(βιβλιοθήκη Estense, Modena)
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ ΒΑΤΑΤΖΗΣ, γεννήθηκε το 1193 στο ιστορικό Κάστρο της Θράκης, στο Διδυμότειχο.
Καταγόταν από οικογένεια η οποία βρισκόταν κοντά στη βασιλική σύγκλητο, αφού ο παππούς του Κωνσταντίνος, ο Βατάτζης λεγόμενος, ήταν Στρατοπεδάρχης του βασιλέως Μανουήλ του Κομνηνού.
Όταν πέθαναν οι γονείς του Ιωάννη, του άφησαν πολύ μεγάλη περιουσία, την οποία όμως ως σώφρων εκείνος, μοίρασε στους φτωχούς, καθώς και σε αφιερώματα σε Εκκλησίες.
Στη συνέχεια ο Ιωάννης, μια που η Κωνσταντινούπολη ήταν στα χέρια των Φράγκων, κατευθύνθηκε στο Νυμφαίο της Βιθυνίας, όπου τότε ήταν η έδρα της βυζαντινής αυτοκρατορίας μας, αφού από το 1204 ο Πόλη είχε αλωθεί και κατακυριευθεί με δόλο από τους “Σταυροφόρους” και νέος αυτοκράτωρ είχε ανακηρυχθεί στη Νίκαια της Βιθυνίας ο ευσεβέστατος Θεόδωρος Λάσκαρης, ο ποιητής της Μεγάλης Παράκλησης στην Παναγιά, την οποία και ψάλλουμε εναλλάξ με την Μικρή, κάθε ημέρα, από την 1η έως τις 15 Αυγούστου!
Εκεί κατέφυγε λοιπόν ο Ιωάννης, για να βρει ένα θείο από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν Ιερεύς στα ανάκτορα του Θεοδώρου Λάσκαρη.
Έτσι, γνωρίστηκε με τον καλό βασιλέα, αλλά ούτε στιγμή δεν υπερηφανεύτηκε για εκείνη τη συναναστροφή του, αλλά εξακολούθησε να είναι φιλικός και ταπεινός με όλους, ευπρόσιτος, πράος, άκακος, γαλήνιος, σεμνός και πάντα ήρεμος στο διάλογο.
Έτσι, με όλα αυτά τα χαρίσματα, ήταν αξιαγάπητος τόσο, που η αρετή του έλαμψε μπροστά στα μάτια του Αυτοκράτορα Θεοδώρου, ο οποίος και του έδωσε ως σύζυγο τη θυγατέρα του Ειρήνη.
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΡΧΟΝΤΟΣ «πατέρας των Ελλήνων»
Ο Ιωάννης Βατάτζης στέφεται από την Παναγία σε υπέρπυρον
Ο
Βατάτζης, υπήρξε ο προστάτης και συμπαραστάτης της αγροτικής και
αστικής τάξης και επιδίωκε διαρκώς την άνοδο του βιοτικού επιπέδου
κυρίως των γεωργών και κτηνοτρόφων, αφού για να τους βοηθήσει έκανε
μεγάλη απογραφή (κάτι σαν Εθνικό Κτηματολόγιο) και επίταξε κατόπιν
τεμάχια γης από τους μεγαλοκτήμονες και τους αριστοκράτες και τα
διένειμε σε όλους τους φτωχούς υπηκόους του, ώστε να ζουν άνετα και
ανθρώπινα!Στάθηκε αληθινός “πατέρας των Ελλήνων”, πατάσσοντας με κάθε τρόπο την εκμετάλλευση του λαού, νιώθοντας κάθε λεπτό όχι σαν απλός βασιλιάς, αλλά ως ταγμένος από το Θεό να βοηθάει το λαό του και τους αδικουμένους!
Έλαβε ακόμη και μέτρα οικονομίας τέτοια, που απαγόρευαν τη σπατάλη του δημοσίου και του ιδιωτικού πλούτου, ενώ ίδρυσε φιλανθρωπικούς και ευκτήριους οίκους, πτωχοκομεία, νοσοκομεία, γηροκομεία, βιβλιοθήκες, έχτισε Ναούς και βοήθησε αποφασιστικά τα Μοναστήρια.
Μάλιστα τέτοια ήταν η πολιτική ποιότητά του, που όταν κάποτε συνάντησε το γιο του Θεόδωρο στο κυνήγι να φορά πολυτελή ρούχα, αρνήθηκε να τον χαιρετήσει!
Και όταν το παιδί του τον ρώτησε σε τι είχε σφάλει, ο Ιωάννης του απάντησε ότι εκείνα τα μεταξωτά και χρυσοΰφαντα που φορούσε ήταν από το αίμα του λαού του και πως θα έπρεπε να ξέρει ότι κάθε έξοδο, πρέπει να γίνεται για τον λαό.
Ο πλούτος των βασιλέων, έλεγε, ανήκει στο λαό!
Ο Ιωάννης Βατάτζης δεν έβγαζε από το νου του το μεγάλο ποθούμενο, την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους και την ανασύσταση της Ελληνοχριστιανικής Αυτοκρατορίας.
Γι’ αυτό εργάστηκε προς την κατεύθυνση αυτή με όλη τη δύναμη της ψυχής του.
Σώφρων, συνετός και προνοητικός στην πολιτική του, αν και είχε επιλέξει ικανότατους στρατηγούς, επιδίωκε την αποφυγή των μαχών, χρησιμοποιώντας αρχικά την διπλωματία. Γνώριζε να μην αναλαμβάνει τίποτε πριν το προπαρασκευάσει κατάλληλα.
Κατασκεύασε κατόπιν ισχυρό στόλο και ελευθέρωσε Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία, Κω και άλλα νησιά του Ελληνικού Αρχιπελάγους, υπολογίζοντας σωστά ότι κουμάντο στο Αιγαίο κάνει όποιος έχει στόλο και άρα οι Λατίνοι χωρίς πολεμικά πλοία και βάσεις, δεν θα κρατούσαν για πολύ ακόμη τη Θεοφύλακτη Πόλη.
Έφτιαξε ένα πανίσχυρο κράτος από τις στάχτες του <<Βυζαντίου>> και είχε σφίξει ασφυκτικά τον κλοιό γύρω από την Κωνσταντινούπολη, την οποία κατέλαβε ο διάδοχός του σε λίγα χρόνια μετά, αφού στις 4 Νοεμβρίου του 1254, σε ηλικία 72 ετών, αφήνει την τελευταία πνοή του, επάνω στο δρόμο για τη πραγματοποίηση του ονείρου του.
Η αυτοκρατορία της Νίκαιας το 1254, έτος θανάτου του Ιωάννη Γ'.
ΠΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑΟ Ιωάννης Βατάτζης, ήταν ο προστάτης των αδικουμένων, ο δικαιότατος κριτής, η πηγή η αστείρευτη της ελεημοσύνης, τόσο, που του δόθηκε το προσωνύμιο Ελεήμων για τη πληθώρα των ιδρυμάτων και τη προσωπική φροντίδα παντός αδικουμένου.
Ζούσε απλά, λιτά και ενάρετα και η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και τον τιμά στις 4 Νοεμβρίου, ημέρα της κοιμήσεώς του.
Ιδιαίτερα τιμάται στη πατρίδα του στο Διδυμότειχο.
Το τίμιο σώμα του ευσεβέστατου, δίκαιου, γενναίου και ελεήμονος βασιλέα Ιωάννη, ενταφιάστηκε σε ένα Μοναστήρι που είχε κτίσει ο ίδιος και το είχε ονομάσει Σώσανδρα, ενώ αργότερα δια θαυμαστής αποκαλύψεως ο ίδιος ο Ιωάννης, ζήτησε να μετακομισθεί το λείψανό του στη Μαγνησία (της Μικράς Ασίας).
Όταν όμως πήγαν να ανοίξουν τον τάφο για να εκτελέσουν τη μετακομιδή, μια γλυκιά ευωδία απλώθηκε τριγύρω, σαν να είχε ανθίσει απότομα κήπος αρωματικός!
Αλλά δεν ήταν μονάχα αυτό.
Ο νεκρός φαινόταν σαν να κάθεται επί βασιλικού θρόνου, χωρίς να έχει καμιά μελανότητα, καμιά δυσωδία, κανένα απολύτως σημείο που να φανέρωνε πως ήταν νεκρός!
ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ήταν μέσα στον τάφο και το χρώμα του σώματός του ήταν όπως κάθε φυσιολογικού εν ζωή ανθρώπου!
Έμοιαζε πραγματικά σαν ένας ολοζώντανος, αλλά ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ!
Και μάλιστα και αυτά ακόμη τα ρούχα του επίσης είχαν διατηρηθεί επί επτά χρόνια αδιάφθορα και έμοιαζαν σαν να είχαν μόλις ραφτεί!
Γιατί έτσι αντιδοξάζει ο Θεός εκείνους που Τον δοξάζουν στη γη!.
Μάλιστα από τότε το τίμιο λείψανο του Αγίου βασιλέως Ιωάννη Δούκα Βατάτζη του Ελεήμονος έδωσε πάμπολλα θαύματα, γιατρεύοντας θαυματουργικά Χάριτι Θεού ασθένειες, διώκοντας δαίμονες και θεραπεύοντας ένα σωρό πάθη, με την κατοικούσα εν αυτώ Χάρη του Αγίου Πνεύματος!
Για το τι απέγινε το λείψανό του, υπάρχουν πάλι θρύλοι, που τον θέλουν να βρίσκεται κάπου Μαρμαρωμένος και κάποτε να ξαναζωντανεύει και να απελευθερώνει τη Πόλη από το Τουρκικό ζυγό, γιατί σαφώς όλες οι προφητείες μιλάνε για κάποιον Ιωάννη που θα έχει Θεϊκή βοήθεια προς τούτο.
Και συνδυάσθηκε να είναι ο Άγιος Ιωάννης αυτός που τον θέλουν οι προφητείες και ο θρύλος, να ανακαταλάβει τη Πόλη. <<Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικιά μας θάναι..>>
Δεν θεωρείται ως Μαρμαρωμένος Βασιλιάς ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, και ούτε θα ανακηρυχθεί ποτέ άγιος από την Εκκλησία αφού αναγκάσθηκε και παρέστη στη τελευταία <<π α π ι κ ή>> Θεία Λειτουργιά στην Αγία Σοφία, προσδοκώντας βοήθεια ο ταλαίπωρος από το Πάπα και τους Δυτικούς.
Το Απολυτίκιό του ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΤΑΤΖΗ:
“ Τον λαμπρόν Βασιλέα και των πιστών μέγα καύχημα και των νυμφαίων το κλέος, Ιωάννην τιμήσωμεν, εν ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, την μνήμην επιτελούντες αυτού, συμφώνως ανακράζοντες.
Δόξα τω σε Δοξάσαντι, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα των ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα”
ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ
Georgijevic, Bartolomej (ca. 1510-ca.1566):De Afflictione, Tam Prognoma, sive Praesagium Mehemetanorum : primùm de Christianorum calamitatibus, deinde de suae gentis interitu, ex Persica lingua in Latinum sermonem conversum. - Antverpiae : Antverpiae, Cura Et impendio Bartholomaei Georgieuits, typ. Eg. Copenij, [1545].
Θα λάβη προσέτι εις την κατοχήν του το κόκκινον μήλο και θα το έχει υποχείριον.
Αν δε επί επτά έτη το ξίφος των Χριστιανών δεν ανελκυσθή, θα μείνει κύριος αυτών μέχρι του δωδεκάτου έτους.
Θα οικοδομήση οικίας, θα φυτεύσει αμπέλους, θα περιφράξει κήπους και θα γεννήση υιούς.
Αλλά μετά το δωδέκατον έτος από της χειρώσεως του κόκκινου μήλου, το ξίφος των Χριστιανών θα γυμνωθεί και θα διώξει τους Τούρκους.
Η προφητεία αύτη εδημοσιεύθη πρώτη φορά το 1545 και έπειτα το 1548.
Ομοίως λόγος εγένετο και εις δημοσίευμα του 1634 και 1657.
ΙΩΑΝΝΗΣ Γ' ΔΟΥΚΑΣ ΒΑΤΑΤΖΗΣ
Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (Διδυμότειχο 1193 - Νυμφαίο 3 Νοεμβρίου 1254) ήταν ο δεύτερος αυτοκράτορας της Νικαίας (1222-1254), διάδοχος και γαμπρός του Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη.
Συνετός κυβερνήτης και ικανός στρατιωτικός, υπήρξε συνεχιστής του έργου του προκατόχου του πετυχαίνοντας να υπερδιπλασιάσει τις κτήσεις που παρέλαβε και να ανορθώσει κοινωνικά και οικονομικά το κράτος, θέτοντας τις βάσεις για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Η τριανταδιάχρονη βασιλεία του χαρακτηρίζεται από συνεχή πρόοδο σε όλους τους τομείς της ζωής τής εξόριστης αυτοκρατορίας.
Αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του αναγνωρίστηκε ως Άγιος και η μνήμη του ετιμάτο με ιδιαίτερη ευλάβεια από τους μικρασιατικούς πληθυσμούς μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Διδυμότειχο το κάστρο.
Καταγωγή - Πρώιμη δράσηΓεννήθηκε στο Διδυμότειχο της Θράκης το 1193. Παρόλο που από τα μέσα του 12ου αιώνα αρκετές επιφανείς προσωπικότητες του Βυζαντίου (κυρίως στρατιωτικοί) φέρουν το επώνυμο Βατάτζης, δεν μπορεί να ανασυντεθεί με ακρίβεια το γενεαλογικό του δένδρο.
Κάποιες πηγές τον θέλουν γιο του στρατηγού Βασιλείου Βατάτζη και κάποιας ανεψιάς των αυτοκρατόρων Ισαάκιου Β΄ Αγγέλου και Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου, της οποίας το όνομα δεν μας διασώζεται.
Αλλού πάλι φέρεται ως εγγονός του Κωνσταντίνου Βατάτζη, στρατοπεδάρχη του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1148).
Όλες αυτές οι πληροφορίες ελέγχονται για την ακρίβειά τους καθώς προέρχονται, κατά ένα μεγάλο μέρος, από συναξάρια που γράφτηκαν αρκετούς αιώνες μετά την εποχή του και σε πολλές περιπτώσεις συγχέουν τον βίο του Ιωάννη με γεγονότα που συνέβησαν κατά τη βασιλεία του Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη.[1]
Πάντως, είχε προγόνους και στην περίφημη οικογένεια των Δουκών, ενώ αδελφός του ήταν ο περίφημος σεβαστοκράτωρ Ισαάκιος Δούκας.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας βρέθηκε στην Νίκαια, προφανώς ακολουθώντας το ρεύμα μετανάστευσης από τις λατινοκρατούμενες προς τις υπό ρωμαίϊκο έλεγχο περιοχές.
Εκεί, οι αρετές του αλλά και η ευγενική του καταγωγή εκτιμήθηκαν από τον Θεόδωρο Α΄, ο οποίος τίμησε τον νεαρό Ιωάννη με το αξίωμα του πρωτοβεστιάριου (επικεφαλής του πρώτου τμήματος της αυτοκρατορικής φρουράς).
Τέλος, ελλείψει άρρενος διαδόχου, ο Θεόδωρος επέλεξε τον Ιωάννη ως διάδοχό του δίδοντάς του την κόρη του Ειρήνη ως σύζυγό του.
Συνωμοσίες και πρώτες κατακτήσεις
Η άνοδος του Ιωάννη στον θρόνο της Νικαίας δεν βρήκε σύμφωνους τους αδερφούς του Θεοδώρου, Ισαάκιο και Αλέξιο Λάσκαρη.
Δυσαρεστημένοι, κατέφυγαν στην αυλή του Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ροβέρτου Β΄ ντε Κουρτεναί ζητώντας βοήθεια για την ανατροπή του Ιωάννη.
Μάλιστα προς επισφράγιση της συμμαχίας τους, τού πρόσφεραν το χέρι της ανηψιάς τους, κόρης του Θεοδώρου, Ευδοκίας, την οποία είχαν απαγάγει και φέρει μαζί τους στην Κωνσταντινούπολη.
Το συνοικέσιο μάλλον δεν ευόδωσε αλλά ο Ροβέρτος βοήθησε τους αδερφούς Λάσκαρη να στρατολογήσουν μισθοφόρους όπως επίσης και προσφέροντάς τους στρατό.
Οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν στις αρχές του 1223 όταν ο φραγκικός στρατός των Λασκαριδών διεκπεραιώθηκε στην Βιθυνία.
Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Ποιμανηνό το επόμενο έτος, όπου ο στρατός του Βατάτζη, με τον ίδιο επικεφαλής, συνέτριψε τους αντιπάλους.
Πρόκειται για μεγάλης σπουδαιότητας νίκη: οι Φράγκοι έχασαν τις περισσότερες μικρασιατικές κτίσεις τους, προς όφελος της Νικαίας, εξαιρουμένων των παραλίων απέναντι από την Πόλη και την Νικομήδεια, η δε εξασθένισή τους λόγω της καταστροφής μεγάλου τμήματος του στρατού τους, έκανε τον Ιωάννη ακόμα τολμηρότερο.
Πράγματι ο αυτοκράτορας της Νίκαιας μετέφερε τον πόλεμο στα ευρωπαϊκά λατινοκρατούμενα εδάφη καθώς και στα απέναντι των παραλίων της Μικράς Ασίας νησιά του Αιγαίου.
Με τη βοήθεια στόλου που ναυπηγήθηκε κοντά στην Λάμψακο (απ’ όπου εξεδιώχθησαν οι Ενετοί) τα στρατεύματα του Βατάτζη διέσχισαν τον Ελλήσποντο και κυρίευσαν αρκετές πόλεις της Θράκης, ενώ οι Λατίνοι περιορίστηκαν πίσω από τα τείχη της Πόλης, μη δυνάμενοι να υπερασπίσουν τις κτίσεις τους.
Από τα νησιά του Αιγαίου κατελήφθησαν η Χίος, η Λέσβος, η Σάμος, η Ικαρία, η Κως και άλλα μικρότερα.
Το σημαντικό νησί της Ρόδου, καθώς και άλλα των Δωδεκανήσων, εκυβερνάτο από τον βυζαντινό άρχοντα Λέοντα Γαβαλά, ο οποίος, κατόπιν αρκετών αμφίρροπων εχθροπραξιών, δέχτηκε εν τέλει την επικυριαρχία του Βατάτζη (1233).
Ενώ όμως όλα έβαιναν καλώς για το κράτος της Νίκαιας, και ενώ ο Ιωάννης είχε ξεκινήσει τη βασιλεία του με τόσο καλούς οιωνούς, άρχισε να εξυφαίνεται στην Νίκαια συνομωσία κατά του αυτοκράτορα.
Επικεφαλής των συνομωτών, που θέλησαν να εκμεταλλευτούν την απουσία του αυτοκράτορα, ήταν ο εξάδελφος και στενός συνεργάτης του, Ανδρόνικος Νέστογγος.
Ο Ιωάννης, όμως, πληροφορήθηκε εγκαίρως τα περί συνομωσίας και εγκαταλείποντας τις επιχειρήσεις, επέστρεψε ταχέως στην Νίκαια σώζοντας έτσι τον θρόνο του.
Ωστόσο μέχρι το 1235 δεν επιχείρησε να ηγηθεί προσωπικά στρατιωτικών επιχειρήσεων για την επέκταση των συνόρων, έχοντας ως πρώτιστο σκοπό την εδραίωση της θέσης του και την ρύθμιση εσωτερικών ζητημάτων.
Η ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΥ ΤΙΤΛΟΥ
Οι σχέσεις με τους Βυζαντινούς της ΗπείρουΣτον αντίποδα της μικρασιατικής αυτοκρατορίας είχε δημιουργηθεί το Δεσποτάτο της Ηπείρου, το οποίο ενσάρκωνε τις ελπίδες των Βυζαντινών της Βαλκανικής χερσονήσου για την αποτίναξη του λατινικού όσο και του βουλγαρικού ζυγού.
Το Δεσποτάτο, με πρωτεύουσα την Άρτα, περιλάμβανε τμήματα της σημερινής Αλβανίας, Δυτικής Ελλάδας (Ήπειρος, Δυτ. Μακεδονία, Δυτ. Στερεά).
Σύντομα, υπό την ηγεσία του ικανού, θυελλώδους όσο και τυχοδιώκτη Θεοδώρου Δούκα Αγγέλου, ακολούθησε επεκτατική πολιτική καταλαμβάνοντας το 1223 την Θεσσαλονίκη καθώς και μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Θράκης.
Φαινόταν λοιπόν, ότι η Ήπειρος θα πετύχαινε την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας. Το 1227 μάλιστα ο μονάρχης της Ηπείρου εγκατέλειψε τον τίτλο του Δεσπότη και στέφθηκε αυτοκράτορας στην Θεσσαλονίκη.
Επίσης, ο βασιλέας των Βουλγάρων Ιωάννης Β΄ Ασάν (1218-1241) διεκδικούσε κι αυτός τον αυτοκρατορικό τίτλο φέροντας την προσωνυμία «αυτοκράτωρ Βουλγάρων και Ρωμαίων».
Μέσα σ’ αυτόν τον γεμάτο αυτοκράτορες βυζαντινό κόσμο, ο Ιωάννης Βατάτζης έπρεπε να υπερασπιστεί τον αυτοκρατορικό τίτλο που είχε κληρονομήσει από τον προκάτοχό του.
Η πρώτη σύγκρουση με το Δεσποτάτο της Ηπείρου ήρθε το 1225 για την κατοχή της Αδριανούπολης.
Οι κάτοικοι της πόλης έστειλαν πρεσβεία στον Βατάτζη ζητώντας του να στείλει δυνάμεις για την εκδίωξη την φραγκικής φρουράς.
Ο τελευταίος άδραξε την ευκαιρία και το απόσπασμα που έστειλε κατέλαβε αναίμακτα την πόλη.
Επίσης αναίμακτα αποχώρησαν, όταν ο Θεόδωρος Δούκας, ευρισκόμενος στην Θράκη, έσπευσε με τον στρατό του να εκδιώξει την μικρασιατική φρουρά.
Κατά τη στιγμή της παράδοσης, ο διοικητής των Νικαέων Ιωάννης Καμμύτζης δεν αφίππευσε, ούτε προσκύνησε τον Θεόδωρο μη αναγνωρίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο άλλον αυτοκράτορα Ρωμαίων, πέραν του Βατάτζη.
Τα πνεύματα οξύνθηκαν (ο Θεόδωρος λίγο έλλειψε να προβεί σε χειροδικία εναντίον του Καμμύτζη) αλλά τελικά δεν δόθηκε συνέχεια.
Το γεγονός αυτό είναι χαρακτηριστικό της έντονης ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ηπείρου και Νικαίας.
Μάλιστα, ο Καμμύτζης για την πράξη αυτή, τιμήθηκε με αξιώματα από τον Βατάτζη, κατά την επιστροφή του στη Νίκαια, αφού έδειξε στους κατοίκους της Θράκης ότι μόνον ο μονάρχης της Νικαίας ήταν ο γνήσιος «αυτοκράτωρ Ρωμαίων».
Το
Δεσποτάτο της Ηπείρου από το 1205 έως το 1230 (μάχη της Κλοκότνιτζα).
Με το ανοιχτό πράσινο συμειώνονται οι κατακτήσεις τού Θεοδώρου Δούκα
Αγγέλου (1215-1230).
Απέστειλε πρεσβεία με τον πατριάρχη Γερμανό Β΄ (1222-1240) στον Θεόδωρο (μετά την στέψη του τελευταίου) απαιτώντας να αποποιηθεί τον τίτλο του αυτοκράτορα και να δεχθεί αυτόν του δεσπότη, κυβερνώντας ανενόχλητος τα εδάφη του υπό την τυπική επικυριαρχία της Νίκαιας.
Ωστόσο και πάλι δεν προχώρησε σε ουσιαστικές ενέργειες εναντίον του Θεοδώρου όταν εκείνος απέρριψε τις προτάσεις του.
Και αυτό επειδή είχε να αντιμετωπίσει νέα εισβολή των Φράγκων της Πόλης, που υπό την ηγεσία του νέου τους αυτοκράτορα, του ηλικιωμένου όσο και ιπποτικού Ιωάννη Βριέννου (de Brienne) προσπάθησαν να ανακαταλάβουν τα μικρασιατικά εδάφη που είχαν χάσει μετά την μάχη στο Ποιμανηνό.
Τελικά οι Φράγκοι εκδιώχθηκαν, ενώ οι βλέψεις της Ηπείρου εξανεμίστηκαν μετά τη μάχη της Κλοκοτνίτσα ή Κλοκοτινίτζα, κατά την οποία ο Ιωάννης Ασάν συνέτριψε τον στρατό του Θεοδώρου Δούκα.
Στον θρόνο της Θεσσαλονίκης ανήλθε ο αδελφός του Θεοδώρου και γαμπρός τού Ασάν, Μανουήλ, ο οποίος εξακολουθούσε να φέρει τα αυτοκρατορικά διάσημα μολονότι ήταν ουσιαστικά υποτελής τού πεθερού του.
Οι σχέσεις με τους Βουλγάρους και προσπάθειες κατάληψης της Πόλης
Ο ισχυρότερος, πλέον, άνδρας της Βαλκανικής ήταν ο Βούλγαρος ηγεμόνας και ο Βατάτζης έσπευσε να συμμαχήσει μαζί του.
Η συμμαχία επισφραγίστηκε, κατά το έθος της εποχής, με τον γάμο τού γιου τού Βατάτζη, Θεοδώρου, με την κόρη του Ασάν Ελένη.
Μετά την υπογραφή των συμφωνιών, οι δύο σύμμαχοι ξεκίνησαν εκστρατείες στην Θράκη.
Αμφότεροι έφτασαν μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης την οποία και πολιόρκησαν από κοινού το 1235 και το 1236, χωρίς όμως επιτυχία.
Η επέμβαση Βενετών και Φράγκων της Πελοποννήσου αντίστοιχα απέτρεψε την πτώση της Πόλης.
Είχε γίνει όμως σαφές ότι η πτώση της λατινοκρατούμενης Κωνσταντινούπολης δεν ήταν παρά θέμα χρόνου.
Ο ίδιος ο Πάπας αφόρισε τον Ασάν,[3] απαίτησε από τον βασιλέα της Νίκαιας να σταματήσει τις εχθροπραξίες και κάλεσε τους ηγεμόνες της Δύσης να συνδράμουν με στρατεύματα τούς εν τη Πόλει ομοεθνείς τους.
Τότε, ο ηγεμόνας των Βουλγάρων αποκήρυξε τη συμμαχία του με τον Βατάτζη, αντιλαμβανόμενος ότι ο σύμμαχός του ωφελείται πολύ περισσότερο από τον ίδιο.
Επεδίωξε, μάλιστα, και πέτυχε να προσεταιριστεί τους Λατίνους της Πόλης, με την ελπίδα να γίνει κύριός της κατόπιν κάποιου διακανονισμού ή συνοικεσίου.
Τελικά, εξ αιτίας αστάθμητων παραγόντων,[4] η συμμαχία Βουλγάρων και Φράγκων δεν ευόδωσε.
Εγκαταλείποντας τις κοινές με τους Λατίνους επιχειρήσεις, ο Ιωάννης Ασάν ανανέωσε τις συνθήκες και τις συμφωνίες με τον Βατάτζη.
Το 1241 ο Βούλγαρος ηγεμόνας απεβίωσε, αφήνοντας στον θρόνο τον δεκαετή γιο του, Καλλιμάν.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αυτοκρατορία της Νίκαιας απαλλάχθηκε από έναν επικίνδυνο και ικανό αντίπαλο και ο Βατάτζης έστρεψε την προσοχή του στο Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Ήθελε να στερεώσει τις ευρωπαϊκές κτίσεις του πριν δώσει το οριστικό χτύπημα στην παραπαίουσα Κωνσταντινούπολη.
Επιχειρήσεις στα Βαλκάνια και τελική σύγκρουση με τους Βυζαντινούς της Δύσης
Εν τω μεταξύ, τα πράγματα στην αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης εξελίχτηκαν ως εξής: ο Θεόδωρος Δούκας, μετά τη μάχη της Κλοκότνιτζα, κατέστη αιχμάλωτος του Ιωάννη Ασάν.
Μερικά χρόνια αργότερα, συνελήφθη να συνωμοτεί εναντίον του τελευταίου και τιμωρήθηκε με την ποινή της τύφλωσης.
Τον θρόνο της Θεσσαλονίκης είχε καταλάβει ο Μανουήλ, αδερφός του τυφλού Θεοδώρου και την Ήπειρο ο Μιχαήλ Β' Κομνηνός Δούκας, ανηψιός του τελευταίου.
Όταν ο Ιωάννης Ασάν χήρεψε, ο Θεόδωρος του πρόσφερε την κόρη του. Έτσι, κατάφερε τελικά να αφεθεί ελεύθερος.
Μπήκε κρυφά στην Θεσσαλονίκη όπου ανέτρεψε τον αδερφό του, Μανουήλ, και ανέβασε στον θρόνο τον γιο του, Ιωάννη.
Ο Μανουήλ κατέφυγε αρχικά στους Σελτζούκους του Ικονίου και κατόπιν στην Νίκαια.
Υποσχέθηκε στον Βατάτζη ότι αν τον συνέδραμε ώστε να καταλάβει την συμβασιλεύουσα, θα την κυβερνούσε υπό την επικυριαρχία του.
Όντως, ο αυτοκράτορας του έδωσε στρατό και στόλο και ο Μανουήλ απέπλευσε για την Ελλάδα.
Αποβιβάστηκε στην Θεσσαλία, στον Παγασητικό το 1239.
Χρησιμοποιώντας τον στρατό του ως μέσω πίεσης και χωρίς να πραγματοποιηθούν στρατιωτικές επιχειρήσεις, κατάφερε να γίνει διανομή των εδαφών του Βασιλείου της Θεσσαλονίκης.
Ο ίδιος έλαβε την Θεσσαλία, ο αδερφός του, Θεόδωρος τη δυτική Μακεδονία και ο Ιωάννης παρέμεινε στην Θεσσαλονίκη.
Δύο χρόνια αργότερα, απεβίωσαν ο Μανουήλ και ο Ιωάννης Β΄ Ασάν, αφήνοντας τον Θεόδωρο (που ουσιαστικά κινούσε τα νήματα πίσω από τον Ιωάννη της Θεσσαλονίκης) και τον Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου κυριάρχους στην νότια Βαλκανική.
Με τον θάνατο του Μανουήλ, ο Βατάτζης βρήκε το κατάλληλο πρόσχημα για να διεκδικήσει ενεργά την υποταγή της περιοχής.
Πρώτη ενέργειά του ήταν ο αφοπλισμός του ενεργητικού και πανούργου Θεοδώρου.
Το πέτυχε με έναν ειρηνικό και “έντιμο” τρόπο: προσκάλεσε τον Θεόδωρο στην Νίκαια όπου τον υποδέχτηκε με τιμές.
Όταν όμως αυτός ετοιμάστηκε να επιστρέψει στην Μακεδονία… πληροφορήθηκε ότι ήταν αιχμάλωτος.
Την άνοιξη του 1242, ο αυτοκράτορας εκστράτευσε κατά της Θεσσαλονίκης με στρατό και στόλο.
Δεν πολιόρκησε την πόλη, αλλά απέσπασε όρκο υποταγής από τον συνονόματό του κυβερνήτη της και γύρισε εσπευσμένα στην Μικρά Ασία.
Αιτία της αιφνίδιας διακοπής των επιχειρήσεων ήταν η εμφάνιση των μογγολικών ορδών που σάρωσαν την ανατολική Μ. Ασία καθιστώντας υποτελείς τους Σελτζούκους Τούρκους και τους Βυζαντινούς της Τραπεζούντας.
Μπροστά στον κοινό κίνδυνο η Νίκαια και οι Σελτζούκοι συμμάχησαν.
Η τύχη όμως ευνόησε ακόμα μια φορά τον Ιωάννη.
Οι Μογγόλοι εγκατέλειψαν ξαφνικά την περιοχή, λόγω εσωτερικών προβλημάτων, αφήνοντας αλώβητο το κράτος της Νίκαιας και αρκούμενοι σε έναν φόρο υποτελείας από τον Βατάτζη.
Έτσι ακολούθησε μια περίοδος ανάπαυλας καθώς όλα τα γύρω κράτη ήταν εξασθενημένα (Ικόνιο, Λατινική Κωνσταντινούπολη, Βουλγαρία) ή υποτελή (Θεσσαλονίκη) στον Βατάτζη.
Το 1246 βρέθηκε στην Θράκη, όπου επιθεωρούσε τις φρουρές των πόλεων, εν όψει της λήξης ανακωχής με τους Φράγκους.
Μαθαίνοντας ότι ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Καλιμάν, πέθανε αφήνοντας στον θρόνο τον ανήλικο αδερφό του, επετέθη κατά των Βουλγάρων. Σε σύντομο διάστημα προσαρτήθηκε στο βασίλειο της Νικαίας ολόκληρη η νότια και νοτιοδυτική Βουλγαρία και τμήματα της Μακεδονίας.
Σημαντικές πόλεις, όπως οι Σέρρες, η Βέροια, το Μελένικο και τα Σκόπια περιήλθαν υπό βυζαντινό έλεγχο, οι περισσότερες εξ αυτών αμαχητί.
Στράφηκε τότε και κατά της Θεσσαλονίκης την οποία κατέλαβε σε συνεργασία με δυσαρεστημένους από την διακυβέρνηση του νέου δεσπότη Δημήτριου, αριστοκράτες της πόλης.
Με την συμβασιλεύουσα υπό την κατοχή του, ο Βατάτζης εδραίωσε τη θέση του ως μοναδικός βυζαντινός αυτοκράτορας στη συνείδηση του λαού.
Προσεταιρίστηκε, επίσης, τον δεσπότη της Ηπείρου, Νικηφόρο, διάδοχο του Μιχαήλ Β΄ με την προοπτική συνοικεσίου.
Μα ο Νικηφόρος αθέτησε τη συμφωνία και το 1251 επιτέθηκε κατά των πόλεων της Μακεδονίας που υπάγονταν στην Νίκαια.
Χρειάστηκε μια ακόμα εκστρατεία και πολλές αμφίρροπες μάχες μέχρι τελικά να συνθηκολογήσει ο Νικηφόρος – με την προοπτική συνοικεσίου πάλι και λαμβάνοντας τον τίτλο του δεσπότη όπως οι προκάτοχοί του, αλλά με ακόμα λιγότερα εδάφη.
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΔΥΤΙΚΟΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ.
Συμμαχία με τον Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β΄ Χοενστάουφεν
Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην εποχή του Ιωάννη Βατάτζη ήταν ο Φρειδερίκος Β' Χοενστάουφεν (1194 – 1250, αυτοκράτορας από το 1220). Μεγαλωμένος στην νορμανδική Σικελία, όπου συνυπήρχαν Άραβες, Έλληνες, Ιταλόφωνοι και Ιουδαίοι, είχε αναπτύξει μια πολύ διαφορετική αντίληψη και νοοτροπία από τους υπόλοιπους ηγεμόνες της Δύσης.
[5]
Υπέρμαχος της «ελέω Θεού μοναρχίας», δεν συμμεριζόταν την τάση του Ποντίφηκα για επιβολή και κυριαρχία της εκκλησιαστικής εξουσίας επί της πολιτικής.
Δεν άργησε, λοιπόν, να έρθει σε σύγκρουση με το παπικό κράτος.
Από την άλλη πλευρά, ο Βατάτζης, για να αντισταθμίσει την επιρροή και τη δύναμη του πάπα, του οποίου οι ενέργειες μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να κατευθύνουν ακόμα μία σταυροφορία εναντίον των βυζαντινών χωρών, αναζητούσε έναν βάσιμο σύμμαχο στη Δύση.
Τα κοινά συμφέροντα αλλά και οι κοινές εκκλησιαστικές και πολιτικές αντιλήψεις των δύο μοναρχών οδήγησαν στη σύναψη συμμαχίας με τον Ιωάννη τύποις υποτελή του Γερμανού αυτοκράτορα.[6]
Η συμμαχία σφραγίστηκε με τον γάμο του Ιωάννη (η πρώτη σύζυγός του, Ειρήνη, πέθανε το 1239) με την κόρη του Φρειδερίκου, Κονστάνς, το 1245.
Μετά από αυτό, ο Πάπας Ιννοκέντιος Δ΄ αφόρισε τον Φρειδερίκο και αποκύρηξε το γένος των Βυζαντινών. Ενδεικτική των αντιλήψεων του Γερμανού μονάρχη είναι η επιστολή που έστειλε στον Ιωάννη, σχολιάζοντας την πολιτική του πάπα. Θεωρεί ότι κακώς η Κωνσταντινούπολη είχε αφαιρεθεί από τους Βυζαντινούς, τους δικαιωματικούς κατόχους της, και ότι κακώς πάλι οι τελευταίοι θεωρούνταν σχισματικοί, αφού ο πρωταίτιος του σχίσματος ήταν ο ίδιος ο πάπας.
Αν και η συμμαχία δεν απέδωσε όσο θα ήθελε ο Βατάτζης, υπήρξε αρκετά συμφέρουσα και για τα δύο κράτη.
Ο Φρειδερίκος εμπόδισε τα στρατεύματα, που κατόπιν αιτήματος του πάπα ετοιμάζονταν να συνδράμουν τους Λατίνους της Πόλης, να περάσουν από την επικράτειά του στην Βόρειο Ιταλία, ενώ έλαβε από τον σύμμαχό του ενισχύσεις (κυρίως πεζούς και τοξότες) για τις επιχειρήσεις του στην Νότιο Ιταλία.
Οι σχέσεις με τον πάπα
Έντονη διπλωματική δραστηριότητα αναπτύχθηκε μεταξύ Νίκαιας και Αγίας Έδρας, επί των ημερών του Ιωάννη Βατάτζη.Έχοντας απέναντί του τον πανίσχυρο πάπα Γρηγόριο Θ΄ (1227-1241), που ακολουθούσε την ανατολική πολιτική των προκατόχων του προτρέποντας του ηγεμόνες της Δύσης να ενισχύσουν τους Λατίνους της Πόλης, ο αυτοκράτορας απέστειλε αίτηση διά του πατριάρχη Γερμανού Β΄ για την ένωση των Εκκλησιών.
Συνήλθε, λοιπόν, σύνοδος στο Νυμφαίο το 1232 που όμως γρήγορα διαλύθηκε χωρίς να επέλθη κάποια συμφωνία.
Ο Βατάτζης είχε θέσει ως όρο την μη αποστολή βοήθειας προς τους Φράγκους της Κωνσταντινούπολης, πράγμα που ο πάπας απέρριπτε ασυζητητί.
Παρόμοια προσπάθεια κατά τα επόμενα έτη (1234) κατέληξε σε ανταλλαγή ύβρεων.[8]
Μολονότι ο αυτοκράτορας αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να κερδίσει πολλά μέσω διαπραγματεύσεων, εξακολούθησε να κρατά επαφές με το Βατικανό.
Οι θέσεις και οι επιδιώξεις του, όμως, παρέμεναν σταθερές, έτσι ώστε οι υπήκοοί του (κλήρος και λαός) δεν αισθάνθηκαν ποτέ ότι θίγονται οι θρησκευτικές πεποιθήσεις τους χάριν πολιτικών στόχων.
Ο
Πάπας Γρηγόριος Θ', δεινός διπλωμάτης και φανατικός υποστηρικτής της
Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, αποτέλεσε επί μία
δεκαπενταετία έναν ικανότατο αντίπαλο του Βατάτζη.
Κατόπιν έστειλε επιπλητική επιστολή στον Βατάτζη απαιτώντας να σταματήσει τις εχθροπραξίες εναντίον της Πόλης.
Χαρακτηριστική είναι η απάντηση[9] του αυτοκράτορα: θεωρεί το γένος των Ρωμαίων (Βυζαντινών) ως το μόνο που έχει δικαιώματα στον θρόνο του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
«Τις αγνοεί ότι ο κλήρος της διαδοχής εκείνου (σ.σ. του Μ. Κωνσταντίνου) εις το ημέτερον διέβη γένος, και ότι ημείς είμεθα οι τούτου κληρονόμοι και διάδοχοι;»
Επίσης βεβαιώνει τον πάπα ότι δεν θα σταματήσει τις εχθροπραξίες εάν δεν καταλάβει την Πόλη («ως ουδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι και πολεμούντες τοις κατέχουσι την Κωνσταντινούπολιν»).
Στις δε απειλές περί σταυροφορίας υπέρ των δοκιμαζόμενων Φράγκων, απαντά ότι «εάν δε τις δια τούτο αγανακτή και δυσχεραίνη και οπλίζηται καθ’ ημών, έχομεν πως κατά τούτου να αμυνθώμεν, πρώτον μεν διά της βοηθείας του Θεού, έπειτα δε διά των υπαρχόντων και παρ’ ημίν αρμάτων και ίππων και πλήθους ανδρών μαχίμων και πολεμιστών, οίτινες πολλάκις επολέμησαν τους σταυροφόρους».
Μετά το γεγονός αυτό, οι σχέσεις Ρώμης και Νικαίας επιδεινώθηκαν περισσότερο.
Μάλιστα, ο πάπας απέτρεψε και σύναψη συμμαχίας μεταξύ Νίκαιας και Ουγγαρίας, εξοργισμένος από την κατάληξη της συνόδου στο Νυμφαίο.
Και πάλι, όμως, ο μονάρχης της Νίκαιας δεν διέκοψε τις επαφές με την παπική έδρα.
Πληροφόρησε τον διάδοχο τού Γρηγορίου Θ΄, Ιννοκέντιο Δ΄ (1243-1254), ότι επιθυμεί την ένωση των Εκκλησιών και άρχισαν εκ νέου συζητήσεις με τους απεσταλμένους του πάπα στην Νίκαια.
Πάντως, φαίνεται ότι δεν έτρεφε, πλέον, ελπίδες για κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα πέραν της καθυστέρησης αποστολής φραγκικών ενισχύσεων στην Κωνσταντινούπολη.
Εν τούτοις, ο νέος πάπας ήταν πιο διαλλακτικός και διατεθημένος να θυσιάσει την Κωνσταντινούπολη με αντάλλαγμα την υποταγή την Ανατολικής Εκκλησίας.
Από την άλλη, ο αυτοκράτορας χάριν της Κωνσταντινούπολης σκεπτόταν σοβαρά να συμβιβαστεί στο θέμα του πρωτείου της παπικής Έδρας.
Η αντίδραση όμως του ορθόδοξου Πατριάρχη πάνω σε δογματικά ζητήματα, εμπόδισε την περαιτέρω προσέγγιση.
Ένας ακόμη βασικός λόγος καθυστέρησης των προσπαθειών προσέγγισης (η οποία, ομολογουμένως, ήταν μεγαλύτερη από ποτέ) ήταν η ισχυροποίηση της θέσης της Νίκαιας έναντι όλων των γειτονικών κρατών.
Δεν ήθελε ο Ιωάννης να έρθει σε σύγκρουση με το ιερατείο, αλλά και τον λαό του από την στιγμή που δεν συνέτρεχε κάποια ουσιαστική εξωτερική αιτία.
Οριστικό τέρμα στο θέμα αυτό έθεσε ο σχεδόν ταυτόχρονος θάνατος των Ιννοκέντιου Δ' και Βατάτζη.
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΙΙ ΔΟΥΚΑΣ ΒΑΤΑΤΖΗΣ ΣΕ ΝΟΜΙΣΜΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓ. ΘΕΟΔΩΡΟ.
Αντιπαράθεση με τις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες
Τον 13ο αιώνα η Μεσόγειος βρισκόταν υπό την κυριαρχία και τον έλεγχο των ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών.
Ιδίως η Βενετία διήνυε το χρυσό αιώνα της.
Είχε αποκομίσει τεράστια οφέλη από την υποταγή της Κωνσταντινούπολης στους σταυροφόρους το 1204, από τα οποία προσπαθούσε ζηλότυπα να κρατήσει μακριά τις υπόλοιπες ανταγωνίστριές της, κυρίως τη Γένουα.
Ο Ιωάννης εκμεταλλευόμενος τις αντιζηλίες των ιταλικών πόλεων (που αρκετές φορές έφταναν μέχρι και την ανοικτή σύγκρουση), προσπάθησε να αποκομίσει ποικίλα οφέλη, κυρίως την οικονομική αποδέσμευση από αυτές και τον περιορισμό του εμπορικού μονοπωλίου, από τα οποία υπέφερε το Βυζάντιο κατά τις τελευταίες δεκαετίες πριν την άλωση.
Έτσι αρνήθηκε επίμονα να ανανεώσει τα προνόμια που ο προκάτοχός του είχε παραχωρήσει στην Βενετία.[10]
Επιπλέον, εκδίωξε τους Βενετούς από αρκετές παραλιακές πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως η Λάμψακος.
Εναντίον της Βενετίας στρέφονταν και οι κινήσεις προσέγγισης με την Γένουα, που επιδίωξε κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του, αν και δεν τελεσφόρησαν.
Ωστόσο, φρόντισε για την κατασκευή στόλου, ώστε να έχει τη δυνατότητα έμπρακτης αμφισβήτησης της κυριαρχίας των Ιταλών στο Αιγαίο.
Σε ευθεία σύγκρουση με την Βενετία ήρθε, όταν η τελευταία υποστήριξε τον άρχοντα της Ρόδου Λέοντα Γαβαλά στην προσπάθειά του να μείνει μακριά από την επιρροή του Βατάτζη.
Την ίδια εποχή, ο στόλος της Νίκαιας έφτασε μέχρι την Κρήτη προς βοήθεια των επαναστατημένων Κρητών.
Τελικά οι Βενετοί απώθησαν τους Νικαείς από την Κρήτη, αλλά η Ρόδος δέχτηκε την επικυριαρχία του Ιωάννη (1233).
Η ένοπλη αντιπαράθεση με τους Βενετούς συνεχίστηκε καθώς ο κλοιός έσφιγγε γύρω από την Κωνσταντινούπολη.
Επανειλημμένως ο μικρασιατικός στόλος της Νίκαιας καταναυμαχήθηκε από τον αντίστοιχο βενετικό, αλλά και πάλι, χάριν της οικονομικής ευρωστίας της Νίκαιας, αναγεννιόταν και εμφανιζόταν στο Αιγαίο και την Προποντίδα.
Οι σχέσεις με τη Γένουα ήταν πιο πολύπλοκες.
Τις προσπάθειες προσέγγισης και συνεργασίας διαδέχονταν περίοδοι συγκρούσεων μικρής εμβέλειας.
Η οριστική ρήξη ήρθε το 1247, όταν ο συνασπισμένος στόλος Γένουας και Πριγκιπάτου της Αχαΐας επιτέθηκε κατά της Ρόδου, τη στιγμή που ο αυτοκράτορας ετοιμαζόταν να πολιορκήσει την Πόλη.
Εν τούτοις, αντέδρασε ταχύτατα αποσπώντας μεγάλο μέρος των δυνάμεών του για να υπερασπίσει το σημαντικό αυτό νησί που πάντοτε εποφθαλμιούσαν οι ιταλικές πόλεις.
Εσωτερική πολιτική
Σπουδαίο έργο επιτέλεσε ο Βατάτζης και ως προς την εσωτερική αναδιοργάνωση της χώρας, σε όλα τα επίπεδα.
Ακολουθώντας ένα πρόγραμμα οικονομικής ανόρθωσης, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ευημερία των υπηκόων του και κυρίως των χαμηλών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων.
Αναζωογονήθηκαν η γεωργία και η κτηνοτροφία, το εμπόριο γνώρισε σπουδαία άνθηση, ενώ παράλληλα υπήρξε ιδιαίτερα αυστηρός απέναντι στις καταχρήσεις και σπατάλες που παρατηρούντο από την μεριά της διοίκησης.
Έτσι μπόρεσε να εφαρμόσει πολιτική ελαφριάς φορολογίας, χωρίς να παρατηρηθεί ποτέ έλλειψη οικονομικών πόρων.[11]
Περιόρισε τις εισαγωγές ειδών πολυτελείας και με το προσωπικό του παράδειγμα προέτρεψε τον λαό να αποφεύγει την πολυτέλεια και τη χλιδή χάριν της λιτότητας.
Αναφέρεται ότι επέπληξε τον γιο και διάδοχό του όταν κάποια μέρα τον είδε ντυμένο με ακριβά ενδύματα.[12]
Στην ιστορία έμεινε το «ωάτον» στέμμα που πρόσφερε στην γυναίκα του.
Επρόκειτο για ένα στέμμα κατασκευασμένο από μαργαριτάρια, το οποίο χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από τις πωλήσεις αυγών του κτήματός του.[13]
Μ’ αυτόν τον τρόπο ήθελε να δείξει που μπορεί να φτάσει κάποιος με συνετή και συνεπή διαχείριση.
Μάλιστα, αναφέρεται ότι ασχολείτο και ο ίδιος με αγροτικές εργασίες στα κτήματά του, όταν του το επέτρεπαν οι κρατικές υποθέσεις.
Η μείωση των εισαγωγών ακολουθήθηκε από αύξηση των εξαγωγών.
Ειδικά μετά την επιδρομή των Μογγόλων, το καταστραμμένο Σουλτανάτο του Ικονίου εισήγαγε από την Νίκαια είδη διατροφής έναντι χρυσού, ακριβών υφασμάτων και άλλων πολυτελών ειδών.
Σπουδαία άνθηση, επίσης, γνώρισαν τα γράμματα και οι τέχνες.
Ο αυτοκράτορας έδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για την παιδεία και τις επιστήμες.
Σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης και ο μοναχός και λόγιος Νικηφόρος Βλεμμύδης, έδρασαν την εποχή εκείνη στην Νίκαια.
Ακόμη, με ειδική μέριμνα του Ιωάννη και της πρώτης συζύγου του, ιδρύθηκαν μοναστήρια, ναοί, νοσοκομεία και άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Όλα αυτά διασφαλίστηκαν με την ισχυρή φρούρηση των συνόρων, που επετεύχθη με μια σειρά αποτελεσματικών μέτρων που ελήφθησαν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Συγκεκριμένα χτίστηκαν ή/και επανδρώθηκαν ισχυρά φρούρια κατά μήκος των συνόρων και χορηγήθηκαν ατέλειες και πρόνοιες σε συνοριακούς πληθυσμούς.
Ουσιαστικά αναβίωσε ο θεσμός των ακριτών, χάρις στην επανίδρυση των στρατιωτικών αγροκτημάτων.[14]
Η άμυνα και προστασία των συνόρων ήταν αποτελεσματική όσο λίγες φορές, ακόμα και εναντίον των αεικίνητων τουρκομανικών φυλών που ζούσαν στις παρυφές της βυζαντινοσελτζουκικής μεθορίου, και από τις οποίες η Μικρά Ασία υπέφερε από τα μέσα σχεδόν του 11ου αιώνα .
ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΑΥΤΟΝ…….
Νικηφόρος Γρηγοράς
Περί τα 1295-1360
Τίτλος έργου: Nichephori Gregorae Byzantina Historia III, Graece et Latine (Νικηφόρου Γρηγορά Ρωμαϊκής Ιστορίας Λόγοι ΚΔ)
Εκδότης: Ludovici Schopeni - I. Bekker
Έκδοση: 1829-1855
Τόπος εκδόσεως: Bonnae
Παράθεμα: ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ΑΥΤΟΥΣ ΚΑΤΑΛΥΣΑΙ ΤΗΝ ΠΛΑΝΗΝ, Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΩΡΕΑΙΣ ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΕΣΙ ΚΑΙ ΔΕΞΙΩΣΕΣΙΝ ΑΛΛΑΙΣ ΕΦΕΛΚΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΟΙΣ ΡΩΜΑΙΚΟΙΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΥΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΓΕΙ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΣΙ, ΧΩΡΑΣ ΑΛΛΟΙΣ ΑΛΛΑΣ ΔΙΑΝΕΝΑΜΕΝΟΣ ΕΙΣ ΚΑΤΟΙΚΗΣΙΝ, ΤΟΙΣ ΜΕΝ ΚΑΤΑ ΘΡΑΙΚΗΝ ΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΝ, ΤΟΙΣ Δ' ΕΝ ΑΣΙΑΙ ΚΑΤΑ ΜΑΙΑΝΔΡΟΝ ΚΑΙ ΦΡΥΓΙΑΝ
Προσωπική ζωή
Ο Ιωάννης Γ΄ νυμφεύτηκε δύο φορές:
Την Ειρήνη Λασκαρίνα το 1212, κόρη του Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη. Μαζί της απέκτησε ένα γιο, τον διάδοχό του Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη.
Η Ειρήνη κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού, έπεσε από το άλογό της και τραυματίστηκε άσχημα με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να τεκνοποιήσει έκτοτε. Πέθανε το 1239 αφού πρώτα είχε αποσυρθεί σε ιερά μονή με το όνομα Ευγενία.
Την Κονστάνς (Κωνσταντία) το 1245, κόρη του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ Χοενστάουφεν, η οποία κατά το έθιμο πήρε το πιο “βυζαντινό” όνομα Άννα.
Δεν απέκτησαν παιδιά.
Η επιρροή αυτής της γυναίκας πάνω στον αυτοκράτορα ήταν μεγάλη για ένα διάστημα. Αυτό είχε ως συνέπεια η «Μαρκεσίνα» να συμπεριφέρεται υπεροπτικά και αλαζονικά.
Εξαιτίας της στάσης αυτής αλλά και της δυτικής καταγωγής της, δεν άργησε να τραβήξει πάνω της τα πυρά της κοινής γνώμης, ο δε Ν. Βλεμμύδης καταφερόταν ανοικτά εναντίον της με βαρείς χαρακτηρισμούς.
Όταν δε απαγόρευσε την παραμονή εκείνης και της συνοδείας της στην μονή όπου ήταν ηγούμενος, η «Μαρκεσίνα» ζήτησε την παραδειγματική τιμωρία του λόγιου ιερομόναχου.
Ο Βατάτζης όμως, μετανιωμένος για την παράνομη αυτή σχέση, αρνήθηκε οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια. Από τότε, η επιρροή της «Μαρκεσίνας» άρχισε να εξασθενεί.[15]
Επίλογος
Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης πέθανε στις 3 Νοεμβρίου του 1254 στο Νυμφαίο και ενταφιάστηκε με μεγάλες τιμές και λαϊκό πένθος στην Μονή Σωσάνδρων, που ο ίδιος είχε χτίσει προς τιμήν της Παναγίας.
Έπασχε από επιληψία, που με τον καιρό εκδηλωνόταν όλο και πιο έντονα.
Ωστόσο η βασιλεία του υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχημένη και η δράση του υμνείται ομόφωνα από όλους τους ιστορικούς, σύγχρονους ή μεταγενέστερους, κάτι εξαιρετικά σπάνιο στην Ιστορία.
Υπήρξε πολύ αγαπητός στον λαό του και αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του αναγνωρίστηκε ως άγιος με το όνομα Άγιος Ιωάννης Βατάτζης ο Ελεήμων.
Ως Άγιος Ιωάννης Βατάτζης ο Ελεήμων, η μνήμη του ετιμάτο με ιδιαίτερη ευλάβεια από τους μικρασιατικούς πληθυσμούς μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Η λατρεία του αγίου-αυτοκράτορα διατηρήθηκε μέχρι τους νεότερους χρόνους, κυρίως στη μητρόπολη της Εφέσου.
Το 14ο αιώνα ο επίσκοπος Πελαγονίας Γεώργιος συνέγραψε το Βίον του αγίου Ιωάννου βασιλέως του Ελεήμονος σε μορφή συναξαρίου, ενώ του αποδόθηκαν πολλά θαύματα.
Στον επίσκοπο Γεώργιο πιθανόν βασίστηκε και ο Νικόδημος Αγιορείτης (1749-1809), ο οποίος κατά παραγγελία του μητροπολίτη Εφέσου συνέταξε ακολουθία προς τιμήν του αγίου-αυτοκράτορα.
Η Εκκλησία δεν αναγνώρισε επίσημα ως άγιο τον Ιωάννη Βατάτζη, ωστόσο στα μηναία αναφέρεται η μνήμη του «Ιωάννη Δούκα Βατάτζη» στις 4 Νοεμβρίου.
Τα επιτεύγματά του μπορούν να εκτιμηθούν καλύτερα εάν ληφθεί υπόψιν το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου έδρασε.
Ο βυζαντινός κόσμος, μετά το 1204, βρισκόταν σε πλήρη αποσύνθεση, με τοπικιστικά και αυτονομιστικά κινήματα να διαδέχονται το ένα το άλλο.
Οι ιταλικές δημοκρατίες μονοπωλούσαν το εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου, ενώ παράλληλα αποτελούσαν σημαντικό αποσταθεροποιητικό παράγοντα εξαιτίας των πειρατικών επιχειρήσεων στις οποίες επιδίδονταν.
Τα Βαλκάνια ήταν κατακερματισμένα μεταξύ Σλάβων, Βυζαντινών και Φράγκων που πολεμούσαν αδιάκοπα μεταξύ τους. Παρόμοια κατάσταση επικρατούσε και στην Μικρά Ασία με τις τουρκομανικές φυλές να αποτελούν μόνιμο κίνδυνο για κάθε οργανωμένη κοινωνία (ακόμα και για τους ομοφύλους τους, Σελτζούκους).
Η εμφάνιση των Μογγόλων έκανε την κατάσταση ακόμη πιο δύσκολη και πολύπλοκη, αν και τελικά απέβη θετική για το κράτος της Νίκαιας.
Τέλος, μολονότι η λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης γρήγορα έπαψε να παίρνει επιθετικές πρωτοβουλίες, αποτελούσε πάντα μια δυνητική αιτία μίας ακόμα σταυροφορίας την οποία οι πάπες εκείνη της περιόδου ήταν πρόθυμοι να κυρήξουν.
Οι αγώνες αυτοί τροφοδοτήθηκαν από μια στιβαρή και ανθούσα οικονομία, που ήταν το αποτέλεσμα συνετής και συνεπούς εσωτερικής πολιτικής.
Δεν συμμεριζόταν την οπτική της κωνσταντινουπολίτικης αριστοκρατίας, η οποία ήθελε το κράτος της Νίκαιας ως απλό μέσο για την επάνοδο στην Βασιλεύουσα.[10]
Η οπτική αυτή είχε δημιουργήσει προστριβές μεταξύ των αριστοκρατών προσφύγων από την Πόλη και των ντόπιων μικρασιατικών πληθυσμών, ιδίως κατά τη βασιλεία του Θεοδώρου Α΄. Παλαιότερα, παρόμοια οπτική (αλλά και πρακτική) αδιαφορίας για τις επαρχίες από μέρους της κεντρικής διοίκησης είχε οδηγήσει στην αποξένωση της πρωτεύουσας από τις επαρχίες, με συνέπεια οι τελευταίες να αδιαφορήσουν με την σειρά τους για την τύχη της Βασιλεύουσας το 1204.
Για να αποφευχθεί κάτι παρόμοιο, ο αυτοκράτορας δόμησε και οργάνωσε την επικράτειά του σε υγιείς βάσεις ώστε η ευημερία να απλωθεί και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (απ’ όπου αντλούσε μεγάλο ποσοστό των στρατιωτών του).
Όλα αυτά είχαν ως άμεση συνέπεια η αυτοκρατορία της Νίκαιας να καταστεί σημαντική δύναμη στον Βαλκανικό και Μικρασιατικό χώρο και να επιτύχει, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Ιωάννη, την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΗ ΔΟΥΚΑ ΒΑΤΑΤΖΗ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑ
Η Ιστορία βρίθει συνομωσιών, εγκλημάτων, και κάθε είδους βρωμιάς. Γι αυτό, κάποιες στιγμές που ο Άνθρωπος σηκώνεται πάνω απ` τα ανθρώπινα γενούν δέος.Αν ψάξει κανείς τις βρίσκει - σκόρπιες και λιγοστές- τόσο στην ελληνική όσο και στην παγκόσμια Ιστορία. Παραθέτω μία απ` αυτές.
Η επιστολή του Βατάτζη ( βασιλιά του κράτους της Νίκαιας που δημιουργήθηκε μετά την άλωση του 1204) είναι απάντηση σε επιστολή του πάπα με την οποία ζητούσε να μην ενεργεί ο στρατός της Νίκαιας εχθρικά προς τον Φράγκο βασιλιά της Κωνσταντινούπολης.
Απολαύστε την :
Επιστολή Ιωάννη Βατάτζη προς τον Πάπα Γρηγόριο Θ’ .
“Ιωάννης εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων ο Δούκας , τω αγιωτάτω πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης Γρηγορίω σωτηρίας και ευχών αίτησιν .
Οι αποσταλέντες παρά της σης αγιότητος κομισταί του γράμματος τούτου διετείνοντο ότι είναι της σης αγιότητος , αλλ` η βασιλεία μου αναγνούσα τα γεγραμμένα , δεν ηθέλησε να πιστεύσει ότι είναι σον , αλλ` ανθρώπου ζώντος εν εσχάτη απονοία , έχοντος δε τη ψυχήν πλήρη τύφου και αυθαδείας , διότι πώς να μη υπολάβωμεν τοιούτον τον γράψαντα , απευθυνόμενον εις την βασιλείαν μου , ως ένα των ανωνύμων και αδόξων και αφανών , μη διδαχθέντα εκ της πείρας περί του μεγέθους της αρχής ημών και της δυνάμεως ;
Δεν είχομεν χρείαν σοφίας ίνα διαγνώσωμεν τις και ποίος είναι ο σος θρόνος .
Εάν έκειτο επί των νεφελών ή μετέωρός που , ίσως υπήρχεν ανάγκη σοφίας μετεωρολογικής προς ανεύρεσίν του , αλλ` επειδή είνε εστηριγμένος επί της γης , και ουδόλως διαφέρει των λοιπών θρόνων , η τούτου γνώσις πρόχειρος είνε τοις πάσι .
Και ότι μεν από του ημετέρου γένους η σοφία και το εκ ταύτης αγαθόν ήνθησε και εις άλλους διεδόθη , καλώς είρηται .
Πως όμως ηγνοήθη ή και μη αγνοηθέν , πως εσιγήθη , ότι μετά της σοφίας είναι προσκεκληρωμένη εις το γένος ημών παρά του μεγάλου Κωνσταντίνου και η βασιλεία ;
Τις αγνοεί ότι και ο κλήρος της διαδοχής εκείνου εις το ημέτερον διέβη γένος, και ότι ημείς είμεθα οι τούτου κληρονόμοι και διάδοχοι ;
Έπειτα συ απαιτείς να μη αγνοήσωμεν τον σον θρόνον και τα τούτου προνόμια , αλλά και ημείς έχομεν να ανταπαιτήσωμεν όπως διαβλέψης και γνωρίσεις τα δικαιώματα ημών επί της αρχής και του κράτους της Κωνσταντινουπόλεως , όπερ από του Μεγάλου Κωνσταντίνου επί χιλιετηρίδα παραταθέν ,έφθασεν άχρις ημών .
Οι γενάρχαι της βασιλείας μου , οι από του γένους των Δουκών και Κομνηνών, ίνα μη τους άλλους λέγω , τους από γενών Ελληνικών άρξαντας (1) επί πολλάς εκατοστύας ετών την αρχήν κατέσχον της Κωνσταντινουπόλεως , ούς και η της Ρώμης εκκλησία και οι ιεράρχαι προσηγόρευον Ρωμαίων αυτοκράτορας .Πως λοιπόν ημείς φαινόμεθα σοι ότι ουδαμού άρχομεν και βασιλεύομεν , εχειροτονήθη δε παρά σου ο Ιωάννης εκ Βριέννης (Πρετούνας ) ;
Τίνος δίκαιον επρυτάνευσενεν τη περιστάσει ταύτη ;
Πως η ση τιμία κεφαλή επαινεί την άδικον και πλεονεκτικήν γνώμη , και την ληστρικήν και μιαιφόνον κατάσχεσιν υπό των Λατίνων της Κωνσταντινουπόλεως εν μοίρα τίθεται δικαίου ;
Ημείς βιασθέντες μετεκινήθημεν του τόπου , αλλά δεν παραιτούμεθα τα δικαιώματα ημών επί της αρχής και του κράτους της Κωνσταντινουπόλεως.
Ο βασιλεύς άρχει και κρατεί έθνους και λαού και πλήθους , ουχί λίθων τε και ξύλων , άτινα αποτελούσι τα τείχη και τα πυργώματα .
Το γράμμα σου περιείχε και τούτο ότι κήρυκες της σης τιμιότητος το του σταυρού διήγγειλαν κήρυγμα εις όλον τον κόσμον , και ότι πλήθος ανδρών πολεμιστών έσπευσεν εις εκδίκησιν της Αγίας Γης.
Τούτο μαθόντες εχάρημεν και ελπίδων μέστοί γεγόναμεν ότι ούτοι οι εκδικηταί των αγίων τόπων ήθελον αρχίσει την εκδικίαν από της ημετέρας πατρίδος , και ότι ήθελον τιμωρήσει τους αιχμαλωτιστάς αυτής , ως βεβηλώσαντας αγίους οίκους ,ως ενυβρίσαντας θεία σκεύη , και πάσαν ανοσιουργίαν διαπράξαντας κατά χριστιανών .
Επειδή όμως το γράμμα ωνόμαζε βασιλέα τον Ιωάννην Βριέννιον της Κωνσταντινουπόλεως και φίλον υιόν της σης τιμιότητος , αλλ` όστις προ πολλού απεβίωσε (2) , και προς βοήθειαν τούτου εστέλλοντο οι νέοι σταυροφόροι , εγελώμεν αναλογιζόμενοι την των αγίων τόπων ειρωνείαν και τα κατά του σταυρού παίγνια .
Επειδή δε η ση τιμιότης διά του γράμματος παρακινεί να μη παρενοχλώμεν τον σον φίλον και υιόν Ιωάννην Βριέννιον , καθιστώμεν γνωστόν εις την σην τιμιότητα ότι δεν γνωρίζομεν που γης ή θαλάσσης είνε η επικράτεια αυτού του Ιωάννου .
Εάν δε περί Κωνσταντινουπόλεως είνε ο λόγος , δήλον καθιστώμεν και τη ση αγιότητι και πάσι τοις χριστιανοίς , ως ουδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι και πολεμούντες τοις κατέχουσι την Κωνσταντινούπολιν .
Ή γαρ αν αδικοίημεν και φύσεως νόμους και πατρίδος θεσμούς , και πατέρων τάφους , και τεμένη θεία και ιερά , ει μη εκ πάσης της ισχύος τούτων ένεκα διαγωνισόμεθα .
(3) Εάν δε τις διά τούτο αγανακτή και δυσχεραίνη και οπλίζεται καθ` ημών , έχομεν πως κατά τούτου να αμυνθώμεν , πρώτον μεν διά της βοηθείας του Θεού , έπειτα δε διά των υπαρχόντων και παρ` ημίν αρμάτων και ίππων και πλήθους ανδρών μαχίμων και πολεμιστών , οίτινες πολλάκις επολέμησαν τους σταυροφόρους .
Συ δε , ως Χριστού μιμητής , και του των Αποστόλων κορυφαίου διάδοχος , και γνώσιν έχων θείων τε νομίμων ,και των κατ` ανθρώπους θεσμών , θα επαινέσης ημάς υπερμαχούντας της πατρίδος και της εγγενούς αυτή ελευθερίας .
Και ταύτα μεν θα συμβώσι κατά το δοκούν τω Θεώ .
Η δε βασιλεία μου πάνυ ορέγεται και ποθεί να διασώση το προς την αγίαν της Ρώμης εκκλησίαν προσήκον σέβας , και να τιμά τον θρόνον του κορυφαίου των αποστόλων Πέτρου , και εις την σην αγιότητα να έχη σχέσιν και τάξιν υιού , και να κάμνη όσα εις τιμήν και θεραπείαν αφορώσιν αυτής , μόνον εάν και η ση αγιότης μη παρίδη τα δικαιώματα της ημετέρας βασιλείας , και μη γράφη προς ημάς αφερεπόνως και ιδιωτικώς .
Όπως δε διακείμεθα εν ειρήνη προς την σην αγιότητα , την του γράμματος απαιδευσίαν αλύπως υπεδέχθημεν και προς τους κομιστάς αυτού ηπίως προσηνέχθημεν .”
(πηγή: Αντώνιος Μηλιαράκης , Ιστορία του Βασιλείου της Νίκαιας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204-1261 ), Leipzig 1898, Ανατύπωση από Διονύσιο Νότη Καραβιά και Ευάγγελο Κωνσταντίνου Λάζο . )
1) Το 1204 θεωρείται ως η αφετηρία γέννησης του νέου Ελληνισμού ( Βλ . Ιστορία του νέου Ελληνισμού , Α. Βακαλόπουλος ).
2) Η επιστολή του Πάπα προς τον Βατάτση γράφτηκε ενώ ο Λατίνος αυτοκράτορας Ιωάννης Βρυένιος ήταν ζωντανός , αλλά έφτασε στην Νίκαια μετά τον θάνατο του Βρυέννιου που πέθανε στις 23 Μαρτίου 1237 .
(3) Οι υπογραμμίσεις δικές μου.
Χαρακτηριστικό της "ποιότητας" του Βατάτζη, είναι ότι μετά το θάνατό του ο λαός του τον αγιοποίησε. Νομίζω είναι πρωτοφανές. Αγιοποιήθηκε απ` το λαό, όχι απ` την Εκκλησία !
Αυθόρμητα, χωρίς κανείς να τους υποχρεώσει, έχτισαν εκκλησιές στο όνομα του αγίου Ιωάννη (Δούκα Βατάτζη), του ελεήμονα.
Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΤΑΤΖΗΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΑΥΤΟΝ Ο Κωνσταντίνος Χολέβας
O μήνας Μάϊος είναι συνδεδεμένος μέ τή μνήμη τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί της Βυζαντινῆς Ρωμηοσύνης.
Στίς 11 Μαΐου 330 μ.Χ. ἐγκαινιάσθηκε ἡ Βασιλεύουσα ἀπό τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο. Στίς 21 Μαΐου ἑορτάζουμε τή μνήμη τοῦ ἱδρυτοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Κωνσταντίνου καί τῆς μητρός του Ἁγίας Ἑλένης.
Καί στίς 29 Μαΐου μνήμην ποιούμεθα τῆς αποφράδος ἐκείνης ἡμέρας τοῦ 1453 ὅταν ἀκούσθηκε ἡ κραυγή «ἑάλω ἡ Πόλη».
Σέ πολλούς μελετητές προξενεί ἐντύπωση ἡ ὀνομασία «βασιλεύς Ρωμαίων», τήν ὁποία χρησιμοποιοῦσαν οἱ αὐτοκράτορες τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί η ὁρολογία «Ρωμανία» , τήν ὁποία συναντοῦμε σέ πολλά έγγραφα τῆς ἐποχῆς ὠς ὀνομασία τοῦ κράτους.
Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ ὀνομασία «Βυζαντινή Αὐτοκρατορία» εἶναι μεταγενέστερη καί δημιουργήθηκε τό 1562 ἀπό τόν Γερμανό ἱστορικό Ἱερώνυμο Βόλφ.
Σήμερα τήν χρησιμοποιοῦμε γιά να γινόμαστε κατανοητοί στούς πολλούς.
Ὅμως ἀπό σεβασμό πρός τίς ἱιτορικές πηγές πρέπει νά ἐξηγοῦμε στούς νεωτέρους ὅτι οἱ ὅροι Ρωμαῖος καί Ρωμανία ἀναφέρονται στή Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη καί ὄχι στήν Παλαιά Ρώμη.
Ἄλλωστε στό βυζαντινο κράτος ἡ παιδεία βασιζόταν στόν Ὅμηρο καί οὐδέποτε ἐδιδάχθη τό λατινικό ἔπος τοῦ Βιργιλίου, ἡ Αἰνειάδα, πού ἀναφέρεται στήν πρεσβυτέρα Ρώμη.
Ἡ ἑλληνική συνείδηση ἦταν διαδεδομένη μεταξύ ἀρχόντων καί ἀρχομένων στό βυζαντινό κράτος ἰδίως μετά τόν 7ο αἰῶνα, ἄν καί τό κράτος ἦταν πολυεθνικό καί τό συνδετικό στοιχεῖο ἦταν ἡ Ὀρθοδοξία.
Ἀπό τά ὀνόματα Ρωμαῖος καί Ρωμανία προῆλθε καί ὁ ὅρος Ρωμηός, ὁ ὀποῖος στήν νεώτερη ἱστορία μας σημαίνει ὐπό εὐρεῖα ἔννοια κάθε Ὀρθόδοξο καί ὑπό στενή ἔννοια τόν Ἕλληνα.
Γιά νά ξεκαθαρίσουμε τό θέμα της ελληνικής συνειδήσεως τῶν Βυζαντινών Αὐτοκρατόρων, ἰδιατέρως δέ κατά τούς τελευταίους αἰῶνες, καλόν εἶναι νά μελετήσουμε ἕνα ἐκπληκτικό κείμενο ἑλληνορθοδόξου ἀξιοπρεπείας καί πατριωτικῆς παρρησίας γραμμένο ἀπό τόν Αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας Ἰωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη καί ἀπευθυνόμενο στόν Πάπα Νικόλαο Θ΄ .
Ὅπως γνωρίζουμε μετά τήν Δ΄ Σταυροφορία καί τήν ἐπιβολή τῆς Λατινοκρατίας στόν χῶρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ (1204) ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας μέ ἕδρα τή Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὑπῆρξε ἕνα ἀπό τά ἐλεύθερα ἑλληνικά κράτη ἀπΆ ὅπου προῆλθε καί ἡ ἐκδίωξη τῶν Φράγκων ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη τό 1261.
Ὁ Ἰωάννης Βατάτζης βασίλευσε ἀπό τό 1222 ἕως τό 1254 διαδεχόμενος τόν πεθερό του Θεόδωρο Λάσκαρι, τόν ποιητή τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος πρός τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον.
Ὁ Ἰωάννης Βατάτζης γεννήθηκε τό 1193 στό Διδυμότειχο τῆς Θράκης καί σήμερα τιμᾶται ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Διδυμοτείχου καί Ὀρεστιἀδος ὡς τοπικός Ἅγιος (4 Νοεμβρίου, ἡμέρα τοῦ θανάτου του τό 1254).
Λόγῳ τῆς βαθυτάτης πίστεώς του καί τῆς φιλανθρώπου καί ἐλεήμονος πολιτείας του κατετάγη μετά τήν κοίμησή του στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὀνομάσθηκε Ἅγιος Ἰωάννης Βατάτζης ὁ Ἐλεήμων.
Ὡς Αὐτοκράτωρ τῆς Νικαίας ὁ Ἰωάννης Βατάτζης ἐργάσθηκε γιά τήν ἀνακατάληψη τῶν ἑλληνικῶν ἐδαφῶν καί πολέμησε κατά τῶν Φράγκων Σταυροφόρων καί κατά τῶν Τούρκων τοῦ Ἰκονίου.
Καλλιέργησε τήν μελέτη τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, εἶχε δέ καί ὁ ἴδιος στερεά κλασσική παιδεία καί ἐλληνική συνείδηση.
Τό συγκλονιστικό κείμενο, τό οποίο διαφωτίζει τήν ἑλληνική καί ορθόδοξη συνείδηση τῶν «Ρωμαίων βασιλέων», διασώζει ὁ ἀείμνηστος καθηγητής της Ἱστορίας Ἀπόστολος Βακαλόπουλος (1) καί ἔχει τίτλο «Τοῦ αοιδίμου βασιλέως κυροῦ Ἰωάννου τοῦ Δούκα πρός τόν τε (γράφε ἴσως τόν τότε) Πάπαν Γρηγόριον».
Ὁ Βακαλόπουλος γράφει στόν Πρόλογό του:
«Ἡ παρατιθέμενη επιστολή τοῦ Ἰωάννου Γ΄ Βατάτζη (1222-1254) πρός τόν πάπα Γρηγόριο Θ΄ (1227-1241) εἶναι πολύ χαρακτηριστική γιά τίς ἰδέες πού επικρατοῦν στούς βασιλεῖς τῆς Νίκαιας μετά τό 1204.
Ἔντονη εἶναι ἡ ελληνολατρία καί ἡ ἐθνική ἑλληνική συνείδησή τους, πού βαθμιαῖα ταυτίζεται μέ τήν Ὀρθοδοξία. ....
Ἐδῶ παρατηροῦμε καθαρά πῶς γεννιοῦνται καί δροῦν οἰ πολιτικές ἐκεῖνες ἀντιλήψεις, πού ἀποβλέπουν στήν ἀπελευθέρωση τῶν σκλαβωμένων ἑλληνικῶν χωρῶν, καί οἱ ὁποῖες προσαρμοσμένες ἐπιζοῦν ἐπί Τουρκοκρατίας μέσα σέ νέες συνθῆκες. Καί τελικά πῶς διαμορφώνουν τό περιεχόμενο τῆς λεγόμενης Μεγάλης Ἰδέας».
Τό κείμενο ξεκινά μέ τήν ἔκπληξη τοῦ Βατάτζη πῶς τόλμησε ὁ Πάπας νά του ζητήσει νά παύσει νά διεκδικεῖ τήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Φράγκο ἡγεμόνα , ὁ ὁποῖος τήν κατέχει ἀπό τό 1204.
Γράφει μέ ἑλληνική αξιοπρέπεια καί διπλωματική εἰρωνεία ὁ Βατάτζης, ἀφοῦ προσδιορίσει στή αρχή ποιός εἶναι ὁ γράφων: «Ἰωάννης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστός βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ρωμαίων ὁ Δούκας τῷ ἁγιωτάτῳ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης Γρηγορίῳ σωτηρίας καί εὐχῶν αἴτησιν».
Ἀποδίδουμε στήν νεοελληνική ὁρισμένα ἀπό τά κυριώτερα σημεῖα τῆς ἐπιστολῆς:
«Ἐγώ ὡς βασιλεύς θεωρῶ ἄτοπα τά ὅσα μοῦ γράφεις καί δέν ἤθελα νά πιστεύσω ὅτι εἶναι δικό σου τό γράμμα, ἀλλά ἀποτέλεσμα τῆς ἀπελπισίας κάποιου πού βρίσκεται κοντά σου, καί ὁ ὁποῖος ἔχει τήν ψυχή του γεμάτη κακότητα καί αὐθάδεια.
Ἡ ἁγιότητά σου κοσμεῖται ἀπό φρόνηση καί διαφέρει ἀπό τούς πολλούς ὡς πρός τήν σωστή κρίση.
ΓιΆ αὐτό δυσκολεύθηκα πολύ νά πιστεύσω ὅτι εἶναι δικό σου τό γράμμα ἄν καί ἔχει σταλεῖ πρός ἐμέ.»
Ἀξίζει νά θαυμάσουμε τήν ἔλλειψη δουλικότητος τοῦ Βατάτζη πρός τόν Πάπα ἄν καί τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ Ἔλληνες τῆς Νικαίας ήσαν οἱ ἀδύναμοι καί ὁ Πάπας ἦταν ἡ ὑπερδύναμη τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν.
Καί συνεχίζει ο Ιωάννης Βατάτζης διατρανώνοντας τήν εθνική συνείδησή του: «Γράφεις στό γράμμα σου ότι στό δικό μας γένος των Ελλήνων η σοφία βασιλεύει...... οτι, λοιπόν, από τό δικό μας γένος άνθησε ἡ σοφία καί τά αγαθά της καί διεδόθησαν στούς ἄλλους λαούς, αὐτό εἶναι αληθινό.
Ἀλλά πῶς συμβαίνει νά ἀγνοεῖς, ἤ ἄν δέν τό ἀγνοεῖς πῶς καί τό απεσιώπησες, ὅτι μαζί μέ τήν βασιλεύουσα Πόλη καί ἡ βασιλεία σέ αὐτόν τόν κόσμο κληροδοτήθηκε στό δικό μας γένος ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη τήν κληση ἀπό τόν Χριστό καί κυβέρνησε μέ σεμνότητα καί τιμιότητα;
Ὑπάρχει μήπως κανείς πού ἀγνοεῖ ὅτι ἡ κληρονομιά τῆς δικῆς του διαδοχῆς (σ.σ. τοῦ Μ. Κωνσταντίνου) πέρασε στό δικό μας γένος καί ἐμεῖς εἴμαστε οἱ κληρονόμοι καί διάδοχοί του;
Ἀπαιτεῖς νά μήν ἀγνοοῦμε τά προνόμιά σου. Καί ἐμεῖς ἔχουμε τήν ἀντίστοιχη ἀπαίτηση νά δεῖς καί νά ἀναγνωρίσεις τό δίκαιό μας ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐξουσία μας στό κράτος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τό ὁποῖο ἀρχίζει ἀπό τῶν χρόνων τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί ...... ἔζησε ἐπί χίλια χρόνια ὥστε ἔφθασε μέχρι καί τήν δική μας βασιλεία.
Οἱ γενάρχες τῆς βασιλείας μου, ἀπό τίς οίκογένειες τῶν Δουκῶν καί τῶν Κομνηνῶν, γιά νά μήν ἀναφέρω τους ἄλλους, κατάγονται ἀπό ἑλληνικά γένη. Αὐτοί λοιπόν οἱ ὁμοεθνεῖς μου ἐπί πολλούς αἰῶνες κατεῖχαν τήν ἐξουσία στήν Κωνσταντινούπολη.
Καί αὐτούς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καί οἱ προϊστάμενοί της τούς ἀποκαλοῦσαν Αὐτοκράτορες Ρωμαίων.......
Διαβεβαιοῦμε δέ τήν ἁγιότητά σου καί ὅλους τούς Χριστιανούς ὅτι οὐδέποτε θά παύσουμε νά ἀγωνιζόμαστε καί νά πολεμοῦμε κατά τῶν κατακτητῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Θά ἀσεβούσαμε καί πρός τούς νόμους τῆς φύσεως καί πρός τούς θεσμούς τῆς πατρίδος καί πρός τούς τάφους τῶν πατέρων μας καί πρός τούς ἱερούς ναούς τοῦ Θεοῦ , ἐάν δέν ἀγωνιζόμασταν γιΆ αὐτά μέ ὅλη μας τήν δύναμη......
Ἔχουμε μαζί μας τόν δίκαιο Θεό, ὁ ὁποῖος βοηθεῖ τούς ἀδικουμένους καί ἀντιτάσσεται στούς ἀδικοῦντας.....»
Ἕνας «βασιλεύς Ρωμαίων», ο Ιωάννης Βατάτζης μας άφησε ένα εξαιρετικό γραπτό μνημεῖο ελληνορθόδοξης αὐτοσυνειδησίας.
Τέτοια κείμενα ἀξίζει νά διδάσκουμε στούς νέους μας.
Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ εὐλαβοῦς Χριστιανοῦ καί πατριώτου Ἁγίου Ἰωάννου Γ΄Δούκα Βατάτζη.
(1) Βακαλοπούλου, Πηγές Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, Α΄ τόμος, Θεσσαλονίκη 1965, σελ. 50-53.
Περισσότερα για τον Δούκα Ιωάννη Βατάτζη δείτε ΕΔΩ και ΕΔΩ ΤΕΛΟΣ
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου