Η υψηλότατη κορυφή
Αποσπάσματα από την ομιλία του Στρατή Μυριβήλη στην επετειακή συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών για την επέτειο του ΟΧΙ το 1960.
Είκοσι οχτώ του Οχτώβρη!
Είναι τρανή τούτη η ημερομηνία, και για πολλούς αιώνες δεν είναι για να σβήσει το μεγάλο άστρο της πάνω από την Ελλάδα.
Σηκώθηκε όρθια μια ολάκερη φυλή, και έγραψε τις εντολές της με φωτιά μαι με αίμα. Γεννήθηκε ένα πρωί μέσα στην κραυγή των σειρήνων, των σαλπίγγων και των τραγουδιών.
Οι καμπάνες όλης της Ελλάδας τη φώναξαν με τα χάλκινα στόματά τους, και οι πανέλληνες απάντησαν μ’ ένα ομόψυχο «παρών»!
Έρχεται μια μέρα στη ζωή των Εθνών, που οι αιώνες ελέγχουν τα χαρτιά της ιστορικής ταυτότητας. Τέτοια μέρα για την Ελλάδα είναι η μέρα της Σαλαμίνας, η μέρα του Μαραθώνα, η μέρα του τελευταίου Κωνσταντίνου, η μέρα της 25ης Μαρτίου. Στην πραγματικότητα είναι η ίδια μέρα του ελέγχου, που κάθε τόσο ξανάρχεται με άλλο όνομα μέσα στη ζωή και την ιστορίας μας.
Τέτοια είναι και η μέρα της 28ης του Οχτώβρη. Αυτή τη μέρα δώσαμε ακόμα μια φορά εξετάσεις μπροστά στο Θεό και μπροστά στους ανθρώπους. Δείξαμε την ταυτότητά μας την Εθνική και βρέθηκε εντάξει.
Η Ελλάδα πραγματοποίησε τούτο τον άθλο όλες τις φορές που η καμπάνα της μοίρας σήμανε μέσα στους αιώνες την κρίσιμην ώρα της. είπε το «μεγάλο ναι και το μεγάλο όχι» του ποιητή, χωρίς να διστάσει.
Γιατί η απάντηση είναι καθορισμένη από αιώνες μέσα στη συνείδησή της. Καμμιά αμφιβολία, καμμιά μικροψυχία, κανένας υπολογισμός, κανένα παζάρεμα.
Δεν σκλάβωσε καμμιά φορά το μεγάλο πέταγμα της καρδιάς της, με τις πεδούκλες της στενόκαρδης λογικής των πιθανοτήτων και της στατιστικής. Ρίχτηκε πάνω στη βαρβαρότητα με πόδι χορευτικό και ανάλαφρο.
Ρίχτηκε την κάθε φορά μ’ ένα άνθισμα καρδιάς τόσο ανοιξιάτικο, τόσο νεανικό. Και αυτό είναι το μεγάλο της μυστικό.
Τα αιώνια νειάτα της.
Το ελληνικό γένος έχει τούτο το προνόμιο. Να ζει αιώνια μέσα στην εφηβική του ηλικία, έτοιμο την πάσαν ώρα για τις πιο υψηλές και τις πιο θανάσιμες τρέλλες…
Ένα επεισόδιο από το μέτωπο…
Επήγα να γνωρίσω ένα συνταγματάρχη που διοικούσε τον τομέα της μάχης που είχα επισκεφθεί. Ήταν ένας ωραίος τύπος ηρωικού πολεμιστή, απ’αυτούς που είχαν διακριθεί στον αγώνα.
Όλοι οι Αθηναίοι τον ξέρουμε.
Του έλεγα τις εντυπώσεις μου από τη γραμμή προκαλύψεως. Άκουσε σιωπώντας τα καταπληχτικά πράγματα που διηγοόμουνα και κατόπιν είπε.
- Αν θέλεις να γνωρίσεις ένα σεμνό ήρωα, θα ανεβείς τη λαγκαδιά και θα ρωτήσεις στα πολυβόλα που είναι το αντίσκηνο του λοχαγού.
Τι έκαμε αυτός ο λοχαγός, ρώτησα.
- Θα σου πω αμέσως απάντησε.
Ένα βράδυ έγινε ανάγκη να στείλω ένα τμήμα για ενίσχυση στο δεξιό άκρο του τομέα μου.
Όμως, για να το κάνω αυτό, θα’ πρεπε να αφήσω ακάλυπτες τις θέσεις που κρατούσε αυτό το τμήμα στη γραμμή μας.
Ο εχθρός, όπως είδες, είναι πολύ κοντά μας. Αν εδοκίμαζε να εισβάλει από το κενό που θα δημιουργούσε στην παράταξή μας η απουσία του τμήματος που έγινε ανάγκη να στείλω στο δεξιό, υπήρχε φόβος να σπάσει η γραμμή. Φώναξα λοιπόν το λοχαγό που σου είπα, του εξήγησα την κατάσταση και τον ρώτησα.
- Μπορείς να μου κρατήσεις με τα πολυβόλα σου απόψε, όλη τη νύχτα ώσπου να ξημερώσει, αυτές τις θέσεις που μένουν ακάλυπτες; Ήταν ένα ανώμαλο ορεινό τόξο, κάπου 800 μέτρα.
Ήταν μια νύχτα με παγερή χιονοθύελλα.
«Μπορώ, συνταγματάρχα μου» απάντησε. «Μπορείτε να μείνετε ήσυχος». «Μα», του λέω, «ξέρω τις αποστάσεις. Θα πρέπει να τοποθετήσετε τα πολυβόλα σας σε πολύ αραιή παράταξη».
«Ξέρω και εγώ τις θέσεις» μου απαντά, «ξέρω όμως και τους άντρες μου». «Πήγαινε, και ο Θεός βοηθός», του λέω. Άρχιζε να ξημερώνει η μέρα, όταν ξαναφάνηκε στη σκηνή μου ο λοχαγός.
Όταν τον είδα, τον εγνώρισα αμέσως.
Το πρόσωπό του, τα μουστάκια του, τα φρύδια του, τα ματόκλαδά του ήταν μια φριχτή προσωπίδα από παγωμένο χιόνι.
Έβαλε το χέρι στο γείσο, χαιρέτισε και είπε: «Λαβάνω την τιμή να σας αναφέρω, κ. Συνταγματάρχα, η διαταγή σας εξετελέσθη».
Ήταν καταπληκτικός. Αν δεν ήταν η πειθαρχία στη μέση, θα τον αγκάλιαζα και θα τον φιλούσα. Ύστερα έμαθα τις λεπτομέρειες. Έμεινε άυπνος με τους πολυβολητές του όλη τη νύχτα στο ύπαιθρο μέσα στη χιονοθύελλα.
Οι στρατιώτες, για να μην παγώσουν ακίνητοι τόσες ώρες, είχαν αρχίσει ένα δαιμονικό χορό γύρω στα πουβόλα τους.
Αν τους έβλεπε κανείς μέσα στη φοβερή εκείνη νύχτα να χοροπηδάνε εξάλλου, θα τους έπαιρνε για μανιακούς.
Αυτός ο χορός βάσταξε ως το πρωί.
Και όταν ο λοχαγός έβλεπε πως μπορεί να αχρηστευτούν τα χέρια τους από την παγωνιά, τους έλεγε.
- Άιντε τώρα παιδιά, να ρίξουμε καμμιά ταινία στο γάμο του καταγκιόζη να ζεστάνουμε τα δάχτυλα.
Και άρχιζαν να κακαρίζουν τα πολυβόλα, ώσπου ν’ ανάψη η κάνη τους, και οι φαντάροι, σταματούσαν το χορό και φούχτιαζαν το ζεστό σίδερο, να ξεμουδιάσουν τα δάχτυλα απ΄το κρύο.
Εθνική Συνείδηση
Τι είναι λοιπόν αυτή η δύναμη που τη λέμε «Εθνική Συνείδηση»;
Είναι αυτή που εμφανίζεται σε μιαν ώρα που δεν την ξέρει κανείς, όταν ξαφνικά ακουστεί η καμπάνα της Μοίρας, να σημάνει τα ριζικά των λαών.
Τότε τα άτομα που αποτελούν την εθνικήν ολότητα πετούν θεληματικά ένα μεγάλο μέρος από τα προνόμια και τα προσωπικά γνωρίσματα της ψυχικής φυσιογνωμίας, που έχουν καταχτήσει μέσα στη κοινωνική ζωή.
Υποταγμένα σε μιαν ανίκητη κεντρομόλο δύναμη, υα ασύνδετα και κονιορτοποιημένα άτομα, αναζητούν τον πυρήνα της ομογένειας, κινημένα από το αρχαίο ένστιχτο της άμυνας.
Πυκνώνουνται εκεί γύρω στο εθνικό κέντρο, και ανεσωματώνονται, όσο μπορούν πιο αδιάσπαστα, για να δώσουν το μεγάλο «παρών» μπροστά στον κίνδυνο.
Ένας λαός, ένα έθνος, έχει τόσο περισσότερα βιολογικά νιάτα, όσο πιο γρήγορα θα μπορέσει αυτή την κρίσιμη ώρα να κάνει τα άτομα που το αποτελούν, να προσαρμοστούν στην ομαδική ολότητα.
Από το «εγώ» στο «εμείς».
Αυτό το είδαμε να γίνεται με καταπληχτικόν τρόπο τη μέρα της 28ης του Οχτώβρη. Ένα μεγάλο ρίγος πέρασε πέρα για πέρα πάνω από τη χώρα.
Έτρεξε από τη μεγάλη πολιτεία της Αθήνας, ως το τελευταίο χωριό του ελεύθερου και του εν διασπορά Ελληνισμού. Το ιερό σώμα της Ελλάδας, ολάκερο, ένιωσε το μυστικό σπασμό. Δονήθηκε συνθετικά ως το τελευταίο εθνικό μόριο.
Γ. Φαίλτωρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου