Ιδιαίτερα «προβληματική» η ατζέντα, καθώς η Άγκυρα θέλει να βάλει στο τραπέζι και την ανατ. Μεσόγειο
Από τον
Αλέξανδρο Τάρκα*
Η προχθεσινή τηλεφωνική επικοινωνία Τσίπρα - Ερντογάν, η πιθανότητα συνάντησής τους στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες στις 11 Ιουλίου και η ξαφνική δήλωση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου περί «ειλικρίνειας του Έλληνα πρωθυπουργού, που δέχθηκε πιέσεις από τη Δύση για τους οκτώ πραξικοπηματίες» επιβεβαιώνουν ποικίλες πληροφορίες του διπλωματικού παρασκηνίου, εδώ και εβδομάδες, για την προετοιμασία επανάληψης του διαλόγου των δύο χωρών.
Η Αθήνα έχει μέγιστο συμφέρον να κρατά ανοιχτούς τους διαύλους διμερούς επικοινωνίας με την Άγκυρα, καθώς αποτελούν ασφαλή μέθοδο εκτόνωσης -έστω μικρής- της έντασης στο Αιγαίο και, συμπληρωματικά, στην Κύπρο, ενώ αποτρέπουν την εμφάνιση αυτόκλητων ενδιαμέσων, που έχουν ως προτεραιότητα τα δικά τους συμφέροντα.
Άλλωστε, παρά τους μύδρους πολλών αξιωματούχων των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας κατά του προέδρου Ρ. Τ. Ερντογάν, τα υπουργεία Εξωτερικών όλων αυτών των χωρών έχουν σπεύσει να συγκροτήσουν διμερείς μηχανισμούς και ομάδες εργασίας με την Άγκυρα.
Πρωτοπόρος, ως συνήθως, η Γερμανία, που διεμήνυε ότι η προβληματική σχέση Βερολίνου - Άγκυρας θα τελούσε υπό αναθεώρηση μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017. Απλώς, η διαδικασία είχε ανασταλεί, λόγω της πολύμηνης καθυστέρησης συγκρότησης κυβέρνησης υπό την καγκελάριο Α. Μέρκελ και της αιφνιδιαστικής προκήρυξης εκλογών από τον κ. Ερντογάν.
Στην παρούσα φάση, το πραγματικό ερώτημα δεν αφορά τόσο τον ακριβή χρόνο επανέναρξης του ελληνοτουρκικού διαλόγου όσο την ακριβή ατζέντα και το πλαίσιο διεξαγωγής του. Δυστυχώς, η τουρκική πλευρά όχι μόνον εμμένει στην έγερση πολλών (ανύπαρκτων) θεμάτων στο Αιγαίο, αλλά στρέφεται και προς μια στρατηγική διεύρυνσης της ατζέντας με ζητήματα της ανατολικής Μεσογείου, ώστε να εκβιάσει εξελίξεις που συνδέονται με τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων και το Κυπριακό.
Ως γνωστόν, ήδη από την εποχή του Νταβός του 1987, των Ιμίων του 1996 και της Συμφωνίας της Μαδρίτης του 1997, είχαν υπάρξει κινήσεις συγκρότησης παρόμοιου «διπλωματικού πακέτου», που, ευτυχώς, δεν προωθήθηκε, αφού δεν στέκει νομικά και, επιπλέον, είναι «πολύ βαρύ» πολιτικά.
Οι παλαιότεροι Έλληνες διπλωμάτες θυμούνται, από το 1996-1997, τον τότε διευθυντή Νοτίου Ευρώπης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Κάρεϊ Κάβανο να καθησυχάζει την Αθήνα με την έκφραση «oh, it is too heavy», εννοώντας ότι ήταν αδύνατον να προχωρήσει, ακόμα κι αν οι ΗΠΑ το επέλεγαν.
Σύμφωνα με ελληνικές και ξένες διπλωματικές πηγές, η Τουρκία είναι η μόνη πλευρά που προτιμά σήμερα το «βαρύ πακέτο», ενώ οι ΗΠΑ εξακολουθούν να το θεωρούν αντιπαραγωγικό. Οι ισχυροί εταίροι της Ε.Ε. δεν έχουν ανοίξει τα χαρτιά τους, προτιμώντας να αξιολογήσουν τα πρώτα μηνύματα από τους (ξεχωριστούς) διαλόγους τους με την Αγκυρα.
Πάντως, στο πλαίσιο της γραμμής για τη διατήρηση της Τουρκίας στη Δύση πάση θυσία, είναι ανησυχητικό ότι ορισμένοι εξ αυτών, αφενός, δεν αντιτίθενται στην ιδέα δικοινοτικής επιτροπής συνδιοίκησης του προγράμματος υδρογονανθράκων της Κύπρου και, αφετέρου, ζητούν κατανόηση στο αίτημα Ερντογάν περί επανάληψης του διαλόγου για την κατάργηση της βίζας.
Το παρήγορο είναι ότι η Γαλλία και η Γερμανία συμφωνούν ανεπίσημα ότι ο διάλογος Ε.Ε. - Αγκυρας πρέπει να ξεκινήσει από μηδενική βάση, καθώς έχουν αλλάξει πολλά από τον Μάρτιο του 2016, όταν υπεγράφη η Κοινή Δήλωση για το Μεταναστευτικό.
Πέραν της ατζέντας του ελληνοτουρκικού διαλόγου, τα πράγματα είναι περισσότερο ανησυχητικά ως προς το γενικότερο πλαίσιο που θα έχει διαμορφωθεί στον χρόνο επανέναρξής του.
Πρώτον, ο κ. Ερντογάν είναι ισχυροποιημένος μετεκλογικά, ενώ ο κ. Τσίπρας εξασθενημένος, μετά τα διαλυτικά φαινόμενα στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία και τις παλινωδίες ως προς την κύρωση της συμφωνίας με τη λεγόμενη «Βόρεια Μακεδονία» από 151 ή 180 βουλευτές.
Όπως επεσήμανε η «δημοκρατία» από την πρώτη στιγμή, η συμφωνία προκαλεί ταχεία αποσταθεροποίηση!
Δεύτερον, ακριβώς λόγω της ευρείας δυσπιστίας έναντι της βαλκανικής πολιτικής της κυβέρνησης, δεν δικαιώνεται ο θεωρητικός στόχος να κλείσουν τα άλλα μέτωπα, ώστε η χώρα να επικεντρωθεί στον εξ Ανατολών κίνδυνο.
Αντί να μειώνονται οι εστίες κινδύνου στα νώτα της Ελλάδας με τα Τίρανα και τα Σκόπια, αυξάνονται. Τρίτον, δεν έχει υπάρξει σαφής ελληνική και ευρωπαϊκή απάντηση στην τουρκική «πονηριά» απόλυτου διαχωρισμού της συμφωνίας επανεισδοχής Ελλάδας - Τουρκίας από τη συμφωνία Ε.Ε. - Τουρκίας για το Μεταναστευτικό.
Ο κ. Ερντογάν έχει ισχυρό όπλο πίεσης κυρίως προς τη χώρα μας, την ώρα που οι εταίροι (ξανα)κλείνουν τα σύνορά τους. Τέταρτον, ακόμα και η τυπική έξοδος της Ελλάδας από το Μνημόνιο δεν σημαίνει αυτόματη ενδυνάμωση της διπλωματικής θέσης της.
Αντιθέτως, από το 2010 έως σήμερα, που η ελληνική κρίση αποτελούσε κίνδυνο για ολόκληρη την ευρωζώνη, η Τουρκία γνώριζε ότι ενδεχόμενη ακραία δράση της θα προκαλούσε οξεία αντίδραση της Ε.Ε., ενώ αυτό δεν θα ισχύει μετά τις 21 Αυγούστου.
Βέβαια, όπως και τις περασμένες δεκαετίες, η εξέλιξη της πολιτικής ζωής μπορεί να ανατρέψει τα πάντα και ουσιαστικός διάλογος να μην αρχίσει ή να μην προχωρήσει. Μετά τις κυπριακές εκλογές του Φεβρουαρίου του 2018 και τις τουρκικές του Ιουνίου, ίσως πλησιάζει η ώρα και των ελληνικών εκλογών.
*Εκδότης του περιοδικού « Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
dimokratianews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου