Ο Στρατηγός Διγενής Γρίβας
Για άλλη μια φορά θυμόμαστε τις δύο μαύρες επετείους που σφράγισαν την όμορφη και παράξενή μας πατρίδα: το Πραξικόπημα (15 Ιουλίου 1974) και την Τουρκική Εισβολή (20 Ιουλίου 1974).
Οι διάφορες απόπειρες εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, αλλά και η επιστροφή του Στρατηγού Διγενή, με σκοπό την ίδρυση της τρομοκρατικής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β, το ελληνικό και τουρκικό παρακράτος που υπέσκαπταν καθημερινά τη νόμιμη Κυπριακή Δημοκρατία, όλα αυτά οδήγησαν στο αποτρόπαιο και προδοτικό πραξικόπημα εναντίον της κυβερνήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακάριου.
Οι μνήμες μπορεί να μην είναι πλέον νωπές, είναι ωστόσο αρκετά ζωντανές για όσους έζησαν τα γεγονότα από κοντά και τα επακόλουθά τους (κατοχή του εδάφους, αγνοούμενοι, εγκλωβισμένοι κ.τ.λ.).
Επιμελώς, πολλοί από τους πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές των τραγικών εκείνων γεγονότων φρόντισαν να μείνει κρυμμένη από τις νεότερες γενιές η πραγματική ιστορία και η δράση τους κατά την εποχή εκείνη, με αποτέλεσμα να τρίβουμε τα μάτια μας από τις αποκαλύψεις για ορισμένους από αυτούς, πολλοί από τους οποίους ήταν ή είναι κρατικοί αξιωματούχοι.
Ευτυχές είναι το γεγονός πως υπάρχει μια έντονη προσπάθεια, εκ μέρους έγκριτων ιστορικών και συγγραφέων, για τη διαφώτιση των σκοτεινών πτυχών της ιστορίας της περιόδου 1950-1974. Μελετώντας την ιστορία, θα ανακαλύψουν πως οι Τούρκοι δεν ήρθαν να καταλάβουν την Κύπρο μας έτσι ξαφνικά, από τη μια μέρα στην άλλη, και πως η Ελλάδα, η Μεγάλη Βρετανία, η Τουρκία και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν όλες το μερίδιό τους στην τραγωδία αυτή. Το ίδιο και το ΝΑΤΟ, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, η Ε.Σ.Σ.Δ., η αμερικανική CIA, η βρετανική Intelligence Service, η ελληνική ΚΥΠ και άλλοι πολλοί, που ίσως ποτέ δεν μάθουμε πόσοι και ποιοι ακριβώς ήταν.
Όλα, σχεδόν, ξεκινούν από τον αγώνα του 1955-1959. Ο αγώνας είχε μεγάλη υποστήριξη από τον κυπριακό λαό, καταπιέζοντας ωστόσο ένα επίσης μεγάλο ποσοστό του κυπριακού λαού (κομμουνιστές, συνδικαλιστές, Τουρκοκύπριους κ.τ.λ.), τους οποίους είτε θεωρούσε προδότες, είτε θεωρούσε πολέμιούς του. Ο αγώνας ξεκίνησε ως αντιαποικιακός, «διά την αποτίναξιν του αγγλικού ζυγού», με σκοπό την αυτοδιάθεση, η οποία, στο μυαλό των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, αλλά και της πλειοψηφίας των Κυπρίων, μεταφραζόταν αυτόματα ως Ένωση με την Ελλάδα.
Στην πορεία, ο σκοπός του αγώνα μεταλλάχθηκε και η Ένωση μετατράπηκε σε Ανεξαρτησία, το ευκταίο αντικαταστάθηκε (για μερικούς, υποκαταστάθηκε) από το εφικτό. Ωστόσο, στο μυαλό των ηγετών της εποχής, η Ανεξαρτησία ποτέ δεν αποτέλεσε τον τελικό προορισμό, αλλά μόνο μία στάση πριν την Ένωση, στην οποία ορκίστηκε τόσο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, όσο και ο Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας Διγενής. Και ο ένας και ο άλλος ποτέ δεν είδαν τους Τουρκοκύπριους ως ισότιμους με τους Ελληνοκύπριους, παρά μόνο ως εμπόδιο που στεκόταν στο δρόμο της Ένωσης. Λανθασμένα ο Γρίβας θεωρήθηκε ως υπερασπιστής της Ενώσεως και ο Μακάριος νεκροθάφτης της. Από την τουρκοκυπριακή πλευρά, ο ίδιος ο αντιπρόεδρος, δρ Φαζίλ Κουτσιούκ, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του με σκοπό τη διχοτόμηση του νησιού, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε διπλή Ένωση. Ο ίδιος ίδρυσε και την ακραία εθνικιστική τουρκοκυπριακή εφημερίδα Halkin Sesi το 1942.
Οι λανθασμένοι πολιτικοί χειρισμοί της περιόδου 1959-1963, η υποβολή των 13 σημείων αναθεώρησης του Συντάγματος, τα οποία παρασύρθηκε να υποβάλει ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος από τον Βρετανό Ύπατο Αρμοστή, Arthur Clark, και οι τρομοκρατικές ενέργειες της τουρκοκυπριακής εθνικιστικής οργάνωσης ΤΜΤ του Ραούφ Ντενκτάς και το σχέδιο «Ακρίτας» της ελληνοκυπριακής Οργάνωσης του Πολύκαρπου Γεωρκάτζη οδήγησαν στις δικοινοτικές ταραχές του 1963-1964 και τη συνταγματική κρίση, οπότε και η Λευκωσία έγινε Σεράγεβο και η Κύπρος Βοσνία: τα Χριστούγεννα του 1963 έμειναν στην ιστορία ως τα «ματωμένα Χριστούγεννα». Οι μάχες της Τηλλυρίαςτρομοκρατικής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β, το ελληνικό και τουρκικό παρακράτος που υπέσκαπταν καθημερινά τη νόμιμη Κυπριακή Δημοκρατία, όλα αυτά οδήγησαν τελικά στο αποτρόπαιο και προδοτικό πραξικόπημα εναντίον της νόμιμης και εκλεγμένης κυβερνήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακάριου.
Εκκλησιαστικά, είχε ήδη εκδηλωθεί ένα «πραξικόπημα» από τους Μητροπολίτες Πάφου Γεννάδιο, Κερύνειας Κυπριανό και Κιτίου Άνθιμο. Υποκινούμενοι από την ξενοκίνητη Χούντα, αξίωσαν την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Μακάριου, προχωρώντας στην καθαίρεσή του στις 8 Μαρτίου 1972, με το αιτιολογικό πως υπήρχε ασυμβίβαστο ανάμεσα στα θρησκευτικά και τα πολιτειακά του καθήκοντα.
Το στρατιωτικό πραξικόπημα εκδηλώθηκε γύρω στις 08:20 της Δευτέρας, 15ης Ιουλίου 1974, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ξεναγούσε στο Προεδρικό Μέγαρο μια ομάδα Ελληνόπουλων από την Αίγυπτο.
Με την άνανδρη αυτή ενέργειά τους, οι ΕΟΚΑβητατζήδες έβαλαν εναντίον του Προεδρικού Μεγάρου και της Αρχιεπισκοπής, απελευθέρωσαν τους ομοϊδεάτες τους κρατούμενους από τις Κεντρικές Φυλακές, γεμίζοντάς τες με μακαριακούς, μετατρέποντας ταυτόχρονα την Κύπρο σε ένα ανελέητο πεδίο μαχών: οι αντιμακαριακοί και οι γριβικοί σκότωναν και πυροβολούσαν τους μακαριακούς και τους αντιστασιακούς για πέντε ολόκληρες ημέρες. Της παράνομης και άνομης αυτής κυβέρνησης ηγείτο ο Νίκος Σαμψών –γνωστός για την έντονη δράση του κατά τις σκληρές μάχες της Ομορφίτας–, τον οποίο επέλεξαν οι χουντικοί ως αποδιοπομπαίο τράγο.
Συγκεκριμένα, αφού αρνήθηκε ο Δημοσθένης Σεβέρης και απουσίαζε ο Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης, ο Επιτελάρχης του ΓΕΕΦ, Ταξίαρχος Μιχαήλ Γεωργίτσης και ο Αρχηγός του ΓΕΕΘΑ, Στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος, του είπαν «πήγαινε φόρεσε μια γραβάτα να σε ορκίσουμε πρόεδρο».
Ο Νίκος Σαμψών ήταν τότε βουλευτής, ενώ είχε συμμετάσχει και σε μεγάλο μέρος της δράσης της ΕΟΚΑ. Χαρακτηρισμένη ως «το αβύθιστο αεροπλανοφόρο της Ανατολικής Μεσογείου», η Κύπρος πράγματι ήταν ένα υπερβολικά γεωστρατηγικό χαρτί, για να αφεθεί ανενόχλητη από τους επιτελείς του Ψυχρού Πολέμου. Το γεγονός αυτό, όμως, καθόλου δεν απαλλάσσει από τις ευθύνες τους όσους, συνεπαρμένοι από τις εθνοσωτήριες φαντασιώσεις τους, έπαιξαν με τη φωτιά.
Τα γεγονότα μετά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Το κρατικό ΡΙΚ και ο Νίκος Σαμψών μετέδιδαν πως ο Μακάριος είναι νεκρός: «Σήμερον την πρωΐαν, η Εθνική Φρουρά επενέβη διά να σταματήσει τον αδελφοκτόνον πόλεμον. Η Εθνική Φρουρά είναι αυτήν τη στιγμήν κυρία της καταστάσεως.
Ο Μακάριος είναι νεκρός». Την ίδια ώρα, η Ελλάδα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Μεγάλη Βρετανία οργάνωναν το μοίρασμα της Κύπρου. Αργότερα, μέσω του Ελεύθερου Ραδιοσταθμού της Πάφου, τον οποίο λειτούργησε ο Νίκος Νικολαΐδης, με πομπό που είχε φτιάξει ο ίδιος κατά τα γεγονότα του 1963-1964, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απευθύνει διάγγελμα: «Ελληνικέ Κυπριακέ λαέ, γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποίος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι εκείνος τον οποίο συ εξέλεξες διά να είναι ηγέτης σου. Δεν είμαι νεκρός, όπως η Χούντα των Αθηνών και οι εδώ εκπρόσωποί της θα ήθελαν. Είμαι ζωντανός και είμαι μαζί σου, συναγωνιστής και σημαιοφόρος εις τον κοινόν αγώνα. Το πραξικόπημα της Χούντας απέτυχε...
Η Χούντα απεφάσισε να καταστρέψει την Κύπρο, να την διχοτομήσει». Το διάγγελμα αρχικά ακούστηκε στην επαρχία Πάφου και Λεμεσού, αργότερα σε όλη την Κύπρο, ενώ αργότερα μεταδόθηκε, μέσω του BBC, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.
Τα χαράματα της 20ής Ιουλίου 1974, στις 05:30, ήχησαν οι σειρήνες όταν, 15 λεπτά πριν, τα μεχμετζίκ άρχισαν, με εντολή του πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετσεβίτ, αποβιβάστηκαν στην τοποθεσία Πέντε Μίλι της Κερύνειας, σταδιακά καταλαμβάνοντας περιοχές βορείως της Λευκωσίας. Τούρκοι αλεξιπτωτιστές έπεφταν συνεχώς στην πεδιάδα της Μεσαορίας και το Κιόνελι, ενώ βόμβες έπεφταν στη Λευκωσία και το δρόμο Κερύνειας - Αγίου Ιλαρίωνα. Σκληρές μάχες δόθηκαν από την Εθνική Φρουρά και την ΟΥΝΦΙΚΥΠ στην περιοχή του Διεθνούς Αεροδρομίου Λευκωσίας, ενώ οι Τούρκοι κτύπησαν το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ με δύο βομβαρδιστικά αεροσκάφη F-104. Το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ βρισκόταν τότε δυτικά του Αγίου Δομετίου, μεταξύ της τοποθεσίας Κολοκόσιη και Περνέρα, απέναντι από τη Σχολή Γρηγορίου και περίπου 300 μέτρα νοτιοδυτικά του στρατοπέδου της ΤΟΥΡΔΥΚ, το οποίο είχε καταλάβει η ΕΛΔΥΚ.
Η 354η Μοίρα Μεταφορών «Πήγασος» διαθέτει 20 μεταγωγικά αεροσκάφη Nord 2501 Noratlas και 10 C-47 Dakota. Με πλήρη σιγή ασυρμάτου και λόγω καθυστερήσεων, τελικά απογειώθηκαν 15 Noratlas από την Κρήτη το βράδυ της 21ης Ιουλίου 1974, μεταφέροντας καταδρομείς της Α΄ Μοίρας. Τελικός προορισμός, το Διεθνές Αεροδρόμιο Λευκωσίας, του οποίου και το ΓΕΕΦ είχε λάβει εντολή να εκκαθαρίσει το δίαυλο.
Λόγω ασυνεννοησίας, κάποια καταρρίφθηκαν από Ελληνοκύπριους, άλλα έχασαν τον προορισμό τους, ενώ ο χώρος στον οποίο κατέπεσε ένα από αυτά έγινε ο γνωστός Τύμβος της Μακεδονίτισσας, στον οποίο είναι θαμμένοι πολλοί Έλληνες καταδρομείς.
Η χουντική κυβέρνηση του Στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη και του Ταξίαρχου Δημήτριου Ιωαννίδη, υπό την καθοδήγηση του Henry Kissinger, ήσαν οι ηθικοί αυτουργοί της κυπριακής τραγωδίας, μαζί με όλους αυτούς που αναφέρθηκαν πριν. Για ώρες, η Εθνική Φρουρά και η ΕΛΔΥΚ περίμεναν εντολή για επίθεση, ωστόσο αυτή άργησε πολύ να έρθει, αφού, σύμφωνα με τα λόγια του Στρατηγού Μπονάνου: «Οι Τούρκοι κτυπούν την Κύπρο και εμείς είμαστε Ελλάς»!
Η πρώτη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός επιτεύχθηκε στις 22 Ιουλίου 1974, ώρα 16:00, μετά από συμφωνία του Έλληνα αρχηγού του ΓΕΝ, Ναυάρχου Πέτρου Αραπάκη, και του Αμερικανού Υφυπουργού Εξωτερικών Joseph Sisco. Στο μεταξύ, οι τουρκικές δυνάμεις συνέχιζαν να καταλαμβάνουν τμήματα γύρω από τις ήδη καταληφθείσες θέσεις τους.
Η ολοκλήρωση της τουρκικής εισβολής επήλθε στις 14 Αυγούστου 1974, οπότε και οι Τούρκοι στρατιώτες κατέλαβαν πλέον ολόκληρη την επαρχία Κερύνειας, το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας Αμμοχώστου, σημαντικό κομμάτι της επαρχίας Λευκωσίας και μικρό τμήμα της επαρχίας Λάρνακας. Η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός οριστικοποιήθηκε στις 16 Αυγούστου 1974, ώρα 18:00.
Η έλλειψη αποφασιστικότητας εκ μέρους του Έλληνα πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή, συνέτεινε στη συνέχιση της αδικίας εις βάρος της Κύπρου. Ο αγωνιστής και αντιστασιακός Βάσος Λυσσαρίδης, ο οποίος μαζί με άλλους είχε συγκροτήσει λόχους εθνοφυλακής, γίνεται φάρος όλων όσοι προσπαθούν να επαναφέρουν τη νομιμότητα στο νησί. Για τη θέση του αυτή, ο Βάσος Λυσσαρίδης και η ΕΔΕΚ πλήρωσαν ένα ακριβό τίμημα: εν μέσω της αναρχίας και της τρομοκρατίας, στις 30 Αυγούστου 1974 γίνεται απόπειρα κατά της ζωής του: ο Βάσος Λυσσαρίδης γλιτώνει, τραυματίζεται όμως και σκοτώνεται ο ποιητής Δώρος Λοΐζου, ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε.
Στο όνομα της εθνικής συμφιλίωσης, και υπό το βάρος του ανείπωτου πόνου και των επακόλουθων της τουρκικής εισβολής, δόθηκε άφεση αμαρτιών και στους ΕΟΚΑΒητατζήδες και τους πραξικοπηματίες.
Αργότερα, αποκαταστάθηκαν και οι 62, ενώ πιο πρόσφατα αποκαταστάθηκαν και οι καταδρομείς που κινήθηκαν εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακάριου, ακολουθώντας τις διαταγές των ανωτέρων τους.
Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν θα πρέπει να μνημονεύονται μαζί με τους αντιστασιακούς υπερασπιστές της Δημοκρατίας, όπως και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει οι άμεσα ή έμμεσα συμμέτοχοι του προδοτικού πραξικοπήματος, πολλοί από τους οποίους βρήκαν στέγη σε κόμματα, να βγαίνουν στα κανάλια και στις εφημερίδες και να μιλούν υπέρ του ανοσιουργήματος που οδήγησε στη διχοτόμηση του νησιού ή να ισχυρίζονται –χωρίς ίχνος μεταμέλειας– πως το επάρατο πραξικόπημά τους θα πετύχαινε αν είχαν περισσότερους άνδρες.
Με τη μερική άρση των περιορισμών στη διακίνηση, όχι όμως και στη διάθεση της περιουσίας, στις 23/07/2003, πολλά έχουν αλλάξει. Ο Ραούφ Ντενκτάς και, στη συνέχεια, ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ έχουν καταφέρει να μας αλλάξουν τη νοοτροπία έναντι της τουρκοκυπριακής πλευράς, αφού πλέον μπορούμε να επισκεφτούμε τα κατεχόμενά μας μέρη, ως τουρίστες. Το σήμα-σύμβολο ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ, που δημιούργησε ο Νίκος Δήμου το πρωί της 14ης Αυγούστου 1974, έχει πλέον αλλοιωθεί ανεπανόρθωτα. Το δε Σχέδιο ΑΝΑΝ έφερε τα πάνω κάτω, αφού αποκάλυψε τις συμφωνίες των ηγετών, που κρατούνταν κρυφές από το λαό για τόσα χρόνια.
Η περίοδος πριν και κατά το δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004 δίχασε την Κύπρο και έδωσε την ευκαιρία σε πραγματικά ετερόκλητες ομάδες, ένα πραγματικό συνονθύλευμα ιδεολογιών, να συνασπιστούν υπό την ομπρέλα ενός ΝΑΙ ή ενός ΟΧΙ. Άνθρωποι που για χρόνια λοιδορούσαν τη σημαία του κράτους μας, την έκαναν λάβαρο στον αγώνα τους για το ΟΧΙ, ενώ άλλοι που για χρόνια προσπαθούσαν να εδραιώσουν τη χρήση της σημαίας μας βγήκαν στην τηλεόραση και έλεγαν ότι είναι ένα απλό σύμβολο που μπορεί να αλλάξει οποτεδήποτε, ως υπέρμαχοι του ΝΑΙ. Την ίδια ώρα, αυτοί που για χρόνια κατηγορούσαν την επαναπροσέγγιση, έγιναν οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές της, και αντίστροφα. (Αύγουστος 1964), η επιχείρηση Κοφίνου (Νοέμβριος 1967), η αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας (Δεκέμβριος 1967), οι διάφορες απόπειρες εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, αλλά και η επιστροφή του Στρατηγού Διγενή (μετά την παντελή του αποτυχία να εκλεγεί βουλευτής στην Ελλάδα), με σκοπό την ίδρυση της
Επιμελώς, πολλοί από τους πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές των τραγικών εκείνων γεγονότων φρόντισαν να μείνει κρυμμένη από τις νεότερες γενιές η πραγματική ιστορία και η δράση τους κατά την εποχή εκείνη, με αποτέλεσμα να τρίβουμε τα μάτια μας από τις αποκαλύψεις για ορισμένους από αυτούς, πολλοί από τους οποίους ήταν ή είναι κρατικοί αξιωματούχοι.
Ευτυχές είναι το γεγονός πως υπάρχει μια έντονη προσπάθεια, εκ μέρους έγκριτων ιστορικών και συγγραφέων, για τη διαφώτιση των σκοτεινών πτυχών της ιστορίας της περιόδου 1950-1974. Μελετώντας την ιστορία, θα ανακαλύψουν πως οι Τούρκοι δεν ήρθαν να καταλάβουν την Κύπρο μας έτσι ξαφνικά, από τη μια μέρα στην άλλη, και πως η Ελλάδα, η Μεγάλη Βρετανία, η Τουρκία και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν όλες το μερίδιό τους στην τραγωδία αυτή. Το ίδιο και το ΝΑΤΟ, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, η Ε.Σ.Σ.Δ., η αμερικανική CIA, η βρετανική Intelligence Service, η ελληνική ΚΥΠ και άλλοι πολλοί, που ίσως ποτέ δεν μάθουμε πόσοι και ποιοι ακριβώς ήταν.
Όλα, σχεδόν, ξεκινούν από τον αγώνα του 1955-1959. Ο αγώνας είχε μεγάλη υποστήριξη από τον κυπριακό λαό, καταπιέζοντας ωστόσο ένα επίσης μεγάλο ποσοστό του κυπριακού λαού (κομμουνιστές, συνδικαλιστές, Τουρκοκύπριους κ.τ.λ.), τους οποίους είτε θεωρούσε προδότες, είτε θεωρούσε πολέμιούς του. Ο αγώνας ξεκίνησε ως αντιαποικιακός, «διά την αποτίναξιν του αγγλικού ζυγού», με σκοπό την αυτοδιάθεση, η οποία, στο μυαλό των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, αλλά και της πλειοψηφίας των Κυπρίων, μεταφραζόταν αυτόματα ως Ένωση με την Ελλάδα.
Στην πορεία, ο σκοπός του αγώνα μεταλλάχθηκε και η Ένωση μετατράπηκε σε Ανεξαρτησία, το ευκταίο αντικαταστάθηκε (για μερικούς, υποκαταστάθηκε) από το εφικτό. Ωστόσο, στο μυαλό των ηγετών της εποχής, η Ανεξαρτησία ποτέ δεν αποτέλεσε τον τελικό προορισμό, αλλά μόνο μία στάση πριν την Ένωση, στην οποία ορκίστηκε τόσο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, όσο και ο Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας Διγενής. Και ο ένας και ο άλλος ποτέ δεν είδαν τους Τουρκοκύπριους ως ισότιμους με τους Ελληνοκύπριους, παρά μόνο ως εμπόδιο που στεκόταν στο δρόμο της Ένωσης. Λανθασμένα ο Γρίβας θεωρήθηκε ως υπερασπιστής της Ενώσεως και ο Μακάριος νεκροθάφτης της. Από την τουρκοκυπριακή πλευρά, ο ίδιος ο αντιπρόεδρος, δρ Φαζίλ Κουτσιούκ, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του με σκοπό τη διχοτόμηση του νησιού, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε διπλή Ένωση. Ο ίδιος ίδρυσε και την ακραία εθνικιστική τουρκοκυπριακή εφημερίδα Halkin Sesi το 1942.
Οι λανθασμένοι πολιτικοί χειρισμοί της περιόδου 1959-1963, η υποβολή των 13 σημείων αναθεώρησης του Συντάγματος, τα οποία παρασύρθηκε να υποβάλει ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος από τον Βρετανό Ύπατο Αρμοστή, Arthur Clark, και οι τρομοκρατικές ενέργειες της τουρκοκυπριακής εθνικιστικής οργάνωσης ΤΜΤ του Ραούφ Ντενκτάς και το σχέδιο «Ακρίτας» της ελληνοκυπριακής Οργάνωσης του Πολύκαρπου Γεωρκάτζη οδήγησαν στις δικοινοτικές ταραχές του 1963-1964 και τη συνταγματική κρίση, οπότε και η Λευκωσία έγινε Σεράγεβο και η Κύπρος Βοσνία: τα Χριστούγεννα του 1963 έμειναν στην ιστορία ως τα «ματωμένα Χριστούγεννα». Οι μάχες της Τηλλυρίαςτρομοκρατικής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β, το ελληνικό και τουρκικό παρακράτος που υπέσκαπταν καθημερινά τη νόμιμη Κυπριακή Δημοκρατία, όλα αυτά οδήγησαν τελικά στο αποτρόπαιο και προδοτικό πραξικόπημα εναντίον της νόμιμης και εκλεγμένης κυβερνήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακάριου.
Εκκλησιαστικά, είχε ήδη εκδηλωθεί ένα «πραξικόπημα» από τους Μητροπολίτες Πάφου Γεννάδιο, Κερύνειας Κυπριανό και Κιτίου Άνθιμο. Υποκινούμενοι από την ξενοκίνητη Χούντα, αξίωσαν την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Μακάριου, προχωρώντας στην καθαίρεσή του στις 8 Μαρτίου 1972, με το αιτιολογικό πως υπήρχε ασυμβίβαστο ανάμεσα στα θρησκευτικά και τα πολιτειακά του καθήκοντα.
Το στρατιωτικό πραξικόπημα εκδηλώθηκε γύρω στις 08:20 της Δευτέρας, 15ης Ιουλίου 1974, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ξεναγούσε στο Προεδρικό Μέγαρο μια ομάδα Ελληνόπουλων από την Αίγυπτο.
Με την άνανδρη αυτή ενέργειά τους, οι ΕΟΚΑβητατζήδες έβαλαν εναντίον του Προεδρικού Μεγάρου και της Αρχιεπισκοπής, απελευθέρωσαν τους ομοϊδεάτες τους κρατούμενους από τις Κεντρικές Φυλακές, γεμίζοντάς τες με μακαριακούς, μετατρέποντας ταυτόχρονα την Κύπρο σε ένα ανελέητο πεδίο μαχών: οι αντιμακαριακοί και οι γριβικοί σκότωναν και πυροβολούσαν τους μακαριακούς και τους αντιστασιακούς για πέντε ολόκληρες ημέρες. Της παράνομης και άνομης αυτής κυβέρνησης ηγείτο ο Νίκος Σαμψών –γνωστός για την έντονη δράση του κατά τις σκληρές μάχες της Ομορφίτας–, τον οποίο επέλεξαν οι χουντικοί ως αποδιοπομπαίο τράγο.
Συγκεκριμένα, αφού αρνήθηκε ο Δημοσθένης Σεβέρης και απουσίαζε ο Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης, ο Επιτελάρχης του ΓΕΕΦ, Ταξίαρχος Μιχαήλ Γεωργίτσης και ο Αρχηγός του ΓΕΕΘΑ, Στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος, του είπαν «πήγαινε φόρεσε μια γραβάτα να σε ορκίσουμε πρόεδρο».
Ο Νίκος Σαμψών ήταν τότε βουλευτής, ενώ είχε συμμετάσχει και σε μεγάλο μέρος της δράσης της ΕΟΚΑ. Χαρακτηρισμένη ως «το αβύθιστο αεροπλανοφόρο της Ανατολικής Μεσογείου», η Κύπρος πράγματι ήταν ένα υπερβολικά γεωστρατηγικό χαρτί, για να αφεθεί ανενόχλητη από τους επιτελείς του Ψυχρού Πολέμου. Το γεγονός αυτό, όμως, καθόλου δεν απαλλάσσει από τις ευθύνες τους όσους, συνεπαρμένοι από τις εθνοσωτήριες φαντασιώσεις τους, έπαιξαν με τη φωτιά.
Τα γεγονότα μετά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Το κρατικό ΡΙΚ και ο Νίκος Σαμψών μετέδιδαν πως ο Μακάριος είναι νεκρός: «Σήμερον την πρωΐαν, η Εθνική Φρουρά επενέβη διά να σταματήσει τον αδελφοκτόνον πόλεμον. Η Εθνική Φρουρά είναι αυτήν τη στιγμήν κυρία της καταστάσεως.
Ο Μακάριος είναι νεκρός». Την ίδια ώρα, η Ελλάδα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Μεγάλη Βρετανία οργάνωναν το μοίρασμα της Κύπρου. Αργότερα, μέσω του Ελεύθερου Ραδιοσταθμού της Πάφου, τον οποίο λειτούργησε ο Νίκος Νικολαΐδης, με πομπό που είχε φτιάξει ο ίδιος κατά τα γεγονότα του 1963-1964, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απευθύνει διάγγελμα: «Ελληνικέ Κυπριακέ λαέ, γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποίος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι εκείνος τον οποίο συ εξέλεξες διά να είναι ηγέτης σου. Δεν είμαι νεκρός, όπως η Χούντα των Αθηνών και οι εδώ εκπρόσωποί της θα ήθελαν. Είμαι ζωντανός και είμαι μαζί σου, συναγωνιστής και σημαιοφόρος εις τον κοινόν αγώνα. Το πραξικόπημα της Χούντας απέτυχε...
Η Χούντα απεφάσισε να καταστρέψει την Κύπρο, να την διχοτομήσει». Το διάγγελμα αρχικά ακούστηκε στην επαρχία Πάφου και Λεμεσού, αργότερα σε όλη την Κύπρο, ενώ αργότερα μεταδόθηκε, μέσω του BBC, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.
Τα χαράματα της 20ής Ιουλίου 1974, στις 05:30, ήχησαν οι σειρήνες όταν, 15 λεπτά πριν, τα μεχμετζίκ άρχισαν, με εντολή του πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετσεβίτ, αποβιβάστηκαν στην τοποθεσία Πέντε Μίλι της Κερύνειας, σταδιακά καταλαμβάνοντας περιοχές βορείως της Λευκωσίας. Τούρκοι αλεξιπτωτιστές έπεφταν συνεχώς στην πεδιάδα της Μεσαορίας και το Κιόνελι, ενώ βόμβες έπεφταν στη Λευκωσία και το δρόμο Κερύνειας - Αγίου Ιλαρίωνα. Σκληρές μάχες δόθηκαν από την Εθνική Φρουρά και την ΟΥΝΦΙΚΥΠ στην περιοχή του Διεθνούς Αεροδρομίου Λευκωσίας, ενώ οι Τούρκοι κτύπησαν το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ με δύο βομβαρδιστικά αεροσκάφη F-104. Το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ βρισκόταν τότε δυτικά του Αγίου Δομετίου, μεταξύ της τοποθεσίας Κολοκόσιη και Περνέρα, απέναντι από τη Σχολή Γρηγορίου και περίπου 300 μέτρα νοτιοδυτικά του στρατοπέδου της ΤΟΥΡΔΥΚ, το οποίο είχε καταλάβει η ΕΛΔΥΚ.
Η 354η Μοίρα Μεταφορών «Πήγασος» διαθέτει 20 μεταγωγικά αεροσκάφη Nord 2501 Noratlas και 10 C-47 Dakota. Με πλήρη σιγή ασυρμάτου και λόγω καθυστερήσεων, τελικά απογειώθηκαν 15 Noratlas από την Κρήτη το βράδυ της 21ης Ιουλίου 1974, μεταφέροντας καταδρομείς της Α΄ Μοίρας. Τελικός προορισμός, το Διεθνές Αεροδρόμιο Λευκωσίας, του οποίου και το ΓΕΕΦ είχε λάβει εντολή να εκκαθαρίσει το δίαυλο.
Λόγω ασυνεννοησίας, κάποια καταρρίφθηκαν από Ελληνοκύπριους, άλλα έχασαν τον προορισμό τους, ενώ ο χώρος στον οποίο κατέπεσε ένα από αυτά έγινε ο γνωστός Τύμβος της Μακεδονίτισσας, στον οποίο είναι θαμμένοι πολλοί Έλληνες καταδρομείς.
Η χουντική κυβέρνηση του Στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη και του Ταξίαρχου Δημήτριου Ιωαννίδη, υπό την καθοδήγηση του Henry Kissinger, ήσαν οι ηθικοί αυτουργοί της κυπριακής τραγωδίας, μαζί με όλους αυτούς που αναφέρθηκαν πριν. Για ώρες, η Εθνική Φρουρά και η ΕΛΔΥΚ περίμεναν εντολή για επίθεση, ωστόσο αυτή άργησε πολύ να έρθει, αφού, σύμφωνα με τα λόγια του Στρατηγού Μπονάνου: «Οι Τούρκοι κτυπούν την Κύπρο και εμείς είμαστε Ελλάς»!
Η πρώτη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός επιτεύχθηκε στις 22 Ιουλίου 1974, ώρα 16:00, μετά από συμφωνία του Έλληνα αρχηγού του ΓΕΝ, Ναυάρχου Πέτρου Αραπάκη, και του Αμερικανού Υφυπουργού Εξωτερικών Joseph Sisco. Στο μεταξύ, οι τουρκικές δυνάμεις συνέχιζαν να καταλαμβάνουν τμήματα γύρω από τις ήδη καταληφθείσες θέσεις τους.
Η ολοκλήρωση της τουρκικής εισβολής επήλθε στις 14 Αυγούστου 1974, οπότε και οι Τούρκοι στρατιώτες κατέλαβαν πλέον ολόκληρη την επαρχία Κερύνειας, το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας Αμμοχώστου, σημαντικό κομμάτι της επαρχίας Λευκωσίας και μικρό τμήμα της επαρχίας Λάρνακας. Η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός οριστικοποιήθηκε στις 16 Αυγούστου 1974, ώρα 18:00.
Η έλλειψη αποφασιστικότητας εκ μέρους του Έλληνα πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή, συνέτεινε στη συνέχιση της αδικίας εις βάρος της Κύπρου. Ο αγωνιστής και αντιστασιακός Βάσος Λυσσαρίδης, ο οποίος μαζί με άλλους είχε συγκροτήσει λόχους εθνοφυλακής, γίνεται φάρος όλων όσοι προσπαθούν να επαναφέρουν τη νομιμότητα στο νησί. Για τη θέση του αυτή, ο Βάσος Λυσσαρίδης και η ΕΔΕΚ πλήρωσαν ένα ακριβό τίμημα: εν μέσω της αναρχίας και της τρομοκρατίας, στις 30 Αυγούστου 1974 γίνεται απόπειρα κατά της ζωής του: ο Βάσος Λυσσαρίδης γλιτώνει, τραυματίζεται όμως και σκοτώνεται ο ποιητής Δώρος Λοΐζου, ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε.
Στο όνομα της εθνικής συμφιλίωσης, και υπό το βάρος του ανείπωτου πόνου και των επακόλουθων της τουρκικής εισβολής, δόθηκε άφεση αμαρτιών και στους ΕΟΚΑΒητατζήδες και τους πραξικοπηματίες.
Αργότερα, αποκαταστάθηκαν και οι 62, ενώ πιο πρόσφατα αποκαταστάθηκαν και οι καταδρομείς που κινήθηκαν εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακάριου, ακολουθώντας τις διαταγές των ανωτέρων τους.
Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν θα πρέπει να μνημονεύονται μαζί με τους αντιστασιακούς υπερασπιστές της Δημοκρατίας, όπως και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει οι άμεσα ή έμμεσα συμμέτοχοι του προδοτικού πραξικοπήματος, πολλοί από τους οποίους βρήκαν στέγη σε κόμματα, να βγαίνουν στα κανάλια και στις εφημερίδες και να μιλούν υπέρ του ανοσιουργήματος που οδήγησε στη διχοτόμηση του νησιού ή να ισχυρίζονται –χωρίς ίχνος μεταμέλειας– πως το επάρατο πραξικόπημά τους θα πετύχαινε αν είχαν περισσότερους άνδρες.
Με τη μερική άρση των περιορισμών στη διακίνηση, όχι όμως και στη διάθεση της περιουσίας, στις 23/07/2003, πολλά έχουν αλλάξει. Ο Ραούφ Ντενκτάς και, στη συνέχεια, ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ έχουν καταφέρει να μας αλλάξουν τη νοοτροπία έναντι της τουρκοκυπριακής πλευράς, αφού πλέον μπορούμε να επισκεφτούμε τα κατεχόμενά μας μέρη, ως τουρίστες. Το σήμα-σύμβολο ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ, που δημιούργησε ο Νίκος Δήμου το πρωί της 14ης Αυγούστου 1974, έχει πλέον αλλοιωθεί ανεπανόρθωτα. Το δε Σχέδιο ΑΝΑΝ έφερε τα πάνω κάτω, αφού αποκάλυψε τις συμφωνίες των ηγετών, που κρατούνταν κρυφές από το λαό για τόσα χρόνια.
Η περίοδος πριν και κατά το δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004 δίχασε την Κύπρο και έδωσε την ευκαιρία σε πραγματικά ετερόκλητες ομάδες, ένα πραγματικό συνονθύλευμα ιδεολογιών, να συνασπιστούν υπό την ομπρέλα ενός ΝΑΙ ή ενός ΟΧΙ. Άνθρωποι που για χρόνια λοιδορούσαν τη σημαία του κράτους μας, την έκαναν λάβαρο στον αγώνα τους για το ΟΧΙ, ενώ άλλοι που για χρόνια προσπαθούσαν να εδραιώσουν τη χρήση της σημαίας μας βγήκαν στην τηλεόραση και έλεγαν ότι είναι ένα απλό σύμβολο που μπορεί να αλλάξει οποτεδήποτε, ως υπέρμαχοι του ΝΑΙ. Την ίδια ώρα, αυτοί που για χρόνια κατηγορούσαν την επαναπροσέγγιση, έγιναν οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές της, και αντίστροφα. (Αύγουστος 1964), η επιχείρηση Κοφίνου (Νοέμβριος 1967), η αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας (Δεκέμβριος 1967), οι διάφορες απόπειρες εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, αλλά και η επιστροφή του Στρατηγού Διγενή (μετά την παντελή του αποτυχία να εκλεγεί βουλευτής στην Ελλάδα), με σκοπό την ίδρυση της
1 σχόλιο:
ΕΙΣΑΙ ΑΔΙΑΒΑΣΤΟΣ,ΑΝΙΣΤΟΡΙΡΟΣ.
Δημοσίευση σχολίου