Ούτε που θα μπορούσε να διανοηθεί ο σκληρός σουλτάνος Μουράτ Δ’, όταν κατάφερε να κατακτήσει τους Πέρσες ξοδεύοντας άφθονο χρυσάφι και ανθρώπινες ζωές προκειμένου να αναπτύξει το εμπόριο των Οθωμανών, ...
...ότι θα υπήρχε τετρακόσια χρόνια αργότερα μια μέθοδος που θα απέφερε περίπου παρόμοια οφέλη με ελάχιστα έξοδα και χωρίς να «ανοίξει ρουθούνι», η μέθοδος Χόλιγουντ ή απλώς η διπλωματία της σαπουνόπερας.
Καθηλωμένοι στους καναπέδες σήμερα οι τηλεθεατές στο Ιράν ανοίγουν τα σαλόνια τους και τις καρδιές τους στους τούρκους αστέρες της σαπουνόπερας.
Σε ολόκληρη την ευαίσθητη περιοχή της Μέσης Ανατολής οι τουρκικές σαπουνόπερες έχουν αναλάβει την ένωση των μουσουλμανικών λαών υπό τη φαντασμαγορική σκέπη τους, υποστηρίζοντας καλύτερα από οποιονδήποτε διπλωμάτη τη νεο-οθωμανική διπλωματία, που έχει στόχο να αναδείξει την Τουρκία σε «ήρεμη δύναμη» μιας περιοχής που εκτείνεται από τη Μέση Ανατολή έως τα Βαλκάνια.
Σε 85 εκατομμύρια υπολογίστηκαν οι τηλεθεατές του τελευταίου επεισοδίου της σειράς «Noor» («Gumus») από τη Συρία έως το Μαρόκο.
Με θέμα την τρυφερότητα και τον σεβασμό με τον οποίο αντιμετώπιζε τη σύζυγό του ένας ζάπλουτος πιστός μουσουλμάνος, προκάλεσε τόνους δακρύων στο γυναικείο κοινό, στέλνοντας και το μήνυμα ότι το Ισλάμ δεν ευθύνεται για το αν οι μουσουλμάνοι σύζυγοι κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους.
Μερικά μόνο νούμερα είναι ενδεικτικά αυτού του κύματος των τουρκοσάπουνων που έχει κατακλύσει, με 100 και πλέον ώρες επεισοδίων, περίπου 300 διαφορετικά κανάλια, σε 20 τουλάχιστον χώρες, από το Ιράν έως το Μαρόκο και τη Συρία και την Αίγυπτο και από εκεί στα Βαλκάνια (Βουλγαρία, Ρουμανία, Αλβανία), από το Κόσοβο έως το Αζερμπαϊτζάν και το Καζαχστάν.
Με κόστος ανά επεισόδιο από 500 έως 15.000 δολάρια, οι σαπουνόπερες αποφέρουν τουλάχιστον 60 εκατομμύρια δολάρια ετησίως στην τουρκική οικονομία. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο.
Από το περιοδικό «Time» έως την ιταλική «Repubblica» και από ειδικά άρθρα μελετητών της Μέσης Ανατολής και της τουρκικής διπλωματίας έως ντοκιμαντέρ της ιαπωνικής τηλεόρασης αφιερωμένα στις τουρκικές σαπουνόπερες, το είδος αυτό της τηλεόρασης έχει χαρακτηριστεί «ο κρυφός άσος στο μανίκι του Ταγίπ Ερντογάν».
Η Τουρκία θεωρείται ήδη μια περιφερειακή υπερδύναμη στον τομέα της τηλεοπτικής ψυχαγωγίας, την οποία αξιοποιεί και για αύξηση του τουρισμού (πλούσιοι Αραβες πετούν πλέον στην Κωνσταντινούπολη για Σαββατοκύριακο, αντί στο Παρίσι και στο Λονδίνο, και λέγεται ότι ορισμένοι εξ αυτών επιχειρούν να συναντήσουν τις ωραίες πρωταγωνίστριες των σίριαλ, ενώ υπολογίζεται ότι αυξήθηκε κατά 300.000 άτομα ο τουρισμός στα Πριγκιπονήσια• εξάλλου, τα γυρίσματα στην Κερύνεια του τουρκοσάπουνου «Εζέλ», τα οποία προκάλεσαν αντιδράσεις όταν προβλήθηκε στην Ελλάδα από τον Αntenna, έγιναν για να τονωθεί ο τουρισμός στα Κατεχόμενα).
Αλλά όχι μόνον.
Πρόκειται για ένα «συναισθηματικό υλικό», ισχυρότερο από οποιαδήποτε στρατιωτική επιβολή, εξωτερική πολιτική και διπλωματική διεργασία, με το οποίο η Αγκυρα υποστηρίζει την ερντογανική εσωτερική και εξωτερική πολιτική.
Και είναι τέτοια η επιτυχία του ώστε ακόμη και στα τουρκικά πανεπιστήμια στις σπουδές Κοινωνιολογίας διδάσκεται η επιτυχία της διπλωματίας της σαπουνόπερας, ενώ τούρκοι διανοούμενοι, με κυριότερο τον καθηγητή Νιλουφέρ Ναρλί, αναλύουν σε άρθρα τους την τουρκική «soft power».
Η αντιγραφή της αμερικανικής συνταγής για τη δημιουργία μιας συναισθηματικής κοινότητας σε λαούς με διαφορετική καταγωγή μέσω του κινηματογράφου και της τηλεόρασης αρίστη.
Το σαπουνοπερικό μοντέλο, ιδανικό για να προωθήσει ήθη και να διαμορφώσει συνήθειες, αποδείχθηκε ιδανικό εργαλείο για το ερντογανικό καθεστώς προκειμένου να προωθήσει τις βασικές του αρχές και κυρίως το μοντέλο της οικονομικής του ανάπτυξης, το οποίο συνδυάζεται με τις παραδοσιακές αξίες της οικογένειας και τη θρησκευτική παράδοση.
Ετσι, χάρη στις σαπουνόπερες καλλιεργήθηκε ένα αίσθημα κοινότητας των μουσουλμανικών λαών από τα Βαλκάνια έως τη Μέση Ανατολή, με την Τουρκία βέβαια πάντα σε θέση ηγεμονική.
Ηδη στη χώρα μας, παθιασμένοι καταναλωτές των τουρκοσάπουνων, έχουμε την εμπειρία μιας τέτοιας «κατάκτησης» από μια χούφτα τούρκους σταρ, με θεληματικό πιγούνι και σκοτεινό ύφος, που ζουν παθιασμένους έρωτες σε μια πανέμορφη Κωνσταντινούπολη, σε πολυτελή σπίτια που έχουν θέα τον Βόσπορο, ερεθίζοντας τις πιο γλυκά νοσταλγικές μνήμες ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού κοινού.
Αλλά δεν είναι μόνον το φυσικό ντεκόρ που προκαλεί το αίσθημα της οικειότητας, είναι οι οικείοι χαρακτήρες, η γλώσσα, είναι η κουλτούρα και τα ήθη, οι οικογενειακές αξίες, που κάθε άλλο παρά ξένα είναι προς τα ελληνικά.
Αλλωστε και η πρώτη τουρκική σειρά που έκανε μεγάλο σουξέ, «Τα σύνορα της αγάπης» (Mega), ήταν σαφώς προσανατολισμένη στη διπλωματική αντίληψη της εποχής περί φιλίας και στενών συγγενικών σχέσεων των δύο γειτονικών λαών.
Οσο για τους μουσουλμανικούς λαούς παρακολουθούν έργα με τις ίδιες αξίες, που θίγουν και θέματα ταμπού, όπως το προγαμιαίο σεξ, το παιδί εκτός γάμου, οι παθιασμένοι έρωτες, τα οποία όμως γίνονται δεκτά γιατί δεν τα προβάλλουν αμερικανικές παραγωγές με μια ξένη κουλτούρα, αλλά τουρκικές.
«Ο θεατής αισθάνεται ότι συμμετέχει σε αυτό που συμβαίνει στην οθόνη και όχι ότι είναι ξένος», λένε οι τούρκοι παραγωγοί.
Αυτό το «αίσθημα οικειότητας» είναι το μεγάλο όπλο της τουρκικής σαπουνόπερας που εκτόπισε από την αγορά τα λατινοαμερικανικά «σαπούνια» και κατέλαβε – ειδικώς όσον αφορά τη Μέση Ανατολή – τη θέση που είχε αποπειραθεί να πάρει με σχετική επιτυχία παλαιότερα ο αιγυπτιακός κινηματογράφος και τηλεόραση.
Πλέον και το αιγυπτιακό κοινό έχει κατακτηθεί από τους ανοιχτόχρωμους, ψηλούς και εύρωστους τούρκους πρωταγωνιστές, ενώ μέσα στο κλίμα αυτό η τουρκική εξωτερική πολιτική υποστήριξε την πτώση του Μουμπάρακ από την εξουσία και ο Γκιουλ ήταν ο πρώτος ξένος ηγέτης που επισκέφθηκε την Αίγυπτο στη μετά Μουμπάρακ εποχή.
Με το 60% της τηλεοπτικής αγοράς της Μέσης Ανατολής να έχει καταληφθεί από τουρκικές σαπουνόπερες, που για τον αραβικό κόσμο είναι μεταγλωττισμένες στα αραβικά, ο δρόμος είναι ανοιχτός για την τουρκική εξωτερική πολιτική, η οποία εμφανίζεται με προστατευτικούς σκοπούς για όλους τους μουσουλμάνους.
Και για όποιον υποστηρίζει ότι ο ρόλος της τηλεόρασης δεν είναι δα και τόσο σημαντικός, η σαπουνόπερα «Sarket Hajar» («Το δάκρυ της πέτρας»), που πραγματευόταν την καθημερινότητα των Παλαιστινίων υπό τη διαρκή απειλή των Ισραηλινών, προκάλεσε σάλο.
Στην πραγματικότητα και από τις δύο πλευρές, καθώς το Ισραήλ αντέδρασε στον τρόπο που παρουσίαζε τους Ισραηλινούς, υποστηρίζοντας ότι έθετε σε κίνδυνο τη ζωή των τούρκων Εβραίων, αλλά και για τον έρωτα ενός ισραηλινού αξιωματικού της Αστυνομίας με παλαιστίνια ακτιβίστρια, ενώ ορισμένοι Παλαιστίνιοι αντέδρασαν στα εγκλήματα τιμής που παρουσίαζε η σαπουνόπερα.
Οσο για τη σαπουνόπερα «Asi», μια α λα τούρκα εκδοχή του «Υπερηφάνεια και προκατάληψη» της Τζέιν Οστιν, είχε τέτοια απήχηση στον αραβικό κόσμο, ώστε μέλη της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας ζήτησαν να γνωρίσουν τους πρωταγωνιστές.
Τα ισλαμικά κεφάλαια από όλες αυτές τις χώρες εισρέουν για επενδύσεις στην Τουρκία, ενώ οι τούρκοι επιχειρηματίες απολαμβάνουν μεγάλη εκτίμηση.
Θυμάται πολύ καλά και το ελληνικό κοινό τις επιτυχημένες οικοδομικές επιχειρήσεις της οικογένειας του Ονούρ στο Ντουμπάι, αλλά και προς Βορρά, στη σειρά «Πειρασμός» («Ask-I Memnu»), τις επίσης κατασκευαστικές επιχειρήσεις στο Καζαχστάν.
Γιατί κάθε άλλο παρά μόνον η Μέση Ανατολή είναι στόχος αυτής της κολοσσιαίας τηλεοπτικής επιχείρησης διπλωματικής διείσδυσης της τουρκικής κουλτούρας στις χώρες του μουσουλμανικού τόξου.
Κροατία, Αλβανία, Κόσοβο, Αζερμπαϊτζάν, Καζαχστάν, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Ρουμανία απολαμβάνουν με το ίδιο πάθος τα τουρκοσάπουνα και χώρες οι οποίες κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα δεν έτρεφαν συμπάθεια για την Τουρκία, γεγονός που είχε διαποτίσει ακόμη και την εκπαίδευση των παιδιών (κατάλοιπο από την οθωμανική εποχή), υποκλίθηκαν με ενθουσιασμό στους τούρκους τηλεαστέρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου