Εισαγγελική έρευνα των Ελβετών για το «πηγαινέλα» της μίζας των ελληνικών υποβρυχίων
Η
ελβετική εισαγγελία τις τελευταίες εβδομάδες κάνει «φύλλο και φτερό» το
αρχείο της Decafin – μιας επιχείρησης που εδώ και χρόνια αγοράζει και
πουλάει χρυσό σε έναν από τους ακριβότερους δρόμους της Γενεύης.
Οπως
αποκαλύπτει σήμερα η «Κ», πάνω από 1.000 έγγραφα τα οποία κατασχέθηκαν
περί τα τέλη Μαρτίου κατά τη διάρκεια εφόδου στα γραφεία της
επιχείρησης, έχουν μπει στο μικροσκόπιο:
Η επεξεργασία
τους έχει ήδη εντοπίσει νέες μεθόδους δωροδοκίας στις υποθέσεις
εξοπλιστικών προγραμμάτων, ενώ οι εισαγγελείς ελπίζουν πως σύντομα θα
αποκαλυφθούν άγνωστες διαδρομές της μίζας προς την Ελλάδα και το
κυριότερο, οι παραλήπτες τους.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Η «επιχείρηση εφόδου» είχε αρχίσει να οργανώνεται σε κάθε της
λεπτομέρεια ήδη από τις αρχές Φεβρουαρίου, όταν κλιμάκιο της
ομοσπονδιακής εισαγγελίας επέστρεψε από την Αθήνα.
Στο
ταξίδι εκείνο και στο πλαίσιο της ποινικής δίωξης που είχαν ασκήσει οι
Ελβετοί ήδη από το 2012, ανέκριναν τους Τσοχατζόπουλο και Ζήγρα, ενώ
είχαν επαφές με τους Ελληνες ομολόγους τους που χειρίζονται δικαστικώς
όλες τις υποθέσεις των εξοπλιστικών.
Στόχος τους –επέμεναν- ήταν να βρεθούν και οι ευθύνες των δικών τους τραπεζών σε όλη αυτή την ιστορία.
Γι’
αυτό και ένα από τα έγγραφα που είχαν δείξει τότε στον Νίκο Ζήγρα ήταν
ένα έμβασμα από λογαριασμό του σε τράπεζα της Ζυρίχης προς την εταιρεία
Decafin.
Και ενώ στην αρχή οι
ερωτήσεις τους είχαν να κάνουν με το κατά πόσον ο εξάδερφος του Ακη
Τσοχατζόπουλου είχε δώσει εντολή για το έμβασμα αυτό (ο Ζήγρας επέμενε
πως η τράπεζα είχε ενεργήσει εν αγνοία του), γρήγορα το ενδιαφέρον των
εισαγγελέων στράφηκε στην παραλήπτρια εταιρεία των εμβασμάτων: την εν
λόγω εταιρεία εμπορίας χρυσού.
Και αυτό γιατί όπως
τους πληροφόρησαν οι Ελληνες ανακριτές, είχαν «συναντήσει» την εταιρεία
αυτή και σε άλλη υπόθεση εξοπλιστικών: αυτή των αυτοκινούμενων πυροβόλων
του στρατού.
Συγκεκριμένα, σε
χαρτιά που κατασχέθηκαν στο σπίτι του Δ. Παπαχρήστου (εκπροσώπου της
γερμανικής εταιρείας Wegman που χρημάτισε τον Αντ. Κάντα) φαίνεται πως
μέσω της offshore Oxilos είχε προχωρήσει και αυτός σε μια σειρά
εμβασμάτων προς την εταιρεία Decafin.
Οπως
είχε αποκαλύψει τότε η «Κ», ο μεν Ζήγρας φαίνεται να έχει στείλει σε
ένα διάστημα έξι μηνών συνολικά 2.420.000 ευρώ, ενώ δύο χρόνια νωρίτερα,
το 2004 ο Παπαχρήστου είχε στείλει 800.000 ευρώ.
Πλέον,
γνωρίζουμε πως η ελβετική εταιρεία είχε «εμπλοκή» και σε μια τρίτη
υπόθεση εξοπλιστικών, αφού ο Π. Ευσταθίου – εκπρόσωπος των γερμανικών
εταιρειών Stn Atlas και Rheinmetal AG, κατέθεσε στις ελληνικές αρχές πως
και αυτός -μέσω μιας off shore- είχε προχωρήσει σε εμβάσματα συνολικού
ύψους 200.000 ευρώ προς την Decafin στο χρονικό διάστημα που
διαπραγματευόταν τις συμβάσεις για τα αντιαεροπορικά συστήματα ASRAD.
Αγώνας δρόμου
Με
αφορμή αυτά τα στοιχεία, έχει ξεκινήσει εδώ και τρεις μήνες ένας
αθόρυβος αγώνας δρόμου από τις εισαγγελικές αρχές και των δύο χωρών με
αποκορύφωμα την έφοδο στα γραφεία της Decafin στα τέλη Μαρτίου.
Στόχος είναι να αποσαφηνιστεί ο σύνθετος ρόλος της εταιρείας αυτής και
κυρίως το πού κατέληξαν τα χρήματα (πάνω από 3,5 εκατ. ευρώ) ή
ενδεχομένως ο χρυσός - που σύμφωνα με εκτιμήσεις πρόκειται για μια
ποσότητα που ξεπερνά τα 350 κιλά.
Η
ελληνική πλευρά είχε ψάξει καταρχήν εάν είχε δηλωθεί η εισαγωγή χρυσού
στην Ελλάδα από τη συγκεκριμένη εταιρεία όπως προβλέπεται – αλλά μάταια.
Αλλωστε,
σύμφωνα με πηγή από την ελληνική ανάκριση, το πιθανότερο σενάριο είναι
πως τα χρήματα δεν προορίζονταν για αγορά χρυσού από κάποιον άμεσα
εμπλεκόμενο ή παραλήπτη της μίζας στην Ελλάδα αλλά ότι η εταιρεία
χρησιμοποιήθηκε -όπως αποδείχτηκε από τρία διαφορετικά δίκτυα– προς
διευκόλυνση της διακίνησης της μίζας.
Δηλαδή τα χρήματα από τα «μαύρα» ταμεία εμβάζονταν στην εταιρεία
χρυσού, ενδεχομένως κάποιος τρίτος αγόραζε χρυσό και στη συνέχεια το
αντίτιμο καταβαλλόταν –σε μετρητά πλέον– στον τελικό αποδέκτη στην
Ελλάδα.
Με αυτόν τον τρόπο οι διακινητές τις μίζας θεωρούσαν
προφανώς πως η εγκληματική τους δραστηριότητα θα ήταν αδύνατον να
εντοπιστεί αφού δεν υπήρχαν απευθείας ύποπτες τραπεζικές συναλλαγές οι
οποίες είναι ολοένα και πιο εύκολο να ανιχνευθούν.
Παρόλα
αυτά οι Ελβετοί εμφανίζονται αισιόδοξοι πως η ανάλυση των κατασχεθέντων
αρχείων της εταιρείας –που βρίσκεται σε εξέλιξη και ενδέχεται να
διαρκέσει μήνες- θα δώσει πολλές απαντήσεις και στοιχεία που λείπουν για
να διαλευκανθούν οι διαδρομές αλλά και οι τελικοί αποδέκτες της...
χρυσής μίζας.
Σε ρόλο-κλειδί ένας πρώην χρηματιστής
Η
εταιρεία Decafin φαίνεται πως είχε αναπτύξει επαφές και με άλλους
Ελληνες πολύ πριν από τα περίφημα εξοπλιστικά προγράμματα στο πλαίσιο
των οποίων -όπως φαίνεται- χρησιμοποιήθηκε.
Συγκεκριμένα,
το 1987 ο Μάκης Ψωμιάδης είχε κατηγορηθεί ότι είχε «ξεγελάσει» την
εταιρεία αγοράζοντας 160 κιλά χρυσού με κλεμμένες και πλαστογραφημένες
επιταγές. Από το παραπεμπτικό βούλευμα προέκυπτε ότι είχε αναπτύξει με
τους εκπροσώπους της «προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις, με αποτέλεσμα
να δημιουργηθεί κλίμα προσωπικής εμπιστοσύνης».
Από
την άλλη, η κατάθεση Παπαχρήστου, που μέσω offshore είχε στείλει χρήματα
στην Decafin το 2004, περιπλέκει περαιτέρω τα πράγματα σε σχέση τον
σύνθετο ρόλο της εταιρείας αλλά και τη σχέση της με «πρόσωπα και
καταστάσεις» στην Ελλάδα.
Και
αυτό γιατί ο ίδιος ισχυρίζεται πως η Decafin είχε εκπρόσωπο στην Αθήνα
ονόματι Β.Χ. ο οποίος αναλάμβανε να εξυπηρετεί πελάτες, δίνοντας μετρητά
ως αντάλλαγμα, σε εμβάσματα που γίνονταν προς τη μητρική εταιρεία στη
Γενεύη.
Οι ελβετικές αρχές
καλούνται -μεταξύ άλλων- να βρουν, «μέσα» από τα κατασχεθέντα έγγραφα
τον ρόλο του Β.Χ. –πρώην χρηματιστή- και το κυριότερο εκ μέρους ποίων
ενεργούσε: Υπάρχουν βάσιμες πληροφορίες ότι ο εν λόγω είχε επαφές και με
άλλους ανθρώπους-κλειδιά που εμπλέκονται άμεσα με τα εξοπλιστικά.
της Μαριάννας Κακαουνάκη
Καθημερινή
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου