Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

Η “χαμένη” πολιτική της Αθήνας στον Αραβικό κόσμο

 



Ο ΔΡΑΓΟΥΜΑΝΟΣ δημοσιεύει σήμερα μια ανάλυση του Ινστιτούτου Ασφαλείας και Άμυνας που αφορά την πολτική της Ελλάδας σε σχέση με τον Αραβικό κόσμο.
Στο προηγούμενο Κείμενο Εργασίας του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (Ι.Α.Α.Α.), οι αναλυτές του ιδρύματος υποστήριξαν ότι μετά την ισραηλινή επιχείρηση στα ανοιχτά της Γάζας, στο πλοίο «Μαβί Μαρμαρά», τα δεδομένα στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου έχουν αλλάξει οριστικά και η νέα κατάσταση παρουσιάζει κινδύνους και ευκαιρίες για την ελληνική διπλωματία. 
Το παρόν Κείμενο Εργασίας φιλοδοξεί να οικοδομήσει πάνω στο σκεπτικό του προηγουμένου προβάλλοντας ένα κομβικό επιχείρημα:
Η Ελλάδα, για συγκεκριμένους λόγους που θα αναλυθούν, φαίνεται πως θα χάσει την ευκαιρία καίριας παρέμβασης στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και θεαματικής αναβάθμισης των σχέσεών της με τον αραβικό κόσμο. 
Η συγκυρία είναι απολύτως ευνοϊκή διότι συντρέχει ένας λόγος ο οποίος δεν έχει γίνει αντιληπτός επαρκώς στην Ελλάδα: στην παρούσα συγκυρία παρουσιάζεται σύμπλευση συμφερόντων Αράβων και Ισραηλινών, λόγω της απειλής που αμφότεροι αντιλαμβάνονται λόγω των πυρηνικών φιλοδοξιών του Ιράν. 
Τα επιχειρήματα είναι ωστόσο περισσότερα, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια.
Στη προηγούμενο Κείμενο Εργασίας, κεντρικό επιχείρημα ήταν ότι η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να επιδιώξει την ουσιαστική αναβάθμιση των σχέσεών της με το κράτος τους Ισραήλ. Επισημαινόταν ωστόσο, ότι η απόπειρα προσέγγισης δεν θα πρέπει να γίνει σε βάρος των σχέσεων της Ελλάδας με τον αραβικό κόσμο, με το ακόλουθο βασικό επιχείρημα: οι παραδοσιακές σχέσεις φιλίας Ελλάδας-Αράβων, αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα όπλα της ελληνικής διπλωματίας στην προσπάθεια ανάπτυξης των σχέσεων με το Ισραήλ. 
Ένας μόνο από τους λόγους που καθιστούν την Αθήνα χρήσιμη στο ΤελΑβίβ είναι και η σχέση εμπιστοσύνης που έχει αναπτύξει με τον Αραβικό κόσμο, παρά τη διπλωματική απραξία και την απουσία στρατηγικού σχεδιασμού που χαρακτηρίζει την Ελλάδα. 

Κι αυτό διότι η Τουρκία που στο πρόσφατο παρελθόν επιχείρησε να παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο στις ειρηνευτικές διεργασίες στη Μέση Ανατολή, με τη στάση της απέδειξε ακόμη και στους πλέον δύσπιστους και θετικά διακείμενους προς αυτήν Ισραηλινούς, ότι απλώς δεν αντιπροσωπεύει έναν ειλικρινή διαμεσολαβητή («honest broker»), ένα αμερόληπτο τρίτο μέρος του οποίου η εμπλοκή στοχεύει ειλικρινά στην εξεύρεση λύσης σε ένα από τα δυσκολότερα, και κατά πολλούς μη επιδεχόμενα λύσης, προβλήματα της διεθνούς διπλωματίας, το Παλαιστινιακό.

Η στάση της Τουρκίας όμως, έχει δημιουργήσει τριβές ακόμη καιμε τον αραβικό κόσμο τον οποίο τα ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ παρουσιάζουν ότι βρίσκεται σύσσωμος δίπλα στον Ερντογάν.
Ασφαλώς και υπάρχουν άνθρωποι που έδωσαν στα παιδιά τους το όνομα του Τούρκου ηγέτη, ασφαλώς υπήρχαν και ομάδες που ανάρτησαν τουρκικές σημαίες στα μπαλκόνια τους. Όπως είναι γνωστό, οι εικόνες που προβάλλονται από τα διεθνή ΜΜΕ είναι αυτές που συνιστούν υπερβολή, αυτές που δίνουν κάτι νέο στην ειδησεογραφία. 
Άρα, διέξοδο στα ΜΜΕ έχουν συνήθως οι υπερβολικές αντιδράσεις, κάτι που ισχύει για όλες τις χώρες του κόσμου. Όσο πιο πολύ φωνασκείς τόσο πιο εύκολο είναι να ακουστείς και να έλξεις τα φώτα της δημοσιότητας πάνω σου.
Αυτό ισχύει και στην Ελλάδα με κάθε είδους «μειονότητα» που φωνασκεί, είτε έχει δίκιο είτε άδικο, είτε δεν παρεκκλίνει από τα αποδεκτά κοινωνικά πρότυπα είτε υιοθετεί «αποκλίνουσα» – σύμφωνα με την κοινωνιολογία- συμπεριφορά. Άλλο είναι όμως το να καταγράφονται οι ηχηρές αντιδράσεις και άλλο οι εικόνες να οδηγούν σε απλουστευτικές και διαστρεβλωτικές της πραγματικότητας γενικεύσεις-συμπεράσματα, ότι το σύνολο του αραβικού έθνους είναι στο πλευρό του Ερντογάν.
Είναι βέβαιο ότι η πρώτη ψυχολογική αντίδραση του μέσου Άραβα απέναντι σε έναν ηγέτη που «ορθώνει το ανάστημά του» απέναντι στον «Ισραηλινό εχθρό» είναι θετική. 
Από τη στιγμή όμως που οι Άραβες ουδέποτε κατόρθωσαν να αρθρώσουν ενιαία φωνή, φυσιολογικό είναι ο εθνικισμός που ενδημεί και στις δικές τους κοινωνίες, να αφορά κάθε ξεχωριστό αραβικό κράτος (π.χ. Συρία, Αίγυπτος κλπ) λόγω του ότι κάθε κράτος ξεχωριστά, διεκδικούσε παραδοσιακά για τον εαυτό του το ρόλο του «ηγέτη των Αράβων». 
Αυτό τον εθνικισμό τον χρησιμοποίησαν και τα καθεστώτα, σε μια προσπάθεια να κερδίσουν την υποστήριξη του λαού τους.
Επί του προκειμένου, η εμπλοκή της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή αντιμετωπίζεται με καχυποψία από τα αραβικά κράτη για δυο λόγους: αφενός διότι εισέρχεται βιαίως στον ανταγωνισμό των αραβικών κρατών για το ποιος είναι ο γνησιότερος εκφραστής των συμφερόντων του Αραβικού έθνους και αφετέρου διότι μπορεί να ενισχύσει τμήματα στις κοινωνίες των κρατών τους τα οποία ρέπουν προς τη ριζοσπαστικοποίηση, κάτι που θα απειλήσει την καθεστωτική σταθερότητα.
Υπάρχει όμως και ένας τρίτος λόγος που ελάχιστοι παραδέχονται δημοσίως: ότι η επιθετική αυτή προσέγγιση διακινδυνεύει τη λεπτή ισορροπία που έχει επιτευχθεί στις σχέσεις των Αράβων με το Ισραήλ, η οποία έχει αποτρέψει τον πόλεμο ανάμεσα στο εβραϊκό κράτος και χώρα/χώρες του Αραβικού κόσμου. 
Οι συγκρούσεις που έχουν καταγραφεί εμπλέκουν μη κρατικούς δρώντες («non state actors») του μεσανατολικού παιγνίου, όπως η ισλαμική – σουνιτική Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας και η σιιτική Χεζμπολάχ στο Λίβανο. Ο αποσταθεροποιητικός ρόλος των δύο οργανώσεων έχει οδηγήσει στη μερική έστω σταθεροποίηση των σχέσεων Αράβων-Ισραηλινών διότι αμφότερες λειτουργούν ως «μακρύ χέρι» του Ιράν στην περιοχή, μια χώρα που με την αξιοποίησή τους επιχειρεί να ενισχύσει την αποτροπή του απέναντι στο Ισραήλ: το απειλεί με το άνοιγμα δύο επιπρόσθετων πολεμικών μετώπων σε περίπτωση που δεχθεί επίθεση με στόχο την εξουδετέρωση των πυρηνικών του εγκαταστάσεων.
Οι πυρηνικές φιλοδοξίες του σιιτικού Ιράν και ο τρόμος που προκαλεί στα σουνιτικά αραβικά καθεστώτα είναι ένας από τους σημαντικότερους λόγους που έχει οδηγήσει στη συνεννόηση Αράβων-Ισραηλινών. 
Η Τεχεράνη θεωρείται και από τις δυο πλευρές ως θανάσιμη απειλή στην αντιμετώπιση της οποίας αποδίδεται απόλυτη προτεραιότητα. Το ενδιαφέρον σε αυτή την εξίσωση είναι ότι και η Τεχεράνη έχει λόγους να είναι ενοχλημένη από την τουρκική εμπλοκή στην περιοχή: Ηπροβολή της Άγκυρας ως του παράγοντα που προασπίζει τασυμφέροντα των Αράβων στην περιοχή, απαξιώνει σταδιακά την επένδυση που έχει κάνει το Ιράν στη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ (κυρίως την πρώτη), η οποία σκοπό έχει να ενισχύσει την εικόνα της Τεχεράνης, ώστε να μπορούν οι Ιρανοί να χειραγωγήσουν τις Χεζμπολάχ και Χαμάς σε περίπτωσησύγκρουσης με το Ισραήλ.
Η ελληνική αδυναμία εκμετάλλευσης της συγκυρίας
Αντί να αδράξει την ευκαιρία η ελληνική διπλωματία, ακολουθείτην παραδοσιακή «χαμηλών τόνων» πολιτική που επί της ουσίας μεταφράζεται σε κάποιες αποσπασματικές ενέργειες που αποτελούν προϊόν πλημμελούς σχεδιασμού και όχι οργανωμένης στρατηγικής σύλληψης που προβλέπει συγκεκριμένες ενέργειες και πρωτοβουλίες. Βασική αιτία αυτής της αναιμικής και άνευρης προσέγγισης είναι η αποπροσανατολιστική περιστροφή γύρω από την Τουρκία και ο ψυχολογικός μηχανισμός που οδηγεί στο να κρίνονται όλες οι προτεινόμενες ενέργειες υπό το πρίσμα του να μη γίνει κάτι που θα «ερεθίσει» την Άγκυρα. 
Κατά συνέπεια, η ελληνική διπλωματία δεν τολμάει να κινηθεί επιθετικά προς την πλευρά των Ισραηλινών όπου μπορεί να θέσει σωρεία θεμάτων, ούτε προς την πλευρά των Αράβων όπου θα εκφραστεί η σύμπλευση απόψεων και η απόρριψη κάθε ενέργειας που κλιμακώνει την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, διότι εάν ενοχληθεί η Άγκυρα μπορεί να προκύψουν ανεπιθύμητες καταστάσεις στο Αιγαίο.
Η Ελλάδα έχει πέσει θύμα του πάγιου ψυχολογικού εκβιασμού της Τουρκίας η διπλωματία της οποίας, έχοντας κατανοήσει το ελληνικό σύμπλεγμα, γνωρίζει ότι μια απλή προειδοποίηση για σκλήρυνση της στάσης της στα ελληνοτουρκικά, αρκεί για να αδρανοποιήσει την Αθήνα.
Κι όλα αυτά, διότι η ελληνική διπλωματία, πάντα υπό τις σαφέστατες οδηγίες της πολιτικής ηγεσίας, εξακολουθεί να πιστεύει ότι είναι εφικτή η επίλυση των «προβλημάτων» με την Τουρκία στο Αιγαίο, αρνούμενη ωστόσο να διευκρινίσει, έναντι ποιων ανταλλαγμάτων, τα οποία αφορούν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, αφού όπως τα έχει καταφέρει η Αθήνα (διότι περί κατορθώματος πρόκειται), μόνον αυτά βρίσκονται πλέον υπό συζήτηση.
Πιστεύει η Αθήνα, ότι είναι ποτέ δυνατόν να αλλάξει τη θέση της η Τουρκία στο ότι για παράδειγμα τα νησιά του Αιγαίου ΕΧΟΥΝ υφαλοκρηπίδα, ή ότι θα αφήσει ποτέ η Τουρκία την Ελλάδα να διενεργήσει έρευνες για την αξιοποίηση των όποιων αποθεμάτων υδρογονανθράκων βρίσκονται στο Αιγαίο; 
Και αντί να οικοδομήσει τις κατάλληλες περιφερειακές και διεθνείς συμμαχίες ώστε να αυξήσει το κόστος για την Άγκυρα, η ελληνική διπλωματία περιορίζεται να κατευνάζει συστηματικά τον τουρκικό… θυμό, αδρανοποιώντας κάθε δυνατότητα εισαγωγής νέων παραγόντων που θα επηρέαζαν καθοριστικά τόσο την ελληνοτουρκική εξίσωση, όσο και το μέλλον της χώρας ακόμη και στο πεδίο της οικονομίας.
Η παρούσα κατάσταση είναι απαράδεκτη και δυστυχώς η Αθήνα δεν δείχνει διάθεση αφύπνισης και ενεργού εμπλοκής στα γεωστρατηγικά δρώμενα της ευρύτερης περιοχής και την αποκατάσταση ουσιώδους επικοινωνίας με τον αραβικό κόσμο, με στόχο την υπεράσπιση τωνεθνικών συμφερόντων.
Αποτέλεσμα, είναι η δημοσιοποίηση μελετών όπως η πρόσφατη του ινστιτούτου STRATFOR, η οποία διαφημίζει σε όλα τα μήκηκαι τα πλάτη της υφηλίου τη γεωπολιτική απαξίωση της χώρας. 
Η συγκεκριμένη μελέτη, ωστόσο, έχει τις δικές της ιδιαίτερες πτυχές, οι οποίες θα αποτελέσουν αντικείμενο του επόμενου Κειμένου Εργασίας του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: