Έχουν περάσει ήδη 6 χρόνια χωρίς την γλυκιά Ρένα. Χωρίς την Κόμισα της Κέρκυρας και την “Πινακοθήκη γέλιου” όπως την έλεγε ο Κώστας Παπασπήλιου...
Ήταν απόγευμα σαν σήμερα το 2004 όπου η Ρένα Βλαχοπούλου άφηνε την τελευταία της πνοή στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών.
Γεννήθηκε το 1923 στην Κέρκυρα.
Σύμφωνα όμως με το βιβλίο του Κώστα Παπασπήλιου " Πινακοθήκη γέλιου ", αναφέρεται πως η Βλαχοπούλου εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Μακέδου στην Αθήνα, στα 18 της χρόνια ( το 1940 δηλαδή, όπως αναφέρεται σχεδόν σε όλα τα βιογραφικά της), άρα γεννήθηκε το 1922 αν δεχτούμε την προαναφερθείσα πηγή ή το 1917 όπως ανέφερε ο Τύπος κατά την διάρκεια της νοσηλείας της στο νοσοκομείο.
Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων.
Οι γονείς της αγαπήθηκαν και, παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου που τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Τα έβγαζαν πέρα με δυσκολία.
Η Ρένα ήταν το πέμπτο τους παιδί. Με τον πατέρα της πήγαινε συχνά επίσκεψη στον αρχοντικό του κόντε Θεοτόκη όπου υπήρχε πιάνο αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί θα έχει την πρώτη της επαφή με τη μουσική και το τραγούδι.
Μόλις 16 χρονών, θα τραγουδήσει για πρώτη φορά σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Σπιανάδας, όπου το 1938 θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου. Θα έρθουν στην Αθήνα όπου θα παντρευτούν το καλοκαίρι του επόμενου έτους. Τότε, στο βαριετέ "Όασις", στο Ζάππειο, όπου ο Μίμης Τραϊφόρος παρουσίαζε νέους καλλιτέχνες, η Ρένα θα πάει να δοκιμάσει τις ικανότητές της στο τραγούδι. Εντυπωσιάζει τον Τραϊφόρο, που της ζητά να τραγουδά εκεί μονίμως. Πράγματι, την άλλη μέρα θα πάει να τραγουδήσει η Ρένα στο βαριετέ φορώντας δανεική τουαλέτα που θα την πατήσει και θα πέσει κάτω.
Σημειώνει επιτυχία τραγουδώντας τη "Μικρή Χωριατοπούλα", δηλαδή το ιταλικό τραγούδι Reginella Campagnola του Έλντο ντι Λατζάρο που διασκεύασε στα ελληνικά ο Πωλ Μενεστρέλ. Λίγους μήνες αργότερα, στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο το τραγούδι διασκευάζεται και πάλι από τον Γιώργο Οικονομίδη και γνωρίζει ακόμα πιο μεγάλη επιτυχία ως "Κορόδιο Μουσολίνι". Εμφανίζεται για πρώτη φορά ως τραγουδίστρια στο θέατρο Μοντιάλ του Μακέδου, στην οδό Πανεπιστημίου σε επιθεώρηση με τη Σοφία Βέμπο, τις αδελφές Καλουτά, τον Μάνο Φιλιππίδη, την Ηρώ Χαντά, τον Μίμη Κοκκίνη και τη Γεωργία Βασιλειάδου. Παράλληλα ξεκινά να ηχογραφεί δίσκους γραμμοφώνου στην Οντεόν.
Το 1940, λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου οι Ιταλοί βομβαρδίζουν την Κέρκυρα. Θα σκοτωθούν και οι δύο γονείς της. Ο γάμος με τον Βασιλείου δεν θα κρατήσει. Χωρίζουν και το 1942 παντρεύεται τον τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλο.
Τότε θα ξεκινήσει συνεργασία με τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο στο "Πάνθεον" που θα της γράψει τραγούδια τζαζ. Θα έχει μεγάλη επιτυχία.
Ο Τύπος θα την αποκαλέσει "βασίλισσα της τζαζ". Γίνεται μεγάλη επιτυχία και ξεπερνά τα ελληνικά σύνορα το τραγούδι "Θα σε πάρω να φύγουμε" που τραγουδά για πρώτη φορά στο "Σινέ Νιους" της οδού Σταδίου και αργότερα, το φθινόπωρο του 1944 στην επιθεώρηση Welcome των Αλέκου Σακελλάριου - Δημήτρη Ευαγγελίδη στο θέατρο Κυβέλη.
Με τον Σπάρτακο θα συνεργαστούν για αρκετά χρόνια. Χωρίζει με τον Κωστόπουλο το 1946.
Στο διάστημα 1946-51 περιοδεύει με τον Σπάρτακο στο εξωτερικό ξεκινώντας από τη Μέση Ανατολή (Λίβανος, Περσία) και καταλήγοντας ΗΠΑ).
Κατά τη διάρκεια της περιοδείας δέχεται την πρόσκληση του Σάχη της Περσίας για να τραγουδήσει στα ανάκτορα: η πριγκίπισσα Σοράγια, γοητευμένη από τη φωνή της Ρένας, θα της χαρίσει και ένα μενταγιόν.
Τη βοηθά ιδιαίτερα το γεγονός ότι μιλά πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά) και με εξαιρετική προφορά. Εμφανίζεται και πάλι στην Αθήνα στο θέατρο Σαμαρτζή, στις 24 Αυγούστου 1951, στην παράσταση "Φεστιβάλ στην Αθήνα", μαζί με τους Ορέστη Μακρή, Κούλη Στολίγκα, Νίκο Σταυρίδη, αδελφές Καλουτά.
Η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο ως ηθοποιού και όχι ως τραγουδίστριας έγινε το καλοκαίρι του 1954 στο θέατρο της Σοφίας Βέμπο, στην επιθεώρηση "Σουσουράδα" (κείμενα Μίμη Τραϊφόρου-Γιώργου Γιαννακόπουλου, μουσική Μενέλαου Θεοφανίδη, χορογραφίες Γιάννη Φλερύ-Αλίκης Βέμπο) με το νούμερο "Άλα πασά μου, κάνε μου τέτοια".
Μαζί της ο Νίκος Σταυρίδης.
Θα πει η ίδια αργότερα: “Ντρεπόμουν να βγω στη σκηνή με νούμερο. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα γίνω ηθοποιός. Απλώς έτυχε να με δουν.
Πίστεψαν από την αρχή ότι ήμουν καλή. Εγώ δεν το πίστευα. Ρε συ, Μίμη, τι να σου πω! Φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω, λέω στον Τραϊφόρο.
Ο κόσμος χειροκροτούσε να βγω στη σκηνή. Εγώ δεν έβγαινα. Ξαφνικά με πιάνει ο Τραϊφόρος και με σπρώχνει στη σκηνή. Βγήκα, το νούμερο χάλασε κόσμο.
Στη συνέχεια μου έδωσαν κι άλλα νούμερα και καθιερώθηκα ως ηθοποιός.”
Γνωριμία με τον κινηματογράφο
Αν και το 1953 εμφανίστηκε στην τουρκική ταινία "Ανατολίτικες νύχτες", όπου λέγεται ότι τραγούδησε και πάλι το "Θα σε πάρω να φύγουμε" (η ταινία αυτή δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα), η κινηματογραφική της καριέρα ξεκινάει ουσιαστικά το 1956 με την ταινία "Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες".
Παραγωγός ο Αμερικανός Πίτερ Μέλας και σκηνοθέτης ο Γιάννης Πετροπουλάκης. Πρόκειται για την η ιστορία μιας Κερκυραίας που έρχεται στην Αθήνα.
Δίπλα της πρωταγωνιστούν οι Νίκος Ρίζος, Στέφανος Στρατηγός, Κούλης Στολίγκας, Άννυ Μπωλ. Στην ταινία αυτή θα τραγουδήσει μεταξύ άλλων και το "Μαζί σου για πάντα" σε μουσική Μενέλαου Θεοφανίδη, το οποίο κυκλοφορεί και σε δίσκο 78 στροφών.
Η ταινία θα έχει μεγάλη επιτυχία, ξεπερνώντας τα 100.000 εισιτήρια.
Το 1959, στο Πρώτο Φεστιβάλ Τραγουδιού του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, τραγουδά το "Είσαι η άνοιξη κι είμαι ο χειμώνας" των Κώστα Καπνίση - Θάνου Σοφού.
Το 1960, ντουέτο με τον Γιάννη Βογιατζή, τραγουδούν το "Πρώτο χελιδόνι".
Ηχογραφεί αρκετά τραγούδια για τη δισκογραφία αλλά και για τις εκπομπές του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, τραγουδώντας Αττίκ, Ιακωβίδη, Σπάθη, Κατσαρό, Μωράκη, Πλέσσα, Μουζάκη και Μάνου Χατζιδάκι. Παράλληλα εμφανίζεται σε επιθεωρήσεις και σε νυχτερινά κέντρα.
Σημειώνει μεγάλη επιτυχία στο θέατρο "Μετροπόλιταν", κάνοντας την τηλεφωνήτρια που απαντά σε κάθε κλήση δίνοντας πληροφορίες.
Επιστρέφει στον κινηματογράφο το 1962, στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου "Όταν λείπει η γάτα", όπου θα παίξει μαζί με τους: Βασίλη Αυλωνίτη, Νίκο Ρίζο, Μαρίκα Κρεββατά, Σταύρο Παράβα και με τις προτοεμφανιζόμενες κινηματογραφικά αδελφές Μπρόγερ. Την ίδια χρονιά παίζει στην ταινία "Μερικοί το προτιμούν κρύο" του Γιάννη Δαλιανίδη. Αν και ο Φίνος είχε αντιρρήσεις για τη συμμετοχή της στην ταινία αυτή, ο Δαλιανίδης επέμεινε και δικαιώθηκε. Η ταινία θα είναι η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της χρονιάς 1962-63 με περισσότερα από 200.000 εισιτήρια και θα καθιερώσει τη Ρένα Βλαχοπούλου ως σταρ του μιούζικαλ. Σ' αυτήν η Ρένα ερμηνεύει δύο μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες το: Σαν ξημερώνει Κυριακή ντουέτο με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και το περίφημο Έχω στενάχωρη καρδιά. Και τα δύο τραγούδια είναι σε μουσική του Μίμη Πλέσσα και σε στίχους του Γιάννη Δαλιανίδη.
Σχολιάζοντας πολύ ετεροχρονισμένα την εμπειρία της για τούτη την ταινία, η Ρένα Βλαχοπούλου θα αναφερθεί σε ένα αστείο απρόοπτο που συνέβη στο συγκεκριμένο πλάνο καθώς ερμήνευε το δεύτερο τραγούδι στο «νυχτερινό κέντρο» όταν σε μία από τις προσπάθειες για την διεκπεραίωση της σκηνής κάνει μία απότομη κίνηση και της πέφτει το φόρεμα.
Το καλοκαίρι του 1962 θα παίξει στην "Οδό ονείρων", που ανέβηκε στο θέατρο "Μετροπόλιταν" σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, σκηνογραφία Μίνου Αργυράκη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι.
Η Ρένα Βλαχοπούλου είναι μια από τις περίφημες "Αδελφές Τατά", μαζί με τη Ζωή Φυτούση, τη Νίκη Λεμπέση και τη Μάρω Κοντού.
Στο νούμερο "Όνειρο της Οθόνης" εμφανίζεται με τουαλέτα και σατιρίζει τις ταινίες - μελό. Στο νούμερο αυτό προβάλλεται και ένα πεντάλεπτο φιλμάκι στο οποίο κρατώντας στην αγκαλιά της ένα αρνί, αναφωνεί: "Αμάρτησα για το αρνί μου". Στο πλευρό της εμφανίζεται ο Μάνος Χατζιδάκις ντυμένος τσολιά.
Μία σταρ του κινηματογράφου
Το 1963 πρωταγωνιστεί στις ταινίες "Ένα κορίτσι για δύο" (500.000 εισιτήρια) και "Κάτι να καίει" (750.000 εισιτήρια, πρώτη εκείνη τη χρονιά σε εισπράξεις).
Στη δεύτερη ταινία ο Μίμης Πλέσσας της χαρίζει τις επιτυχίες: "Γλυκειά ζωή", "Άνοιξε άνοιξε", "Ό δρόμος είναι δύσκολος', "Όπου και αν πάω". Ακολουθούν το 1964 οι ταινίες "Η χαρτοπαίχτρα" (μεταφορά στον κινηματογράφο του θεατρικού έργου του Δημήτρη Ψαθά, 600.000 εισιτήρια, τρίτη ταινία εκείνη τη χρονιά σε εισπράξεις, μαζί με Λάμπρο Κωνσταντάρα, Σαπφώ Νοταρά, Κώστα Βουτσά) και "Κορίτσια για φίλημα" (750.000 εισιτήρια, πρώτη ταινία σε εισπράξεις εκείνη τη χρονιά, στην οποία τραγουδά σε μουσική Μίμη Πλέσσα τις επιτυχίες: Κοντά σου, Ελλάδα μου, Γελά γαλάζιος ο ουρανός, H Αθήνα τη νύχτα. Το 1965 και ενώ το άστρο της βρίσκεται σε συνεχόμενη άνοδο πρωταγωνιστεί στις "Φωνάζει ο κλέφτης" και "Ραντεβού στον αέρα", στην τελευταία ταινία η Ρένα μας πρωταγωνιστεί σε διπλό ρόλο και ενσαρκώνει την «Τζένη Σταθάτου» καθώς και τον εαυτό της όπου θα ερμηνεύσει για δεύτερη φορά το περιβόητο "Έχω στενάχωρη καρδιά" και το "Φεύγουν τα χρόνια". Σε όλες αυτές τις ταινίες σκηνοθέτης είναι ο Γιάννης Δαλιανίδης.
Το 1965 της γίνεται η πρόταση να συμπρωταγωνιστήσει στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, "Μία τρελλή τρελλή οικογένεια" και να ενσαρκώσει την περίφημη «Πάστα Φλώρα» πλάι στους αξέχαστους Αλέκο Αλεξανδράκη και Τζένη Καρέζη, την οποία θα αρνηθεί διότι όπως δήλωσε σε συνέντευξη της μεταγενέστερα, ήταν μικρή σε ηλικία τότε για να υποδυθεί τη μητέρα της Τζένης και έτσι ο ρόλος αυτός δόθηκε στη Μαίρη Αρώνη, η οποία θα τον ερμηνεύσει με μεγάλη επιτυχία.
“ Ίσως να ήταν λάθος”, θα συμπληρώσει η Ρένα στην συγκεκριμένη συνέντευξη.
Ένα χρόνο πριν, το 1966 φεύγει από τη Φίνος Φιλμ και πηγαίνει στην εταιρεία Καραγιάννης - Καρατζόπουλος. Η συμφωνία προβλέπει διπλάσια αμοιβή για τη Ρένα και ποσοστά στα κέρδη. Τη χρονιά αυτή γυρίζει τη "Βουλευτίνα" και το 1967 το "Βίβα Ρένα" υποδυόμενη σε διπλό ρόλο την άπορη και άσημη λαϊκή τραγουδίστρια «Ρένα Παπαλιού» και τη διεθνούς φήμης Ιταλίδα τραγουδίστρια «Πεπίτα Ντι Κορφού». Το 1968 θα υποδυθεί τη "Ζηλιάρα" στην ομώνυμη ταινία, μια γυναίκα που ζηλεύει παθολογικά, χωρίς λόγο και αιτία, τον σύζυγο της. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν με συμπρωταγωνιστή και κινηματογραφικό «θύμα σύζυγο» τον Νίκο Σταυρίδη που για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους αποχώρησε και ολοκληρώθηκαν με τον Γιώργο Κωνσταντίνου.
Και στις τρεις ταινίες της σ' αυτήν εταιρία σκηνοθέτης ήταν ο Κώστας Καραγιάννης ενώ τη μουσική έγραψε ο Γιώργος Κατσαρός. Το 1969 επιστρέφει στη Φίνος Φιλμ με την τιανία "Παριζιάνα" που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Δαλιανίδης. Ακολουθούν το 1970 οι ταινίες "Μια τρελή σαραντάρα" και "Η θεία μου η χίπισσα", το 1971 "Μια Ελληνίδα στο χαρέμι" και "Ζητείται επειγόντως γαμπρός" (σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου) και το 1972 η "Κόμισσα της Κέρκυρας" και η "Η Ρένα είναι οφσάιντ" του Αλέκου Σακελλάριου (190.000 εισιτήρια). Στις ταινίες τής άρεσε, παραβιάζοντας το σενάριο, να αυτοσχεδιάζει. Από το 1972 ο ελληνικός κινηματογράφος εισέρχεται σε περίοδο παρακμής λόγω κυρίως της τηλεόρασης. Και η Ρένα για επτά χρόνια δεν θα γυρίσει ταινίες.
Η τηλεόραση και η επιστροφή στον κινηματογράφο
Το 1976 θα δοκιμάσει τις υποκριτικές της ικανότητες για πρώτη φορά στην μικρή οθόνη της ΕΡΤ ως πρωταγωνίστρια σε τηλεοπτική σειρά με τίτλο " Μία Αθηναία στην Αθήνα" (σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου) που θα ολοκληρωθεί σε 25 45λεπτα επεισόδια.
Είναι μία επαγγελματική εμπειρία η οποία συναισθηματικά δεν της άφησε την ιδιαίτερη γλυκιά γεύση που θα πίστευε. “ Δε με χωράει η μικρή οθόνη, εγώ θέλω απλωσιά. Μόνο στη μεγάλη αισθάνομαι ότι μπορώ να παίξω. Η μικρή με πνίγει γι' αυτό ποτέ μου δεν την αγάπησα, ούτε υποθέτω και εκείνη εμένα.”
Η γνώμη της για την καινοτομική αυτή δουλειά και μάλιστα για ένα δημόσιο πρόσωπο που υπηρετεί με μεράκι και ήθος την έβδομη τέχνη όπως η Ρένα, μαρτυρούσε ιδιαίτερη δυσαρέσκεια, εξ ου και ο λόγος που ασχολήθηκε αρκετά μεταγενέστερα με την μικρή οθόνη.
Θα επανέλθει στον κινηματογράφο το 1979 με τις "Φανταρίνες" του Ντίμη Δαδήρα (300.000 εισιτήρια). Την ίδια χρονιά ο Γιώργος Σκούρτης διασκευάζει σε μουσική κωμωδία με τίτλο "Λυσιστράτη '79" τη "Λυσιστράτη" του Αριστοφάνη που παρουσιάστηκε το φθινόπωρο του 1979 στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ.
Σκηνοθετεί ο Δαλιανίδης, πρωταγωνιστεί η Ρένα, αλλά χωρίς επιτυχία. Ακολουθούν οι ταινίες: το 1980 "Ρένα να η ευκαιρία" (250.000 εισιτήρια), το 1981 "Της πολιτσμάνας το κάγκελο" (σκην. Κώστα Καραγιάννη, 200.000 εισιτήρια), το 1982 "Η μανούλα, το μανούλι κι ο παίδαρος" (150.000 εισιτήρια), το 1983 "Η σιδηρά κυρία" (σκην. Τάκη Βουγιουκλάκη). Στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου του 1984 στο θέατρο του Λυκαβηττού θα εμφανιστεί για να τραγουδήσει μπροστά στο αθηναϊκό κοινό, τιμώντας τον ποιοτικό συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο για τα 50 χρόνια της καριέρας του στην ελληνική μουσική, όπου με το χιούμορ της, την κινησιολογία της και τις φωνητικές της ικανότητες η Βλαχοπούλου θα ερμηνεύσει διάφορες επιτυχίες με ανταμοιβή το θερμό χειροκρότημα του κοινού. Μαζί της τραγουδούν η Άντζελα Ζήλεια, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Γιώργος Σωτηρόπουλος, η Αλέκα Κανελλίδου, ο Δάκης και η Μπέσσυ Αργυράκη. Την ενορχήστρωση επιμελήθηκαν οι Γιώργος Νιάρχος, Κώστας Κλάββας και Τάκης Αθηναίος. Η συναυλιακή αυτή επέτειος προλογήστηκε από τον Αλέκο Σακελλάριο. Το 1985 θα πρωταγωνιστήσει, για τελευταία φορά στον ελληνικό κινηματογράφο, στην ταινία "Ρένα τα ρέστα σου" (σκην. Α. Σακελλάριου). Θα ακολουθήσουν συνεργασίες αυτή τη φορά σε εννέα βιντεοταινίες, από το 1986 ως το 1990 που αν και δεν θύμιζαν σε τίποτα τις κινηματογραφικές της εμφανίσεις, χαρακτηρίζονται από το μπρίο της και τη φινέτσα της. Σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έδινε κατά καιρούς δήλωσε:
“ Έκανα και εγώ τα λάθη μου, όπως και οι άλλοι της γενιάς μου. Παρασυρθήκαμε από τη μόδα της εποχής.
Το βίντεο σαν καινούργιο μέσο ήταν πρωτόγνωρο και βέβαια έκανε θραύση. Οι ταινίες πουλούσαν σαν τρελές στα βίντεο κλαμπ. Όμως εμείς που είχαμε κάνει κινηματογράφο δεν έπρεπε να παρασυρθούμε και να δεχτούμε να γυρίσουμε ταινίες που δεν είχαν καμία σχέση με τις κινηματογραφικές. Ευτυχώς δεν καταγραφήκανε στη συνείδηση του κόσμου, έμειναν οι κλασσικές ταινίες του Φίνου!”
Η κάμψη και το τέλος
Το 1988 δε θα ξεκινήσει καλά όσον αφορά τη σωματική υγεία της καλλιτέχνιδας καθώς αρρωσταίνει από γαστρορραγία.
Αρχίζει η σταδιακή κάμψη της, καθώς δεν θα είναι ποτέ πια τόσο εκρηκτική και ζόρικη όπως ήταν ως τότε γνωστή και θα τραγουδά πλέϊ μπακ. Παρόλα αυτά συνεχίζει ασταμάτητα να είναι παρούσα στο σανίδι, εισπράττοντας την αγάπη και τα χειροκροτήματα του κοινού. Το 1990 είναι η εποχή που γεννιέται η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση και εντοπίζει την παλαίμαχη ηθοποιό σύμφωνη και έτοιμη να επιστρέψει στη μικρή οθόνη ως μία από τους πρώτους ηθοποιούς που έπαιξαν σε τηλεοπτικές σειρές ενός ιδιωτικού καναλιού. Υπογράφει με τον "ΑΝΤ1" συμβόλαιο και τη δεύτερη τηλεοπτική περίοδο λειτουργίας του σταθμού (1990-1991) παίζει στη σειρά Μάμα μία και την επόμενη περίοδο (1991-1992) στο Μάλιστα κύριε με τον Γιάννη Μιχαλόπουλο.
Συνάμα την χειμερινή αυτή περίοδο εμφανίζεται στο μουσικό θέατρο "Ρεξ" της οδού Πανεπιστημίου σε ένα νυχτερινό μουσικό πρόγραμμα, πλαισιωμένη απο τους: Δημήτρη Μητροπάνο, Γλυκερία, Γιάννη Μηλιώκα και το συνθέτη Χρήστο Νικολόπουλο. Στο πρόγραμμα αυτό εκτός από τα τραγούδια που θα ερμηνεύει κάθε βραδιά, θα απευθύνεται με το γνώριμο χιούμορ της στους θεατές.
Την περίοδο (1992-1993) θα παίξει για τελευταία φορά σε επιθεώρηση, στο έργο Για την Ελλάδα ρε γαμώ το. Θα πει "αντίο" στο θέατρο, την περίοδο (1993-94) με την "χαρτοπαίχτρα" του Ψαθά που θ' ανεβεί στο "Μπροντγουέι" της οδού Αγίου Μελετίου. Την ίδια χρονιά συνεργάζεται με την τραγουδίστρια Αλέξια, στον δίσκο «Η Αλέξια ερμηνεύει τα κλασικά»: τραγουδούν μαζί την παλιά της επιτυχία «Έχω απόψε ραντεβού». Το 1995 θα πραγματοποιήσει άλλη μια εμφάνιση στην ιδιωτική τηλεόραση, στο "Mega Channel" αυτή τη φορά, σε ένα επεισόδιο των "Δέκα μικρών Μήτσων" πλάι στον Λάκη Λαζόπουλο.
Το 1997 θα κυκλοφορήσει τον δίσκο «Η Ρένα τραγουδάει τζαζ» επανεκτελώντας παλιές ελληνικές και διασκευασμένες ξένες επιτυχίες υπό την μουσική επιμέλεια του Γιώργου Θεοδοσιάδη. Σε τέσσερα τραγούδια τη συνοδεύουν ο Λάκης Λαζόπουλος, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Μάριος Φραγκούλης και η Ντέμπορα Μάγιερς. Ο δίσκος, ωστόσο, θεωρείται κατώτερος του ταλέντου της.
Το 2002 κυκλοφόρησε η βιογραφία της με τίτλο Βίβα Ρένα από τις εκδόσεις "Άγκυρα" με την επιμέλεια του Μάκη Δελαπόρτα, ενώ το νησί των "Φαιάκων" το οποίο τη γέννησε την τίμησε μετονομάζοντας το θέατρο του πρώην θερινού ανάκτορο "Μον Ρεπό" σε θέατρο «Ρένα Βλαχοπούλου».
Το 2003, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος της απένειμε το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά της στις Τέχνες.
Η παρακαταθήκη της μέσα σε 55 χρόνια δράσης είναι περίπου 120 παραστάσεις στο θέατρο από το 1939 έως το 1994 και 26 ταινίες από το 1951 έως το 1985.
Στην ιδιωτική της ζωή όταν κάποιος της ζητούσε να αφηγηθεί κάτι κωμικό, ένιωθε προσβεβλημένη και αυτό γιατί αυτομάτως την υποτιμούσαν από καλλιτέχνιδα σε καραγκιόζη.
Τότε σε αυτές τις περιπτώσεις απαντούσε με το μοναδικό και πρότυπο κερκυραϊκό της τρόπο: “Μωρή αϊ στο διάολο που μου ζητάς πρωινιάτικα να σου πω κάτι κωμικό. Τι κωμικό; Πάω να ψωνίσω!”
Πέθανε στις 7 το απόγευμα της Πέμπτης 29 Ιουλίου 2004, στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Είχε μπει στο Ιατρικό Κέντρο στις 16 Ιουλίου για να εγχειριστεί επειδή υπέστη διάτρηση στομάχου που οφειλόταν σε υποτροπή του ζαχάρου.
Το ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ως αιτία θανάτου αιφνίδια ανακοπή καρδιάς. Στις 30 Ιουλίου του 2004 η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Το Σάββατο 31 Ιουλίου του 2004 η κηδεία της πραγματοποιήθηκε από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, υπό τη συνοδεία της μπάντας της Φιλαρμονικής Εταιρείας "Μάντζαρος" που ήρθε από την Κέρκυρα, με παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Την ημέρα της κηδείας της όλα τα καταστήματα στην Κέρκυρα παρέμειναν κλειστά ως ένδειξη πένθους.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου