Αλεξάντρ Τσιγκανόφ, αναλυτής συντάκτης του ITAR-TASS
Η μάχη του Κούρσκ, ήταν από τις σημαντικότερες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σήμανε την αρχή του τέλους για τις «φιλοδοξίες» του φασιστικού τέρατος στο Ανατολικό Μέτωπο, και έδωσε στρατηγικό πλεονέκτημα στη Σοβιετική Ένωση.
Δεν υπάρχει
καλύτερη περιγραφή της ουσίας της μάχης του Κουρσκ, από εκείνη του Μπορίς
Πολεβόι στην «Αφήγηση για έναν αληθινό άνθρωπο»:
«Οι Γερμανοί, οι οποίοι κατά την προσφιλή τους συνήθεια όρμησαν με όλες τις δυνάμεις τους, νόμισαν ότι θα μπήξουν το μαχαίρι στην πλάτη του αντιπάλου που βρισκόταν ακόμη στον πρωινό ύπνο.
Ο αντίπαλος όμως, απλά υποκρινόταν τον κοιμισμένο.
Άρπαξε το χέρι του επιτιθέμενου, και το χέρι αυτό συνθλίφτηκε
εγκλωβισμένο στα ατσάλινα δάχτυλα αληθινών παλικαριών».
Από εκείνο το πρωινό που τα γερμανικά στρατεύματα πέρασαν στην επίθεση με στόχο το Κουρσκ, πέρασαν 70 χρόνια.
Ο χρόνος διασκόρπισε τις ιδεολογίες, τα πάθη και τη προπαγάνδα για εκείνη τη μεγαλειώδη μάχη. Και έγινε σαφές, ότι οι Γερμανοί τότε σίγουρα δεν ήταν πιο αδύναμοι από ότι την 22η Ιουνίου του 1941, οπότε, δύο χρόνια νωρίτερα, είχαν ξεκινήσει την γενικευμένη επίθεσή τους εναντίον της ΕΣΣΔ.
Μέχρι την 5η Ιουλίου του 1943, σε αυτό τον τομέα του μετώπου συγκέντρωσαν σημαντικές δυνάμεις και μέσα, φτάνοντας τις 50 μεραρχίες.
Είχαν στη διάθεσή τους, άρματα μάχης, πυροβολικό, αεροπορία, και σχεδόν ένα εκατομμύριο στρατιώτες.
Τη διοίκησή τους είχαν αναλάβει οι καλύτεροι γερμανοί στρατηγοί, φον Κλούγκε και Μανστάιν.
Τέλος, καλοστημένο ήταν και το σχέδιο της μάχης, πράγμα στο οποίο είχε παράδοση το γερμανικό Γενικό Επιτελείο.
Προέβλεπε ένα χτύπημα με τις σιδερένιες γροθιές των τεθωρακισμένων μεραρχιών και από τις δυο πλευρές του μετώπου, όπως δυο χέρια που σφίγγουν το λαιμό ενός ανθρώπου.
Και ακολούθως, η ορμή των μηχανοκίνητων τμημάτων του πεζικού θα έθραυε τον λαιμό του Κόκκινου Στρατού.
Λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο των δυνάμεων και μέσων που είχε συγκεντρώσει η σοβιετική διοίκηση κοντά στο Κουρσκ, η στρατηγική αυτή είχε ελπίδες να πετύχει.
Αν περικυκλώνονταν οι σοβιετικές δυνάμεις του Κεντρικού μετώπου και του Βαρόνιεζ, ένα τέτοιο πλήγμα θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αντιμετωπιστεί.
Επιπλέον, σε ορισμένες τεχνικές παραμέτρους τα γερμανικά στρατεύματα υπερτερούσαν των σοβιετικών.
Τα σοβιετικά Τ-34 δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν σαν ίσος προς ίσο τα νέου τύπου 348 άρματα και αυτοκινούμενα πυροβόλα των Γερμανών.
Ωστόσο, ο Κόκκινος Στρατός υπερτερούσε παντού της Βέρμαχτ σε αριθμούς. Κάτι όμως που ίσχυε και το 1941.
Το αποτέλεσμα όμως ήταν τελείως διαφορετικό.
Ο Κόκκινος Στρατός ήταν προετοιμασμένος για το χτύπημα, σε αντίθεση με το ξεκίνημα του πολέμου, παρότι και τότε είχε προβλεφθεί η εχθρική επίθεση.
Ετσι, είχαν γίνει οι απαιτούμενες προπαρασκευές, ενώ στρατός και μέσα συγκεντρώνονταν...
Γιατί το αποτέλεσμα ήταν διαφορετικό; Για μια σειρά από λόγους.
1. Ενισχύθηκε σε ασύγκριτο βαθμό η κατασκοπία.
Αντί του πλήθους των συγκεχυμένων και αντιφατικών πληροφοριών σχετικά με την έναρξη του σχεδίου «Μαρμπαρόσα» (όσον αφορά συνολικά τους στόχους και τις τακτικές του παρέμενε άγνωστο στη σοβιετική γενική διοίκηση), τη φορά αυτή οι οδηγίες για την επιχείρηση «Οχυρό» (Tsitadel) βρίσκονταν πάνω στο γραφείο του Στάλιν τρεις ημέρες πριν το υπογράψει ο Χίτλερ.
Αυτοί που καταλαβαίνουν τη σημασία του συγκεκριμένου γεγονότος, δεν χρειάζονται περισσότερες επεξηγήσεις.
2. Ο σαφής στρατηγικός στόχος που ετέθη από την ανώτατη διοίκηση.
Και συγκεκριμένα, η βαθιά αμυντική γραμμή, η καταπόνηση του αντιπάλου και ακολούθως το πέρασμα στην αντεπίθεση.
Η διαφορά ήταν καθοριστική σε σχέση με το 1941, οπότε, όπως παραδέχονταν οι ίδιοι οι Γερμανοί αξιωματικοί, ήταν τέτοια η διάταξη των σοβιετικών στρατευμάτων κοντά στα σύνορα, που ούτε κι’ αυτοί ήταν σε θέση να κατανοήσουν εάν ήταν ικανά για άμυνα ή για επίθεση. Τελικώς, απεδείχθη, πως ούτε το ένα, ούτε το άλλο, μπορούσαν να κάνουν.
3. Η εμπειρία και σιγουριά του Κόκκινου Στρατού στις δυνάμεις του.
Η σιγουριά υπήρχε και το 1941, φτάνοντας ακόμη και στην πίστη για διεξαγωγή επιχειρήσεων «σε εχθρικό έδαφος με ελάχιστες απώλειες».
Στην πράξη, βέβαια, ολόκληρα συντάγματα περιέρχονταν σε κατάσταση πανικού απέναντι στα ατελή ακόμη γερμανικά άρματα Tiger, τα οποία σε σύγκριση με τα Tiger του 1943, ήταν «τενεκεδένια» κουτιά με αδύναμες ερπύστριες.
Το 1943, όμως, ούτε για τα Tiger δεν υπήρχε πλέον φόβος. Αυτά, βέβαια, δεν υποτιμούνταν, αλλά πια δεν προκαλούσαν φόβο. Κάτι που απέδειξε και η μάχη στην Πρόχοροβκα.
4. Ο ανεφοδιασμός. Δεν
είναι μυστικό ότι το 1941 ήταν άσχημα οργανωμένος.
Οι αποθήκες βρίσκονταν σχεδόν σε απόσταση οπτικού πεδίου για τον αντίπαλο και διεξαγόταν με απαράδεκτο τρόπο.
Για να το θέσουμε πιο σωστά, στην αρχή δεν υπήρχε καθόλου. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, μεγάλος όγκος υλικού καιγόταν, ανατιναζόταν, ή έπεφτε σε εχθρικά χέρια, όπως μάχιμα άρματα, τα οποία έμεναν από καύσιμα.
Ενώ, στις αναμνήσεις από τη μάχη του Κουρσκ, συναντά κανείς μαρτυρίες όπως η εξής:
«Έπεφτε μια εχθρική οβίδα στην αποθήκη του πυροβολικού, αλλά δεν είχαμε κανένα πρόβλημα, καθώς είχαμε σκάψει στο έδαφος ακόμη δύο, και συνεχίζαμε απρόσκοπτα τον βομβαρδισμό».
Και το τελευταίο, αλλά ίσως πιο σημαντικό. Εκείνο που ο Τολστόι αποκαλούσε «ηθικό του στρατεύματος».
Όπως ορθά έχει αναφερθεί, στη μάχη του Κουρσκ υπήρξαν επεισόδια υποχώρησης, αλλά όχι λιποταξίας.
Τα σοβιετικά τμήματα είτε πραγματοποιούσαν τακτική υποχώρηση σε νέες θέσεις για να εξαντλήσουν κάθε δυνατότητα και μέσο άμυνας, είτε οι στρατιώτες φονεύονταν στον τόπο όπου μάχονταν, διότι ας μην λησμονείται ότι το χτύπημα του αντιπάλου ήταν τεράστιας ισχύος.
Το ηθικό όμως τότε ήταν πολύ υψηλότερο από ότι το 1941.
Στο Κουρσκ μεμονωμένα τάγματα εξακολουθούσαν να αποκρούουν τις επιθέσεις του εχθρού, ακόμη και αν είχαν χάσει την επικοινωνία με τη διοίκηση, πλήρως περικυκλωμένα και χωρίς ελπίδα διαφυγής.
Το ίδιο συνέβη και δύο χρόνια πριν, αλλά σε αντίθεση με εκείνο το καλοκαίρι, τη φορά αυτή η αντίσταση δεν ήταν μόνο απελπισμένη, αλλά και αποτελεσματική.
Επισήμως, η νίκη στο Κουρσκ εκτιμάται ότι σήμαινε την ανάληψη της στρατηγικής πρωτοβουλίας από τον Κόκκινο Στρατό.
«Οι Γερμανοί, οι οποίοι κατά την προσφιλή τους συνήθεια όρμησαν με όλες τις δυνάμεις τους, νόμισαν ότι θα μπήξουν το μαχαίρι στην πλάτη του αντιπάλου που βρισκόταν ακόμη στον πρωινό ύπνο.
Ο αντίπαλος όμως, απλά υποκρινόταν τον κοιμισμένο.
Άρπαξε το χέρι του επιτιθέμενου, και το χέρι αυτό συνθλίφτηκε
εγκλωβισμένο στα ατσάλινα δάχτυλα αληθινών παλικαριών».
Από εκείνο το πρωινό που τα γερμανικά στρατεύματα πέρασαν στην επίθεση με στόχο το Κουρσκ, πέρασαν 70 χρόνια.
Ο χρόνος διασκόρπισε τις ιδεολογίες, τα πάθη και τη προπαγάνδα για εκείνη τη μεγαλειώδη μάχη. Και έγινε σαφές, ότι οι Γερμανοί τότε σίγουρα δεν ήταν πιο αδύναμοι από ότι την 22η Ιουνίου του 1941, οπότε, δύο χρόνια νωρίτερα, είχαν ξεκινήσει την γενικευμένη επίθεσή τους εναντίον της ΕΣΣΔ.
Μέχρι την 5η Ιουλίου του 1943, σε αυτό τον τομέα του μετώπου συγκέντρωσαν σημαντικές δυνάμεις και μέσα, φτάνοντας τις 50 μεραρχίες.
Είχαν στη διάθεσή τους, άρματα μάχης, πυροβολικό, αεροπορία, και σχεδόν ένα εκατομμύριο στρατιώτες.
Τη διοίκησή τους είχαν αναλάβει οι καλύτεροι γερμανοί στρατηγοί, φον Κλούγκε και Μανστάιν.
Τέλος, καλοστημένο ήταν και το σχέδιο της μάχης, πράγμα στο οποίο είχε παράδοση το γερμανικό Γενικό Επιτελείο.
Προέβλεπε ένα χτύπημα με τις σιδερένιες γροθιές των τεθωρακισμένων μεραρχιών και από τις δυο πλευρές του μετώπου, όπως δυο χέρια που σφίγγουν το λαιμό ενός ανθρώπου.
Και ακολούθως, η ορμή των μηχανοκίνητων τμημάτων του πεζικού θα έθραυε τον λαιμό του Κόκκινου Στρατού.
Λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο των δυνάμεων και μέσων που είχε συγκεντρώσει η σοβιετική διοίκηση κοντά στο Κουρσκ, η στρατηγική αυτή είχε ελπίδες να πετύχει.
Αν περικυκλώνονταν οι σοβιετικές δυνάμεις του Κεντρικού μετώπου και του Βαρόνιεζ, ένα τέτοιο πλήγμα θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αντιμετωπιστεί.
Επιπλέον, σε ορισμένες τεχνικές παραμέτρους τα γερμανικά στρατεύματα υπερτερούσαν των σοβιετικών.
Τα σοβιετικά Τ-34 δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν σαν ίσος προς ίσο τα νέου τύπου 348 άρματα και αυτοκινούμενα πυροβόλα των Γερμανών.
Ωστόσο, ο Κόκκινος Στρατός υπερτερούσε παντού της Βέρμαχτ σε αριθμούς. Κάτι όμως που ίσχυε και το 1941.
Το 1941 από την ανάποδη
Ουσιαστικά -και
αυτό είναι κάτι που πολλοί λίγοι το επισημαίνουν- τον Ιούλιο του 1943 οι θέσεις
εκκίνησης ήταν οι ίδιες με εκείνες του 1941. Το αποτέλεσμα όμως ήταν τελείως διαφορετικό.
Ο Κόκκινος Στρατός ήταν προετοιμασμένος για το χτύπημα, σε αντίθεση με το ξεκίνημα του πολέμου, παρότι και τότε είχε προβλεφθεί η εχθρική επίθεση.
Ετσι, είχαν γίνει οι απαιτούμενες προπαρασκευές, ενώ στρατός και μέσα συγκεντρώνονταν...
Γιατί το αποτέλεσμα ήταν διαφορετικό; Για μια σειρά από λόγους.
1. Ενισχύθηκε σε ασύγκριτο βαθμό η κατασκοπία.
Αντί του πλήθους των συγκεχυμένων και αντιφατικών πληροφοριών σχετικά με την έναρξη του σχεδίου «Μαρμπαρόσα» (όσον αφορά συνολικά τους στόχους και τις τακτικές του παρέμενε άγνωστο στη σοβιετική γενική διοίκηση), τη φορά αυτή οι οδηγίες για την επιχείρηση «Οχυρό» (Tsitadel) βρίσκονταν πάνω στο γραφείο του Στάλιν τρεις ημέρες πριν το υπογράψει ο Χίτλερ.
Αυτοί που καταλαβαίνουν τη σημασία του συγκεκριμένου γεγονότος, δεν χρειάζονται περισσότερες επεξηγήσεις.
2. Ο σαφής στρατηγικός στόχος που ετέθη από την ανώτατη διοίκηση.
Και συγκεκριμένα, η βαθιά αμυντική γραμμή, η καταπόνηση του αντιπάλου και ακολούθως το πέρασμα στην αντεπίθεση.
Η διαφορά ήταν καθοριστική σε σχέση με το 1941, οπότε, όπως παραδέχονταν οι ίδιοι οι Γερμανοί αξιωματικοί, ήταν τέτοια η διάταξη των σοβιετικών στρατευμάτων κοντά στα σύνορα, που ούτε κι’ αυτοί ήταν σε θέση να κατανοήσουν εάν ήταν ικανά για άμυνα ή για επίθεση. Τελικώς, απεδείχθη, πως ούτε το ένα, ούτε το άλλο, μπορούσαν να κάνουν.
3. Η εμπειρία και σιγουριά του Κόκκινου Στρατού στις δυνάμεις του.
Η σιγουριά υπήρχε και το 1941, φτάνοντας ακόμη και στην πίστη για διεξαγωγή επιχειρήσεων «σε εχθρικό έδαφος με ελάχιστες απώλειες».
Στην πράξη, βέβαια, ολόκληρα συντάγματα περιέρχονταν σε κατάσταση πανικού απέναντι στα ατελή ακόμη γερμανικά άρματα Tiger, τα οποία σε σύγκριση με τα Tiger του 1943, ήταν «τενεκεδένια» κουτιά με αδύναμες ερπύστριες.
Το 1943, όμως, ούτε για τα Tiger δεν υπήρχε πλέον φόβος. Αυτά, βέβαια, δεν υποτιμούνταν, αλλά πια δεν προκαλούσαν φόβο. Κάτι που απέδειξε και η μάχη στην Πρόχοροβκα.
Οι αποθήκες βρίσκονταν σχεδόν σε απόσταση οπτικού πεδίου για τον αντίπαλο και διεξαγόταν με απαράδεκτο τρόπο.
Για να το θέσουμε πιο σωστά, στην αρχή δεν υπήρχε καθόλου. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, μεγάλος όγκος υλικού καιγόταν, ανατιναζόταν, ή έπεφτε σε εχθρικά χέρια, όπως μάχιμα άρματα, τα οποία έμεναν από καύσιμα.
Ενώ, στις αναμνήσεις από τη μάχη του Κουρσκ, συναντά κανείς μαρτυρίες όπως η εξής:
«Έπεφτε μια εχθρική οβίδα στην αποθήκη του πυροβολικού, αλλά δεν είχαμε κανένα πρόβλημα, καθώς είχαμε σκάψει στο έδαφος ακόμη δύο, και συνεχίζαμε απρόσκοπτα τον βομβαρδισμό».
Και το τελευταίο, αλλά ίσως πιο σημαντικό. Εκείνο που ο Τολστόι αποκαλούσε «ηθικό του στρατεύματος».
Όπως ορθά έχει αναφερθεί, στη μάχη του Κουρσκ υπήρξαν επεισόδια υποχώρησης, αλλά όχι λιποταξίας.
Τα σοβιετικά τμήματα είτε πραγματοποιούσαν τακτική υποχώρηση σε νέες θέσεις για να εξαντλήσουν κάθε δυνατότητα και μέσο άμυνας, είτε οι στρατιώτες φονεύονταν στον τόπο όπου μάχονταν, διότι ας μην λησμονείται ότι το χτύπημα του αντιπάλου ήταν τεράστιας ισχύος.
Το ηθικό όμως τότε ήταν πολύ υψηλότερο από ότι το 1941.
Στο Κουρσκ μεμονωμένα τάγματα εξακολουθούσαν να αποκρούουν τις επιθέσεις του εχθρού, ακόμη και αν είχαν χάσει την επικοινωνία με τη διοίκηση, πλήρως περικυκλωμένα και χωρίς ελπίδα διαφυγής.
Το ίδιο συνέβη και δύο χρόνια πριν, αλλά σε αντίθεση με εκείνο το καλοκαίρι, τη φορά αυτή η αντίσταση δεν ήταν μόνο απελπισμένη, αλλά και αποτελεσματική.
Επισήμως, η νίκη στο Κουρσκ εκτιμάται ότι σήμαινε την ανάληψη της στρατηγικής πρωτοβουλίας από τον Κόκκινο Στρατό.
Είναι όντως έτσι.
Οι ίδιοι οι γερμανοί στρατηγοί
παραδέχτηκαν πως η μάχη αυτή αποτέλεσε την τελευταία προσπάθεια για διατήρηση
της πρωτοβουλίας στο Ανατολικό μέτωπο:
«Μετά την ολοκληρωτική αποτυχία
επίτευξης του αντικειμενικού σκοπού, η πρωτοβουλία πέρασε οριστικά στη
σοβιετική πλευρά.
Η μάχη αυτή όμως είχε και ένα άλλο αποτέλεσμα.
Η καταστροφή του 1941 άφησε μια πολύ βαθιά πληγή στην ψυχή του στρατού και του λαού.
Και ύστερα από δύο χρόνια η πληγή εξακολουθούσε να αιμορραγεί, παρά τις νίκες στα περίχωρα της Μόσχας και στο Στάλινγκραντ.
Η μάχη του Κουρσκ «καυτηρίασε» αυτή την πληγή με τη σφοδρή αλλά σωτήρια μάζα πυρός.
Απέμεινε μόνο μια ουλή, η οποία θυμίζει αυτή τη φοβερή και συνάμα ένδοξη σελίδα της ρωσικής-σοβιετικής ιστορίας.
Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση: itar-tass.com
http://rbth.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου