Ο πρόεδρος John F. Kennedy σε συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας με τον υπουργό Εξωτερικών Dean Rusk και τον υπουργό Άμυνας Robert McNamara.
Η κρίση των πυραύλων της Κούβας, πριν από ακριβώς πενήντα χρόνια, υπήρξε η πιο κρίσιμη στιγμή, μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η οποία έφερε της δύο υπερδυνάμεις στα όρια του πυρηνικού πολέμου.
Αιτία της κρίσης απετέλεσε η εγκατάσταση σοβιετικών πυραύλων με πυρηνικές κεφαλές στην Κούβα, ως απάντηση στην εγκατάσταση αμερικανικών πυρηνικών πυραύλων μέσου βελινεκούς Juppiter PGM-19 στην Τουρκία (έξω από τη Σμύρνη) και την Ιταλία.
Η κρίση διήρκεσε 13 ημέρες.
Άρχισε στις 16 Οκτωβρίου και τερματίστηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1962, όταν ο σοβιετικός ηγέτης, Νικίτα Χρουστσώφ, ανεκοίνωσε ότι η εγκατάσταση πυραύλων στην Κούβα θα σταματούσε και οι πύραυλοι θα επέστρεφαν στην ΕΣΣΔ.
Σε αντάλλαγμα, ο αμερικανός πρόεδρος, Τζον Κένεντι δεσμεύτηκε πως οι ΗΠΑ δεν θα εισέβαλλαν στην Κούβα, ενώ παράλληλα, απεδέχθη μυστικά την απομάκρυνση των αμερικανικών πυραύλων από την Τουρκία και την Ιταλία.
Σε σχέση με την Τουρκία, η κρίση του 1962 πέραν του ότι έθεσε σε πυρηνικό κίνδυνο την υπάρξη της ίδιας της χώρας, απετέλεσε ένα κρίσιμο τεστ για τα όρια και τις αντοχές των Αμερικανο-Τουρκικών σχέσεων.
Σε επίπεδο θεωρίας των διεθνών σχέσεων, παραμένει ένα κλασικό παράδειγμα για το κόστος και τους κινδύνους που ενυπάρχουν για το μικρότερο και πιο αδύναμο κράτος σε μία συμμαχία με ένα μεγαλύτερο και πιο ισχυρό κράτος, αφού ο ηγεμονισμός εκδηλώνεται και μεταξύ συμμάχων και όχι μόνο μεταξύ αντιπάλων.
Όταν το 1959 η Τουρκία προσέφερε με ενθουσιασμό το έδαφός της, μέσα στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, για να εγκατασταθούν οι πύραυλοι Juppiter, υπελόγισε ότι θα απεκόμιζε δύο στρατηγικά οφέλη:
πρώτον, ότι θα μεγιστοποιούσε τους συντελεστές ισχύος της έναντι της ΕΣΣΔ (υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία από το 1952 είχε γίνει μέλος του ΝΑΤΟ)
και δεύτερον, ότι ο γεωστρατηγικός ρόλος της χώρας θα αναβαθμιζόταν στο στρατηγικό σχεδιασμό του ΝΑΤΟ, σε βαθμό που η τουρκική κυβέρνηση πίστευε ότι οι σχέσεις με τις ΗΠΑ θα ελάμβαναν το χαρακτήρα γεωστρατηγικής εξάρτησης από την Τουρκία.
Η κρίση των πυραύλων της Κούβας, πριν από ακριβώς πενήντα χρόνια, υπήρξε η πιο κρίσιμη στιγμή, μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η οποία έφερε της δύο υπερδυνάμεις στα όρια του πυρηνικού πολέμου.
Αιτία της κρίσης απετέλεσε η εγκατάσταση σοβιετικών πυραύλων με πυρηνικές κεφαλές στην Κούβα, ως απάντηση στην εγκατάσταση αμερικανικών πυρηνικών πυραύλων μέσου βελινεκούς Juppiter PGM-19 στην Τουρκία (έξω από τη Σμύρνη) και την Ιταλία.
Η κρίση διήρκεσε 13 ημέρες.
Άρχισε στις 16 Οκτωβρίου και τερματίστηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1962, όταν ο σοβιετικός ηγέτης, Νικίτα Χρουστσώφ, ανεκοίνωσε ότι η εγκατάσταση πυραύλων στην Κούβα θα σταματούσε και οι πύραυλοι θα επέστρεφαν στην ΕΣΣΔ.
Σε αντάλλαγμα, ο αμερικανός πρόεδρος, Τζον Κένεντι δεσμεύτηκε πως οι ΗΠΑ δεν θα εισέβαλλαν στην Κούβα, ενώ παράλληλα, απεδέχθη μυστικά την απομάκρυνση των αμερικανικών πυραύλων από την Τουρκία και την Ιταλία.
Σε σχέση με την Τουρκία, η κρίση του 1962 πέραν του ότι έθεσε σε πυρηνικό κίνδυνο την υπάρξη της ίδιας της χώρας, απετέλεσε ένα κρίσιμο τεστ για τα όρια και τις αντοχές των Αμερικανο-Τουρκικών σχέσεων.
Σε επίπεδο θεωρίας των διεθνών σχέσεων, παραμένει ένα κλασικό παράδειγμα για το κόστος και τους κινδύνους που ενυπάρχουν για το μικρότερο και πιο αδύναμο κράτος σε μία συμμαχία με ένα μεγαλύτερο και πιο ισχυρό κράτος, αφού ο ηγεμονισμός εκδηλώνεται και μεταξύ συμμάχων και όχι μόνο μεταξύ αντιπάλων.
Όταν το 1959 η Τουρκία προσέφερε με ενθουσιασμό το έδαφός της, μέσα στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, για να εγκατασταθούν οι πύραυλοι Juppiter, υπελόγισε ότι θα απεκόμιζε δύο στρατηγικά οφέλη:
πρώτον, ότι θα μεγιστοποιούσε τους συντελεστές ισχύος της έναντι της ΕΣΣΔ (υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία από το 1952 είχε γίνει μέλος του ΝΑΤΟ)
και δεύτερον, ότι ο γεωστρατηγικός ρόλος της χώρας θα αναβαθμιζόταν στο στρατηγικό σχεδιασμό του ΝΑΤΟ, σε βαθμό που η τουρκική κυβέρνηση πίστευε ότι οι σχέσεις με τις ΗΠΑ θα ελάμβαναν το χαρακτήρα γεωστρατηγικής εξάρτησης από την Τουρκία.
Οι Τούρκοι δικαιολογώντας την εγκατάσταση των πυραύλων προέβαλαν ως επιχείρημα το σοβιετικό κίνδυνο, τις κοινές αξίες του δυτικού κόσμου στον Ψυχρό Πόλεμο και τη συμβατική υποχρέωση των ΗΠΑ να ενιχύσουν την άμυνα των συμμάχων τους έναντι της ΕΣΣΔ.
Αν και ο Τζον Κένεντι ήθελε να αποφύγει την πυρηνική σύγκρουση με την ΕΣΣΔ, όπως άλλωστε και ο Χρουστώφ, όταν άρχισε η κρίση βρέθηκε σε ένα επώδυνο δίλημμα: είτε να υποχωρήσει παίρνοντας τους πυραύλους από την Τουρκία είτε να ρισκάρει ένα θερμό πυρηνικό επεισόδιο με καταστροφικές συνέπειες.
Το δίλημμα προέκυψε λόγω της επιστολής που τού απέστειλε ο Χρουτσώφ, διασυνδέοντας την άρση των σοβιετικών πυραύλων από την Κούβα με την άρση των αμερικανικών πυραύλων από την Τουρκία.
Έτσι, στην αρχή ζήτησε από τους συμβούλους του να γίνει διαπραγμάτευση με την Τουρκία, προκειμένου η τουρκική κυβέρνηση να ζητήσει η ίδια την απομάκρυνση των πυραυλων από το έδαφός της, για να πάρει αρνητική απάντηση με την κατηγορηματική επισήμανση ότι η Τουρκία ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει θερμό επεισόδιο με την ΕΣΣΔ.
Σε αυτό το σημείο, ο Κένεντι αισθανόταν εγκλωβισμένος διότι αν προχωρούσε σε μονομερή απόφαση για απομάκρυνση των πυραύλων από την Τουρκία αυτό θα σήμαινε ήττα από τους Σοβιετικούς και ταυτόχρονα θα έμεινε εκτεθειμένος στους Νατοϊκούς συμμάχους, αφού θα έδειχνε ότι εγκατέλειπε την Τουρκία έναντι της σοβιετικής απειλής.
Η πρώτη διέξοδος δόθηκε στον Κένεντι όταν η μυστική διπλωματία που ανέπτυξε, εκείνες τις 13 μέρες του Οκτωβρίου, απέδωσε στο να πείσει το Χρουτσώφ να στείλει μία νέα επιστολή, στις 28 Οκτωβρίου, στην οποία να μη γίνεται ρητή αναφορά στους πυραύλους που ήταν στην Τουρκία.
Η αποδοχή της επιστολής εκείνης σήμανε και το τέλος της κρίσης.
Το πρόβλημα τώρα ήταν πως θα έπειθαν την Τουρκία να αποδεχθεί την απομάκρυνση των Jupiter από το έδαφός της.
Η τουρκική κυβέρνηση, βεβαίως, δεν γνώριζε για τη μυστική συμφωνία του Κένετι με τον Χρουστσώφ.
Τελικώς, οι αμερικανοί επέλεξαν να επιλύσουν το πρόβλημα εντός του ΝΑΤΟ. Έκαναν δηλαδή εισήγηση να αντικατασταθούν οι Jupiter, οι οποίοι ήταν παλαιάς τεχνολογίας με το σύστημα UGM-27 Polaris, όπου οι πύραυλοι εκτοξεύοντο από υποβρύχια.
Αυτό σήμαινε ότι δεν θα χρειάζοντο πλέον χερσαίες βάσεις στην Τουρκία για τους πυρηνικούς πυραύλους.
Έτσι, ΗΠΑ και Τουρκία συμφώνησαν, στις 17 Φεβρουαρίου 1963, να γίνει η αντικατάσταση και στις 25 Απριλίου, ο αμερικανός υπουργός άμυνας, Ρόμπερτ Μακναμάρα ενημέρωσε τον Κένεντι ότι η αποστολή εξετελέσθη!
Πέρασε βέβαια καιρός μέχρι να αποκαλυφθεί ότι οι αμερικανοί εξαπάτησαν τους τούρκους.
Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, η ιστορία αυτή καταδεικνύει ότι η γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας συνέβαλε τα μέγιστα στην έκρηξη της κρίσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων.
Στο τέλος όμως οι ΗΠΑ διαπραγματεύτηκαν τη γεωστρατηγική σημασία της χώρας χωρίς τη γνώση και τη συγκατάθεση της τουρκικής κυβέρνησης.
Συνεπώς, μία συμφωνία μεταξύ των υπερδυνάμεων, μπορεί να αποβεί μειονέκτημα για τα μικρά κράτη.
Η απομάκρυνση των πυραύλων μείωσε τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας και, ως εκ τούτου τη διαπραγματευτική της ικανότητα σε σχέση με τις ΗΠΑ.
Έτσι την επόμενη φορά που η Τουρκία θα ευρίσκετο σε αντιπαράθεση με την ΕΣΣΔ, οι Aμερικανοί φρόντισαν να υπενθυμισουν στους Τούρκους ότι όταν υπάρχει αντιπαράθεση συμφερόντων μεταξύ ημών και υμών τότε υπερτερούν τα ημέτερα συμφέροντα.
Αυτό ακριβώς έγινε με την επιστολή του Λύντον Τζόνσον προς Ινονού το 1964, για να αποτρέψει τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Xρήστος Ιακώβου, Διευθυντής ΚΥΚΕΜ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου