Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Η Γερμανία “επανεξοπλίζεται”! Δηλώσεις Μέρκελ για αύξηση αμυντικών δαπανών και η ιστορία

German_Forces_ISAF1-610x330

Μετά από την οικονομική κυριαρχία έρχεται και η ώρα του “επανεξοπλισμού” για τη Γερμανία;


Έτσι φαίνεται.Οι δηλώσεις της Μέρκελ είναι ενδεικτικές.
Σύμφωνα με όσα μεταδίδει το ΑΠΕ:

“Η Γερμανία θα χρειαστεί να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες σημαντικά από το σημερινό τους επίπεδο για να μπορέσει να αντιμετωπίσει εξωτερικές απειλές, δήλωσε η καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι σήμερα σε θέση να αμυνθεί έναντι εξωτερικών απειλών και δεν μπορεί απλά να βασίζεται στη διατλαντική σχέση με τις ΗΠΑ, τόνισε η Μέρκελ σε ομιλία της σε μια σύνοδο για οικονομικά θέματα στο Βερολίνο.

«Ασφαλώς αυτό σημαίνει ότι μια χώρα όπως η Γερμανία, η οποία σήμερα δαπανά περίπου το 1,2% του ΑΕΠ για την άμυνα, και οι ΗΠΑ, που δαπανούν 3,4% του ΑΕΠ για την άμυνά τους, θα πρέπει να συγκλίνουν», υπογράμμισε η συντηρητική καγκελάριος.

Η Μέρκελ πρόσθεσε πως η Γερμανία δεν μπορεί να περιμένει από άλλους να επωμίζονται το βάρος της άμυνάς της μακροπρόθεσμα”.

Το θέμα της ενίσχυσης των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων δεν είναι κάτι νέο.
Πολλά χρόνια τώρα απασχολεί το Βερολίνο.

Από το 2010 ακόμη είχαν αρχίσει δημόσια να μιλάνε για ανάγκη “ισχυρών ενόπλων δυνάμεων”.

Ο πρώην Γερμανός πρόεδρος Χορστ Κέλερ, επιστρέφοντας από μια επίσκεψη στο Αφγανιστάν, είχε δηλώσει ότι «μια χώρα όπως η Γερμανία που βασίζεται στις εξαγωγές πρέπει να γνωρίζει ότι οι στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό είναι αναγκαίες για τη στήριξη των γερμανικών συμφερόντων».

Ο Γερμανός  πρόεδρος, Γιόακιμ Γκάουκ, μόλις 100 ημέρες μετά από την ανάληψη των καθηκόντων του , μιλώντας στην Μπούντεσβερ (τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις) είχε υμνήσει  το γερμανικό στρατό.

Σε άρθρο του  στην  εφημερίδα Süddeutsche Zeitung, το 2012,ο  Γιαν Τεχάου, επικεφαλής του δεξιού think tank Carnegie Europe,έγραφε ότι η εναντίωση τμήματος του πληθυσμού αποτελεί το βασικό εμπόδιο για τη στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας.

Είτε το θέλουμε είτε όχι, έγραφε ο Τεχάου, η Γερμανία είναι σήμερα η μεγαλύτερη και ισχυρότερη κεντροευρωπαϊκή χώρα και η ηγέτιδα δύναμη της ηπείρου […]

Όμως οι Γερμανοί δεν αποδέχονται αυτό το γεγονός, λόγω των ιστορικών τραυμάτων τους, και αυτό δημιουργεί ένα περιβάλλον που ‘κρατά πίσω τη χώρα’, που την κάνει να συμπεριφέρεται ‘δειλά’.

Ο Τεχάου προτρέπει τους Γερμανούς να ξεχάσουν τον ναζισμό και τους παγκόσμιους πολέμους, να αυτοσυγχωρηθούν, ώστε να συμβάλει η Γερμανία πιο ρωμαλέα στην ανάπτυξη του ΝΑΤΟ και καλεί τη Γερμανία να ξαναχρησιμοποιήσει τον πόλεμο ως εργαλείο της πολιτικής.

Ως προς αυτό, αναθέτει ένα ιδιαίτερο καθήκον στον πρόεδρο Γκάουκ : Να κάμψει την αντίσταση του γερμανικού λαού στους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς και να βοηθήσει να ‘δημιουργηθούν οι εσωτερικές προϋποθέσεις για μια κατάλληλη εξωτερική πολιτική’.

Η ιστορία βέβαια ξεκινά πολύ παλιότερα.Σχεδόν αμέσως μετά από την ήττα της Γερμανίας στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τον Οκτώβριο του 1950, ο Γκούσταβ Χάινεμαν –αργότερα ομοσπονδιακός πρόεδρος, τότε όμως μέλος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης—παραιτήθηκε από το γραφείο του υπουργού Εσωτερικών της πρώτης ομοσπονδιακής κυβέρνησης του Κόνραντ Αντενάουερ, εις ένδειξη διαμαρτυρίας γιατί είχε γίνει γνωστό ότι ο Κ. Αντενάουερ όχι μόνο είχε συμφωνήσει με τις ΗΠΑ πίσω από τις πλάτες του υπουργικού συμβουλίου για τον επανεξοπλισμό του στρατού, αλλά τον Μάιο του 1950 είχε ήδη κάνει πρακτικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, με τη δημιουργία του εντελώς μυστικού Κέντρου Εσωτερικών Υπηρεσιών.

Το Κέντρο, υπό τον πρώην στρατηγό της Ράιχσβερ Γκέρχαρτ Γκραφ φον Σβέρινγκ, αποτέλεσε τμήμα της καγκελαρίας υπό την αποκλειστική και προσωπική εποπτεία του Αντενάουερ.

Αποστολή του ήταν να συνεργαστεί άμεσα με τους πολυάριθμους στρατηγούς και αξιωματικούς της Ράιχσβερ για να προετοιμάσουν συστηματικά τη συγκρότηση του νέου εθνικού στρατού , παρόλο που αυτό –μόλις πέντε χρόνια μετά το τέλος του πολέμου—δεν είχε υποβληθεί προς έγκριση στο Κοινοβούλιο, πολύ δε περισσότερο σε λαϊκό δημοψήφισμα.


Όσοι επέκριναν την πολιτική επανεξοπλισμού του Αντενάουερ και διαμαρτύρονταν εναντίον της αντιμετώπιζαν την απειλή μακροχρόνιας φυλάκισης και μεγάλων προστίμων μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960.

Η νομοθεσία περί προδοσίας και εσχάτης προδοσίας , που είχε καταργηθεί από τις κατοχικές δυνάμεις ως υπόλειμμα του ναζισμού, επανεισάχθηκε στο ποινικό δίκαιο κατά τις συνοπτικές διαδικασίες της Πρώτης Τροπολογίας του Ποινικού Δικαίου, τον Μάιο του 1951.

Σ’ αυτή τη βάση, οι δικαστές, κινούμενοι εξόφθαλμα από πολιτικούς σκοπούς, προχώρησαν σε συνολικά 250.000 αγωγές ποινικού χαρακτήρα εναντίον όχι μόνο των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος και των οικογενειών τους, αλλά και μελών κινημάτων ειρήνης, αριστερών συνδικαλιστών και χριστιανών φιλειρηνιστών.

Εξαιτίας των πεποιθήσεών τους, 10.000 αντίπαλοι της κυβέρνησης Αντενάουερ χαρακτηρίστηκαν «εχθροί του συντάγματος», «κομμουνιστικά τρωκτικά» ή «υποχείρια της ανατολικογερμανικής κυβέρνησης» και καταδικάστηκαν σε βαριά πρόστιμα και καθείρξεις, σε κέντρα κράτησης ή φυλακές.

Οι δικαστές που επέβαλαν τέτοιες ποινές στην πλειονότητά τους κατείχαν παρόμοια αξιώματα στο τρίτο Ράιχ και απορροφήθηκαν από το μεταπολεμικό γερμανικό κράτος – όπως ακριβώς αμέτρητοι στρατηγοί, αξιωματικοί και άνθρωποι των μυστικών υπηρεσιών.

Αντίθετα, ούτε ένας από τους περίπου 3.000 στρατοδίκες των Ναζί δεν έδωσε λόγο για τις 30.000 θανατικές καταδίκες ενάντια σε αντιρρησίες συνείδησης και λιποτάκτες» .

Το κείμενο στηρίζεται σε εκτεταμένα αποσπάσματα του άρθρου «President Gauck demands more support for Germany’s army», του Wolfgang Weber,στο World Socialist Web Site, 6/7.
Επιλογή-μετάφραση Αριάδνη Αλαβάνου

Δεν υπάρχουν σχόλια: