KYΠΡΙΑΚΗ ΑΟΖ - ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΤΟΙΜΟΙ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ;
του Γεωργίου Σέκερη*
Τον Αύγουστο 1976 και τον Μάρτιο 1987, ενδίδοντας στην τουρκική στρατιωτική πίεση εξ αφορμής της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα, η Ελλάδα υπέστη οδυνηρή μείωση, τόσο του διεθνούς γοήτρου της, όσο και της στενά συνδεδεμένης με αυτό διαπραγματευτικής της ικανότητας.
Παρά το γεγονός ότι το διεθνές δίκαιο ευνοούσε τις θέσεις μας, την καθοριστική στιγμή της αντιπαράθεσης οι κυβερνήσεις Καραμανλή και Παπανδρέου, αντιστοίχως, αναδιπλώθηκαν.
Εκτιμώντας προφανώς ότι, υπό το φως και του στρατιωτικού ισοζυγίου, η φύση και σημασία της διαφοράς δεν δικαιολογούσαν μια πολεμική σύρραξη.
Το σκεπτικό όμως αυτό – το οποίο ο γράφων βρίσκει κατ’ αρχήν πειστικό – δεν συνεπάγεται άφεση αμαρτιών για τις δύο κυβερνήσεις.
Οι οποίες, αντιθέτως, φέρουν βαρύτατες ευθύνες για τους άκρως επιπόλαιους χειρισμούς – εν πολλοίς οφειλόμενους σε εσωτερικές τους σκοπιμότητες – που οδήγησαν στα εξευτελιστικά φιάσκο.
Διότι, αφού είχαν αποκλείσει την προσφυγή σε στρατιωτικά μέσα, έπρεπε να αποφύγουν και ενέργειες και παραλήψεις που ήταν προφανές ότι θα απέληγαν σε μια ταπεινωτική υποχώρηση. Και να επιλέξουν εγκαίρως προσφορότερους τρόπους προαγωγής των συγκεκριμένων συμφερόντων μας.
Τις τραυματικές αυτές εμπειρίες καλό θα ήταν να μην τις ξεχνούμε ενώ καταβάλλονται προσπάθειες για την αξιοποίηση της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
Οι πρόσφατες περί την τελευταία αυτή εξελίξεις είναι στις γενικές τους γραμμές γνωστές:
Η κυπριακή κυβέρνηση, έχοντας συνάψει μια σειρά διεθνών συμφωνιών – την πιο πρόσφατη και σημαντικότερη τον περασμένο Δεκέμβριο με το Ισραήλ – για την οριοθέτηση της ΑΟΖ της, προανήγγειλε προ εβδομάδων την εκεί προσεχή διεξαγωγή γεωτρήσεων για τον εντοπισμό υδρογονανθράκων.
Ενώ η Άγκυρα, εμμένοντας στην πάγια θέση της ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν εκπροσωπεί τους Τουρκοκυπρίους και επικαλούμενη συγχρόνως και υποτιθέμενα ίδια δικαιώματα στην επίμαχη περιοχή, αξιώνει τη ματαίωση των σχετικών ερευνών.
Και απειλεί δια του κ. Νταβούτογλου ότι, εάν παρά ταύτα η Λευκωσία προχωρήσει σε «πιο προωθημένα βήματα», η τουρκική πλευρά θα προβεί στην «επιβαλλόμενη αντίδραση».
Και οι μεν τουρκικές απειλές είναι – και πάλι – καταφανώς αντίθετες προς τη διεθνή έννομη τάξη. Πλην όμως, με δεδομένη την κρισιμότητα του ελληνοκυπριακού και ελλαδικού διακυβεύματος, αλλά και την παρελθούσα πολιτεία της Άγκυρας, θα ήταν ασυγγνώστως επιπόλαιο να τις αντιπαρέλθουμε ως «λόγια του αέρα».
Αντιθέτως, προκειμένου να αποφασίσουν τις επόμενες κινήσεις τους, κυπριακή και ελλαδική ηγεσία – συμπράττοντας στενά, δικαιούται κανείς να ελπίζει, και με βαρύνουσα τη γνώμη του εθνικού κέντρου – οφείλουν να τις λάβουν σοβαρότατα υπ’ όψιν.
Όπως επίσης και τα ακόλουθα κρίσιμα συναφή ερωτήματα.
Εν πρώτοις: Ποιες οι προοπτικές στρατιωτικής στήριξής μας από ΗΠΑ και Ισραήλ σε περίπτωση δυναμικής τουρκικής αντίδρασης;
Έχουμε εξασφαλίσει σχετικές διαβεβαιώσεις;
Διότι οι μέχρι στιγμής δημόσιες δηλώσεις των Αμερικανών είναι μάλλον σιβυλλικές – πιθανότατα λόγω της επιθυμίας τους να αποτραπεί μια απρόβλεπτων επακολούθων σύγκρουση μεταξύ στρατηγικών συμμάχων τους στην άκρως ασταθή Ανατολική Μεσόγειο.
Άγνωστο δε εάν και σε ποιο βαθμό η στάση της Ουάσιγκτον θα επηρεασθεί εκ του ότι η αναλαβούσα τη διεξαγωγή των ερευνών εταιρεία είναι εβραιο-αμερικανικών συμφερόντων.
Ενώ, από την άλλη, το Ισραήλ σιωπά – ενδεχομένως απορροφημένο από τα υπαρξιακά του προβλήματα με τον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο και απευχόμενο την περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεών του με την Τουρκία.
(Σκοπίμως παραλείπεται εδώ αναφορά στον ευρωκοινοτικό παράγοντα. Η επιρροή των Βρυξελλών επί των τουρκικών αποφάσεων είναι μικρή και βαίνει συρρικνούμενη. Το κύριο – και άλλωστε σχετικής πάντοτε αποτελεσματικότητας – μέσο πίεσης που κάποτε διέθετε η ΕΕ, ήτοι το δέλεαρ της κοινοτικής ένταξης, αποδυναμώθηκε αφ’ ης στιγμής οι Τούρκοι διαπίστωσαν ότι ούτως ή άλλως δεν πρόκειται να δρασκελίσουν το κοινοτικό κατώφλι στο προβλεπτό μέλλον.)
Και κατά δεύτερο λόγο:
Τι θα πράξει η Αθήνα, αν η Άγκυρα αντιδράσει στρατιωτικώς και Αμερικανοί, Ισραηλινοί, και άλλοι (των Ρώσων συμπεριλαμβανομένων) περιορισθούν σε διαμεσολαβητικές πρωτοβουλίες ή ρητορικές παραινέσεις; Έχει η χώρα μας αυτή τη στιγμή τη δυνατότητα να προβάλει αποτελεσματικά στρατιωτική ισχύ στην Ανατολική Μεσόγειο – και δη χωρίς να αποψιλώσει την άμυνά της στο Αιγαίο και στη Θράκη; Και αν όχι, είμεθα έτοιμοι να αντιδράσουμε στρατιωτικά και εκτός κυπριακού χώρου;
Εν απουσία έγκαιρης και εμπεριστατωμένης μελέτης των ως άνω καίριων παραμέτρων, ορατός είναι ο κίνδυνος οι εξελίξεις περί την ΑΟΖ της Κύπρου να απολήξουν σε άτακτη υποχώρηση της πλευράς μας του τύπου των προαναφερθεισών κρίσεων στο Αιγαίο – ή εκείνης των S-300.
Ενδέχεται βέβαια η Άγκυρα να μη δώσει, κατά την παρούσα τουλάχιστον φάση, στρατιωτική συνέχεια στις απειλές της και απλώς να επωφεληθεί της συγκυρίας για να παγιώσει πληρέστερα την – ούτως ή άλλως μη αναστρέψιμη, δυστυχώς – διχοτόμηση της Μεγαλονήσου. Στοιχειώδης, όμως, φρόνηση επιβάλλει να είμαστε προετοιμασμένοι και για το χείρον.
Δεν στερείται δε συναφούς ενδιαφέροντος η ακόλουθη συμβουλή του κορυφαίου ίσως μεταπολεμικού διεθνολόγου Χάνς Μόργκενταου προς τους διαχειριζομένους την εξωτερική πολιτική των κρατών: ''Μην περιέρχεσθε ποτέ σε θέση από την οποία δεν μπορείτε να υποχωρήσετε χωρίς απώλεια γοήτρου ή να προχωρήσετε χωρίς μεγάλους κινδύνους".
* Πρέσβης ε.τ.
ΠΗΓΗ: ''ΑΝΤΙΒΑΡΟ''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου