Οι Ελληνικές πόλεις της Μικρά Ασίας δεν ήταν ενωμένες και συχνά, όπως και οι πόλεις στην κυρίως Ελλάδα, φιλονικούσαν μεταξύ τους. Ο Θαλής ο Μιλήσιος προείδε τον κίνδυνο στην αδυναμία αυτή των Ιωνικών πόλεων και πρότεινε μια ομοσπονδία, αποτελούμενη από όλες τις πόλεις με πρωτεύουσα την Τέω, αλλά κανένας δεν τον άκουσε.
Στα τέλη του έκτου αιώνος, ο βασιλιάς Γύγης της Λυδίας κατέλαβε την Κολοφώνα. Ανταποκρινόμενες στην επιθετικότητα της Λυδίας, δώδεκα Ιωνικές πόλεις δημιούργησαν μια συμμαχία, το κέντρο της οποίας ήταν το Πανιώνιο, ένας ναός του Ποσειδώνος στο ακρωτήριο της Μυκάλης. Η αδύναμη συμμαχία ήταν ανήμπορη να σταματήσει την κατάληψη των πόλεων, από τον επόμενο βασιλιά της Λυδίας, τον Κροίσο (560-546 π.Χ.). Μόνο η Μίλητος, η οποία δεν είχε αντισταθεί, παρέμεινε σύμμαχος, σύμφωνα με την συνθήκη.
Μετά την ήττα του Κροίσου από τον βασιλιά της Περσίας, Κύρο, οι Ιωνικές πόλεις οι οποίες είχαν πολεμήσει εναντίον του στον πόλεμο, ζήτησαν να κυβερνούνται με του ίδιους όρους, όπως ήταν πριν υπό την κηδεμονία του ευεργέτη βασιλιά Κροίσου. Ο Κύρος αρνήθηκε και η συμμαχία συναντήθηκε στο Πανιώνιο και αποφάσισαν να ζητήσουν την βοήθεια της Σπάρτης.
Αν και οι Λακεδαιμόνιοι αρνήθηκαν να τους βοηθήσουν, έστειλαν μήνυμα στον Κύρο, λέγοντας του να μην προξενήσει κακό σε καμία Ελληνική πόλη. Αντί αυτού, ο Κύρος έστειλε τον σατράπη της Λυδίας, Άρπαγο, ο οποίος είχε σώσει τον Κύρο σε νηπιακή ηλικία, να πολιορκήσει τις Ιωνικές πόλεις. Οι κάτοικοι της Τέω, μη θέλοντας να παραδοθούν, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και πήγαν στα Άβδηρα, στην Θράκη. Επίσης έφυγαν και οι Φωκαείς, οι οποίοι πήγαν στην Κορσική. Κατατρεγμένοι από τους Καρθαγένειους και τους κατοίκους της Τύρρας, πήγαν στο Ρήγιο και αργότερα ίδρυσαν την πόλη της Μασσαλίας. Η μία μετά την άλλη, οι Ιωνικές πόλεις κατελήφθησαν και αναγκάστηκαν να πληρώνουν φόρους στο βασιλιά της Περσίας, δίνοντας επίσης πλοία και στρατό. Αν και οι Πέρσες δεν αναμειγνύονταν με την θρησκεία τους, την κοινωνική ζωή και τις Ελληνικές παραδόσεις, οι πόλεις δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένες.
Στα τέλη του έκτου αιώνος, ο βασιλιάς Γύγης της Λυδίας κατέλαβε την Κολοφώνα. Ανταποκρινόμενες στην επιθετικότητα της Λυδίας, δώδεκα Ιωνικές πόλεις δημιούργησαν μια συμμαχία, το κέντρο της οποίας ήταν το Πανιώνιο, ένας ναός του Ποσειδώνος στο ακρωτήριο της Μυκάλης. Η αδύναμη συμμαχία ήταν ανήμπορη να σταματήσει την κατάληψη των πόλεων, από τον επόμενο βασιλιά της Λυδίας, τον Κροίσο (560-546 π.Χ.). Μόνο η Μίλητος, η οποία δεν είχε αντισταθεί, παρέμεινε σύμμαχος, σύμφωνα με την συνθήκη.
Μετά την ήττα του Κροίσου από τον βασιλιά της Περσίας, Κύρο, οι Ιωνικές πόλεις οι οποίες είχαν πολεμήσει εναντίον του στον πόλεμο, ζήτησαν να κυβερνούνται με του ίδιους όρους, όπως ήταν πριν υπό την κηδεμονία του ευεργέτη βασιλιά Κροίσου. Ο Κύρος αρνήθηκε και η συμμαχία συναντήθηκε στο Πανιώνιο και αποφάσισαν να ζητήσουν την βοήθεια της Σπάρτης.
Αν και οι Λακεδαιμόνιοι αρνήθηκαν να τους βοηθήσουν, έστειλαν μήνυμα στον Κύρο, λέγοντας του να μην προξενήσει κακό σε καμία Ελληνική πόλη. Αντί αυτού, ο Κύρος έστειλε τον σατράπη της Λυδίας, Άρπαγο, ο οποίος είχε σώσει τον Κύρο σε νηπιακή ηλικία, να πολιορκήσει τις Ιωνικές πόλεις. Οι κάτοικοι της Τέω, μη θέλοντας να παραδοθούν, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και πήγαν στα Άβδηρα, στην Θράκη. Επίσης έφυγαν και οι Φωκαείς, οι οποίοι πήγαν στην Κορσική. Κατατρεγμένοι από τους Καρθαγένειους και τους κατοίκους της Τύρρας, πήγαν στο Ρήγιο και αργότερα ίδρυσαν την πόλη της Μασσαλίας. Η μία μετά την άλλη, οι Ιωνικές πόλεις κατελήφθησαν και αναγκάστηκαν να πληρώνουν φόρους στο βασιλιά της Περσίας, δίνοντας επίσης πλοία και στρατό. Αν και οι Πέρσες δεν αναμειγνύονταν με την θρησκεία τους, την κοινωνική ζωή και τις Ελληνικές παραδόσεις, οι πόλεις δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένες.
Η Ιωνική επανάσταση
499 - 494 π.Χ.
499 - 494 π.Χ.
Η εξέγερση των Ιωνικών πόλεων ήταν αποτέλεσμα των ενεργειών του τυράννου της Μιλήτου, Αρισταγόρα, ο οποίος με την βοήθεια του σατράπη Αρταφέρνη προσπάθησε να καταλάβει το νησί της Νάξου. Όταν η αποστολή απέτυχε, ο Αρισταγόρας για να αποφύγει την τιμωρία για τις υποσχέσεις που είχε δώσει στον σατράπη, ξεκίνησε την επανάσταση στις δυσαρεστημένες Ιωνικές πόλεις. Ολόκληρη η Ιωνία επαναστάτησε και πολύ σύντομα απελευθερώθηκε από την τυραννία. Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Αρισταγόρας πήγε στην Σπάρτη και ζήτησε την βοήθεια τους. Ο βασιλιάς Κλεομένης προσωπικά στην αρχή ήθελε να βοηθήσει τους Ίωνες, αλλά οι Λακεδαιμόνιοι πήραν την απόφαση να μην αναμειχθούν σε μια τόσο μακρινή εκστρατεία. Λέγεται δε ότι, όταν ο Αρισταγόρας πρόσφερε στον Κλεομένη όλο και περισσότερα χρήματα, η οκτάχρονη κόρη του, Γοργό, είπε στον πατέρα της "Φύγε μακριά πατέρα, διαφορετικά αυτός ο άνθρωπος θα σε διαφθείρει".
Μετά από την άρνηση της Σπάρτης, ο Αριστάγορας πήγε στην Αθήνα και τους έπεισε να βοηθήσουν την εξέγερση. Οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς έστειλαν στόλο (20 τριήρεις οι Αθηναίοι και 5 οι Ερετριείς) και ενώνοντας τις δυνάμεις τους με τις Ιωνικές, βάδισαν και επετέθησαν στην πόλη των Σάρδεων, η οποία κάηκε από ατύχημα (498 π.Χ.). Οι Έλληνες όμως απέτυχαν να καταλάβουν την Ακρόπολη και στην επιστροφή τους προς τα παράλια, ο Περσικός στρατός τους επιτέθηκε πλησίον της Εφέσου και τους κατεδίωξε. Μετά από αυτό το συμβάν, οι Αθηναίοι γύρισαν πίσω και δεν αναμείχθηκαν ξανά στις Ιωνικές υποθέσεις.
Όταν ο Δαρείος έμαθε για το κάψιμο των Σάρδεων, με μεγάλη οργή ζήτησε να μάθει ποιος το έκανε. Όταν του είπαν "οι Αθηναίοι", ξαναρώτησε "και ποιοι είναι?" Όταν τον πληροφόρησαν, έριξε ένα βέλος προς τον ουρανό και είπε: "επέτρεψε μου Δία να πάρω εκδίκηση εναντίον των Αθηναίων" και έδωσε διαταγή σε έναν από τους υπηρέτες του να του θυμίζει τρεις φορές την ημέρα, κατά την διάρκεια του δείπνου: "Δέσποτα, μέμνησον τοις Αθηναίοις".
Μετά την εκστρατεία εναντίον των Σάρδεων, πολλές άλλες πόλεις επαναστάτησαν στην Μικρά Ασία, Θράκη και Κύπρο. Το 494 π.Χ., ο Περσικός και ο Ιωνικός στόλος έδωσαν μάχη έξω από την νήσο Λάδη, πλησίον του λιμανιού της Μιλήτου. Ο Περσικός στόλος αποτελείτο από 600 Φοινικικά πλοία, ο δε Ελληνικός από 353 πλοία. Τα πλοία της Χίου κατατρόπωσαν τον εχθρό και η ναυμαχία θα είχε κερδισθεί από τους κατά πολύ ανώτερους ναυτικούς των Ιωνικών πόλεων, αλλά όταν 50 πλοία από την Σάμο και άλλα 70 από την Λέσβο απεχώρησαν με δόλο, η μάχη χάθηκε. Ο Φοινικικός στόλος, ο οποίος είχε μεγάλη υπεροχή σε αριθμό πλοίων, κέρδισε την μάχη. Η Μίλητος που πολιορκήθηκε τώρα από στεριά και θάλασσα, κατελήφθη και κατεστράφη ολοσχερώς. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους σφαγιάστηκαν και οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στην Άμπη, μια πόλη κοντά στην κοίτη του ποταμού Τίγρη. Η Μίλητος έπεσε τον έκτο χρόνο, μετά την εξέγερση της (494 π.Χ.). Ο ναός του Απόλλωνος στα Δίδυμα, ένα από τα πιο σπουδαία μαντεία της Ελλάδος κάηκε, όπως είχαν προφητεύσει οι ιερείς του, οι Βραγχίδες.
Έναν χρόνο μετά την πτώση της Μιλήτου, ο ποιητής Φρύνιχος χρησιμοποίησε την άλωση της ως θέμα, στο έργο του, "Μιλήτου άλωσις", το οποίο παίχθηκε στην Αθήνα. Ολόκληρο το θέατρο έκλαιγε και οι Αθηναίοι έπαθαν τέτοια κατάθλιψη, ώστε υποχρέωσαν τον Φρύνιχο να πληρώσει πρόστιμο χιλίων δραχμών, γιατί τους έκανε να θυμηθούν δικές τους συμφορές, την δε τραγωδία του την απαγόρευσαν να ξαναπαιχθεί.
Μετά από την άρνηση της Σπάρτης, ο Αριστάγορας πήγε στην Αθήνα και τους έπεισε να βοηθήσουν την εξέγερση. Οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς έστειλαν στόλο (20 τριήρεις οι Αθηναίοι και 5 οι Ερετριείς) και ενώνοντας τις δυνάμεις τους με τις Ιωνικές, βάδισαν και επετέθησαν στην πόλη των Σάρδεων, η οποία κάηκε από ατύχημα (498 π.Χ.). Οι Έλληνες όμως απέτυχαν να καταλάβουν την Ακρόπολη και στην επιστροφή τους προς τα παράλια, ο Περσικός στρατός τους επιτέθηκε πλησίον της Εφέσου και τους κατεδίωξε. Μετά από αυτό το συμβάν, οι Αθηναίοι γύρισαν πίσω και δεν αναμείχθηκαν ξανά στις Ιωνικές υποθέσεις.
Όταν ο Δαρείος έμαθε για το κάψιμο των Σάρδεων, με μεγάλη οργή ζήτησε να μάθει ποιος το έκανε. Όταν του είπαν "οι Αθηναίοι", ξαναρώτησε "και ποιοι είναι?" Όταν τον πληροφόρησαν, έριξε ένα βέλος προς τον ουρανό και είπε: "επέτρεψε μου Δία να πάρω εκδίκηση εναντίον των Αθηναίων" και έδωσε διαταγή σε έναν από τους υπηρέτες του να του θυμίζει τρεις φορές την ημέρα, κατά την διάρκεια του δείπνου: "Δέσποτα, μέμνησον τοις Αθηναίοις".
Μετά την εκστρατεία εναντίον των Σάρδεων, πολλές άλλες πόλεις επαναστάτησαν στην Μικρά Ασία, Θράκη και Κύπρο. Το 494 π.Χ., ο Περσικός και ο Ιωνικός στόλος έδωσαν μάχη έξω από την νήσο Λάδη, πλησίον του λιμανιού της Μιλήτου. Ο Περσικός στόλος αποτελείτο από 600 Φοινικικά πλοία, ο δε Ελληνικός από 353 πλοία. Τα πλοία της Χίου κατατρόπωσαν τον εχθρό και η ναυμαχία θα είχε κερδισθεί από τους κατά πολύ ανώτερους ναυτικούς των Ιωνικών πόλεων, αλλά όταν 50 πλοία από την Σάμο και άλλα 70 από την Λέσβο απεχώρησαν με δόλο, η μάχη χάθηκε. Ο Φοινικικός στόλος, ο οποίος είχε μεγάλη υπεροχή σε αριθμό πλοίων, κέρδισε την μάχη. Η Μίλητος που πολιορκήθηκε τώρα από στεριά και θάλασσα, κατελήφθη και κατεστράφη ολοσχερώς. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους σφαγιάστηκαν και οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στην Άμπη, μια πόλη κοντά στην κοίτη του ποταμού Τίγρη. Η Μίλητος έπεσε τον έκτο χρόνο, μετά την εξέγερση της (494 π.Χ.). Ο ναός του Απόλλωνος στα Δίδυμα, ένα από τα πιο σπουδαία μαντεία της Ελλάδος κάηκε, όπως είχαν προφητεύσει οι ιερείς του, οι Βραγχίδες.
Έναν χρόνο μετά την πτώση της Μιλήτου, ο ποιητής Φρύνιχος χρησιμοποίησε την άλωση της ως θέμα, στο έργο του, "Μιλήτου άλωσις", το οποίο παίχθηκε στην Αθήνα. Ολόκληρο το θέατρο έκλαιγε και οι Αθηναίοι έπαθαν τέτοια κατάθλιψη, ώστε υποχρέωσαν τον Φρύνιχο να πληρώσει πρόστιμο χιλίων δραχμών, γιατί τους έκανε να θυμηθούν δικές τους συμφορές, την δε τραγωδία του την απαγόρευσαν να ξαναπαιχθεί.
Η μάχη του Μαραθώνος
490 π.Χ.
490 π.Χ.
Το 492 π.Χ., ο Δαρείος έστειλε τον γαμπρό του Μαρδόνιο, με ένα μεγάλο στρατό και στόλο σε εκστρατεία στην Θράκη, για να αποκαταστήσει την εξουσία του και με απώτερο σκοπό αργότερα να καταλάβει την υπόλοιπη Ελλάδα. Ο στόλος, ο οποίος ακολουθούσε τον στρατό της ξηράς από κοντά, καταστράφηκε σε μια θαλασσοταραχή, στην χερσόνησο του όρους Άθω. Τριακόσια πλοία χάθηκαν στην καταιγίδα και 20,000 άνδρες πνίγηκαν. Αμέσως μετά, ο Μαρδόνιος πληγώθηκε, όταν μια Θρακική φυλή, οι Βρυγοί, επιτέθηκαν στον στρατό του κατά την διάρκεια μια νύχτας. Με τις δυνάμεις του εξασθενημένες, ο Μαρδόνιος επέστρεψε στην Περσία.
Η αποτυχία της εκστρατείας δεν αποθάρρυνε τον Δαρείο και αμέσως ξεκίνησε τις προετοιμασίες για μια μεγαλύτερη. Έστειλε πρέσβεις σε όλες τις Ελληνικές πόλεις, ζητώντας να δώσουν "Γην και ύδωρ", το σύμβολο της υποταγής. Όλα τα Ελληνικά νησιά και πολλές από τις Ελληνικές πόλεις υποτάχθηκαν. Η Αθήνα και η Σπάρτη ένοιωσαν τόσο μεγάλη ταπείνωση, ώστε η πρώτη πέταξε τους πρέσβεις στο Βάραθρο, μια βαθιά σχισμή στα τείχη της Ακροπόλεως και η δεύτερη σε ένα πηγάδι, για να βρουν εκεί την γη και το ύδωρ.
Την άνοιξη του 490 π.Χ., ο Δαρείος συγκέντρωσε στην Κιλικία ένα μεγάλο στρατό, και συγχρόνως ετοίμασε ένα στόλο με εξακόσια πλοία. Ο στρατηγοί του, Δάτις και Αρταφέρνης, είχαν πάρει οδηγίες να υποτάξουν τις πόλεις που είχαν αρνηθεί να δώσουν γη και ύδωρ, ιδιαιτέρως την Αθήνα και την Ερέτρια. Αρχικά έπλευσαν στην Σάμο και από εκεί στην Νάξο, το νησί που είχε απωθήσει ένα μεγάλο Περσικό στόλο, δέκα χρόνια πριν. Οι κάτοικοι της Νάξου έφυγαν από τις πόλεις, οι οποίες κάηκαν από τους Πέρσες. Όλα τα άλλα νησιά υποτάχθηκαν και ο στόλος έπλευσε στη Ερέτρια, όπου και συνάντησαν μεγάλη αντίσταση. Επί έξι μέρες οι κάτοικοι της Ερέτριας πολέμησαν ηρωικά, αλλά την εβδόμη ημέρα, οι πύλες άνοιξαν από δύο Ερετριείς προδότες και οι δύο εξέχοντες πολίτες. Η πόλη λεηλατήθηκε και κάηκε ολοσχερώς, οι δε κάτοικοι της αλυσοδέθηκαν.
Μετά από μερικές ημέρες, ο Δάτις πέρασε στην Αττική, στρατοπεδεύοντας στην πεδιάδα του Μαραθώνα. Η τοποθεσία είχε διαλεχτεί από τον Ιππία, τον γιο του Πεισίστρατου, ο οποίος ακολουθούσε τους Πέρσες. Στο μεταξύ, οι Αθηναίοι μαθαίνοντας τα νέα για την πτώση της Ερέτριας, έστειλαν το Φειδιππίδη στην Σπάρτη, για να ζητήσει βοήθεια. Ο Φειδιππίδης, ταχυδρόμος εξ' επαγγέλματος, έκανε την απόσταση των 240 χιλιομέτρων με τα πόδια, μόνο σε 48 ώρες. Οι Σπαρτιάτες υποσχέθηκαν να στείλουν βοήθεια, αλλά ζήτησαν χρόνο, επειδή δεν είχε γίνει ακόμη πανσέληνος (χρειαζόταν ακόμα μια βδομάδα), ένας νόμος της Σπάρτης, ο οποίος τους απαγόρευε να εκστρατεύουν κατά την διάρκεια αυτών των ημερών.
Οι Αθηναίοι, οι οποίοι είχαν αποφασίσει να αντιμετωπίσουν τον Περσικό στρατό στον Μαραθώνα, είχαν στρατοπεδεύσει στην πεδιάδα της Αυλώνος, πλησίον του ναού του Ηρακλή και παρακολουθούσαν από κοντά τις κινήσεις του εχθρού. Όταν έλαβαν τα νέα από τον Φειδιππίδη, οι Αθηναίοι στρατηγοί ήταν διχασμένοι, ως προς το σχέδιο που έπρεπε να ακολουθήσουν. Πέντε από τους στρατηγούς ήθελαν να εμπλακούν αμέσως με τον Περσικό στρατό, μεταξύ αυτών ο Μιλτιάδης, Θεμιστοκλής και Αριστείδης, ενώ οι άλλοι πέντε αρνούντο να δώσουν μάχη μέχρις ότου θα έφθανε ο στρατός των Σπαρτιατών. Ο στρατηγός Μιλτιάδης, ο οποίος ανήκε στην ομάδα των στρατηγών οι οποίοι ήθελαν να δώσουν αμέσως μάχη, έπεισε τον πολέμαρχο Καλλίμαχο, να ψηφίσει για μάχη. Ο Αθηναϊκός στρατός αριθμούσε σε 10,000 βαριά οπλισμένους στρατιώτες, χωρίς να έχει σημαντική δύναμη ελαφρά οπλισμένων ανδρών, ιππικό ή τοξότες. Χωρίς να το περιμένουν, η πόλη των Πλαταιών υποχρεωμένοι για την βοήθεια που τους είχαν δώσει οι Αθηναίοι στον πόλεμο εναντίον της Θήβας, έστειλε προς βοήθεια όλο τον στρατό της, που αποτελείτο από 1000 οπλίτες. Ο Περσικός στρατός ο οποίος αριθμούσε περισσότερο από 120,000 στρατιώτες (σύμφωνα με άλλους 50,000), είχε στρατοπεδεύσει στην πεδιάδα περίπου ενάμισι χιλιόμετρο από την ακτή. Αποφασίστηκε ότι, εάν οι Πέρσες βάδιζαν εναντίον της Αθήνας ή επιβίβαζαν στρατό στα πλοία, θα τους επιτίθεντο αμέσως.
Αφού περίμεναν οκτώ ολόκληρες ημέρες, την 17η ημέρα του Σεπτεμβρίου, το 490 π.Χ., οι Πέρσες άρχισαν να επιβιβάζουν στρατιώτες στα πλοία για να πλεύσουν στην απροστάτευτη πόλη των Αθηναίων. Ο Μιλτιάδης αμέσως διέταξε να ετοιμασθούν για μάχη. Επειδή δεν υπήρχαν αρκετοί άνδρες για να καλύψουν το μήκος του Περσικού στρατού αποφάσισε να ενισχύσει τις πτέρυγες και άφησε το κέντρο ασθενές, με μόνο λίγες γραμμές. Η δεξιά πτέρυγα ήταν υπό την αρχηγία του πολέμαρχου Καλλίμαχου και στην αριστερή πτέρυγα είχαν πάρει θέση οι Πλαταιείς. Για να αποφύγουν οι Έλληνες τα αμέτρητα βέλη των Περσών, αποφασίστηκε η φάλαγγα των Ελλήνων, λίγο πριν από την απόσταση των διακοσίων μέτρων από τον εχθρό, να τρέξει ταχέως για να μην εκτεθεί στα βέλη τους για μεγάλο χρονικό διάστημα και να πέσουν στον εχθρό με την μεγαλύτερη δυνατή ορμή. Όταν ο Μιλτιάδης έδωσε το σύνθημα της άμεσης επιθέσεως, οι Αθηναίοι όρμησαν προς τον εχθρό τρέχοντας. Με την πολεμική τους κραυγή, "Ελελέυ! Ελελέυ!", έπεσαν πάνω στους ξαφνιασμένους Πέρσες, οι οποίοι δεν ήταν συνηθισμένοι στην σώμα με σώμα μάχη. Μετά από μακρά και σκληρή μάχη, οι Πέρσες νίκησαν στο κέντρο, όπου είχαν τοποθετήσει τον καλύτερο στρατό τους. Αλλά οι Αθηναίοι, στην δεξιά και αριστερή πτέρυγα κατατρόπωσαν τον εχθρό και ενώνοντας το δεξιό και αριστερό τμήμα, επιτέθηκαν στο κέντρο. Η επίθεση των Αθηναίων είχε τέτοιο ολέθριο για τον εχθρό αποτέλεσμα, ώστε μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα οι Πέρσες οπισθοχώρησαν στα πλοία τους με μεγάλες απώλειες, αφήνοντας πίσω τις σκηνές τους. Στην παραλία, μια λυσσώδης και πολύωρη μάχη πήρε μέρος, κατά την οποία οι Έλληνες προσπάθησαν να εμποδίσουν την Περσική φυγή προς τα πλοία. Οι Πέρσες που κατέφυγαν στους βάλτους, σφαγιάστηκαν όλοι.
Η αποτυχία της εκστρατείας δεν αποθάρρυνε τον Δαρείο και αμέσως ξεκίνησε τις προετοιμασίες για μια μεγαλύτερη. Έστειλε πρέσβεις σε όλες τις Ελληνικές πόλεις, ζητώντας να δώσουν "Γην και ύδωρ", το σύμβολο της υποταγής. Όλα τα Ελληνικά νησιά και πολλές από τις Ελληνικές πόλεις υποτάχθηκαν. Η Αθήνα και η Σπάρτη ένοιωσαν τόσο μεγάλη ταπείνωση, ώστε η πρώτη πέταξε τους πρέσβεις στο Βάραθρο, μια βαθιά σχισμή στα τείχη της Ακροπόλεως και η δεύτερη σε ένα πηγάδι, για να βρουν εκεί την γη και το ύδωρ.
Την άνοιξη του 490 π.Χ., ο Δαρείος συγκέντρωσε στην Κιλικία ένα μεγάλο στρατό, και συγχρόνως ετοίμασε ένα στόλο με εξακόσια πλοία. Ο στρατηγοί του, Δάτις και Αρταφέρνης, είχαν πάρει οδηγίες να υποτάξουν τις πόλεις που είχαν αρνηθεί να δώσουν γη και ύδωρ, ιδιαιτέρως την Αθήνα και την Ερέτρια. Αρχικά έπλευσαν στην Σάμο και από εκεί στην Νάξο, το νησί που είχε απωθήσει ένα μεγάλο Περσικό στόλο, δέκα χρόνια πριν. Οι κάτοικοι της Νάξου έφυγαν από τις πόλεις, οι οποίες κάηκαν από τους Πέρσες. Όλα τα άλλα νησιά υποτάχθηκαν και ο στόλος έπλευσε στη Ερέτρια, όπου και συνάντησαν μεγάλη αντίσταση. Επί έξι μέρες οι κάτοικοι της Ερέτριας πολέμησαν ηρωικά, αλλά την εβδόμη ημέρα, οι πύλες άνοιξαν από δύο Ερετριείς προδότες και οι δύο εξέχοντες πολίτες. Η πόλη λεηλατήθηκε και κάηκε ολοσχερώς, οι δε κάτοικοι της αλυσοδέθηκαν.
Μετά από μερικές ημέρες, ο Δάτις πέρασε στην Αττική, στρατοπεδεύοντας στην πεδιάδα του Μαραθώνα. Η τοποθεσία είχε διαλεχτεί από τον Ιππία, τον γιο του Πεισίστρατου, ο οποίος ακολουθούσε τους Πέρσες. Στο μεταξύ, οι Αθηναίοι μαθαίνοντας τα νέα για την πτώση της Ερέτριας, έστειλαν το Φειδιππίδη στην Σπάρτη, για να ζητήσει βοήθεια. Ο Φειδιππίδης, ταχυδρόμος εξ' επαγγέλματος, έκανε την απόσταση των 240 χιλιομέτρων με τα πόδια, μόνο σε 48 ώρες. Οι Σπαρτιάτες υποσχέθηκαν να στείλουν βοήθεια, αλλά ζήτησαν χρόνο, επειδή δεν είχε γίνει ακόμη πανσέληνος (χρειαζόταν ακόμα μια βδομάδα), ένας νόμος της Σπάρτης, ο οποίος τους απαγόρευε να εκστρατεύουν κατά την διάρκεια αυτών των ημερών.
Οι Αθηναίοι, οι οποίοι είχαν αποφασίσει να αντιμετωπίσουν τον Περσικό στρατό στον Μαραθώνα, είχαν στρατοπεδεύσει στην πεδιάδα της Αυλώνος, πλησίον του ναού του Ηρακλή και παρακολουθούσαν από κοντά τις κινήσεις του εχθρού. Όταν έλαβαν τα νέα από τον Φειδιππίδη, οι Αθηναίοι στρατηγοί ήταν διχασμένοι, ως προς το σχέδιο που έπρεπε να ακολουθήσουν. Πέντε από τους στρατηγούς ήθελαν να εμπλακούν αμέσως με τον Περσικό στρατό, μεταξύ αυτών ο Μιλτιάδης, Θεμιστοκλής και Αριστείδης, ενώ οι άλλοι πέντε αρνούντο να δώσουν μάχη μέχρις ότου θα έφθανε ο στρατός των Σπαρτιατών. Ο στρατηγός Μιλτιάδης, ο οποίος ανήκε στην ομάδα των στρατηγών οι οποίοι ήθελαν να δώσουν αμέσως μάχη, έπεισε τον πολέμαρχο Καλλίμαχο, να ψηφίσει για μάχη. Ο Αθηναϊκός στρατός αριθμούσε σε 10,000 βαριά οπλισμένους στρατιώτες, χωρίς να έχει σημαντική δύναμη ελαφρά οπλισμένων ανδρών, ιππικό ή τοξότες. Χωρίς να το περιμένουν, η πόλη των Πλαταιών υποχρεωμένοι για την βοήθεια που τους είχαν δώσει οι Αθηναίοι στον πόλεμο εναντίον της Θήβας, έστειλε προς βοήθεια όλο τον στρατό της, που αποτελείτο από 1000 οπλίτες. Ο Περσικός στρατός ο οποίος αριθμούσε περισσότερο από 120,000 στρατιώτες (σύμφωνα με άλλους 50,000), είχε στρατοπεδεύσει στην πεδιάδα περίπου ενάμισι χιλιόμετρο από την ακτή. Αποφασίστηκε ότι, εάν οι Πέρσες βάδιζαν εναντίον της Αθήνας ή επιβίβαζαν στρατό στα πλοία, θα τους επιτίθεντο αμέσως.
Αφού περίμεναν οκτώ ολόκληρες ημέρες, την 17η ημέρα του Σεπτεμβρίου, το 490 π.Χ., οι Πέρσες άρχισαν να επιβιβάζουν στρατιώτες στα πλοία για να πλεύσουν στην απροστάτευτη πόλη των Αθηναίων. Ο Μιλτιάδης αμέσως διέταξε να ετοιμασθούν για μάχη. Επειδή δεν υπήρχαν αρκετοί άνδρες για να καλύψουν το μήκος του Περσικού στρατού αποφάσισε να ενισχύσει τις πτέρυγες και άφησε το κέντρο ασθενές, με μόνο λίγες γραμμές. Η δεξιά πτέρυγα ήταν υπό την αρχηγία του πολέμαρχου Καλλίμαχου και στην αριστερή πτέρυγα είχαν πάρει θέση οι Πλαταιείς. Για να αποφύγουν οι Έλληνες τα αμέτρητα βέλη των Περσών, αποφασίστηκε η φάλαγγα των Ελλήνων, λίγο πριν από την απόσταση των διακοσίων μέτρων από τον εχθρό, να τρέξει ταχέως για να μην εκτεθεί στα βέλη τους για μεγάλο χρονικό διάστημα και να πέσουν στον εχθρό με την μεγαλύτερη δυνατή ορμή. Όταν ο Μιλτιάδης έδωσε το σύνθημα της άμεσης επιθέσεως, οι Αθηναίοι όρμησαν προς τον εχθρό τρέχοντας. Με την πολεμική τους κραυγή, "Ελελέυ! Ελελέυ!", έπεσαν πάνω στους ξαφνιασμένους Πέρσες, οι οποίοι δεν ήταν συνηθισμένοι στην σώμα με σώμα μάχη. Μετά από μακρά και σκληρή μάχη, οι Πέρσες νίκησαν στο κέντρο, όπου είχαν τοποθετήσει τον καλύτερο στρατό τους. Αλλά οι Αθηναίοι, στην δεξιά και αριστερή πτέρυγα κατατρόπωσαν τον εχθρό και ενώνοντας το δεξιό και αριστερό τμήμα, επιτέθηκαν στο κέντρο. Η επίθεση των Αθηναίων είχε τέτοιο ολέθριο για τον εχθρό αποτέλεσμα, ώστε μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα οι Πέρσες οπισθοχώρησαν στα πλοία τους με μεγάλες απώλειες, αφήνοντας πίσω τις σκηνές τους. Στην παραλία, μια λυσσώδης και πολύωρη μάχη πήρε μέρος, κατά την οποία οι Έλληνες προσπάθησαν να εμποδίσουν την Περσική φυγή προς τα πλοία. Οι Πέρσες που κατέφυγαν στους βάλτους, σφαγιάστηκαν όλοι.
Αμέσως μετά την μάχη, ένα Αθηναίος οπλίτης με τα άρματα του, έτρεξε στην Αθήνα (την απόσταση των 35 χιλιομέτρων) να φέρει τα ευχάριστα νέα στους κατοίκους. Πέρασε από το βουνό του Υμηττού και μετά από τον λόφο του Λυκαβηττού και δια μέσου της Ακροπόλεως, έφθασε στην Αγορά. Υψώνοντας την ασπίδα του, φώναξε "Νενικήκαμε" και πέφτοντας κάτω, ξεψύχησε.
Στην μάχη, οι Πέρσες έχασαν 6,400 άνδρες και επτά από τα πλοία τους κατελήφθησαν και από την πλευρά των Αθηναίων 192 άνδρες σκοτώθηκαν, ανάμεσα τους ο πολέμαρχος Καλλίμαχος και ο Στησίλαος, ένας από τους δέκα στρατηγούς. Την δεύτερη μέρα μετά την μάχη, 2,000 Σπαρτιάτες ήλθαν στην Αθήνα, βαδίζοντας 240 χιλιόμετρα σε μόνο τρεις μέρες. Μαθαίνοντας ότι η μάχη είχε γίνει, επισκέφθηκαν τον Μαραθώνα και αφού επιθεώρησαν το πεδίο της μάχης, όπου χιλιάδες νεκροί Πέρσες κείτονταν στο έδαφος, επέστρεψαν στην Σπάρτη, επαινώντας την ανδρεία των Αθηναίων.
Οι 192 Αθηναίοι που έχασαν την ζωή τους, ετάφησαν στο πεδίο της μάχης και ένα τύμβος δώδεκα μέτρων υψώθηκε από πάνω τους. Τα ονόματα τους ανεγράφησαν επάνω σε δέκα κολώνες, μία για την κάθε φυλή. Σε πέτρα από άσπρο μάρμαρο, τοποθετημένη επάνω στον τύμβο, ήταν χαραγμένη η επιγραφή του ποιητή Σιμωνίδη:
"Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι,
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν".
Δύο άλλοι τύμβοι υψώθηκαν, ένας για τους πεσόντες των Πλαταιών και ένας άλλος για τους δούλους. Από την λεία του Περσικού στρατοπέδου, οι Αθηναίοι πρόσφεραν το ένα δέκατο στην θεά Αθηνά, τον Απόλλωνα και την Άρτεμη και έκτισαν το θησαυροφυλάκιο των Αθηναίων στους Δελφούς. Ένα μέρος της λείας εδόθη στην πόλη των Πλαταιών και από αυτήν αργότερα ο Φειδίας κατασκεύασε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς.
Στην μάχη του Μαραθώνος πολέμησε ο τραγικός ποιητής Αισχύλος και ο αδελφός του Κυνέγειρος, ο οποίος σκοτώθηκε στην μάχη δείχνοντας μεγάλο ηρωισμό. Προσπαθώντας να κρατήσει ένα Περσικό πλοίο από την πρύμνη, του έκοψαν το χέρι με ένα τσεκούρι. Ο Αισχύλος που πληγώθηκε βαριά, θεώρησε την συμμετοχή του στην μάχη του Μαραθώνος, ως την μεγαλύτερη τιμή της ζωής του, όπως και ήταν γραμμένο στην επιτάφιο στήλη του.
Κατά την διάρκεια της μάχης του Μαραθώνος, ένα παράξενο γεγονός συνέβη στον Αθηναίο οπλίτη Επίζηλο, γιο του Κουφαγόρα, ο οποίος έχασε το φως του και δεν το ξαναβρήκε ποτέ, αν και δεν έλαβε κανένα χτύπημα ή τραύμα. Όπως έλεγε αργότερα ο ίδιος, ένα πελώριος στρατιώτης εμφανίσθηκε μπροστά του, του οποίου τα γένια έκρυβαν όλη την ασπίδα του και αυτό το φάντασμα σκότωνε τους εχθρούς γύρω του. Εκείνη την στιγμή πέρασε από το μυαλό του, ότι ίσως ήταν θεός, το δε λαμπερό φως της αρματωσιάς του, ήταν αυτό που τον τύφλωσε.
Οι Αθηναίοι οι οποίοι είχαν παρατηρήσει προς το τέλος της μάχης, ότι κάποιος έδινε σήματα με την ασπίδα του από την κορυφή του βουνού της Πεντέλης, φοβούμενοι ότι ένας προδότης έστελνε μήνυμα στον εχθρό για να καταλάβουν την πόλη, έφυγαν ταχέως για να υπερασπίσουν την απροστάτευτη Αθήνα αφήνοντας πίσω τις φυλές του Θεμιστοκλή και Αριστείδη, που είχαν δοκιμασθεί στην μάχη, πολεμώντας στο κέντρο της παρατάξεως. Κουρασμένοι από την μάχη στην ζεστή μέρα του Σεπτεμβρίου, έφθασαν σε επτά ώρες στο νότιο μέρος του τείχους και στρατοπέδευσαν στον ναό του Ηρακλή, στις Κυνοσάργες. Οι Πέρσες, οι οποίοι είχαν εισέλθει στο Φαληρικό κόλπο, όταν τους είδαν να έρχονται, έπλευσαν για την Ασία.
Στην μάχη, οι Πέρσες έχασαν 6,400 άνδρες και επτά από τα πλοία τους κατελήφθησαν και από την πλευρά των Αθηναίων 192 άνδρες σκοτώθηκαν, ανάμεσα τους ο πολέμαρχος Καλλίμαχος και ο Στησίλαος, ένας από τους δέκα στρατηγούς. Την δεύτερη μέρα μετά την μάχη, 2,000 Σπαρτιάτες ήλθαν στην Αθήνα, βαδίζοντας 240 χιλιόμετρα σε μόνο τρεις μέρες. Μαθαίνοντας ότι η μάχη είχε γίνει, επισκέφθηκαν τον Μαραθώνα και αφού επιθεώρησαν το πεδίο της μάχης, όπου χιλιάδες νεκροί Πέρσες κείτονταν στο έδαφος, επέστρεψαν στην Σπάρτη, επαινώντας την ανδρεία των Αθηναίων.
Οι 192 Αθηναίοι που έχασαν την ζωή τους, ετάφησαν στο πεδίο της μάχης και ένα τύμβος δώδεκα μέτρων υψώθηκε από πάνω τους. Τα ονόματα τους ανεγράφησαν επάνω σε δέκα κολώνες, μία για την κάθε φυλή. Σε πέτρα από άσπρο μάρμαρο, τοποθετημένη επάνω στον τύμβο, ήταν χαραγμένη η επιγραφή του ποιητή Σιμωνίδη:
"Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι,
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν".
Δύο άλλοι τύμβοι υψώθηκαν, ένας για τους πεσόντες των Πλαταιών και ένας άλλος για τους δούλους. Από την λεία του Περσικού στρατοπέδου, οι Αθηναίοι πρόσφεραν το ένα δέκατο στην θεά Αθηνά, τον Απόλλωνα και την Άρτεμη και έκτισαν το θησαυροφυλάκιο των Αθηναίων στους Δελφούς. Ένα μέρος της λείας εδόθη στην πόλη των Πλαταιών και από αυτήν αργότερα ο Φειδίας κατασκεύασε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς.
Στην μάχη του Μαραθώνος πολέμησε ο τραγικός ποιητής Αισχύλος και ο αδελφός του Κυνέγειρος, ο οποίος σκοτώθηκε στην μάχη δείχνοντας μεγάλο ηρωισμό. Προσπαθώντας να κρατήσει ένα Περσικό πλοίο από την πρύμνη, του έκοψαν το χέρι με ένα τσεκούρι. Ο Αισχύλος που πληγώθηκε βαριά, θεώρησε την συμμετοχή του στην μάχη του Μαραθώνος, ως την μεγαλύτερη τιμή της ζωής του, όπως και ήταν γραμμένο στην επιτάφιο στήλη του.
Κατά την διάρκεια της μάχης του Μαραθώνος, ένα παράξενο γεγονός συνέβη στον Αθηναίο οπλίτη Επίζηλο, γιο του Κουφαγόρα, ο οποίος έχασε το φως του και δεν το ξαναβρήκε ποτέ, αν και δεν έλαβε κανένα χτύπημα ή τραύμα. Όπως έλεγε αργότερα ο ίδιος, ένα πελώριος στρατιώτης εμφανίσθηκε μπροστά του, του οποίου τα γένια έκρυβαν όλη την ασπίδα του και αυτό το φάντασμα σκότωνε τους εχθρούς γύρω του. Εκείνη την στιγμή πέρασε από το μυαλό του, ότι ίσως ήταν θεός, το δε λαμπερό φως της αρματωσιάς του, ήταν αυτό που τον τύφλωσε.
Οι Αθηναίοι οι οποίοι είχαν παρατηρήσει προς το τέλος της μάχης, ότι κάποιος έδινε σήματα με την ασπίδα του από την κορυφή του βουνού της Πεντέλης, φοβούμενοι ότι ένας προδότης έστελνε μήνυμα στον εχθρό για να καταλάβουν την πόλη, έφυγαν ταχέως για να υπερασπίσουν την απροστάτευτη Αθήνα αφήνοντας πίσω τις φυλές του Θεμιστοκλή και Αριστείδη, που είχαν δοκιμασθεί στην μάχη, πολεμώντας στο κέντρο της παρατάξεως. Κουρασμένοι από την μάχη στην ζεστή μέρα του Σεπτεμβρίου, έφθασαν σε επτά ώρες στο νότιο μέρος του τείχους και στρατοπέδευσαν στον ναό του Ηρακλή, στις Κυνοσάργες. Οι Πέρσες, οι οποίοι είχαν εισέλθει στο Φαληρικό κόλπο, όταν τους είδαν να έρχονται, έπλευσαν για την Ασία.
490 - 480 π.Χ.
Η αποτυχημένη Περσική εκστρατεία, έκανε τον Δαρείο περισσότερο αποφασισμένο να καταλάβει την Ελλάδα. Επί τρία χρόνια, μετά την μάχη του Μαραθώνος, προετοίμαζε ένα μεγάλο στρατό, αλλά η εξέγερση που ξέσπασε στην Αίγυπτο ανέβαλε τις προετοιμασίες και το 485 π.Χ. πέθανε. Ο γιος του, Ξέρξης, από την μεγαλύτερη κόρη του Κύρου, την Αττόσα, τον διαδέχθηκε στον θρόνο.
Μέσα σε ένα χρόνο, κατέπνιξε την επανάσταση στην Αίγυπτο και αμέσως άρχισε τις προετοιμασίες για εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος, σε μεγάλη κλίμακα. Επί τέσσαρα χρόνια, συγκέντρωνε προμήθειες όλων των ειδών και στρατό στις πεδιάδες της Καππαδοκίας και έχτιζε αποθήκες τροφίμων κατά μήκος της παραλίας στην Θράκη.
Για να αποφύγει τους επικίνδυνους ανέμους της χερσονήσου, που κατέστρεψαν τον στόλο του το 492 π.Χ., άνοιξε ένα κανάλι στην Χαλκιδική, βορείως του όρους Άθως, αρκετά μεγάλο για να περάσουν δύο τριήρεις. Έκτισε επίσης μια γέφυρα στον ποταμό Στρυμόνα. Στο μεταξύ, Αιγύπτιοι και Φοίνικες μηχανικοί κατασκεύασαν μια γέφυρα στον Ελλήσποντο, κοντά στην Άβυδο, όπου η απόσταση των ακτών είναι περίπου ενάμισι χιλιόμετρο. Η γέφυρα κατασκευάσθηκε από παλιά πλοία και κρατιόταν με πελώρια σχοινιά. Αργότερα καταστράφηκε από μια μεγάλη τρικυμία και ο Ξέρξης διέταξε να κοπούν τα κεφάλια εκείνων που ήταν υπεύθυνοι για την κατασκευή της και να μαστιγώσουν τον ανυπότακτο Ελλήσποντο τριακόσιες φορές. Δύο καινούργιες γέφυρες κατασκευάσθηκαν από Έλληνες μηχανικούς χρησιμοποιώντας 674 πλοία, η μία δίπλα στην άλλη, μία για τον στρατό και η άλλη για τα ζώα και τις αποσκευές. Οι γέφυρες ακουμπούσαν πάνω σε μια σειρά από αγκυροβολημένα πλοία, που ήταν δεμένα με πελώρια παλαμάρια, κατασκευασμένα από λινάρι και πάπυρο.
Στην Ελλάδα, η Αθήνα και η Αίγινα μετά την μάχη του Μαραθώνος άνοιξαν καινούργιο πόλεμο, ο οποίος κράτησε εννέα περίπου χρόνια. Η Αίγινα ήταν μια από τις ισχυρότερες ναυτικές δυνάμεις τον καιρό εκείνο και τα πλοία της λεηλατούσαν τα Αττικά παράλια. Όταν ένα πλούσιο στρώμα από ασήμι ανακαλύφθηκε στην Μαρώνεια, στο Λαύριο, έγινε πρόταση για τα χρήματα που περίσσεψαν (πάνω από εκατό τάλαντα), να διανεμηθούν στους Αθηναίους πολίτες. Ο Θεμιστοκλής προσπάθησε και έπεισε τους Αθηναίους να χρησιμοποιήσουν το πλεόνασμα για να φτιάξουν στόλο που θα βοηθούσε κυρίως στον ακήρυκτο πόλεμο με την Αίγινα (498 π.Χ.), αλλά χωρίς καμία αμφιβολία από φόβο, για την επερχόμενη Περσική εκστρατεία. Μέσα σε δύο χρόνια, η Αθήνα είχε ένα στόλο με περισσότερες από 200 τριήρεις.
Όταν η Αίγινα έδωσε "γην και ύδωρ", οι Αθηναίοι ζήτησαν την μεσολάβηση της Σπάρτης, κατηγορώντας τους Αιγινήτες, ότι είχαν προδώσει την Ελλάδα. Ο βασιλιάς Κλεομένης έπιασε δέκα διακεκριμένους Αιγινίτες πολίτες και τους έστειλε στην Αθήνα, ως όμηρους. Μετά το επεισόδιο αυτό, η Αίγινα έβαλε τέλος στις εχθροπραξίες με την Αθήνα, η οποία άρχιζε να προετοιμάζεται για την αναμενόμενη Περσική εκστρατεία.
Στην Ελλάδα, τα νέα για την επερχόμενη Περσική εκστρατεία ήταν γνωστά από καιρό. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδος οι πόλεις ενώθηκαν υπό την αρχηγία της Σπάρτης και ενώ ο Ξέρξης περνούσε τον χειμώνα στις Σάρδεις, οι Ελληνικές πόλεις κάλεσαν συμβούλιο και συναντήθηκαν στην Κόρινθο (481 π.Χ.). Μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο, έκαναν προσπάθεια να ενώσουν όλες τις πόλεις κάτω από μια συμμαχία για την υπεράσπιση της πατρίδος. Αλλά ήταν τόσο μεγάλος ο φόβος που ο Ξέρξης είχε εμπνεύσει σε πολλές από αυτές, που η προσπάθεια απέτυχε. Όπως και να έχει, το συμβούλιο αποδείχθηκε προσοδοφόρο συμφιλιώνοντας τις πόλεις, κυρίως την Αθήνα και Αίγινα. Το στρατηγικό σχέδιο των Ελλήνων, το οποίο χωρίς καμία αμφιβολία ήταν έργο του Θεμιστοκλή, ήταν να νικήσουν τον Περσικό στόλο σε ναυμαχία, με την ελπίδα ότι ο στρατός της ξηράς θα απεσύρετο χωρίς ανεφοδιασμό και υποστήριξη. Η πρόταση της Σπάρτης να πολεμήσουν τους Πέρσες στον Ισθμό της Κορίνθου, δεν έγινε δεκτή, γιατί όλες οι βόρειες Ελληνικές πόλεις θα Μηδούσαν, και έτσι αποφασίσθηκε ότι το μόνο μέρος που θα μπορούσαν να αμυνθούν ήταν οι Θερμοπύλες. Ο Ελληνικός στόλος, ο οποίος αποτελείτο από 300 τριήρεις, ήταν αγκυροβολημένος στο Αρτεμίσιο, στα βόρεια της Εύβοιας, όπου η θεά Άρτεμης είχε το ιερό της, απέναντι από τον Παγασητικό κόλπο, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τον Περσικό στόλο.
Στην Αθήνα οι ηγήτορες Αριστείδης και Θεμιστοκλής μάλωναν από καιρό για την πορεία που θα έπρεπε η πόλη τους να ακολουθήσει. Ο Αριστείδης, ένας άνδρας ικανός αλλά χωρίς μεγάλη διορατικότητα, φημισμένος για την τιμιότητα και δικαιοσύνη του, πίστευε ότι η Αθήνα έπρεπε να κρατήσει τα αρχαία Αθηναϊκά ήθη και έθιμα, αποφεύγοντας να γίνει ναυτική δύναμη. Ο Θεμιστοκλής, ο οποίος ήταν μεγαλοφυΐα, ήταν της γνώμης ότι η Αθήνα έπρεπε να κατασκευάσει στόλο και να γίνει ναυτική δύναμη. Ο Θεμιστοκλής με την πάροδο του χρόνου κατάφερε να εξορίσει τους αντιπάλους του, τον ένα μετά τον άλλο. Ο Ίππαρχος εξορίστηκε το 487 π.Χ., ο Ξάνθιππος το 484 π.Χ. και ο Αριστείδης το 482 π.Χ. Για να έχει στα χέρια του την δύναμη της εξουσίας και επειδή απαγορευόταν να εκλεγεί επώνυμος άρχων για δεύτερη φορά, έπεισε τους Αθηναίους να αλλάξουν το πολίτευμα, αφαιρώντας την εκτελεστική δύναμη από τον επώνυμο άρχοντα. Την εξουσία ανέλαβαν οι δέκα στρατηγοί των φυλών, οι οποίοι μπορούσαν να επανεκλεγούν.
Μέσα σε ένα χρόνο, κατέπνιξε την επανάσταση στην Αίγυπτο και αμέσως άρχισε τις προετοιμασίες για εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος, σε μεγάλη κλίμακα. Επί τέσσαρα χρόνια, συγκέντρωνε προμήθειες όλων των ειδών και στρατό στις πεδιάδες της Καππαδοκίας και έχτιζε αποθήκες τροφίμων κατά μήκος της παραλίας στην Θράκη.
Για να αποφύγει τους επικίνδυνους ανέμους της χερσονήσου, που κατέστρεψαν τον στόλο του το 492 π.Χ., άνοιξε ένα κανάλι στην Χαλκιδική, βορείως του όρους Άθως, αρκετά μεγάλο για να περάσουν δύο τριήρεις. Έκτισε επίσης μια γέφυρα στον ποταμό Στρυμόνα. Στο μεταξύ, Αιγύπτιοι και Φοίνικες μηχανικοί κατασκεύασαν μια γέφυρα στον Ελλήσποντο, κοντά στην Άβυδο, όπου η απόσταση των ακτών είναι περίπου ενάμισι χιλιόμετρο. Η γέφυρα κατασκευάσθηκε από παλιά πλοία και κρατιόταν με πελώρια σχοινιά. Αργότερα καταστράφηκε από μια μεγάλη τρικυμία και ο Ξέρξης διέταξε να κοπούν τα κεφάλια εκείνων που ήταν υπεύθυνοι για την κατασκευή της και να μαστιγώσουν τον ανυπότακτο Ελλήσποντο τριακόσιες φορές. Δύο καινούργιες γέφυρες κατασκευάσθηκαν από Έλληνες μηχανικούς χρησιμοποιώντας 674 πλοία, η μία δίπλα στην άλλη, μία για τον στρατό και η άλλη για τα ζώα και τις αποσκευές. Οι γέφυρες ακουμπούσαν πάνω σε μια σειρά από αγκυροβολημένα πλοία, που ήταν δεμένα με πελώρια παλαμάρια, κατασκευασμένα από λινάρι και πάπυρο.
Στην Ελλάδα, η Αθήνα και η Αίγινα μετά την μάχη του Μαραθώνος άνοιξαν καινούργιο πόλεμο, ο οποίος κράτησε εννέα περίπου χρόνια. Η Αίγινα ήταν μια από τις ισχυρότερες ναυτικές δυνάμεις τον καιρό εκείνο και τα πλοία της λεηλατούσαν τα Αττικά παράλια. Όταν ένα πλούσιο στρώμα από ασήμι ανακαλύφθηκε στην Μαρώνεια, στο Λαύριο, έγινε πρόταση για τα χρήματα που περίσσεψαν (πάνω από εκατό τάλαντα), να διανεμηθούν στους Αθηναίους πολίτες. Ο Θεμιστοκλής προσπάθησε και έπεισε τους Αθηναίους να χρησιμοποιήσουν το πλεόνασμα για να φτιάξουν στόλο που θα βοηθούσε κυρίως στον ακήρυκτο πόλεμο με την Αίγινα (498 π.Χ.), αλλά χωρίς καμία αμφιβολία από φόβο, για την επερχόμενη Περσική εκστρατεία. Μέσα σε δύο χρόνια, η Αθήνα είχε ένα στόλο με περισσότερες από 200 τριήρεις.
Όταν η Αίγινα έδωσε "γην και ύδωρ", οι Αθηναίοι ζήτησαν την μεσολάβηση της Σπάρτης, κατηγορώντας τους Αιγινήτες, ότι είχαν προδώσει την Ελλάδα. Ο βασιλιάς Κλεομένης έπιασε δέκα διακεκριμένους Αιγινίτες πολίτες και τους έστειλε στην Αθήνα, ως όμηρους. Μετά το επεισόδιο αυτό, η Αίγινα έβαλε τέλος στις εχθροπραξίες με την Αθήνα, η οποία άρχιζε να προετοιμάζεται για την αναμενόμενη Περσική εκστρατεία.
Στην Ελλάδα, τα νέα για την επερχόμενη Περσική εκστρατεία ήταν γνωστά από καιρό. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδος οι πόλεις ενώθηκαν υπό την αρχηγία της Σπάρτης και ενώ ο Ξέρξης περνούσε τον χειμώνα στις Σάρδεις, οι Ελληνικές πόλεις κάλεσαν συμβούλιο και συναντήθηκαν στην Κόρινθο (481 π.Χ.). Μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο, έκαναν προσπάθεια να ενώσουν όλες τις πόλεις κάτω από μια συμμαχία για την υπεράσπιση της πατρίδος. Αλλά ήταν τόσο μεγάλος ο φόβος που ο Ξέρξης είχε εμπνεύσει σε πολλές από αυτές, που η προσπάθεια απέτυχε. Όπως και να έχει, το συμβούλιο αποδείχθηκε προσοδοφόρο συμφιλιώνοντας τις πόλεις, κυρίως την Αθήνα και Αίγινα. Το στρατηγικό σχέδιο των Ελλήνων, το οποίο χωρίς καμία αμφιβολία ήταν έργο του Θεμιστοκλή, ήταν να νικήσουν τον Περσικό στόλο σε ναυμαχία, με την ελπίδα ότι ο στρατός της ξηράς θα απεσύρετο χωρίς ανεφοδιασμό και υποστήριξη. Η πρόταση της Σπάρτης να πολεμήσουν τους Πέρσες στον Ισθμό της Κορίνθου, δεν έγινε δεκτή, γιατί όλες οι βόρειες Ελληνικές πόλεις θα Μηδούσαν, και έτσι αποφασίσθηκε ότι το μόνο μέρος που θα μπορούσαν να αμυνθούν ήταν οι Θερμοπύλες. Ο Ελληνικός στόλος, ο οποίος αποτελείτο από 300 τριήρεις, ήταν αγκυροβολημένος στο Αρτεμίσιο, στα βόρεια της Εύβοιας, όπου η θεά Άρτεμης είχε το ιερό της, απέναντι από τον Παγασητικό κόλπο, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τον Περσικό στόλο.
Στην Αθήνα οι ηγήτορες Αριστείδης και Θεμιστοκλής μάλωναν από καιρό για την πορεία που θα έπρεπε η πόλη τους να ακολουθήσει. Ο Αριστείδης, ένας άνδρας ικανός αλλά χωρίς μεγάλη διορατικότητα, φημισμένος για την τιμιότητα και δικαιοσύνη του, πίστευε ότι η Αθήνα έπρεπε να κρατήσει τα αρχαία Αθηναϊκά ήθη και έθιμα, αποφεύγοντας να γίνει ναυτική δύναμη. Ο Θεμιστοκλής, ο οποίος ήταν μεγαλοφυΐα, ήταν της γνώμης ότι η Αθήνα έπρεπε να κατασκευάσει στόλο και να γίνει ναυτική δύναμη. Ο Θεμιστοκλής με την πάροδο του χρόνου κατάφερε να εξορίσει τους αντιπάλους του, τον ένα μετά τον άλλο. Ο Ίππαρχος εξορίστηκε το 487 π.Χ., ο Ξάνθιππος το 484 π.Χ. και ο Αριστείδης το 482 π.Χ. Για να έχει στα χέρια του την δύναμη της εξουσίας και επειδή απαγορευόταν να εκλεγεί επώνυμος άρχων για δεύτερη φορά, έπεισε τους Αθηναίους να αλλάξουν το πολίτευμα, αφαιρώντας την εκτελεστική δύναμη από τον επώνυμο άρχοντα. Την εξουσία ανέλαβαν οι δέκα στρατηγοί των φυλών, οι οποίοι μπορούσαν να επανεκλεγούν.
Η μάχη των Θερμοπυλών
480 π.Χ.
480 π.Χ.
Στο τέλος του χρόνου 481 π.Χ., όλες οι Περσικές προετοιμασίες για την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος είχαν τελειώσει και τον επόμενο χρόνο 480 π.Χ., μετά τις ανοιξιάτικες βροχές, ο τεράστιος στρατός βάδισε προς τον Ελλήσποντο. Επί εφτά ημέρες και νύχτες, ο στρατός περνούσε στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η στρατιωτική δύναμη με τους ακολούθους ξεπερνούσε 5,000,000 άνδρες, ο δε ναυτικός στόλος αριθμούσε 1207 πλοία. Ο στρατός αποτελείτο από 1,700,000 στρατιώτες, 80,000 ιππείς και 20,000 Λιβύους και Άραβες, με άρματα και καμήλες. Επί πλέον, οι Θρακικές και Μακεδονικές πόλεις της βόρειας Ελλάδος διέθεσαν περισσότερο από 300,000 άνδρες. Οι Περσικές δυνάμεις έφθασαν στη Θεσσαλία 480 π.Χ., χωρίς καμία αντίσταση. Στο μεταξύ, μια μικρή δύναμη που έστειλαν οι Ελληνικές πόλεις υπό την αρχηγία του βασιλιά Λεωνίδα, στρατοπέδευσε στις Θερμοπύλες.
Η Αθήνα και η Σπάρτη συμβουλεύθηκαν το μαντείο των Δελφών και έλαβαν τρομακτικές απαντήσεις. Οι Αθηναίοι, οι οποίοι δεν μπορούσαν να δεχθούν τον χρησμό "φύγετε στα πέρατα του κόσμου", είπαν στο μαντείο ότι θα παραμείνουν εκεί μέχρι να πεθάνουν, περιμένοντας ένα καλύτερο χρησμό. Το μαντείο τότε τους έδωσε έναν καινούργιο χρησμό, ο οποίος έλεγε ότι "ένα ξύλινο τείχος θα επιζήσει από την καταστροφή της Αττικής" και "η θεϊκή Σαλαμίνα θα καταστρέψει τα παιδιά των γυναικών". Στο συμβούλιο των Αθηναίων, ο Θεμιστοκλής αργότερα χρησιμοποιώντας επιχειρήματα είπε ότι τα ξύλινα τείχη ήταν ο στόλος τους και ότι αν ο θεός προφήτευε κακό για την Ελλάδα, δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ την λέξη "θεϊκή", αλλά την λέξη "ολέθρια" (σχετλίη). Στους Σπαρτιάτες ο χρησμός ήταν το ίδιο ζοφερός, λέγοντας τους ότι "ή η Σπάρτη θα έπρεπε να χαθεί, ή ένας βασιλιάς της".
Όταν ο Ξέρξης έφθασε στις Θερμοπύλες, βρήκε να υπερασπίζεται από ένα σώμα 300 Σπαρτιατών και από 7,000 οπλίτες άλλων πόλεων, υπό την αρχηγία του Σπαρτιάτη βασιλιά Λεωνίδα.
Ο Ξέρξης μαθαίνοντας για τον μικρό αριθμό των Ελληνικών δυνάμεων και ότι αρκετοί Σπαρτιάτες έξω από τα τείχη γυμνάζονταν και χτένιζαν τα μαλλιά τους, στην αμηχανία του, κάλεσε τον Δημάρατο να του εξηγήσει την έννοια όλων αυτών. Ο Δημάρατος του είπε, ότι οι Σπαρτιάτες θα υπερασπισθούν το μέρος μέχρι θανάτου και ότι υπήρχε παράδοση να πλένουν και να χτενίζουν τα μαλλιά τους με ιδιαίτερη προσοχή, όταν επρόκειτο να θέσουν την ζωή τους σε κίνδυνο. Ο Ξέρξης που δεν πίστεψε τον Δημάρατο, καθυστέρησε την επίθεση επί τέσσαρες μέρες, νομίζοντας ότι οι Έλληνες θα διασκορπίζονταν, όταν θα αντιλαμβάνονταν τις μεγάλες δυνάμεις του.
Έστειλε επίσης αγγελιοφόρους, ζητώντας να παραδώσουν τα όπλα τους. Η απάντηση του Λεωνίδα ήταν "Μολών λαβέ" (έλα να τα πάρεις).
Όταν είπαν σε ένα Σπαρτιάτη για τον μεγάλο αριθμό των Περσικών δυνάμεων, οι οποίοι με τα βέλη τους θα έκρυβαν τον ήλιο, απάντησε
"τόσο το καλύτερο, θα πολεμήσουμε στην σκιά".
Την πέμπτη ημέρα ο Ξέρξης επιτέθηκε χωρίς καμία επιτυχία και με μεγάλες απώλειες, αν και οι Μήδες πολέμησαν γενναία. Τότε έδωσε διαταγή στην προσωπική του φρουρά, τους "Αθανάτους" υπό την αρχηγία του Υρδάνη, ένα σώμα δέκα χιλιάδων ανδρών από τους καλύτερους Πέρσες στρατιώτες, να επιτεθούν, αλλά και αυτοί απέτυχαν και παρατηρήθηκε ότι ο Ξέρξης πήδησε από τον θρόνο του τρεις φορές, από θυμό και αγωνία. Την επόμενη μέρα επετέθησαν και πάλι, δεν υπήρξε όμως καμία πρόοδος. Ο Ξέρξης ήταν απελπισμένος, αλλά η τύχη του άλλαξε, όταν ο Εφιάλτης, γιος του Ευρίδημου από την Μαλίδα, του είπε για ένα κρυφό μονοπάτι μέσα στο βουνό. Αμέσως εστάλη η ισχυρή Περσική δύναμης των Αθανάτων, με τον αρχηγό τους Υρδάνη, οδηγούμενη από τον προδότη. Τα ξημερώματα έφθασαν στην κορυφή, όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι Φωκείς, οι οποίοι μόλις είδαν τον Περσικό στρατό ετράπησαν σε φυγή.
Όταν ο Λεωνίδας έμαθε τα γεγονότα, διέταξε να συγκληθεί το συμβούλιο του πολέμου. Πολλοί είχαν την γνώμη, ότι έπρεπε να αποσυρθούν και να βρουν μία καλύτερη τοποθεσία για να αμυνθούν, αλλά ο Λεωνίδας, ο οποίος εδεσμεύετο από τους νόμους της Σπάρτης και από τον χρησμό, που είχε προφητεύσει, ότι είτε η Σπάρτη ή ένας βασιλιάς της Σπάρτης θα έπρεπε να θυσιαστεί, αρνήθηκε. Τριακόσιοι Σπαρτιάτες και επτακόσιοι Θεσπιείς πήραν την απόφαση να μείνουν και να μαχηθούν. Στους υπόλοιπους επετράπη να φύγουν, με εξαίρεση τετρακοσίων Βοιωτών οι οποίοι κρατήθηκαν ως όμηροι.
Ο Λεωνίδας δεν περίμενε την Περσική επίθεση, η οποία καθυστερούσε από τον Ξέρξη και βάδισε εναντίον τους. Στην μάχη που επακολούθησε χιλιάδες Πέρσες σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι υποχώρησαν προς την θάλασσα, αλλά όταν τα Σπαρτιάτικα δόρατα έσπασαν, οι Σπαρτιάτες άρχισαν να έχουν απώλειες και ένας από τους πρώτους που έπεσαν, ήταν ο Λεωνίδας. Γύρω από το σώμα του μία από τις πιο σκληρές μάχες έλαβε μέρος. Τέσσερις φορές οι Πέρσες επιτέθηκαν να το πάρουν και τις τέσσερις απωθήθηκαν. Στο τέλος, οι Σπαρτιάτες εξαντλημένοι και πληγωμένοι, μεταφέροντας το σώμα του Λεωνίδα, αποσύρθηκαν πίσω από το τείχος, αλλά περικυκλώθηκαν από τον εχθρό, που τους σκότωσε με βέλη.
Σε αυτό το σημείο, ένα μαρμάρινο λιοντάρι τοποθετήθηκε από τους Έλληνες προς τιμήν του Λεωνίδα και των ανδρών του, καθώς και δύο άλλα μνημεία πλησίον του.
Σε ένα από αυτά, έχουν γραφεί οι αθάνατες λέξεις:
"Ω ξείν αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα,
τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι".
Η Αθήνα και η Σπάρτη συμβουλεύθηκαν το μαντείο των Δελφών και έλαβαν τρομακτικές απαντήσεις. Οι Αθηναίοι, οι οποίοι δεν μπορούσαν να δεχθούν τον χρησμό "φύγετε στα πέρατα του κόσμου", είπαν στο μαντείο ότι θα παραμείνουν εκεί μέχρι να πεθάνουν, περιμένοντας ένα καλύτερο χρησμό. Το μαντείο τότε τους έδωσε έναν καινούργιο χρησμό, ο οποίος έλεγε ότι "ένα ξύλινο τείχος θα επιζήσει από την καταστροφή της Αττικής" και "η θεϊκή Σαλαμίνα θα καταστρέψει τα παιδιά των γυναικών". Στο συμβούλιο των Αθηναίων, ο Θεμιστοκλής αργότερα χρησιμοποιώντας επιχειρήματα είπε ότι τα ξύλινα τείχη ήταν ο στόλος τους και ότι αν ο θεός προφήτευε κακό για την Ελλάδα, δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ την λέξη "θεϊκή", αλλά την λέξη "ολέθρια" (σχετλίη). Στους Σπαρτιάτες ο χρησμός ήταν το ίδιο ζοφερός, λέγοντας τους ότι "ή η Σπάρτη θα έπρεπε να χαθεί, ή ένας βασιλιάς της".
Όταν ο Ξέρξης έφθασε στις Θερμοπύλες, βρήκε να υπερασπίζεται από ένα σώμα 300 Σπαρτιατών και από 7,000 οπλίτες άλλων πόλεων, υπό την αρχηγία του Σπαρτιάτη βασιλιά Λεωνίδα.
Ο Ξέρξης μαθαίνοντας για τον μικρό αριθμό των Ελληνικών δυνάμεων και ότι αρκετοί Σπαρτιάτες έξω από τα τείχη γυμνάζονταν και χτένιζαν τα μαλλιά τους, στην αμηχανία του, κάλεσε τον Δημάρατο να του εξηγήσει την έννοια όλων αυτών. Ο Δημάρατος του είπε, ότι οι Σπαρτιάτες θα υπερασπισθούν το μέρος μέχρι θανάτου και ότι υπήρχε παράδοση να πλένουν και να χτενίζουν τα μαλλιά τους με ιδιαίτερη προσοχή, όταν επρόκειτο να θέσουν την ζωή τους σε κίνδυνο. Ο Ξέρξης που δεν πίστεψε τον Δημάρατο, καθυστέρησε την επίθεση επί τέσσαρες μέρες, νομίζοντας ότι οι Έλληνες θα διασκορπίζονταν, όταν θα αντιλαμβάνονταν τις μεγάλες δυνάμεις του.
Έστειλε επίσης αγγελιοφόρους, ζητώντας να παραδώσουν τα όπλα τους. Η απάντηση του Λεωνίδα ήταν "Μολών λαβέ" (έλα να τα πάρεις).
Όταν είπαν σε ένα Σπαρτιάτη για τον μεγάλο αριθμό των Περσικών δυνάμεων, οι οποίοι με τα βέλη τους θα έκρυβαν τον ήλιο, απάντησε
"τόσο το καλύτερο, θα πολεμήσουμε στην σκιά".
Την πέμπτη ημέρα ο Ξέρξης επιτέθηκε χωρίς καμία επιτυχία και με μεγάλες απώλειες, αν και οι Μήδες πολέμησαν γενναία. Τότε έδωσε διαταγή στην προσωπική του φρουρά, τους "Αθανάτους" υπό την αρχηγία του Υρδάνη, ένα σώμα δέκα χιλιάδων ανδρών από τους καλύτερους Πέρσες στρατιώτες, να επιτεθούν, αλλά και αυτοί απέτυχαν και παρατηρήθηκε ότι ο Ξέρξης πήδησε από τον θρόνο του τρεις φορές, από θυμό και αγωνία. Την επόμενη μέρα επετέθησαν και πάλι, δεν υπήρξε όμως καμία πρόοδος. Ο Ξέρξης ήταν απελπισμένος, αλλά η τύχη του άλλαξε, όταν ο Εφιάλτης, γιος του Ευρίδημου από την Μαλίδα, του είπε για ένα κρυφό μονοπάτι μέσα στο βουνό. Αμέσως εστάλη η ισχυρή Περσική δύναμης των Αθανάτων, με τον αρχηγό τους Υρδάνη, οδηγούμενη από τον προδότη. Τα ξημερώματα έφθασαν στην κορυφή, όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι Φωκείς, οι οποίοι μόλις είδαν τον Περσικό στρατό ετράπησαν σε φυγή.
Όταν ο Λεωνίδας έμαθε τα γεγονότα, διέταξε να συγκληθεί το συμβούλιο του πολέμου. Πολλοί είχαν την γνώμη, ότι έπρεπε να αποσυρθούν και να βρουν μία καλύτερη τοποθεσία για να αμυνθούν, αλλά ο Λεωνίδας, ο οποίος εδεσμεύετο από τους νόμους της Σπάρτης και από τον χρησμό, που είχε προφητεύσει, ότι είτε η Σπάρτη ή ένας βασιλιάς της Σπάρτης θα έπρεπε να θυσιαστεί, αρνήθηκε. Τριακόσιοι Σπαρτιάτες και επτακόσιοι Θεσπιείς πήραν την απόφαση να μείνουν και να μαχηθούν. Στους υπόλοιπους επετράπη να φύγουν, με εξαίρεση τετρακοσίων Βοιωτών οι οποίοι κρατήθηκαν ως όμηροι.
Ο Λεωνίδας δεν περίμενε την Περσική επίθεση, η οποία καθυστερούσε από τον Ξέρξη και βάδισε εναντίον τους. Στην μάχη που επακολούθησε χιλιάδες Πέρσες σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι υποχώρησαν προς την θάλασσα, αλλά όταν τα Σπαρτιάτικα δόρατα έσπασαν, οι Σπαρτιάτες άρχισαν να έχουν απώλειες και ένας από τους πρώτους που έπεσαν, ήταν ο Λεωνίδας. Γύρω από το σώμα του μία από τις πιο σκληρές μάχες έλαβε μέρος. Τέσσερις φορές οι Πέρσες επιτέθηκαν να το πάρουν και τις τέσσερις απωθήθηκαν. Στο τέλος, οι Σπαρτιάτες εξαντλημένοι και πληγωμένοι, μεταφέροντας το σώμα του Λεωνίδα, αποσύρθηκαν πίσω από το τείχος, αλλά περικυκλώθηκαν από τον εχθρό, που τους σκότωσε με βέλη.
Σε αυτό το σημείο, ένα μαρμάρινο λιοντάρι τοποθετήθηκε από τους Έλληνες προς τιμήν του Λεωνίδα και των ανδρών του, καθώς και δύο άλλα μνημεία πλησίον του.
Σε ένα από αυτά, έχουν γραφεί οι αθάνατες λέξεις:
"Ω ξείν αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα,
τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι".
Η μάχη της Σαλαμίνας
480 π.Χ.
480 π.Χ.
Ο Ελληνικός στόλος στο Αρτεμίσιο, όταν έλαβε πληροφορίες για τον μεγάλο αριθμό του Περσικού στόλου, άφησε το πόστο του και έπλευσε στα στενά του Ευρίπου, ανάμεσα στην Εύβοια και Βοιωτία.
Ο Περσικός στόλος, αφού έπλευσε νότια στον Θερμαϊκό κόλπο, έφθασε στο νησί της Σκιάθου και αγκυροβόλησε στις Σέπιας, κατά μήκος της ακτής της Μαγνησίας. Ο τεράστιος αυτός στόλος αποτελείτο από 200 Αιγυπτιακές τριήρεις, 150 Κυπριακές, 300 από την Φοινίκη και Παλαιστίνη, 100 πλοία είχαν προσφέρει οι Ιωνικές πόλεις, 100 η Κυλικεία, 100 από τον Ελλήσποντο και τα υπόλοιπα από πολλές άλλες πόλεις. Το σύνολο του Περσικού στόλου ήταν 1207 πλοία, υποστηριζόμενος από άλλα 3000 μικρότερα πλοιάρια. Οι μάχιμοι άνδρες στις τριήρεις ήταν περίπου 36,000 και με τους κωπηλάτες 240,000. Οι Έλληνες, κατά μήκος των ακτών της Θράκης και των νήσων, συνεισέφεραν 120 πλοία.
Όταν ο Περσικός στόλος αγκυροβόλησε στα παράλια της Μαγνησίας, μια τρομερή θύελλα, η οποία κράτησε για τρεις μέρες, κατέστρεψε 400 πλοία και σχεδόν όλα από τα μικρότερα πλοιάρια. Αυτό το συμβάν έδωσε θάρρος στον Ελληνικό στόλο και επέστρεψε στον Αρτεμίσιο. Όταν η καταιγίδα πέρασε, ο Περσικός στόλος έπλευσε γύρω από τον Παγασητικό κόλπο και αγκυροβόλησε στην Αφέτη. Δεκαπέντε πλοία, τα οποία είχαν παραμείνει πίσω και είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους, νομίζοντας ότι ο Ελληνικός στόλος στο Αρτεμίσιο ήταν δικός τους, όταν πλησίασαν αιχμαλωτίσθηκαν. Αλλά όταν ο Περσικός στόλος τους πλησίασε, οι Έλληνες βλέποντας τον μεγάλο αριθμό των Περσικών πλοίων ήθελαν να φύγουν από την περιοχή. Με δυσκολία οι Ευβοιείς, οι οποίοι μετέφεραν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, τους έπεισαν να παραμείνουν και να αντιμετωπίσουν τον εχθρό εκεί.
Οι Πέρσες απέστειλαν αμέσως 200 πλοία, τα οποία έπλευσαν γύρω από την Εύβοια, για να καταλάβουν τον Εύριπο, ακριβώς πίσω από τον Ελληνικό στόλο και να εμποδίσουν την διαφυγή τους. Οι Έλληνες, οι οποίοι ειδοποιήθηκαν για την Περσική κίνηση από τον έξοχο δύτη Σκυλλία της Σκιώνος, αποφάσισαν να αποπλεύσουν κατά την διάρκεια της νύχτας στον Εύριπο, για να τα αντιμετωπίσουν. Αλλά το απόγευμα έγινε αλλαγή στο σχέδιο και επετέθησαν στο κύριο σώμα του Περσικού στόλου. Η μάχη κράτησε αρκετές ώρες και οι Έλληνες συνέλαβαν 30 Περσικά πλοία, ενώ οι Πέρσες κατέλαβαν μόνο ένα Λιμναίο. Κατά την διάρκεια της νύχτας, οι Πέρσες είχαν άλλη μια κακοτυχία. Μια σφοδρή θύελλα κατέστρεψε τα 200 πλοία που είχαν σταλεί στον Εύριπο και έπλεαν στα επικίνδυνα παράλια, της περιοχής Τρύπες. Πολλά πλοία από το κύριο σώμα του στόλου επίσης καταστράφηκαν, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους Πέρσες να δώσουν και άλλη μάχη, δύο μέρες αργότερα. Μια μέρα πριν από την μάχη, 53 Αθηναϊκές τριήρεις ήλθαν και ενώθηκαν με τον Ελληνικό στόλο. Η ναυμαχία ήταν σκληρή και κράτησε ολόκληρη την ημέρα, με απώλειες μεγάλες και από τις δύο πλευρές. Όταν ήλθαν τα νέα, ότι οι Θερμοπύλες έπεσαν στους Πέρσες, τα Ελληνικά πλοία έπλευσαν για την Σαλαμίνα.
Αν και οι ναυμαχίες στο Αρτεμίσιο δεν ήταν νικηφόρες, έδωσαν θάρρος και ελπίδα στους Έλληνες, οι οποίοι πίστεψαν, ότι κάτω από καλύτερες συνθήκες, θα μπορούσαν να νικήσουν τους Πέρσες στην θάλασσα. Ο κόλπος της Σαλαμίνας, όπου ο Ελληνικός στόλος έπλευσε, ήταν μια καλά διαλεγμένη τοποθεσία για να πολεμήσουν τον εχθρό, γιατί στα στενά του κόλπου, το πλεονέκτημα που είχαν οι Πέρσες σε αριθμό πλοίων, εκμηδενίζονταν. Ο στόλος προστάτευε επίσης την μεταφορά των πολιτών από την Αττική, οι οποίοι έφευγαν από τα σπίτια τους για την Αίγινα, την Τροιζηνία και την Σαλαμίνα. Εν όψει του άμεσου κινδύνου επετράπη η επιστροφή των εξόριστων Αθηναίων, που μεταξύ αυτών ήταν ο Αριστείδης και ο Ξάνθιππος.
Στο μεταξύ, ο Ξέρξης είχε φθάσει στην Αθήνα και περικύκλωσε την Ακρόπολη. Ένα μέρος του στρατού στρατοπέδευσε στον Άρειο Πάγο, από όπου έριχναν αναμμένα βέλη, καίγοντας τις ξύλινες οχυρώσεις της Ακροπόλεως. Οι λιγοστοί υπερασπιστές του θείου βράχου δεν παραδόθηκαν και όταν οι Πέρσες προσπαθούσαν να αναρριχηθούν στα τείχη, έριχναν πελώριους βράχους πάνω τους. Οι Πέρσες κατέλαβαν την Ακρόπολη, όταν βρήκαν ένα απροστάτευτο σημείο, κοντά στον ναό της Αγλαύρου. Ένα μικρό σώμα ανέβηκε στον βράχο, μπήκε στην Ακρόπολη και άνοιξε τις πύλες στον Περσικό στρατό. Οι Αθηναίοι υπερασπιστές σφαγιάστηκαν ή έπεσαν από τα τείχη. Όλα τα κτίρια και οι ναοί της Ακροπόλεως λεηλατήθηκαν και κάηκαν. Οι Αθηναίοι εξόριστοι, που πήγαν στην Ακρόπολη την επόμενη ημέρα για να προσφέρουν θυσία, είδαν με έκπληξη το ιερό δένδρο της ελιάς, το οποίο είχε καεί ολοσχερώς, να έχει πετάξει ένα καινούργιο βλαστάρι, περίπου τριάντα εκατοστά.
Από τα πλοία και από το νησί της Σαλαμίνας, οι Αθηναίοι και οι υπόλοιποι Έλληνες έβλεπαν την πόλη της Αθήνας τυλιγμένη στις φλόγες. Πολλοί έχασαν το κουράγιο τους από το θέαμα και ήθελαν να οπισθοχωρήσουν στον Ισθμό.
Ο Περσικός στόλος, αφού έπλευσε νότια στον Θερμαϊκό κόλπο, έφθασε στο νησί της Σκιάθου και αγκυροβόλησε στις Σέπιας, κατά μήκος της ακτής της Μαγνησίας. Ο τεράστιος αυτός στόλος αποτελείτο από 200 Αιγυπτιακές τριήρεις, 150 Κυπριακές, 300 από την Φοινίκη και Παλαιστίνη, 100 πλοία είχαν προσφέρει οι Ιωνικές πόλεις, 100 η Κυλικεία, 100 από τον Ελλήσποντο και τα υπόλοιπα από πολλές άλλες πόλεις. Το σύνολο του Περσικού στόλου ήταν 1207 πλοία, υποστηριζόμενος από άλλα 3000 μικρότερα πλοιάρια. Οι μάχιμοι άνδρες στις τριήρεις ήταν περίπου 36,000 και με τους κωπηλάτες 240,000. Οι Έλληνες, κατά μήκος των ακτών της Θράκης και των νήσων, συνεισέφεραν 120 πλοία.
Όταν ο Περσικός στόλος αγκυροβόλησε στα παράλια της Μαγνησίας, μια τρομερή θύελλα, η οποία κράτησε για τρεις μέρες, κατέστρεψε 400 πλοία και σχεδόν όλα από τα μικρότερα πλοιάρια. Αυτό το συμβάν έδωσε θάρρος στον Ελληνικό στόλο και επέστρεψε στον Αρτεμίσιο. Όταν η καταιγίδα πέρασε, ο Περσικός στόλος έπλευσε γύρω από τον Παγασητικό κόλπο και αγκυροβόλησε στην Αφέτη. Δεκαπέντε πλοία, τα οποία είχαν παραμείνει πίσω και είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους, νομίζοντας ότι ο Ελληνικός στόλος στο Αρτεμίσιο ήταν δικός τους, όταν πλησίασαν αιχμαλωτίσθηκαν. Αλλά όταν ο Περσικός στόλος τους πλησίασε, οι Έλληνες βλέποντας τον μεγάλο αριθμό των Περσικών πλοίων ήθελαν να φύγουν από την περιοχή. Με δυσκολία οι Ευβοιείς, οι οποίοι μετέφεραν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, τους έπεισαν να παραμείνουν και να αντιμετωπίσουν τον εχθρό εκεί.
Οι Πέρσες απέστειλαν αμέσως 200 πλοία, τα οποία έπλευσαν γύρω από την Εύβοια, για να καταλάβουν τον Εύριπο, ακριβώς πίσω από τον Ελληνικό στόλο και να εμποδίσουν την διαφυγή τους. Οι Έλληνες, οι οποίοι ειδοποιήθηκαν για την Περσική κίνηση από τον έξοχο δύτη Σκυλλία της Σκιώνος, αποφάσισαν να αποπλεύσουν κατά την διάρκεια της νύχτας στον Εύριπο, για να τα αντιμετωπίσουν. Αλλά το απόγευμα έγινε αλλαγή στο σχέδιο και επετέθησαν στο κύριο σώμα του Περσικού στόλου. Η μάχη κράτησε αρκετές ώρες και οι Έλληνες συνέλαβαν 30 Περσικά πλοία, ενώ οι Πέρσες κατέλαβαν μόνο ένα Λιμναίο. Κατά την διάρκεια της νύχτας, οι Πέρσες είχαν άλλη μια κακοτυχία. Μια σφοδρή θύελλα κατέστρεψε τα 200 πλοία που είχαν σταλεί στον Εύριπο και έπλεαν στα επικίνδυνα παράλια, της περιοχής Τρύπες. Πολλά πλοία από το κύριο σώμα του στόλου επίσης καταστράφηκαν, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους Πέρσες να δώσουν και άλλη μάχη, δύο μέρες αργότερα. Μια μέρα πριν από την μάχη, 53 Αθηναϊκές τριήρεις ήλθαν και ενώθηκαν με τον Ελληνικό στόλο. Η ναυμαχία ήταν σκληρή και κράτησε ολόκληρη την ημέρα, με απώλειες μεγάλες και από τις δύο πλευρές. Όταν ήλθαν τα νέα, ότι οι Θερμοπύλες έπεσαν στους Πέρσες, τα Ελληνικά πλοία έπλευσαν για την Σαλαμίνα.
Αν και οι ναυμαχίες στο Αρτεμίσιο δεν ήταν νικηφόρες, έδωσαν θάρρος και ελπίδα στους Έλληνες, οι οποίοι πίστεψαν, ότι κάτω από καλύτερες συνθήκες, θα μπορούσαν να νικήσουν τους Πέρσες στην θάλασσα. Ο κόλπος της Σαλαμίνας, όπου ο Ελληνικός στόλος έπλευσε, ήταν μια καλά διαλεγμένη τοποθεσία για να πολεμήσουν τον εχθρό, γιατί στα στενά του κόλπου, το πλεονέκτημα που είχαν οι Πέρσες σε αριθμό πλοίων, εκμηδενίζονταν. Ο στόλος προστάτευε επίσης την μεταφορά των πολιτών από την Αττική, οι οποίοι έφευγαν από τα σπίτια τους για την Αίγινα, την Τροιζηνία και την Σαλαμίνα. Εν όψει του άμεσου κινδύνου επετράπη η επιστροφή των εξόριστων Αθηναίων, που μεταξύ αυτών ήταν ο Αριστείδης και ο Ξάνθιππος.
Στο μεταξύ, ο Ξέρξης είχε φθάσει στην Αθήνα και περικύκλωσε την Ακρόπολη. Ένα μέρος του στρατού στρατοπέδευσε στον Άρειο Πάγο, από όπου έριχναν αναμμένα βέλη, καίγοντας τις ξύλινες οχυρώσεις της Ακροπόλεως. Οι λιγοστοί υπερασπιστές του θείου βράχου δεν παραδόθηκαν και όταν οι Πέρσες προσπαθούσαν να αναρριχηθούν στα τείχη, έριχναν πελώριους βράχους πάνω τους. Οι Πέρσες κατέλαβαν την Ακρόπολη, όταν βρήκαν ένα απροστάτευτο σημείο, κοντά στον ναό της Αγλαύρου. Ένα μικρό σώμα ανέβηκε στον βράχο, μπήκε στην Ακρόπολη και άνοιξε τις πύλες στον Περσικό στρατό. Οι Αθηναίοι υπερασπιστές σφαγιάστηκαν ή έπεσαν από τα τείχη. Όλα τα κτίρια και οι ναοί της Ακροπόλεως λεηλατήθηκαν και κάηκαν. Οι Αθηναίοι εξόριστοι, που πήγαν στην Ακρόπολη την επόμενη ημέρα για να προσφέρουν θυσία, είδαν με έκπληξη το ιερό δένδρο της ελιάς, το οποίο είχε καεί ολοσχερώς, να έχει πετάξει ένα καινούργιο βλαστάρι, περίπου τριάντα εκατοστά.
Από τα πλοία και από το νησί της Σαλαμίνας, οι Αθηναίοι και οι υπόλοιποι Έλληνες έβλεπαν την πόλη της Αθήνας τυλιγμένη στις φλόγες. Πολλοί έχασαν το κουράγιο τους από το θέαμα και ήθελαν να οπισθοχωρήσουν στον Ισθμό.
Ο Ελληνικός στόλος αποτελείτο από 180 Αθηναϊκά πλοία, 40 Κορινθιακά, 30 Αιγινίτικα, 20 των Μεγαρέων, 20 των Χαλκιδέων, 16 των Λακεδαιμονίων, 15 των Σικυωνίων, 10 της Επιδαύρου, 7 της Ερέτριας, 7 της Keos, 5 των Τροιζηνίων, 4 της Νάξου, 3 της Ερμιόνης, 2 της Στυρέας, 1 της Κύνθου, 1 του Κρότωνα και μερικά πλοία με πενήντα κωπηλάτες. (Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το σύνολο ήταν 366 πλοία, ενώ ο Αισχύλος αναφέρει μόνο 310).
Ο Περσικός στόλος τώρα δεν είχε λιγότερα από 900 πλοία. Τα πλοία που είχαν καταστραφεί στην καταιγίδα και στις ναυμαχίες στο Αρτεμίσιο, είχαν αναπληρωθεί μερικώς από τις παράλιες πόλεις της βορείου Ελλάδος και τα νησιά.
Στο Περσικό συμβούλιο, ο Ξέρξης ρώτησε τους στρατηγούς του, εάν θα έπρεπε να δώσουν μάχη. Όλοι απάντησαν καταφατικά, εκτός από την Αρτεμισία, την βασίλισσα της Αλικαρνασσού, της Καρίας, η οποία είπε στον Ξέρξη, ότι εάν δεν έδιναν μάχη, οι Έλληνες θα διέλυαν τον στόλο τους και γι αυτό δεν θα έπρεπε να επιτεθούν, διακινδυνεύοντας όχι μόνο τον στόλο, αλλά και το στρατό της ξηράς. Πρότεινε αντί για ναυμαχία, να εισβάλλουν με τον στρατό και να καταλάβουν την Πελοπόννησο. Αν και ο Ξέρξης επευφήμησε την γνώμη της, προτίμησε την πλειοψηφία των στρατηγών του και έδωσε διαταγή για επίθεση την επόμενη ημέρα.
Στο πρώτο Ελληνικό πολεμικό συμβούλιο, οι Πελοποννήσιοι στρατηγοί, ιδιαιτέρως ο Κορίνθιος ναύαρχος, Αδείμαντος, είχαν αντίθετη γνώμη με τις προτάσεις του Θεμιστοκλή, να μείνουν κα να δώσουν μάχη στα στενά, φοβούμενοι ότι κινδύνευαν να αιχμαλωτισθούν. Τα επιχειρήματα τους ήταν ότι, αν ο στόλος έπλεε στον Ισθμό της Κορίνθου, θα επικοινωνούσαν καλύτερα με τις χερσαίες δυνάμεις και θα μπορούσαν να προστατεύσουν τις πόλεις της Πελοποννήσου που δεν είχαν καταληφθεί. Μάταια ο Θεμιστοκλής προσπαθούσε να τους πείσει και στην ψηφοφορία η πλειοψηφία διάλεξε να οπισθοχωρήσουν, αλλά ήταν νύχτα και αποφάσισαν να περιμένουν μέχρι το πρωί.
Όταν ο Θεμιστοκλής γύρισε από το συμβούλιο στο πλοίο του, ο φίλος του Μνησίφιλος μαθαίνοντας τις αποφάσεις που πήρε το συμβούλιο, του είπε: "Τότε Θεμιστοκλή, όλα έχουν χαθεί. Θα διαλυθούν και ο Ευρυβιάδης θα είναι ανήμπορος να τους συγκρατήσει. Πήγαινε και προσπάθησε να τον πείσεις, να δώσει μάχη εδώ." Ο Θεμιστοκλής αμέσως, μετά από τα λόγια αυτά, πήγε και βρήκε τον Ευρυβιάδη στο πλοίο του και τον έπεισε να καλέσει επείγον νυχτερινό συμβούλιο. Στην συγκέντρωση, δεν περίμενε τον Ευρυβιάδη να μιλήσει για τους λόγους της ξαφνικής συναντήσεως και πήρε τον λόγο. Ήταν τότε που ο Κορίνθιος ναύαρχος πρόσβαλε τον Θεμιστοκλή, λέγοντας του με δυνατή φωνή: "Θεμιστοκλή, αυτοί που ξεκινούν στα δημόσια αγωνίσματα πρώτοι, πριν να δοθεί η εκκίνησης, μαστιγώνονται". Ο Θεμιστοκλής προσβεβλημένος του απάντησε: "Πολύ σωστά, αλλά εκείνοι που μένουν πίσω, δεν φορούν το στεφάνι της νίκης". Ο Θεμιστοκλής τότε άρχισε να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να μείνουν κα να δώσουν μάχη στην Σαλαμίνα. Ο Πλούταρχος αναφέρει, ότι σε αυτήν την συνάντηση ο Ευρυβιάδης που θύμωσε με τα λόγια του Θεμιστοκλή, σήκωσε την ράβδο του να τον χτυπήσει. Ο Θεμιστοκλής τότε του είπε: "Άκουσον μεν, πάταξον δε" και συνέχισε να εξηγεί τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζαν, εάν δεν μάχονταν στα στενά και έπλεαν στον Ισθμό. Πρώτον, θα έχαναν την Σαλαμίνα, την Αίγινα και τα Μέγαρα και έτσι θα έφερναν τους Πέρσες στην Πελοπόννησο. Δεύτερον, θα ήταν υποχρεωμένοι να πολεμήσουν στην ανοιχτή θάλασσα, χωρίς να έχουν καμία ελπίδα να κερδίσουν την μάχη. Τους υπενθύμισε επίσης, ότι πολλές Αθηναϊκές οικογένειες στην Σαλαμίνα θα έμεναν απροστάτευτες. Όταν τελείωσε, ο ναύαρχος Αδείμαντος είπε στον Ευρυβιάδη να σταματήσει να ακούει έναν άνδρα, ο οποίος δεν έχει πατρίδα. Ο Θεμιστοκλής, με μεγάλη οργή του είπε τότε, ότι οι Αθηναίοι είχαν 200 τριήρεις, με τις οποίες θα μπορούσαν να μεταφέρουν τις Αθηναϊκές οικογένειες και να εγκατασταθούν στην Σίρι της Ιταλίας. Αυτά τα λόγια είχαν το αναμενόμενο αποτέλεσμα και ο Ευρυβιάδης αποφάσισε να παραμείνουν και να πολεμήσουν στην Σαλαμίνα, χωρίς να γίνει καμία ψηφοφορία. Μια τριήρης εστάλη στην Αίγινα για να εμψυχώσει το ηθικό του στόλου, φέρνοντας τα αγάλματα και τις εικόνες του Αιακού και των απογόνων του, τους ήρωες Τελαμώνα και Αίαντα.
Την επόμενη ημέρα, υπακούοντας στις διαταγές του Ευρυβιάδη, οι τριηραρχείς άρχισαν να ετοιμάζουν τα πλοία για επίθεση. Αλλά ήταν τέτοια η δυσαρέσκεια μεταξύ τους ώστε ζήτησαν να συγκαλέσει και τρίτο συμβούλιο. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, στις οποίες ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να τους πείσει, έστειλε τον έμπιστο υπηρέτη του, τον Σίκινο, τον δάσκαλο των παιδιών του, ο οποίος μιλούσε την Περσική γλώσσα, στον Ξέρξη, να τον πληροφορήσει, ότι οι Έλληνες διαφωνούσαν και ήταν έτοιμοι να φύγουν με τα πλοία τους από την Σαλαμίνα και ότι μπορούσε να τους αποκλείσει και να κερδίσει μια εύκολη νίκη. Το συμβούλιο κράτησε μέχρι αργά την νύχτα, όταν ο Θεμιστοκλής έλαβε ένα μήνυμα, ότι κάποιος τον ζητούσε. Ήταν ο Αριστείδης, ο οποίος είχε επιστρέψει από την Αίγινα. Αφού χαιρετήθηκαν, ο Αριστείδης είπε του Θεμιστοκλή ότι οι Πέρσες είχαν περικυκλώσει την Σαλαμίνα και ήταν αδύνατο για τον στόλο να οπισθοχωρήσει. Ο Θεμιστοκλής τότε του είπε να το κρατήσει μυστικό και ότι αυτός ήταν υπεύθυνος για τον αποκλεισμό του Ελληνικού στόλου και του ζήτησε να ανακοινώσει τα νέα στο συμβούλιο. Ο Αριστείδης εξήγησε στο συμβούλιο, ότι ολόκληρο το νησί ήταν περικυκλωμένο από τον Περσικό στόλο και ότι ήταν χάρις στο σκοτάδι της νύχτας, που το μικρό πλοίο του κατόρθωσε να περάσει απαρατήρητο ανάμεσα από τις εχθρικές γραμμές.
Στο μεταξύ, ο Περσικός στόλος που είχε αγκυροβολήσει προηγουμένως στο Φάληρο, με διαταγή του Ξέρξη, είχε περικυκλώσει την Σαλαμίνα. Ολόκληρη η Αιγυπτιακή ναυτική δύναμη των 200 πλοίων έπλευσε και έκλεισε τα στενά μεταξύ της Σαλαμίνας και των Μεγάρων. Ο υπόλοιπος στόλος απέκλεισε τα στενά της Σαλαμίνας και της Αττικής. Οι Πέρσες επίσης αποβίβασαν δυνάμεις στο μικρό νησί της Ψυτάλλειας, η οποία ευρίσκεται στο στόμιο των στενών, απέναντι της Κυνόσουρας, της Σαλαμίνας.
Ένας θρόνος είχε ετοιμασθεί στις παρυφές του όρους Αιγάλεω για τον Ξέρξη, απέναντι στο νησί της Σαλαμίνας, για να παρακολουθήσει την ναυμαχία.
Τα χαράματα της 29ης Σεπτεμβρίου, του 480 π.Χ., τα Περσικά πλοία, με τα Φοινικικά να προπορεύονται και τα Ιωνικά να ακολουθούν από πίσω, κινήθηκαν σε τρεις γραμμές μέσα στα στενά, προς την μεριά της Αττικής και σχηματίζοντας μια μακρά σειρά από τρία πλοία, πήραν θέση για μάχη. Τα Ελληνικά πλοία, τα οποία είχαν αγκυροβολήσει στην Σαλαμίνα το βράδυ, ήταν επίσης έτοιμα με ξεκούραστα πληρώματα, που είχαν κοιμηθεί στην στεριά. Οι Αθηναίοι πήραν μέρος στην αριστερή πτέρυγα, απέναντι από τους Φοίνικες, οι Αιγινίτες και οι Ευβοιείς ήταν στο κέντρο και οι Λακεδαιμόνιοι και οι άλλοι Πελοποννήσιοι στα δεξιά, απέναντι από τους Ίωνες. Λίγα λεπτά πριν να αρχίσει η μάχη, η τριήρης που είχε σταλεί στην Αίγινα, επέστρεψε και πήρε θέση. Υπήρχε ένας μικρός κυματισμός στα στενά εκείνη την ώρα και οι Έλληνες ναυτικοί, που ήξεραν το ρεύμα και είχαν πιο βαριά πλοία, αν και το ίδιο ευέλικτα όπως τα Περσικά, είχαν καθαρό πλεονέκτημα.
Όταν με το πρώτο φως της ημέρας δόθηκε το σύνθημα από τις σάλπιγγες, οι Έλληνες άρχισαν να τραγουδούν δυνατά τον πολεμικό τους παιάνα "Απόλλων, σωτήρα θεέ" και κινήθηκαν να εμπλακούν με τον εχθρό. Αλλά μετά από λίγο, σταμάτησαν και άρχισαν να κωπηλατούν προς τα πίσω. Εκείνη την στιγμή, μια γιγαντιαία υπερφυσική γυναικεία φιγούρα λέγεται ότι εμφανίσθηκε από επάνω τους, φωνάζοντας με μια δυνατή φωνή, που ακούστηκε από όλον το στόλο: "κακόμοιροι άνθρωποι, έως πότε θα οπισθοχωρείτε?". Όταν τα Περσικά πλοία άρχισαν να πλησιάζουν σε ημικυκλικό σχηματισμό, οι ενθουσιασμένοι Έλληνες κινήθηκαν ξανά προς τα εμπρός.
Το πρώτο έναυσμα της μάχης έγινε όταν μια Ελληνική τριήρης όρμησε μπροστά και εμβόλισε ένα Φοινικικό πλοίο. Αυτό έγινε αιτία για άλλες Ελληνικές τριήρεις να έλθουν προς βοήθεια της και έτσι ξεκίνησε η μάχη. Οι Αιγινήτες αργότερα διεκδίκησαν, ότι ήταν η δική τους τριήρης, την οποία είχαν στείλει να φέρει τις εικόνες του Αιακού και των απογόνων του, που άρχισε την μάχη. Στα στενά της Σαλαμίνας, τα Ελληνικά πλοία είχαν μεγαλύτερη ευελιξία και ήταν γρηγορότερα στην επίθεση. Οι Έλληνες μάχονταν με τάξη, χωρίς καμία σύγχυση, ενώ οι Πέρσες, αν και πολεμούσαν γενναία, κάτω από την εποπτεία του Ξέρξη, δεν είχαν κανένα τακτικό σχέδιο. Όταν οι Φοίνικες πλησίασαν, οι Αθηναίοι κινήθηκαν και επετέθησαν στα πλευρά τους, αποκόπτοντας τους από τον υπόλοιπο στόλο και οδηγώντας τους στις ακτές της Αττικής. Μετά από σκληρή μάχη, τα Περσικά πλοία πανικοβλήθηκαν και γύρισαν πίσω, πέφτοντας επάνω στα δικά τους, εμβολίζοντας τα, με τα χάλκινα έμβολα τους.
Ο Θεμιστοκλής άρπαξε την ευκαιρία και έδωσε διαταγή στην τριήρη του να επιτεθεί στην Περσική ναυαρχίδα, η οποία ήταν υπό τις διαταγές του στρατηγού Αραβίγνη, αδελφού του Ξέρξη. Άλλα όμως πλοία που προστάτευαν την ναυαρχίδα, προσπάθησαν να τον περικυκλώσουν. Ο τριήραρχος Αμεινίας, αδελφός του τραγικού ποιητή Αισχύλου και του ήρωα του Μαραθώνος Κυναίγειρου, που είδε τον κίνδυνο της τριήρεως του Θεμιστοκλή, όρμησε να βοηθήσει και με την πρύμνη του πλοίου του κτύπησε τα πλευρά της Περσικής ναυαρχίδας και την εμβόλισε. Ο Αραβίγνης τότε έδωσε εντολή να αποβιβασθούν στο πλοίο του Αμεινία και πήδησε πρώτος μέσα, αλλά σκοτώθηκε από τα βέλη. Το σώμα του αργότερα το πήρε η Αρτεμισία και το έδωσε στον Ξέρξη.
Το πλοίο της βασίλισσας Αρτεμισίας, η οποία ήταν επικηρυγμένη από τους Έλληνες για δέκα χιλιάδες δραχμές, κυνηγημένο από μια Αθηναϊκή τριήρη, υπό την αρχηγία του Αμεινία, βλέποντας ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να διαφύγει, έπεσε πάνω σε ένα συμμαχικό πλοίο από την Καρία και το βύθισε. Οι Αθηναίοι μετά από αυτό το γεγονός, σταμάτησαν την καταδίωξη, νομίζοντας ότι το πλοίο ήταν με το μέρος τους. Ο Ξέρξης που παρατήρησε το συμβάν, πληροφορούμενος ότι το πλοίο που βυθίστηκε ήταν Ελληνικό, είπε για την Αρτεμισία: "Οι άνδρες μου έχουν γίνει γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες".
Όταν οι Αθηναϊκές τριήρεις καταδίωκαν τα Περσικά πλοία, προκαλώντας μεγάλη καταστροφή, οι Αιγινίτες, οι οποίοι μετά την μάχη πήραν το πρώτο έπαθλο σε γενναιότητα (οι Αθηναίοι πήραν το δεύτερο), βγήκαν έξω στην ανοικτή θάλασσα καταστρέφοντας εκείνα τα πλοία που ξέφευγαν από τους Αθηναίους. Με το ηλιοβασίλεμα τα στενά της Σαλαμίνος είχαν γεμίσει από συντρίμμια, όταν ο Αριστείδης με ένα σώμα οπλιτών, αποβιβάστηκε στη Ψυτάλλεια σκοτώνοντας όλους του Πέρσες στρατιώτες που ήταν εκεί. Είχε βραδιάσει όταν η μάχη τελείωσε, με τον Περσικό στόλο μερικώς καταστρεμμένο ή αχρηστεμένο. Οι Έλληνες έχασαν 40 τριήρεις, οι δε Πέρσες 200 πλοία και γύρω στους 50,000 στρατιώτες.
Αν και οι Πέρσες ηττήθηκαν, οι χερσαίες τους δυνάμεις ήταν στην Αττική και ο στόλος τους ήταν ακόμη ισχυρός. Ο Πέρσης μονάρχης μέσα στην οργή του, μετά την μάχη αποκεφάλισε μερικούς Φοίνικες, τους οποίους θεώρησε υπεύθυνους για το χάσιμο της μάχης. Ο Φοινικικός στόλος μετά από αυτό το επεισόδιο, φοβούμενος την οργή του Ξέρξη απεχώρησε την νύχτα από το Φάληρο και έπλευσε για την χώρα του. Ο Ξέρξης πλέον, ο οποίος δεν μπορούσε να εμπιστευθεί στην ικανότητα του στόλου του να προστατεύσει την επιστροφή του στην Ασία και φοβούμενος ότι οι Έλληνες θα προσπαθούσαν να καταστρέψουν την γέφυρα του Ελλησπόντου, διέταξε τα καλύτερα τμήματα του στρατού του να αποβιβασθούν από τα πλοία και να βαδίσουν γρήγορα στον Ελλήσποντο, για να προστατεύσουν την γέφυρα. Συγχρόνως διέταξε τον στόλο να αποπλεύσει από το Φάληρο για την Ασία. Όταν οι Έλληνες είδαν τον Περσικό στόλο να φεύγει από τον Φάληρο, τους ακολούθησαν μέχρι το νησί της Άνδρου. Ο Θεμιστοκλής, ο οποίος ανυπομονούσε να δει τον Περσικό στρατό να εγκαταλείπει την Αττική, έστειλε και δεύτερο μήνυμα με τον Σίκινο στον Ξέρξη, λέγοντας του ότι ο Θεμιστοκλής από προσωπική φιλία γι αυτόν εμπόδισε τους Έλληνες, που ήθελαν να καταστρέψουν την γέφυρα του Ελλησπόντου.
Ο Μαρδόνιος στο μεταξύ, είχε καταπραΰνει τον θυμό του Ξέρξη, λέγοντας του ότι παρόλα αυτά, είχε κατορθώσει να κατακτήσει την Ελλάδα, να κάψει την Αθήνα και την Ερέτρια και να νικήσει τον καλύτερο στρατό της Ελλάδος, στις Θερμοπύλες. Αυτά είπε στον Ξέρξη ο Μαρδόνιος, προτείνοντας να τον αφήσει να μείνει στην Ελλάδα με 300,000 στρατό, για να ολοκληρώσει την κατάκτηση της. Ο Ξέρξης αφού συμβουλεύτηκε την Αρτεμισία, αποδέχθηκε το σχέδιο του Μαρδόνιου και έφυγε για τον Ελλήσποντο, φθάνοντας στην Ασία σε 45 ημέρες. Ο στρατός του, ο οποίος υπέφερε από πείνα, είχε μειωθεί κατά πολύ. Ο Μαρδόνιος ξεχειμώνιασε στην Θεσσαλία, ετοιμάζοντας τον στρατό του για καινούργια εκστρατεία.
Ο Περσικός στόλος τώρα δεν είχε λιγότερα από 900 πλοία. Τα πλοία που είχαν καταστραφεί στην καταιγίδα και στις ναυμαχίες στο Αρτεμίσιο, είχαν αναπληρωθεί μερικώς από τις παράλιες πόλεις της βορείου Ελλάδος και τα νησιά.
Στο Περσικό συμβούλιο, ο Ξέρξης ρώτησε τους στρατηγούς του, εάν θα έπρεπε να δώσουν μάχη. Όλοι απάντησαν καταφατικά, εκτός από την Αρτεμισία, την βασίλισσα της Αλικαρνασσού, της Καρίας, η οποία είπε στον Ξέρξη, ότι εάν δεν έδιναν μάχη, οι Έλληνες θα διέλυαν τον στόλο τους και γι αυτό δεν θα έπρεπε να επιτεθούν, διακινδυνεύοντας όχι μόνο τον στόλο, αλλά και το στρατό της ξηράς. Πρότεινε αντί για ναυμαχία, να εισβάλλουν με τον στρατό και να καταλάβουν την Πελοπόννησο. Αν και ο Ξέρξης επευφήμησε την γνώμη της, προτίμησε την πλειοψηφία των στρατηγών του και έδωσε διαταγή για επίθεση την επόμενη ημέρα.
Στο πρώτο Ελληνικό πολεμικό συμβούλιο, οι Πελοποννήσιοι στρατηγοί, ιδιαιτέρως ο Κορίνθιος ναύαρχος, Αδείμαντος, είχαν αντίθετη γνώμη με τις προτάσεις του Θεμιστοκλή, να μείνουν κα να δώσουν μάχη στα στενά, φοβούμενοι ότι κινδύνευαν να αιχμαλωτισθούν. Τα επιχειρήματα τους ήταν ότι, αν ο στόλος έπλεε στον Ισθμό της Κορίνθου, θα επικοινωνούσαν καλύτερα με τις χερσαίες δυνάμεις και θα μπορούσαν να προστατεύσουν τις πόλεις της Πελοποννήσου που δεν είχαν καταληφθεί. Μάταια ο Θεμιστοκλής προσπαθούσε να τους πείσει και στην ψηφοφορία η πλειοψηφία διάλεξε να οπισθοχωρήσουν, αλλά ήταν νύχτα και αποφάσισαν να περιμένουν μέχρι το πρωί.
Όταν ο Θεμιστοκλής γύρισε από το συμβούλιο στο πλοίο του, ο φίλος του Μνησίφιλος μαθαίνοντας τις αποφάσεις που πήρε το συμβούλιο, του είπε: "Τότε Θεμιστοκλή, όλα έχουν χαθεί. Θα διαλυθούν και ο Ευρυβιάδης θα είναι ανήμπορος να τους συγκρατήσει. Πήγαινε και προσπάθησε να τον πείσεις, να δώσει μάχη εδώ." Ο Θεμιστοκλής αμέσως, μετά από τα λόγια αυτά, πήγε και βρήκε τον Ευρυβιάδη στο πλοίο του και τον έπεισε να καλέσει επείγον νυχτερινό συμβούλιο. Στην συγκέντρωση, δεν περίμενε τον Ευρυβιάδη να μιλήσει για τους λόγους της ξαφνικής συναντήσεως και πήρε τον λόγο. Ήταν τότε που ο Κορίνθιος ναύαρχος πρόσβαλε τον Θεμιστοκλή, λέγοντας του με δυνατή φωνή: "Θεμιστοκλή, αυτοί που ξεκινούν στα δημόσια αγωνίσματα πρώτοι, πριν να δοθεί η εκκίνησης, μαστιγώνονται". Ο Θεμιστοκλής προσβεβλημένος του απάντησε: "Πολύ σωστά, αλλά εκείνοι που μένουν πίσω, δεν φορούν το στεφάνι της νίκης". Ο Θεμιστοκλής τότε άρχισε να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να μείνουν κα να δώσουν μάχη στην Σαλαμίνα. Ο Πλούταρχος αναφέρει, ότι σε αυτήν την συνάντηση ο Ευρυβιάδης που θύμωσε με τα λόγια του Θεμιστοκλή, σήκωσε την ράβδο του να τον χτυπήσει. Ο Θεμιστοκλής τότε του είπε: "Άκουσον μεν, πάταξον δε" και συνέχισε να εξηγεί τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζαν, εάν δεν μάχονταν στα στενά και έπλεαν στον Ισθμό. Πρώτον, θα έχαναν την Σαλαμίνα, την Αίγινα και τα Μέγαρα και έτσι θα έφερναν τους Πέρσες στην Πελοπόννησο. Δεύτερον, θα ήταν υποχρεωμένοι να πολεμήσουν στην ανοιχτή θάλασσα, χωρίς να έχουν καμία ελπίδα να κερδίσουν την μάχη. Τους υπενθύμισε επίσης, ότι πολλές Αθηναϊκές οικογένειες στην Σαλαμίνα θα έμεναν απροστάτευτες. Όταν τελείωσε, ο ναύαρχος Αδείμαντος είπε στον Ευρυβιάδη να σταματήσει να ακούει έναν άνδρα, ο οποίος δεν έχει πατρίδα. Ο Θεμιστοκλής, με μεγάλη οργή του είπε τότε, ότι οι Αθηναίοι είχαν 200 τριήρεις, με τις οποίες θα μπορούσαν να μεταφέρουν τις Αθηναϊκές οικογένειες και να εγκατασταθούν στην Σίρι της Ιταλίας. Αυτά τα λόγια είχαν το αναμενόμενο αποτέλεσμα και ο Ευρυβιάδης αποφάσισε να παραμείνουν και να πολεμήσουν στην Σαλαμίνα, χωρίς να γίνει καμία ψηφοφορία. Μια τριήρης εστάλη στην Αίγινα για να εμψυχώσει το ηθικό του στόλου, φέρνοντας τα αγάλματα και τις εικόνες του Αιακού και των απογόνων του, τους ήρωες Τελαμώνα και Αίαντα.
Την επόμενη ημέρα, υπακούοντας στις διαταγές του Ευρυβιάδη, οι τριηραρχείς άρχισαν να ετοιμάζουν τα πλοία για επίθεση. Αλλά ήταν τέτοια η δυσαρέσκεια μεταξύ τους ώστε ζήτησαν να συγκαλέσει και τρίτο συμβούλιο. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, στις οποίες ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να τους πείσει, έστειλε τον έμπιστο υπηρέτη του, τον Σίκινο, τον δάσκαλο των παιδιών του, ο οποίος μιλούσε την Περσική γλώσσα, στον Ξέρξη, να τον πληροφορήσει, ότι οι Έλληνες διαφωνούσαν και ήταν έτοιμοι να φύγουν με τα πλοία τους από την Σαλαμίνα και ότι μπορούσε να τους αποκλείσει και να κερδίσει μια εύκολη νίκη. Το συμβούλιο κράτησε μέχρι αργά την νύχτα, όταν ο Θεμιστοκλής έλαβε ένα μήνυμα, ότι κάποιος τον ζητούσε. Ήταν ο Αριστείδης, ο οποίος είχε επιστρέψει από την Αίγινα. Αφού χαιρετήθηκαν, ο Αριστείδης είπε του Θεμιστοκλή ότι οι Πέρσες είχαν περικυκλώσει την Σαλαμίνα και ήταν αδύνατο για τον στόλο να οπισθοχωρήσει. Ο Θεμιστοκλής τότε του είπε να το κρατήσει μυστικό και ότι αυτός ήταν υπεύθυνος για τον αποκλεισμό του Ελληνικού στόλου και του ζήτησε να ανακοινώσει τα νέα στο συμβούλιο. Ο Αριστείδης εξήγησε στο συμβούλιο, ότι ολόκληρο το νησί ήταν περικυκλωμένο από τον Περσικό στόλο και ότι ήταν χάρις στο σκοτάδι της νύχτας, που το μικρό πλοίο του κατόρθωσε να περάσει απαρατήρητο ανάμεσα από τις εχθρικές γραμμές.
Στο μεταξύ, ο Περσικός στόλος που είχε αγκυροβολήσει προηγουμένως στο Φάληρο, με διαταγή του Ξέρξη, είχε περικυκλώσει την Σαλαμίνα. Ολόκληρη η Αιγυπτιακή ναυτική δύναμη των 200 πλοίων έπλευσε και έκλεισε τα στενά μεταξύ της Σαλαμίνας και των Μεγάρων. Ο υπόλοιπος στόλος απέκλεισε τα στενά της Σαλαμίνας και της Αττικής. Οι Πέρσες επίσης αποβίβασαν δυνάμεις στο μικρό νησί της Ψυτάλλειας, η οποία ευρίσκεται στο στόμιο των στενών, απέναντι της Κυνόσουρας, της Σαλαμίνας.
Ένας θρόνος είχε ετοιμασθεί στις παρυφές του όρους Αιγάλεω για τον Ξέρξη, απέναντι στο νησί της Σαλαμίνας, για να παρακολουθήσει την ναυμαχία.
Τα χαράματα της 29ης Σεπτεμβρίου, του 480 π.Χ., τα Περσικά πλοία, με τα Φοινικικά να προπορεύονται και τα Ιωνικά να ακολουθούν από πίσω, κινήθηκαν σε τρεις γραμμές μέσα στα στενά, προς την μεριά της Αττικής και σχηματίζοντας μια μακρά σειρά από τρία πλοία, πήραν θέση για μάχη. Τα Ελληνικά πλοία, τα οποία είχαν αγκυροβολήσει στην Σαλαμίνα το βράδυ, ήταν επίσης έτοιμα με ξεκούραστα πληρώματα, που είχαν κοιμηθεί στην στεριά. Οι Αθηναίοι πήραν μέρος στην αριστερή πτέρυγα, απέναντι από τους Φοίνικες, οι Αιγινίτες και οι Ευβοιείς ήταν στο κέντρο και οι Λακεδαιμόνιοι και οι άλλοι Πελοποννήσιοι στα δεξιά, απέναντι από τους Ίωνες. Λίγα λεπτά πριν να αρχίσει η μάχη, η τριήρης που είχε σταλεί στην Αίγινα, επέστρεψε και πήρε θέση. Υπήρχε ένας μικρός κυματισμός στα στενά εκείνη την ώρα και οι Έλληνες ναυτικοί, που ήξεραν το ρεύμα και είχαν πιο βαριά πλοία, αν και το ίδιο ευέλικτα όπως τα Περσικά, είχαν καθαρό πλεονέκτημα.
Όταν με το πρώτο φως της ημέρας δόθηκε το σύνθημα από τις σάλπιγγες, οι Έλληνες άρχισαν να τραγουδούν δυνατά τον πολεμικό τους παιάνα "Απόλλων, σωτήρα θεέ" και κινήθηκαν να εμπλακούν με τον εχθρό. Αλλά μετά από λίγο, σταμάτησαν και άρχισαν να κωπηλατούν προς τα πίσω. Εκείνη την στιγμή, μια γιγαντιαία υπερφυσική γυναικεία φιγούρα λέγεται ότι εμφανίσθηκε από επάνω τους, φωνάζοντας με μια δυνατή φωνή, που ακούστηκε από όλον το στόλο: "κακόμοιροι άνθρωποι, έως πότε θα οπισθοχωρείτε?". Όταν τα Περσικά πλοία άρχισαν να πλησιάζουν σε ημικυκλικό σχηματισμό, οι ενθουσιασμένοι Έλληνες κινήθηκαν ξανά προς τα εμπρός.
Το πρώτο έναυσμα της μάχης έγινε όταν μια Ελληνική τριήρης όρμησε μπροστά και εμβόλισε ένα Φοινικικό πλοίο. Αυτό έγινε αιτία για άλλες Ελληνικές τριήρεις να έλθουν προς βοήθεια της και έτσι ξεκίνησε η μάχη. Οι Αιγινήτες αργότερα διεκδίκησαν, ότι ήταν η δική τους τριήρης, την οποία είχαν στείλει να φέρει τις εικόνες του Αιακού και των απογόνων του, που άρχισε την μάχη. Στα στενά της Σαλαμίνας, τα Ελληνικά πλοία είχαν μεγαλύτερη ευελιξία και ήταν γρηγορότερα στην επίθεση. Οι Έλληνες μάχονταν με τάξη, χωρίς καμία σύγχυση, ενώ οι Πέρσες, αν και πολεμούσαν γενναία, κάτω από την εποπτεία του Ξέρξη, δεν είχαν κανένα τακτικό σχέδιο. Όταν οι Φοίνικες πλησίασαν, οι Αθηναίοι κινήθηκαν και επετέθησαν στα πλευρά τους, αποκόπτοντας τους από τον υπόλοιπο στόλο και οδηγώντας τους στις ακτές της Αττικής. Μετά από σκληρή μάχη, τα Περσικά πλοία πανικοβλήθηκαν και γύρισαν πίσω, πέφτοντας επάνω στα δικά τους, εμβολίζοντας τα, με τα χάλκινα έμβολα τους.
Ο Θεμιστοκλής άρπαξε την ευκαιρία και έδωσε διαταγή στην τριήρη του να επιτεθεί στην Περσική ναυαρχίδα, η οποία ήταν υπό τις διαταγές του στρατηγού Αραβίγνη, αδελφού του Ξέρξη. Άλλα όμως πλοία που προστάτευαν την ναυαρχίδα, προσπάθησαν να τον περικυκλώσουν. Ο τριήραρχος Αμεινίας, αδελφός του τραγικού ποιητή Αισχύλου και του ήρωα του Μαραθώνος Κυναίγειρου, που είδε τον κίνδυνο της τριήρεως του Θεμιστοκλή, όρμησε να βοηθήσει και με την πρύμνη του πλοίου του κτύπησε τα πλευρά της Περσικής ναυαρχίδας και την εμβόλισε. Ο Αραβίγνης τότε έδωσε εντολή να αποβιβασθούν στο πλοίο του Αμεινία και πήδησε πρώτος μέσα, αλλά σκοτώθηκε από τα βέλη. Το σώμα του αργότερα το πήρε η Αρτεμισία και το έδωσε στον Ξέρξη.
Το πλοίο της βασίλισσας Αρτεμισίας, η οποία ήταν επικηρυγμένη από τους Έλληνες για δέκα χιλιάδες δραχμές, κυνηγημένο από μια Αθηναϊκή τριήρη, υπό την αρχηγία του Αμεινία, βλέποντας ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να διαφύγει, έπεσε πάνω σε ένα συμμαχικό πλοίο από την Καρία και το βύθισε. Οι Αθηναίοι μετά από αυτό το γεγονός, σταμάτησαν την καταδίωξη, νομίζοντας ότι το πλοίο ήταν με το μέρος τους. Ο Ξέρξης που παρατήρησε το συμβάν, πληροφορούμενος ότι το πλοίο που βυθίστηκε ήταν Ελληνικό, είπε για την Αρτεμισία: "Οι άνδρες μου έχουν γίνει γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες".
Όταν οι Αθηναϊκές τριήρεις καταδίωκαν τα Περσικά πλοία, προκαλώντας μεγάλη καταστροφή, οι Αιγινίτες, οι οποίοι μετά την μάχη πήραν το πρώτο έπαθλο σε γενναιότητα (οι Αθηναίοι πήραν το δεύτερο), βγήκαν έξω στην ανοικτή θάλασσα καταστρέφοντας εκείνα τα πλοία που ξέφευγαν από τους Αθηναίους. Με το ηλιοβασίλεμα τα στενά της Σαλαμίνος είχαν γεμίσει από συντρίμμια, όταν ο Αριστείδης με ένα σώμα οπλιτών, αποβιβάστηκε στη Ψυτάλλεια σκοτώνοντας όλους του Πέρσες στρατιώτες που ήταν εκεί. Είχε βραδιάσει όταν η μάχη τελείωσε, με τον Περσικό στόλο μερικώς καταστρεμμένο ή αχρηστεμένο. Οι Έλληνες έχασαν 40 τριήρεις, οι δε Πέρσες 200 πλοία και γύρω στους 50,000 στρατιώτες.
Αν και οι Πέρσες ηττήθηκαν, οι χερσαίες τους δυνάμεις ήταν στην Αττική και ο στόλος τους ήταν ακόμη ισχυρός. Ο Πέρσης μονάρχης μέσα στην οργή του, μετά την μάχη αποκεφάλισε μερικούς Φοίνικες, τους οποίους θεώρησε υπεύθυνους για το χάσιμο της μάχης. Ο Φοινικικός στόλος μετά από αυτό το επεισόδιο, φοβούμενος την οργή του Ξέρξη απεχώρησε την νύχτα από το Φάληρο και έπλευσε για την χώρα του. Ο Ξέρξης πλέον, ο οποίος δεν μπορούσε να εμπιστευθεί στην ικανότητα του στόλου του να προστατεύσει την επιστροφή του στην Ασία και φοβούμενος ότι οι Έλληνες θα προσπαθούσαν να καταστρέψουν την γέφυρα του Ελλησπόντου, διέταξε τα καλύτερα τμήματα του στρατού του να αποβιβασθούν από τα πλοία και να βαδίσουν γρήγορα στον Ελλήσποντο, για να προστατεύσουν την γέφυρα. Συγχρόνως διέταξε τον στόλο να αποπλεύσει από το Φάληρο για την Ασία. Όταν οι Έλληνες είδαν τον Περσικό στόλο να φεύγει από τον Φάληρο, τους ακολούθησαν μέχρι το νησί της Άνδρου. Ο Θεμιστοκλής, ο οποίος ανυπομονούσε να δει τον Περσικό στρατό να εγκαταλείπει την Αττική, έστειλε και δεύτερο μήνυμα με τον Σίκινο στον Ξέρξη, λέγοντας του ότι ο Θεμιστοκλής από προσωπική φιλία γι αυτόν εμπόδισε τους Έλληνες, που ήθελαν να καταστρέψουν την γέφυρα του Ελλησπόντου.
Ο Μαρδόνιος στο μεταξύ, είχε καταπραΰνει τον θυμό του Ξέρξη, λέγοντας του ότι παρόλα αυτά, είχε κατορθώσει να κατακτήσει την Ελλάδα, να κάψει την Αθήνα και την Ερέτρια και να νικήσει τον καλύτερο στρατό της Ελλάδος, στις Θερμοπύλες. Αυτά είπε στον Ξέρξη ο Μαρδόνιος, προτείνοντας να τον αφήσει να μείνει στην Ελλάδα με 300,000 στρατό, για να ολοκληρώσει την κατάκτηση της. Ο Ξέρξης αφού συμβουλεύτηκε την Αρτεμισία, αποδέχθηκε το σχέδιο του Μαρδόνιου και έφυγε για τον Ελλήσποντο, φθάνοντας στην Ασία σε 45 ημέρες. Ο στρατός του, ο οποίος υπέφερε από πείνα, είχε μειωθεί κατά πολύ. Ο Μαρδόνιος ξεχειμώνιασε στην Θεσσαλία, ετοιμάζοντας τον στρατό του για καινούργια εκστρατεία.
Η μάχη των Πλαταιών
479 π.Χ.
Η απροθυμία, την οποία έδειξε η Σπάρτη μετά την μάχη των Θερμοπυλών και λίγο πριν την μάχη των Πλαταιών, δεν βοήθησε τους Έλληνες. Αλλά όταν τελικά πήρε την απόφαση να λάβει μέρος σοβαρά στον πόλεμο, το έκανε μεγαλειωδώς.479 π.Χ.
Πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες, ο καθένας τους ακολουθούμενος από επτά είλωτες, μαζί με πέντε χιλιάδες Λακεδαιμόνιους περίοικους (ο καθένας ακολουθούμενος από ένα είλωτα ελαφρά οπλισμένο) βάδισαν προς τον Ισθμό. Αυτός ήταν ένας αρκετά μεγάλος στρατός και ποτέ στο παρελθόν η Σπάρτη δεν είχε στείλει τόσο μεγάλη δύναμη στο πεδίο της μάχης. Στον Ισθμό, συναντήθηκαν με άλλους συμμάχους της Πελοποννήσου και προχώρησαν με κατεύθυνση τα Μέγαρα. Εκεί ενώθηκαν με τρεις χιλιάδες Μεγαρείς και τελικά στις Πλαταιές με οκτώ χιλιάδες Αθηναίους οπλίτες. Η πόλη των Πλαταιών συνείσφερε εξακόσιους οπλίτες, οι οποίοι ήλθαν από την Σαλαμίνα υπό την αρχηγία του Αριστείδη. Ο αριθμός των Ελληνικών δυνάμεων έφθανε τώρα τις τριάντα οκτώ χιλιάδες οπλίτες, οι οποίοι μαζί με τους ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες και τους είλωτες πλησίαζε τις εκατό δέκα χιλιάδες άνδρες. Ο αριθμός αυτός συμπεριλάμβανε τους χιλίους οκτακοσίους σχεδόν άοπλους Θεσπιείς. Δεν υπήρχε ιππικό και οι τοξότες ήταν πολλοί λίγοι.
Όταν ο Μαρδόνιος έμαθε για την άφιξη των Λακεδαιμονίων, έφυγε από την Αττική δια μέσου της Δεκέλειας, πέρασε το βουνό Πάρνων και μπήκε στην Βοιωτία. Βαδίζοντας επί δύο μέρες κατά μήκος του Ασωπού ποταμού, στρατοπέδευσε κοντά την πόλη των Πλαταιών.
Οι Έλληνες, αφού συμβουλεύτηκαν τους Θεούς με θυσίες στην Ελευσίνα, βάδισαν πάνω από τις κορυφές του Κιθαιρώνα και κατεβαίνοντας από το βόρειο τμήμα είδαν το στρατόπεδο του Περσικού στρατού στην πεδιάδα του Ασωπού. Ο βασιλιάς Παυσανίας, που περίμενε καλούς οιωνούς από τις θυσίες, κρατούσε τις δυνάμεις του μακριά από τις επιθέσεις του Περσικού ιππικού, κοντά στις Ερυθρές, όπου το έδαφος ήταν ανόμοιο και τραχύ, αλλά ακόμα και αυτό δεν εμπόδισε τον στρατηγό Μασίστιο να επιτεθεί στους Έλληνες. Όταν οι Μεγαρείς βρέθηκαν σε μεγάλο κίνδυνο και είχαν μεγάλες απώλειες, τριακόσιοι Αθηναίοι οπλίτες επέτυχαν να αναχαιτίσουν τους Πέρσες, σκοτώνοντας τον μεγαλόσωμο και γενναίο Μασίστιο. Το σώμα του, το παρέλασαν θριαμβευτικά επάνω σε άρμα. Το γεγονός αυτό ενθουσίασε τον Παυσανία, ο οποίος έφερε τον στρατό στην πεδιάδα, σε παράταξη στην δεξιά πλευρά του Ασωπού.
Όταν ο Μαρδόνιος έμαθε την αλλαγή της θέσεως των Ελληνικών δυνάμεων, διέταξε τον στρατό του να πάρει θέση απέναντι τους, στην άλλη όχθη του Ασωπού. Ο ίδιος πήρε το πόστο της αριστεράς πτέρυγας, αντιμέτωπος των Λακεδαιμονίων. Ο υπόλοιπος στρατός του, αποτελούμενος από τους Έλληνες που είχαν προσχωρήσει στους Πέρσες, πενήντα χιλιάδες τον αριθμό, ήταν αντιμέτωπος των Αθηναίων. Το κέντρο του Μαρδόνιου αποτελείτο από Βακτριείς και Ινδούς. Ολόκληρος ο στρατός ανήρχετο στις τριακόσιες χιλιάδες άνδρες.
Επί οκτώ μέρες η επίθεσης αναβλήθηκε και από τις δύο πλευρές, λόγω κακών οιωνών. Την όγδοη ημέρα ο Μαρδόνιος με την συμβουλή του Θηβαίου αργηγού Τιμαγενίδα, έκοψε τις γραμμές ανεφοδιασμού των Ελλήνων και κατέλαβε μία μεγάλη αποστολή με εφόδια, σε μια πλαγιά του Κιθαιρώνα. Ο Αρτάβαζος επίσης τον συμβούλευσε να συνεχίσει αυτήν την τακτική ενοχλήσεων, αλλά ο Μαρδόνιος ήταν ανυπόμονος και διέταξε το ιππικό του να επιτεθεί, καταλαμβάνοντας την πηγή των Γαργαπαθείων.
Ο Παυσανίας συγκάλεσε το πολεμικό συμβούλιο και πήραν την απόφαση να οπισθοχωρήσουν σε μια τοποθεσία ονομαζόμενη Νησί, η οποία βρισκόταν δυο χιλιόμετρα μακρύτερα και στη μισή απόσταση από την πόλη των Πλαταιών. Όταν ο Παυσανίας έδωσε το βράδυ την διαταγή για οπισθοχώρηση, μερικοί από τους Σπαρτιάτες αρνήθηκαν να ακολουθήσουν. Οι απειλές δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα να πεισθεί ο Σπαρτιάτης λοχαγός Αμομφεράτος, ο οποίος παίρνοντας μία μεγάλη πέτρα, την πέταξε στα πόδια του Παυσανία, με την εξής φράση:
"με αυτή την πέτρα δίνω την ψήφο μου να μην οπισθοχωρήσω".
Ο Παυσανίας, που δεν είχε καιρό να χάσει γιατί το ξημέρωμα έφτανε, άφησε τον Αμομφεράτο και τον λόχο του πίσω και βιάστηκε να πάει στο Νησί. Αργότερα ο Αμομφεράτος τους ακολούθησε.
Όταν ο Μαρδόνιος έμαθε ότι οι Έλληνες είχαν οπισθοχωρήσει, διέταξε επίθεση. Ο στρατός περνώντας το ποτάμι του Ασωπού, άρχισε να ρίχνει βέλη στους Έλληνες, οι οποίοι όμως δεν ανταπέδωσαν, περιμένοντας ακόμη τους καλούς οιωνούς από τις θυσίες. Όταν τελικά οι θυσίες καρποφόρησαν και άρχισε η μάχη ο Μαρδόνιος, επικεφαλής της σωματικής του φρουράς των χιλίων ανδρών, ήταν στην πρώτη γραμμή και πολεμούσε γενναία μέχρις ότου έπεσε, χτυπημένος από τον Σπαρτιάτη Αείμνηστο. Όταν ο Μαρδόνιος σκοτώθηκε, ο Περσικός στρατός οπισθοχώρησε στο οχυρωμένο στρατόπεδο τους. Αλλά αυτό δεν τους έσωσε, γιατί οι Έλληνες τους ακολούθησαν κατορθώνοντας να μπούνε μέσα. Έγινε μεγάλη σφαγή και μόνον τρεις χιλιάδες Πέρσες από τις τριακόσιες χιλιάδες κατόρθωσαν να σωθούν, δραπετεύοντας. Οι Έλληνες έχασαν μόνον χιλίους τριακοσίους άνδρες.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου