Ανήμερα της Επετείου των Ιμίων 1996 οι Τούρκοι προχώρησαν σε μια ακόμη πρόκληση προσπαθώντας να πείσουν τη Τουρκική γνώμη και όχι μόνο ότι τα Ίμια λέγονται Καρνταγκ και ανήκουν στην δικαιοδοσία τους.
Ωστόσο όπως αποκαλύπτει με στοιχεία και ντοκουμέντα ο Δημήτριας Διακομιχάλης που ήταν και Δήμαρχος της Καλύμνου στον ιστότοπο του Μιχάλη Ιγνατίου τα Ίμια ανήκαν και ανήκουν στην Ελλάδα.
֞Στοιχεία της ίδιας της Τουρκικής Δημοκρατίας επιβεβαιώνουν ότι τα Ίμια και όλα τα άλλα νησιά που διατείνεται η Άγκυρα ότι της ανήκουν, ανατρέπουν αυτούς τους ισχυρισμούς τόσον του Ταγίπ Ερντογαν όσον και του Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
Από τη συνθήκη-συμφωνία της Λωζάνης του 1923, της Ιταλο-Τουρκικής Συνθήκης-Συμφωνίας του 1932, της Συνθήκης των Παρισίων του 1947 και της Βιέννης το 1978 καταρρίπτονται οι ισχυρισμοί της Άγκυρας ότι τα Ίμια ανήκουν στη Τουρκία.
Μετά τον Ιταλο-Τουρκικό πόλεμο 1911-1912, με τη Συνθήκη Ειρήνης του Οκτωβρίου του 1912, η Ιταλία διατήρησε στη κατοχή της τα Δωδεκάνησα.
Η οριστική παραχώρηση τους στην Ιταλία έγινε με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 της οποίας οι σχετικές διατάξεις ορίζουν ότι:
Άρθρο 15: ֞… η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των νήσων …. κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ’ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου…֦ και στο άρθρο12 αναφέρεται ρητά:֞…. εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, οι νήσοι οι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλίων της ασιατικής γης παραμένουσι υπό την τουρκική κυριαρχία….֦
Κατ’ ακολουθία, η εκ μέρους της Τουρκίας εκχώρηση προς την Ιταλία της κυριαρχίας εφ’ όλου του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος (άρθρο 15) και η παραίτηση της από τα κυριαρχικά της δικαιώματα εφ’ όλων των νήσων των ευρισκομένων σε απόσταση μεγαλύτερη των τριών μιλίων από την ασιατική ακτή (άρθρο 12), σε συνδυασμό με την θέση των Ιμίων που βρίσκονται σε απόσταση 3,65 μιλίων από την τουρκική ακτή προσδιορίζουν ένα αδιαμφισβήτητο νομικό πλαίσιο, το οποίο αποκλείει οποιοδήποτε δικαίωμα της Τουρκίας και επί των δύο συγκεκριμένων βραχονησίδων.
Στις 4 Ιανουαρίου 1932 υπεγράφει στην Άγκυρα ֞Συμφωνία εν σχέσει με την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων μεταξύ της νήσου Καστελλορίζου και της Ακτής της Ανατολίας֦ , η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 10 Μαΐου του 1933 και με Ιταλική πρωτοβουλία πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία της ΚτΕ (24 Μαΐου 1933).
Με την ιταλοτουρκική αυτή Συμφωνία η οποία περιελάμβανε επτά μόνο άρθρα, διευθετήθηκε το θέμα της κυριαρχίας επί όλων των νησίδων και οριοθετήθηκαν τα γύρω από αυτές χωρικά ύδατα.
Μετά από αυτή την εξέλιξη συναντήθηκαν οι εμπειρογνώμονες στην Άγκυρα στις 28 Δεκεμβρίου του 1932 (από ιταλικής πλευράς ο ναυτικός ακόλουθος στην Άγκυρα Ρομπέρτο Σολντάτι και από Τουρκικής πλευράς, ο σύμβουλος Σαΐπ Μπέη, οι πλοίαρχοι Ερτογούλ και Χεϊρεττήν και ο διοικητής του επιτελείου Ασήμ Μπέη), και υπέγραψαν το σχετικό Πρωτόκολλο οριοθετήσεως των τμημάτων των υδάτων μεταξύ της τουρκικής ακτής και των Δωδεκανήσων τα οποία (κατά την ορολογία του Πρωτοκόλλου) δεν αποτελούν αντικείμενο οποιασδήποτε αμφισβήτησης, ορίζοντας παράλληλα εις το πρώτο άρθρο ότι η περιεχόμενη ρύθμιση καθορίζει και τις ανήκουσες εις τα δύο κράτη αντίστοιχες θαλάσσιες περιοχές.
Η διαγράμμιση των θαλάσσιων συνόρων έγινε επί των υδρογραφικών χαρτών του Βρετανικού Ναυαρχείου (υπ’ αρ.236, 872 και 1546) και με αυτή χαράχθηκε, με βάση 37 ορισθέντα σημεία, η οριοθετική γραμμή μεταξύ των νησίδων που ανήκαν στο Δωδεκανησιακό σύμπλεγμα.
Μεταξύ δε των 37 αυτών σημείων χαράξεως, το υπ’ αρ. 30 όρισε τη μεθοριακή γραμμή (θαλάσσιο σύνορο) ως διερχόμενη στο μέσο της αποστάσεως μεταξύ του συμπλέγματος των βραχονησίδων Ίμια (στη Τουρκική γλώσσα Kardak) που ανήκαν στην Ιταλία και της νήσου Κάτο που άνηκε στη Τουρκία.
Ο Β! Παγκόσμιος Πόλεμος επέβαλε σοβαρές ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου, με αποτέλεσμα η ηττημένη Ιταλία να αναγκασθεί με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947, μεταξύ των συμμάχων και των συνασπισμένων κρατών και αυτής , την παραχώρηση της Δωδεκανήσου με το Καστελλόριζο στην Ελλάδα, με βάση το καθεστώς που είχε διαμορφωθεί από τις Συμφωνίες του 1932 και άρα την εκχώρηση των βραχονησίδων Ίμια στην Ελλάδα.
Ενισχυτικό των ελληνικών θέσεων είναι τέλος το άρθρο 11 της Συνθήκης της Βιέννης που αναφέρεται στη ֞Διαδοχή των κρατών εις τας Συνθήκας֦, που ορίζει ότι η διαδοχή των κρατών δε θίγει τα σύνορα που καθορίστηκαν με συμφωνίες, ούτε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που καθορίστηκαν με συμφωνίες και σχετίζονται με το εδαφικό καθεστώς.
Με βάση τη συμφωνία αυτή η Ελλάδα «εισήλθε» στο εδαφικό καθεστώς της Δωδεκανήσου όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από τις ιταλοτουρκικές συμφωνίες.
Έκτοτε η Ελλάδα ασκούσε απρόσκοπτα την κυριαρχία εφ’ όλων των νήσων και νησίδων, η δε Τουρκία ουδέποτε αμφισβήτησε το διαμορφωθέν με τις συνθήκες καθεστώς, ούτε κατά την περίοδο 1932-1947 αλλά ούτε και αργότερα.
Αντίθετα είχε ρητά αποδεχθεί την ισχύ του καθορισθέντος συνόρου τόσο κατά την περίοδο 1933-1936 (υφίσταται σχετική επίσημη αλληλογραφία με την Ιταλική κυβέρνηση), όσο και μεταπολεμικά, όπως με την Περιφερειακή Συμφωνία Αεροναυσιπλοΐας (Κωνσταντινούπολη 1950) η οποία υιοθετήθηκε από τον ICAO, και κατά την οποία τα όρια ελέγχου πτήσεων ( FIR ) μεταξύ Αθηνών και Κωνσταντινούπολης συμπίπτουν με τα δυτικά σύνορα της Τουρκίας στην περιοχή (δηλαδή όπως αυτά αποτυπώνονται εις τη Συμφωνία και το Πρωτόκολλο του 1932). Turkish Map issued from the Turkish Ministry of Foreign Affairs on Navigation through the Straits (1953)
Είναι σαφές λοιπόν ότι η Ελλάδα ως διάδοχος της Ιταλίας στις δύο συμφωνίες του 1932 δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί ούτε από την Τουρκία ούτε από κανένα άλλο ότι έχει αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα στις βραχονησίδες Ίμια και σε όλα τα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου (Καλόλιμνος, Ψέριμος κ.λ.π)
Η θέση της Τουρκίας ότι η υπογραφείσα Συμφωνία μεταξύ Τουρκίας και Ιταλίας την 28-12-1932 δεν είναι Συνθήκη, εφ’ όσον δεν έχει συζητηθεί στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση, ούτε είχε επικυρωθεί, αλλά είναι ένα πρακτικό συνεδρίασης αξιωματούχων κατωτέρου επιπέδου των δύο χωρών, το οποίο δεν δεσμεύει νομικά την Τουρκία, με αποτέλεσμα το Αιγαίο να εισέρχεται σε μια φάση αλλαγής με τρεις (3000) αμφισβητήσιμα βράχια, νησίδες ακόμα και νησιά.
Αυτή η θέση αντικρούστηκε στις 6-2-1996 από το Ιταλικό Υπουργείο των Εξωτερικών με δήλωση ότι η Ιταλοτουρκική Συμφωνία του 1932 είναι έγκυρη και παραμένει σε ισχύ. Επίσης το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με ψήφισμα του στις 15-2-1996 θεώρησε τις τουρκικές ενέργειες στα Ίμια τον Δεκέμβριο 1995-Ιανουάριο του 1996 ως ֞παραβίαση εκ μέρους της Τουρκίας των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας֦ και επεσήμανε ότι οι νησίδες Ίμια ανήκουν στο νησιωτικό σύμπλεγμα της Δωδεκανήσου, με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 και τη συνθήκη των Παρισίων του 1947.
Είναι περιφρόνηση της Διεθνούς Νομιμότητας των Διεθνών Συνθηκών και πρόκληση στους Διεθνείς Οργανισμούς όχι μόνον η ρητορική του Ταγίπ Ερντογάν και του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, αλλά οι συνεχείς παραβιάσεις , τόσον του εναέριου όσο και του θαλάσσιου χώρου στο Αιγαίο, την ίδια ώρα που με τα δικά τους στοιχεία, στρατιωτικοί χάρτες, πολιτικούς χάρτες, επιβεβαιώνεται η Ελληνικότητα των Ιμίων, της Ψερίμου, της Καλολίμνου και όλων των άλλων Ελληνικών Νησιών του Αιγαίου που ξαφνικά ανακάλυψαν ότι τους ανήκουν.
Σε επίσημο πολιτικό Τουρκικό χάρτη του 1971, βλέποντας που είναι χαραγμένη με γκρίζα διακεκομμένη η οροθετική γραμμή, τόσον η Καλόλιμνος όσον και οι βραχονησίδες Ίμια με τις γεωγραφικές τους συντεταγμένες αποδεικνύεται ότι βρίσκονται δυτικά της οροθετικής γραμμής και εντός των Ελληνικών Χωρικών Υδάτων.
Ο Τουρκικός Χάρτης Διεθνούς Αεροναυσιπλοΐας του 1953, ο οποίος δείχνει τη συνοριακή γραμμή μεταξύ Ελλάδας –Τουρκίας στη περιοχή των Δωδεκανήσων δέχεται ότι οι συντεταγμένες των νησίδων Ίμια βρίσκονται στη Ελληνική πλευρά.
Όμως δεν είναι μόνον οι χάρτες της Τουρκίας πολιτικοί και στρατιωτικοί που αποδεικνύουν ότι όλα τα Ελληνικά Νησιά που σήμερα διεκδικεί η Τουρκία, βρίσκονται όλα εντός των Ελληνικών Χωρικών υδάτων, είναι και στους χάρτες άλλων μεγάλων χωρών που οι δύο βραχονησίδες Ίμια με βάση τις συντεταγμένες τους βρίσκονται εντός των Ελληνικών Χωρικών υδάτων και ανήκουν στην Ελληνική Επικράτεια.
Στον επίσημο χάρτη της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας του 1964 σημειώνονται οι δύο βραχονησίδες ανωνύμως μεν αλλά με βάση τις γεωγραφικές τους συντεταγμένες εντός των Ελληνικών χωρικών υδάτων.
Σε επίσημο χάρτη του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού του 1990 σημειώνονται οι δύο βραχονησίδες με την Ελληνική τους ονομασία ֞Nisoi Limnia֦ και με επισήμανση εντός παρενθέσεως ότι ανήκουν στην Ελλάδα (GREECE)
Στο βρετανικό χάρτη του Royal British Academy, London March 1995, οι νησίδες Ίμια αποτυπώνονται εντός των Ελληνικών χωρικών υδάτων ως ανήκουσες στη Ελλάδα.
Τέτοιες δηλώσεις στο ανώτατο επίπεδο, εκ μέρους της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας της γειτονικής χώρας που η αστάθεια της βρίσκεται στο ναδίρ, σε συνδυασμό με τις συνεχείς παραβιάσεις του εθνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου στο Αιγαίο μπορεί να οδηγήσουν σε απρόβλεπτες καταστάσεις με καταστροφικά αποτελέσματα.
Γι’ αυτό η Ελλάδα θα πρέπει να καταγγείλει την Τουρκία σε όλους τους Διεθνείς Οργανισμούς (Ο.Η.Ε, ΝΑΤΟ, ΕΕ) για την συμπεριφορά της και τις παράνομες ενέργειες της.
Το ΝΑΤΟ και η Ε.Ε. επιτέλους πρέπει να αντιδράσουν αποφασιστικά, το μεν ΝΑΤΟ να σταματήσει να το παίζει Πόντιος Πιλάτος η δε Ε.Ε να σταματήσει να στέλνει πακτωλό εκατομμυρίων ευρώ σε μια χώρα που βρίσκεται σε διαδικασία ένταξης που όμως καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα με τον πιο βάναυσο τρόπο και διεκδικεί εδάφη από χώρα μέλος της Ε.Ε.
Η πολιτική ηγεσία της χώρας μας ας συνειδητοποιήσει επί τέλους ότι μετά από πενήντα χρόνια ακήρυχτου πολέμου με την Τουρκία η χώρα μας πρέπει να προτάξει την Τουρκική απειλή ως το κυρίαρχο και μόνιμο πρόβλημα, έναντι ακόμα και των μεγάλων σημερινών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία, προκειμένου να διασφαλίσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία και ακεραιότητα.
Μόνον έτσι ως χώρα θα παραμείνουμε ταυτόχρονα και παράγοντας σταθερότητας στο Αιγαίο και στην ευρύτερη περιοχή.
Γι αυτό θα πρέπει άμεσα να υπάρξει χάραξη Εθνικής Στρατηγικής σε βάθος χρόνου , λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν την στρατηγική επιλογή της Άγκυρας ότι το Αιγαίο Ανατολικά του 25 Μεσημβρινού της ανήκει.
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει άμεσα να προχωρήσει η θεσμοθέτηση και λειτουργία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας.
Ένα όργανο Παραγωγής πολιτικής, το οποίο θα μπορεί να αναλύει και να αντιμετωπίζει σωστά τις γεωπολιτικές εξελίξεις, τα ζητήματα ασφάλειας και άμυνας και να είναι έτοιμο στη διαχείριση κρίσεων.
Η ανισσοροπία δυνάμεων στο Αιγαίο που δημιουργήθηκε τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και η αδυναμία όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων να αφήσουν έξω από τις περικοπές τις αμυντικές δαπάνες για τα αναγκαία εξοπλιστικά προγράμματα πρέπει να ευαισθητοποιήσει και να ενεργοποιήσει εκείνους τους οικονομικούς παράγοντες του τόπου (εφοπλιστές, άλλους μεγάλους επιχειρηματίες , ομογενείς με μεγάλη οικονομική επιφάνεια) να στηρίξουν την προμήθεια οπλικών συστημάτων για εξοπλιστικά προγράμματα που αδυνατεί να υλοποιήσει η πολιτεία και έχουν ανάγκη οι Ε.Δ.
Προμήθειες οπλικών συστημάτων που πρέπει να εξυπηρετούν κυρίως τα εθνικά μας συμφέροντα και δευτερευόντως τα συμμαχικά γιατί κατά το παρελθόν συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο.
Έτσι θα συνειδητοποιήσουν οι γείτονες μας ότι σε περίπτωση που κάνουν την απονενοημένη κίνηση σε βάρος της χώρας μας το κόστος γι αυτούς θα είναι πολλαπλάσιο από τα όποια κέρδη μπορεί να προσδοκούν.
Τέτοιες κινήσεις και επιλογές τις περιμένει ο Λαός μας ο οποίος ξέρει να αναγνωρίζει και να τιμά ανθρώπους που σε δύσκολες καταστάσεις του έθνους όπως οι σημερινές έπραξαν το αυτονόητο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου