Δημοσθένης Κουρεμένος
Βουλιαράτι
|
Ήταν πια Απρίλης του 1941.
Η
υποχώρηση είχε αρχίσει.
Αλλοι πέντε και ένας ο Αλογογιάννης έξι.
«Στο σπίτι γινόταν θρήνος.
Ο Προβατάς, ένα από τα παιδιά, ζούσε
πλημμυρισμένος στα αίματα. Εδωσε το πορτοφόλι στον πατέρα μου, πέθανε κι
αυτός. Τους έδεσαν με τις κουβέρτες. Εσκαψαν λίγο στο χωράφι, ίσα ίσα
για να τους σκεπάσουν. Εμείς είχαμε απομακρυνθεί μέχρι να δούμε τι θα
γίνει. Σαν γυρίσαμε, τους είδαμε τους τάφους.
Οι μύτες από τα άρβυλα
ξεχώριζαν από το χώμα. Ορμήσαμε κι εμείς τα μικρά παιδιά και αρχίσαμε να
τα σκεπάζουμε. Δύο οι τάφοι, έξι οι νεκροί. Ο πατέρας μου αργότερα
φύτεψε στους δύο τάφους από μια αχλαδιά.
Το χωράφι ανήκε στο συνεταιρισμό και υπήρχε φόβος όπως θα οργωνόταν να
βρούνε τα οστά των παιδιών. Ετσι, με τις αχλαδιές λύθηκε το πρόβλημα».
Ερμιόνη Μπρίγκου
Χειμάρρα
|
Η κ. Ερμιόνη δεν ξεχνάει την ταφή των στρατιωτών. Αλλά και το μετά.
«Σε κάθε γιορτή η μάνα μου νύχτα μεσάνυχτα πήγαινε και άναβε ένα κερί.
Δεν έπρεπε να μας δει κανείς. Εμείς όμως πηγαίναμε τα Χριστούγεννα, το
Πάσχα, την 25η Μαρτίου αλλά και την 28η Οκτωβρίου.
Ερχονταν οι Αλβανοί
και έψαχναν, αλλά εμείς δεν τους είπαμε τίποτε».
Με την πτώση του
καθεστώτος του Χότζα, η οικογένεια Πρίγκου τοποθέτησε δύο σταυρούς στους
τάφους. Αναψε κεριά. Στάθηκε με ευλάβεια.
Παράλληλα, άρχισε να αναζητά
τους συγγενείς των νεκρών αλλά και κάποιον υπεύθυνο από την ελληνική
πλευρά, για να στηθεί ένα μνημείο και να μεταφερθούν τα οστά στην
Ελλάδα. «Μόνοι τους πολέμησαν. Μόνοι τους και τώρα».
Το μνημείο στήθηκε, τελικά, από τους νέους της Ομόνοιας. Τα οστά όμως εκεί, στο χωράφι. Η κ. Ερμιόνη, παρά τις απειλές των Αλβανών, παραχώρησε μια γωνιά από το χωράφι της για το μνημείο - «ήταν απαίτηση του πατέρα μου» -, στο οποίο χαράχτηκαν τα ονόματα των νεκρών:
Παναγιώτης Αλογογιάννης, Καμάρι 1917. Ανδρέας Προβατάς, Κέρκυρα.
Ματθαίος Λαγός, Δημήτρης Σέλας, Κοντόσταυλο Κορινθίας, Νικόλαος
Κτημαδάκης, Ηράκλειο Κρήτης, Κέρκης (Μωραΐτης).
Σταμάτησαν τα τανκς με κουβέρτες
Γιάννης Γκίκας
Ζερβάτι
|
«“Αέρα,
φούσκωστ’ στο μπουτ’”, φώναζαν οι στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη. Σαν να
τους ακούω τώρα. Σαν να τους βλέπω να ανεβαίνουν το ύψωμα του Αϊ Θανάση
μέσα στο χιόνι.
Εμείς τους βλέπαμε από τα σπίτια. Μας φαίνονταν τότε
εμάς ήρωες, ελευθερωτές, θεόρατοι γίγαντες…». Ο
κ. Δημοσθένης Κουρεμένος, 81 χρόνων, συνταξιούχος δάσκαλος, ήταν από τα
παιδιά που έσπευσαν κρατώντας μια Ελληνική σημαία να υποδεχτούν τον
Ελληνικό στρατό. «Μου φαίνονταν ψηλοί. Μέσα στις χλαίνες τους,
αξύριστοι όπως ήταν, είχαν κάτι που μας συνέπαιρνε εμάς τα παιδιά. Μετά
ήρθαν οι αξιωματικοί και εγκαταστάθηκαν στο σπίτι μας. Και δίπλα ακριβώς
είχαν το πεδινό χειρουργείο.
Εφερναν τους τραυματίες και τους αρρώστους
με τα ασθενοφόρα. Πρέπει να ήταν λεωφορεία που τα είχε επιτάξει ο
στρατός. Οι γιατροί μαγείρευαν και έτρωγαν εδώ. Μας έδιναν και μας και
κάναμε μια χαρά…
Μετά όμως ήρθαν τα δύσκολα. Εβγαινα πίσω από το σπίτι
και τι έβλεπα; Χέρια και πόδια κομμένα που τα έθαβαν σε μια γωνιά. Αυτό
δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Μα, κάτω δεν το έβαζαν ούτε οι τραυματίες ούτε οι
στρατιώτες που είχαν σκορπιστεί σε όλα τα σπίτια. Εκαναν επιθέσεις
συνέχεια.
Ο λόφος του Αϊ Θανάση ήταν πολύ σημαντικό σημείο για την
πορεία της αντεπίθεσης και οι αξιωματικοί έδιναν συνέχεια διαταγές.
Οι
στρατιώτες πολεμούσαν και οι γυναίκες του χωριού τούς πήγαιναν
πολεμοφόδια φορτωμένα στην πλάτη τους και φαγητό, με πρώτη την Αμαλία
Μπίστη, με τα πολλά το ύψωμα έπεσε.
Οι Ιταλοί έφυγαν και εμείς
πανηγυρίζαμε πίσω».
Παράλληλα με τον Ελληνικό στρατό, και οι Ιταλοί επιχείρησαν να καταλάβουν τους Βουλιαράτες. Μια
φορά επιχείρησαν να μπουν στο χωριό με τανκς. Ετρεξαν τότε μερικοί
στρατιώτες, κρύφτηκαν πίσω από τα βάτα και μόλις πέρασαν τα τανκς,
πέταξαν στο δρόμο κουβέρτες. Μπλέχτηκαν οι κουβέρτες με τις ερπύστριες
και τα τανκς ακινητοποιήθηκαν. Αυτή δεν ήταν παρά μία από τις
πολλές μικρές μάχες που έδιναν οι στρατιώτες. Οι Δημοσθένης Κουρεμένος
και Γιάννης Γκίκας, έζησαν από κοντά τις πρώτες μέρες της Ελληνικής
αντεπίθεσης.
Δεν πρέπει να τους ξεχάσουμε
Γιώργος Μπάκος - Βουλιαράτι
|
Στους Βουλιαράτες σήμερα υπάρχει το μοναδικό Ελληνικό στρατιωτικό νεκροταφείο.
Εκεί είχαν ταφεί όσοι στρατιώτες πέθαναν στο πεδινό νοσοκομείο, αλλά
και όσοι σκοτώθηκαν στις μάχες για την κατάληψη του Αϊ-Θανάση.
Ο
70χρονος Γιώργος Μπάκος, συνταξιούχος ράφτης πια, φροντίζει να ανάβει ένα καντήλι, να καθαρίζει τους τάφους.
«Δεν πρέπει να τους ξεχάσουμε. Εγώ γι’ αυτό προσπαθώ. Αυτό το
νεκροταφείο το έσωσε ο θείος μου, Δημήτρης Μπάκος.
Αυτός ήξερε και τα
ονόματα.
Και όταν επί Χότζα δόθηκε εντολή να καταστραφούν οι σταυροί,
αυτός τους πήρε και τους έθαψε για να μείνουν τα ονόματα.
Και τα είχε
γράψει αυτά. Ετσι σώθηκαν».
Να τραγουδάνε.
Να νοσηλεύονται στα σπίτια τους με τον θάνατο να τους κοιτάζει κατάματα…
borioipirotis.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου