
Παρακολουθώντας τις εξελίξεις των τελευταίων ετών και κατόπιν της εισόδου της χώρας μας στην πραγματική δίνη της δημοσιονομικής περιπέτειας κατά τους τελευταίους μήνες, μπορούμε να διαπιστώσουμε μια εξίσου πραγματική και μετρήσιμη υποχώρηση της στάθμης της ελληνικής πολιτικής, διπλωματικής και εν γένει εθνικής ενεργητικότητας, στον τομέα της προώθησης των συμφερόντων του Ελληνισμού στη φυσική σφαίρα επιρροής του, αλλά και στο ευρύτερο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι. Αυτή η διαπίστωση “κάμψης” δεν θα αποτελούσε τόσο ανησυχητικό σημείο εάν δεν συνοδευόταν από μια έντονη αίσθηση περί της γενναίας αύξησης της δυναμικής της τουρκικής διπλωματικής, οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος. Με την παρούσα ανάλυση θα επιχειρηθεί μια διερεύνηση των ελληνικών και τουρκικών πραγματικών δυνατοτήτων άσκησης της εξωτερικής τους πολιτικής απέναντι στην Αλβανία, κατόπιν της, εδώ και καιρό σε εξέλιξη, ανάπτυξης του προσεταιρισμού της γείτονος από την Τουρκία του νεοοθωμανισμού και της αναζήτησης του στρατηγικού βάθους.
Προσπαθώντας να ξεφύγουμε από τον καταιγισμό των οικονομικών εξελίξεων και από τη διάχυτη αίσθηση πως η Ελλάδα πτωχεύει και καταρρέει σε όλα τα επίπεδα, του διπλωματικού, γεωπολιτικού και στρατιωτικού συμπεριλαμβανομένων, θα προσεγγίσουμε την ελληνοτουρκική διελκυνστίδα από τη σκοπιά των πραγματικών δυνατοτήτων των δύο κρατών, αλλά και δίχως το φοβικό σύνδρομο το οποίο μας χαρακτηρίζει απέναντι στον εξ ανατολών κίνδυνο. Επίσης, μέσα από το πρίσμα των σχέσεών μας με τη γείτονα χώρα, θα ενσκύψουμε σε μια πλειάδα ευκαιριών ενδυνάμωσης της εν γένει θέσης του ελληνισμού στην ευρύτερη αυτή περιοχή των συμφερόντων του.Ένα από τα πρώτα θέματα τα οποία χρήζουν βελτιώσεως είναι η ψυχολογία μας και η υιοθέτηση στόχων. Το να αποτελεί θεμελιώδη ελληνικό στόχο η ανάσχεση του τουρκικού, ποικίλης φύσεως, επεκτατισμού, αποτελεί πτωχή κατεύθυνση, αναντίστοιχη τόσο με τις πραγματικές διαστάσεις του κινδύνου, όσο και με τις πραγματικές ελληνικές δυνατότητες. Το να εξαντλούμε τις γεωστρατηγικές μας αναλύσεις και την επιστημοσύνη μας σε υπερδιύληση των τουρκικών κινήσεων σε όλους τους τομείς αποτελεί μη τιμητική συμπεριφορά και καθόλου έξυπνη προσέγγιση. Όταν μας καθηλώνουν οι τουρκικές, σε πολλές περιπτώσεις επιθετικής φύσεως, ενέργειες τόσο εύκολα, εμπεδώνοντας την αίσθηση περί ενός εξαιρετικά αρνητικού για εμάς ισοζυγίου ισχύος, πως θα μελετήσουμε τις, ανεξάρτητες από τον τουρκικό παράγοντα, παθογένειές μας, πως θα τις διορθώσουμε και πως θα αναλάβουμε “ δράση” σε όλους τους τομείς του ενδιαφέροντός μας;
Η περίπτωση της Αλβανίας μπορεί να αποτελέσει ένα αρχικό παράδειγμα. Το δικαίωμα της γείτονος χώρας να συνάψει πολιτικοστρατιωτική συμμαχία με την Τουρκία μπορεί να χαρακτηριστεί αναφαίρετο. Τους φίλους σου τους επιλέγεις, τους εχθρούς σου όχι. Η αλβανική κυβέρνηση επέλεξε το δύσβατο δρόμο της συμπόρευσης με ένα σύμμαχο, ο οποίος δεν έχει να της προσφέρει τίποτα, αλλά και προσδωκά να πάρει πολλά. Η τουρκική εγκαρδιότητα απέναντι στην Αλβανία ξεκάθαρα εντάσσεται στο “πολυθρύλητο” δόγμα Νταβούτογλου, ο οποίος ξεκάθαρα μιλά περί της αναβιώσεως της οθωμανικής εποχής, χωρίς να υπολογίζει πως πραγματικά κανένας δεν επιθυμεί, σε βάθος χρόνου και με ειλικρίνεια, να προχωρήσει τη σχέση του με την Τουρκία γνωρίζοντας τον προφανή της αυτό στόχο. Το ισλαμικό τόξο του νεοοθωμανισμού επιφυλάσσει μια περίοπτη θέση στη φίλη χώρα της Αλβανίας, παρέχοντάς της, όμως, μια κηδεμονία αντιευρωπαϊκή, ισλαμιστική και, σε βάθος χρόνου διαλυτική, αν λάβουμε υπ΄όψην τις πολυπολιτισμικές και πολυθρησκευτικές βάσεις της αλβανικής κοινωνίας. Επίσης, δεν μπορώ να γνωρίζω τι γίνεται αλλού, η εν Ελλάδι αλβανική διασπορά, η απολαμβάνουσα τις ευρωπαϊκές αρχές και ευκολίες, μόνο ανήσυχη πρέπει να στέκεται απέναντι σε αυτό τον προσεταιρισμό. Το να δώσεις γη και ύδωρ σε ένα σύμμαχο, ο οποίος διακηρύσσει την επιθυμία του να μετεξελιχθεί σε περιφερειακή δύναμη μακράν, ίσως και απέναντι, από τις ευρωπαϊκές αρχές θα πρέπει να αποτελεί κίνηση τουλάχιστον ακατανόητη για μια πλειάδα Αλβανών, οι οποίοι απολαμβάνουν το ευρωπαϊκό κεκτημένο στην Ελλάδα και αλλού.
Το να παραχωρήσεις ναυτικές βάσεις και ποικίλες διευκολύνσεις σε μία χώρα η οποία σου το ζήτησε για να επιχειρήσει τη γεωστρατηγική και στρατιωτική περικύκλωση της Ελλάδος, η οποία είναι ο οικονομικός σου αιμοδότης, ο γείτονάς σου και η κρατούσα τα κλειδιά της ευρωπαϊκής σου ολοκλήρωσης, μόνο έξυπνη κίνηση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Το να εκλάβεις τα τουρκικά, νταβουτόγλεια, μεγαλοιδεατικά ανοίγματα σαν σοβαρό στήριγμα και έρεισμα, επιτρέψτε μου να πω πως είναι τουλάχιστον επικίνδυνο. Και είναι απορίας άξιον το πόσο απροκάλυπτα, φαίνεται πως, δέχεται το τουρκικό “φλερτ” ο αλβανικός παράγων, τη στιγμή που κυρίως ο αμερικανικός παράγων, αλλά και οι δυτικοευρωπαίοι σπεύδουν να ικανοποιήσουν πάγιες απαιτήσεις του, η Ελλάδα στέκεται αρωγός σε κάθε ρεαλιστικό του αίτημα και τα πράγματα στη Βαλκανική δείχνουν να ηρεμούν. Εκτός και εάν ο συντονισμός Αλβανίας-Τουρκίας-Σκοπίων προσβλέπει σε νέες βαλκανικές αναθεωρητικές περιπέτειες, από τις οποίες, απεύχομαι κάθε παρόμοια εξέλιξη, όμως, δεν μπορεί να είναι σίγουρες πως θα βγουν δυναμωμένες και δίχως σημαντικές απροσδόκητες για τα συμφέροντά τους εξελίξεις, ιδίως στα πλαίσια του σύγχρονου πολυπολιτισμικού κόσμου. Εντούτοις, η αποδοχή του τουρκικού εναγκαλισμού, όσο και αν αποτελεί προϊόν εν μέρει της ελληνικής κωλυσιεργίας, είναι γεγονός και αποτελεί μια, κατά τη γνώμη μου λάθος στρατηγική επιλογή από πλευράς Αλβανίας, η οποία: Ερεθίζει την Ελλάδα δίχως σημαντικά οφέλη. Όσο “κουρασμένη” και αν δείχνει η χώρα μας, κάποτε, αρκετά σύντομα, θα αντιδράσει με δυναμισμό και χωρίς διάθεση να ανεχτεί τετελεσμένα στην “πίσω αυλή της”. Τα νομικά και διπλωματικά μας ερείσματα, η στρατιωτική και, δυνάμει μελλοντική, οικονομική μας ισχύ θα έπρεπε να αποτρέπουν τον αλβανικό ενδοτισμό, αντικρύζοντας και την Π.Γ.Δ.Μ. , η οποία κρατά γερά βαστάζοντας, εκτός του πλαισίου της ενδιάμεσης συμφωνίας, το όνομα της, ελληνικότατης κατ΄ εμέ, Μακεδονίας, αλλά μόνο μέχρι να διαλυθεί τελεολογικά, εφόσον επιλέγει το δρόμο της μη συνεννόησης με την Ελλάδα, κάτι το οποίο σαν κράτος δεν μας συμφέρει φυσικά. Επίσης, προσεταιρίζεται έναν εταίρο, την Τουρκία, απέναντι στον οποίο από τις ΗΠΑ μέχρι τη Μέση Ανατολή και από την Κίνα μέχρι την Αυστραλία μόνο λόγια “καχύποπτης ευγένειας” θα ακούσεις. Απεναντίας, τα εν Ελλάδι, ισχυρότατα, Γαλλικά, Ρωσικά, Κινεζικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα, ο μοχλός πίεσης που καλείται ελληνική διασπορά, αλλά και οι ειδικές νομικές και πολιτικές, βλέπε ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ και ελληνική μειονότητα, πτυχές της σχέσης της Ελλάδας με την Αλβανία καθιστούν, κατά τη γνώμη μου, αυτό τον εναγκαλισμό, εφόσον η ελληνική πλευρά κινηθεί συντονισμένα, εκ προοιμίου καταδικασμένη να καταλυθεί.
Έτσι, πολλά μπορούν να γίνουν στο πλαίσιο ανάληψης γρήγορης, επιθετικής και έξυπνης δράσης εκ μέρους της Ελλάδος: Άμεση επικύρωση, επιτέλους, από το ελληνικό κοινοβούλιο της συμφωνίας περί οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ των δύο κρατών στο Ιόνιο και πιστή εφαρμογή της ωσάν η μονομερής αναίρεσή της από την Αλβανία να μην έγινε ποτέ. Το προφανές “δασκάλεμα” της Τουρκίας δεν πρέπει να μείνει αναπάντητο. Επιδίωξη παντοειδούς ενίσχυσης της Ελληνικής και ελληνοβλαχικής μειονότητας, με απαίτηση σεβασμού όλων των συμφωνηθέντων όρων περιφρούρησης των δικαιωμάτων της, καθώς και των εν γένει Αλβανών Ορθοδόξων, έναντι των οποίων η Ελλάδα πρέπει άμεσα να αναλάβει το ρόλο του θεματοφύλακα και εγγυητή των δικαιωμάτων τους. Η απογραφή του 2011 αποτελεί θαυμάσια ευκαιρία προτάξεως των δίκαιων αιτημάτων της μειονότητας, αλλά και του γεγονότος πως η Ελλάδα παρακολουθεί πολύ στενά τις εξελίξεις. Η εκούσια επιστροφή αρκετών βορειοηπειρωτών στις εστίες τους, λόγω οικονομικής κρίσης, αποτελεί μία πολύ θετική εξέλιξη. Η πορεία της ελληνικής μειονότητας δεν πρέπει να ακολουθήσει πορεία αντίστοιχη με αυτή της Τουρκίας σε καμία περίπτωση. Η πολιτισμική και γεωστρατηγική της χρησιμότητα, αλλά και οι νομικές θεμελιακές της βάσεις είναι τέτοιες που θα έπρεπε να την καθιστούν στιβαρή γέφυρα φιλίας και ειρήνης. Στρατιωτικά, η τουρκική παρουσία στο Ιόνιο προκαλεί και τον πλέον εχέφρονα νου. Σαν αντίβαρο, προτείνεται τόσο η γεωστρατηγική και στρατιωτική αναβάθμιση της Κέρκυρας, όσο και η άσκηση πιέσεων ώστε να καταστεί, πλήρως, αντιληπτό πως δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα να ανεχτεί την παρουσία του τουρκικού ναυτικού τόσο εγγύς των Ιονίων νήσων, όσο και , γιατί όχι , στις ακτές της Βορείου Ηπείρου, μιας ζώνης με, αναμφίβολα , ζωτικά εθνικά συμφέροντα. Η αίτηση περί αποδόσεως στην Ελλάδα μιας ναυτικής βάσης στις ακτές της Βορείου Ηπείρου, κατ΄ αντιστοιχία με τις παραχωρήσεις προς την Τουρκία θα πρέπει σοβαρά να μελετηθεί.
Η χώρα μας και ο λαός μας διακατέχεται από φιλικά έναντι του αλβανικού λαού συναισθήματα, τα οποία σφυρηλατεί η ιστορική γειτνίαση, το κοινό, υπό Οθωμανικό ζυγό, παρελθόν, αλλά και το ομόθρησκον, με ένα γενναίο κομμάτι της αλβανικής κοινωνίας. Επίσης, η υπαρκτή, καιρός να μάθουμε και τα ακριβή στοιχεία της, ελληνική μειονότητα, όπως και οι έχοντες ελληνικότατη συνείδηση βλαχόφωνοι, αποτελούν δυνητικές γέφυρες φιλίας και επικοινωνίας μεταξύ των δύο λαών. Στα πλαίσια αυτά, θα πρέπει η ελληνική εξωτερική πολιτική να αποκαλύπτει, σε κάθε ευκαιρία, τις τουρκικές προθέσεις έναντι της Αλβανίας, προθέσεις οι οποίες γίνονται αντιληπτές ήδη από ένα γενναίο κομμάτι της διανόησης της γείτονος. Η τουρκική απόπειρα χειραγώγησης της Αλβανίας, με απώτερο στόχο να πληγούν ζωτικά ελληνικά συμφέροντα είναι παραπάνω από προφανής. Προφανές είναι, βεβαίως, και το γεγονός πως η Ελλάδα κρατά τα κλειδιά τόσο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όσο και της οικονομικής ανόρθωσης της γείτονος. Η οικονομική συγκυρία δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται από κανέναν ως ευκαιρία απόσπασης κερδών έναντι των ελληνικών συμφερόντων. Η Ελλάδα έχει ασύγκριτα διπλωματικά, και άλλα, μέσα, τα οποία, επιτέλους, κάποτε θα πρέπει οι αρμόδιες υπηρεσίες να ενεργοποιήσουν. Σε τελική ανάλυση, ποιος μπορεί να εμπιστεύεται ως έντιμο συνομιλητή, επενδυτή και προωθητή των συμφερόντων της την Τουρκία της δεδηλωμένης πρόθεσης επέκτασης του στρατηγικού της βάθους; H Eλλάδα στήριξε παντοιοτρόπως όλα αυτά τα χρόνια τη γειτονική Αλβανία και αναμένει, τουλάχιστον, μια εγκάρδια συνεννόηση σε όλα τα επίπεδα. Μπορούμε, κατά το μέτρον του δυνατού, να επενδύσουμε εντονότερα στην Αλβανία, μπορούμε να της εγγυηθούμε τόσο ένα ευοίωνο μέλλον εντός των Ευρωατλαντικών δομών, αλλά και μια ουσιαστική ανταλλαγή σκέψεων γύρω από τα θέματα του Κοσόβου και των Αλβανών της Π.Γ.Δ.Μ., επί των οποίων και οι δύο πλευρές μπορούν, με το μάτι στραμμένο και στα δίκαια της ελληνικής μειονότητας, να συνδιαλλαγούν. Η εν Ελλάδι αλβανική κοινότητα μπορεί να αποτελέσει το κατάλληλο παράδειγμα ένταξης μιας αλβανικής ομάδας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς της ευημερίας και της ασφάλειας. Πως τα περνούν άραγε οι εν Τουρκία Αλβανοί; Πόσα περισσότερα μπορεί ο κύριος Νταβούτογλου να προσφέρει στους γείτονές μας και γιατί; Η απάντηση ας δωθεί από τον φίλο αλβανικό λαό!
Αλέξανδρος Λώλης
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου