Μικρή επιβιωσιμότητα από άμεσα πλήγματα καταστροφής καταφυγίων διακριβώθηκε ότι έχει το νυν σύστημα κεντρικού ελέγχου και διοίκησης της Πολεμικής Αεροπορίας από τις νέες δυνατότητες που έχει αποκτήσει η τουρκική Αεροπορία και κυρίως από αυτό που έρχεται με "ταχύτητα τρένου", το F-35 και για τον λόγο αυτό αποφασίστηκε να μεταφερθεί στο πρώην αεροπορικό στρατηγείο του ΝΑΤΟ, το CAOC 7, στο Κουτσόχερο Λάρισας, η "καρδιά" του έγκαιρου συστήματος προειδοποίησης της χώρας.
H μεταφορά έχει ήδη ξεκινήσει εδώ και αρκετό καιρό και ολοκληρώνεται τον Σεπτέμβριο.
Ταυτόχρονα ολοκληρώνεται η σύμβαση για την υποστήριξη και αναβάθμιση των συστοιχιών των S-300PMU-1 στην Κρήτη, απόλυτα έγκυρες πηγές φέρουν να έχει αποφασιστεί να λάβει προτεραιότητα η απόκτηση νέων συστοιχιών αντιαεροπορικών βλημάτων μακρού βεληνεκούς της κατηγορίας S-400 με το ρωσικό σύστημα να αποτελεί το αδιαφιλονίκητο φαβορί σε περίπτωση που μέχρι το 2020 η προμήθεια ολοκληρωθεί.
Φυσικά θα λάβουν μέρος στην αξιολόγηση και τα δυτικά α/α συστήματα με πιο πιθανό σε περίπτωση επιλογής το Patriot PAC-3, αλλά η απόσταση που τ χωρίζει από τα S-400 είναι κάτι παραπάνω από μεγάλη...
Oπως αποκάλυψε το pronews.gr (διαβάστε σχετικά εδώ) ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος Β.Πούτιν κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα πριν από οκτώ ημέρες είπε στον πρωθυπουργό Α.Τσίπρα ότι "Είδες τι έκαναν τα ρωσικά όπλα στην Συρία, Ούτε να απογειωθούν δεν μπορούσαν τα τουρκικά F-16 από το φόβο μην καταρριφθούν μετά το ύπουλο κτύπημά τους".
Έίναι οι πρώτες, καθαρά αμυντικές κινήσεις, για να αντιμετωπιστεί η απειλή που ακούει στο όνομα F-35 και απειλήσει με ολοκληρωτική αεροπορική κυριαρχία της Τουρκίας όχι απλώς στο Αιγαίο, αλλά σε ολόκληρη την Βαλκανική μέχρι και τον Κόλπο.
Δύο-τουλάχιστον-άκρως απόρρητες μελέτες του ΓΕΕΘΑ για τις επιπτώσεις στην ελληνική ασφάλεια και την επιβιωσιμότητα του ελληνικού δικτύου αεράμυνας από την εισαγωγή και την επιχειρησιακή αξιοποίηση από το τέλος του 2019 της πρώτης Μοίρας (τα δύο πρώτα μαχητικά παραδίδονται στις αρχές του 2018), των stealth μαχητικών F-35 καταλήγουν σε άκρως απαισιόδοξα συμπεράσματα, με τα αποτελέσματα να είναι συγκλονιστικά για τα πρώτα 30΄ μιας επίθεσης μόνο μίας Μοίρας με F-35...
Περισσότερα δεν θέλουμε να αναφέρουμε...
Τα οικονομικά δεδομένα είναι γνωστά και απαγορεύουν έστω και σκέψη για προμήθεια νέων μαχητικών αεροσκαφών, αλλά και βάσει του νέου επιχειρησιακού δόγματος που αναπτύσσεται και των οικονομικών δεδομένων, η προμήθεια τριών συστοιχιών S-400 δεν θα κόστιζε πάνω από 450 εκατ. δολάρια, αλλά θα μπορούσε "να δώσει ανάσα ασφάλειας" στη χώρα.
ΦΗ διαμόρφωση των S-400 ήταν πολύ κοντά σε αυτήν του «προγόνου» του S-300, καθώς απεδείχθη από την επιχειρησιακή αξιοποίηση του δεύτερου πως, σε ό,τι αφορά την εργονομία και τη δομή ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητικά.
Παρομοίως και τα κύρια χαρακτηριστικά των S-300 διατηρήθηκαν, όπως τα πολλαπλά κάνιστρα κάθετης εκτόξευσης και η μέθοδος καθοδήγησης μέσω του βλήματος (track-via-missile-TVM) καθώς και το πολυκαναλικό ραντάρ πρόσκτησης στόχων διάταξης φάσης. Τόσο όμως οι πύραυλοι, όσο και το ραντάρ χρειάζονταν σημαντικές βελτιώσεις.
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν διαφορετικές απειλές, υιοθετήθηκε η μέθοδος «δύο σε ένα» όσον αφορά τους πύραυλους.
Το σύστημα θα επιχειρούσε με δύο διαφορετικούς τύπους πυραύλων: μια μεγαλύτερη έκδοση για την αναχαίτιση βαλλιστικών πυραύλων και αεροσκαφών σε μεγάλα βεληνεκή, και μια μικρότερη, βελτιστοποιημένη για χρήση ενάντια σε «έξυπνα» όπλα αέρος-εδάφους και χαμηλά ιπτάμενους στόχους.
Το μέγιστο βεληνεκές των μεγάλων πυραύλων (400 χιλιόμετρα, δηλαδή περισσότερο από το διπλάσιο του βεληνεκούς των πυραύλων του συστήματος S-300) θα ήταν τέτοιο που θα «έφερνε» και τα αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης (AWACS) και ηλεκτρονικού πολέμου (EW) εντός της ακτίνας εμπλοκής του συστήματος.
Παρά τις αναβαθμίσεις αυτές, υπήρχε η απαίτηση για χρήση κοινών κάνιστρων εκτόξευσης μεταξύ των δύο συστημάτων, με αποτέλεσμα οι νέοι πύραυλοι να σχεδιαστούν σύμφωνα με τους αντίστοιχους περιορισμούς σε ό,τι αφορά το μέγεθος και το βάρος.
Οι περιορισμοί αυτοί ίσχυαν και για του δύο τύπους πυραύλων που θα αξιοποιούσε το σύστημα, δεδομένου ότι μέσα σε κάθε κάνιστρο θα φέρονταν τρεις τέτοιοι πύραυλοι.
Προκειμένου να είναι δυνατός ο εντοπισμός στόχων εισερχόμενων από διαφορετικές κατευθύνσεις, αναπτύχθηκε παράλληλα και ένα πρωτοποριακό ραντάρ.
Η κεραία διάταξης φάσης του συστήματος θα έπρεπε να έχει το σχήμα ενός θόλου, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να καλύπτει απρόσκοπτα ένα ολόκληρο ημισφαίριο χωρίς περιστρεφόμενα μέρη.
Ένα ακόμη πρόβλημα που έπρεπε να επιλυθεί ήταν η έγκαιρη αποκάλυψη του στόχου ώστε να ξεκινήσει άμεσα η «τροφοδοσία» με δεδομένα στο ραντάρ ιχνηλάτησης του στόχου.
Η ευρεία γκάμα των πιθανών στόχων και της απόστασής τους οδήγησε στην απόφαση για τη χρήση τριών διαφορετικών τύπων ραντάρ: ενός ραντάρ μεγάλης εμβέλειας για αποκάλυψη στόχων στο βάθος του ορίζοντα, ενός ιδιαίτερα μεγάλης ακρίβειας αλλά μικρότερης εμβέλειας, και ενός εξαιρετικά γρήγορης «αντίδρασης» ραντάρ με καθαρά αντιβαλλιστικές ιδιότητες.
Μια παρόμοια λύση, αλλά χωρίς το ραντάρ μεγάλης εμβέλειας, είχε ήδη υιοθετηθεί στο παράγωγο –V του συστήματος S-300.
Οι εργασίες σχεδίασης και ανάπτυξης των νέων συστημάτων έπαυσαν σχεδόν ολοκληρωτικά κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών της διακυβέρνησης του Μπόρις Γιέλτσιν, λόγω έλλειψης χρηματοδότησης.
Έτσι, από το όλο πρόγραμμα που αφορούσε το S-400, αναπτύχθηκε η λιγότερο απαιτητική από επιχειρησιακή άποψη φάση, δηλαδή η ανάπτυξη των πυραύλων μικρής εμβέλειας, και αυτό επειδή υπήρχε η ελπίδα για κάποιες εξαγωγικές επιτυχίας μετά την ενσωμάτωσή τους σε άλλα αντιαεροπορικά συστήματα με απλούστερα ραντάρ.
Τελικά ολοκληρώθηκε η σχεδίαση δυο τύπων πυραύλων (9M96 και 9M96-2) οι οποίοι παρουσιάστηκαν στο κοινό το 1998, όταν και είχαν ξεκινήσει ήδη οι πρώτες δοκιμαστικές εκτοξεύσεις.
Και οι δυο τύποι ήταν σχεδόν όμοιοι και διέφεραν μόνο στο μήκος του κύριου τμήματος του κινητήρα τους.
Οι συγκεκριμένοι πύραυλοι εκτελούσαν «ψυχρή» εκτόξευση, και σε ύψος περίπου 30 μέτρων πάνω από τον εκτοξευτήρα ετίθεντο σε λειτουργία οι βοηθητικοί κινητήρες που οδηγούσαν τον πύραυλο προς τον στόχο.
Μόνο τότε ετίθεντο σε λειτουργία ο κύριος κινητήρας, και ο πύραυλος καθοδηγούνταν με μια αδρανειακή συσκευή λαμβάνοντας σήματα ραδιο-διόρθωσης.
Στην τελική φάση της τροχιάς, ενεργοποιούνταν η ενεργή καθοδήγηση ραντάρ, όπως και οι βοηθητικοί κινητήρες εκ νέου, προκειμένου να διορθωθούν τυχόν παρεκκλίσεις από την αρχική πορεία.
Ωστόσο, η ανάπτυξη του πύραυλου αλλά και του ραντάρ μεγάλης εμβέλειας, έμεινε στο ίδιο σημείο για αρκετά χρόνια.
Στη συνέχεια, όμως, η ανάλυση των αποτελεσμάτων της επιχείρησης «Desert Storm» καθώς και των αεροπορικών επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ στην πρώην Γιουγκοσλαβία κατέδειξαν την ορθότητα της αρχικής απόφασης, για ένα διάδοχο σύστημα του S-300 με τα χαρακτηριστικά του S-400.
Έτσι αποφασίστηκε η αναγέννηση του προγράμματος.
Ωστόσο, τα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια, αλλά και η οικονομική στενότητα οδήγησαν τελικά στην έγκριση ανάπτυξης μια ενδιάμεσης λύσης.
Έτσι, το πρώτο σύστημα S-400 αποτελείται από το παλιό ραντάρ πρόσκτησης στόχου του συστήματος S-300 που όμως φέρει βελτιωμένο λογισμικό, το νεότερο ραντάρ 96L6 (σχεδιασμένο αρχικά για το σύστημα S-300) καθώς και τους τυπικούς τετραπλούς εκτοξευτήρες με τα κάνιστρα εκτόξευσης των S-300.
Αρχικά το σύστημα θα εξοπλιζόταν με τον παλαιότερο πύραυλο 48N6D περιορισμένων αντιβαλλιστικών δυνατοτήτων και εμβέλειας 200 χιλιομέτρων του συστήματος S-300, καθώς και τον μικρής εμβέλειας πύραυλο 9M96.
Οι τελευταίοι τοποθετήθηκαν σε νέα μικρότερα κάνιστρα, τέσσερα από τα οποία καταλαμβάνουν τη θέση ενός τυπικού κάνιστρου στον τετραπλό εκτοξευτήρα, επομένως συνολικά το σύστημα διαθέτει 16 πύραυλους έτοιμους για εκτόξευση σε κάθε όχημα (TEL).
Ωστόσο, η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία της Ρωσίας επέμενε για την πιστοποίηση στο σύστημα του μεγαλύτερου βεληνεκούς πύραυλου 40Ν6, και έτσι η ανάπτυξή του επιταχύνθηκε, παρά την έλλειψη αντίστοιχου και αξιόπιστου ραντάρ πρόσκτησης-ιχνηλάτησης που θα του επέτρεπε την αναχαίτιση στόχων στο μέγιστο βεληνεκές των 400 χιλιομέτρων.
Οι πρώτες δοκιμαστικές εκτοξεύσεις πραγματοποιήθηκαν στο πεδίο βολής Σάρι Σαγκάν το 1998-99, ενώ οι δοκιμές αποδοχής του νέου συστήματος με τον νέο πύραυλο θα ξεκινούσαν μέσα στο 2000.
Τελικά το πρόγραμμα δοκιμών άρχισε το 2004.
Στο μεσοδιάστημα, το γραφείο Αlmaz είχε παρουσιάσει μια πρόταση προκειμένου να θέσει το σύστημα S-400 σε επιχειρησιακή κατάσταση άμεσα αλλά μόνο με το παλαιότερο βλήμα 48Ν6.
Οι δοκιμές ενός τέτοιου συστήματος υποτίθεται ότι θα ξεκινούσαν το 1999 (που ήταν η πρώτη από τις αρχικές προθεσμίες του συστήματος S-400), ωστόσο πρακτικά κράτησαν μέχρι το 2003.
Από το πρόγραμμα δοκιμών διαπιστώθηκε ότι η αύξηση των επιδόσεων ήταν ασήμαντη, κι έτσι το υπουργείο Άμυνας της Ρωσίας αρνήθηκε να παραλάβει το σύστημα σε αυτή τη διαμόρφωση.
Ωστόσο, μια σειρά δοκιμών του πύραυλου 40Ν6, πραγματοποιήθηκε τελικά στα μέσα του 2006, και δόθηκε η αρχική έγκριση για τη συνέχιση της εξέλιξής του.
Τα αποτελέσματα αυτών των πρόωρων δοκιμών επιβεβαιώθηκαν τον Ιούλιο του 2007 όταν και η πρώτη μονάδα αεράμυνας εξοπλισμένη με το σύστημα S-400 πραγματοποίησε δοκιμές στο πεδίο βολής Σάρι Σαγκάν όπου απέδειξε την ικανότητα του συστήματος να εμπλέκει μια ευρεία γκάμα στόχων εξαιρετικά γρήγορωμ, με ταχύτητες της τάξης των 2.800 μέτρων ανά δευτερόλεπτο.
Μια άλλη απαίτηση ήταν η αντικατάσταση όλων των ξένων υποσυστημάτων με άλλα, αποκλειστικά ρωσικής προέλευσης.
Η πιο εμφανής αλλαγή από αυτήν την άποψη, ήταν η αντικατάσταση των οχημάτων φορέων, καθώς στο σύστημα S-300 οι φορείς των ραντάρ είναι κατασκευασμένοι στη Λευκορωσία, ενώ οι φορείς των κάνιστρων εκτόξευσης κατασκευάζονται είτε στη Λευκορωσία είτε στην Ουκρανία.
Αυτή η καθαρά πολιτική επιλογή οδήγησε στην υιοθέτηση νέων φορέων για τα ραντάρ.
Έτσι, τα συγκροτήματα των τμημάτων διοίκησης φέρονται πλέον επί φορτηγών οχημάτων KamAZ, ενώ οι εκτοξευτές επί φορτηγών οχημάτων BAZ-6402 και τα βαρύτερα τμήματα του συστήματος, (ραντάρ 96L6 και 30N6) φέρονται σε κιλλίβαντες τροχοφόρα πλαίσια (σε κιλλίβαντες) MZKT-7930 ASTROLOG που κατασκευάζονται στη Λευκορωσία.
Η ίδια τάση αντικατάστασης παρατηρήθηκε και σε όλα τα υπόλοιπα οχήματα υποστήριξης και συντήρησης του συστήματος.
Έτσι, τώρα τα νέα τετραπλά κάνιστρα 5T58-2 φέρονται επί οχημάτων BAZ-6402 ενώ τα οχήματα αναχορηγίας με τους γερανούς φόρτωσης φέρονται επί των οκτάτροχων (8x8) Ural-532361 που μαζί συνθέτουν το όχημα 22T6-2 «ZM».
Το νέο σύστημα επρόκειτο να εισαχθεί σε επιχειρησιακή χρήση στις αρχές της δεκαετίας, και πραγματικά οι ανώτατοι αξιωματικοί της Διοίκησης Αεράμυνας έσπευσαν να ανακοινώσουν την «επικείμενη» εισαγωγή του σε υπηρεσία σε αρκετές περιστάσεις από το 2002.
Τελικά, το πρώτο σύνταγμα πέτυχε Αρχική Επιχειρησιακή Ετοιμότητα (Initial Operational Capability) στις 6 Αυγούστου 2007 στην πόλη Ελεκτροστάλ κοντά στη Μόσχα.
Το συγκεκριμένο σύστημα υπάγεται στη Διοίκηση Ειδικών Καθηκόντων, όπως ονομάζεται πλέον το Τμήμα Αεράμυνας Μόσχας.
Υπάρχουν σχέδια για την προμήθεια «μερικών δεκάδων» συνταγμάτων μέχρι το 2015, με αρχικό σκοπό την βελτίωση της άμυνας της ευρύτερης περιοχής της Μόσχας, και στο άμεσο μέλλον τη δημιουργία μιας ασφυκτικής αντιαεροπορικής ζώνης σε όλη τη συνοριογραμμή της Ρωσίας.
Οι πρώτες εικόνες των υποσυστημάτων του S-400 δόθηκαν στη δημοσιότητα στις 27 Φεβρουαρίου 2007, όταν τα μέλη της Στρατιωτικής-Βιομηχανικής Επιτροπής επισκέφθηκαν την έδρα του γραφείου Almaz-Antey.
Η πρώτη δημόσια εμφάνιση των S-400 ήταν προγραμματισμένη για την περυσινή αεροπορική επίδειξη «MAKS 2007» στη Μόσχα, και πάλι όμως χωρίς τον πύραυλο 40N6.
Η έγκριση ωστόσο ακυρώθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, με αποτέλεσμα τα οχήματα του συστήματος που έφεραν εξοπλισμό του να αποχωρήσουν από το χώρο της έκθεσης μία ημέρα πριν την έναρξη των εργασιών.
Είναι προφανές ότι το σύστημα S-400 θα υποστεί μια ευρεία σειρά αναβαθμίσεων στο εγγύς μέλλον, με την πιο σημαντική να είναι η εισαγωγή ενός νέου ραντάρ πρόσκτησης-ιχνηλάτησης. Είναι πολύ πιθανόν να ενσωματωθούν δε και νέες τεχνολογίες αποκάλυψης στόχων.
Σε αυτή την περίπτωση, το πολύ αποτελεσματικό ραντάρ 96L6 «παντός υψομέτρου» με εμβέλεια 300 χιλιομέτρων, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως συσκευή ακριβούς αποκάλυψης στόχων.
Επιπλέον, εν όψει της ανάπτυξης των αμερικανικών αντιβαλλιστικών δυνατοτήτων, πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι θα αυξηθούν οι αντιβαλλιστικές ικανότητες του S-400.
H Ρωσία άλλωστε έχει τη μεγαλύτερη εμπειρία παγκοσμίως στην κατασκευή κινητών αντιβαλλιστικών συστημάτων, όντας επιχειρησιακός χρήστης του πρώτου τέτοιου αντιβαλλιστικού συστήματος θεάτρου μάχης, δηλαδή του S-300V, καθώς και του ακόμα παλαιότερου συστήματος S-225 που μπορούσε να αναχαιτίσει ακόμα και διηπειρωτικούς πύραυλους (αποσύρθηκε πρόωρα τη δεκαετία του ’70).
Ωστόσο, σύμφωνα με κάποιες μη επιβεβαιωμένες πληροφορίες, η πλέον συμφέρουσα βραχυπρόθεσμη λύση σε αυτό τον τομέα θα ήταν η ολοκλήρωση του πύραυλου 9M822M2 του συστήματος S-300VM στο σύστημα S-400.
Κάτι τέτοιο θα ήταν ιδιαίτερα εύκολο εφόσον οι κατασκευαστές των δυο συστημάτων έχουν ενωθεί στο κοινό εταιρικό σχήμα Almaz-Αntey holding.
Ένας τέτοιος υβριδικός συνδυασμός με την ονομασία Samodyerzhets (Αυτοκράτορας) φάνηκε πιο πιθανός από ποτέ, το 2004, όταν το μέλλον του νέου πύραυλου 40Ν6 φαινόταν εξαιρετικά δυσοίωνο.
Επιχειρησιακές επιδόσεις
Το σύστημα S-400 είναι εξοπλισμένο με τους πύραυλους 9M96, 48N6D και φυσικά τον 40N6, και με την επιχειρησιακή τους αξιοποίηση μπορεί να αντιμετωπίσει ευρεία γκάμα απειλών, όπως για παράδειγμα βαλλιστικούς πυραύλους πολλαπλών κεφαλών (MIRV).
Η μικρότερη απόσταση αναχαίτισης είναι το ένα χιλιόμετρο, ενώ το μικρότερο ύψος αναχαίτισης, τα 5 χιλιόμετρα για βαλλιστικά βλήματα. Στο αντίποδα, όπως έχει προαναφερθεί, το «μακρύ χέρι» του συστήματος φτάνει τα 400 χιλιόμετρα σε βεληνεκές.
Το ύψος αναχαίτισης φτάνει τα 50 χιλιόμετρα αλλά αυτό αναμένεται να αυξηθεί στα 150 χιλιόμετρα, προκειμένου το σύστημα να μπορεί να εμπλέξει και στόχους στη λεγόμενη ζώνη «πριν το διάστημα».
Οι πύραυλοι του συστήματος είναι βέβαιο ότι θα ικανοποιήσουν και τις επιχειρησιακές απαιτήσεις και του ρωσικού Ναυτικού, διότι στο σχήμα, το μέγεθος και το βάρος τους ταιριάζουν απόλυτα στα ναυτικά κάνιστρα εκτόξευσης των συστημάτων FORT και FORT-M.
Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι θα μπορούσαν να αναπτυχθούν, προκειμένου να αναβαθμίσουν ικανότητα αεράμυνας έστω και των λίγων εναπομείναντων κύριων μονάδων επιφάνειας, όπως τα πυραυλοφόρα καταδρομικά κλάσης Kirov.
Οι παλαιότεροι πύραυλοι 9M96 προσφέρονται ήδη ως κύριος εξοπλισμός αεράμυνας σε μικρότερες μονάδες επιφανείας, και θα αξιοποιούνται σε συνδυασμό με μια νέα «οικογένεια» ραντάρ που βρίσκεται στη φάση της ανάπτυξης από το σχεδιαστικό γραφείο Altair.
Το σύστημα S-400 με τις αντιβαλλιστικές του ικανότητες ουσιαστικά αναπληρώνει το μοναδικό σοβαρό επιχειρησιακό κενό του συστήματος S-300 που εμπόδιζε την υιοθέτησή του από τις επίγειες δυνάμεις, με αποτέλεσμα η επιλογή από τον ρωσικό Στρατό σε διαφορετικά οχήματα-φορείς, αλλά και η αντικατάσταση των S-300V να είναι αρκετά πιθανή.
Βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά των πυραύλων του συστήματος S-400
Πύραυλος 9M96 9M96-2 48N6D 40N6
Εμβέλεια (Χλμ) 40 120 200 400
Υψόμετρο (Χλμ) 20 30 30 50+
Βάρος (κιλά) 333 420 1835 περίπου όσο της έκδοσης 48N6D
Πολεμική κεφαλή (κιλά) 24 24 180 ?
Βάρος (Με κάνιστρο) 23001 2700* 2600* περίπου όσο της έκδοσης 48N6D
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου