Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Λιβύη: άμεση στρατιωτική επιτυχία, ασαφείς πολιτικοἰ στόχοι

Το Σάββατο 19 Μαρτίου του 2011 το αντιτορπιλικό USS Barry (DDG 52), κλάσσης Arleigh Burke, του Αμερκανικού Ναυτικού, εξαπολύει έναν Tomahawk κατά στόχων στη Λιβύη (USNavy) Η στρατιωτική δράση που ανέλαβαν οι Δυτικές χώρες κατά της Λιβύης στις 19 Μαρτίου 2011 έχει ήδη προχωρήσει περισσότερο από την επιβολή μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων. 

Οι επιθέσεις γαλλκών μαχητικών εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων της Λιβύης φαίνεται να έχει σταματήσει την προώθησή τους στην ανατολική πόλη της Βεγγάζης.

Το πράσινο φως για την επιχείρηση άναψε στις 17 Μαρτίου από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο ψήφισε να ληφθούν «όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των πολιτών που βρίσκονται υπό απειλή επίθεσης στη Λιβύη.» 

Επιπλέον, το ψήφισμα 1973 επέβαλε μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων. 

Ενώ αποκλείεται μια «ξένη δύναμη κατοχής» στη Λιβύη, η γλώσσα του ψηφίσματος δεν φαίνεται να αποκλείει την στρατιωτική δράση από επίγειες δυνάμεις. 

Το πεδίο εφαρμογής για τη στρατιωτική δράση είναι ευρύ, και άρχισε αμέσως μετά από την συνάντηση μιας σειράς ηγετών του συνασπισμού στο Παρίσι.

Πριν το σχετικό ψήφιασμα από Συμβούλιο Ασφαλείας προηγήθηκε έντονη παρασκηνικαή συζήτηση μεταξύ των κυβερνήσεων.

Ο Σύνδεσμος Αραβικών Κρατών ψήφισε στις 12 Μαρτίου για να «καλέσει το Συμβούλιο Ασφαλείας να αναλάβει τις ευθύνες της, με την επιβολή μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων για την προστασία του λαού της Λιβύης». 

Μεταξύ των Δυτικών χωρών υπήρξαν διαφορετικές στάσεις σχετικά με το ζήτημα, με το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία να υποστηρίζει σθεναρά μέτρα, και οι Ηνωμένες Πολιτείες να δείχνουν μετριασμένο ενθουσιασμό. 

Η κυβέρνηση Ομπάμα φαίνεται να κινείται περισσότερο μέσα από την επιθυμία να στηρίξει την πρωτοβουλία των στενών συμμάχων της, παρά από μια πραγματική πίστη στην ορθότητα και την πιθανή αποτελεσματικότητα της στρατιωτικής δράσης.

Καμία χώρα δεν καταψήφισε το ψήφισμα, αλλά η Βραζιλία, η Ινδία και η Γερμανία - όλες υποψήφιες χώρες ως μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας – ενώθηκαν με τη Ρωσία και την Κίνα δηλώνοντας αποχή. Η Ρωσία, η οποία μπορύσε να ασκήσει βέτο, δεν το έπραξε.

Η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία είχαν λάβει τις αποφάσεις τους. Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον δήλωσε στο κοινοβούλιο στις 28 Φεβρουαρίου: «Δεν πρέπει να ανεχόμαστε αυτό το καθεστώς χρήση στρατιωτικής βίας εναντίον του ιδίου λαού. 

Στο πλαίσιο αυτό, έχω ζητήσει από το υπουργείο Άμυνας και τα στρατιωτικά επιτελεία να συνεργαστούν με τους συμμάχους μας σχετικά με τα σχέδια για μια στρατιωτική ζώνη «απαγόρευση πτήσεων.»

Η Γαλλία ήταν επίσης ένας έντονος υποστηρικτής της στρατιωτικής δράσης, αλλά ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Γκέιτς εξέφρασε την ανησυχία του, λέγοντας στις 2 Μαρτίου ότι μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων θα απαιτούσε «μια μεγάλη επιχείρηση σε μια μεγάλη χώρα» και θα ξεκινήσει με μια επίθεση στην αεράμυνας της Λιβύης. 

Πρόκειται λοιπόν για μία έκπληξη όταν η Σούζαν Ράις, πρέσβειρα των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, δήλωσε στις 16 Μαρτίου: «η αμερικανική άποψη είναι ότι πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να εξετάσουμε μέτρα που περιλαμβάνουν, αλλά ίσως υπερβαίνουν, μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων». 

Αυτό, μετά την υποστήριξη του Αραβικού Συνδέσμου, άνοιξε το δρόμο για το Συμβούλιο Ασφαλείας για να παράσχει τη νομική υποστήριξη που θεωρήθηκε από τους περισσότερους ως ουσιαστικής σημασίας για συνέχιση της διαδικασίας.

Μία από τις πρώτες ενέργειες της στρατιωτικής επιχείρησης ήταν μια εκτεταμένη επίθεση κατά των συστημάτων αεράμυνας της Λιβύης.

Περίπου 110 πυραύλοι Tomahawk εξαπολύθηκαν από αμερικανικά πολεμικά πλοία και υποβρύχια, καθώς και από ένα βρετανικό υποβρύχιο.

Η πιθανοί στόχοι ήταν συγκροτήματα επιφανείας-αέρος, συστήματα ραντάρ, σταθμοί διοίκησης και ελέγχου. 

Αμερικανικά στρατηγικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα B-2 που απογειώθηκαν από το Μισούρι των Ηνωμένων Πολιτιεών, έπληξαν μια σημαντική αεροπορική βάση στη Λιβύη, ενώ Tornado GR4 της Royal Air Force πέταξαν αποστολές από το Ηνωμένο Βασίλειο, χρησιμοποιώντας τον πύραυλο κρουζ Storm Shadow. 

Ο αμερικανός ναύαρχος Mike Mullen, αρχηγός των αμερικανικών στρατιωτικών επιτελείων, είπε ότι μετά από αυτές τις επιθέσεις, «ουσιαστικά η ζώνη απαγόρευσης πτήσεων έχει τεθεί σε εφαρμογή».

Μαχητικά αεροσκάφη από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, τον Καναδά, την Δανία, την Ιταλία, την Νορβηγία, το Κατάρ και τα ΗΑΕ αναπτύσσονται για την επιβολή της ζώνης. Μαχητικά ηηλεκτρονικών παρεμβολών τύπου EA-18 Growler του Αμερικανικού Ναυτικού ήταν επίσης στο θέατρο. 

Βρετανικά και γαλλικά εναέρια ρνατέρ τύπου E-3D είχαν επίσης αναπτυχθεί, με την RAF να χρησιμοποιεί τα αεροσκάφη Sentinel που είναι εξοπλισμένα με ραντάρ επιτήρησης εδάφους, καθώς και τα αεροσκάφη συλλογής πληροφοριών Nimrod R1. 

Τηλεκατευθυνόμενα αμερικανικά Global Hawk (UAV) πιστεύεται ότι ήταν επίσης σε επιχειρησιακή χρήση, όπως και ελικόπτερα Seahawk εξοπλισμένα με Hellfire, από τα αμερικανικά πλοία.

Την τρίτη μέρα των επιχειρήσεων 12 επιπλέον πύραυλοι Tomahawk αποτελίωσαν ότι απέμεινε λειτουργικό από το πρώτο συντριπτικό πλήγμα τις πρώτες ώρες των επιχειρήσεων.
Ακόμη και πριν από αυτές τις επιθέσεις, η ικανότητα της Λιβύης να αναπτύξει την αεροπορική της δύναμη, ήταν περιορισμένες στην πράξη. 

Στα χαρτιά: 
περισσότερα από 300 αεροσκάφη, διάσπαρτα σε περίπου δώδεκα κύρια αεροδρόμια. Στην πράξη το μέγεθος δεν υπερβαίνει τα 40 μαχητικά αεροσκάφη που πιστεύεται ότι ήταν λειτουργικά. 

Τα περισσότερα από τα αεροσκάφη της Λιβύης κατασκευάστηκαν στη Σοβιετική Ένωση: το MiG-23 Flogger, το Su-17/22 και το Su-24, καθώς και τα εικόπτερα Mi-24 Hind, Mi -8 και Mi-17 Hip. 

Η πολεμική αεροπορία είχε επίσης ένα μικρό αριθμό γαλλικής κατασκευής Mirage F1. Υπήρξαν προβλήματα με την υποστήριξη και τη συντήρηση αυτού του απαρχαιωμένου εξοπλισμού, τα περισσότερα από τα οποία είχαν προμηθευθεί στα τέλη του 1970 ή στις αρχές του 1980, με τα Su24 να παραδίδονται από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. 

Η εκπάιδευση ήταν σχεδόν σίγουρα ανεπαρκής, με τους πιλότους να μην μπορούν να είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν οτιδήποτε πέρα από τις βασικές αποστολές αναγνώρισης και βομβαρδισμού με το φως της ημέρας, με συμβατικά πυρομαχικά ελεύθερης πτώσης.

Η αποστασία των δύο πιλότων με τα γαλλικά αεροσκάφη στη Μάλτα στις 21 Φεβρουαρίου, ανέδειξε επίσης και θέμα με το ηθικό μεταξύ των χειριστών.

Στις πρόσφατες επιχειρήσεις των κυβερνητικών δυνάμεων εναντίον των ανταρτών, είχαν χρησιμοποιηθεί MiG-23, Su-22 και Su-24, καθώς και ελικόπτερα Mi-24, Mi-17 και Mi-8. Η χρήση αεροσκαφών σταθερής πτέρυγας φαίνεται να είχε περιοριστεί στην άφεση βομβών σιδήρου ελεύθερης πτώσης και αμφιβόλου ακρίβειας. 

Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την κατάσταση, η πολεμική αεροπορία της Λιβύης αντιπροσώπευε ένα πλεονέκτημα για το καθεστώς κατά τη διάρκεια των μαχών με τους αντάρτες - ιδιαίτερα τα ελικόπτερα Mil Mi-24 Hind, με την ικανότητά τους να παρέχουν εγγύ αεροπορική υποστήριξη στις επίγειες δυνάμεις.

Τα αεροσκάφη σταθερής πτέρυγας της Λιβύης αποτελούσαν εξαρχάς περιορισμένο κίνδυνο για τα αεροσκάφη του συνασπισμού για την επιβολή της απαγόρευσης πτήσεων, αλλά οι πύραυλοι επιφανείας-αέρος (SAM) ήταν ο μεγαλύτερος κίνδυνος.

Τα συστήματα SAM της Αεροπορίας και του Στρατού της Λιβύης περιλαμβάνουν τα συστήματα μέσου βεληνεκούς SA-2 Guideline, SA-3 Goa and SA-6 Gainful, που προμηθεύτηκαν από τη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1970. 

Το μεγάλης εμβέλειας SA-5 Gammon είχει παραδοθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Στα μικρής εμβέλειας συστήματα συμπεριλαμβάνονται τα ρωσικά SA-8 Gecko και τα γαλλικά Crotale. 

Το SA-9 Gaskin και SA-13 Gopher, συστήματα μικρού βεληνεκούς, βρίσκονταν στην υπηρεσία με το Στρατό, καθώς και το Manpad SA-7 Grail, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι τα νεώτερα Manpad συμπεριλαμβανομένουν και το SA-18 Grouse. 

Εντούτοις, η ολοκληρωμένη αεράμυνα της Λιβύης και η δυνατότητα διοίκησης ελέγχου ήταν υπό αμφισβήτηση, έστω και αν είχε κάνει προσπάθειες για την αναβάθμιση των συστημάτων αεράμυνας από το 2004 και μετά, με το τέλος του διεθνούς εμπάργκου όπλων.

Οι αρχικές εκτιμήσεις των πληγάμτων ενάντια σε καθορισμένες τοποθεσίες πυραύλων επιφανείας-αέρος δείχνουν ότι οι αεράμυνας του καθεστώτος έχουν μειωθεί σημαντικά.

Το Αμερικανικό Πεντάγωνο επεσήμανε ότι η εφαρομή μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων μπορεί να είναι μια εκτεταμένη επιχείρηση:

Η Λιβύη είναι 35 φορές μεγαλύτερη από τη Βοσνία, όπου το ΝΑΤΟ είχε εφαρμόσει μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων στη δεκαετία του 1990, με περίπου 240 αεροσκάφη από μια δωδεκάδα κρατών. 

Ωστόσο, από πλευράς γεωγραφικής κάλυψης της Λιβύης, απαιτούνται στην πράξη πολύ λιγότερα αεροσκάφη.

Ενώ η επιβολή μιας ζώνης αποκλεισμού του αέρα είναι σχετικά εύκολη αποστολή για το ΝΑΤΟ, το οποίο έχει αρκετή εμπειρία, οι άλλες πτυχές του στρατιωτικού εγχειρήματος λιγότερο σαφείς. 

Πολλά κράτη που συμμετέχουν στην στρατιωτική δράση έχουν δηλώσει ότι θέλουν το τέλος του καθεστώτος του Μουαμάρ Καντάφι. 

Ωστόσο, αυτό δεν είναι η ερμηνεία του ψηφίσματος 1973, και ως εκ τούτου δεν είναι προφανώς ο στόχος των στρατιωτικών διοικητών.

Η Χίλαρι Κλίντον, υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, αρνήθηκε να κάνει υποθέσεις για το αν η στρατιωτική δράση θα οδηγήσει στην εκδίωξη των Κανταφικών.

Τα γαλλικά μαχητικά Rafale και Mirage 2000 που επιτέθηκαν σε λιβυκές τεθωρακισμένες μονάδες στην Βεγγάζη, παρείχαν σαφή υποστήριξη προς τις δυνάμεις των ανταρτών, με την υπόθεση ότι εάν οι δυνάμεις του καθεστώτος Καντάφι έμπαιναν μπήκαν στην πόλη, θα είχαν σκοτωθεί πολλοί άμαχοι. 

Αν και αυτό φαίνεται να έχει αποφευχθεί, υπάρχουν αναφορές για συνεχιζόμενες μάχες στις πόλεις Misurata και Ajdabiya. 

Στις 21 Μαρτίου, ένα διοικητικό κτίριο του Καντάφι φαίνεται να έχει καταστραφεί από έναν πύραυλο.

Ο υπουργός Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου Λιαμ Φοξ φαίνεται να δείχνει ότι ο ίδιος ο Καντάφι θα μπορούσε να είναι ένα θεμιτός στόχος, αν και αυτό διαψεύστηκε από τους βρετανούς αξιωματούχους αργότερα.

Οι επιθέσεις σε δυνάμεις της Λιβύης διεξήχθησαν στο πλαίσιο τους ψηφίσματος 1973, το οποίο αναφέρει για «όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των αμάχων.»

Η «ξένη κατοχή» αποκλείεται στο ψήφισμα, αλλά τα μέτρα που ελήφθησαν μέχρι στιγμής αφήνουν ανοικτό το ζήτημα κατά πόσον θα μπορούσε να υπάρχει άμεση στρατιωτική συμμετοχή εκτός από αεροπορικές και θαλάσσιες επιθέσεις - ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα δήλωσε κατηγορηματικά ότι οι χερσαίες δυνάμεις των ΗΠΑ δεν κινητοποιηθούν.

Αρκετοί πρόσθετοι τύποι στρατιωτικής δράσης φαίνεται να είναι δυνατοί:

* Ηλεκτρονικός πόλεμος στο δίκτυο επικοινωνιών του Καντάφι. Θεωρητικά, είναι δυνατή η αντικατάσταση μεταδόσεων των καθεστωτικών με αντι-καθεστωτικές μεταδόσεις.

Η Αμερικανική Αεροπορία έχει την ικανότητα να το κάνει αυτό, αν και η προσπάθεια των ΗΠΑ να κλείσει και να αντικαταστασήσει τις ιρακινές μεταδόσεις το 2003 ήταν μόνο εν μέρει επιτυχής. 

Η λιβυκή κυβέρνηση δεν φαίνεται να είναι αρκετά δικτυωμένη για μια επίθεση στον κυβερνοχώρο, για να είναι αποτελεσματική μια επίθεση ηλεκτρνικού πολέμου.

* Τα πολεμικά πλοία που συγκεντρώθηκαν ανοιχτά της Λιβύης θα μπορούσαν να συμβάλουν σε επιθέσεις κατά των δυνάμεων καθεστώς.

Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, οι δρόμοι και οι υποδομές είναι κοντά στην ακτή, οι πυροβολισμοί των πλοίων θα μπορούσαν να συμπληρώνουν τις αεροπορικές επιδρομές, όπως θα μπορούσε να επιτεθούν ελικόπτερα πυο είναι αναπτυγμένα στα πλοία.

* Μια θαλάσσια ζώνη αποκλεισμού θα μπορούσε να αμφισβητήσει την οποιαδήποτε ναυτική υπεροχή που διαθέτει ο Καντάφι. 

Το Ναυτικό υπό τον έλεγχο του Καντάφιπεριλαμβάνει τουλάχιστον μια λειτουργική φρεγάτα και διάφορα περιπολικά σκάφη με πυραύλους κατά πλοίων. 

Δεδομένων των πολλών πολεμικών πλοίων του συνασπισμού, μια ζώνη ναυτικού αποκλεισμού στην πράξη θα είναι ήδη σε ισχύ. 

Το πορηγούμενο Ψήφισμα 1970 επιτρέπει το εμπάργκο όπλων από τη θάλασσα.

* Παροχή βοήθειας προς τους επαναστάτες, συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων, σιτηρών και ασφαλών επικοινωνιών. 

Αυτά θα μπορούσαν να παραδοθούν απευθείας ή μέσω των γειτονικών κρατών.

* Παροχή πληροφοριών και στοιχείων προς τους επαναστάτες. Αυτό θα μπορούσε να ξεκινήσει γρήγορα, αλλά δεν είναι σαφές ότι οι δυνάμεις των επαναστατών είναι αρκετά οργανωμένες για να αξιοποιήσει το εν λόγω υλικό.

* Προμήθεια όπλων προς τους αντάρτες. 
Εύκολα στη χρήση όπλων κατά των τεθωρακισμένων, μη κατευθυνόμενα καi κατευθυνόμενα, όλμοι και Manpads, θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα. 

Η αποτελεσματικότητά τους θα εξαρτηθεί από την εκπαίδευση των επαναστατών και την τακτική ικανότητά τους.

Η δράση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί ως παραγκωνισμός των κυρώσεων του ΟΗΕ, αν και έχει υποστηριχθεί ότι οι εν λόγω ισχύουν μόνο για το καθεστώς του Καντάφι. 

Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος τα όπλα να έρθουν σε εχθρικό χέρια.

* Παροχή στρατιωτικής εκπαίδευσης στους επαναστάτες.
Αυτό το βήμα θα μπορούσε να περιλαμβάνει την ανάπτυξη των εκπαιδευτών, συμβούλων ή και ειδικών δυνάμεων στη Λιβύη.

Θα χρειαστεί χρόνος για να φέρουν αποτέλεσμα και θα ενείχε τον κίνδυνο ατυχημάτων και τη σύλληψη από τις δυνάμεις της καθεστώς. 

Αυτό θα ήταν επίσης δύσκολο να εξηγηθεί λεπτομερών, ειδικά όταν ο συνασπισμός σκοπεύει να μην βάλει τις «μπότες στο έδαφος.»

Ποιος είναι υπεύθυνος;
Η αρχική επίθεση στην Λιβύη έγινε στο πλαίσιο της επιχειρησιακής ηγεσίας του αμερικανού ναυάρχου Samuel Locklear, Διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων στη Νάπολη, ο οποίος ηγείται επίσης των αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων στην Ευρώπη και την Αφρική.

Ωστόσο, ο ναύαρχος Μullen δήλωσε ότι οι ΗΠΑ αναμένεται να εκχωρήσουν τον έλεγχο μέσα σε λίγες μέρες, και να «υποχωρήσουν σε μια θέση της υποστήριξης». 

Ο Βρετανός πρωθυπουργός Κάμερον είπε ότι αναμένει την εντολή να περάσει στο ΝΑΤΟ, αλλά αυτό φάνηκε μια ιδιαίτερα προβληματική κατάσταση, δεδομένου τις επιφυλάξεις ορισμένων μελών του ΝΑΤΟ, κυρίως της Τουρκίας και της Γερμανίας.
Μια κοινή γαλλο-βρετανική διοίκηση δίνει άλλη δυνατότητα.

Το θέμα είναι σημαντικό: η εμπειρία από άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις δείχνεο ότι, ανεξάρτητα από τη βούληση των πολιτικών ηγετών που έχουν δώσει την εντολή τις επέμβασης, η εμπλοκή στη Λιβύη θα γίνει ένα μακροπρόθεσμο θέμα.

Η αβεβαιότητα σχετικά με τη διάρκεια της αποστολής φαίνεται πιθανό να αυξηθεί, δεδομένου ότι πολύ λίγα είναι είναι γνωστά για τη σύνθεση και την ηγεσία των λιβυκών δυνάμεων που κινήθηκαν κατά του Καντάφι. 

Ενώ αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν προσωπικό που ήταν προηγουμένως στον κανονικό στρατό, ο εξοπλισμός τους σε γενικές γραμμές προέρχεται από στρατιωτικές βάσεις του καθεστώτος. 

Ως εκ τούτου, ο βαθμός στον οποίο θα μπορούσαν να δράσουν συντονισμένα, είναι υπό αμφισβήτηση. 

Επιπλέον - όπως προέκυψε από το περιστατικό με τα «φίλια πυρά», όταν καταρρίφθηκε κατά λάθος ένα MiG-23 πάνω από Βεγγάζη - η έλλειψη αποτελεσματικής επικοινωνίας και πρωτοκόλλων μπορεί να έχει ολέθρια αποτελέσματα.

Οι πολιτικές δεσμεύσεις για τις διεθνείς παρεμβάσεις συχνά υπονομεύονται από την πραγματικότητα του πολέμου και από τις αναπόφευκτες απώλειες αμάχων. 

Ακριβώς όπως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, θα είναι σημαντικό να καθοριστούν οι ακριβείς στόχοι και τα κριτήρια για την επιτυχία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: