Συνέντευξη – ποταμό στην οποία μίλησε για την κατάσταση στην Ελλάδα έδωσε με αφορμή το νέο του βιβλίο ο πρέσβης επι τιμή Αλέξανδρος Μαλλιάς.
Ο κ. Μαλλιάς, μίλησε στο Ignatiou.com για όλα: «για την Ελλάδα των οραμάτων μας που δεν υπάρχει πια», για το «δράμα και την πειφρόνηση που βιώνουμε εδώ και 7 χρόνια», για τον «αναπνευστήρα» των μνημονίων, τα μεγάλα και σημαντικά που «θυσιάζονται υπέρ των εφήμερων, των μικρών και των μικροπολιτικών», και για το δόγμα έναντι της Τουρκίας που θα πρέπει να επαναδιατυπωθεί.
Ολόκληρη η συνέντευξη έχει ως εξής:
Λίγες μέρες αφότου κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Οράματα και Χίμαιρες – Διαδρομές ενός Διπλωμάτη» (εκδόσεις ΣΙΔΕΡΗΣ), συζητήσαμε για το εθνικό και το αληθές με τον πρέσβη Αλέξανδρο Μαλλιά:
Συνοπτικά, ποια είναι τα οράματα και ποιες οι χίμαιρες για έναν διπλωμάτη με τη δική σας διαδρομή;
Ευχαριστώ κατ’ αρχάς που μου δίνετε την ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας τις σκέψεις μου. Τα οράματα σίγουρα δεν περιορίζονται ή αφορούν αποκλειστικά τη ζωή ενός διπλωμάτη. Είναι τα οράματα μιας ολόκληρης γενιάς.
Όπως είπα στην πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου μου στο Polis ART Café, «ζεις, αναπνέεις, σπουδάζεις, ονειρεύεσαι, ερωτεύεσαι, αγωνίζεσαι, ελπίζεις, χαμογελάς, χτίζεις, ανεβαίνεις, πετυχαίνεις, φτάνεις. Νομίζεις πως έφτασες. Ευγνωμονείς όσους στάθηκαν όλα αυτά τα χρόνια σε αυτό το μεγάλο ταξίδι της ζωής δίπλα σου. Τότε, στο σημείο αυτό, χωρίς να το περιμένεις, ξαφνικά όλα γκρεμίζονται. Καταρρέουν ιδανικά, ιδεώδη, πρότυπα, αξίες, ισορροπίες.
Η λέξη “αξιοπρέπεια” χάνει, έχει χάσει πλέον στην Ελλάδα, το νόημά της ατομικά, συλλογικά, κοινωνικά και εθνικά».
Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά προσφεύγω σε μια αποστροφή του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Μιλώντας στη Βουλή των Ελλήνων στις 10 Οκτωβρίου του 1911 είχε πει ότι «τα έθνη τα οποία ζητούν δι’ επαιτείας να προαγάγουν τα συμφέροντά των δεν εμπνέουν σε κάθε αμερόληπτο κριτή παρά μόνο περιφρόνηση».
Αυτή τη στάση της περιφρόνησης που μας έχει οδηγήσει στην κατάθλιψη που, τόσο ως άτομα όσο και ως κοινωνικό και εθνικό σύνολο, βιώνουμε εδώ και επτά χρόνια.
Το τέλος αυτού του δράματος δεν έχει έρθει ακόμη.
Δεν έχουμε δει ακόμη την «κάθαρση».
Αυτές είναι οι σκέψεις μου.
Να γιατί επέλεξα ως τίτλο του βιβλίου το «Οράματα και Χίμαιρες».
Η Ελλάδα που ονειρευόμαστε, η Ελλάδα των δικών μας οραμάτων, δεν υπάρχει πια.
Λόγω και δικών μας λαθών.
Λόγω και δικής μας ευθύνης.
Ατομικής και συλλογικής.
Όχι, η ευθύνη δεν βαραίνει όλους στον ίδιο βαθμό.
Επιμερίζεται, εντούτοις, αναλογικά.
Είναι βέβαιο ότι το βάρος πέφτει κυρίως σε όσους η πατρίδα μας πρόσφερε απλόχερα την ευκαιρία και μας τίμησε με την εμπιστοσύνη της, δίνοντάς μας την ευκαιρία να την υπηρετήσουμε από θέσεις ευθύνης.
Προσωπικά θα περίμενα και από τους πολιτικούς μας ταγούς να συνειδητοποιήσουν και τη δική τους ευθύνη. Ευθύνη πολιτικής συνείδησης, όχι ποινική. Πώς; Δείχνοντας απλά ότι έχουν αντιληφθεί το μέγεθος της ζημίας που έχει προκληθεί και από δικές τους πράξεις, παραλείψεις, ανεδαφικές υποσχέσεις, ευκαιριακές πολιτικές και άνευ σχεδίου εξαγγελίες. Πιστεύω ότι θα αρκούσε, επιτέλους, να πιστέψουν στην ανάγκη επιδίωξης των αυτονόητων. Αυτό ήταν και παραμένει το μεγάλο ζητούμενο.
Πέραν, όμως, της κατάστασης στην Ελλάδα, το ευρωπαϊκό όραμα –συνείδηση και ταυτότητα συνάμα της δικής μου γενιάς– έχει βαθύτατα κλονιστεί. Σήμερα, σε όποια ευρωπαϊκή χώρα και αν στραφείς, θα διαπιστώσεις μάλλον εύκολα ότι οι αντιευρωπαϊκές δυνάμεις είτε δυναμώνουν είτε ήδη κυριαρχούν. Η λέξη «λαϊκισμός» σε όλες τις παραλλαγές της δεν είναι αρκετή και ικανή για να απεικονίσει πλέον την ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Όταν λέμε «εθνικά θέματα», ποια ακριβώς εννοούμε; Άλλαξε η ιεράρχηση μετά τη χρεοκοπία και την υπαγωγή της χώρας στον μηχανισμό στήριξης;
Η Ελλάδα εδώ και επτά χρόνια δεν αναπνέει με τα δικά της μέσα.
Πράγματι, ζει και αναπνέει χάρη στις μνημονικές συμβάσεις και σε αυτό που αποκαλούμε «μηχανισμό στήριξης».
Αυτός είναι ο «αναπνευστήρας» μας και ο σύνδεσμός μας με το διεθνές σύστημα, οικονομικό αλλά και πολιτικό.
Η επιστροφή μας στην οικονομική και κοινωνική ομαλότητα θα έπρεπε κανονικά να είναι η κινητήρια δύναμη για μια ειρηνική επανάσταση, για μεγάλες αλλαγές και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που τόσο χρειαζόμαστε.
Αντίθετα, θα το πω όσο πιο ήπια μπορώ, τα μεγάλα και σημαντικά θυσιάζονται υπέρ των εφήμερων, των μικρών και των μικροπολιτικών.
Το όλον στον βωμό του μέρους. Κοινωνικά και εθνικά. Άρα πρώτο και σημαντικότερο εθνικό θέμα, που αφορά την ανεξαρτησία και την εθνική κυριαρχία, είναι η έξοδός μας από την κρίση, από τη διεθνή ικεσία και από την απαξίωση.
Εκτιμώ ότι μόνο αυτή η προοπτική θα μας επιτρέψει να προωθήσουμε αποτελεσματικότερα και με μεγαλύτερη πειθώ τα συμφέροντά μας σε όλα τα άλλα θέματα που εδώ και δεκαετίες μόνιμα περιλαμβάνονται στη δέσμη των λεγόμενων ανοιχτών εθνικών μας ζητημάτων.
Αυτό το λέω μετά λόγου γνώσης. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και κάποιες από τις γειτονικές μας χώρες, τις οποίες –λάθος μας– αντιμετωπίζαμε περίπου με περιφρόνηση και αφ’ υψηλού πριν από χρόνια, σήμερα έχουν υψώσει τους τόνους και κάνουν επίδειξη αυτοπεποίθησης και ορισμένες φορές μιας απερίσκεπτης αλαζονείας. Αυτή είναι η πραγματικότητα, όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν –πρόκειται για μόνιμο και όχι για παροδικό πολιτικό σύνδρομο– να εξωραΐσουν τις καταστάσεις.
Είναι το προσφυγικό η μεγαλύτερη εθνική πρόκληση;
Το προσφυγικό μέχρι στιγμής δεν έχει εξελιχθεί σε υπαρξιακό, αν θέλετε, πρόβλημα για την Ελλάδα. Είναι όμως, ή εν πάση περιπτώσει έτσι έχει αξιολογηθεί, η μεγαλύτερη πρόκληση που κλονίζει τα θεμέλια και το οικοδόμημα της Ε.Ε., που ενδυναμώνει τις αντιευρωπαϊκές δυνάμεις και που σταθερά υπονομεύει τους δεσμούς μεταξύ των κρατών-μελών της Ένωσης.
Δεν υπάρχει πλέον, σε ένα μεγάλο εύρος θεμάτων, η αίσθηση του κοινού συμφέροντος. Επιπλέον, όμως, η συμφωνία μεταξύ της Ε.Ε. και της Τουρκίας, ανεξαρτήτως των θετικών και για την Ελλάδα πτυχών σε ό,τι αφορά τη μείωση των προσφυγικών ροών προς τον νησιωτικό μας χώρο, έχει δύο συνέπειες.
Πρώτον, έχει καταστήσει την Τουρκία και δη τον Πρόεδρο Ερντογάν απόλυτο κυρίαρχο της πολιτικής του «προσφυγικού παιγνίου» με σαφές περιεχόμενο απειλής για τη σταθερότητα των κυβερνήσεων των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Δεύτερον, θεωρείται ως υποχώρηση από τις διεθνώς καθιερωμένες ανθρωπιστικές αρχές και συμβατικές πρόνοιες που αφορούν την ιδιότητα του πρόσφυγα.
Θέλουν όλοι στην Αθήνα να λυθεί το Κυπριακό;
Τόσο στην Αθήνα όσο και στη Λευκωσία όλοι επιθυμούμε λύση του Κυπριακού. Εξακολουθούν όμως να υπάρχουν διαφοροποιήσεις και κριτικές, σε ποικίλους τόνους, αναφορικά με το περιεχόμενό της. Χαίρομαι που ακούω συνέχεια από τα πλέον επίσημα χείλη ότι υπάρχει στην Ελλάδα μία μόνο εθνική γραμμή, στην οποία όλες οι πολιτικές δυνάμεις συμφωνούν ή εν πάση περιπτώσει συναινούν. Επιπλέον, ότι ουδέν σύννεφο σκιάζει τον καθαρό ουρανό μεταξύ Ελλάδος και Κυπριακής Δημοκρατίας.
Θα θυμάστε ότι το συζητούσαμε ήδη τον Οκτώβριο. Η σταθερή μου επωδός ήταν ότι, ανεξαρτήτως των εξελίξεων και των δυσχερειών που θα προκύψουν στην πορεία των συνομιλιών, Αθήνα και Λευκωσία πρέπει να διατηρήσουν αλώβητη την ποιότητα των σχέσεών τους, σε όλα τα επίπεδα. Ας πούμε ότι δέχομαι ότι αυτό έχει επιτευχθεί. Πιστεύετε ότι υπάρχουν πολλοί που συμμερίζονται τη βεβαιότητά μου αυτή; Δεν έχετε παρά να ρίξετε μια ματιά σε εφημερίδες, ιστολόγια και αρθρογραφία με τις υπογραφές των πλέον έγκυρων δημοσιογράφων. Αυτά.
Με την αυταρχική στροφή που έχει πάρει η Τουρκία, υπάρχουν περιθώρια συνεννόησης με τον Ερντογάν;
Η συζήτηση και ο διάλογος με την Τουρκία είναι μονόδρομος. Χρειάζεται, όπως έχει πει εδώ και μερικά χρόνια ένας εκ των τελευταίων σοφών των Αθηνών, «υπομονή και επιμονή». Μεταξύ άλλων, διότι και η πολιτική της Ε.Ε. απέναντι στην Τουρκία, λόγω και του προσφυγικού, είναι κατευναστική, αν όχι συναινετική.
Η Ε.Ε. εμφανίζεται ευμετάβλητη και μάλλον αναποφάσιστη. Άρα, από την πλευρά του, ο Πρόεδρος κ. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έχοντας αντιληφθεί πλήρως την αδυναμία πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και των θεσμών της, εκτιμά ότι βρίσκεται σε πλεονεκτική διαπραγματευτική θέση.
Άρα η Ελλάδα δεν μπορεί να υπολογίζει, όσο και στο παρελθόν, σε μια συμπαγή πολιτική στήριξη στους κόλπους των εταίρων μας – η οποία εν πάση περιπτώσει ουδέποτε ήταν ευθύγραμμη, αυτόματη και δεδηλωμένη. Το βασικότερο όμως πρόβλημα είναι ότι η θεμελιώδης πολιτική θέση –το Σχέδιο Α, χωρίς να υπάρχει Β– όλων των ελληνικών κυβερνήσεων για τις σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας κατά την τελευταία εικοσαετία, που κωδικοποιείται με τη φράση «πλήρης συμμόρφωση – πλήρης ένταξη», δεν ισχύει πλέον.
Ευθύνη έχει τόσο η Ένωση όσο και η Τουρκία. Άρα; Τις μέρες αυτές σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι πώς θα μπορούσε να επαναδιατυπωθεί μια νέα εκδοχή του πολιτικο-στρατιωτικού μας δόγματος έναντι της Τουρκίας.
Ορθώς λέγαμε και λέγουμε ότι το στρατιωτικό μας δόγμα είναι αμυντικού χαρακτήρα. Το λέγουμε και βέβαια το εννοούμε. Ταυτόχρονα, όμως, την τελευταία τριετία γενική είναι η πεποίθηση –αυτό πάντως δείχνουν τα στοιχεία και η διαχείριση των κρίσεων– ότι σκοπίμως οι ιθύνοντες της Άγκυρας –καλοί και κακοί, όλοι μαζί– έχουν προβεί σε μια «στρατιωτικοποίηση» των νομικών τους αμφισβητήσεων και των πολιτικών τους διεκδικήσεων.
Στη νέα αυτή περίοδο των σχέσεών μας με τη γειτονική Τουρκία, η οποία έχει σχηματίσει την πεποίθηση ότι η ισορροπία δυνάμεως και εξοπλισμών (capabilities) ανατρέπεται προς όφελός της, η αναχαίτιση, ο περιορισμός/αποτροπή (deterrence and containment) και η επιθυμία μας για ειρηνική επίλυση των διαφορών –κατά τις πρόνοιες του Χάρτου του ΟΗΕ– πρέπει να συμπληρωθούν. Αυτό απαιτούν οι καιροί και ιδιαίτερα ο απρόβλεπτος και ευμετάβλητος πλέον χαρακτήρας των εκδηλώσεων της Τουρκίας σε όλα τα μέτωπα και προς όλες τις κατευθύνσεις.
Λίγες μέρες αφότου κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Οράματα και Χίμαιρες – Διαδρομές ενός Διπλωμάτη» (εκδόσεις ΣΙΔΕΡΗΣ), συζητήσαμε για το εθνικό και το αληθές με τον πρέσβη Αλέξανδρο Μαλλιά: Συνοπτικά, ποια είναι τα οράματα και ποιες οι χίμαιρες για έναν διπλωμάτη με τη δική σας διαδρομή;
Ευχαριστώ κατ’ αρχάς που μου δίνετε την ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας τις σκέψεις μου. Τα οράματα σίγουρα δεν περιορίζονται ή αφορούν αποκλειστικά τη ζωή ενός διπλωμάτη. Είναι τα οράματα μιας ολόκληρης γενιάς.
Όπως είπα στην πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου μου στο Polis ART Café, «ζεις, αναπνέεις, σπουδάζεις, ονειρεύεσαι, ερωτεύεσαι, αγωνίζεσαι, ελπίζεις, χαμογελάς, χτίζεις, ανεβαίνεις, πετυχαίνεις, φτάνεις. Νομίζεις πως έφτασες. Ευγνωμονείς όσους στάθηκαν όλα αυτά τα χρόνια σε αυτό το μεγάλο ταξίδι της ζωής δίπλα σου. Τότε, στο σημείο αυτό, χωρίς να το περιμένεις, ξαφνικά όλα γκρεμίζονται. Καταρρέουν ιδανικά, ιδεώδη, πρότυπα, αξίες, ισορροπίες.
Η λέξη “αξιοπρέπεια” χάνει, έχει χάσει πλέον στην Ελλάδα, το νόημά της ατομικά, συλλογικά, κοινωνικά και εθνικά». Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά προσφεύγω σε μια αποστροφή του Ελευθέριου Βενιζέλου. Μιλώντας στη Βουλή των Ελλήνων στις 10 Οκτωβρίου του 1911 είχε πει ότι «τα έθνη τα οποία ζητούν δι’ επαιτείας να προαγάγουν τα συμφέροντά των δεν εμπνέουν σε κάθε αμερόληπτο κριτή παρά μόνο περιφρόνηση».
Αυτή τη στάση της περιφρόνησης που μας έχει οδηγήσει στην κατάθλιψη που, τόσο ως άτομα όσο και ως κοινωνικό και εθνικό σύνολο, βιώνουμε εδώ και επτά χρόνια. Το τέλος αυτού του δράματος δεν έχει έρθει ακόμη. Δεν έχουμε δει ακόμη την «κάθαρση». Αυτές είναι οι σκέψεις μου. Να γιατί επέλεξα ως τίτλο του βιβλίου το «Οράματα και Χίμαιρες». Η Ελλάδα που ονειρευόμαστε, η Ελλάδα των δικών μας οραμάτων, δεν υπάρχει πια. Λόγω και δικών μας λαθών.
Λόγω και δικής μας ευθύνης. Ατομικής και συλλογικής. Όχι, η ευθύνη δεν βαραίνει όλους στον ίδιο βαθμό. Επιμερίζεται, εντούτοις, αναλογικά. Είναι βέβαιο ότι το βάρος πέφτει κυρίως σε όσους η πατρίδα μας πρόσφερε απλόχερα την ευκαιρία και μας τίμησε με την εμπιστοσύνη της, δίνοντάς μας την ευκαιρία να την υπηρετήσουμε από θέσεις ευθύνης. Προσωπικά θα περίμενα και από τους πολιτικούς μας ταγούς να συνειδητοποιήσουν και τη δική τους ευθύνη.
Ευθύνη πολιτικής συνείδησης, όχι ποινική. Πώς; Δείχνοντας απλά ότι έχουν αντιληφθεί το μέγεθος της ζημίας που έχει προκληθεί και από δικές τους πράξεις, παραλείψεις, ανεδαφικές υποσχέσεις, ευκαιριακές πολιτικές και άνευ σχεδίου εξαγγελίες.
Πιστεύω ότι θα αρκούσε, επιτέλους, να πιστέψουν στην ανάγκη επιδίωξης των αυτονόητων. Αυτό ήταν και παραμένει το μεγάλο ζητούμενο. Πέραν, όμως, της κατάστασης στην Ελλάδα, το ευρωπαϊκό όραμα –συνείδηση και ταυτότητα συνάμα της δικής μου γενιάς– έχει βαθύτατα κλονιστεί. Σήμερα, σε όποια ευρωπαϊκή χώρα και αν στραφείς, θα διαπιστώσεις μάλλον εύκολα ότι οι αντιευρωπαϊκές δυνάμεις είτε δυναμώνουν είτε ήδη κυριαρχούν.
Η λέξη «λαϊκισμός» σε όλες τις παραλλαγές της δεν είναι αρκετή και ικανή για να απεικονίσει πλέον την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Όταν λέμε «εθνικά θέματα», ποια ακριβώς εννοούμε; Άλλαξε η ιεράρχηση μετά τη χρεοκοπία και την υπαγωγή της χώρας στον μηχανισμό στήριξης; Η Ελλάδα εδώ και επτά χρόνια δεν αναπνέει με τα δικά της μέσα. Πράγματι, ζει και αναπνέει χάρη στις μνημονικές συμβάσεις και σε αυτό που αποκαλούμε «μηχανισμό στήριξης».
Αυτός είναι ο «αναπνευστήρας» μας και ο σύνδεσμός μας με το διεθνές σύστημα, οικονομικό αλλά και πολιτικό. Η επιστροφή μας στην οικονομική και κοινωνική ομαλότητα θα έπρεπε κανονικά να είναι η κινητήρια δύναμη για μια ειρηνική επανάσταση, για μεγάλες αλλαγές και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που τόσο χρειαζόμαστε. Αντίθετα, θα το πω όσο πιο ήπια μπορώ, τα μεγάλα και σημαντικά θυσιάζονται υπέρ των εφήμερων, των μικρών και των μικροπολιτικών. Το όλον στον βωμό του μέρους.
Κοινωνικά και εθνικά. Άρα πρώτο και σημαντικότερο εθνικό θέμα, που αφορά την ανεξαρτησία και την εθνική κυριαρχία, είναι η έξοδός μας από την κρίση, από τη διεθνή ικεσία και από την απαξίωση. Εκτιμώ ότι μόνο αυτή η προοπτική θα μας επιτρέψει να προωθήσουμε αποτελεσματικότερα και με μεγαλύτερη πειθώ τα συμφέροντά μας σε όλα τα άλλα θέματα που εδώ και δεκαετίες μόνιμα περιλαμβάνονται στη δέσμη των λεγόμενων ανοιχτών εθνικών μας ζητημάτων.
Αυτό το λέω μετά λόγου γνώσης. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και κάποιες από τις γειτονικές μας χώρες, τις οποίες –λάθος μας– αντιμετωπίζαμε περίπου με περιφρόνηση και αφ’ υψηλού πριν από χρόνια, σήμερα έχουν υψώσει τους τόνους και κάνουν επίδειξη αυτοπεποίθησης και ορισμένες φορές μιας απερίσκεπτης αλαζονείας.
Αυτή είναι η πραγματικότητα, όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν –πρόκειται για μόνιμο και όχι για παροδικό πολιτικό σύνδρομο– να εξωραΐσουν τις καταστάσεις. Είναι το προσφυγικό η μεγαλύτερη εθνική πρόκληση; Το προσφυγικό μέχρι στιγμής δεν έχει εξελιχθεί σε υπαρξιακό, αν θέλετε, πρόβλημα για την Ελλάδα.
Είναι όμως, ή εν πάση περιπτώσει έτσι έχει αξιολογηθεί, η μεγαλύτερη πρόκληση που κλονίζει τα θεμέλια και το οικοδόμημα της Ε.Ε., που ενδυναμώνει τις αντιευρωπαϊκές δυνάμεις και που σταθερά υπονομεύει τους δεσμούς μεταξύ των κρατών-μελών της Ένωσης.
Δεν υπάρχει πλέον, σε ένα μεγάλο εύρος θεμάτων, η αίσθηση του κοινού συμφέροντος. Επιπλέον, όμως, η συμφωνία μεταξύ της Ε.Ε. και της Τουρκίας, ανεξαρτήτως των θετικών και για την Ελλάδα πτυχών σε ό,τι αφορά τη μείωση των προσφυγικών ροών προς τον νησιωτικό μας χώρο, έχει δύο συνέπειες.
Πρώτον, έχει καταστήσει την Τουρκία και δη τον Πρόεδρο Ερντογάν απόλυτο κυρίαρχο της πολιτικής του «προσφυγικού παιγνίου» με σαφές περιεχόμενο απειλής για τη σταθερότητα των κυβερνήσεων των κρατών-μελών της Ε.Ε. Δεύτερον, θεωρείται ως υποχώρηση από τις διεθνώς καθιερωμένες ανθρωπιστικές αρχές και συμβατικές πρόνοιες που αφορούν την ιδιότητα του πρόσφυγα. Θέλουν όλοι στην Αθήνα να λυθεί το Κυπριακό;
Τόσο στην Αθήνα όσο και στη Λευκωσία όλοι επιθυμούμε λύση του Κυπριακού. Εξακολουθούν όμως να υπάρχουν διαφοροποιήσεις και κριτικές, σε ποικίλους τόνους, αναφορικά με το περιεχόμενό της. Χαίρομαι που ακούω συνέχεια από τα πλέον επίσημα χείλη ότι υπάρχει στην Ελλάδα μία μόνο εθνική γραμμή, στην οποία όλες οι πολιτικές δυνάμεις συμφωνούν ή εν πάση περιπτώσει συναινούν.
Επιπλέον, ότι ουδέν σύννεφο σκιάζει τον καθαρό ουρανό μεταξύ Ελλάδος και Κυπριακής Δημοκρατίας.
Θα θυμάστε ότι το συζητούσαμε ήδη τον Οκτώβριο.
Η σταθερή μου επωδός ήταν ότι, ανεξαρτήτως των εξελίξεων και των δυσχερειών που θα προκύψουν στην πορεία των συνομιλιών, Αθήνα και Λευκωσία πρέπει να διατηρήσουν αλώβητη την ποιότητα των σχέσεών τους, σε όλα τα επίπεδα. Ας πούμε ότι δέχομαι ότι αυτό έχει επιτευχθεί.
Πιστεύετε ότι υπάρχουν πολλοί που συμμερίζονται τη βεβαιότητά μου αυτή; Δεν έχετε παρά να ρίξετε μια ματιά σε εφημερίδες, ιστολόγια και αρθρογραφία με τις υπογραφές των πλέον έγκυρων δημοσιογράφων. Αυτά. Με την αυταρχική στροφή που έχει πάρει η Τουρκία, υπάρχουν περιθώρια συνεννόησης με τον Ερντογάν; Η συζήτηση και ο διάλογος με την Τουρκία είναι μονόδρομος. Χρειάζεται, όπως έχει πει εδώ και μερικά χρόνια ένας εκ των τελευταίων σοφών των Αθηνών, «υπομονή και επιμονή».
Μεταξύ άλλων, διότι και η πολιτική της Ε.Ε. απέναντι στην Τουρκία, λόγω και του προσφυγικού, είναι κατευναστική, αν όχι συναινετική. Η Ε.Ε. εμφανίζεται ευμετάβλητη και μάλλον αναποφάσιστη.
Άρα, από την πλευρά του, ο Πρόεδρος κ. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έχοντας αντιληφθεί πλήρως την αδυναμία πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και των θεσμών της, εκτιμά ότι βρίσκεται σε πλεονεκτική διαπραγματευτική θέση.
Άρα η Ελλάδα δεν μπορεί να υπολογίζει, όσο και στο παρελθόν, σε μια συμπαγή πολιτική στήριξη στους κόλπους των εταίρων μας – η οποία εν πάση περιπτώσει ουδέποτε ήταν ευθύγραμμη, αυτόματη και δεδηλωμένη. Το βασικότερο όμως πρόβλημα είναι ότι η θεμελιώδης πολιτική θέση –το Σχέδιο Α, χωρίς να υπάρχει Β– όλων των ελληνικών κυβερνήσεων για τις σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας κατά την τελευταία εικοσαετία, που κωδικοποιείται με τη φράση «πλήρης συμμόρφωση – πλήρης ένταξη», δεν ισχύει πλέον.
Ευθύνη έχει τόσο η Ένωση όσο και η Τουρκία. Άρα; Τις μέρες αυτές σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι πώς θα μπορούσε να επαναδιατυπωθεί μια νέα εκδοχή του πολιτικο-στρατιωτικού μας δόγματος έναντι της Τουρκίας. Ορθώς λέγαμε και λέγουμε ότι το στρατιωτικό μας δόγμα είναι αμυντικού χαρακτήρα.
Το λέγουμε και βέβαια το εννοούμε.
Ταυτόχρονα, όμως, την τελευταία τριετία γενική είναι η πεποίθηση –αυτό πάντως δείχνουν τα στοιχεία και η διαχείριση των κρίσεων– ότι σκοπίμως οι ιθύνοντες της Άγκυρας –καλοί και κακοί, όλοι μαζί– έχουν προβεί σε μια «στρατιωτικοποίηση» των νομικών τους αμφισβητήσεων και των πολιτικών τους διεκδικήσεων.
Στη νέα αυτή περίοδο των σχέσεών μας με τη γειτονική Τουρκία, η οποία έχει σχηματίσει την πεποίθηση ότι η ισορροπία δυνάμεως και εξοπλισμών (capabilities) ανατρέπεται προς όφελός της, η αναχαίτιση, ο περιορισμός/αποτροπή (deterrence and containment) και η επιθυμία μας για ειρηνική επίλυση των διαφορών –κατά τις πρόνοιες του Χάρτου του ΟΗΕ– πρέπει να συμπληρωθούν. Αυτό απαιτούν οι καιροί και ιδιαίτερα ο απρόβλεπτος και ευμετάβλητος πλέον χαρακτήρας των εκδηλώσεων της Τουρκίας σε όλα τα μέτωπα και προς όλες τις κατευθύνσεις.
Πηγή: «Να αλλάξουμε το δόγμα έναντι της Τουρκίας» υποστηρίζει ο πρέσβης Αλέξανδρος Μαλλιάς http://mignatiou.com/2017/01/na-allaxoume-to-dogma-enanti-tis-tourkias-ipostirizi-o-presvis-alexandros-mallias/
*Ο πρέσβης επί τιμή Αλέξανδρος Μαλλιάς, συνταξιοδοτήθηκε το 2010. Από το 1991 οπότε υπηρετούσε στην Αντιπροσωπεία στα Ηνωμένα Έθνη, ασχολείται συστηματικά με τα Βαλκάνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου