Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Εξορθολογισμός των αμυντικών δαπανών: Η πρόκληση της εποχής μας

af25ce25b1
Αντωνιάδης Βαγγέλης
Είναι γεγονός πως η πρωτοφανής σε ένταση και διάρκεια οικονομική κρίση δημιούργησε τεράστια δημοσιονομικά προβλήματα στο σύνολο σχεδόν των κρατών της υφηλίου περιορίζοντας δραματικά τους εθνικούς προϋπολογισμούς.


υνέπεια των δυσμενών εξελίξεων στην διεθνή οικονομία είναι και η μείωση των πιστώσεων για την εξυπηρέτηση αμυντικών δαπανών και ειδικότερα των πολυδάπανων εξοπλιστικών προγραμμάτων.


Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το συνεχώς αυξανόμενο κόστος των νέας τεχνολογίας οπλικών συστημάτων δημιουργεί ένα πραγματικά ασφυκτικό περιβάλλον και επηρεάζει την αποτρεπτική ικανότητα των περισσοτέρων κρατών.


Αναμφίβολα η Ελλάδα αποτελεί τον πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στην παγκόσμια αγορά στρατιωτικών εξοπλισμών και υπηρεσιών άμυνας και ασφάλειας καθώς την εξοπλιστική φρενίτιδα της περιόδου 1996-2001 που δυστυχώς συνοδεύτηκε από κραυγαλέα κρούσματα διαφθοράς και διασπάθισης εθνικών πόρων ακολούθησε μία δεκαετής περίοδος (2004-2014) πλήρους στασιμότητας με την δημοσιονομική κατάσταση της χώρας να καθιστά αδύνατη την χρηματοδότηση νέων εξοπλιστικών προγραμμάτων ακόμα και την αποπληρωμή παλαιοτέρων στα πλαίσια των χρονοδιαγραμμάτων που είχαν συμφωνηθεί.


Όσοι έχουν κατανοήσει την αλληλεξάρτηση μεταξύ της οικονομίας και των ενοποιημένων στη σύγχρονη εποχή εννοιών της άμυνας και της ασφάλειας αντιλαμβάνονται και την ανάγκη ισόρροπης επίτευξης ευρύτερων στρατηγικών στόχων.


Με άλλα λόγια η σχέση κρατικών φορέων και προμηθευτή είναι μία πολυεπίπεδη σχέση αλληλεξάρτησης καθώς οι τεχνοκράτες και τα πολιτικά πρόσωπα που καθορίζουν την δημοσιονομική πολιτική αλλά και το ύψος των πιστώσεων που πρόκειται να εγκριθούν είναι υποχρεωμένοι να συνυπολογίσουν τα επιτόκια, τον πληθωρισμό, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες αλλά και την εξάρτηση βασικών μεγεθών του κρατικού προϋπολογισμού.


Την ίδια στιγμή οι στρατιωτικές ηγεσίες είναι απαραίτητο να συνυπολογίσουν το χρονοδιάγραμμα πληρωμών σε συνάρτηση με τις προβλέψεις των ετήσιων προϋπολογισμών του υπουργείου άμυνας, το κόστος του κύκλου ζωής, τις εγκαταστάσεις, τους πιθανούς εκσυγχρονισμούς αλλά και το λειτουργικό κόστος, το κόστος εκπαίδευσης του προσωπικού, των καυσίμων, των αναλωσίμων και των ανταλλακτικών που είναι απαραίτητα για την λειτουργία ενός οπλικού συστήματος.


Ενώ η κυβέρνηση είναι απαραίτητο να συμπεριλάβει στον προϋπολογισμό αλλά και τους ευρύτερους σχεδιασμούς της, τα μακροοικονομικά μεγέθη, τους στρατηγικούς και πολιτικούς στόχους, τις επιπτώσεις στη διεθνή θέση της χώρας, το ποσοστό συμμετοχής της εγχώριας βιομηχανίας στην παραγωγή του οπλικού συστήματος και την οικονομική ανάπτυξη.


Τέλος την εξίσωση συμπληρώνει ο δυνητικός προμηθευτής του οπλικού ή των οπλικών συστημάτων που απαιτεί την αποπληρωμή της σύμβασης, την εξέλιξη του κόστους παραγωγής αλλά και την επίτευξη στρατηγικών και επιχειρηματικών του στόχων.


Αναμφίβολα κορυφαίο πεδίο έρευνας των μεικτών ομάδων ανάλυσης είναι η διαχείριση κινδύνου (risk management) καθώς στην εποχή της κρίσης και της ύφεσης είναι απαραίτητο αυτό να εκτείνεται σε ολόκληρο το χρονικό διάστημα υλοποίησης της προμήθειας από την αρχική φάση της πρόσκλησης ενδιαφερομένων για την υποβολή προσφορών μέχρι και την περίοδο μετά την οριστική παραλαβή του οπλικού συστήματος που συνήθως αφορά την ανάθεση συμβολαίων στους επιμέρους τομείς της λογιστικής υποστήριξης, της εκπαίδευσης και κυρίως τις μελλοντικές αναβαθμίσεις.


Παράλληλα η διαχείριση κινδύνου σχετίζεται κυρίως με την ελαχιστοποίηση της επίδρασης εξωγενών παραγόντων και είναι πολύ αποτελεσματική όταν ενσωματώνεται στην αρχική πρόταση.


Κύριοι εξωγενείς παράγοντες είναι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ειδικά σε περιπτώσεις που ο προμηθευτής επιθυμεί την αποπληρωμή σε άλλο νόμισμα από εκείνο της χώρας του αγοραστή τα επιτόκια, τις τιμές των πρώτων υλών άμεσα αν στο κόστος τους περιλαμβάνεται στο συμβόλαιο προμήθειας του συστήματος ή έμμεσα όταν ο προϋπολογισμός του αγοραστή συνδέεται ή εξαρτάται από το κόστος των εξαγομένων ή εισαγομένων πρώτων υλών όπως ο χαλκός και τα καύσιμα, παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την τελική τιμή και την ομαλή εξυπηρέτηση του συμβολαίου.


Ειδικά στην πρώτη περίπτωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών στην οποία ο προμηθευτής θέτει ως όρο να πληρωθεί σε διαφορετικό νόμισμα από αυτό της χώρας του αγοραστή για παράδειγμα δολάριο Ηνωμένων Πολιτειών αντί ευρώ, τότε απαραίτητος είναι ένας μηχανισμός ανταλλαγής (swap) με τον οποίο οι πληρωμές του αγοραστή θα μετατρέπονται στο νόμισμα του προμηθευτή.


Μάλιστα στον μηχανισμό αυτό δυνητικά μπορεί να ενσωματωθεί η δυνατότητα ο αγοραστής να λαμβάνει μερίσματα, το όφελος και από πιθανές ευνοϊκές εξελίξεις ισοτιμιών ή να προστατεύεται από μία δυνητικά αρνητική εξέλιξη τους.


Ταυτόχρονα και προφανώς σε έναν πιο σύνθετο επίπεδο είναι δυνατόν να δημιουργηθούν χρηματοδοτικά εργαλεία τα οποία αξιοποιούν τον συσχετισμό μεταξύ της εξέλιξης των τιμών και των ισοτιμιών.


Νευραλγικής επίσης σημασίας είναι η αποπληρωμή προγραμμάτων .

Ακριβώς σ’ αυτόν τον τομέα απαραίτητη είναι η δημιουργία προτύπων που αφενός θα συνδυάζουν την απαίτηση των κυβερνήσεων για άμεση προμήθεια του υλικού και προέκταση του διαστήματος αποπληρωμής του προγράμματος σε βάθος χρόνου και προφανώς μετά την παράδοση του υλικού σε προκαθορισμένα επίπεδα όσον αφορά το ύψος των καταβολών.


Γίνεται σαφές πως με αυτά τα χρηματοδοτικά εργαλεία οι κυβερνήσεις μπορούν να ανταπεξέλθουν στις δυσχέρειες που δημιουργούν οι περιορισμένοι προϋπολογισμοί οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις περιλαμβάνουν μεγάλου ύψους και σχεδόν πάντα ανελαστικά κόστη λόγω τρεχουσών εμπλοκών σε συνδυασμό βέβαια και με τις αυξημένες απαιτήσεις προμήθειας νέων συστημάτων και μέσων που έχουν υψηλό κόστος αγοράς και συντήρησης.


Σταδιακά λοιπόν και με βάση τις παρούσες οικονομικές συνθήκες αλλά και τις τεράστιες ανάγκες που προκύπτουν για την διασφάλιση της αποτρεπτικής ικανότητας της Ελλάδος, της Άμυνας και της ασφάλειας της είναι απαραίτητο να προκαθοριστεί ένα ευρύτατο φάσμα προτάσεων και εναλλακτικών επιλογών όπως η έκδοση ομολόγων.


Είναι προφανές πως με λύσεις που μπορούν να σχεδιαστούν ή να προσφερθούν οι κυβερνήσεις μπορούν να αυξήσουν σημαντικά τις επιλογές τους στην κατεύθυνση βέλτιστων χρηματοδοτικών λύσεων.

Δίχως άλλοι οι αμυντικοί εξοπλισμοί και ευρύτερα η χρηματοδότηση της εθνικής άμυνας σχεδιάζονται για να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες κάθε κράτους, να ενισχύουν την αποτρεπτική του ικανότητα και να δημιουργούν αίσθημα ασφάλειας στον λαό.


Αντικειμενικά λοιπόν όταν αναφερόμαστε σε προγράμματα απόκτησης κύριου αμυντικού υλικού, καμία κυβέρνηση δεν πρόκειται να εκχωρήσει στρατιωτικό υλικό, την διαχείριση του ή έστω την διαχείριση ενός τμήματος του σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ή άλλους ιδιωτικούς φορείς και ιδιώτες που δυνητικά μπορούν να αναλάβουν την αποπληρωμή του, την χρηματοδότηση από άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα ακόμα και την ενεργό συμμετοχή μεγάλων διεθνών επενδυτικών οργανισμών.


Πέρα από κάθε αμφιβολία η καταλληλότητα του προτεινόμενου χρηματοδοτικού πλάνου εξαρτάται από τους αντικειμενικούς σκοπούς, τις προτεραιότητες, τις ανάγκες τόσο του αγοραστή όσο και του προμηθευτή ή των προμηθευτών.


Νομοτελειακά λοιπόν αντικειμενικός σκοπός της Task Force που σχεδιάζει και υλοποιεί το πρόγραμμα οφείλει να είναι η βέλτιστη λύση που θα ικανοποιεί και τις δύο πλευρές.

Συμπερασματικά λοιπόν καθίσταται απολύτως σαφές πως η κρίση χρέους, η κατάρρευση των δημόσιων οικονομικών και η ένταξη της χώρας στους μηχανισμούς στήριξης διαμόρφωσαν μία νέα κατάσταση στην οποία είναι αναγκαίο να προσαρμοστούν οι δαπάνες εξοπλιστικών προγραμμάτων και γενικά τα οικονομικά της άμυνας και της ασφάλειας προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις αυξανόμενες ανάγκες ενός ολοένα και πιο ασταθούς γεωπολιτικού περιβάλλοντος.

Αντωνιάδης Βαγγέλης

πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια: