός κ. Λεμονίδης.

Ανάφερα πιο πάνω ότι τούρκος στρατιώτης στην πρώτη μέρα της αιχμαλωσίας μας μου πήρε το πανταλόνι μου και μούδωσε  ένα σώβρακο, από κάμποτ το όποίο έβανα πάνω από τ’ άλλο σώβρακό μου.

Αυτό όμως το δικό μου με τον καιρό ξεσχίστηκε και το πέταξα κι’ έτσι έμενα με κείνο που μούχε δώσει ο τούρκος το όποίο όμως ήταν κοντό και μόλις έφτανε κάτω από τα γόνατά μου. «Έτσι περνούσα τον χειμώνα.

Ό γιατρός, χωρίς να του το ζητήσω, αγόρασε από την τούρκικη αγορά ένα παληό μεν και μπαλωμένο αλλ’ απο μάλλινο ύφασμα πανταλόνι και μου το πρόσφερε κατα τα μέσα του Γενάρη 1923. «Έραψα καιγώ κι’ άλλα μπαλώματα  και κράτησε ώστε μ’ αυτό ήρθα στην Ελλάδα.

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΧΟΤΖΑ ΜΕΜΕΤ ΝΕΤΖΑΤ
Για να διηγηθώ την γνωριμία μου με τον Χότζα Μεμέτ Νετζάτ, γυρίζω στον πρώτο μήνα της αιχμαλωσίας μας.

Προς το τέλος του μήνα Σεπτέμβρη έβγαναν πρωί – πρωί μια ομάδα αιχμαλώτων για αγγαρεία. Σ’ αυτή έτυχε να είμαι καιγώ μαζί με το φίλο μου Γιώργο Κωνσταντινίδη.

Μας οδήγησαν σ’ ένα σημείο της καϋμένης και γκρεμισμένης πόλης του Κασαμπά και δώσαν σε κάθε δυό μας από μια τσουβέρα (ήταν κοντά σανίδια 3 – 4 το καθένα μήκους περίπου μέτρου και πλάτους 1 0 – 1 5 πόντους, καρφωμένα επάνω σε δυο ξύλα κατα τρόπο ώστε να μεταφέρουν μ’ αυτήν, κρατώντας την δυό άνθρωποι ο ένας το μπροστινό μέρος και ο άλλος το πίσω της, οτιδήποτε ) για να μεταφέρουμε μ’ αύτη πέτρες από κάποιο σημείο σ’ απόσταση 20 – 30 μέτρων όπου θα χτίζονταν δωμάτια για τους αστέγους τούρκους.

Την εργασία επόπτευε ένας χότζας ηλικίας 40 -45  περίπου χρόνων, με πολύ ευγενικό – παρουσιαστικό και καθόταν σε μια καρέκλα κοντά σ’ ένα τοίχο και είχε δίπλα του έλληνα αιχμάλωτο για διερμηνέα του, το Νικολαίδη , Μικρασιάτη .

Αρχίσαμε τη δουλειά και πρός το μεσημέρι όπως είμαστε εξαντλημένοι κουραστήκαμε.

Είπα στο συνεργάτη μου, το φίλο μου Γιώργο Κωνσταντινίδη  να καθίσουμε λίγο, να ξεκουραστούμε.

Εκείνος μου απάντησε αρνητικά, λέγοντάς μου, αν κάνουμε αυτό θα μας δείρουν.

Εγώ του επέμενα ότι δεν θα μας δείρουν και τελικά αφήσαμε κάτω την τσουβέρα και καθήσαμε και οι δυό μας πάνω σ’ αυτή .

Ό χότζας που παρακολουθούσε είπε αμέσως στο διερμηνέα Νικολαίδη και μας φώναξε να πάμε κοντά του. Ό Γ. Κωνσταντινίδης μου είπε «δεν σ’ έλεγα να μη καθίσουμε γιατί θα μας δείρουν, να τώρα».

Του απάντησα «δεν πρόκειται να μας δείρουν».
Και η πεποίθησή μου αυτή προέρχονταν  από την ευγενικιά φυσιογνωμία του χότζα, που δεν πίστευα ότι αυτός δ άνθρωπος θα φερόταν βάρβαρα σε δυστυχισμένους ανθρώπους.

Όταν πλησιάσαμε είπε να καθήσουμε κάτω κοντά του. Καθήσαμε και με το διερμηνέα μας ρώτησε τι δουλειά κάναμε πριν να στρατευτούμε.

Του απαντήσαμε ότι σπουδάζαμε, ο μεν Γ. Κωνσταντινίδη  Οικονομικά στην Ελβετία, κι’ εγώ

Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. «Άρχισε να μας παρηγορεί, λέγοντάς μας «Μη στενοχωριέστε, αυτά έχουν οι στρατοί και οι πόλεμοι». Μας είπε τα νέα για τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα.

Για την επανάσταση του στρατού υπό τους συνταγματάρχες Πλαστήρα και Γονατά (ώς τότε δεν γνωρίζαμε τίποτα).

Και ακόμη μας είπε ότι θαύμαζε για μεγάλο πολιτικό τον Ελευθέριο Βενιζέλο και την πολιτική του για την πατρίδα του.

«Ότι μετά την  πτώση του Έλ. Βενιζέλου από την ‘Αρχή, οι τούρκοι είχαν αποχτήσει βεβαιότητα ότι θα κατόρθωναν  να μας διώξουν από τη Μ . ‘Ασία.

‘Ακόμα απόχτησαν περισσότερη πεποίθηση γι αυτό , όταν ο Υπουργός Οικονομικών της  Ελλάδας Πρωτοπαπαδάκης έκανε το εσωτερικό δάνειο, κόβοντας στη μέση τα χαρτονομίσματα του Ελληνικού Κράτους.

‘Ότι είχε ένα δάσκαλο τουρκοκρητικό ο όποίος γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα και κάθε μέρα του διάβαζε την ελληνική εφημερίδα των  Αθηνών «Ελεύθερος Τύπος» πού ‘ρχόταν από την Αθήνα και έτσι παρακολουθούσε τις ελληνικές γνώμες.

«Ότι είχε φίλους έλληνες αξιωματικούς της Χωροφυλακής με τους όποίους συζητούσε φιλικά και τους έλεγε ελεύθερα τη γνώμη του.

Τελικά μας είπε για το υπόλοιπο της μέρας να καθήσουμε χωρίς να εργαστούμε άλλο και μας βεβαίωνε ότι πίστευε ότι ώς του Αγίου Δημητρίου θα επιστρέψουμε στην Ελλάδα.

Το βράδυ όταν γυρίσαμε στη μάντρα μας έμαθε όλο το τάγμα των αιχμαλώτων τα νέα για την Ελλάδα  όπως μας τα είπε ο χότζας.»Έκτοτε ο χότζας έδειχνε το ενδιαφέρον του για τους δυό μας τον Γιώργο Κωνσταντινίδη και μένα.

‘Όπου μας έβλεπε σε αγγαρείες να εργαζόμαστε, έλεγε στους τούρκους φρουρούς να μας επιτρέπουν να καθόμαστε χωρίς να εργαζόμαστε και πάντοτε μας έδινε θάρρος λέγοντάς μας ότι πολύ σύντομα θα φύγουμε για την Ελλάδα.

Μας έκανε έτσι να υπομένουμε και να ελπίζουμε ότι πράγματι θα φύγουμε σύντομα για την Ελλάδα.

Συνέβη όμως ν’ αρρωστήσει ο φίλος μου Γιώργος Κωνσταντινίδης και αφού μεταφέρθηκε δυο φορές στο νοσοκομείο της Μαγνησίας, πέθανε.
«Όταν ο χότζας το πληροφορήθηκε απο μένα, ξεδήλωσε μεγάλη λύπη .
Ξακολούθησε δε να δείχνει το ενδιαφέρον του για μένα.

Μαζί μου στον ίδιο λόχο του τάγματος αιχμάλωτων ήσαν και δυό πολύ καλά παιδιά, μανιάτες, πρώην χωροφύλακες, οι όποίοι μέχρι της υποχώρησης του στρατού μας, υπηρετούσαν στον Κασαμπά.

‘Όταν είδαν ότι μιλούσα με το χότζα και είχα πλέον φιλία, μου είπαν : «Αυτόν τον χότζα κατα διαταγή τον συλλάβαμε για να μεταφερθεί ως όμηρος στην Ελλάδα.

Τον είχαμε κρατούμενο στο υπόγειο του χτιρίου που στεγάζονταν ή διοίκηση της Χωροφυλακής (και μου έδειξαν το χτίριο, του όποίου το υπόγειο είχε μικρούς μόνο φεγγίτες, που είναι ζήτημα αν απ’ αυτούς φωτιζόταν το εσωτερικό του’ ασφαλώς θα ήταν σκοτεινό ), και δεν επιτρέψαμε να του δώσουν οι δικοί του ούτε χρήματα ούτε νερό.

Τον κατεβάσαμε σιδηρ/κώς στη Σμύρνη , αλλά δεν προφτάσαμε να τον επιβιβάσουμε σε πλοίο για την Ελλάδα και έτσι λευτερώθηκε αυτός και μείς μείναμε αιχμάλωτοι».

Και αφού μου διηγήθηκαν αυτά με παρακάλεσαν, όπως, αν ο χότζας θελήσει να τους εκδικηθεί, μεσολαβήσω κοντά του για την σωτηρία τους.

Καθώς περνούσαν οι μέρες και οι δυό συνάδερφοι μανιάτες, πρώην χωροφύλακες, ζούσαν με την αγωνία του τι θα κάνει ο χότζας για να τους εκδικηθεί, μια μέρα που σε αγγαρεία ήμουν κατα σύμπτωση μαζί  μ’ αυτούς, μας είδε ο χότζας.

«Όταν πλησίασε, ζήτησε με τον διερμηνέα του να πάω κοντά του και με ρώτησε αν γνωρίζω αυτά τα δυο παιδιά. Του απάντησα ότι εδώ στην αιχμαλωσία μας τους γνώρισα.
Μου πρόστεσε :

«»Ήσαν τσανταρμάδες» (χωροφύλακες ) και μου διηγήθηκε τα της συλλήψεώς του απ’ αυτούς κ.λπ. και ακόμη μου είπε : «Με βλέπουν και καταλαβαίνω ότι με φοβούνται  ειπέ τους να μη φοβούνται γιατί δεν φταίνε αυτοί σε τίποτα, διαταγές εκτελούσαν».

«Όταν άκουσα αυτά χάρηκα και ξετίμησα περισσότερο τον ανθρωπισμό και τη μεγαλοψυχίατου.

Τα μεταβίβασα στους ενδιαφερόμενους, οι όποίοι ησύχασαν από την αγωνία και το φόβο τους και όπως θυμάμαι επέζησαν και ήρθαν στην Ελλάδα. Σ’ άλλη συνάντησή μας ο χότζας μου είπε.

«Πολύ θέλω να σε βοηθήσω αλλά δεν έχω χρήματα. Είχα τρία σπίτια τα όποία τώρα είναι καϋμένα. «Έχω τη μάνα μου άρρωστη και δεν έχω χρήματα να την πάω στους γιατρούς, στη Σμύρνη ». Καθημερινά σχεδόν μου έλεγε τα νέα απο την Ελλάδα.

«Έτσι μου είπε και την καταδίκη και τον τουφεκισμό των έξη (Γούναρη, Στράτου κ.λπ. ) προσθέτοντας ότι τέτοιες πράξεις δεν είναι για καλό. Επίσης μου έλεγε τα της διάσκεψης της Λωζάνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και την αντιπροσώπευση της Ελλάδας απο τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Στις αρχές του Φλεβάρη 1923 μου είπε τα της υπογραφής στη Λωζάνη της σύμβασης μεταξύ  Ελλάδας και Τουρκίας περί της ανταλλαγής των πληθυσμών και αιχμαλώτων και από τότε πλέον με βεβαίωνε ότι μέρα με τη μέρα θα φεύγαμε για την Ελλάδα.
Ήταν οι πρώτες μέρες του Δεκέμβρη.

Το κρύο δυνάμωνε. Κείνο το βράδυ ένοιωσα λίγο πόνο στο αριστερό μου αυτί. Θυμήθηκα ότι στα μικρά μου χρόνια συχνά τους χειμώνες με πονούσαν τ’ αυτιά μου.

Φοβήθηκα ότι θα πονέσω πιο πολύ, ότι  θ’  αρρωστήσω. Βρήκα τον επιλοχεύοντα έλληνα Μιχάλη και του είπα για τον π όνο που ένοιωθα στ’ αυτί μου και για τούτο τον παρακάλεσα να μη με βγάνει το επόμενο πρωί σε αγγαρεία.

Μου υποσχέθηκε. Παρα τούτο, το πρωί τον πρώτο που φώναξε για αγγαρεία ήμουν εγώ.

Τον πλησίασα και του θύμησα την παράκλησή μου και την ύπόσχεσή του. Σε απάντησή του αυτός θυμωμένος μου κατάφερε μπάτσο στο πρόσωπό μου . Από την απανθρωπιά του αυτή ένοιωσα έσχατο ξευτελισμό .

Μη μπορώντας όμως να κάνω τίποτα άλλο αρνήθηκα να υπακούσω στη διαταγή του και κάθησα κάτω στο χώμα με την οριστική απόφασή μου να μην υπακούω πλέον και να μείνω μέσα στη μάντρα ώς ότου μ’ εϋρει ο θάνατος.

Γιατί είχε παρατηρηθεί και τούτο.
Όποιος αιχμάλωτος καθόταν μέσα στη μάντρα μας χωρίς να κάνει τίποτα και φυσικά χωρίς να τρώει τίποτα, μετα τρεις – τέσσερες μέρες πέθαινε.

«Όλοι οί φίλοι μου μάθανε την απόφασή μου. Πέρασε το πρώτο εικοσιτετράωρο. Στο δεύτερο εικοσιτετράωρο κατά τις 11 π . μ. είδα το γνωστό μου χότζα να μπαίνει από την καγκελόπορτα της μάντρας να προχωρεί και να μπαίνει στο οίκημα των γραφείων της διοίκησης του τάγματος.

‘Όπως έμαθα ύστερα) ο Χότζας όταν δεν με είδε τις δυό μέρες σε καμμιά αγγαρεία ανησύχησε .

Περνώντας από το φούρνο που ήταν έξω από τη μάντρα, ρώτησε τους φουρνάρηδες για μένα.

Ό Πλούταρχος Οικονόμου που τάχε καταφέρει να ενταχθεί στο προσωπικό του φούρνου και να εργάζεται εκεί, του είπε ότι εμένα μέσα στη μάντρα αποφασισμένος να πεθάνω.

Ό χότζας που πήρε αυτή την πληροφορία, χωρίς να επιδιώξει να με ιδεί, μπήκε στη μάντρα και πήγε κατ’ ευθείαν στον ταγματάρχη διοικητή .

Δεν γνωρίζω βέβαια τι είπε στο διοικητή, πάντως όπως αποδείχτηκε, κλήθηκε αμέσως ο επιλοχεύων έλληνας Μιχάλης και έλαβε εντολή να με οδηγήσει στα γραφεία μπρος στον ταγματάρχη .

Είδα τον Μιχάλη, που πριν δυό μέρες μου είχε δώσει τον μπάτσο να έρχεται προς μένα. Στάθηκε μπρος μου και με τρεμουλιαστή φωνή με ρώτησε αν γνωρίζω ένα χότζα. Του απάντησα καταφατικά και κείνος μου είπε «Ότι ο χότζας είναι στο γραφείο του ταγματάρχη και σε ζητάει να πάμε εκεί» .

Ό Μιχάλης έτρεμε γιατί ασφαλώς εφοβήθη ότι πιθανόν να του ζητηθεί κάποια ευθύνη γιατί με χτύπησε.

Τον ακολούθησα με τα χάλια που είχα, με το βαμβακερό στρατιωτικό σώβρακο, που μόλις έφτανε κάτω από τα γόνατά μου, με κατακουρελιασμένο στρατιωτικό χιτώνιο και παπούτσια καταξεσχισμένα και στραβισμένα που μόλις κρατουσαν  τις σόλες τους.

Ανεβήκαμε την εσωτερική σκάλα του σπιτιού και βρεθήκαμε στον πάνω όροφο.  

Μπήκαμε στο γραφείο του ταγματάρχη , ο όποίος ήταν καθησμένος στην πολυθρόνα του πίσω από το τραπέζι του γραφείου του.

’Όπως και πάρα πάνω γράφω, ήταν Τσερκέζος (Κιρκάσιος ), ψηλός, με μεγάλα ίσια μουστάκια, αγέρωχος και φανατικός μισέλληνας.

Αριστερά του και σχεδόν στη γωνιά του δωματίου καθόταν σε καρέκλα ο γνωστός μου χότζας Μεμετ Νετζατ και μπαινόβγαιναν άλλοι τούρκοι αξιωματικοί.
Στάθηκα τρία – τέσσερα βήματα μπρός από το τραπέζι (γραφείο ) του ταγματάρχη και δίπλα μου ο Μιχάλης.

Ο ταγματάρχης με διερμηνέα τον Μιχάλη μου είπε : «Γιατί δεν μας αναφέρατε ότι είστε τέτοιοι άνθρωποι (εννοούσε ασφαλώς κάποιας μόρφωσης ) για να σας μεταχειριστούμε κάπως διαφορετικά;
Του απάντησα:
«Στον ελληνικό στρατό είμαστε όλοι ίσοι και στην αιχμαλωσία το ίδιο».Άρχισε να βρίζει το Βενιζέλο.

Είπε :« Αυτός ο κερατάς ο Βενιζέλος τα φταίει όλα και σκοτωνόμαστε τόσα χρόνια μεταξύ μας. Και τώρα θα μας ξανακάνει πόλεμο και σείς θα χαθητε. Θα σας πάμε στο εσωτερικό της Ασίας και θα πεθάνετε (θα εννοούσε από τις κακουχίες )1.
  1. 1. Κατά την αντίληψη όλων μας (των αιχμαλώτων) οι τούρκοι τότε  φοβόντουσαν  την επανάληψη του πολέμου από μέρουςτων Ελλήνων.
Και συνέχισε : «Σεις οι γραμματισμένοι αιχμάλωτοι  να μου γράψετε μια δήλωση ότι σας έχουμε στέγαση ,  ότι σας δίνουμε φαγητό και ότι γενικά περνάτε καλά μαζί μας  για να την στείλω στην Κοινωνία των Εθνών».

Σ’ αυτό του απάντησα ότι αν γράψουμε τέτοια δήλωση θα γράψουμε σ’ αυτή την πραγματικότητα, όπως είναι και όπως τη βλέπουμε μείς, ανεξάρτητα αν σείς πιστεύετε ότι αυτά που μας παρέχετε ανταποκρίνονται στις στοιχειώδεις ανθρώπινες  ανάγκες.

Για να γράψουμε δε τέτοια δήλωση πρέπει να συμφωνήσει και ο έλληνας στρατιωτικός γιατρός μας.

Αυτό του το είπα, γιατί γνώριζα ότι είχε ζητήσει το ίδιο πράγμα από το γιατρό μας κ. Λεμο/νίδη , ο όποίος πριν λίγες μέρες είχε έρθει στο τάγμα μας και αυτός του το είχε αρνηθεί.
Στην απάντησή μου αυτή δεν είπε τίποτα. Έδειχνε όμως τη δυσφορία του.

Συνεχίζοντας μου είπε : Να σ ‘ αφήσουμε ελεύθερο να πηγαίνεις στην αγορά να κάνεις ότι θέλεις.

Του απάντησα ότι «δεν γνωρίζω την τούρκικη γλώσσα και δεν μπορώ να κυκλοφορώ στην αγορά σας».

Κατα το διάστημα της συζήτησής μου αυτής με τον ταγματάρχη έριχνα ματιές στον χότζα ο όποίος  καθόταν στην καρέκλα αμίλητος και παρακολουθούσε. Για μια στιγμή ενώ με κύταξε κατάματα τον άκουσα να  προφέρει τη λέξη «φουρνουτζου».

Αντιλήφτηκα ότι ο χότζας με τη λέξη αυτή μου υπόδειχνε να ζητήσω να με στείλουν να εργάζομαι στο φούρνο και αμέσως είπα προς τον ταγματάρχη . «» Αν θέλετε στείλτε με στο φούρνο , όπου εργάζεται και ένας φίλος μου ».

‘Αμέσως το δέχτηκε αυτό και διάταξε έναν αξιωματικό να με στείλει στο φούρνο, αφού δώσει σε μένα και στο φίλο μου από μια μπαγκανότα (χάρτινη τούρκικη λίρα που είχε εκατό (100) γρόσια).

Ό χότζας όταν άκουσε αυτό σηκώθηκε από την καρέκλα του χαιρέτησε τον ταγματάρχη, ευχαριστημένος  όπως φαινόταν κι’ έφυγε. Ξωπίσω του έφυγα καιγώ με τον Μιχάλη .

Μετά δυο – τρεις μέρες με ζήτησε ο αξιωματικός που είχε λάβει την εντολή από τον ταγματάρχη και μου έδωσε 80 γρόσια για μένα και 80 για το φίλο μου και μ’ έστειλε να εργάζομαι στο έξης στο φούρνο, που αυτό συντέλεσε στη σωτηρία μου.

Τα είκοσι γρόσια από κάθε μπαγκανότα που κράτησε ο διαχειριστής αξιωματικός, ίσως να ήταν νόμιμες κρατήσεις ίσως όμως να τα κατακράτησε αυθαίρετα για όφελός του.

O τούρκος ταγματάρχης διοικητής δεν έκανε πλέον καμμιά όχληση προς κανέναν για να του συντάξουμε έκθεση μας για τη διαβίωσή μας την οποίαν, όπως είπε, θάστελνε στη Κοινωνία των  Εθνών.

Με τα λίγα γρόσια που μούδωσαν αγόρασα κλωστές και βελόνα για να ράβω όσο μπορούσα κι’ άλλα μπαλώματα στα κουρελιασμένα ρουχα που φορούσα και λίγο τσάϊ το όποιο έβραζα, χωρίς βέβαια ζάχαρη και ροφούσα τα πρωϊνά πήγα στο φούρνο το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων του 1922, μέρα που άρχισε να χιονίζει .

Το χιόνι έπεφτε συνεχώς μέρα και νύχτα χωρίς καμιά διακοπή μέχρι την 1 Μάρτη 1923 .

Οι ντόπιοι τούρκοι έλεγαν ότι στην περιοχή του Κασαμπά είχε να χιονίσει πριν δέκα επτά (17) χρόνια.

Οι αιχμάλωτοι που εργάζονταν στο φούρνο σαν φουρνάρηδες και ζυμωτές, μούδωσαν ένα τενεκέ με βραστό νερό και πήγα στο πίσω μέρος του χώρου του φούρνου, γδύθηκα και βούτηξα τα κουρέλια που φορούσα μέσα στο βραστό νερό, για ν’ απαλλαγώ από τις ψείρες.

«Όταν έβγανα τα κουρέλια – ρούχα μου – από τον τενεκέ στο πάνω μέρος του νερού, οι ψείρες είχαν σχηματίσει κρούστα πάχους τουλάχιστο δυό – τριών χιλιοστών.

Ώς που να στεγνώσουν τα κουρέλια μου σκέπασα το σώμα μου με δυο τσουβάλια που υπήρχαν στο φούρνο απ’ τ ‘ αλεύρια, άλλως τε και ο όλος χώρος του φούρνου ήταν ζεστός.

Στο διάστημα που ασχολούμουν μ’ αυτό τον καθαρισμό μου στο πίσω μέρος του φούρνου, στο αντίθετο μέρος δηλαδή , στο. χώρο της εισόδου του μικρού οικήματος που στέγαζε το φούρνο άκουσα δυνατές φωνές και βρισιές τούρκου αξιωματικού του Ντουρμούς έφέντη, ο όποίος έβανε στη σειρά όλους τους φουρνάρηδες και ύστερα άρχισε να τους μαστιγώνει.

Η αιτία του ξυλοδαρμού των, όπως έμαθα μετά, ήταν γιατί το ψωμί (σε καρβέλια) που πήραν κείνη τη μέρα οι τούρκοι στρατιώτες φρουροί των αιχμάλωτων, ήταν κακοψημένο και λάσπωνε και για τούτο κατά τη γνώμη του τούρκου αξιωματικού, φταίγανε  οι φουρνάρηδες και γι’ αυτό τους τιμώρησε με ξυλοδαρμό.

Οι φουρνάρηδες ισχυρίζονταν ότι το ψωμί είχε καλά ψηθεί, αλλά οι τούρκοι στρατιώτες, παρά τις συμβουλές των φουρνάρηδων να μη βάνουν στα τσουβάλια των για μεταφορά τα καρβέλια καυτά, όπως βγαίναν από το φούρνο, αλλά να τ’ αφήσουν λίγο να κρυώσουν, τάριχναν στα τσουβάλια των αμέσως και εξ αιτίας τούτου λάσπωσαν.

Φυσικά τη δικαιολογία αυτή ούτε που την άκουσε ο τούρκος αξιωματικός και οι φουρνάρηδες δέχτηκαν στα κορμιά των τον ξυλοδαρμό.

Προσωπικά, στο έξής μέσα στο βαρύ χειμώνα περνούσα στο φούρνο ασύγκριτα καλλίτερα απ’ ότι στο τάγμα και τ’ άθλιο καλύβι του λόχου μου. «Όταν υπήρχε αλεύρι και ψωμί έτρωγα απ’ αυτό όσο είχα ανάγκη .

Δουλειά ανάλαβα να μεταφέρνω με τενεκέδες στο φούρνο το νερό που χρειαζόταν για το ζύμωμα του ψωμιού και από βρύση που ήταν έξω από το φούρνο σε απόσταση πολύ κοντινή .

Κοιμώμαστε πάνω στο φούρνο, που ώς τη στέγη ήταν ένα κενό ύψους ως ένα μέτρο ίσως και περισσότερο.

Ο  φούρνος όταν έκαιγε, το πάνω του που κοιμώμασταν ήταν πολύ ζεστό.

Γι’ αυτό είχαμε στρώσει μερικά σανίδια, που είχαμε βρει στα καϋμένα σπίτια, και πάνω σ’ αυτά ξαπλώναμε.

Και όταν δεν άναβε ο φούρνος για δυο’ – τρεις μέρες διατηρώνταν ζεστός. «Έτσι όσο κρύο και αν είχε έξω, εμείς βρισκόμαστε σε ζεσταμένο χώρο.

Μαζί μας ήταν και ένας πολίτης έλληνας Μικρασιάτης ηλικιωμένος και τα βράδυα που όλοι μας ξαπλώναμε στο’ πάνω του φούρνου, μας διηγόταν διάφορες ενδιαφέρουσες και ευχάριστες ανατολίτικες Ιστορίες.  

Αρχιφούρναρης ήταν ο ηπειρώτης ‘Απόστολος Ζέρβας, ψηλός, ωραίος και γεροδεμένος άντρας.

«Άφοβος σε κάθε περίπτωση κατάφερνε τα πάντα, παραπλανώντας τους τούρκους.

Μας έταξε ότι την πρωτοχρονιά θα το γιορτάζαμε μέσα στη δυστυχία μας, τρώγοντας όλοι μας βραστή βοϊδοκεφαλή.

Το νομίζαμε αστείο του !
Αυτός όμως τήρησε την υπόσχεσή του.

Μπρος στους τούρκους φρουρούς, το πρωί της παραμονής της πρωτοχρονιάς, φορτώθηκε στους ώμους του ένα τσουβάλι αλεύρι, κατέβηκε στην αγορά, το πούλησε, αγόρασε μια βοϊδοκεφαλή  και την έφερε στο φούρνο.

Την νύχτα βράζονταν η βοϊδοκεφαλή και το μεσημέρι της πρωτοχρονιάς φάγαμε όλοι μαζί, φαγητό που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε και τούτο χάρις στο μεγάλο θάρρος του Αποστόλη Ζέρβα.’Από τις 3 Φλεβάρη 1923 μέχρις ότου φύγαμε, στις αρχές τ’ Απρίλη , δεν στέλνονταν οι αιχμάλωτοι σ’ εργασίες και ολόκληρο το τάγμα τέθηκε σ’ αποκλεισμό (καραντίνα ), γιατί όπως ακούσαμε οι τούρκοι φοβήθηκαν μήπως μεταδοθούν επιδημικές αρρώστιες.

Άνατολικώτερα στην πόλη Ούσάκ ήταν στρατόπεδο αιχμάλωτων με αριθμό υπέρ τις πέντε χιλιάδες (5.000).

Προσβλήθηκαν όμως από εξανθηματικό τύφο, ο όποίος έλαβε τέτοια ξάπλωση ώστε μέχρι τις αρχές τ’ Απρίλη που φύγαμε για την Ελλάδα, είχαν διασωθεί μόνον περί τους χίλιους διακόσιους ( 1 200 ),  όλοι οι άλλοι πέθαναν εκεί.

Στο τάγμα μας οι θάνατοι προέρχονταν από εξάντληση , δυσεντερίες και κρυολογήματα.

Τα πτώματα αυτών που πέθαιναν τοποθετούντο πάνω σ’ ένα φύλλο τσίγγου και άλλοι αιχμάλωτοι τους μετάφερναν έξω από την πόλη , πάνω σ’ ένα στρογγυλό χωματόλοφο, γύρω στον όποίο, από τον καιρό τής προέλασης του στρατού μας, ήταν σκαμμένο χαράκωμα βάθους περίπου δυό μέτρων.

Μέσα σ’ αυτό το χαράκωμα ρίχνονταν οι νεκροί χωρίς να σκεπάζονται με χώμα.

Και αν κείνοι που τους μετάφερναν ερριχναν πάνω τους λίγο χώμα, τις νύχτες αγέλες τσακαλιών τους ξέθαβαν και έτρωγαν τις σάρκες των.
Στο χαράκωμα αυτό ρίχτηκαν νεκροί φίλοι και γνωστοί.

Ο Πανάγος από τη Σάμο, ο Κυριακόπουλος από χωργιό του Πύργου – ‘Ήλιδας, ο Μπέμπης άπό  την Κυνουρία και άλλοι.

Δεκατρείς μέρες προ τής ανταλλαγής μας πέθανε και τάφηκε εκεί ο Χρήστος Μπαμπανικολός, ο λεβεντόκορμος καβαλλάρης ο όποίος, όπως πάρα πάνω έγραψα, όταν είχαμε στις 27 Αυγούστου 1922 στρατοπεδεύσει δεξιά του σιδηροδρομικού σταθμού Καγιάς, είχε με συναδέρφους του προχωρήσει προς το Σεβδήκιοϊ και έξω απ’ αυτό συνάντησαν τούρκικη στρατιωτική περίπολο, από την οποίαν πήραν την πληροφορία ότι από το πρωί τής μέρας κείνης ο τούρκικος στρατός μπήκε στη Σμύρνη και έτρεξε με τ’ άλογο του κι’ ανάφερε την πληροφορία στο συνταγματάρχη Ζεγκίνη .

’Έγραψα πάρα πάνω ότι από την παραμονή των Χριστουγέννων άρχισε να ρίχνει χιόνι ημέρα και νύχτα.
Σταμάτησε την 1ην  του Μάρτη .

Ο ουρανός ήταν πια ολοκάθαρος και ο ήλιος αμέσως θέρμανε πολύ.
Το πρώτο δεκαήμερο του Μάρτη τα πλατάνια της δεντροστοιχίας του κεντρικού δρόμου του Κασαμπά μπομπούκιασαν και σε λίγες μέρες είχαν κάνει τα φύλλα τους.

Προς τα βράδυα ακούγονταν τα λυπητερά κελαδίσματα των γκιώνηδων που όγκωναν τη μελαγχολία μας.
Από τον πολύ ζεστό ήλιο σε λίγες μέρες είχαμε γίνει μελαψοί.

Η φρουρά του τάγματος αιχμάλωτων Κασαμπά είχε δύναμη εκατόν εξήντα (160) στρατιώτες μαζί με ανάλογους υπαξιωματικούς.
Μόνο οι υπαξιωματικοί φορούσαν στρατιωτική στολή.

Οι στρατιώτες ήσαν ντυμένοι με ότι είχε ο καθένας τους και δίναν την εντύπωση τούρκων χωρικών.
Πολλών τα ρούχα των ήσαν και σχισμένα.

Το συσσίτιό τους ήταν όμοιο με το των αιχμαλώτων, .ίσως σε ποσότητα περισσότερο.

‘Έπαιρναν όμοια μερίδα ψωμιού. «Όταν στους αιχμάλωτους δίνονταν βρασμένο σιτάρι, απ’ αυτό έπαιρναν και οι τούρκοι στρατιώτες.

«Όταν δεν δίνονταν τίποτε στους αιχμάλωτους, ταυτό γινόταν και σ’ αυτούς. Είχαν διαιρεθεί σε τέσσερους λόχους.
‘Από σαράντα στρατιώτες σε κάθε λόχο .

Για κάθε λόχο υπήρχαν μόνο 7- 8 Όπλα παλαιού τύπου «Μαρτίνι» μονόσφαιρα τα οποία είχαν μεταποιηθή σε τύπο «Μάουζερ » και είχαν σχοίνινο αορτήρα.

Κάθε στρατιώτης που πρόκειτο να φυλάξει σκοπός,  παραλάβαινε το όπλο από τον προκάτοχό του και τρία φυσίγγια.

Πολλές φορές τούρκοι στρατιώτες μας μιλούσαν με θαυμασμό για το πυροβολικό μας.

Είχαν λάβει πικρή πείρα κατά τις μάχες και μας ρωτούσαν να τους πούμε τι γνώριζαν οι πυροβοληταί μας που είχαν τόση ευστοχία.

«Όταν μας κατέβασαν στη Σμύρνη για να φύγουμε για την Ελλάδα, εκεί είδαμε τούρκικο στρατό με καινούργιες χειμερινές στολές και εξαρτήσεις εκστρατείας, που ήσαν στολές του ελληνικού στρατού.

Αιχμάλωτοι, που πέρασαν τον χρόνο της αιχμαλωσίας των στη Σμύρνη , μας είπαν ότι οι τούρκοι βρήκαν εκεί αποθήκες γεμάτες ιματισμό του ελληνικού στρατού και μ’ αυτόν έντυσαν μεραρχίες του δικού των στρατού.

Η ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στις 2 τ’ Απρίλη 1923, μεγάλη Δευτέρα είδαμε να κινείται στο τάγμα αιχμαλώτων τούρκος συνταγματάρχης γιατρός.

‘Αποδείχτηκε ότι αυτός είχε έρθει για να φροντίσει για τη μεταφορά μας στη Σμύρνη προς τον σκοπό ανταλλαγής μας με τούρκους αιχμάλωτους που είχε η Ελλάδα.

Μιλούσε την ελληνική γλώσσα, γιατί όπως μας είπε κατάγονταν από τα Γιάννενα. ‘Ακούσαμε από τον ίδιο ότι σε εκτέλεση συμφωνίας που υπογράφτηκε στη Λωζάνη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, θα γίνει ανταλλαγή αιχμάλωτων, αλλά μόνον δέκα χιλιάδων, γιατί τόσοι ήσαν οι τούρκοι αιχμάλωτοι στην Ελλάδα.

Οι επί πλέον από τις δέκα χιλιάδες έλληνες αιχμάλωτοι θα παραμείνουν στην Τουρκία για να φύγουν απ’ εκεί μετά την υπογραφή τής συνθήκης ειρήνης.

Μας είπε ότι απ’ όλα τα τάγματα ελλήνων αιχμαλώτων θα γίνονταν προς τη Σμύρνη αποστολές μικρού αριθμού αιχμαλώτων από το καθένα ώστε να συμπληρωθεί ο αριθμός δέκα χιλιάδες.

Αυτός όμως πρότεινε στην προϊσταμένη του αρχή όπως το τάγμα μας φύγει ολόκληρο επειδή βρισκόταν στις χειρότερες συνθήκες διαβίωσης απ’ όλα τάλλα τάγματα και η πρότασή του αυτή έγινε δεχτή.

Μας πρόστεσε δε ότι σαν συμπατριώτες που είμαστε  θέλει με κάθε τρόπο να μας βοηθήσει να φύγουμε.

Γι’ αυτό όμως έπρεπε μέσα σε δυο μέρες να ετοιμαστούμε και να κατέβουμε σιδηροδρομικά στη Σμύρνη .

Ετοιμασία μας ήταν ν’ απολυμανθούμε όλοι μας και ο φούρνος μας να ψήσει ψωμί, ώστε κάθε αιχμάλωτος να πάρει ψωμί για δύο μέρες.

Πράγματι ο έλληνας γιατρός του τάγματός μας κ. Λεμονίδης, με κείνους τους απολυμαντικούς κλιβάνους που είχε φτιάξει με τα βαρέλια του οινοπνεύματος, κατώρθωσε να πραγματοποιήσει την απολύμανση έγκαιρα.

Μόλις άρχισε να φέγγει ή 4η  Απρίλη, μεγάλη Τετάρτη , παρατάχτηκε όλο το τάγμα κατά τετράδες και καθώς περνούσαν μπρος από το φούρνο, δίνονταν σε κάθε αιχμάλωτο ψωμί δύο ημερών και βιαστικά οδηγηθήκαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό.

Για την αναχώρησή μας δεν ειδοποιήθηκαν και γι’ αυτό δεν ήρθαν μαζί μας όσοι είχαν σταλεί και εργάζονταν σε χωριά έξω από τον Κασαμπά, όπως και κείνοι πούχαν σταλεί, στο βουνό και φτιάχναν ξυλοκάρβουνα.

‘Έγραψα πάρα πάνω ότι το τάγμα αιχμάλωτων Κασαμπά αποτελέστηκε από τους εννιακόσιους (900) που ξεκινήσαμε από τη Μαγνησία και άλλους πεντακόσιους (500) που έφερναν τμηματικά κατόπιν, μέσα στους όποίους ήσαν πολλοί έλληνες Μικρασιάτες.

Στο διάστημα του χειμώνα 1922 – 1923 πέθαναν περί τους τριακόσιους (300).

«Άλλοι τριακόσιοι ήσαν όσοι είχαν σταλεί σε εργασίες έκτός του Κασαμπά  και στο νοσοκομείο Μαγνησίας.

Συνεπώς όσοι οδηγηθήκαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό είμαστε περίπου οχτακόσιοι (800).
Μας επιβίβασαν σ’ ένα σιδηροδρομικό συρμό και περιμέναμε να ξεκινήσει.

Πρωί – πρωί στο χώρο του σταθμού είχαν έρθει αρκετοί τούρκοι πολίτες, οι όποίοι σιωπηλοί μας βλέπαν μάλλον με συμπάθεια .Απέναντι στο βαγόνι στο οποίο μπήκα και κάθησα έβλεπα όρθιο ένα γέροντα τούρκο ο όποίος μιλούσε μονολογώντας.

Ρώτησα συνάδερφο τουρκομαθή, που τον έβλεπε κι’ αυτός να μου εξηγήσει τι έλεγε, γιατί έβλεπα καθώς μονολογούσε από τα μάτια του κυλούσαν δάκρυα. Μου εξήγησε ο συνάδερφος ότι έλεγε :
«»Ήσασταν εδώ και βέβαια υποφέρατε, αλλά εμείς ακούγαμε που μιλούσατε ελληνικά και πιστεύαμε ότι έχουμε ακόμη μαζί μας τους έλληνες.

Τώρα φεύγετε και σείς.
Τι θα γίνουμε χωρίς τους έλληνες».
«Ο σιδηροδρομικός συρμός ξεκίνησε κατα ώρα περίπου 11 π. μ. και κατα τις 4 μ.μ. φτάσαμε στη Σμύρνη .

Μας οδήγησαν σε πλαγιαστό χώρο που ήταν πάνω από την παραλία της συνοικίας «Πούντα»  και όπως είπαν άλλοι αιχμάλωτοι που γνώριζαν, εκεί είχε τις εγκαταστάσεις της η Μοίρα Κλιβάνων της «Ελληνικής Στρατιάς.

Καθώς φτάναμε δίναν στον καθένα μας από ένα αντίσκηνο που είχε χρώμα ασπρο.

Την νύχτα της 4 πρός 5 Άπρίλη, μεγάλης Τετάρτης προς μεγάλη Πέμπτη, μείναμε στο ύπαιθρο και το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό. Διπλωμένοι με τ ‘ αντίσκηνα όλη τη νύχτα περπατούσαμε για να νοιώθουμε έτσι λιγότερο το κρύο.

Μέσα στο σκοτάδι όμως φαντάζαμε σαν άσπρες σκιές και η πλαγιά παρουσίαζε εικόνα βιβλική. ο πρωί της 6ης Απρίλη, μεγάλη Πέμπτη παραδώσαμε τ ‘ αντίσκηνα, ήρθαν τούρκοι αξιωματικοί, αίνεται δε ότι εκεί ήταν και η διεθνής πιτροπή για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων.

Στήθηκε ξύλινο τραπέζι, ανοίξανε πάνω σ’αυτό οι τούρκοι αξιωματικοί κατάλογους και άρχισαν να φωνάζουν αριθμούς και ονόματα.

Καθώς πλησίαζε και περνούσε άπ ‘ εμπρός τους όποιος άκουγε τον αριθμό του και τ’ όνομά του, παρατηρούσαμε ότι άλλους έστελναν να σταθούν προς τα δεξιά τους και άλλους προς τ ‘ αριστερά τους.

Αποδείχτηκε ότι γινόταν επιλογή . «Όσοι στέλνονταν δεξιά τους ήταν να φύγουν και όσοι στέλνονταν αριστερά τους θα παράμεναν .

Άφηναν να φύγουν τους απλούς στρατιώτες, κρατούσαν δε τους υπαξιωματικούς γενικά και τους στρατιώτες των τεχνικών όπλων, πυροβολικού, μηχανικού κ.λ.π.

Από τους οχτακόσιους (800) του τάγματός μας, που κατεβήκαμε από τον Κασαμπά, κράτησαν γι ‘ αυτό τον λόγο περίπου εκατόν πενήντα (150) και έτσι τελικά θα φεύγαμε οι εξακόσιοι πενήντα (650).

Μας οδήγησαν στην περιοχή της Πούντας, σε προβλήτα της όποίας ήταν αγκυροβολημένο ελληνικό φορτηγό καράβι με τ ‘ όνομα «Ίωάννης».

Είχαν επιβιβαστεί σ’ αυτό κι’ άλλοι έλληνες αιχμάλωτοι. Τέλος κατα ώρα δέκα (1 0) το βράδυ επιβιβαστήκαμε και μεις. Από έλληνες αξιωματικούς και  στρατιωτ. γιατρούς, που ήσαν μέλη τής επιτροπής παραλαβής μάθαμε ότι εμείς είμαστε οι τελευταίοι που συμπληρώσαμε τις δέκα χιλιάδες (10.000 ) που ανταλλάχτηκαν τότε.

Μπαίνοντας στο ελληνικό καράβι, ύστερα από μαρτυρική ζωή επτά μηνών, πατούσαμε σ’ ελεύθερο ελληνικό έδαφος και νοιώσαμε να φεύγει από μέσα μας το άγχος τής σκλαβιάς μας.

Μας δόθηκαν στον καθένα μας ολόκληρη κουραμάνα (ελληνικό ψωμί του στρατού ), αρκετό τυρί και κονσέρβα κρέας.

Όταν έφεξε η 6η Απρίλη , μεγάλη Παρασκευή το καράβι «Ιωάννης » έμενε εκεί ακίνητο.

Ακούσαμε ότι δεν θα μας έφερνε αυτό στην Ελλάδα αλλ’ άλλο το όποιο θα ‘ ρχόταν από, την Ελλάδα με τούρκους αιχμάλωτους. Μένοντας στο ελληνικό καράβι είτε από το κατάστρωμα είτε απ’ την προβλήτα βλέπαμε την άλλοτε ωραία μεγαλούπολη τής Ιωνίας, τη Σμύρνη , καταρρειπωμένη και έρημη .

Στον παραλιακό της δρόμο υψώνονταν μερικά κομμάτια τοίχων των άλλοτε ωραίων σπιτιών της και από το πρωί ως ώρα δύο (2 ) μ.μ. ότε απόπλευσε το καράβι που θα μας έφερνε στην Ελλάδα, δεν είδαμε τίποτε άλλο, έκτός μόνο να πηγαινοέρχονται αραιά τα τραμ που σέρνονταν από άλογα, 5-6 αμάξια και σ’ αραιά διαστήματα φαινόταν και κανένας τούρκος διαβάτης με το κόκκινο φέσι του.

Στο λιμάνι βρίσκονταν πέντε (5 ) ξένα πολεμικά, τρία ελληνικά φορτηγά που χρησιμοποιούνταν για την παραλαβή και μεταφορά των αιχμάλωτων και ένα μικρό τούρκικο σκάφος που έκανε τη συγκοινωνία Σμύρνης – Βρυούλλων.

Λίγο μετά το μεσημέρι έφτασε το ελληνικό φορτηγό καράβι «Ανδρέας» το όποίο έφερε από την Ελλάδα τούρκους αιχμάλωτους.

«Όταν άραξε και τους βλέπαμε πλέον από κοντά, αυτοί ήσαν ντυμένοι με καινούργιες στρατιωτικές στολές και άρβηλα. Είχαν χλαίνες, κουβέρτες, και τα σακίδιά των γεμάτα τρόφιμα και φρούτα.

Πριν ν’ αρχίσουν ν’ αποβιβάζονται μας κύταζαν, όπως είμαστε γυμνοί, ξυπόλυτοι και κουρελήδες, με έκπληξη και δεν μιλούσαν.

‘Όταν πλέον κατέβαιναν και μας πλησίαζαν πολλοί απ’ αυτούς με δάκρυα στα μάτια και αγανάχτηση έλεγαν μιλώντας ελληνικά : «που σας στέλνουν οι άτιμοι μ’ αυτά τα χάλια» και άδειαζαν μπρος μας τα σακίδιά των με τα τρόφιμα και τα φρούτα (πορτοκάλια – μήλα) παρακαλώντας να τα δεχτούμε.

Πολλοί έβγαζαν και τις χλαίνες που φορούσαν και μας τις έδιναν όπως και τις κουβέρτες των.

Μας είπαν ότι την αιχμαλωσία τους την πέρασαν στην Πάτρα και κεί είχαν επιβιβαστεί στο καράβι το όποίο τους έφερε στη Σμύρνη . Όταν άδειασε απ’ αυτούς το καράβι «Ανδρέας» επιβιβαστήκαμε σ’ αυτό και κατα ώρα 2 μ.μ. αποπλεύσαμε.

Κι’ όσο απομακρυνόμαστε, αφήναμε πίσω μας τα θλιβερά ερείπια της Σμύρνης και μέσα σ’ αυτά θαμένο το φευγαλαίο όνειρο της λευτεριάς του απ’ αιώνων Μικρασιατικού Ελληνισμού, που αντ’ αυτού γνώρισε από τους τούρκους τη σφαγή , την ατίμωση και τελικά τον ξεριζωμό του από την πατρογονική του γη .

Το πρωί της 7ης  Απρίλη , μεγάλο Σάββατο το καράβι που μας έφερνε βρισκόταν στ’ ανοιχτά του Αιγαίου και κατα ώρα περίπου δέκα (1 0 ) π.μ. αντικρύσαμε με μεγάλη μας συγκίνηση το Σούνιο, με τις πάλευκες κολώνες του ναού του Ποσειδώνα και στη συνέχεια την Αττική παραλία προς το Σαρωνικό με τη Γλυφάδα – Καλαμάκι, Παλαιό και Νέο Φάληρο και στο βάθος τμήματα της Αθήνας με την Ακρόπολη και το Λυκαβηττό.

Πιο πέρα την Καστέλα, τον Πειραιά και τέλος το καράβι «Άνδρέας» αγκυροβόλησε στον κόλπο της Σαλαμίνας μπρος από το Δημόσιο Απολυμαντήριο, προς την πλευρά της Κούλουρης απέναντι από το Κερατσίνι. Στις 8 Απρίλη , Κυριακή του Πάσχα μείναμε στο καράβι και μας δόθηκαν πασχαλινά τρόφιμα.

Προς το απόγευμα πλησίασαν βάρκες με επισκέφτες που ζητούσαν πληροφορίες για δικούς τους. Και την 9ην  Απρίλη , Δευτέρα του Πάσχα, μείναμε μέσα στο καράβι και ήρθαν περισσότερες βάρκες με επιβάτες που ζητούσαν πληροφορίες για δικούς τους.

Σε μια βάρκα ήταν γνωστός μου λοχαγός του πυροβολικού Άγις Λεβέντης από την Κυνουρία.

Ζητούσε πληροφορία για τον αδερφό του Θρασύβουλο, με τον οποίο συνυπηρετούσα στο επιτελείο της Στρατιωτ . Διοίκησης, στο Άϊδίνι .
Κατα την αιχμαλωσία μας, τυχαία χωριστήκαμε.
Είχα μάθει ότι σαν αιχμάλωτος βρισκόταν στην περιοχή του Τουρμπαλί και ότι πέθανε.

Την θλιβερή αυτή πληροφορία είπα στον φίλο Άγι Λεβέντη και απ’ αυτόν έμαθα ότι ο αδερφός μου λοχαγός πυροβολικού Κώστας είχε διασωθεί κατά την υποχώρηση από την Μ . Άσία και αποβιβάστηκε με το σύνταγμά του Γ ‘ Πεδινό πυροβολικό στη Θράκη , ότι βρισκόταν στην Αθήνα και τις μέρες αυτές του Πάσχα, είχε πάει στους γονείς μας στο χωριό μας Άγιωργήτικα – Αρκαδίας.

Κατα το, μεσημέρι πλησίασε στο καράβι μια βάρκα μέσα στην όποία ήταν καθησμένος σεβάσμιος γέροντας με μαύρο κοστούμι, μαύρο καπέλο και λευκασμένα γένεια, δίπλα του άλλος κύριος, νεώτερός του και όρθια μια ωραία κοπέλλα ψηλή , λεπτή , μελαχρινή με μαύρα μαλλιά και μεγάλα μαύρα μάτια.

Μίλησε η κοπέλλα και ζητούσε πληροφορίες για τον Γιώργο Τσιτσεκλή . Καταλάβαμε ότι ήταν αδερφή του, γιατί έμοιαζε καταπληχτικά με τον αδερφό της.

‘Όλοι μας όσοι τον γνωρίζαμε μιλούσαμε μεταξύ μας και προς τους γνωστούς μας να μη της δώσουν κείνη τη στιγμή τη θλιβερή πληροφορία για την αυτοχτονία του, τη στιγμή της παράδοσής μας στους τούρκους.

Παρά την προσπάθειά μας αυτή, γνωστός μας αιχμάλωτος, ο στο Άϊδίνι στρατιώτης – ιπποκόμος του συνταγματάρχη Ζεγκίνη , ο όποιος κείνη τη στιγμή βρισκόταν πάνω στη γέφυρα  του καραβιού, απάντησε στην κοπέλλα ότι ο Γιώργος Τσιτσεκλής αυτοχτόνησε τη στιγμή της παράδοσής μας, πάνω στο βουνό της Σμύρνης «τα δυό αδέρφια » και της το βεβαίωσε.

Στο άκουσμα αυτής της πληροφορίας η κοπέλλα κλονίστηκε κι’ ήταν φανερό ότι προσπαθούσε να κρατηθεί όρθια, ο γέροντας πατέρας της έσκυψε πιο πολύ και ή βάρκα άρχισε να κάνει στροφή και σιγά σιγά ν’ απομακρύνεται .

Κείνη τη στιγμή , βλέποντάς τους, ένοιωθα βαθειά τον απέραντο πόνο τους για τον τόσο άδικο χαμό  αγαπημένου τους γυιού και αδερφού και δικού μας αξέχαστου φίλου 1.

1 . Μετά μερικά χρόνια, κατα το 1930 ή και νωρίτερα, οι αθηναϊκές εφημερίες και συγκεκριμένα η «’Εστία»,  δημοσίεuσαν  την είδηση αύτοχτονίας της δεσποινίδας Tσιτσεκλή .

«Έγραφαν ότι μετά την προσφυγιά της οικογένειας από τη Σμύρνη και την πληροφορία ότι ο μοναχογιός τους Γιώργoς αυτοχτόνησε κατα τη στιγμή της αιχμαλωσίας, για να μη πέσει στα χέρια των τούρκων, πέθαναν στην Αθήνα οι ηλικιωμένoι γονείς τη ς .

Η ίδια, μόνη  πλέον  στον εδώ κόσμο, ζούσε με τη θλίψη της, για τα τόσα οικογενειακά παθήματά της, διάθεσε  ότι  περιουσιακό στοιχείο είχε σε φιλανθρωπίες και πρόσφερε γι’ αρκετά χρόνια την προσωπική της εργασία σαν εθελόντρια νοσοκόμος στο νοσοκομείο « Ευαγγελισμός» ώς που τελικά αυτοχτόνησε.

Αργότερα είδα από μακρυά να έρχεται μια βάρκα. Σαν από προαίσθηση την περίμενα να πλησιάσει και όταν πια μπορούσα να διακρίνω , είδα ότι εκτός από τον βαρκάρη ήταν μέσα σ’ αυτή και ένας στρατιώτης.

‘Όταν ή βάρκα έφτασε κοντά στο καράβι, ο στρατιώτης καθώς τον κύταζα, από το κατάστρωμα που ήμουν, σκυμένος στην κουπαστή, απευθύνθηκε σε μένα και με ρώτησε μήπως γνωρίζω ένα Βασίλη Διαμαντόπουλο. Του απάντησα ότι είμαι ο ίδιος.

Μου πρόστεσε :
«Είμαι ο ιπποκόμος του αδερφού σας του λοχαγού, ο οποίος έχει πάει στους γονείς σας, στο χωριό σας και μ’ άφησε εντολή , όταν έρχονται πλοία με αιχμάλωτους να κατεβαίνω να ρωτώ για σας.
Και αν πάρω ευχάριστη είδηση να του τηλεγραφήσω ».

Αντιλήφτηκα ότι καθώς μου έλεγε αυτά ήταν πολύ ταραγμένος και δεν μου είπε τίποτα άλλο, παρά μόνο ότι πηγαίνει να τηλεγραφήσει και ή βάρκα έκανε στροφή και άρχισε ν’ απομακρύνεται.
Εκ των ύστέρων εξηγήθηκε ή ταραχή του.

Ό αδερφός μου του είχε δώσει εντολή να κατεβαίνει κάθε μέρα που έρχονταν αιχμάλωτοι να ρωτάει, αυτός όμως αμέλησε και την ήμέρα του Πάσχα δεν κατέβηκε.

Και απ’ αυτή την αμέλειά του, βράδυνε να δώσει την πληροφορία για την επιστροφή  μου μιά ολόκληρη μέρα και για τούτο ένοιωσε την ευθύνη του και φοβήθηκε την από μέρους του αδερφού μου επίκριση.

Από το πρωί της 10ης  Απρίλη , Τρίτη του Πάσχα άρχισε η αποβίβασή μας στο Δημόσιο Άπολυμαντήριο  και η απολύμανσή μας.

Πολλοί είμαστε όσοι αναλάβαμε εθελοντικά καθήκοντα γραφιάδων και γράφαμε τους καταλόγους, τα προσωρινά απολυτήρια ή τις άδειες.

Προσωρινά απολυτήρια για όσους ανήκαν σε κλάσεις που είχαν αποστρατευτεί και άδειες δύο μηνών για όσους ανήκαν στις κλάσεις που παράμειναν επιστρατευμένες.

Η απολύμανση συνεχίστηκε και όλη τη νύχτα και τέλειωσε κατά τη χαραυγή της 11ης  Απρίλη, μέρα Τετάρτη του Πάσχα.

Μας δόθηκε το πρωί, όπως παραμέναμε στο ύπαιθρο, ψωμί, τσάϊ και τυρί. Διαδόθηκε όμως ότι δεν θα φεύγαμε αλλά ότι θα παραμέναμε ακόμη καραντίνα μέσα στο ίδιο καράβι που μας έφερε γιατί αρρώστησαν τέσσερες μετα την απολύμανσή τους και ύποψιάζοντο οι γιατροί ότι η αρρώστειά τους ενδεχόμενα να είναι εξανθηματικός τύφος.

Η είδηση αυτή με κατάθλιψε από τη σκέψη μου ότι και την τελευταία στιγμή που πρόκειτο ν’ αποχτήσουμε  την πλήρη λευτεριά μας, παρουσιάστηκαν τέτοια εμπόδια και κίνδυνοι ν’ αρρωστήσουμε από μολυσματική αρρώστεια, τόσο ώστε δεν μπορούσα να φάω τίποτα παρα τις προτροπές των φίλων μου.

Και όπως ήμουν καθησμένος κάτω άκουσα απ’ επάνω μου τη φωνή του αδερφού μου που ρωτούσε «παιδιά μήπως γνωρίζετε ένα Βασίλη Διαμαντόπουλο».

Γύρισα προς τα πίσω το κεφάλι μου και είδα όρθιο τον αδερφό μου Κώστα.
Δεν μπορώ να περιγράψω τη συγκινητική αυτή στιγμή της συνάντησής μας. Αγκαλιασμένοι βαδίσαμε μερικά βήματα και Καθήσαμε σ’ ένα βραχάκι κι’ όταν συνήρθαμε από τη συγκίνηση μούδωσε πληροφορίες για τους δικούς μας .

Διέκρινα όμως ότι τη χαρά του για τη σωτηρία μου σκίαζε ή λύπη του σαν αξιωματικός που ήταν, για το μαρτύριο και κατάντημα τόσων στρατιωτών της άλλοτε περήφανης και νικηφόρου  στρατιάς της Μ. Ασίας.

Με την έγκριση του εκεί Φρουραρχείου ο αδερφός μου με πήρε και ανεβήκαμε στην Αθήνα.

Την επομένη αποβιβάστηκαν κι’ όλοι οι συνάδερφοι, γιατί αποδείχτηκε ότι η αρρώστεια των τεσσάρων δεν ήταν εξανθηματικός τύφος.
ΤΕΛΟΣ

πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια: