Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ

http://www.paraskevi13.com/wp-content/uploads/2011/10/TSITSANIS.jpg



«Μέσα στα αδυνατισμένα σώματά μας είναι οι μεγάλες ψυχές μας»

Από το «ΟΧΙ», που αντέταξε σύσσωμος ο ελληνικός λαός στον ιταλικό φασισμό το 1940, δεν μπορούσαν να λείψουν οι Έλληνες καλλιτέχνες και ιδιαίτερα αυτοί που ζούσαν από κοντά τους καημούς και τα βάσανα των απλών Ελλήνων, οι δημιουργοί του λαϊκού τραγουδιού.

Κορυφαίος από αυτούς τους δημιουργούς μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης που επιστρατεύθηκε τότε για το μέτωπο.

Αυτές τις εμπειρίες του κατέγραψε ο μεγάλος δημιουργός και περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Αρχόντισσα, το μυστικό μιας ζωής» στο οποίο ο Βασίλης Τσιτσάνης «γράφει/αποκαλύπτει την απίστευτη ιστορία που κρύβεται πίσω από ένα τραγούδι-θρύλο».

Το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Gramma» σε καταγραφή του Κώστα Χατζηδουλή.

Σήμερα η «Π+13», σε ένα ακόμη αφιέρωμα στο «ΟΧΙ» των Ελλήνων, δημοσιεύει το κείμενο του Βασίλη Τσιτσάνη για τον πόλεμο στην Αλβανία.


 «Δεν πρόλαβα να χαρώ λίγους μήνες πολίτης και κηρύχθηκε ο πόλεμος του ’40. Την ίδια μέρα κιόλας, μετά το μεσημέρι, έφευγα μέσα σε φορτηγά βαγόνια για τη Λάρισα. Εκεί ντύθηκα πάλι στρατιώτης και πήρα γεύση των βομβαρδισμών.

Είχαν βομβαρδίσει το σιδηροδρομικό σταθμό της Λάρισας. Τη μεθεπόμενη ταξίδευα για το Αμύνταιο. Το ταξίδι από κει και πέρα ήταν πορεία συνεχής για να φτάσουμε στα μάχιμα τάγματα, στην Αλβανία.

Εδώ, στο σημείο αυτό, θα μου επιτρέψετε να κάνω μια παρένθεση. Και την παρένθεση αυτή την κάνω εξαιτίας μίας και μοναδικής φωτογραφίας που βρήκα στο παλιό μου σπίτι, στην Αθήνα, προ ολίγων ημερών, όταν έψαχνα (ο Χατζηδουλής μ’ έβαλε να ψάχνω) φωτογραφικό υλικό για τούτες τις αναμνήσεις.

Και λέω ότι πρόκειται για μοναδική φωτογραφία διότι απ’ το στρατό που υπηρέτησα δεν έχω ούτε μισή. Αν κανένας παλιός συνάδελφος στο στρατό έχει καμιά και μου τη στείλει (μέσω της εφημερίδας), θα του είμαι ευγνώμων.

Η φωτογραφία αυτή (που έστειλα στο σπίτι της τότε αρραβωνιαστικιάς μου και σήμερα, εδώ και 40 χρόνια, γυναίκας μου), γράφει, μεταξύ άλλων, στο πίσω μέρος:

“Επιστέφω από το μέτωπον. Ενθύμιον Ιωαννιτών 21-3-41”. Είμαι υποχρεωμένος να σας πω και πώς βρέθηκα στα Γιάννενα.

Στην Αλβανία αντιμετωπίσαμε στις 9 Μαρτίου (αξέχαστη μέρα) τη μεγάλη επίθεση των Ιταλών, σ’ όλα τα μέτωπα, διά πυρός και σιδήρου, χωρίς όμως να σπάσει κανένα! Ήταν κάτι το φοβερό αυτή η επίθεση. Παντού καιγόταν ο κόσμος!

Ύστερα όμως από 9 μέρες ήρθε μια διαταγή που έλεγε να εφοδιαστούν τα Συντάγματα με κιθάρες, για την ψυχαγωγία των στρατιωτών. Μαύρη ψυχαγωγία, βέβαια, που μας είχε ρημάξει η ψείρα, αλλά τέλος πάντων.

Και να σκεφτείτε ότι βρισκόμασταν 500 μέτρα, ίσως και λιγότερο, από τα μάχιμα τάγματα, ενώ οι οβίδες των Ιταλών ήταν πια καθημερινή ρουτίνα.

Η υπερηφάνεια όμως που νιώθαμε μετά τη γενική επίθεση των Ιταλών, που δεν πήρανε ούτε ένα μέτρο γης, μας έκανε να ξεχνάμε τα πάντα, τα βάσανα, τις ταλαιπωρίες, τα ξενύχτια, όλα. Φαίνεται ότι μετά απ’ αυτό το μεγάλο γεγονός, το στρατηγείο έκρινε -ορθότατα κατά τη γνώμη μου- ότι εχθρού πλέον υπάρχοντος τα παιδιά έχουν ανάγκη από λίγη διασκέδαση.

Με καλεί λοιπόν ο λοχαγός μου, ο Κολοτούρος, καλός αξιωματικός, αλλά στραβόξυλο και πεισματάρης, και μου λέει, αφού μου διάβασε τη διαταγή, τα εξής: “Τσιτσάνη, θα κατέβεις στο Χάνι Μπαλαμπάνη, θα πάρεις από κει ό,τι μέσον μπορέσεις, θα πας στα Γιάννενα και θα μας φέρεις δύο κιθάρες, ένα μπουζούκι για σένα και ό,τι άλλο σου παραγγείλουν από δω.

Αλλά μόλις ψωνίσεις, θα γυρίσεις αμέσως πίσω”. Δηλαδή, μου έδινε τρεις μέρες άδεια. Άρχισαν αμέσως τις παραγγελίες οι φαντάροι και οι αξιωματικοί. Άλλος ποτά, άλλος χαρτοφάκελα, άλλος το ένα, άλλος το άλλο, μαζεύτηκαν γύρω στις 17.000 δραχμές.

Ξέχασα να πω ότι τον λοχαγό μου τον γνώριζα από τη Θεσσαλονίκη, όταν ήταν διοικητής του φρουρίου.

Έτυχε να τον γνωρίσω σε μια γιορτή ενός αξιωματικού του Τάγματος, όπου είχε παρευρεθεί κι αυτός. Το Χάνι Μπαλαμπάνη ήταν ο τελευταίος σταθμός εφοδιασμού.

Και απείχαμε γύρω στα 6 χιλιόμετρα, αλλά η λάσπη και η ανταλλαγή πυρών, που μας ανάγκαζαν να σταματάμε συνεχώς, το κάναν 7-8 ώρες. Οι παρακλήσεις μου, στον λοχαγό, να πάμε δύο άτομα μαζί, για να με βοηθήσει στο κουβάλημα, αλλά και σε ό,τι θα μου συνέβαινε στον δρόμο, συνάντησαν την επίμονη άρνησή του.

Ξεκινήσαμε στις 5 το απόγευμα. Οδηγούς είχα τους ημιονηγούς της Μονάδας μας. Θα ’ταν περασμένα μεσάνυχτα όταν φτάσαμε εκεί.

Δεξιά και αριστερά του δρόμου ήταν μια μεγάλη αλάνα που φιλοξενούσε χιλιάδες κάσες πυρομαχικών και τροφίμων. Αριστερά μας βρίσκονταν τα θεόρατα βουνά της Τρεμπεσίνας. Εκεί συνάντησα μια κατάσταση που δεν περιγράφεται εύκολα.

Φορτηγά με σβηστά τα φανάρια, ημιονηγοί που φόρτωναν πυρομαχικά και τρόφιμα, μια κατάσταση που έχανε η μάνα το παιδί, που λένε. Φωτιά τριγύρω δεν υπήρχε ούτε του τσιγάρου. Ακόμα δε και οι ομιλίες γίνονταν σε χαμηλό τόνο.

Εκεί έκανα τον σταυρό μου και δυνάμωσαν την πίστη μου στον Θεό και την Παναγιά, που στράβωσαν τους Ιταλούς, κι από ξηρά κι από αέρα, διότι αν είχε επισημανθεί αυτή η περιοχή, θα ’ταν τρομερή η καταστροφή. Όλα γίνονταν μέσα στη νύχτα. Την ημέρα ήταν μια νεκρή περιοχή.

Εγώ έλεγα διαρκώς για τη διαταγή που είχα, και το όνομά μου.

Γιατί ο συνωστισμός ήταν φοβερός και ο καθένας κοίταζε να ξεμπερδέψει γρήγορα και να φύγει. Τέλος, μετά πολλών βασάνων βλέπω να με τραβάει κάποιος και να μου λέει:

“Τσιτσάνη, έλα δω, εγώ είμαι έτοιμος να φύγω σε λίγο για τα Γιάννενα, έμπα μέσα στ’ αυτοκίνητο να πάμε μαζί”. Ήταν ένας γνωστός μου οδηγός από την Αθήνα, που μόλις είχε τελειώσει το ξεφόρτωμα.

Φτάσαμε στα Γιάννενα μόλις άρχισε να χαράζει. Εγώ πήγαινα για πρώτη φορά στα Γιάννενα, αλλά η συγκίνησή μου ήταν πιο μεγάλη διότι θυμήθηκα τον πατέρα μου, που τον είχα χάσει από 11 χρονώ παιδί, και ο οποίος ήταν από εκεί. Μόλις πάτησα σε δημόσιο δρόμο, πρέπει να σας πω ότι δυσκολευόμουν να περπατήσω. Τα πόδια μου λυγίζανε, νόμιζα πως έπεφτα στο κενό.

Αιτία τα ανεβοκατεβάσματα στους κατσικόδρομους της Αλβανίας. Δεν μπορούσα κιόλας να συνειδητοποιήσω ακόμα ότι βρισκόμουν από τα βουνά σε δημόσιο δρόμο. Γιατί είχα 5-6 μήνες στα βουνά, από την πρώτη μέρα του πολέμου.

Τέλος, πήγα σ’ ένα ξενοδοχείο να κοιμηθώ λίγο. Από την κούραση ξύπνησα στις 6 το απόγευμα.

Γρήγορα γρήγορα έτρεξα και ρωτώντας βρήκα ένα δυο μαγαζιά με κιθάρες, κι αφού τις δοκίμασα πήρα τρεις, τη μια για μένα, γιατί δεν βρήκα μπουζούκι.

Την άλλη μέρα, δηλαδή τη δεύτερη, σκοτώθηκα να τρέχω για να ψωνίσω αυτά που μου είχαν παραγγείλει από τη Μονάδα. Είχα ήδη γεμίσει δύο τσουβάλια, με ποτά, χαρτικά και άλλα γραφικά είδη που έπιαναν πολύ τόπο.

Καταλάβαινα ότι ο λοχαγός μου ήταν “σοφός”, αγύριστο κεφάλι, και δεν μου ’δωσε έναν ακόμη να με βοηθήσει. Έτσι, αναζήτησα τρόπο παράτασης της προθεσμίας των 3 ημερών που είχα. Ρώτησα και πήγα τελικά στον στρατιωτικό γιατρό.

Για καλή μου τύχη ο ανθυπίατρος με γνώριζε από το Τάγμα Τηλεγραφητών, όπου είχε έρθει για μερικούς μήνες».

 

Μην τον είδατε

«Εξήγησα στον ανθυπίατρο σε τι κατάσταση βρισκόμουν κα ότι δεν μπορούσα να αντεπεξέλθω, και τον ρώτησα τι μπορούσε να γίνει. “Θα σε στείλω”, μου είπε, “στο νοσοκομείο Γ. Σταύρου, να ξεκουραστείς λίγες μέρες”.

Και αμέσως μου έδωσε χαρτί εισαγωγής στο νοσοκομείο για την άλλη μέρα. Έφυγα από εκεί και έκατσα το μεσημέρι σ’ ένα εστιατόριο να φάω.

Εκεί ήταν κι άλλοι φαντάροι.

Ένας απ’ αυτούς με γνώριζε, από τη Θεσσαλονίκη. Πεζικό, Πυροβολικό, Μηχανικό, με γνώριζαν από τους δίσκους. Έτσι γίναμε παρέα έξι στρατιώτες. Σμίξαμε τα τραπέζια και τρώγαμε κουβεντιάζοντας.

Τους είπα την περιπέτειά μου, ότι κατέβηκα πριν από δύο μέρες από το μέτωπο και τα λοιπά. Σε μια στιγμή, τους λέω πως βρίσκομαι σε απόγνωση γιατί την άλλη μέρα μπαίνω στο νοσοκομείο και δεν έχω άνθρωπο να στείλω τα ψώνια στο Χάνι Μπαλαμπάνη.

Ένας της παρέας μας μου λέει αμέσως ότι το βράδυ φεύγει για εκεί. Τον ρώτησα αν θα ξαναγύριζε. Είπε όχι.

Με τα πολλά δέχτηκε να μεταφέρει τα ψώνια μέχρι το Χάνι Μπαλαμπάνη. Του εξήγησα πολλές φορές ότι θα άφηνε στους ημιονηγούς της Μονάδας μου, για τον λοχαγό Κολοτούρο. Εντάξει.

Του το είπα πολλές φορές και με διαβεβαίωσε πως τα πράγματα θα έφταναν την άλλη μέρα το πρωί στον προορισμό τους ακέραια. Μάλιστα δεν δέχτηκε να τον βοηθήσω και στο φόρτωμα.

“Έναν Τσιτσάνη γνώρισα”, μου είπε, “και δεν θα του κάνω μια χάρη;”. Τέλος, του ’δωσα κι ένα πεντακοσάρικο, και έφυγε. Εγώ πήγα στο νοσοκομείο.

Τι να πω τώρα; Ότι τα πράγματα, όσο τα είδαν οι φαντάροι στο Τάγμα, άλλο τόσο τα είδα κι εγώ; Τέλος πάντων, αυτό έμαθα πολύ αργότερα. Το μόνο που ήξερα γι’ αυτόν ήταν ότι, όπως μου είχε πει, καταγόταν από την Καλαμάτα. Άσ’ τα.

Στο νοσοκομείο έμεινα περίπου μία βδομάδα. Μου ’δωσαν και έναν μήνα άδεια. Από τα Γιάννενα κατέβηκα στην πατρίδα μου, τα Τρίκαλα, για να ξεκουραστώ λίγες μέρες. Δεν περίμενα αυτή τη συμφορά, την οπισθοχώρηση και την κατάρρευση.

Αυτά τα ξέρετε. Το σπίτι μου ήταν όλο γκρεμισμένο από τους βομβαρδισμούς. Έκατσα λίγες μέρες ακόμα στα Τρίκαλα και μετά έφυγα για τη Θεσσαλονίκη, όπου παρέμεινα μέχρι την απελευθέρωση.

Μια άλλη φορά ίσως γράψω άγνωστες λεπτομέρειες για τη ζωή που πέρασα στη Θεσσαλονίκη, σ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Υπάρχουν συγκλονιστικά περιστατικά από τα μαύρα αυτά χρόνια, που νομίζω ότι πρέπει να δημοσιευτούν».

 Κι οι ψείρες κάνουν άσκηση πάνω στο γιακά μας»

Το Δεκέμβριο του 1980 ένας Γιαννιώτης που είχε υπηρετήσει μαζί με τον Τσιτσάνη στο αλβανικό μέτωπο του έστειλε το παρακάτω γράμμα:

«18 Δεκεμβρίου 1980

Γεια σου, αγαπητέ συνάδελφε Βασίλη Τσιτσάνη.

Σε θυμήθηκα από τη ζωή του αλβανικού μετώπου, που ήμασταν στο χωριό Τόσκεσι. Εγώ ήμουν στο συνεργείο κασιτερωτών, κι εσύ ήσουν στον ασύρματο. Και είχαμε φτιάξει ένα καταφύγιο που μαζευόμασταν μέσα και τραγουδούσαμε το τραγούδι:

“Θα πάω εκεί στην Αραπιά γι’ αυτήν, που ’χουν μιλήσει”. Και εσύ, Βασίλη, σύνταγες ένα τραγούδι:

“Μήπως είδατε τον Τσιάνο/να πετάει με το αεροπλάνο/να πετάει σοκολάτα/και μανδελονάτα”. Θυμίζω πριν από 39 χρόνια, δεν ξέρω αν με θυμάσαι. Λέγομαι Αθανάσιος Πέτρου. Όπως καθόμουν σκεφτικός θυμήθηκα από τα αλβανικά βουνά. Σε θυμήθηκα εσένα Βασίλη και μετά εσύ πήγες στα Γιάννενα για να πάρεις μπουζούκι, γιατί εκείνο που είχε το ’χασες στο Φράσορι (χωριό).

Αυτές είναι οι περιπέτειες του ανθρώπου όσο ζει και βλέπει. Βασίλη, ήθελα να σου γράψω προτού 3 χρόνια, αλλά δεν ήξερα τη διεύθυνσή σου. Και τώρα που την έμαθα, σου γράφω αυτά τα ολίγα και περιμένω σύντομα απάντησή σου.

Και σε χαιρετώ, εγώ ο συνάδελφός σου Αθανάσιος Πέτρου. Και οι ψείρες κάνουν άσκηση απάνω στο γιακά μας».

Για το γράμμα αυτό ο Τσιτσάνης (ο Τσίλας όπως τον φώναζαν οι φίλοι του) έκανε τα παρακάτω σχόλια στον Κώστα Χατζηδουλή: α) «…Ας μην μπούμε τώρα σε λεπτομέρειες για το αν είχα μπουζούκι ή κιθάρα στο μέτωπο. Θα σου αποκαλύψω όμως ότι είχα γράψει μερικά σατιρικά πολεμικά τετράστιχα τα οποία έστειλα και δημοσιεύτηκαν στη “Βραδυνή”.

Δεν τα θυμάμαι. Και βεβαίως πρέπει να σου τονίσω ότι δεν ήταν και τίποτε το αξιόλογο. Έστελναν κι άλλοι φαντάροι απ’ το μέτωπο στιχάκια, που σχεδόν όλα δημοσιεύονταν. Ήταν λίγες στιγμές διασκέδασης, χαράς…».

β) «…Το στιχάκι που μιλάει για το αεροπλάνο και τον Τσιάνο δεν είναι ακριβώς έτσι. Άκου τι έλεγα: Eίδες πάλι τον Τσιάνο/που πετάει μ’αεροπλάνο/και μας ρίχνει σοκολάτα/και “Μπενίτο” μαντολάτα!

“Μπενίτο” ήταν η μάρκα των μαντολάτων.

Κατάλαβες; Δύο κουπλέ ακόμα είχα, αλλά δεν μου ’ρχονται στον νου. Χασαποσέρβικο ήταν αυτό. Δεν μπορώ να θυμηθώ όμως καθόλου τη μελωδία του. Καθόλου. Και παιδεύτηκα πολύ ξέρεις…».

γ) «…Η φράση “κι οι ψείρες κάνουν άσκηση απάνω στο γιακά μας” που λέει στο τέλος αυτός ο άνθρωπος (δεν τον θυμάμαι σαν όνομα) ήταν τραγούδι που φτιάχτηκε εκεί στο μέτωπο. Καλαματιανό ήταν, νομίζω. Και το τραγουδούσαμε όλοι μαζί σε ώρες ανάπαυλας. Δεν μπορώ να θυμηθώ τη μελωδία του, ούτε τους στίχους που ήταν όλοι σατιρικοί…».

H πρώτη μέρα του πολέμου

Η Ζωή Τσιτσάνη θυμάται την πρώτη μέρα του πολέμου: «Την τελευταία φορά που ήρθαμε στην Αθήνα με τον Βασίλη ήταν τον Οκτώβριο του 1940.

Είχε να γραμμοφωνήσει κάτι τραγούδια και ανεβήκαμε μαζί. Μέναμε εδώ κοντά στον Σταθμό Λαρίσης, στην αδελφή της μαμάς του, την Ελένη, που ήταν παντρεμένη εδώ στην Αθήνα.

Ε, την παραμονή του πολέμου, στις 27 του μηνός είχε φωνοληψία, δύο τραγούδια έγραφε. Και είχε άλλα δύο, δεν τα θυμάμαι καθόλου ούτε αυτά, για την επόμενη μέρα, την 28η Οκτωβρίου 1940. Το πρωί όμως ακούσαμε σειρήνες, φασαρίες, βγήκε η θεία του έξω και μπαίνει με τα κλάμματα και λέει: “Πω, πω, πόλεμος”!

Ο Βασίλης ετοιμαζόταν να φύγει για την “Κολούμπια”. Την άλλη μέρα έφυγε για το μέτωπο. Α, ξέχασα να πω ότι με πήρε εκείνη την ημέρα και πήγαμε στη Στρατολογία, στην Ομόνοια κάπου. Χαλούσε ο κόσμος.

Βομβαρδισμός, τέτοια. Την άλλη μέρα, στις 29, τον συνοδεύσαμε εγώ και η θεία του στον σταθμό. 

Εμείς κλαίγαμε.

Ο Βασίλης ήταν ήρεμος και αμίλητος, κάτι τον απασχολούσε. Κάτσαμε εκεί και τον χαιρετούσαμε ώσπου ξεκίνησε το τρένο…».

(Tο απόγευμα της 27ης Οκτωβρίου 1940 ο Τσιτσάνης γραμμοφώνησε δύο τραγούδια: «Ό,τι κι αν πω δε σε ξεχνώ» και «Μπατίρης».)

paraskevi13

Δεν υπάρχουν σχόλια: