Τα ελληνοτουρκικά ζητήματα μέσα από το βιβλίο του Αχμέτ Νταβούτογλου!
Γράφει ο Χρήστος Χρηστόπουλος (διεθνολόγος- διπλωματικός συντάκτης)
Για να μπορέσεις να νικήσεις τον εχθρό σου πρέπει
πρώτα να χορέψετε ώστε να εναρμονιστείς με τα βήματα του.
Κατ’ αυτόν τον
τρόπο στις διεθνείς σχέσεις μία απειλούμενη οντότητα του διεθνούς
δικαίου (κράτος) οφείλει να “διαβάσει” τον αντίπαλό της, να εντοπίσει
τις φιλοδοξίες και τους στόχους του και τέλος να τον αντιμετωπίσει
εστιάζοντας στις αδυναμίες και τα τρωτά του σημεία.
Στηριζόμενος λοιπόν
πάνω στον προαναφερθέντα ισχυρισμό θεωρώ πως ουδέν στοιχείο ποιοτικότερο
για τη μελέτη και αξιολόγηση της πορείας των “ελληνοτουρκικών” από το
βιβλίο-όραμα του σημερινού Τούρκου ΥΠΕΞ.
Η συγκεκριμένη ανάλυση που σας
παρουσιάζω αποτελεί κράμα αξιολογήσεων γεωπολιτικών αναλυτών, διπλωματών
και ιστορικών ερευνητών όπως του Κ. Ιορδανίδη και του Σ. Γλυκοφρύδη.
Το 2010 λοιπόν
κυκλοφόρησε στη χώρα μας το βιβλίο του Αχμέτ Νταβούτογλου, “Το
στρατηγικό βάθος - Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας”. Αρχικά να τονίσω πως
επιδερμικά δεν αποτελεί μία τομή,μία ιστορική αλλαγή της νοοτροπίας που
διέπει την Τουρκική εξωτερική πολιτική.
Πρόκειται για μια παλαιότερη
μελέτη του Αχμέτ Νταβούτογλου, διανοητή και ακαδημαϊκού, σχετικά με
το πώς βλέπει τα πράγματα από γεωστρατηγικής πλευράς και για την
πολιτική που πρέπει ν’ ακολουθήσει η χώρα του, στη διεθνή πολιτική
σκακιέρα με έμφαση στα ελληνοτουρκικά.
Το βιβλίο αυτό δημιούργησε
αίσθηση, έγινε αντικείμενο στοχασμού και συντέλεσε στο να του
αποδοθούν οι σημερινοί χαρακτηρισμοί του ακραίου στοχαστή με
επεκτατικές βλέψεις.
Ξεκινώντας
την ανάλυση της μελέτης του, αναπτύσσει την αρχή των εννοιών
δηλώνοντας ότι η νοηματική προσέγγιση έχει μεγάλη σημασία.
Εξετάζει τη σχέση Ισχύος - Δικαιοσύνης, από τον Θουκυδίδη,τον Ιμπν
Χαλντούν, τον Κλαούσεβιτς και τον Morgenthau
καταλήγοντας στον Πλάτωνα και στο διάλογο του Θρασύμαχου.
Οι
ανάφορές στον Μακιαβέλι εξαιρετικά στοχευμένες. Παρέχεται η έννοια της
ισχύος με τύπους κι εξισώσεις (σελ.48), όμως, μη λαμβάνοντας
υπόψη του τον παράγοντα της αρχαιο-Ελληνικής Νέμεσης. Το στίγμα της
φιλοσοφίας του κλείνει στο Δαρβινισμό, το κοινωνικό του προφίλ στο
νεορεαλισμό, ενώ διακρίνονται στοιχεία που οδηγούν στον υφέρποντα
φασισμό.
Διατρανώνει
ότι για την αναβάθμιση της Τουρκίας πρέπει να επέλθει πρώτα
αλλαγή της νοοτροπίας της και της εξωτερικής της πολιτικής, με το
λαό ενωμένο (καθώς απαρτίζεται από διαφορετικές εθνότητες και
λαούς) και εμφανίζεται κάθετα αντίθετος με την ανάδυση των
μειονοτήτων, ενός της χώρας του (σελ.50). Ένας τρόπος
παρεμποδισμού τους εκτός από τον καθορισμό των εννοιών είναι η
δημιουργία και επιβολή κοινών σύμβολων και η σύγκλιση των
πολιτιστικών ρευμάτων.
Εξ αυτού προκύπτει ότι ο συγγραφέας
εφαρμόζοντας το κλασικό ρητό «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» τείνει
προς την χάραξη των εννοιών κατά το συμφέρον πλαίσιο
(παρα-χάραξη).
Όλα αυτά οδηγούν τη σκέψη του αναγνώστη στο MeinKampf του Χίτλερ (το οποίο είναι και bestseller
στην Τουρκία τα τελευταία 2-3 χρόνια) αλλά και προβληματίζουν για
το αν ο Νταβούτογλου είναι πράγματι θρησκευόμενος ή χρησιμοποιεί τη
θρησκεία ως προκάλυμα για την επίτευξη του “οράματός” του.
Στα των ΗΠΑ, κηρύσσει πως έχει χάσει πλέον την
ηγετική οικονομική και πολιτική πρωτοκαθεδρία διότι έχει ανοιχτεί
σε πολλά μέτωπα ενώ αναδύεται η Ασιατική ισχύς (Κίνα), οπότε η
ανασύσταση του Οθωμανικού κράτους πρέπει να στοχεύσει πρώτα το
οικονομικο-πολιτικό πλαίσιο και ύστερα να προχωρήσει στην επέκταση
των στόχων με κατάληξη την ΡaxOtomanica.
Ορίζει την εθνικότητα σαν συμβατική ταυτότητα, πράγμα που
σημαίνει ότι δεν αποδέχεται τη φυλετική καθαρότητα αλλά την
ιδεολογικο-πολιτική.
Στη στρατηγική των ενεργειών του αυτοπροσδιορίζεται θαυμαστής του Clausewitz,
ήτοι του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού με τακτικές κινήσεις ελιγμών
και ξαφνικές επιθέσεις - άλματα προς τη νίκη.
Εδώ έχουμε ένα
πολεμιστή πολιτικό σε μια παραλλαγή του γνωστού δόγματος του
Πρώσου στρατιωτικού από το: «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της
πολιτικής με άλλα μέσα» σε: «η πολιτική είναι η συνέχεια του
πολέμου με άλλα μέσα».
Προβαίνει σε μια έκκληση της ενεργοποίησης της
ελίτ της χώρας του στο δρόμο της πολιτικής βούλησης (σελ.71) και
αναφέρει ότι η στρατηγική της ισχυροποίησης αποδίδει εθνική
ταυτότητα.
Πίσω από την επεκτατική πολιτική του, όμως,
διακρίνουμε αυτό που φοβάται, τον κατακερματισμό της Τουρκίας
(σελ.77).
Στη μνήμη μας έρχεται μια δημόσια φράση του «ή θα γράψουμε ιστορία ή θα μας συντρίψει η ιστορία». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πίσω από τον Νταβ. υπάρχει φόβος.
Την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας τη
θεωρεί βασική παράμετρο για τη δημιουργία της ισχύος.
Ο πληθυσμός
παρουσιάζεται τώρα ως ο καταλύτης του συστήματος προς το όραμά
του. Την αεροπορία τη θέλει σε ρόλο «μακρινού χεριού», ικανή για
την εκτέλεση εξω-συνοριακών επεμβάσεων.
Μέσα σε όλα προκύπτει ότι
από το 1964 η Τουρκία ετοιμαζόταν για απόβαση στην Κύπρο (σελ. 85)
και οι ενδείξεις είναι ότι προετοιμάζεται για κάτι ανάλογο στο
Αιγαίο.
Αναφέρει ότι καθώς σε 30 περίπου χρόνια η
Τουρκία θα έχει διπλασιάσει τον πληθυσμό της (θα έχει φτάσει στα
140-150 εκατομμύρια), θα υπάρξει θέμα ζωτικού χώρου(Αδόλφος
Χίτλερ-“Ο Αγων Μου”).
Οι
βασικές στρατιωτικές ανάγκες της καλύπτονται ήδη από την εγχώρια
βιομηχανία, αλλά πρέπει να δοθεί έμφαση στα κενά, στη τεχνολογία
και στις εξαγωγές. Επισημαίνει ότι ο Τουρκικός κόσμος εκτείνεται
από την Αδριατική ως το Σινικό τοίχος, εκδηλώνοντας μια νοσταλγική
επιθυμία (σελ.90).
Μετέπειτα,
αρχίζει να δημιουργεί το πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής της
χώρας του, υπό την έννοια της ισχύος, των στόχων, της συμπεριφοράς
και προπαντός της βούλησης.
Αρχή του είναι η ελαστικοποίηση της
εξωτερικής πολιτικής αναλόγως των περιστάσεων και του διεθνούς
περιβάλλοντος, με τη μελέτη διαφόρων σεναρίων όπου το ΥΠΕΞ με το
Κέντρο Στρατηγικών Μελετών θα έχει τον πρωτεύοντα ρόλο στην
κατεύθυνσή της, στην οποία εξωτερική πολιτικοί οφείλουν οι πάντες
να είναι ενταγμένοι (υπερ-υπουργείο εξωτερικών).
Η εθνοσυνέλευση
οφείλει να νουθετεί τα πολιτικά κόμματα και την αντιπολίτευση(!)
στο δρόμο της εθνικής ιδέας, ενώ τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα
τα θέλει όχι ως μέσα επαγγελματικής κατάρτισης αλλά φορείς
πατριδογνωσίας (σελ. 97).
Όσο προχωράμε, τόσο μας εκπλήσσει, δυσάρεστα,
συνυπαρχούσης της θέσης που βρισκόμαστε σήμερα και τη γειτονία μας,
πόσο μάλλον που στα πρότυπά του έχουν προστεθεί οι Fukuyama,Brenzinsky, Kissinger.
Χρησιμοποιεί
όλη την αφρόκρεμα της μονόπλευρης σε κατεύθυνση
πολιτικο-επεκτατικής διανόησης σ’ ένα στρατηγικό προγραμματισμό,
όχι για να στηρίξει τις θέσεις του αλλά για να στηριχθεί επάνω
τους και να τις πραγματώσει.
Σε σχέση με την πολιτική του παρελθόντος,
απορρίπτει τις πρακτικές που εφαρμόστηκαν που είχαν σαν αποτέλεσμα
την απώλεια εδαφων, θεωρώντας χειρότερη συμπεριφορά όλων την
αδράνεια.
Διάκειται ευμενώς στα πρότυπα του Μεχτέρ,υπό την έννοια
της ανάκτησης των χαμένων εδαφών, κι εκφράζει ανησυχία για το ότι
σβήνει η Τουρκική κληρονομιά σε Βουλγαρία και Ελλάδα.
Τα
θρησκευτικά κτίσματα και τους μουσουλμάνους της Ευρώπης τα θεωρεί
ζώντα στοιχεία της ζωής του Τουρκικού έθνους (τονίστηκε ιδιαίτερα
στη συνέντευξη τύπου με τον Ευ.Βενιζέλο), και τους Βόσνιους ως τα πιο
προωθημένα κατάλοιπα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη.
Εμμέσως πλην σαφώς, λέει ότι, καθόσον πας Ευρωπαίος μουσουλμάνος =
Τούρκος, η υπεράσπιση των εδαφών αυτών πρέπει να καλύπτεται από
την ενεργή Τουρκική διπλωματία και την εμφανή στρατιωτική ισχύ.
Επομένως, η άμυνα των εδαφών
της Κων/πολης - Θράκης ξεκινά από την Αλβανία και τη Βοσνία
(σελ.106), ενώ του Καύκασου από το Γκρόζνι (Τσετσενία).
Τα χρόνια
της Οθωμανικής παρουσίας θεωρεί ότι δημιουργούν πάγια κεκτημένα
δικαιώματα.
Παραταύτα, ισχυρίζεται πως είναι αντίθετος σε
πάσης φύσεως εθνικιστικές εξάρσεις και ρητορείες, υποστηρίζοντας
την πολιτική του Σιωπηλού Δρόμου. Αναφέρεται πάλι στην Τουρκική
ελίτ που οφείλει να έχει ανάλογης φύσεως οράματα προερχόμενα από
τη λαϊκή βούληση.
Εδώ, όμως,αυτοαναιρείται, καθόσον έχει ήδη
αναφέρει ότι ο λαός πρέπει να γαλουχείται κατευθυνόμενα
εθνικο-πολιτικά σε όλο το φάσμα της ζωής του, ακόμα και στα
πανεπιστήμια.
Απαλλαχθείτε από το διχασμό της προσωπικότητας
μεταξύ Ασίατη κι Ευρωπαίου, λέει κατόπιν στο λαό,
αυτοαναιρούμενος έτσι εισέτι περισσότερο όσον αφορά τη βούληση,
μπαίνοντας στον τομέα της ψυχολογίας, όπου για να γίνει κατανοητός
χρησιμοποιεί παραδείγματα απο το ποδόσφαιρο και την πάλη.
Σιωπηλός
δρόμος- προετοιμασία - σύστημα - πίστη - νίκη, προκύπτει το
πλαίσιο της προπονητικής του, γενόμενος έτσι κόουτς μιας ομάδας με
ένδοξο παρελθόν και όνομα όπου ήλθε καιρός να ξαναβρεθεί στις
υψηλότερες θέσεις της βαθμολογίας.
Αναφέρεται απαξιωτικά στις
χώρες χωρίς οράματα (αλήθεια, τι θα γινόταν αν είχαν ανάλογα
οράματα όλες τους;) και προτείνει την πολυδιάστατη εξωτερική
πολιτική απαλλαγμένη από ανασταλτικούς παράγοντες.
Πιστεύοντας ότι συνθέτει το πλαίσιο της
πολιτικής που θ’ ακολουθήσει η χώρα του τον 21 αιώνα, ξεκινάει από
μιαν ανάλυση της εθνικής ταυτότητας των χωρών της Δύσης που τη
θέλει να προέρχεται από την εκμετάλλευση και τις ενδο-Ευρωπαϊκές
διαφορές.
Στο θέμα της ενοποίησης της Ευρωπαϊκής συνείδησης
συνέβαλε η Τουρκική πολιορκία της Βιέννης (σελ.119), λέει.
Σχετικά με την εθνική ταυτότητα της Τουρκίας,
αυτή βασίζεται στη θρησκεία. Κρίνει πως η ένταξή της στο ΝΑΤΟ
είχε αντίτιμο την αποξένωσή της από τον μουσουλμανικό κόσμο
(σελ.126).
Αναφέρει τον Ελληνο-Τουρκικό πόλεμο (1920-22) ως
αποικιοκρατικό αγώνα της Ελλάδος, πράγμα που συνεχίζεται κι εντός
του ΝΑΤΟ ως ενδοπαραταξιακός ανταγωνισμός.
Η (φιλελληνική) στάση του
Τζόνσον (και αργότερα του ΝΑΤΟ) στο θέμα της Κύπρου έκανε την
Τουρκία να στραφεί (και) προς τον Ανατολικό συνασπισμό.
Παραταύτα, η
χώρα του με τη ΝΑΤΟική της κατεύθυνση αποξενώθηκε από τον
ισλαμικό κόσμο, αλλά ήλθε η ώρα αυτό ν’ αλλάξει.
Η διαμορφωθείσα
κατάσταση της δίνει τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσει το ρόλο της
και μεταβληθεί σε μια περιφερειακή υπερδύναμη, ικανή να δράσει στη
Βοσνία, στο Αζερμπαϊτζάν ως στα βάθη της εύφορης ημισελήνου, κατ’
αρχάς.
Ως εκ τούτου, η Τουρκία καλείται να μεταβληθεί
σε μια δύναμη κατά τα πρότυπα του παρελθόντος, ανταγωνίστρια των
μεγάλων δυνάμεων.
Θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να της
δημιουργήσει ουσιαστικά προβλήματα λόγω της μικρής της ενδοχώρας
(τα στρατηγικά σημεία της οποίας προφανώς βρίσκονται μέσα στην
ακτίνα δράσης του Τουρκικού πυρός).
Παρότι οι μεγάλες δυνάμεις
αντίκεινται στη γεωπολιτική επέκταση των άλλων κρατών (π.χ.
εμπάργκο Τουρκίας λόγω Κύπρου το 1975 , Αργεντινής λόγω Φόκλαντ
το 1982, Ιράκ λόγω εισβολής στον κόλπο το 1991), η Τουρκία δρώντας
στην περίπτωση της Κύπρου ρεαλιστικά,πέτυχε.
Ομοίως θεωρεί ότι η
επέκταση της χώρας του κατά ανάλογο τρόπο και προς άλλες
περιοχές εντάσσεται στη πραγματιστική πολιτική.
Κρίνοντας τις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις -
ηττημένες του Β ́ παγκ. πολέμου - Γερμανία και Ιαπωνία, προκύπτει
ότι ο οικονομικός παράγων αποτελεί το πρώτο βήμα για την απόκτηση
της ισχύος.
Επισημαίνει ότι η χώρα του πρέπει να κρατηθεί μακριά
από το «χάος» (σελ.137) των διαφωνιών των πολιτικών απόψεων,
ακολουθώντας μια νέα οικονομική, στρατηγική και γεωπολιτική
πορεία.
Τη
βάση της ρεαλιστικής κατεύθυνσης της πολιτικής της χώρας του την
ορίζει με βάση τα πρότυπα του παρελθόντος, θεωρώντας τον Κεμάλ
έναν εξ ανάγκης πολιτικό καθοδηγητή προς τη Δύση, ανταποκρινόμενο
σε μια περιπτωσιακή συγκυρία.
Υποστηρίζει την κατεύθυνση του
παν-Τουρανικού εθνικισμού του Γιουσούφ Ακτσουρά (σελ.145) ενώ η
εφαρμογή του νέο-Οθωμανισμού θεωρεί ότι αρχίζει από τον Οζάλ.Για
πρώτη φορά αναφέρεται το Ισραήλ ως αντι-ισλαμικός παράγοντας
συνδεδεμένο με την στρατιωτική φιλοδυτική Τουρκική ηγεσία
(σελ.153).
Για την απόσβεση του χάους που πιθανόν να προέλθει απο
μια ανακύκλωση πολιτικών παθών, συστήνει την προώθηση του
μουσουλμανισμού και την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική επί ενός
άξονα, τον νεο- Οθωμανισμό.
Πρώτο μέλημα της πολιτικής της Τουρκίας είναι
να γίνει γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, κατά τα πρότυπα των
χαλιφάτων της Ανδαλουσίας και των Ινδιών,θεωρώντας ότι ο ισχυρός
ισλαμικός παράγων επέδρασε καταλυτικά στην Αναγέννηση της Δύσης
(συσχετίζοντας Αραβικό και Οθωμανικό πολιτισμό) (σελ.158).
Κλείνοντας
το πρώτο μέρος του βιβλίου του, αυτοαναιρείται πάλι, λέγοντας
ότι η Τουρκία πρέπει να αναμορφωθεί σ’ έναν άξονα πολιτικής που
θα τροφοδοτείται από την ελευθερία της σκέψης, ενώ προηγούμενα
έχει δις αναφέρει πως τα πάντα, ακόμα και στην εκπαίδευση θα είναι
μονολιθικά (πατριδογνωσία - νεοοθωμανισμός).
Αλλά, ελευθερία της
σκέψης σ’ ένα μόνον άξονα δεν γίνεται, για να φτιαχτεί η μηχανή
του πλουραλισμού χρειάζονται πολλοί άξονες.
Με
την ολοκλήρωση του βιβλίου, στον αναγνώστη δημιουργείται ένα
λευκό σαν μισοφέγγαρο ερωτηματικό σε κόκκινο φόντο.
Πού το πάει;
Μέχρι πού θα φτάσει;
Ό,τι αναφέρει είναι περικάλυμμα μιας
κατάστασης ενότητας κι επεκτατισμού, όπου για να μη διαλυθεί η
Τουρκία ενισχύεται μια ιδεολογία.
Χτίζεται το εθνικό συμφέρον για
να επιβιώσει μια ιδεολογία επεκτατισμού.
Ο συγγραφέας φοβίζει και
φοβάται.
Στο βάθος της σκέψης του Νταβούτογλου ελλοχεύει, έντονα μα
και διακριτά, ο θάνατος...
Εν κατακλείδι,ο κ. Νταβούτογλου οραματίζεται
μία κοινοπολιτεία με κεντρικό ρόλο στην Τουρκία και σε αυτό το πλαίσιο
απευθύνει πρόσκληση προς την Ελλάδα.
Δεν θα αντιδράσουμε αγενώς και
εσπευσμένα. Ας διατυπώσει πρόταση λεπτομερή και περιεκτική.
Προς το
παρόν διαπιστώνουμε ότι απλώς ζητεί από την Ελλάδα να αποδεχθεί τις
πάγιες απαιτήσεις της Τουρκίας
Πηγές: 1)«Το στρατηγικό βάθος-Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας»Α.Νταβούτογλου
2) Ανάλυση Σωτήρη Γλυκοφρύδη
3) Greek-American News Agency
4) Κ.Ιορδανίδης-Εφημερίδα “Καθημερινή” 13/03/2011
defencenews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου