Αυτός Είναι ο Έλληνας που Έδωσε Μάχη για την Πατρίδα… Όχι Εσείς…
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ… 25 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1849… ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΠΟΥ ΚΟΠΤΟΝΤΑΙ ΠΩΣ ΔΙΝΟΥΝ ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ… ΠΟΣΟ ΨΕΥΤΕΣ, ΥΠΟΚΡΙΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ…
Φεύγει από τη ζωή ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστότερος ως Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης. (Γεν. 1782)
Κάποιος που στο πρόσωπο του βλέπει κανείς όλους όσους αγωνίστηκαν,αγωνίζονται και θα αγωνιστούν στο μέλλον χωρίς το παραμικρό όφελος για αυτά τα χώματα και δεν εξαργύρωσαν ποτέ και για κανέναν λόγο τον πατριωτισμό τους.
Εξ αιτίας των πολλών και ανεκδιήγητων πολεμικών κακουχιών, των συνεχών ψυχικών συγκρούσεων με τις ανθρώπινες μικρότητες, ο ήρωας Νικηταράς άφησε τη στερνή του πνοή την 25ην Σεπτεμβρίου 1849 σε ηλικία 68 ετών στον Πειραιά, σ’ ένα φτωχοκάλυβο μιας καρβουνόμαντρας κοντά στο λιμάνι, όπου τον είχε μαζέψει ένα απ’ τα παλιά παλικάρια του, και ζούσε με τη γυναίκα του Αγγελική, η οποία πέθανε το 1863.
Η Πατρίδα τον θρήνησε, η δε Ελληνική Ιστορία τον κατέγραψε στους αθάνατους. Τον επικήδειο εκφώνησε ο Νεόφυτος Βάμβας, και τον επιτάφιο ο Παναγιώτης Σούτσος.
Τον έθαψαν στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δίπλα στο Γέρο του Μοριά.
Αλλά όλα αυτά κατόπιν…εορτής!
Μαζί με τους άλλους ήρωες
Το όνομά του δόθηκε σε οδούς πολλών πόλεων.
Στο Πειραιά η οδός Νικηταρά είναι ψηλά στα Μανιάτικα και συναντιέται με την οδό Αιγάλεω στο 129, όπου βρίσκονται δρόμοι προς τιμήν και άλλων αγωνιστών του 1821.
Η τωρινή πολιτεία και ο δήμος Πειραιά δεν έχουν κάνει τίποτα για να τιμήσουν την μνήμη του.
Ευτυχώς που ο Δήμος Αθηνών έστησε το άγαλμα του στο πεδίο του Αρεως.
Γεννήθηκε το 1787 στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα (Αναστασίτσα) Μεσσηνίας, αλλά καταγόταν από το χωριό Τουρκολέκα της Φαλαισίας (του Ν. Αρκαδίας). Ο πατέρας του ήταν ο κλέφτης Σταματέλος Τουρκολέκας και η μητέρα του η Σοφία Καρούτσου, αδελφή της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Λόγω της καταγωγής του υπέγραφε με το όνομα Τουρκολέκας ή Τουρκολακιώτης.
Ο Νικηταράς ο «Τουρκοφάγος»,ήταν ένας ξεχωριστός για το ήθος του και την πολεμική του αρετή ήρωας της Επαναστάσεως του 1821,
Για τις αρετές του αυτές έλαβε πολλά προσωνύμια.
Η λαϊκή μούσα, μετά τις πρώτες του νικηφόρες μάχες του, τον είχε ονομάσει «Τουρκοπελέκα».
Τον έλεγαν επίσης «Νέο Αχιλλέα», σαν γοργοπόδαρος που ήταν, και τέλος Νικηταρά.
Πέραν αυτών κέρδισε και την ποιητική καταξίωση με την επίκληση «Πού ‘σαι και συ Νικηταρά, που ‘χουν τα πόδια σου φτερά».
Μπορεί (και) ο Νικηταράς να μη δικαιώθηκε στα μάτια των συγχρόνων του.
Έχει όμως δικαιωθεί για πάντα – και θα ζει – στη λαϊκή συνείδηση.
Και η φυσιογνωμία του θα καταλαμβάνει μια χρυσή και ανεξίτηλη σελίδα της νεώτερης Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους.
Τον Δεκέμβριο του 1839 φυλακίσθηκε με την κατηγορία της συνομωσίας κατά του θρόνου.
Οι άθλιες συνθήκες κράτησης προκάλεσαν ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία του.
Η υπερβολική υγρασία στο κελί, η απαγόρευση κάθε επικοινωνίας, οι καθημερινοί ξυλοδαρμοί από τους δεσμοφύλακες και η πεισματώδης άρνηση του Βαυαρού γιατρού να δώσει άδεια μεταφοράς του σε νοσοκομείο, «κατάφεραν» να τον κλονίσουν όσο καμιά μάχη εναντίον των Τούρκων.
Η δίκη του έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 1840. Το δικαστήριο τον αθώωσε, αλλά ο Όθωνας διέταξε τον εγκλεισμό του στις φυλακές της Αίγινας. Τελικά έπειτα από 14 μήνες του απένειμε χάρη.
Και όμως το 1835 η ζωή του Νικηταρά είναι κοινωνική και ενδιαφέρουσα. Εκκαλείτο σε τελετές και δεξιώσεις, ακόμα και στα ανάκτορα και στο σπίτι του Ιωσήφ Λουδοβίκου Κόμης του Άρμανσπεργκ (.Ο Ιωσήφ Λουδοβίκος ήταν Βαυαρός πολιτικός και πρόεδρος του συμβουλίου της Αντιβασιλείας, που ορίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να συνοδεύσει τΝικηταράς ο «Τουρκοφάγος»ον μέλλοντα Βασιλέα Όθωνα στην Ελλάδα και να ασκήσει εξ ονόματός του την εξουσία μέχρι την ενηλικίωσή του).
Στη συνέχεια όμως ο Νικηταράς περιέπεσε σε δυσμένεια, επειδή υποστήριζε το αντιπολιτευόμενο Ρωσικό Κόμμα.
Το 1839 συνελήφθη με την άδικη κατηγορία της συνομωσίας ως μέλος της «Φιλορθόδοξης Εταιρείας» που στρεφόταν εναντίον του Όθωνα.
Τον εμφάνισαν μάλιστα σαν στρατιωτικό αρχηγό της οργάνωσης αυτής, που είχε ως στόχους την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών και την στήριξη της ορθόδοξης πίστης. Φυλακίστηκε στο Παλαμήδι, και στη συνέχεια δικάστηκε, στις 11 Ιουλίου 1840, αλλά λόγω έλλειψης στοιχείων αθωώθηκε.
Όμως η αθωωτική απόφαση προκάλεσε την οργή της κυβέρνησης η οποία με την προσυπογραφή του Όθωνα τον φυλάκισε στην Αίγινα.
Από τότε άρχισε το μαρτύριό του. Κάθε μέρα οι Βαυαροί τον έβγαζαν στο δρόμο και τον χτυπούσαν με μπαστούνια και τον περιγελούσαν μπρος στα μάτια των Ελλήνων που έρχονταν να δουν τον ήρωά τους.
Ανάμεσα στους θεατές ήταν και η δεύτερη κόρη του η οποία δεν άντεξε να βλέπει τον πατέρα της σε αυτή την κατάσταση και τρελάθηκε, ενώ αυτός αρρώστησε με ζάχαρο το οποίο του κατέστρεψε τα μάτια.
Λόγω των ταλαιπωριών και φυλακίσεων η υγεία του είχε κλονισθεί σοβαρά. Σε μια δίκη του είχε προσαχθεί καθιστός από αδυναμία.
Περήφανος ως το τέλος
Η φτώχεια του σχεδόν τυφλού πλέον στρατηγού ήταν τόση, ώστε δεν είχε χρήματα ούτε για να αγοράσει ψωμί για την άρρωστη γυναίκα του- εκείνος μπορούσε να αντέξει την πείνα περισσότερο.
Το χειρότερο ήταν πως τον είχαν ξεχάσει όλοι. Ακόμα κι στρατηγός Μακρυγιάννης που πριν τον είχε βοηθήσει.
Η περιπέτεια του ήρωα έφθασε στα αυτιά πρέσβη Μεγάλης Δύναμης, ο οποίος ενημέρωσε σχετικά την κυβέρνησή του, για τον ήρωα που έγινε ζητιάνος στα προαύλια των εκκλησιών, με έγκριση του κράτους, που του επέτρεπε να ζητιανεύει μια φορά την εβδομάδα, κάθε Παρασκευή κοντά στην εκκλησιά της Ευαγγελίστριας του Πειραιά,(καθόσον ήταν πολλοί οι ζητιάνοι).
Έτσι κάποια στιγμή απεσταλμένος της πρεσβείας βρέθηκε στη θέση που ζητιάνευε ο στρατηγός. Μόλις ο Νικηταράς τον αντιλήφθηκε ποιος ήταν, μάζεψε αμέσως το απλωμένο του χέρι!
-Τι κάνετε στρατηγέ μου; Ρώτησε ο απεσταλμένος.
-Απολαμβάνω την ελεύθερη πατρίδα μου!
Απάντησε περήφανα ο ήρωας.
-Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στο δρόμο;
-Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά αλλά εγώ έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος. αντέτεινε ο περήφανος Νικηταράς.
Είδε και απόειδε ο ξένος και γύρισε να φύγει χαιρετώντας ευγενικά.
Φεύγοντας όμως, άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες ώστε να μην προσβάλει τον πάμφτωχο στρατηγό.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί το ψηλάφισε και φώναξε στο ξένο.
-Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρτο για να μην το βρει κανείς και το χάσεις!
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1841 ο Νικηταράς επέστρεψε στο φτωχικό του σπίτι στον Πειραιά.
Ωστόσο, το δράμα του δεν είχε κορυφωθεί ακόμα.
Η επιστροφή του προκάλεσε τέτοια συναισθηματική φόρτιση στη μικρότερή του κόρη, ώστε αυτή έχασε τα λογικά της.
Η νέα δυστυχία του έδωσε τη «χαριστική βολή».
Η κακή του ψυχολογική κατάσταση επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την υγεία του. Σιγά-σιγά άρχισε να χάνει την όρασή του και λίγο πριν πεθάνει τυφλώθηκε τελείως.
Τα ξημερώματα της 25ης Σεπτεμβρίου 1849 ο «Τουρκοφάγος» απεβίωσε.
Αρχικά ετάφη δίπλα στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ωστόσο, φαίνεται πως ο θάνατος της γυναίκας και των παιδιών του και η έλλειψη στενών συγγενών και άμεσων απογόνων στάθηκε αφορμή να μην ενδιαφερθεί κανένας και έκτοτε αγνοείται ο τάφος.
Τη στιγμή που χώρες με σαφώς μικρότερη στρατιωτική ιστορία απ’ αυτή της Ελλάδας «χτενίζουν» τα πέρατα της οικουμένης για να ανακαλύψουν οστά στρατιωτών τους, να τα επαναφέρουν στην πατρίδα και να τα ενταφιάσουν με τις πρέπουσες τιμές, η χώρα μας αγνοεί την τύχη των οστών των πολεμιστών εκείνων που χάρη στην προσωπική του θυσία της επέτρεψαν να συνεχίσει την ιστορική της πορεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου