Το τελευταίο δίμηνο, τα δημοσιεύματα στον ξένο Τύπο σχετικά με τις υποτιθέμενες υπερβολικές αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας έχουν πληθύνει, σε βαθμό που αυτό προκαλεί πλέον εντύπωση.
Το φαινόμενο… δεν είναι χωρίς εξήγηση:
Οι ξένοι δανειστές επιδιώκουν να εξασφαλίσουν με κάθε τρόπο τα δανεικά που έδωσαν στη χώρα μας, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις των περικοπών των δαπανών που εισηγούνται ή, μάλλον, που επιβάλλουν.
Επειδή, όμως, οι αμυντικές δαπάνες, ως απτόμενες του σκληρού πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας κάθε χώρας, είναι εκτός των αρμοδιοτήτων τους, ασκούν εμμέσως πιέσεις τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην κοινή γνώμη, προκειμένου να δημιουργήσουν το κλίμα που θα τους επιτρέψει να τις περικόψουν κι άλλο, σε μια προσπάθεια εξασφαλίσεως των δανείων με τα οποία ενισχύουν την Ελλάδα.
Άλλωστε, τίποτε δεν έγινε τα τελευταία αρκετά χρόνια, από πολέμους εναντίον διάφορων ενοχλητικών, μέχρι «βελούδινες» επαναστάσεις και αλλαγές καθεστώτος, χωρίς την ανάλογη μιντιακή προετοιμασία.
Όλως συμπτωματικώς, όλα τα δημοσιεύματα που αναφέρονται στις υπερβολικές αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας προέρχονται από ΜΜΕ της Ευρώπης -φυσικά και της Τουρκίας- και κανένα από των ΗΠΑ.
Συμπτωματικώς επίσης, όλα τα δημοσιεύματα κάνουν χρήση τόσο ψευδών και ανακριβών στοιχείων, που προκαλούν ερωτήματα για την αξιοπιστία αρκετών δημοσιογραφικών μέσων, ορισμένα των οποίων εθεωρούντο μέχρι τώρα έγκυρα.
Για παράδειγμα, σε δημοσίευμα της αγγλικής Guardian (21/3/2012) η Ελλάδα περιγράφεται ως μια από τις μεγαλύτερες χώρες εισαγωγής όπλων στον κόσμο (!) την τελευταία πενταετία, τη στιγμή που την ίδια περίοδο η χώρα, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του ΥΠΕΘΑ, το χρονικό διάστημα 2006-2010 δαπάνησε για νέους εξοπλισμούς κάτι λιγότερο από 1 δις ευρώ.
Σημειώνεται ότι κατά την αυτή περίοδο, η Τουρκία, με επισήμως ανακοινωθείσες εξοπλιστικές δαπάνες της τάξεως των 4,5 δις δολαρίων -όχι στην πενταετία, αλλά ετησίως-, δεν εμφανίζεται πουθενά στην υποτιθέμενη λίστα των χωρών με τις μεγαλύτερες εισαγωγές όπλων.
Την ίδια εικόνα, ότι η Ελλάδα παραμένει μεταξύ των μεγαλύτερων αγοραστών όπλων στον κόσμο, συμμερίζεται και το υποτιθέμενο έγκυρο ευρωπαϊκό δημοσιογραφικό πρακτορείο Eurobserver (7/3/2012), ενώ ανάλογες θέσεις έχουν εκφρασθεί, κατά την τελευταία πάντα περίοδο, από το γερμανικό πρακτορείο RΡ, τη γερμανική εφημερίδα Die Zeit, την περιβόητη Bild κ.ά.
Περικοπές-ρεκόρ
Ποια είναι η πραγματικότητα;
Στις 20 Αυγούστου 2010 το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, σε απάντηση ερωτήσεως δύο βουλευτών του ΛΑΟΣ σχετική με τα νέα εξοπλιστικά προγράμματα -και όχι κονδύλια που διετέθησαν για εξόφληση παλαιοτέρων συμβάσεων-, που υλοποιήθηκαν την περίοδο 2006 – 2010, έδωσε τα εξής στοιχεία [Σ.Σ.: ο λόγος πάντα για νέα εξοπλιστικά προγράμματα]:
♦ Έτος 2006: 206.349.806 ευρώ.
♦ Έτος 2007: 275.290.290 ευρώ.
♦ Έτος 2008: 381.036.170 ευρώ.
♦ Έτος 2009: 56.729.487 ευρώ.
♦ Έτος 2010: 43.472.340 ευρώ.
♦ Έτος 2007: 275.290.290 ευρώ.
♦ Έτος 2008: 381.036.170 ευρώ.
♦ Έτος 2009: 56.729.487 ευρώ.
♦ Έτος 2010: 43.472.340 ευρώ.
Σύνολο, δηλαδή, 962 εκατ. ευρώ σε μία ολόκληρη πενταετία, το οποίο αποτελεί ιστορικό ρεκόρ (προς τα κάτω) από τη Μεταπολίτευση κι έπειτα -για να μην πάμε ακόμη πιο πίσω-, με το έτος-ρεκόρ των χαμηλότερων εξοπλιστικών δαπανών -τα 43,4 εκατ. ευρώ του 2010- να συμπίπτει με το πρώτο έτος της υπουργίας του Ευάγγελου Βενιζέλου.
Κι αυτά τα όντως γελοία ποσά για μια χώρα με τις αμυντικές ανάγκες της Ελλάδας και της υπαρκτής απειλής που αντιμετωπίζει, χωρίς να αναφερθούν οι σχεδόν μηδενικές εξοπλιστικές δαπάνες των ετών 2011 και 2012, θεωρούνται από υποτιθέμενους έγκυρους ξένους αναλυτές και ΜΜΕ ότι αναδεικνύουν την Ελλάδα μεταξύ των χωρών με τις μεγαλύτερες εξοπλιστικές δαπάνες στον κόσμο.
Πού οφείλεται αυτή η κραυγαλέα διαφορά μεταξύ της πραγματικότητας και της εικόνας που παρουσιάζουν τα ξένα, ευρωπαϊκά ΜΜΕ, εκτός, φυσικά, από τις προθέσεις τους;
Σε γενικές γραμμές, στο γεγονός ότι η Ελλάδα που, λίγο μετά την κρίση των Ιμίων, υλοποίησε μια σειρά εξοπλιστικών προγραμμάτων ύψους 16 περίπου δις ευρώ, αφενός βρέθηκε σε αδυναμία να τα εξοφλήσει στους τακτούς χρόνους και μετακύλισε την εξόφλησή τους στο μέλλον [Σ.Σ.: κι αυτό όχι άπαξ και όχι μόνο από την προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά και από την παρούσα] και αφετέρου στο γεγονός ότι η χώρα άλλαξε προ ετών τον τρόπο καταγραφής των εξοπλιστικών δαπανών – καταγράφονται πλέον μόνο με την παραλαβή των όποιων οπλικών συστημάτων έχουν παραγγελθεί στο παρελθόν και όχι κατά την εκταμίευση των διαφόρων επιμέρους πληρωμών.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα διάφοροι ξένοι φορείς, π.χ., το γνωστό σουηδικό SIPRI, το κύρος του οποίου, κατά την άποψή μας, είναι δυσανάλογο της εγκυρότητας των στοιχείων του, να καταγράφουν τις εξοπλιστικές δαπάνες της χώρας αρχικά με τη σύναψη του συμβολαίου και στη συνέχεια με την πληρωμή τους κατά την παράδοση.
Την κατάσταση αυτή περιέπλεξε ακόμη περισσότερο η γνωστή τακτική των δύο τελευταίων κυβερνήσεων, να αναβάλουν με διάφορα προσχήματα τις παραλαβές οπλικών συστημάτων παλαιοτέρων παραγγελιών, ώστε να μην καταγραφεί το ύψος τους στο έλλειμμα, με αποτέλεσμα η πρακτική αυτή, η οποία συχνά χρησιμοποιήθηκε πάνω από μία φορά για αρκετά προγράμματα, να οδηγήσει σε μια κατάσταση από την οποία κανείς δεν μπορεί να βγάλει άκρη.
Περιττό να αναφερθεί, βέβαια, ότι η μεταφορά πληρωμών ύψους δισεκατομμυρίων ευρώ επί αρκετά έτη είχε και το ανάλογο και ουδόλως ευκαταφρόνητο χρηματοοικονομικό κόστος, το οποίο μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστο, διότι, απλούστατα, ουδείς σκέφτηκε να το υπολογίσει.
Οι εξοπλισμοί και οι εισηγήσεις της στρατιωτικής ηγεσίας
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι με τις αλλεπάλληλες και χωρίς μελέτη ή προγραμματισμό περικοπές των αμυντικών δαπανών που εισήγαγε εξ ιδίας πρωτοβουλίας ο Ευάγγελος Βενιζέλος, αγνοώντας τις εισηγήσεις της στρατιωτικής ηγεσίας, οι αμυντικές δαπάνες της χώρας ανέρχονται κάτω από το 2% του ΑΕΠ ή μόλις σε 4,1 δις ευρώ, κάτω, δηλαδή, από το όριο του 2% που επιτάσσει το ΝΑΤΟ και στο ίδιο περίπου επίπεδο με τις χώρες της Ευρώπης που δεν αντιμετωπίζουν εξωτερική απειλή.
Όσο για τις εξοπλιστικές δαπάνες, αυτές ανέρχονται πλέον σε μόλις 0,3% του ΑΕΠ, σε επίπεδο, δηλαδή, που ακόμη και ο ίδιος ο πρώην ΥΕΘΑ Ευάγγελος Βενιζέλος αναγνώρισε, με δήλωσή του, ότι δεν αποτελούν επ’ ουδενί την αιτία της οικονομικής καταστάσεως της χώρας.
Περιττό να αναφερθεί ότι ακόμη και αυτό το 0,3% του ΑΕΠ για εξοπλισμούς [Σ.Σ.: στους οποίους περιλαμβάνονται και οι δαπάνες για αγορές ανταλλακτικών!] θεωρείται άκρως απίθανο να πραγματοποιηθεί, με ό,τι αυτό σημαίνει για την άμυνα της χώρας στο άμεσο πλέον μέλλον.
Πρόσφατα ακόμη, ο νυν ΥΕΘΑ, Δημήτρης Αβραμόπουλος, δήλωσε κατηγορηματικώς ότι ουδεμία νέα εξοπλιστική σύμβαση πρόκειται να υπογραφεί εντός του 2012, συνεχίζοντας έτσι την πορεία του Ευάγγελου Βενιζέλου προς την πλήρη διάλυση των Ενόπλων Δυνάμεων.
Το γενικό, όμως, κλίμα που έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν τα ξένα ΜΜΕ και αρκετοί Έλληνες πολιτικοί συγκεκριμένου τμήματος του πολιτικού φάσματος της χώρας -στο οποίο προσφάτως οι Οικολόγοι Πράσινοι κατέχουν διακεκριμένη θέση- είναι τέτοιο, που ο καθένας πλέον χρησιμοποιεί ό,τι στοιχεία θέλει και όπως θέλει ή φαντάζεται.
Σε προ μηνών, π.χ., εκπομπή γνωστού τηλεοπτικού δημοσιογράφου, τον ακούσαμε να ισχυρίζεται με κατηγορηματικό τρόπο ότι οι αμυντικές δαπάνες της χώρας ανέρχονται σε 7% του ΑΕΠ, ενώ στην ίδια εκπομπή ο πάντα σεβάσμιος Μανώλης Γλέζος τις τοποθέτησε στο 24% του ΑΕΠ.
Κι επειδή και από τον τομέα αυτό δεν μπορούσε να λείψει η συμβολή και των συνδικαλιστών στην εν γένει πρόοδο της χώρας, είχαμε στο τέλος του περασμένου μήνα και το διακεκριμένο πρόεδρο της ΓΣΕΕ, κ. Γιάννη Παναγόπουλο, να λέει στην Άνγκελα Μέρκελ (στο Βερολίνο) ότι μεταξύ αυτών που πρέπει να γίνουν είναι και «η αναθεώρηση των αλόγιστων (!) αμυντικών δαπανών και η χαλάρωση των αμυντικών αναγκών με την κατοχύρωση από την Ευρώπη των ελληνικών συνόρων»!
Αυτό, δηλαδή, που λείπει πλέον από τη σοβαρή αυτή συζήτηση για την άμυνα της χώρας είναι να ζητηθεί η γνώμη και του νεοπαγούς κινήματος του κ. Βεργή και της κυρίας Τζούλιας Αλεξανδράτου ή της Συμβουλευτικής Επιτροπής της Μουσουλμανικής Μειονότητας της Θράκης.
Mάνος Ηλιάδης / Επίκαιρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου