Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

O πόλεμος στο Κουρδιστάν μέσα από μαρτυρίες οπλιτών του Τουρκικού Στρατού


Ο ένοπλος αγώνας του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) στην Τουρκία ξεκίνησε στις 15 Αυγούστου του 1984 με συνδυασμένες καταδρομικές επιθέσεις κατά σταθμών της Χωροφυλακής σε Σιίρτ και Χακκαρί με επικεφαλής τον Mahsum Korkmaz, πρώτο διοικητή της στρατιωτικής πτέρυγας του ΡΚΚ.



Η μεταφορά της σορού και η ανέγερση ανδριάντα του Korkmaz στο κοιμητήριο του χωριού Yolçatı του Diyarbakır στις 16 Αυγούστου προκάλεσε σοκ στην τουρκική κοινή γνώμη, αντίστοιχο της πρωτοφανούς ενέργειας εισβολής και υποστολής της τουρκικής σημαίας στην Αεροπορική Βάση του Diyarbakır δύο μήνες νωρίτερα.

Η ένταση στις νοτιοανατολικές επαρχίες της Τουρκίας αναζωπυρώθηκε με το γκρέμισμα του αγάλματος με συνέπεια να καταγραφεί η πρώτη θανατηφόρα ένοπλη αντιπαράθεση από την έναρξη της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός του 2013 και να σημειωθούν μαζικοί βανδαλισμοί προτομών του Κεμάλ Ατατούρκ [1].
Τα παραπάνω γεγονότα όχι μόνο δεν έπληξαν την προεδρική υποψηφιότητα Erdoğan αλλά ενίσχυσαν το ρεύμα στο εσωτερικό της κατακερματισμένης τουρκικής κοινωνίας που ζητά την άμεση προώθηση της ειρηνευτικής διαδικασίας και επίλυση του Κουρδικού προβλήματος. Πώς όμως εξηγείται αυτό;

O αντίκτυπος του πολέμου στην τουρκική κοινωνία είναι τεράστιος δεδομένου ότι 15 εκατομμύρια έφεδροι οπλίτες  υπηρέτησαν στη νοτιοανατολική Τουρκία από την έναρξή του. Αν υπολογίσουμε συγγενείς και φίλους αλλά και τις κουρδικές πληθυσμιακές μάζες που εξαναγκάστηκαν σε εσωτερική μετανάστευση, τουλάχιστον ο μισός πληθυσμός της χώρας βίωσε λιγότερο ή περισσότερο τον επίσημα αποκαλούμενο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». [2]
Το «Βιβλίο του Μεχμέτ: Οι στρατιώτες που πολέμησαν στη νοτιοανατολική Τουρκία αφηγούνται» της δημοσιογράφου Nadire Mater αποτελεί ίσως την πολυτιμότερη καταγραφή μαρτυριών και εμπειριών εφέδρων οπλιτών που υπηρέτησαν, πολέμησαν ή και τραυματίστηκαν στις περιοχές που κηρύχθηκαν σε «Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης».
Βασίζεται σε απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος 42 πρώηνMehmetçik με αφηγήσεις που συγκλονίζουν από τη μονότονη επανάληψη της βίας και τον παραλογισμό της καθημερινότητας που βίωσαν στις τάξεις του Τουρκικού Στρατού. [3]
 
«Οι σάρκες απ΄το πόδι του φίλου μου πετάχτηκαν στο πρόσωπό μου»
Καλοκαίρι, στο σακίδιό μου είχα μόνο γαλέτες.
Κάθισα με τον κολλητό μου απέναντί μου, είχε μια μικρή συστάδα βράχων εκεί.
Μου ζήτησε κόκα κόλα και γαλέτες.

Πέταξέ τα, μου είπε.
Δε θα τα πιάσεις, έλα δίπλα μου του είπα εγώ.

Έβαλε το πόδι του πάνω σε μια νάρκη.
Μπαμ!

Έσκασε νάρκη, έκανε μια γύρα στον αέρα και το πόδι του κόπηκε ακριβώς κάτω από το γόνατο.
Κρεμόταν το δέρμα, τρία δάχτυλα στην άκρη… (…)

Ήρθε ελικόπτερο να τον πάρει, αλλά δεν μπορούσε να προσγειωθεί. (…)
Από το ελικόπτερο μας είπαν ότι τελείωσαν τα καύσιμα και έπρεπε να γυρίσουν πίσω.

Ο διοικητής του λοχου φώναζε στο ελικόπτερο να μη φύγει, να μην αφήσει το παιδί.
Ένας άλλος φίλος μας έστρεψε το όπλο προς το ελικόπτερο και τους φώναξε ότι αν δοκιμάσουν να φύγουν θα τους ρίξει. (…)

Προσγειωθήκαμε στο ελικοδρόμιο στο Σιρνάκ.
Εγώ ήμουν σε άθλια εμφάνιση, δεν είχαμε καν ξυριστεί ένα μήνα.

Ο αρχιλοχίας μας στην πύλη του νοσοκομείου μας ρώτησε αν ήμασταν στρατιώτες ή πεσμεργκά και γελούσε μαζί μας που ήμασταν βουτηγμένοι στα αίματα.
Θα του ορμούσα, με κράτησαν.

Θα του ξερίζωνα τα νύχια, τόσο πολύ είχα θυμώσει. (…)
Όταν έσκασε η νάρκη, οι σάρκες απ΄το πόδι του φίλου μου πετάχτηκαν στο πρόσωπό μου, γέμισαν το στόμα μου.

Έφτυνα συνέχεια.
Μου έγινε συνήθεια (…)

Τα ορύγματα χαλάνε μετά τις επιχειρήσεις και τα ξαναφτιάχνουμε την επόμενη χρονιά.
Στο μεταξύ έρχονται και και σηκώνουν τις πέτρες, βάζουν νάρκες από κάτω και από πάνω βάζουν ξανά πέτρες.

Όταν οι στρατιώτες έρχονται να ξαναφτιάξουν τα ορύγματα πατάνε πάνω στις νάρκες.
Απ΄το δικό μας λόχο πάτησαν νάρκη δύο παιδιά, έκοψαν λίγο το πόδι του ενός και του άλλου, από το γόνατο και κάτω, όλο.

«Ισως και να λιποτακτούσα»
Επειδή είμαι ξανθός, οι άνθρωποι καταλάβαιναν αμέσως ότι ήμουν στρατιώτης.
Οι φαντάροι κάπου κάπου παίζουν με τις χειροβομβίδες εκείνες σκάνε και τα χέρια τους γίνονται κομμάτια φυσικά,
Τρεις φαντάροι έχασαν μ΄αυτό το τρόπο τα χέρια τους, κοίταξα επίσης κι έναν φαντάρο που είχε πατήσει νάρκη.

Πέντε άτομα από το τάγμα είχαν πατήσει νάρκη, ο ένας ανθυπολοχαγός.
Ήταν οι νάρκες της οργάνωσης, πλαστικές, φτερνοκόφτες τις λένε, δεν τις βρίσκει ο ανιχνευτής. (…)

Λένε ότι οι φαντάροι δεν τρώνε ξύλο – στην πραγματικότητα τους δέρνουν πάρα πολύ άσχημα.
Ο διοικητής του τάγματος μπορεί να ρίξει φυλακή σε κάποιον υπαξιωματικό που δέρνει τους φαντάρους, αν έχει θυμώσει μαζί του.

Αλλά συνήθως και ο ίδιος δέρνει φαντάρους ή δεν ανακατεύεται σε ό,τι κάνει κάποιος υπαξιωματικός που του αρέσει.
Οι υπαξιωματικοί είναι άτομα χωρίς προσωπικότητα, έχουν δίκιο.
Μένουν σε ξεχωριστά σπίτια, αντιμετωπίζονται ως δεύτερης κατηγορίας μέσα στο στρατό. (…)

Ο διοικητής της στρατοχωροφυλακής εκεί ήταν ο υπεύθυνος για το διορισμό των έμμισθων πολιτοφυλάκων.
Λέγονταν ιστορίες ότι ο άνθρωπος αυτός απέλυε κάποτε τους πολιτοφύλακες, έπαιρνε καινούριους και τους έπαιρνε το πρώτο μισθό ως μίζα.
Είχε για παράδειγμα 1.000 πολιτοφύλακες εκεί.

Οταν τελείωνε ο μήνα απέλευε δέκα από δαύτους και έπαιρνε δέκα άλλους, με την συμφωνία ότι θα έπαιρνε εκείνος των πρώτο τους μισθό. (…)
Αν βρισκόμουν σε μάχη, οπωσδήποτε θα προτιμούσα να σταθώ στο πιο ήσυχο σημείο, Ισως και να λιποτακτούσα.

Όταν βγαίναμε σε ενέδρα, ήξερα ότι το πιο ασφαλές σημείο ήταν δίπλα στον ανθυπολοχαγό ή στον υπολοχαγό, στεκόμουν εκεί.
Οι μεγαλύτεροι σε βαθμό δε ανεβαίνουν ποτέ πάνω.

Ορισμένοι από τους διοικητές ήταν πολύ ανθρωπιστές, μετά από κάποια διάστημα μάλιστα τα παρατούσαν και παραιτούνταν.
Αλλά υπάρχουν και ορισμένοι υπερ-εθνικιστές, άνθρωποι του τύπου να τους πάρουμε τα κεφάλια και να τους κόψουμε τα αφτιά.

Υπάρχει μεγάλο χάσμα ανάμεσά τους.
Οι φαντάροι είχαν καλές σχέσεις με τους δόκιμους, ακόμα καλύτερες με τους γιατρούς.

Στο τάγμα μας, για παράδειγμα, είχαμε φαντάρους που είχαν αδέρφια στο ΡΚΚ και οι ίδιοι υπήρξαν κάποτε μέλη του ΡΚΚ.
Η αντίφαση ήταν δραματικά μεγάλη βέβαια.

Ίσως και να σκότωναν ο ένας τον άλλον κάποια στιγμή.
Γύρω γύρω από το τάγμα μας, για παράδειγμα, ήταν ναρκοπέδιο.

Έρχονταν και αναποδογύριζαν τις νάρκες μας ή έρχονταν τη νύχτα, τις ξήλωναν και τις χρησιμοποιούσαν εναντίον μας.
Τρεις μήνες μας παρακολουθούσαν.
Μιλώντας στον ασύρματο, κορόιδευαν τον “διοικητή μας, “πόσες φορές τάχα “είχε βρεθεί στο στόχαστρο.” [4]

«Μας ΄λεγαν ότι θα μπούμε στην Αθήνα και θα διαλύσουμε τους Έλληνες»
Ημασταν μέσα περίπου 15 άτομα, φυγόστρατοι, λιποτάκτες.
Όταν στο Μπασλάκ μας έγδυσαν και άρχισαν να μας δέρνουν, αντέδρασα έντονα και μου επιτέθηκαν πολύ βίαια.

Ζέσταιναν ξιφολόγχες των όπλων τους στη σόμπα κι άρχιζαν να με δέρνουν μ΄αυτές, τέτοια πράγματα…
Κι εκείνοι βέβαια ήταν φαντάροι.

Οταν μου είπαν να βγάλω το σώβρακό μου για να κάνουν έλεγχο στον κώλο μου έγινε χαμός.
Ο λοχίας, αυτός διέφερε κάπως, το πήγε λίγο πολιτικά το ζήτημα και εκείνοι τραβήχτηκαν πίσω.

Τους είπα ότι δεν έχω καμία πρόθεση να δραπετεύσω. (…)
Όταν έμαθαν ότι εργαζόμουν σε φαρμακείο με τοποθέτησαν στο ιατρείο. Δεν πήγαινα στα μαθήματα.
Όταν έτυχε να πάω κάποιες φορές, μας ΄λεγαν ότι θα μπούμε στην Αθήνα και θα διαλύσουμε τους Έλληνες.

Έλεγαν εμβατήρια τύπου Πούστη Απο θα΄ρθουμε εκεί και θα σου κάνουμε αυτο κι εκείνο.. (…)
Μου ανέθεσαν μια δουλειά που δεν ήξερα να κάνω στο 100 κλινών στρατιωτικό νοσοκομείο του Τατβάν.
Βοηθός ιατρικού εργαστηρίου. (…)

Ανά δύο ώρες μετρούσα την πίεση όσων έχαναν συνεχώς αίμα.
Όλοι ήταν φαντάροι, μας είχαν φέρει και δύο αντάρτες να τους διαπομπεύσουν.
Είχαν κατέβει σ΄ένα γειτονικό χωριό για να βρουν τροφή και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού τους είχε καταδώσει, τους γάζωσαν.

Τους είχαν κόψει τ΄αφτιά ενώ ήταν ζωντανοί, απέφυγα να το δω αυτό. (…)
Ο πρώτος μου ασθενής ήταν υπαξιωματικός.

Τον είχαν γαζώσει από μακρυά, με το δολοφονικό κανάς.
Το κεφάλι του είχε γίνει κομμάτια.
Οι τέσσερις φαντάροι που ήταν δίπλα του είχαν τραυματιστεί στα χέρια και στα πόδια.
Λες κι είχαν ρίξει επίτηδες στον υπαξιωματικό ενώ στους φαντάρους είχαν ρίξει στα χέρια και στα πόδια για να μη τον κουβαλήσουν.

Άλλη μια άποψη του HK-79A1. Το όπλο χρησιμοποιείται πιθανότατα μόνο από την Στρατοχωροφυλακή, η οποία εγκαίρως εντόπισε τα πλεονεκτήματα του προσαρμοζόμενου βομβιδοβόλου. Στο άλλο G-3A3 της φωτογραφίας έχει προσαρμοστεί οπλοβομβίδα.
«Μετά από τόση εκπαίδευση βλέπεις τους πάντες ως τρομοκράτες»
Αναγνώριση εδάφους, ενέδρα, περίπολος, μέτρα ασφαλείας στη περίπολο, ανάγνωση χάρτη, οπλισμός, μαθήματα ηγεσίας, η ίδρυση της αποσχιστικής οργάνωσης, οι στόχοι της, ποιες χώρες την υποστηρίζουν και πώς, με ποιο τρόπο να συμπεριφερθούμε στους ντόπιους, πώς θα διακρίνουμε τους χωρικούς που είναι με τους τρομοκράτες από εκείνους που είναι με το κράτος.

Είναι πραγματικά δύσκολο να τα εφαρμόσει κανείς αυτά στην πράξη.
Μπαίνει στα χωριά προκατειλημμένος.
Μετά από τόση εκπαίδευση βλέπεις τους πάντες ως τρομοκράτες.

«Ήμουν έτοιμος να κλάψω, ήθελα να σκοτώσω εκείνο το λοχαγό»
Βρομιά, πειθαρχία, βρισιές, ξύλο…
Εφαγα πολύ ξύλο.

Όταν πήγα στη μονάδα μου ημουν 70 κιλά. Γύρισα 49, έχασα ακριβώς 21 κιλά…
Η εκπαίδευση ήταν καλή, αλλά όχι ό,τι χρειαζόταν.

Πήγα να κάνω 15 μήνες και έκανα 18.
Εμάς μας έλεγαν “σειρές της Τσιλέρ”. [5] (…)
Δώσαμε μια μάχη στο όρος Τεντουρέκ.

Οι πεκακάδες μας είδαν πρώτοι και κρύφτηκαν στη χαράδρα.
Εμείς προχωρούσαμε, δεν τους βλέπαμε, τους είδε ο τελευταίος της τελευταίας ομάδας.

Τους κυκλώσαμε.
Σκοτώθηκαν 16 πεκακάδες.

Συγκεντρώσαμε σ΄ένα σημείο τα πτώματά τους.
Όταν σηκωθήκαμε το πρωί, τους είχαν κόψει τ΄αφτιά.
Το έκαναν οι δεξιοί όταν σηκώθηκαν τη νύχτα για σκοπιά.
Έγινα χάλια.

Δεν είχα ξαναδεί ακρωτηριασμένο πτώμα.
Ο διοικητής του λόχου έβρισε πολύ άσχημα. (…)

Σ΄εκείνη τη μάχη στο Τεντουρέκ τραυματίστηκε στο πόδι ένας υπολοχαγός.
Ο υπολοχαγός αυτός παλαιότερα είχε παλιότερα σκοτώσει ένα στρατιώτη δέρνοντάς τον μέχρι θανάτου.

Τον είχαν τιμωρήσει, είχε κάτσει και στη φυλακή μερικά χρόνια.
Τη νύχτα έπινε και μετά ερχόταν, έμπαινε στους θαλάμους και μας έδερνε.

Ήταν 40-45 ετών και κανονικά θα είχε γίνει αντισυνταγματάρχης, αλλά λόγω των στερήσεων βαθμού παρέμενε στο βαθμό του υπολοχαγού.
Μια φορά εγώ κοιμόμουν, με σήκωσε πάνω και με ρώτησε τι κάνω εκεί.

Προσπάθησε να με κάνει να γελάσω.
Μετά άρχισε να με γαργαλάει με τα χέρια του.

Δεν κρατήθηκα και γέλασα, μετά με έδειρε.
Τα παιδιά συναγωνίζονταν ποιος θα τον πυροβολούσε μέσα στη μάχη.

Όταν πηγαίναμε σε αποστολή, μας φόρτωνε πέντε μπίρες στον έναν, πέντε στον άλλον…
Ο άνθρωπος ήταν αλκοολικός δηλαδή.

Περπατούσαμε με πλήρη φόρτο, κι από πάνω να κουβαλάμε πέντε μπίρες …
Έρχονταν ώρες που πετούσα ακόμα και τη ξηρά τροφή που είχα μαζί μου για να ελαφρύνει το βάρος.

Όταν κάναμε διάλλειμμα, του δίναμε τις μπίρες.
Όλοι ήξεραν ότι έπινε, ακόμα και ο διοικητής του λόχου.
Στη μάχη στο Τεντουρέκ ο εν λόγω υπολοχαγός αφηνίασε, σηκώθηκε όρθιος και έβριζε.

Απαγορεύεται να σηκωθείς όρθιος στη μάχη.
Έφαγε μια σφαίρα στο πόδι.
Στη μάχη βγήκαν 16 κελές, ένα κανάς. []
Η σφαίρα που τον χτύπησε ήταν από G3, του στρατού δηλαδή.

Το είπαν και οι ανώτεροι: “Τον πυροβόλησε στρατιώτης”.
Το πόρισμα ήταν ότι χτυπήθηκε από λάθος, αλλά όλοι ήξεραν ότι κάποιος φαντάρος τον χτύπησε από πρόθεση.
Ο υπολοχαγός δεν ξαναγύρισε.
Όλα τα παιδιά μακάριζαν εκείνον που τον πυροβόλησε.

Στο Τεντουρέκ πιάσαμε και τρεις ζωντανούς.
Ένας απ΄αυτούς, όταν αντίκρισε τους νεκρούς συντρόφους του, έβαλε τα κλάματα και φώναζε: “Ο διοικητής μας!”.
Ένας άλλος ρώτησε πόσους είχαν σκοτώσει από μας.
Ο λοχαγός τους έστησε και τους τρεις στη σειρά.

Μας είπε να τους δώσουμε τις κουκούλες μας για το χιόνι.
Δεν τις ήθελαν.
Όταν τους είπαν να γδυθούν, γδύθηκαν και ο λοχαγός φώναξε την ειδική ομάδα και έβαλε να τους εκτελέσουν.
Ο ίδιος διοικητής φώναζε για τα κομμένα αφτιά κι έλεγε ότι ήταν αμαρτία.
Αφού τους πιάσαμε ζωντανούς, ας τιμωρούνταν σύμφωνα με το νόμο, έπρεπε να τους εκτελέσουμε;

Το παιδί από το Ντιγιάρμπακιρ μου είπε: “Ήμουν έτοιμος να κλάψω, ήθελα να σκοτώσω εκείνο το λοχαγό.
” Στο δρόμο είδαμε τα πτώματα μιας γυναίκας και ενός άντρα.

Τους είχαν λιώσει τα κεφάλια με πέτρες για να μην τους αναγνωρίσουν.
Η γυναίκα ξεχώριζε από τα μακριά μαλλιά.

Δεν είχαμε νεκρούς, αλλά ένα παιδί έπαθε κρίση και αυτοπυροβολήθηκε στο πόδι για να μην κάνει στρατό.
Έμεινε ανάπηρος, έφαγε κι ένα δυο χρόνια φυλακή.
Στη μάχη ήταν ήδη οι καταδρομείς όταν πήγαμε για βοήθεια.

Εκείνοι είχαν πέντε νεκρούς.
Όταν τους σήκωσαν να τους βάλουν στο αυτοκίνητο, τραβήχτηκε το κάλυμμα του ενός και είδα το πρόσωπό του – ήταν σαν να μην ήταν νεκρός, έγινα χάλια. (…)
Θα΄ταν τρεις μέρες που δεν είχαμε φάει τίποτα, ξεγελούσαμε τη δίψα μας τρώγοντας χιόνι, ζητήσαμε συσσσίτιο.

Mας είπαν: “Για να πετάξει ένα ελικόπτερο χρειάζονται 80 εκατομμύρια, πρέπει να αντέξετε μια δυο μέρες ακόμα”.
Τελικά άρχισαν να λιποθυμάνε ορισμένοι και αναγκάστηκαν να στείλουν. (…)

Στη μονάδα ήμασταν 300 άτομα, Κούρδοι στην πλειοψηφία…
Εκείνος που έφτιαχνε το τάσι ήταν Κούρδος, Κούρδος και ο μάγειρας.

Τα παιδιά που ήταν Τούρκοι δεν το άντεχαν αυτό, κάποια στιγμή έγινε ένας μεγάλος καβγάς Κούρδοι-Τούρκοι.
Είπε ένας: “Ακόμα κι αυτός που φτιάχνει τσάι είναι Κούρδος, μήπως είναι φωλιά των Κούρδων εδώ πέρα;”
Έβρισε και ξεκίνησε ο καβγάς.
Για να προστατέψει τον εαυτό του τράβηξε μαχαίρι. (…)
Το ποτό απαγορευόταν, είναι αλήθεια ότι εκεί θέλεις πιο πολύ να πιεις, αλλά είναι ριψοκίνδυνο, επιμηκύνουν τη θητεία σου.

Πουλούσαν ποτό, οι αξιωματικοί έπιναν.
Ενα δυο παιδιά κάπνιζαν πολύ χασίσι.
Μέχρι και ο διοικητής του τάγματος το ήξερε.
Ο ταγματάρχης μας συγκέντρωσε και μας είπε: “Εμαθα ότι κυκλοφορεί πολύ χασίσι. Θα σας λιώσω”. (…)

Όταν οι πεκακάδες περικυκλωθούν, πυροβολούν και προσπαθούν να διαφύγουν.
Όταν πέσουν σε ενέδρα, ο στόχος τους δεν είναι να σκοτώσουν στρατιώτες, ρίχνουν βολή κατά βολή.

Οι διοικητές βγάζουν τα διακριτικά τους στη μάχη, αλλά οι πεκακάδες τους αναγνωρίζουν, γιατί εκείνοι δεν κουβαλούν τίποτα, ενώ οι υπόλοιποι έχουν ένα σωρό πράγματα στην πλάτη τους, ακόμα και τα άρβυλά τους είναι διαφορετικά.
Αν αναγκαστούν, πυροβολούν φυσικά και στρατιώτες.

Αυτά που σας λέω τώρα δεν τα έχω συζητήσει με κανέναν, δεν έχω και φίλους πια.
Μετά το στρατό κανείς δεν κατάφερε να βρει την παλιά μου προσωπικότητα.

«Τη μέρα που θα έπαιρνα το απολυτήριό μου, η θητεία έγινε δεκαεννιάμηνο»

Αν νιώσεις ανήμπορος, σημαίνει θάνατος.
Τα παιδιά πάθαιναν κρίσεις και αυτοκτονούσαν.
Ο πατέρας ενός φαντάρου παρενοχλούσε σεξουαλικά τη νύφη του
. Εκείνη έκατσε και του έγραψε γράμμα: “Ο πατέρας σου το και το, γυρίζω στο πατρικό μου”.

Το παιδί έπαθε κρίση, έστρεψε το όπλο στον εαυτό του και πυροβολήθηκε. (…) Το βράδυ στην ενέδρα, επικρατούσε ο φόβος.
Ο φόβος σου φέρνει πόνο στο στομάχι.
Και είναι αβάσταχτος αυτός ο πόνος.

Συνέχισα να πονάω έτσι στο στομάχι κι ένα χρόνο μετά το στρατό.
Στο καρτέρι, για να νικήσεις το φόβο κάνεις διάφορες ανοησίες ή τραγουδάς από μέσα σου. (…)
Δεν ήθελα να σκέφτομαι τίποτα, δεν ήθελα να κοιμάμαι καθόλου.

Οι άλλοι είχαν χώσει ένα νέο φαντάρο: “Κάτσε και φύλαγε εσύ, να κοιμηθούμε εμείς”.
Κι ο νέος με τα γουόκμαν στ΄αφτιά καθόταν κι άκουγε τραγούδια.
Φυσικά δεν μπορούσε ν΄ακούσει αν ερχόταν κανείς.
Πρώτα έκοψαν το δικό του κεφάλι. (…)
Ένας φίλος μου σκοτώθηκε.

Τον πέτυχαν με μια σφαίρα μόνο. Όταν καπνίζαμε, σκεπάζαμε τα κεφάλια μας με την κουβέρτα.
Την ώρα που ξάπλωνε, σηκώθηκε λίγο απ΄το όρυγμα.
Η σφαίρα πέρασε απ΄το στόμα του την στιγμή που ρουφούσε το τσιγάρο.
Έχουν πολύ δεινούς σκοπευτές. (…)

Πήρα μέρος σε 20 μικρές και μεγάλες μάχες. (…)
Τη μέρα που θα έπαιρνα το απολυτήριό μου, η θητεία έγινε δεκαεννιάμηνο.
Ήμασταν οι πρώτοι.
Είχαμε γλέντι απολύσεως, φεύγαμε τάχα.

Ανοίγουμε την τηλεόραση και ακούμε ότι η θητεία παρατάθηκε.
Έκλαψα, τα νεύρα μου έγιναν κουρέλια.
Όταν πήρα τελικά τον απολυτήριο το Μάιο, παραδίδοντας το όπλο στον επιλοχία, τον ρώτησα: “Δε θα ξανάρθουμε, έτσι δεν είναι;”.
Κι εκείνος ήταν πικραμένος, δεν είχε καταφέρει να βγει στη σύνταξη.
“Δε θα ξανάρθουμε γιε μου”, είπε.

«Αν μου φέρει κάποιος το κεφάλι ενός νεκρού τρομοκράτη, θα μειώσω τη θητεία του»
Οι επιχειρήσεις διεξάγονται ως εξής: Λαμβάνονται αυξημένα μέτρα ασφαλείας σε απόσταση τουλάχιστον 500 μέτρων από το χωριό, ώστε η στρατοχωροφυλακή να διεξαγάγει έρευνα.
Επειδή ήμουν αρχηγός στοιχείου, στις έρευνες των σπιτιών εγώ έπαιρνα θέση συνήθως στις στέγες, ως ασφάλεια.
Τις έρευνες τις έκανε η εμπροσθοφυλακή μας.
Όσο διαρκούσαν οι έρευνες, οι χωρικοί έμεναν μέσα στα σπίτια τους. (…)

Σ΄εκείνα τα μέρη ο στρατός είναι πάνω απ΄όλους και οι άνθρωποι εκεί φοβόντουσαν πολύ…
Αλλά κι ο στρατός κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να τους εκφοβίζει.
Απαγορεύεται για παράδειγμα η κυκλοφορία μετά τις δέκα το βράδυ.
Από εκείνη των ώρα και μετά έχει το δικαίωμα να πυροβολήσεις οτιδήποτε κινείται έξω.

Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσα γαϊδούρια την πλήρωσαν.
Κανά δυο συνάδελφοί μας πέθαναν από το κρύο.
Ήταν σε μια μεγάλη και γενικευμένη επιχείρηση σ΄όλη την περιοχή του Μαρντίν.
Ένα παιδί από άλλο λόχο μιλούσε στον ασύρματο που κουβαλούσε στη ράχη του και τον χτύπησε κεραυνός.

(…) Εξάλλου μ΄αυτόν το τρόπο φανατίζουν τους ανθρώπους.
Ο διοικητής του τάγματος για παράδειγμα έκανε παραινέσεις του τύπου “Αν μου φέρει κάποιος το κεφάλι ενός νεκρού τρομοκράτη, θα μειώσω τη θητεία του”.
Εμείς οι Κούρδοι ήμασταν λίγοι, οι Τούρκοι ήταν πιο πολλοί.
Στην πραγματικότητα οι στρατιώτες με κουρδική καταγωγή υπόκεινται σε διαρκή παρακολούθηση.

Είχε γίνει μάλιστα τέτοια έρευνα για δύο συναδέλφους, με την κατηγορία ότι ήταν συμπαθούντες του ΡΚΚ πριν από το στρατό.
Τον έναν τον έστειλα σε άλλη μονάδα, σε άλλη περιοχή.
Ενας τούρκος συνάδελφος πάλι λιποτάκτησε-δεν άντεξε το φόβο και τις άθλιες συνθήκες και λιποτάκτησε.

«Ο,τι απαγορευόταν, εμείς το είχαμε κάνει»
Τη φωτογραφική μηχανή την είχαμε συνεχώς μαζί μας.
Μαζί με το συνάδελφό μου τράβηξα φωτογραφία τον τελευταίο τρομοκράτη που σκότωσα για ενθύμιο.
Δεν ξέρω πόσο σωστό ή λάθος είναι αυτό.
Για μένα είναι σωστό.

Είδα με τα μάτια μου  και σε τι κατάσταση ήταν τα παιδιά, οι συνάδελφοί μας, που είχαν πέσει σε ενέδρα και τους είχαν σκοτώσει.
Εσείς έχετε δει σε τι κατάσταση είναι οι φαντάροι που πέφτουν στα χέρια των τρομοκρατών;
Όποιοι τα κάνουν αυτά δεν είναι άνθρωποι.
Σε μια επαρχία του Ελαζίγ πάλι, δε θα πω τ΄ονομά της, κάποιοι νέοι φαντάροι από ένα φυλάκιο που ανήκε εκεί, στα 600-700 μέτρα υψόμετρο, έκαναν τη μεγάλη βλακεία να βγουν για ενέδρα με γουόκμαν στ΄αφτιά θεωρώντας ότι επειδή δεν είχε συμβεί τίποτα ως τότε, δε θα γινόταν τίποτα.
Φυσικά όλα αυτά δε γράφτηκαν στον Τύπο.

Άλλος διάβαζε περιοδικό, άλλος κρατούσε χαρτί και μολύβι, κάθονταν στο όρυγμα στο ύπαιθρο, έγραφαν, σχεδίαζαν και διασκέσαζαν σαν να ήταν στο σπίτι τους.
Δεν υπήρχε βαθμοφόρος να τους προειδοποιήσει, δε πάει βαθμοφόρος σε κοντινά μέρη.

Επικεφαλής νέων στρατιωτών πάει συνήθως λοχίας ή δεκανέας.
Τους σκότωσαν όλους εν ψυχρώ, χωρίς καν να χρησιμοποιήσουν όπλα.
Αν τους είχαν κόψει το λαιμό και τους είχαν αφήσει έτσι θα ήταν καλά, αλλά εκείνοι τους έκοψαν τ΄αφτιά, τους έβγαλαν τα μάτια, έκοψαν τα γεννητικά τους όργανα και τα έβαλαν στο στόμα τους.
Εμείς όμως τους κάναμε χειρότερα κι από αυτά.

Ρωτήστε αν οι οικογένειές τους άνοιξαν τα φέρετρα να δουν τους νεκρούς γιους τους στο πρόσωπο…
Ρωτήστε αν τους τα έδειξαν.
Δεν τους τα δείχνουν. Γιατί δεν έχουν αφήσει κάτι για να δουν. (…)
Όταν πήραμε τα 68 κεφάλια, ο διοικητής του λόχου έκανε τη διανομή και στο δικό μας λόχο έδωσαν 13 κεφάλια. 

Εμείς ήμασταν οι πρώτοι που μπήκαμε στη μάχη, εμείς πήραμε τα περισσότερα.
Ηρθαν οι Ειδικές Δυνάμεις των Καταδρομών, οι Ειδικές Δυνάμεις του στρατού δηλαδή.

Εμείς περιμέναμε να μας δώσουν τα μισά.
Δεν ήταν θέμα χρηματικού βραβείου, ήταν θέμα επιτυχίας για το τάγμα μας. (…)
Γιατί έκοψα το τσιγάρο;

Ένας φίλος μου σκοτώθηκε δίπλα μου εξαιτίας του τσιγάρου.
Τέσσερις μέρες μετά θα έπαιρνε το απολυτήριο και εγώ άδεια για τις γιορτές. 4 Φεβρουαρίου του 1997, στο Τούντζελι.

Ο,τι απαγορευόταν, εμείς το είχαμε κάνει.
Τη νύχτα, στο πεδίο της μάχης, η καύτρα από το τσιγάρο φαίνεται από πεντ΄έξι χιλιόμετρα μακριά, αρκεί μια σφαίρα, πέντε ή δέκα γραμμάρια, τι να πω, η ζωή σου κρέμεται στην άκρη της.
Μετά το συμβάν αυτό άναψα τσιγάρο, το έσβησα και δεν κάπνισα ποτέ ξανά.

Οπλίτες της Χωροφυλακής με αποκεφαλισμένα πτώματα Κούρδων ανταρτών το 1994 στο Χακκαρί.
«Έκοψαν τα γεννητικά όργανα του δόκιμου και τα έβαλαν στο στόμα του»
Στη Σχολή Δοκίμων οι οπαδοί του ΜΗΡ, εκείνου του BBP, περηφανεύονταν ότι ήταν εθελοντές για να πολεμήσουν εκεί, αλλά χάρηκαν όταν ήρθε η μετάθεσή τους στη Θράκη.
Στη Σχολή προσπαθούσαν ώστε να αφομοιώσουμε την ψυχολογία ότι τουλάχιστον οι μισοί από μας θα πάμε στα ανατολικά και τουλάχιστον πεντ΄έξι θα σκοτωθούμε εκεί. (…)
Η μητέρα μου και ο πατέρας μου ανησύχησαν πολύ και έψαξαν για μέσο, άλλα δεν κατάφεραν κάτι.
Αρχικά πήγα στο Ερζουρούμ, εκεί περίμενα όχημα επί τρεις μέρες.

Εμείς, οι νέοι, πήγαμε στο Αγρί με τέσσερα λεωφορεία και από την αντίθετη πλευρά έφευγαν εκείνοι που απολύονταν.
Είχαν βάλει σημαίες του ΜΗΡ πάνω από τα επίσημα εμβλήματα στα οχήματα και χαιρετιόντουσαν με το σήμα των Γκρίζων Λύκων.
Ανησύχησα πάρα πολύ με όλα αυτά. (…)

Τη μέρα των γενεθλίων μου ανέλαβα υπηρεσία στο φυλάκιο Σουλταντόπ στο Μικρό Όρος Αγρί.
Το 1992, το ΡΚΚ έκοψε τα κεφάλια 21 ατόμων σε αυτό το φυλάκιο.
Οι φαντάροι έβαλαν τις ξιφολόγχες, ο επιλοχίας στην ενέδρα δεν πυροβόλησε, το φυλάκιο δηλαδή πουλήθηκε από μέσα.

Έκοψαν τα γεννητικά όργανα του δόκιμου και τα έβαλαν στο στόμα του.
Έζησαν τη φρίκη εκεί. Οκτώ φαντάροι πέρασαν στο Ιράν.

Οι πεκακάδες ήταν 300 άτομα.
Αργότερα φτιάχτηκαν φυλάκια, άνοιξαν δρόμοι, πάρθηκαν μέτρα ασφαλείας και οι συγκρούσεις μειώθηκαν στο ελαχιστο. (…)

Τα λεφτά τρέχουν ποτάμι στα ανατολικά αλλά για τους φαντάρους δεν έχει τίποτα.
Υπάρχουν ταγματάρχες που ασχολούνται μόνο με το εμπόριο, παίρνουν δύο υπαξιωματικούς για δεξί τους χέρι και οργανώνουν επιχειρήσεις.
Η χρήση ναρκωτικών είναι διαδεδομένη και επιπλέον έρχονται εκεί ως ανεπιθύμητοι.

«Γιατί δεν πάει ο γιος της Τανσού Τσιλέρ ή του Μεσούτ Γιλμάζ στην περιοχή της Κατάστασης Έκτακτης Ανάγκης;»
Τα γράμματα έρχονταν στην κορυφή του βουνού με το Σικόρκι. Επικοινωνία με τον έξω κόσμο μηδέν.
Δεν είχα καταφέρει να τηλεφωνήσω σπίτι μου επί τρεις μήνες περίπου.
Αγαπάω την πατρίδα μου, το έθνος μου, αλλά πιο πολύ αγαπάω τη ζωή μου.
Για πηγαίνετε να μάθετε αν οι γιοι των λοχαγών, των ταγματαρχών ή των επιχειρηματιών εκεί υπηρετούν στο Σιρνάκ.

Σε μας είχαν στείλει κατά λάθος το γιο του ταγματάρχη που ήταν υπασπιστής του στρατηγού του Ισμαήλ Χακί Καρανταή.
Το παιδί είπε ότι θα φύγει σε δυο μέρες και δυο μέρες μετά ανέβηκε στο Σικόρσκι και γύρισε στο Ντιγιαρμπακιρ.
Κύριος οίδε που πήγε μετά από εκεί.
Τι είπε ο ποιητής; Εκείνο που κάνει σημαίες τις σημαίες είναι το αίμα πάνω τους. Είναι για την πατρίδα, αν υπάρχουν νεκροί.

Ο δικός σου γιος γιατί δεν υπηρετεί εκεί.
Γιατί δεν πάει ο γιος της Τανσού Τσιλέρ ή του Μεσούτ Γιλμάζ στην περιοχή της Κατάστασης Έκτακτης Ανάγκης;
Εκείνοι αποφασίζουν τον πόλεμο, πρέπει τουλάχιστον να βάλουν το κεφάλι τους στον ντορβά.(…)
Η θερμοκρασία είναι μείον 45 και η αρβύλα σου έχει τρυπήσει από κάτω, παίρνει νερό και το πόδι σου έχει παγώσει τελείως, γίνεται μπλε.

Δεν έχεις κάλτσες να αλλάξεις.
Οι κοριοί σε τρώνε καθημερινά, πίνουν το αίμα σου.
Το καλοκαίρι είχε σκορπιούς, δεν μπορούσαμε να κάτσουμε δίπλα σε πέτρα, έρχονταν και ανέβαιναν πάνω μας, αφρικάνικοι σκορπιοί…
Το καλοκαίρι μάχη με τους σκορπιούς και το χειμώνα με τους κοριούς.
Κάνεις μπάνιο και φοράς πεντακάθαρα ρούχα, αλλά πέντε λεπτά αργότερα βγάζεις το αθλητικο φανελάκι κι έχει τρεις και τέσσερις κοριούς πάνω.

«Ετσι κι αλλιώς ζούσαμε μέσα στη βρώμα»
Ημασταν στο πιο βρώμικο μέρος των νοτιοανατολικών, στη μέση των βουνών, δεν είχαμε συχνά μάχες, ήμασταν όμως συνεχώς εκεί.
Δεν υπήρχε νερό, δεν μπορούσαμε να κάνουμε μπάνιο.

Μας έφερναν νερό κι αν μπορούσαμε να το ζεστάνουμε κάναμε μπάνιο.
Περνούσαν και 20 μέρες χωρίς να κάνω μπάνιο.

Το χειμώνα λιώναμε το χιόνι και κάναμε μπάνιο με το χιονόνερο.
Το χιονόνερο ήταν κάπως λιπαρό και επιπλέον όταν πλένεσαι σε πιάνει φαγούρα.
Ετσι κι αλλιώς ζούσαμε μέσα στη βρώμα.

«Την πτώση εκείνου του ελικοπτέρου την είχαν παρουσιάσει σαν ατύχημα κι αργότερα το παραδέχτηκαν»
Περάσαμε τα σύνορα του Βόρειο Ιράκ στις δύο τη νύχτα και το πρωί εξασφαλίσαμε τη διέλευση της ομάδας διοικήσεως του λόχου.
Θα περνούσαμε από ναρκοπέδιο.
Προχωρούσαμε δίνοντας ο ένας το χέρι στον άλλον θεωρόντας ότι εκεί που είχε ασβέστη υπήρχε νάρκη στον πισινό σου κι εκείνη τη στιγμή γινόταν κομμάτια ο μπροστινός σου.
Μας ησύχαζε λίγο το γεγονός ότι είχε φεγγάρι.

Ήμασταν αναγκασμένοι να βρίσκουμε νάρκες σχεδόν τρέχοντας. Αρχισαν να μας παρενοχλούν με πυρά οι ομάδες των τρομοκρατών και η διάβασή μας καθυστέρησε, φώναξαν ελικόπτερα και προσπάθησαν να εντοπίσουν τις θέσεις των τρομοκρατών.
Τους ακούγαμε να μιλάνε στους ασυρμάτους.
Είχαν ανοίξει με τους πιλότους των ελικοπτέρων, του τύπου “θα σας δείξουμε, θα έχετε την τύχη των άλλων ελικοπτέρων που ρίξαμε”.
Την πτώση εκείνου του ελικοπτέρου την είχαν παρουσιάσει σαν ατύχημα κι αργότερα το παραδέχτηκαν. [6]

t
«Αν είναι να σκοτωθώ, ας σκοτωθώ, αλλά βγάζω λεφτά»
Ηταν ένας εθνικιστής υπαξιωματικός που ασχολιόταν μαζί μου επειδή δεν ήμουν μουσουλμάνος.
Δεν ήμουν μουσουλμάνος, ήμουν σε καλό πόστο και επιπλέον τους ενοχλούσα.
Είχαν κάθε λόγο να είναι εχθροί μου.
Εναντιώθηκα στην καταπίεση των ανώτερων προς τους κατώτερους, στο να βάζουν τα δύσκολα νούμερα στις σκοπιές εκείνους που δεν συμπαθούσαν, στους ξυλοδαρμούς των φαντάρων. (…)

Ίσως να μην το είπε κανείς αυτό, αλλά στην πράξη αυτό ζούμε, φτηνό ηρωισμό.
Εσύ σκοτώνεσαι, εκείνοι στέλνουν λίγα χρήματα στους δικούς σου, τέλος, τα περί εθνομαρτύρων είναι παραμύθια.
Μας είχε έρθει διαταγή να προσέχουμε να μην τραυματισθούμε και σκοτωθούμε γιατί το δημόσιο καταβάλλει τόσα χρήματα στις οικογένειες των νεκρών στρατιωτών και ο προϋπολογισμός του κράτους κινδυνεύει.
Είναι ποτέ δυνατόν να μετρηθεί με χρήματα το γεγονός ότι ένας άνθρωπος δεν μπορεί να περπατήσει για όλη του τη ζωή; (…)

Σήμερα θυμώνω πολύ, ο πόλεμος συνεχίζεται και ο κόσμος σκοτώνεται – Αλεβήδες, Αρμένηδες, αλλά και Τούρκοι στρατιώτες, Κούρδοι της οργάνωσης, αλλά κι εθνικιστές…
Οταν βλέπει κανείς τα πράγματα από το Τούντζελι και υπάρχουν άνθρωποι  που αντί για 100 εκατομμύρια λίρες παίρνουν μισθό 200 εκατομμύρια, γιατί να καταργηθεί η Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης;
Τι καλά λεφτά! Αντί για δύο χρόνια υπηρεσίας, κάθεσαι τρία.
Αν είναι να σκοτωθώ, ας σκοτωθώ, αλλά βγάζω λεφτά. Εγώ νομίζω ότι δεν πρέπει να αφήσουμε σ΄αυτούς τους ανθρώπους την τύχη του πολέμου.

«Ημουν υποχρεωμένος να σηκώσω την κουβέρτα»
Μια μέρα ζήτησαν από το κέντρο επιχειρήσεων ένα ασθενοφόρο στο ελικοδρόμιο.
Πήγαμε μαζί μ΄ένα συνάδελφο δόκιμο.

Είχαν σκοτωθεί στη μάχη ένας επιλοχίας και δύο στρατιώτες και μετέφεραν τις σορούς τους.
Εγώ έπρεπε να μεταφέρω τις σορούς στο νεκροτομείο και να κάνω εξακρίβωση των στοιχείων τους. (…)

Οι φαντάροι είχαν πλημμυρίσει το ελικοδρόμιο για να μάθουν ποιοι είχαν σκοτωθεί.
Πήραμε τα παιδιά, τοποθετήσαμε τις σορούς τους στα φορεία και καθώς τις μεταφέραμε προς το ασθενοφόρο, οι φαντάροι άρχισαν να κλαίνε και να τρέχουν γύρω μας να δουν τα πτώματα.

Οι νεκροί είχαν έρθει σε κακή κατάσταση, λες και τους είχαν σηκώσει από τις λάσπες…
Τα μάτια τους ήταν ανοιχτά και ήταν σκεπασμένοι με κουβέρτα.

Ημουν υποχρεωμένος να σηκώσω την κουβέρτα.
Αποκλείεται να το ξεχάσω  αυτό σε όλη μου τη ζωή.

Πρώτη φορά έβλεπα πτώμα από τόσο κοντά, με τέτοια ψυχολογία.
Τα στόματα και οι μύτες τους είχαν γεμίσει χώμα, οπωσδήποτε ψυχορραγούσαν για πολύ ώρα στο έδαφος,
Εσταζαν αίμα… (…)
Απαγορεύεται να βάζουμε την σειρήνα για να μην την ακούν οι πεκακάδες και χαίρονται.

«Ο Τύπος αφενός υπερβάλλει πολύ, αφετέρου γράφει λίγα για το θέμα»
Την πρώτη μου μέρα στο στρατό κοιμηθήκαμε τρία άτομα σ΄ένα κρεβάτι. (…)
Στην εκπαίδευση μας έλεγαν: “Να κάνεις αυτό, να είσαι λιοντάρι, να επιστρέψεις όχι στις αποσκευές του αεροπλάνου, αλλά ως επιβάτης, και οι αεροσυνοδοί να σε σερβίρουν”.

Οι ειδήσεις για τους νεκρούς ήρωες είχαν μπει στο αρχείο. Δεν κάναμε και σπουδαία εκπαίδευση στα όπλα.
Έριξα πάνω κάτω 20 με 30 σφαίρες. (…)
Είχαμε ένα επιλοχία που είχε χάσει όλη του την ομάδα του ή το  1988 ή το το 1989. Αγαπούσε πολύ τους φαντάρους.

Ποτέ δεν ανέφερε όσους κοιμόντουσαν στη σκοπιά, τους ξυπνούσε, τους έλεγε “άντε λιοντάρι μου” και τους έδινε σπόρια. (…)
Αν με έπαιρναν αυτή τη στιγμή στο στρατό, θα ζητούσα πάλι να βρεθώ στα ανατολικά.
Το κλίμα αλληλεγγύης είναι πολύ ξεχωριστό στα ανατολικά. (…)

Οι αξιωματικοί θεωρούνται εχθροί των φαντάρων λόγω των ποινών.
Αν δε σου ρίξει φυλακή, μπορεί να σε δείρει, να σε ταπεινώσει.

Όποιος λέει ότι δεν έφαγε ξύλο στη θητεία του είναι ψεύτης. Εγώ έχω φάει και στο κέντρο και στη μονάδα, μαζί με άλλους και μόνος μου.
Το πρώτο ξύλο και το πρώτο βρίσιμο το πήρα πολύ βαριά.

Στην πολιτική μου ζωή δεν είχα καμία ανοχή. (…)
Ο Τύπος αφενός υπερβάλλει πολύ, αφετέρου γράφει λίγα για το θέμα.

Μας ενημέρωσαν ότι είχαν σκοτωθεί σε μια μάχη εννιά ή δέκα παιδιά.
Στις τηλεοράσεις έλεγαν για τρία παιδιά.

Αν οι νεκροί είναι από την άλλη πλευρά, οι τέσσερις γίνονται 14 και 24.
Ο αριθμός των νεκρών στρατιωτών μειώνεται, ο αριθμός των νεκρών αντιπάλων αυξάνεται.

«Εκείνη τη νύχτα προκαλέσαμε έξοδα 350-400 εκατομμυρίων στο στρατό»
Aκούγαμε στον ασύρματο τις συνομιλίες των τρομοκρατών.
Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί δεν ήξερα κουρδικά.
Μια μέρα ο δόκιμος μας είπε: “Να μιλήσω γερμανικά, να δούμε, θα καταλάβουν;
” Ήρθε απάντηση στα γερμανικά.
Όπως τους παρακολουθούμε εμείς τη νύχτα με διόπτρες νυκτός, έτσι μας παρακολουθούν κι εκείνοι.

Εμείς δεν μπορούμε να τους δούμε, αλλά εκείνοι μας βλέπουν.
Έλεγαν μάλιστα στον ασύρματο: “Εκείνους τους μαύρους στα άρματα θα τους πετσοκόψουμε μπροστά στα μάτια των νταλικέρηδων.”
Φοβόμασταν όταν ακούγαμε τέτοια.

Αλλά κάθε βράδυ ρίχναμε μια προειδοποιητική βολή. (…)
Ένα βράδυ, θα΄ταν δύο δυόμιση, είδαμε κάτι.
Περπατούσαν σα στρατιώτες, σε μονό στοίχο.
Εμοιαζαν 10-15 άτομα.

Φωνάξαμε το δόκιμό μας: “Μπορούν να είναι τρομοκράτες, μουλάρια ή και γουρούνια ακόμα”.
Ενημερώσαμε από τον ασύρματο το διοικητή μας στο Σιλόπ.
Ο διοικητής ενημέρωσε κ εκείνος το Τζιζρέ.
Από εκεί του είπαν: “Χρησιμοποιήστε βαρύ οπλισμό”.

Δηλαδή βλήματα άρματος, Έβαλα το βλήμα στο θάλαμο του πυροβόλου.
Απασφάλισα.
Ο σκοπευτής μας σκόπευσε, κλείδωσε το στόχο.

Και ο διοικητής του τανκ πάτησε το διακόπτη και το βλήμα εκπυρσοκρότησε.
Παρακολουθούσαμε την πορεία του βλήματος με τα κυάλια.  (…)
Ρίξαμε ακριβώς 12 βλήματα.
Ο δόκιμος ήταν πιο πρωτάρης και από μας.

Το άρμα μας έριχνε όλη νύχτα.
Το πρωί ήρθε από το Σιλόπ μαζί με τις Ειδικές Δυνάμεις και ο διοικητής μας.
“Να βάλει ο Θεός το χέρι του να υπάρχουν πτώματα, διαφορετικά θα γίνουμε ρεζίλι στη Στρατοχωροφυλακή”, είπε.

Οι Ειδικές Δυνάμεις κατέβηκαν κάτω.
Περιμέναμε με αγωνία, μαζί με το δόκιμο.

Αν δεν είχαμε καταφέρει να χτυπήσουμε τίποτα, υπήρχε και η πιθανότητα να μας τιμωρήσουν.
Το κόστος ενός βλήματος ήταν τότε 30 εκατομμύρια.
Εκείνη τη νύχτα προκαλέσαμε έξοδα 350-400 εκατομμυρίων στο στρατό και στο κράτος μας.
Είχαμε χτυπήσει μουλάρια.

Βρήκαν νεκρά οκτώ εννιά μουλάρια.
Έστω και αν δεν ήταν άνθρωποι, ήταν ζωντανά.
Στην πραγματικότητα θέλαμε πολύ να ήταν τρομοκράτες…

«Και τι θα γίνει αν πιάσουμε και δέκα τρομοκράτες, αφού σκοτώθηκε ένας δικός μας;»
Ο στρατός ταιριάζει στο χαρακτήρα μου – η εργασία και η πειθαρχία μου αρέσουν.
Είμαι πολιτικός μηχανικός και γι΄αυτό δε φανταζόμουν ότι θα πάω στην Ανατολία.
Στη συνέντευξη που δώσαμε πριν καταταγούμε, τα άλλα παιδιά, για να μην τους στείλουν στην Ανατολία, έλεγαν ένας ότι είχε πρόβλημα στο πόδι, άλλος ότι πονούσε το κεφάλι του.

Εγώ είπα: “Γράψτε με”. (…).
Με τους πεκακάδες μιλούσαμε κάποιες  φορές στον ασύρματο.
Ο διοικητής του λόχου μας και ο υπεύθυνος του ΡΚΚ στην επαρχία μας ήταν συμμαθητές από τη Σχολή Ευελπίδων.
Συζητούσαν: “Μένατε εκεί”, “Το παιδί μεγάλωσε”, “Κι εσύ έχεις μια κόρη, τι κάνει;”.

Πολύ ωραίος διάλογος, τη στιγμή της μάχης μάλιστα.
Κάποιες φορές βριζόντουσαν κιόλας.
Χάσαμε ένα στρατιώτη μας και πιάσαμε ένα τρομοκράτη.
Παραιτηθήκαμε από την επιχείρηση λόγω της απώλειας.

Και τι θα γίνει αν πιάσουμε και δέκα τρομοκράτες, αφού σκοτώθηκε ένας δικός μας; Οι στρατιώτες τρελαίνονται όταν είναι τάχα σε “επιχείρηση”.
Βγαίνουν έξω από την πύλη και γράφουν γράμμα:
“Σήμερα πήρα  τόσα κεφάλια” τάχα. Λένε: “Σκοτώθηκαν δέκα στρατιώτες”.
Στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι.
Οι στρατιώτες πέφτουν σε ενέδρα και επιτόπου σκοτώνονται δέκα, άλλοι 20 όμως τραυματίζονται.

Στον Τύπο ανακοινώνονται ότι σκοτώθηκαν δέκα.
Αργότερα μπορεί να υποκύψουν και άλλοι δέκα από τους 20 τραυματίες.

Ετυχε κάτι τέτοι σε μας, επί τόπου σκοτώθηκαν 21 και στη συνέχεια ο αριθμός των νεκρών έφτασε τους 30.
Στον Τύπο ανακοινώθηκαν 21 νεκροί.
Μετά ο αριθμός των νεκρών υστερεί της πραγματικότητας, αφού δεν καταγράφεται στον Τύπο.

«Κοιτάζω και βλέπω ότι το ένα μου πόδι λείπει»
Επειδή ήμασταν απόσπασμα υποστηρίξεως, μετά από τέσσερις μήνες επιστρέψαμε στη δύση, πήγαμε δηλαδή να φυλάμε σκοπι΄ςε στους όρχους.
Όλοι εκείνη την περίοδο προτιμούσαν να είναι στα ανατολικά.

Στη δύση η σκοπιά δε θεωρείται αξιοπρεπής.
Ξέρεις τι θα φας, τη νύχτα σηκώνεσαι να κάνεις ένα δίωρο σκοπιά, δεν αξίζει καν να σηκωθείς.
Κάνεις κανένα αστείο, πιάνεις καμιά κουβέντα.
Η σκοπιά τελειώνει στο πι και φι.

Η δική μας ταξιαρχία θα ακροβολιζόταν στην Ελλάδα από το Καράμπουρουν σε μια επιχείρηση αερομεταφοράς.
Αν γινόταν απόβαση, θα μας αποβίβαζαν στα νησιά.

[6] Όταν προέκυψε η Επιχείρηση Ατσάλι πέρα από τα σύνορα με το Ιράκ, αναγκαστήκαμε να συμμετάσχουμε.
Στις 2 Μαρτίου 1995, πριν αρχίσει η επιχείρησηκ και ενώ μεταφερόμασταν στο παλιό μας σύνταγμα, πατήσαμε τη νάρκη μπροστά από το φυλάκιο του Μπαλί (…)
Εμεινα τέσσερις μέρες στο Σιρνάκ.
Μετά με έβαλαν στο ελικόπτερο.

Εκεί άρχισα να γελάω, έλεγα στον εαυτό μου ότι συνέβη και αυτό.
Στο Ντιγιάρμπακιρ δεν κατάφεραν και πολλά πράγματα – μ΄έστειλαν στο Γκιούλχανε, τέσσερις εγχειρήσεις.
Κοιτάζω και βλέπω ότι το ένα μου πόδι λείπει.

Είχα πει στο γιατρό να μη μου το κόψει, δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω τη μάνα μου σε αυτή τη κατάσταση.
Σκεφτόμουν την μητέρα μου, τα υπόλοιπα είναι παραμύθια.

Στο νοσοκομείο σκέφτηκα ν΄αυτοκτονήσω.
Ήταν εύκολο.
Ο γιατρός είπε: “Δε θα καταφέρουμε να το σώσουμε, πρέπει να κοπεί”.
Κόψ΄το!… (…)

Στην τελευταία εγχείρηση, σε μια στιγμή σηκώθηκα από τη νάρκωση και φώναξα ότι πονάει.
Εφαγα δυο τρία χαστούκια και λιποθύμησα ξανά.


«Πειραματόζωα ή πρόβατα επί σφαγή;»
Όταν ξεκινήσαμε τη θητεία υπήρξε ο φόβος μήπως οι κούρδοι φαντάροι ήταν του ΡΚΚ, αλλά στην συνέχεια κανείς δεν έδινε σημασία αν ο άλλος ήταν του ΡΚΚ ή όχι.
Δεν υπήρχε χρόνος για να σκεφτεί τέτοια πράγματα.
Δεν υπήρχαν άλλωστε και πολλοί Κούρδοι.
Πιο πολύ οι Σουνίτες έκαναν παρέα με Σουνίτες, οι Αλεβήτες με τους Αλεβήτες.

Ξεσπούσαν ακόμα και καβγάδες μεταξύ δεξιών και αριστερών.
Υπήρχαν ακόμα και κομμουνιστές ανάμεσά μας.
Εμείς οι δεξιοί λογομαχούσαμε μαζί τους.

Ακούγαμε στο ραδιόφωνο για τις μάχες που δίναμε και τις επιχειρήσεις που κάναμε.
Ακούγαμε ραδιόφωνο ακόμα και την ώρα που κάναμε την επιχείρηση.
Αλλά οι πληροφορίες που έδιναν ήταν λανθασμένες.
Είχαμε πάει για παράδειγμα σε μια επιχείρηση με κέρδος το περισσότερο 15-20 νεκρούς από την άλλη πλευρά και στην τηλεόραση έλεγαν ότι είχαν σκοτωθεί 90. (…)

Ένας συνάδελφός μας σ΄εκείνη τη μάχη, η σφαίρα μπήκε από το ένα μάγουλό του και βγήκε απο το άλλο.
Εχασε όλα τα κάτω δόντια του.
Μετρούσε 20 μέρες για ν΄απολυθεί.
Νοσηλεύτηκε 20 μέρες στο Γκιούλχανε και μετά του είπαν ότι η θητεία του τελείωσε και τον πέταξαν έξω.

Αργότερα μας έγραψε γράμμα, “έτσι και έτσι μου έκαναν”.
Μαζέψαμε χρήματα και του τα στείλαμε.
Ήταν ένα πολύ φτωχό παιδί.
Κανείς δεν ασχολείται μαζί μας, εμείς τι είμαστε;
Πειραματόζωα ή πρόβατα επί σφαγή;
Δεν μπορώ να πω.

Έδιναν σε όλους ένα χαρτί για να μιλήσουν στο πρόγραμμα της τηλεόρασης “Θεά από την Ανατολία” ή το χαρτί το διάβαζε ο δόκιμος.
Απαγορευόταν να πεις έστω και μια λέξη παραπάνω από εκείνες σ΄εκείνο το χαρτί.
Όσοι έβγαιναν στην τηλεόραση έλεγαν: “Θα τους σβήσουμε απ΄το χάρτη, μπαμπά και μαμά μην ανησυχείτε για μένα”.
Δεν υπάρχει “δε θέλω να μιλήσω”, μπαίνεις στη σειρά, διαλέγουν κάποιον, εκείνος αρχίζει:
“Είμαι ο τάδε, από το τάδε μέρο, το ΡΚΚ θα το διαλύσουμε χωρίς άλλο, να μην ανησυχούν ο μπαμπάς και η μαμά, έχουμε όλες τις ανέσεις”. [7]

«Οι πεζικάριοι βουτυρόπαιδα, οι καταδρομείς βουτυρόπαιδα, οι στρατοχωροφύλακες πουτάνας γιοι»

Ήμασταν ενάμιση μήνα πια στο Μαρντίν όταν ακούσαμε στον ασύρματο ότι το χωριό Ορμάναρντι δέχτηκε επίθεση: δύο τρεις δόκιμοι και 10-15 στρατιώτες νεκροί… Ποιος του σκότωσε; Οι τρομοκράτες. Γιατί; Η στρατοχωροφυλακή ανέλαβε την περιοχή και πίεσε πολύ τους χωρικούς.
Όταν φεύγαμε εμείς, οι χωρικοί έκλαιγαν τόσο πολύ όσο δε θα΄κλαιγαν ίσως όταν έχαναν την μητέρα τους. Αυτό σημαίνει ότι κι εκείνοι ήξεραν τι θα τους συμβεί. (…) Πήγα σ΄ένα χωριό, στο Μαρντίν, δε θυμάμαι πως το έλεγαν.

Θεέ μου, το χωριό το είχαν σβήσει από το χάρτη. (…) Πριν από τρία χρόνια υπήρχε κι εκεί έμμισθη πολιτοφυλακή. Ερχόντουσαν οι τρομοκράτες, πυροβολούσαν από ψηλά κι οι πολιτοφύλακες από κάτω… Οι σφαίρες τους σώθηκαν κάποια στιγμή και τότε οι τρομοκράτες μπήκαν στο χωριό σαν να μη τρέχει τίποτα και τους σκότωσαν έναν έναν. (…) Τα βράδια πηγαίναμε για ενέδρα.
Στο βουνό κοιμόμασταν πάνω στο χιόνι ή πάνω στις πέτρες.
Πάνω σ΄ενα βράχο είχαν γράψει: “Οι πεζικάριοι βουτυρόπαιδα, οι καταδρομείς βουτυρόπαιδα, οι στρατοχωροφύλακες πουτάνας γιοι.” Φοβόντουσαν τους καταδρομείς αλλά τους πήγαιναν κιόλας.
Εκείνη την εποχή ήταν οι στρατοχωροφύλακες που τους σκότωναν, δεν τους ήθελαν καθόλου. Όλη τους οι έγνοια ήταν να σκοτώσουν στρατοχωροφύλακα.
Τούρκοι οπλίτες ακρωτηριάζουν τα πτώματα Κούρδων ανταρτών.
«Κοίτα τους παλαβούς, γράφουν ποιήματα»
Όσα μας έλεγαν στο στρατό ήταν ακριβώς αντίθετα απ΄όσα είχα μάθει στην πολιτική μου ζωή, με αποτέλεσμα να ζήσω μια αντίφαση για το ποιο από τά δύο ήταν τελικά σωστό. Όταν πήγα στα ανατολικά, η αντίφαση λύθηκε. Διαπίστωσα ότι δίκιο είχα εγώ.(…)
Έγινα γραφέας. Α1. Α2 και Α3 μαζί. Χειριζόμουν έγγραφα που έρχονταν από τις υπηρεσίες πληροφοριών. Ως γραφέας είχα αρμοδιότητα να τα διαβάζω. Με έβαλαν να ορκιστώ ότι δε θα διέρρεε καμία πληροφορία. (…) Ο συνταγματάρχης έβγαινε κάθε μέρα έξω και πήγαινε στις επιχειρήσεις στους γύρω νομούς και επαρχίες.

Καθόμασταν το βράδυ και για να τελει΄σουμε τις αναφορές η ώρα πήγαινε μία και δύο τη νύχτα. Εκείνος υπαγόρευε κι εγώ έγραφα. Αναφορές με αποδέκτη τον Ισμαήλ Χακί Καρανταή. Αναφορές ασφαλείας για την κατάσταση στα ανατολικά. Μου έδειχναν έγγραφα και στοιχεία που είχαν περιέλθει στα χέρια μας. Οι τρομοκράτες είχαν τυπώσει ημερολόγια, με φωτογραφίες τους μέσα στα χιόνια και ποιήματα. Ο συνταγματάρχης γελούσε: “Κοίτα τους παλαβούς, γράφουν ποιήματα”.

Το ποίημα στην πραγματικότητα ήταν ωραίο, μου άρεσε, αλλά του έλεγα βέβαια “έχετε δίκιο, κύριες διοικητά, δείτε τι κάνουν οι άτιμοι”. Ήμουν υποχρεωμένος να δείχνω έτσι προς τα έξω. Από την άλλη, ακούστηκε κιόλας ότι είχαμε σχέσεις με τους τρομοκράτες. Μας είχαν φακελώσει, πέντε άτομα, ως αριστερούς και τέτοια. Δε συμμετείχα σε μάχη, αλλά όταν ήμασταν στη χαράδρα, πριν πάω στη Λέσχη Αξιωματικών, οι καταδρομείς από το Μπόλου κατασκήνωσαν δίπλα στη μονάδα μας. Μας έδειχναν στο βίντεο λήψεις από τις επιχειρήσεις τους.

Σε μια σκηνή, ανέκριναν ένα παιδί τρομοκράτη, τον ρωτούσαν “που είναι οι υπόλοιποι;”. Επειδή το ελικόπτερο έκανε εκκωφαντικό θόρυβο, η φωνή δεν ακουγόταν καλά. Του είπαν: “Αν πεις την αλήθεια, θα σε αφήσουμε ελεύθερο…”, σας συνοψίζω ό,τι θυμάμαι περίπου, το παιδί έλεγε κάποια πράγματα. Εκεί το βίντεο κοβόταν και μετά τους βλέπαμε να πετάνε το παιδί κάτω από το ελικόπτερο, να το δολοφονούν επί τόπου, τα έχω δει αυτά τα πράγματα. Κρατούσαν στα χέρια τους κάτι διαφανή πράγματα.

“Τι είναι αυτά;” τους ρώτησα, είχαν φτιάξει μπρελόκ για τα κλειδιά τους μ΄αυτά. “Παιδί μου”, μου απάντησαν, “αυτά είναι αφτιά”. “Τι αφτιά;” Είχαν λιώσει τ΄αφτιά των τρομοκρατών που είχαν σκοτώσει με οξύ μέσα σε κόκα κόλα, έβγαινε κάτι σαν χόνδρος και μάυτό είχαν φτιάξει μπρελόκ. Το είχαν χάσει τελείως κ εκείνοι.

Οι καταδρομείς του Μπόλου είχαν απευθείας θερμή επαφή με τους τρομοκράτες και οι εμπειρίες τους ήταν πολύ διαφορετικές. Μας εξομολογούνταν ότι είχαν δει στις επιχειρήσεις να έχουν βιάσει τους συντρόφους τους και να τους έχουν παρατήσει με το παντελόνι ανοιχτό και μπρούμυτα πάνω στα βράχια, είχαν επηρεαστεί από αυτό. (…)

Έσβηνα τσιγάρα στα χέρια μου, για να θεωρήσουν ότι είμαι ψυχοπαθής και να με διώξουν.
Δες, αυτό είναι είναι σημάδι από τσιγάρο, ενθύμιο από το στρατό.
Προσπάθησα να σπάσω τον ώμο μου για να πάρω αναρρωτική.
Έβαζα τα παιδιά να με κλωτσάνε, για να σπάσει το κόκκαλο, να πάρω αναρρωτική και να φύγω.
 
Διαβάστε: Nadire Mater, «Το Βιβλίο του Μεχμέτ: Οι στρατιώτες που πολέμησαν στη νοτιοανατολική Τουρκία αφηγούνται», (Κατάρτι, Αθήνα: 2004).
______
Σημειώσεις:
[1] Στις 18 Αυγούστου, Τούρκοι αστυνομικοί πυροβόλησαν εν ψυχρώ στο κεφάλι τον 24χρονο ΚούρδοMehdi Taskin σε διαδήλωση κατά του γκρεμίσματος του μνημείου του Mahsum Korkmaz στο Lice.
Σε αντίποινα για τη δολοφονία του, αντάρτες του ΡΚΚ σκότωσαν τον Τούρκο υπολοχαγό Emre As και τον 27χρονο ΕΠΟΠ δεκανέα Uğur İnal σε ενέδρα δύο ημέρες αργότερα. 

[2] Με βάση επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Άμυνας της Τουρκίας, από τις 15-08-1984 μέχρι την τελευταία συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στις 05-08-2012, σκοτώθηκαν 6.205 αξιωματικοί και οπλίτες των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Οι απώλειες των αστυνομικών ανέρχονται σε 775 και των πολιτοφυλάκων (“φύλακες χωριών”) σε 1.350, τουλάχιστον.
Άγνωστος παραμένει ο αριθμός των στρατιωτών που ακρωτηριάσθηκαν ή πάσχουν από μετατραυματικό στρες (“Νοτιοανατολικό Σύνδρομο”).

[3] Mehmed ή Mehmetçik, (μτφ.) ο οπλίτης του Τουρκικού Στρατού.
Η υποδοχή του βιβλίου ήταν ενθουσιώδης από το αναγνωστικό κοινό, άλλα όχι από το τουρκικό Γενικό Επιτελείο.
Στις 23 Ιουνίου 1999 κατατέθηκε μηνυτήρια αναφορά για «προσβολή των ενόπλων δυνάμεων του κράτους» (βάση του Άρθρου 159 του τουρκικού Ποινικού Κώδικα) μετά από προσωπική παρέμβαση του τότε ΣτρατηγούHilmi Özkök και το βιβλίο απαγορεύτηκε και αποσύρθηκε από τα ράφια των βιβλιοπωλείων, δύο μήνες μετά την κυκλοφορία του και την τέταρτη έκδοσή του.

Οι μηχανισμοί του τουρκικού βαθέος κράτους εξαπέλυσαν δυσφημιστική επίθεση κατά της Mater, με την εφημερίδα Hürriyet να την συκοφαντεί ως «πράκτορα της CIA» επί 11 συνεχόμενες ημέρες.
Ο εισαγγελέας ζήτησε την καταδίκη της συγγραφέως σε 2 έως 12 μήνες φυλάκιση ωστόσο το ίδιο δικαστήριο την απάλλαξε από τις κατηγορίες στις 29 Σεπτεμβρίου 2000.

[4] Το 1998 υπήρχαν 62.000 μόνιμοι και 33.000 έκτακτοι φύλακες χωριών (Korucular) που συνέδραμαν στις επιχειρήσεις κατά του ΡΚΚ. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών, στις περιοχές της ανατολικής και νοτιοανατολικής Τουρκίας διαπράχθηκε σωρεία αδικημάτων από φύλακες χωριών με αποτέλεσμα να καταδικασθούν: 108 για χρηματισμό, 1.899 για συνδρομή και αρωγή στο ΡΚΚ, 196 για φόνο, 161 για πρόκληση σωματικών βλαβών, 280 για λαθρεμπόριο όπλων, 57 για απαγωγή κοριτσιών, 13 για παραβίαση του ασύλου της κατοικίας και 1.073 για εμπόριο ναρκωτικών, σύσταση συμμορίας και άλλα αδικήματα.

[5] Η κυβέρνηση της Tansu Çiller προχώρησε σε αύξηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας κατά 3 μήνες μετά την επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας στη νοτιοανατολική Τουρκία τη διετία 1993-94.
[6] Αναφέρεται σε ένα εκ των δύο περιστατικών κατάρριψης επιθετικών ελικοπτέρων ΑΗ-1W Super Cobra του Τουρκικού Στρατού από βλήμα SA-7Β το Μάιο και τον Ιούνιο του 1997. Το τουρκικό Γενικό Επιτελείο κατά πάγια πρακτική αποκρύπτει ή παραπληροφορεί για συμβάντα ασφαλείας.
[6] Αναφέρεται πιθανότατα στην 57η Ταξιαρχία Πυροβολικού με έδρα τη Σμύρνη.
[7] Στο πλαίσιο ψυχολογικών επιχειρήσεων του τουρκικού Γενικού Επιτελείου, η κρατική τηλεόραση μετέδιδε τις εβδομαδιαίες προπαγανδιστικές εκπομπές “Θεά από την Ανατολία” και “Mehmetçik”.

Δεν υπάρχουν σχόλια: