«Επειδή αυτός ο συγχωριανός γνώριζε ότι εγώ είμαι της εκκλησίας, στέλνουν το βράδυ μέσα στο δωμάτιο δύο αντάρτισσες, σχεδόν γυμνές…»
«Στο χωριό μας οι αντάρτες είχαν πειράξει μερικές οικογένειες. Όταν μετά ήρθε ο στρατός τότε μερικοί γύρεψαν εκδίκηση»
Ο Άγιος Παΐσιος έπεσε στα χέρια σκληρών κομμουνιστών ανταρτών
Οι συμμορίτες βασάνισαν τον Γέροντα Παΐσιο γιατί ο αδερφός του ήταν μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΔΕΣ, του Ναπολέοντα Ζέρβα
O Γέροντας Παΐσιος, οι αριστεροί αντάρτες, οι γυμνές αντάρτισσες και η εκδίκηση του Στρατού…
Άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης . Ένας ακόμη Άγιος άνθρωπος πού υπέφερε από τούς άθεους προπαγανδιστές τού διεθνούς Κομμουνισμού.
Ακολουθεί η συγκινητική διήγηση των ομιλιών του Γέροντος Παϊσίου του εκπαιδευτικού κ. Αθανάσιου Ρακοβαλὴ :
«Μια φορά είχαν έρθει έξω από το χωριό μας οι αντάρτες. Έξω στο κρύο… πεινασμένοι… τους λυπήθηκα.
Πήρα ένα ψωμί και πήγα να τους το δώσω.
Άσχετο αν κυνηγούσαν στα βουνά τον αδερφό μου. Εγώ το καθήκον μου το έκανα.»
-Πως σας δέχτηκαν γέροντα;
«Παραλίγο να έβρισκα τον μπελά μου. Δεν πίστευαν ότι βγήκα να τους δώσω να φάνε!…
Μια άλλη φορά κατέλαβαν το χωριό μας οι αντάρτες.
Μας μάζεψαν σ’ ένα σπίτι, στριμωχτά, σαν σαρδέλες.
Ξαπλώναμε πάνω στις πέτρες και τα πόδια του ενός στο κεφάλι του άλλου… για να’χουμε χώρο.
Την άλλη μέρα μας περνάν από «Δικαστήριο». Εμένα θέλαν να μου κάνουν κακό αλλά δεν εύρισκαν αιτία.
Φωνές, φοβέρες…
Στο τέλος ένας συγχωριανός μου που έκανε τον δικαστή μου λέει άγρια:
- Γιατί ο αδελφός σου είναι με το Ζέρβα;
«Δεν μου λες, του λέω, είναι μεγαλύτερος ή μικρότερός μου ο αδελφός μου;»
-Μεγαλύτερος, απαντάει.
«Ε! αφού είναι μεγαλύτερος θα δίνει λογαριασμό σε μένα τι κάνει;»
Δεν έβρισκε τι να πή, έδωσε διαταγή να με κλείσουν σ’ ένα δωμάτιο μόνο μου.
Τι τους έβαλε ο διάβολος να κάνουν.
Επειδή αυτός ο συγχωριανός γνώριζε οτι εγώ είμαι της εκκλησίας, στέλνουν το βράδυ μέσα στο δωμάτιο δύο αντάρτισσες, σχεδόν γυμνές…
Τάχασα.
“Παναγιά μου βοήθα με” φώναξα.
Αμέσως ένοιωσα τη βοήθεια του Θεού.
- Δηλαδή γέροντα τι έγινε;
«Να, τις έβλεπα απαθώς.
Σαν να μην ήταν γυμνές… με αγνότητα.
Όπως, ας πούμε έβλεπε ο Αδάμ την Εύα στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.
Αθώα, φυσικά… χωρίς πονηρία σαρκική.»
-Και μετά, τι έγινε;
«Ε! μετά τις μίλησα με το καλό… “Κοπέλες, εσείς να κάνετε τέτοια πράγματα… δεν ντρέπεστε”.
Στο τέλος ντράπηκαν… ντύθηκαν και βγήκαν έξω κλαίγοντας!! Βοήθησε η χάρις του Θεού!!»
(σ. του γράφοντος: Ο γέροντας θάταν τότε γύρω στα είκοσι).
Έσωσε από την εκδίκηση τους κομμουνιστές
«…Στο χωριό μας οι αντάρτες είχαν πειράξει μερικές οικογένειες. Όταν μετά ήρθε ο στρατός τότε μερικοί γύρεψαν εκδίκηση.
Πήγαν και πιάσανε τα σπίτια των αριστερών, τους δικούς τους, με κακό σκοπό.
Μπήκα στην μέση.
«Τι; τον Μωσαϊκό νόμο θα εφαρμόσουμε;
Οφθαλμόν αντί οφθαλμού;
Χριστιανοί δεν είμαστε;».
Κόντεψα να πάθω και εγώ ζημιά!!
Βλέπεις είχαν μεγάλο πόνο!
Άλλος είχε χάσει γυναίκα, παιδί, αδελφό… είχαν μεγάλο πόνο οι άνθρωποι.
…Κάποια φορά μου μήνυσε ο γέροντας να κατέβω στο κελλί του.
Πήγα χαρούμενος που θα τον έβλεπα.
Είχε κέφια, με κέρασε, και έκανε πολλά αστεία.
Μετά μου είπε το λόγο που με φώναξε.
-Πάρε αυτό το γράμμα να το πάς στο μοναστήρι, στη Σουρωτή, μούδωσε το γράμμα,… περίμενε να φέρω και… γραμματόσημο!
Γέλασα!
Το πήρα για αστείο!
Αφού θα το πήγαινα εγώ προσωπικά, τι χρειαζόταν το γραμματόσημο;
Γέλασε και ο γέροντας και συνέχισε τα αστεία.
Έφερε το γραμματόσημο και το κόλλησε ηχηρά πάνω στο γράμμα, ενώ συνέχισε να λέει διάφορες έξυπνες παρατηρήσεις που με έκαναν να σκάω στα γέλια.
Αφού γελάσαμε και χαρήκαμε, ο γέροντας σοβαρεύτηκε και μου είπε:
-Σοβαρά το έβαλα το γραμματόσημο. Τον κοίταξα με απορία και συνέχισε.
- Ναί, σοβαρά… για να μην αδικήσω!
“Ποιόν ν’ αδικήσετε γέροντα;”
-Το κράτος!
Κανονικά έπρεπε να το στείλω με το ταχυδρομείο, να πληρώσω και να πάρει το κράτος το φόρο.
Τώρα έτσι χωρίς γραμματόσημο, θα έκλεβα το φόρο από το κράτος!
“Μα γέροντα.. εδώ οι άλλοι κλέβουν τα πεντοχίλιαρα με τα πάμπερς!
Εσείς για ένα γραμματόσημο σκάτε;”
-Δεν έχει σημασία…
Επειδή ο άλλος είναι κλέφτης να γίνω και εγώ;…
Δηλαδή επειδή ο άλλος είναι φονιάς, να σκοτώσω;
Δεν πάει έτσι το πράμα.
“Μα γέροντα εδώ όλοι κοιτάνε να κλέψουν το κράτος, τα χρήματα που μαζεύουν από τους φόρους…
Έρχονται οι πλούσιοι, δήθεν ότι θα κάνουν κάποιο εργοστάσιο ή άλλη δουλειά, παίρνουν «επιδότηση» από το κράτος, δηλαδή τα χρήματα που μαζεύονται από τους φόρους, και μετά με διάφορους τρόπους, τα «τρώνε».
Η Πατρίδα είναι σαν μεγάλη μάνα
Βγάζουν μετά τα χρήματα στις τράπεζες του εξωτερικού, αγοράζουν διαμερίσματα στη Γενεύη, στο Παρίσι…
Αυτό κάνουν οι πλούσιοι, οι πολιτικοί… όλοι που προσπαθούν να πάρουν κάποιο αξίωμα…
Γιατί να πληρώνουμε φόρους;
Για να τα κλέβουν αυτοί;”
-Αυτοί που κάνουν αυτά τα πράγματα είναι οι χειρότεροι Έλληνες. Γι’ αυτό προσεύχομαι «να έρθει ένας αέρας».
Να τους σηκώσει όλους αυτούς, πολιτικούς κ.λ.π. και να έρθουν άλλοι στα πράγματα… πιο τίμιοι.
Εντάξει, να κάνει και ο πολιτικός μια βίλλα, δε βαριέσαι… ας κάνει!..
ΑΛΛΑ να ενδιαφερθεί και για τον τόπο, για την ΠΑΤΡΙΔΑ… να κάνει κάτι για το γενικό καλό…
Οι σημερινοί μόνο για το συμφέρον τους νοιάζονται… Αδιαφορούν τελείως για το γενικό καλό, για την Πατρίδα, για το Κράτος!
Πά! Πά! Πά! Κατάντια!
Παλιά υπήρχε και φιλότιμο.
Προσπαθούσε ο άλλος που έπαιρνε ένα αξίωμα, να κάνει κάτι!
Με ψήφισαν, σου λέει, με εμπιστεύθηκαν!
Πολλοί μάλιστα έβαζαν και από την τσέπη τους για να γίνει κάτι καλό στο χωριό ή στην Πατρίδα… στο κράτος.
Η Πατρίδα είναι σαν μεγάλη μάννα.
Σκεπάζει με τις φτερούγες της όλους τους Έλληνες, να μπορούν να δουλεύουν, να ζουν ήσυχα, να λατρεύουν τον Θεό τους!
Για σκέψου νάταν εδώ οι Τούρκοι;
Να πηγαίνεις το πρωί στη δουλειά, στο χωράφι και να μην ξέρεις αν θα γυρίσεις ζωντανός!
Να δουλεύεις και νάρχονται με το ζόρι να πάρουν τους κόπους σου… ή την γυναίκα ή το παιδί σου.
Τα περάσαμε αυτά εμείς οι Έλληνες.
Ενώ τώρα υπάρχει το Ελληνικό κράτος και σκεπάζει τον καθένα με τις φτερούγες του και αισθάνεται ασφάλεια.
Αυτό το κράτος όλοι το πολεμάνε!!
Βάλθηκαν να το καταστρέψουν!!…
Ο καθένας με τον τρόπο του..άλλος να μην πληρώσει φόρο… άλλος να μην κάνει καλά τη δουλειά του, την υπηρεσία του, να μή δουλεύει καλά η κρατική μηχανή, να πάει πίσω το εμπόριο, η οικονομία, όλα!
Θέλουν να καταστρέψουν το Ελληνικό κράτος!
Μασώνοι αυτοί που είπες εσύ και άλλοι πολλοί.
Αν δεν το στηρίξουμε και εμείς αυτό το κράτος, ποιός θα το στηρίξει;
— Καλά γέροντα… εμείς να πληρώνουμε τους φόρους για να τους «φάνε» οι άλλοι;
— Εμείς να κάνουμε το σωστό.
Να κάνουμε το καθήκον μας… από κεί και πέρα άλλος έχει την ευθύνη.
Αυθεντικές διηγήσεις για τους αντάρτες
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Ἔκανα ἔρανο µεταξύ τῶν στρατιωτῶν καί ἀγόρασα καντήλια καί µανουάλια γιά κάποιο ἐξωκκλήσι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόµου.
Ἐκεῖ κοντά εἶχε καταυλισµό ἡ διλοχία µας.»
Ἦρθαν χειµῶνα καιρό οἱ µεταγωγικοί (χωρικοί, κυρίως γυναῖκες καί παιδιά) µέ τά ζῶα καί µᾶς ἔφεραν προµήθειες.
Ἐπειδή χάλασε ὁ καιρός καί ἄρχισε νά χιονίζη, κάθησαν νά διανυκτερεύσουν σέ πρόχειρες ἐλάτινες σκηνές.»
Κάποιος Ἀνθυπολοχαγός κτηνώδης ἐνωχλοῦσε µιά νέα.
Ἐκείνη ἡ καηµένη προτίµησε νά πεθάνη παρά νά ἁµαρτήση.
Ἔφυγε καί τήν ἀκολούθησε καί µιά ἡλικιωµένη.
Βάδιζαν µέσα στά χιόνια καί βρέθηκαν στό ἐξωκκλήσι, ἀλλά ἡ πόρτα ἦταν κλειστή.
Ἔµειναν ἔξω, κάτω ἀπό τό ὑπόστεγο τρέµοντας ἀπό τό κρύο.»
Τήν ἴδια νύχτα µοῦ ἦρθε ξαφνικά ἕνας ἐπίµονος λογισµός νά πάω στό ἐξωκκλήσι νά ἀνάψω τά καντήλια.
Τό χιόνι εἶχε φθάσει τά ὀγδόντα ἑκατοστά περίπου.
Πῆγα καί χωρίς νά γνωρίζω τί προηγήθηκε, βρῆκα ἔξω ἀπό τό ἐξωκκλήσι τίς δύο γυναῖκες µελανιασµένες ἀπό τό κρύο.
Τίς ἔδωσα ἀπό ἕνα γάντι, ἄνοιξα τήν πόρτα, µπῆκαν µέσα καί ἀφοῦ συνῆλθαν κάπως, διηγήθηκαν τά σχετικά.
«Ἐγώ», εἶπε ἡ νέα, «ἔκανα ὅ,τι µποροῦσα. Ἀπό ᾿κεῖ καί πέρα, ἄς κάνη καί ὁ Θεός τά ὑπόλοιπα».
Τίς συµπόνεσα τίς καηµένες καί αὐθόρµητα τίς εἶπα: «Τελείωσαν τά βάσανά σας. Αὔριο θά πᾶτε στά σπίτια σας», ὅπως καί συνέβη».
Ὁ Ἀνθυπολοχαγός, ὅταν ἔµαθε ὅτι ὁ Ἀρσένιος τίς βοήθησε καί σώθηκαν, ἴσως γιά νά καλύψη τήν ἐνοχή του, διέδιδε συκοφαντικά ὅτι ὁ Ἐζνεπίδης ἔβαλε στήν Ἐκκλησία τούς µεταγωγικούς µέ τά µουλάρια.
Τόν κάλεσε ὁ Διοικητής σέ ἀπολογία.
«Τόσο ἀσυνείδητος εἶµαι, κ. Διοικητά, νά βάλω τούς µεταγωγικούς µέ τά µουλάρια µέσα στήν Ἐκκλησία;», εἶπε.
Ὅµως δέν φανέρωσε τήν ὑπόθεση τοῦ ἔνοχου Ἀνθυπολοχαγοῦ˙ ἀπολογήθηκε µόνον ἐπειδή τόν κατηγόρησαν γιά καταφρόνηση τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ.
Σώζει την Μονάδα τους
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Κάποτε ἡ διλοχία µας βρέθηκε περικυκλωµένη ἀπό χίλιους ἑξακόσιους ἀντάρτες σέ ἕνα φυσικό ὀχύρωµα ἀπό βράχο.
Ὅλοι οἱ στρατιῶτες κουβαλοῦσαν πυροµαχικά καί ὁ Διοικητής κάλεσε καί µένα νά ἀφήσω τόν ἀσύρµατο, νά κουβαλάω καί ἐγώ. Μάλιστα µέ ἀπείλησε καί µέ τό πιστόλι.
Νόµιζε ὅτι ἀπέφευγα νά κουβαλάω, γιατί ἤθελα δῆθεν νά κρύβωµαι.» Κουβαλοῦσα, ἀλλά πήγαινα καί στόν ἀσύρµατο καί προσπαθοῦσα νά πιάσω ἐπαφή µέ τό Ἀρχηγεῖο.
Ὁπότε ἀπό τά πολλά ἔπιασα ἐπαφή καί ἔδωσα νά καταλάβουν ὅτι βρισκόµαστε σέ δύσκολη θέση.
Τήν ἄλλη µέρα, ἐνῶ οἱ ἀντάρτες εἶχαν πλησιάσει πολύ κοντά, ὥστε νά ἀκούγωνται οἱ βρισιές τους, ἦρθε ἡ ἀεροπορία καί τούς διεσκόρπισε».
Τό γεγονός αὐτό ἀνέφερε ἀργότερα ὁ Γέροντας σάν παράδειγµα σέ ὅσους ρωτοῦσαν:
«Τί προσφέρουν οἱ µοναχοί στήν ἔρηµο καί δέν βγαίνουν στόν κόσµο
νά βοηθήσουν;». «Οἱ µοναχοί», ἀπαντοῦσε, «εἶναι οἱ ἀσυρµατιστές τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅταν πιάσουν ἐπαφή µέ τόν Θεό διά τῆς προσευχῆς, τότε ἔρχεται καί βοηθᾶ ὁ Θεός καλύτερα.
Ἕνα ἀκόµη λιανοντούφεκο δέν ἔκανε τίποτε, ἐνῶ, ὅταν ἦρθε ἡ ἀεροπορία, ἔκρινε τήν µάχη».
«Ο πατήρ Παΐσιος μου είπε…», Αθανάσιος Ρακοβαλής
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “ΜΑΚΕΛΕΙΟ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου