Συνέντευξη στην Ιωάννα Μπλάτσου
Μεγάλωσε σε διάφορα μέρη στην Ελλάδα και στην Αγγλία, σε μια οικογένεια με εφτά παιδιά.
«Οι γονείς μου γενικά δεν μας έδιναν συμβουλές.
Σαν απόσταγμα όμως από τις κουβέντες μας έχω κρατήσει:
“Να ακολουθείς αυτό που σε κάνει να κοιμάσαι ήσυχος τα βράδια, να προσπαθείς να διακρίνεις το βάσανο πίσω από ένα σκληρό πρόσωπο, τα χελιδόνια έρχονται έτσι κι αλλιώς την άνοιξη”» λέει χαμογελώντας η Σοφία Χιλλ.
Στο σχολείο ήταν «ενθουσιώδης μαθήτρια, αν και συνήθως αδιάβαστη», ενώ η ενασχόλησή της με την υποκριτική«δεν ήταν ακριβώς θέμα επιλογής.
Ίσως λίγο η τύχη ή οι συνθήκες το αποφάσισαν και εγώ το ακολούθησα», λέει σεμνά η χαρισματική ηθοποιός, που συνεργάζεται χρόνια με τον Θόδωρο Τερζόπουλο και φέτος καθηλώνει τους θεατές του Άττις, μετά το «Alarme», στην «Ιοκάστη» του Γιάννη Κοντραφούρη.
Στην «Ιοκάστη» ο Γιάννης Κοντραφούρης σκιαγραφεί την εικόνα της Ελλάδας με έντονα χρώματα ζόφου, με πολλές σκιές. Ποια είναι η εικόνα της δικής σας Ελλάδας;
Η πρώτη μου εντύπωση όταν διάβασα την «Ιοκάστη» δεν ήταν αμιγώς αυτή του ζόφου.
Αυτό το πέταγμα που κάνει ο Κοντραφούρης πάνω από την Ελλάδα δίνει παράλληλα μια εικόνα ομορφιάς και αισιοδοξίας. Έτσι είναι η Ελλάδα.
Εκεί που ρημάζει, ξαφνικά γεμίζει ήλιο.
Η δική μου Ελλάδα είναι αυτή η ιδανική, η συμβολική πατρίδα που κουβαλάω μέσα μου.
Το φως, η ελευθερία πέρα από σύνορα, όρια και χάρτες.
Όσο για την Ελλάδα του σήμερα, είναι μια αντανάκλαση του πλανήτη που χτυπάει συναγερμό.
Η τάση του ανθρώπου να καταστρέφει χωρίς να υπολογίζει συνέπειες, το «να περάσω καλά εγώ τώρα».
Ως μητέρα ενός 7χρονου αγοριού, τι σας φοβίζει στη σημερινή πραγματικότητα;
Με φοβίζει η σκέψη ότι τα παιδιά μας δεν θα έχουν κάποια στιγμή καθαρό νερό ή ότι δεν θα μπορούν τα καλοκαίρια να καούν και να ξεφλουδίσουν.
Με φοβίζει ότι ίσως δεν είναι ελεύθερα να χαρούν την ανεμελιά της ζωής.
Ποιες δικές σας παιδικές μνήμες σάς συντροφεύουν μέχρι σήμερα;
Μεγάλωσα αρκετό καιρό κοντά στη φύση αλλά και σε πολλά μέρη εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους.
Τον έναν χειμώνα μπορεί να ζούσα σα μαθήτρια σε δημόσιο σχολείο στο Μάντσεστερ της Αγγλίας και το ίδιο καλοκαίρι να περνούσα τρεις μήνες με τα αδέλφια και την οικογένειά μου σε μια σπηλιά της Μάνης χωρίς ρεύμα, νερό, έπιπλα, χωρίς καν δρόμο, και τον αμέσως επόμενο χειμώνα ως μαθήτρια σε μονοθέσιο σχολείο σε ένα χωριό του Ταϋγέτου.
Οι μνήμες μου είναι ένα παζλ από εμπειρίες και εικόνες τελείως διαφορετικές μεταξύ τους.
Αυτό που τις ενώνει είναι η αγάπη, η εμπιστοσύνη και ο θαυμασμός ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας που έκαναν αυτές τις εμπειρίες αναντικατάστατες και πολύτιμες.
Τι σας απογοητεύει και τι σας κάνει να ελπίζετε στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα;
Είναι απογοητευτικό που κατά βάθος και επί της ουσίας δεν αντιδρούμε, είμαστε παθητικοί απέναντι σε ό,τι μας συμβαίνει.
Ξέρεις, είναι εύκολο να τα βάζουμε με τον Πακιστανό που μας καθαρίζει το παρμπρίζ ή με τα πρεζόνια που έχουν γεμίσει το Κέντρο, αλλά το ότι γέμισε η Αθήνα με αστυνομικούς σε κάθε γωνία ξαφνικά μας δημιουργεί μια δήθεν ασφάλεια…
Είναι επίσης αποκαρδιωτικό που με όλα αυτά που συμβαίνουν γινόμαστε φοβικοί, μίζεροι, ενοχλούμαστε κι αρχίζει το μίσος για τους «άλλους».
Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε αυτή την πραγματικότητα μιας ταλαιπωρημένης Ελλάδας, βλέπεις εικόνες που σε κάνουν να χαμογελάς.
Έχω δει άνθρωπο των φαναριών να δίνει λεφτά σε μια επαίτιδα με μωρό.
Υπάρχει κόσμος που ξέρω, ο οποίος έχει αποφασίσει να δίνει ένα μέρος του μισθού του σε ανθρώπους που έχουν περισσότερη από αυτόν ανάγκη.
Εκεί που παλιά ήμασταν πιο καχύποπτοι, τώρα μου φαίνεται ότι συμπονάμε ο ένας τον άλλον, έχουμε περάσει στην πράξη της καλοσύνης.
Ελπίζω πως τώρα, μέσα στη δυσκολία, ξαναβρισκόμαστε.
Έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν;
Όχι, δεν πιστεύω πως έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν, όμως κι εμείς δεν είμαστε οι πολίτες που οφείλουμε να είμαστε. Βολευτήκαμε, επαναπαυτήκαμε και τώρα πρέπει να επαναπροσδιοριστούμε. Πιστεύω στους φωτισμένους ανθρώπους.
Πιστεύω πως ο σωστός άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή, στο κατάλληλο πόστο θα μπορούσε να κάνει πολλά.
Τι θα σκεφτείτε προτού ψηφίσετε στις επερχόμενες εκλογές;
Δεν έχω ψηφίσει μέχρι τώρα με δικαιολογία την αγγλική μου υπηκοότητα. Αν πίστευα, όμως, ότι κάτι θα άξιζε τον κόπο, θα έπαιρνα την ελληνική.
Τι σημαίνει για σας «κάνω τέχνη σε καιρό κρίσης»;
Θυμάμαι όταν πήγαμε στο Σεράγεβο, λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο, μου έκανε τρομερή εντύπωση η άνθηση των τεχνών σε όλα τα επίπεδα, η ποιότητα των καλλιτεχνών. Η τρέλα και η ελευθερία ξεχείλιζαν. Συζητήσαμε πολύ μαζί τους.
Για την τέχνη εν καιρώ πολέμου και εν καιρώ ειρήνης.
Δεν είχαν τίποτα να χάσουν, έλεγαν, και τίποτα να κερδίσουν.
Έκαναν «τέχνη μόνο για χάρη της τέχνης» ή για το λιγοστό κοινό που με δυσκολία κατάφερνε να φτάσει σε αυτούς. Δεν περίμεναν κανέναν να τους ανακαλύψει, καμία υλική απολαβή. Έτσι βλέπω εγώ την τέχνη πάντα, όχι μόνο σε καιρούς κρίσης.
Πώς είναι να συνεργάζεστε με έναν σπουδαίο και αναγνωρισμένο στα πέρατα του κόσμου σκηνοθέτη, τον Θεόδωρο Τερζόπουλο;
Πίσω από αυτή την εικόνα που περιγράφετε, ο Θόδωρος Τερζόπουλος είναι ένας απλός, σκληρά εργαζόμενος άνθρωπος, και τον εκτιμώ πολύ γι’ αυτό. Παρά το δυνατό μυαλό και λόγο του, δεν είναι καθόλου επιτηδευμένος.
Μαζί του μαθαίνεις να δουλεύεις κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες χωρίς να το πολυσκέφτεσαι, γιατί πρώτος αυτός δίνει το παράδειγμα. Όταν ένας ηθοποιός το σκέφτεται ή το αναλύει πολύ, έχει μια ατάκα που χρησιμοποιεί:
«Do it!».
Κι εκεί ξέρεις ότι πρέπει να «τραβήξεις το κάρο». Προσωπικά, μου έχει δώσει τη δυνατότητα να αναμετρηθώ με τις δυνάμεις μου και να φάω τα μούτρα μου ή να τα καταφέρω. Κι αυτό που ο ίδιος εκτιμά πάνω από όλα είναι η δοτικότητα πάνω στη σκηνή.
Ο κ. Τερζόπουλος έχω ακούσει ότι μαγειρεύει πολύ ωραία.
Ναι, μαγειρεύει πολύ ωραία και υγιεινά και πάντα έχει κάποιον φιλοξενούμενο στο τραπέζι του. Αυτοσχεδιάζει στα ζυμαρικά, αλλά μια φασολάδα του τη θυμάμαι ακόμα.
Εκτός από την «Ιοκάστη» φέτος, θα παίξετε και στο «Ρέκβιεμ» (σ.σ.: ίσως αλλάξει ο τίτλος) του Θανάση Αλευρά. Θεωρείτε ότι σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και εδώ στην Ελλάδα «ακούμε» το ρέκβιεμ μιας εποχής που τελειώνει βίαια, με κρότο;
Ζούμε, όντως, το τέλος μιας εποχής που φεύγει. Έσκασε η σαπουνόφουσκα.
Όλη αυτή η επιφανειακή ευημερία, η αφοσίωση στην ύλη, τουλάχιστον τώρα ξέρουμε ότι δεν οδηγεί πουθενά.
Έπεσαν οι μάσκες. Πιστεύω και ελπίζω σε μια νέα συνείδηση. Ίσως πρέπει να γυρίσουμε πολύ πίσω για να προχωρήσουμε μπροστά.
Πίσω στις μεγάλες παραδόσεις και τους μεγάλους πολιτισμούς. Πίσω σε έναν χρόνο και χώρο εσωτερικό.
Σε μια πνευματικότητα.
Ο άνθρωπος έχει φερθεί πολύ χοντροκομμένα στο περιβάλλον του και στον συνάνθρωπό του. Φοβάμαι πως αν συνεχίσουμε έτσι, ο πλανήτης θα μας αποβάλει.
Θα παίξετε επίσης και στο «Νοσφεράτου» στη Μόσχα και δεν είναι η πρώτη φορά που παίζετε στο εξωτερικό. Θα λέγατε ότι κάνετε παράλληλα και διεθνή καριέρα;
Πάντα όταν δουλεύουμε μια παράσταση υπάρχει η αίσθηση ότι αποδέκτης δεν είναι μόνο το ελληνικό κοινό.
Έτσι μ’ έναν τρόπο το ένα πόδι πατάει εκτός Ελλάδας. Αυτό, όμως, για να μην κοροϊδευόμαστε, δεν είναι διεθνής καριέρα.
Σε τι διαφέρουν οι συνθήκες εργασίας και θεατρικής παραγωγής στο εξωτερικό σε σχέση με την Ελλάδα;
Ανάλογα τη χώρα. Δεν θα ξεχάσω όταν παίξαμε στο Εθνικό Θέατρο στο Νέο Δελχί, όπου ένα πλήθος είκοσι τεχνικών πάνω στη σκηνή προσπαθούσαν όλοι μαζί να καρφώσουν ένα καρφί και δεν τα κατάφερναν.
Η προθυμία όμως και η ευγένειά τους θα μου μείνουν αξέχαστες.
Στο Έσσεν της Γερμανίας, πάλι, οι τεχνικοί είχαν μια αυτοπεποίθηση και ένα ύφος τουλάχιστον διευθυντή, αλλά δουλεύουν όντως άψογα.
Όμως, μια φορά, που χρειάστηκε λόγω έλλειψης χρόνου να δουλέψουν παράλληλα κάποιοι ηθοποιοί στη σκηνή με τους τεχνικούς, οι τεχνικοί μιλούσαν υπερβολικά δυνατά χωρίς λόγο, έκαναν τρομερό θόρυβο.
Όταν είπα σε κάποιον μήπως μπορούσαν να μιλήσουν λίγο πιο σιγά, θύμωσε και μου είπε:
«Αυτή τώρα είναι η δική μας ώρα στο θέατρο».
Καμιά ευελιξία.
Στο τέλος τους είπαμε και συγγνώμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου