Οι εξουθενωμένοι και διαρκώς υποχωρούντες μέσα στο έδαφός τους Βούλγαροι ζήτησαν ανακωχή.
Ήδη σε όλα τα μέτωπα είχαν ήττες και μόνο ήττες. Οι Σέρβοι προέλαυναν, το ίδιο συνέβαινε και με τους Τούρκους που είχαν καταλάβει την Αδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησιές, ενώ οι Ρουμάνοι διά περιπάτου έφθαναν μέχρι και τη Σόφια. Έτσι η προς βορρά και κατά μήκος του ποταμού Στρυμόνα πορεία των ελληνικών δυνάμεων τερματίστηκε με την ανακωχή που υπογράφηκε.
Ύστερα λοιπόν από τη νικηφόρα για το στρατό μας Μάχη της Δοϊράνης, οι ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν την προέλασή τους βόρεια και αναπτύχθηκαν βόρεια των Στενών της Κρέσνας.
Ο Ελληνικός Στρατός διέθετε για τις επιχειρήσεις συνολικά επτά (3η, 4η, 10η στα αριστερά, 2η, 5η, 6η στο κέντρο και 7η στα δεξιά) μεραρχίες και μία ταξιαρχία ιππικού.
Οι Βούλγαροι, επωφελούμενοι όμως της αναστολής της σερβικής επίθεσης, απέσυραν σημαντικές δυνάμεις από το Τσάρεβο Σέλο και τις διέθεσαν προς ενίσχυση της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς κατά των Ελλήνων.
Στις 11 Ιουλίου η βουλγαρική γραμμή εκτεινόταν στην αμυντική τοποθεσία Χασάν Πασά – Βίντρεν -Σιμιτλή – Ουράνοβο – ύψωμα 1378, που κάλυπτε την περιοχή της Άνω Τζουμαγιάς (σ.σ.: Το σημερινό Μπλαγκόεβγκραντ που πήρε το όνομά της από τον ένα γνωστό Βούλγαρο κομμουνιστή, τον Ντιμιτάρ Μπλαγκόεφ).
Προέλαση του Στρατού
Στις 12 Ιουλίου τα ελληνικά τμήματα εξαπέλυσαν επίθεση στο δεξιό και κεντρικό τομέα του μετώπου, χωρίς όμως να επέλθουν τα επιθυμητά αποτελέσματα κυρίως λόγω της σθεναρής αντίστασης των Βουλγάρων, του ανώμαλου εδάφους και των δυσμενών καιρικών συνθηκών.
Στις 13 η επίθεση εντάθηκε και τελικά επιτεύχθηκε η διάρρηξη των βουλγαρικών γραμμών στον τομέα Βίντρεν, με αποτέλεσμα τα εχθρικά στρατεύματα να αναγκαστούν να υποχωρήσουν για να αποφύγουν τον κίνδυνο κύκλωσής τους.
Ταυτόχρονα δύο μεραρχίες ενεργούσαν κατά του τομέα Σιμιτλή και κατάφεραν να καταλάβουν τα νοτιοδυτικά υψώματα του χωριού.
Τα βουλγαρικά τμήματα άρχισαν να συμπτύσσονται βόρεια εγκαταλείποντας άφθονο πολεμικό υλικό.
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας τα πρώτα ελληνικά τμήματα εισήλθαν στο Σιμιτλή και εν συνεχεία προωθήθηκαν καταλαμβάνοντας τα βόρεια υψώματα του χωριού.
Η 7η Μεραρχία στην δεξιά πλευρά του μετώπου προέλασε από το Πρεντέλ Χαν προς το Γράντεβο.
Στις 14 Ιουλίου οι ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν τον επιθετικό αγώνα σε ολόκληρο το μέτωπο με αμείωτη ένταση. Δεν κατάφεραν όμως αρχικά να διασπάσουν την κύρια βουλγαρική αμυντική τοποθεσία. Τελικά τη νύχτα της 14ης προς 15η Ιουλίου οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και συμπτύχτηκαν προς Άνω Τζουμαγιά.
Απολογισμός των νικών
Η επιτυχής προέλαση του Ελληνικού Στρατού από τα Στενά της Κρέσνας προς το Σιμιτλή και τελικά προς την Άνω Τζουμαγιά ήταν από τις τελευταίες επιχειρήσεις πριν από τη σύναψη ανακωχής με τη Βουλγαρία στις 18 Ιουλίου 1913.
Η συντριβή του μέχρι τότε πανίσχυρου βουλγαρικού στρατού από τα πλήγματα των ελληνικών και των σερβικών στρατευμάτων, σε συνδυασμό με την πολεμική ανάμειξη της Ρουμανίας και της Τουρκίας, ήταν επόμενο να προκαλέσει τη διπλωματική παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων με συνέπεια στις 17 Ιουλίου 1913 να αρχίσουν οι εργασίες της συνδιασκέψεως του Βουκουρεστίου, με τη Βουλγαρία να έχει την κάλυψη της Ρωσίας και της Αυστρίας, στην απαίτησή της για έξοδο προς το Αιγαίο με το λιμάνι της Καβάλας. Τελικά όμως, χάρις στη στήριξη της Γαλλίας και του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β’, η Καβάλα παραχωρήθηκε στην Ελλάδα.
Η συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε στις 28 Ιουλίου 1913 στο Βουκουρέστι ανάμεσα στη Βουλγαρία και τις Ελλάδα, Ρουμανία, Μαυροβούνιο και Σερβία από την άλλη.
Το άρθρο 4 προέβλεπε τη χάραξη της οροθετικής γραμμής μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας «από των νέων βουλγαροσερβικών συνόρων επί της κορυφογραμμής του όρους Μπέλες… εις τας το Αιγαίον πέλαγος εκβολάς του ποταμού Νέστου».
Η προέλαση στην Τζουμαγιά
«Ο βουλγαρικός στρατός, φεύγων μετά τας μάχας των στενών της Κρέσνας, συνεκεντρώθη προς την Τζουμαγιάν, όπου η αντίστασις δεν προεμηνύετο ισχυρά», αναφέρεται στο ημερολόγιο όπου συνεχίζει αναφέροντας τα εξής:
«Αίφνης όμως ανέλπιστοι ενισχύσεις έφθασαν εις τον εχθρικόν στρατόν.
Τέσσερα συντάγματα της πρώτης και της έκτης βουλγαρικής μεραρχίας, αίτινες ευρίσκοντο προ των Σέρβων του Περότ και του Τσάρεβο –Σέλο, και το 1ο σύνταγμα του Φερδινάνδου και το 6ο σύνταγμα, ως και πολυάριθμα άτακτα σώματα αποσπασθέντα από την έναντι των Σέρβων παράταξιν, ευρέθησαν απέναντι της ελληνικής παρατάξεως.
Αι ενισχύσεις αύται έπεισαν τον εχθρόν να αντισταθή και μάλιστα ν’ αποπειραθή επίθεσιν προς ανάκτησιν των θέσεών του.
Πράγματι από της πρωίας της 14ης Ιουλίου ήρχισε καθ’ όλην την γραμμήν πολύνεκρος μάχη, κατά την οποίαν εκατέρωθεν ανεπτύχθη πολύ πείσμα και γενναιότης μεγάλη.
Ιδίως εις τα οχυρώμτα των υψωμάτων 1378 και 1078 ΝΑ της Τζουμαγιάς ο αγών υπήρξε τρομακτικός. Ελληνικόν σύνταγμα της δεξιάς πτέρυγος τρεις φοράς ήλωσε διά της λόγχης το ύψωμα 1378 και τρις εξετοπίσθη απ’ αυτού, μέχρις ότου τέλος την πρωίαν της επομένης το κατέλαβεν οριστικώς.
Η πρώτη έφοδος έγινε άμα τη ενάρξει της μάχης και απέβη υπέρ του ελληνικού στρατού. Αλλά μετά τινά ώραν ο εχθρός, ενισχυθείς διά μεγάλων δυνάμεων, αντεπετέθη σφοδρώς και εξηνάγκασε τους ημετέρους να εγκαταλείψουν την θέσιν.
Ανασυνταχθέντες οι στρατιώται μας επεχείρησαν δευτέραν λυσσώδη έφοδον κατορθώσαντες και πάλιν να εκδιώξουν τον εχθρόν μετά μεγάλων απωλειών.
Αλλά και νέαι ενισχύσεις ήλθον εις τους Βουλγάρους και το ύψωμα ανεκτήθη εκ δευτέρου υπ’ αυτών˙ αλλά και τρίτην φοράν εξετοπίσθησαν υπό των ημετέρων αναγκασθέντων εις υποχώρησιν πάλιν προ νέου εχθρικού χειμάρρου.
Τέλος τετάρτη έφοδος λυσσωδεστέρα πασών εξησφάλισεν οριστικώς την κατοχήν του αιματοβαφούς τούτου υψώματος.
Μετά τούτο η στρατιά του κέντρου εξηκολούθησε την προέλασιν προς την Τζουμαγιάν άνευ αντιστάσεως, ενώ εξ άλλου το αριστερόν εμάχετο κατά πολυαρίθμου εχθρού διεκδικούντος βήμα προς βήμα τον άγριον εκείνο έδαφος το στερούμενον και ημιονικών έτι οδών.
Τοιουτοτρόπως ο ελληνικός στρατός προελαύνων εσταμάτησεν εις τεσσάρων χιλιομέτρων απόστασιν από της Τζουμαγιάς, την οποία όμως είδε καιομένην.
Οι Βούλγαροι φεύγοντες έθεσαν πυρ εις την ελληνική και την τουρκικήν συνοικίαν, από τας οποίας δεν ευρήκε παρά ερείπια ο εισελθών της επομένην ελληνικός στρατός».
Στα «τρομερά» στενά της Κρέσνας
Οι μάχες που διεξήχθησαν στα στενά της Κρέσνας και Τζουμαγιάς αλλά και όσες συνέβησαν ως τη συνθηκολόγηση περιγράφονται γλαφυρότατα στο «Εθνικόν Ημερολόγιον» που εκδόθηκε από τον Κωνστανίνο Σκόκο το 1914. Συγκεκριμένα αναφέρεται:
«Εν των κυριωτέρων σημείων της όλης ελληνοβουλγαρικής εκστρατείας ήσαν τα περίφημα στενά της Κρέσνας, τρομερά φαραγγώδης δίοδος εκτάσεως εξήντα χιλιομέτρων, απέναντι της οποίας τα στενά Σαρανταπόρου έχαναν την σημασίαν των.
Τα στενά της Κρέσνας οι Βούλγαροι ήσαν αποφασισμένοι να υπερασπίσουν λυσσωδώς, πρώτον διότι εστηρίζοντο επί του φύσει οχυρού αλλά και της τεχνητής ενισχύσεως της θέσεως διά χαρακωμάτων και, δεύτερον, διότι τα στενά ταύτα ήσαν η πλησιεστέρα οχυρά γραμμή προς τα παλαιά σύνορά των, άλλως θα έμενεν ελευθέρα η διάβασις προς την Τζουμαγιάν και την Δούβνιτσαν.
Ο ελληνικός στρατός, προχωρών διαρκώς και καταδιώκων τον εχθρόν πολλαχόθεν, ευρέθη προ της Κρέσνας την 7 Ιουλίου, το πρωί, αμέσως δε ήρχισε την επίθεσιν μεθ’ όλας τας δυσχερείας, τα οποίας παρουσίαζεν η μεγάλη αυτή πολεμική επιχείρησις.
Ο εχθρός από της πρώτης ορμητικωτάτης επιθέσεως ενόησεν ότι θα ήτο σύσκολον να κρατήση τα στενά κατά την είσοδόν των, και ήρχισε συμπτυσσόμενος να καταστρέφη πάντα τα δημόσια έργα: οδούς, γέφυρας, ακόμη και τας ατραπούς, διά των οποίων θα προήλανεν ο ελληνικός στρατός. Υποχωρών πέραν της Μαχομίας άφηνεν οπίσω του ερείπια κι χωριά κενά κατοίκων και καιόμενα. Αλλ΄ η ελληνική προέλασις εξηκολούθει ακράτητος.
Ούτε η δεξιά πτέρυξ της ελληνικής παρατάξεως, διαρκώς μαχομένη και ακολουθούσα ταχυτάτην πορείαν, επροχώρησε διά της οδού Νευροκοπίου, το οποίον και κατέλαβε, προς την Μπάνισκαν, και απώθησε τον εχθρόν πέραν της Μαχομίας, διά της οποίας η οδός φέρει εξ ανατολών προς την Τζουμαγιάν υπέρ τα στενά της Κρέσνας.
Ταυτοχρόνως η αριστερά πτέρυξ εκ δυο μεραραρχιών, απωθήσασα τον ενθρόν δι’ αλληλοδιαδόχων επιθέσεων, από το Λείτιμι, το Πέτσοβον, το Σέρνοβο κι το Παντζάριβο, επροχώρησε εις το αυτό σχεδόν ύψος με τη δεξιά επί άλλης πλαγιάς μικράς οδού, της προς δυσμάς του Στρυμόνος προς την Τζουμαγιάν.
Οι Βούλγαροι, ευρεθέντες προ διπλού υπερφαλαγγισμού εκ δυο ταυτοχρόνως σημείων, αποκαμόντες δε από τας αλλεπαλλήλους επιθέσεις, επείσθησαν ότι θα ήτο αδύνατον να κρατήσουν επί πλέον τα περίφημα στενά της Κρέσνας, εις τα οποία είχον στηρίξη τα ελπίδας των.
Μικρά επιμονή των εκεί, ακόμη, θα εσήμαινε τελείαν εξόντωσίν των, ή αιχμαλώτισιν όλου του εκεί στρατιωτικού σώματος. Και απεφάσισαν να τα εγκαταλείψουν. Αντέταξαν όμως αγριωτάτην άμυναν εις την έξοδον αυτών, ήτις εστοίχισεν και εις αυτούς αλλά και εις ημάς πραγματικώς μεγίστας απωλείας.
Η αναπτυχθείσα κατά τας μάχας αυτάς ανδρεία των Ελλήνων εθαυμάσθη υπό ξένων στρατιωτικών δημοσιογράφων, οι οποίοι δεν επίστευαν ότι θα ήτο δυνατή η διάβασις μέρους τόσον φυσικώς και τεχνητώς οχυρού, υποστηριζομένου υπό τοιαύτης δυνάμεως.
Εν τούτοις των δυσχερειών αυτών το αποτέλεσμα ήτο απλώς να επιβραδυνθή ολίγον η ελληνική προέλασις.
Η γενναιότης του στρατού και η θαυμασία στρατηγική έφερον το αποτέλεσμά των.
Αι απώλειαι του εχθρού κατά την σειράν των μαχών εις τα στενά της Κρέσνας και καθ’ όλην την ανάπτυξιν του μετώπου της παρατάξεώς του, καθ’ ην ηριθμήθησαν ένδεκα εν συνόλω μάχαι και συμπλοκαί, υπήρξαν μέγισται.
Κυρίως όμως καταστρεπτική υπήρξεν η αποθάρρυνσις η παρατηρηθείσα μόλις ο ελληνικός στρατός ευρέθη εις την έξοδον των στενών, διευθυνόμενος προς την Τζουμαγιάν.
Τάγματα ολόκληρα ετράπησαν προς ανατολάς, αρνούμεναν πάσαν υπηρεσίαν, ενώ οι στρατιώται, απορρίπτοντες όπλα και στολάς και αρπάζοντες τα ενδύματα χωρικών, εισήρχοντο εις το παλαιόν βουλγαρικόν έδαφος διευθυνόμενοι εις τα χωρία των.
Διά της αλώσεως των στενών της Κρέσνας, ο ελληνικός στρατός ήτο ελεύθερος πλέον να βαδίση προς την Τζουμαγιάν, απέχουσαν μόλις σαράντα χιλιόμετρα. Μεθ’ όλην δε τη εξάντλησιν των ανδρών, η πορεία εξηκολούθησε ταχεία με το σύνθημα:
- Στη Σόφια! Στη Σόφια!».
Οι τελευταίες μάχες
Για το τι ακολούθησε ως το τέλος το «Εθνικόν Ημερολόγιον» του Κωνσταντίνου Σκόκου αναφέρει:
«Ενώ εις Βουκουρέστιον οι αντιπρόσωποι των εμπολέμων κρατών είχον καταλήξη πλέον εις συμφωνίαν και επρόκειτο να υπογράψουν την ειρήνη, καθ’ όλον το μέτωπον της ελληνοβουλγαρικής παρατάξεως εξηκολούθουν λυσσαλέαι μάχαι, των Βουλγάρων προσπαθούντων διά πάσης θυσίας ν’ ανακόψουν την προέλασιν του ελληνικού στρατού εντός των παλαιών βουλγαρικών συνόρων.
Ούτω δυο μεραρχίαι ανερριχώντο μετά τρομακτικούς αγώνας μέχρι των κορυφών του Χασάν Πασσά, εξετόπιζον εκείθεν τον εχθρόν από υψώματος εις ύψωμα παρ’ όλας τας αντεπιθέσεις ας εχθρικά τμήματα κατέχοντα τας βορειανατολικάς αντηρίδας του όρους εξετέλουν κατά το δεξιόν της παρατάξεώς μας.
Όλαι αι θέσεις του εχθρού κατελήφθησαν κατ’ αυτόν τον τρόπον η μια μετά την άλλην, μετά μεγάλας απωλείας. Εξηκριβώθη ότι εκ της πραγματικής πλήρους δυνάμεως ταγμάτων τινών του βουλγαρικού στρατού μόλις απέμειναν ζώντες 40-50 άνδρες.
Συγκέντρωσις του εχθρού νέα προς τα βουλγαρικά σύνορα και άνωθεν της Τζουμαγιάς απεκρούσθη και δεσκορπίσθη μετ’ απωλειών μεγίστων. Άλλη φάλαγξ αυτού έναντι του Τατήρ – Παζαρτζίκ δυνάμεως εξ χιλιάδων ανδρών μετά οκτώ πυροβόλων, αποπειραθείσα να επιτεθή κατά δυνάμεως ημετέρας, απεκρούσθη και αυτή υπό της Μεραρχίας του ημετέρου δεξιού και αποσυνετέθη.
Ο Μέραρχος ετηλεγράφει “κατετροπώσαμεν αυτούς κατά κράτος”.
Αι μάχαι της 17ης Ιουλίου επεκταθείσαι καθ’ όλον το μέτωπον της παρατάξεως, απολήξασαι δε πάσαι υπέρ του ελληνικού στρατού, επανελήφθησαν το πρωί της επομένης καθ’ ην επρόκειτο να υπογραφή η αποφασισθείσα εν Βουκουρεστίω, μετά την υποχώρησιν των Βουλγάρων εις το ζήτημα της Καβάλλας, πενθήμερος ανακωχή.
Αλλά και της τελευταίας ημέρας τ’ αποτελέσματα υπήρξαν εξ ίσου ικανοποιητικά διά τον ελληνικόν στρατόν.
Εις όλα τα σημεία ούτος νικών προήλαυνεν, ότε εσημάνθη η ώρα της ανακωχής και τα στρατεύματα έμειναν εις ας θέσεις ευρίσκοντο.
Αι καταστροφαί των Βουλγάρων κατά τας τελευταίας ημέρας υπήρξαν μέγισται.
Και επολέμησαν μεν οι στρατιώται του στρατηγού Ιβάνωφ μετά λύσσης και ανδρείας και αι επιθέσεις του υψώματος 1378 απέδειξαν μεγάλην ορμήν εκ μέρους των Βουλγάρων, παντού όμως νικηθέντες οι Βούλγαροι ετράπησαν εις φυγήν απορρίπτοντες τα όπλα και τον ιματισμόν των.
Υπολογίζεται ότι οι απώλειαι των Βουλγάρων κατά τα τρεις ημέρας υπερέβησαν τους οκτακισχιλίους νεκρούς και τραυματίας.
Δια της ανακωχής της 18ης Ιουλίου έληξεν ο ελληνοβουλγαρικός πόλεμος αφού προσέθεσε λαμπροτάτας σελίδας εις την νεωτέραν μας ιστορίαν».
Ο ηρωικός ταγματάρχης
Χαρακτηριστικό δείγμα για τον ηρωισμό που επέδειξαν οι Έλληνες αποτελεί η κάτωθι αναφορά του Περιοδικού «Στρατιωτική Ιστορία»: «Στις 12 Ιουλίου 1913 η VIη Μεραρχία, συμμετέχοντας με άλλες δυνάμεις στην μάχη της Κρέσνας, ανέλαβε από το Γενικό Στρατηγείο την αποστολή να ωθήσει το αριστερό της προς Ουράνοβο για να κυκλώσει το άκρο της αμυνόμενης βουλγαρικής παράταξης. […]
Στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης (και αφού προηγουμένως είχε πολεμήσει με πέτρες και βράχους τους Βουλγάρους, λόγω έλλειψης πυρομαχικών) ο Βελισσαρίου σηκώθηκε όρθιος και κραδαίνοντας το περίστροφό του φώναξε ώστε να ακουστεί από όλους:
“Όποιος θέλει την νίκη ή αλλιώς τον θάνατο ας με ακολουθήσει” και πρώτος άρχισε να τρέχει προς τον εχθρό.
Πίσω του, συνεπαρμένοι από τον ηρωισμό του διοικητή τους, όρμησαν οι εύζωνοί του.
Το θεριστικό πυρ των εχθρικών πολυβόλων προκάλεσε μεγάλες απώλειες στο τάγμα, το οποίο όμως συνέχιζε να πολεμά.
Κάποια στιγμή ο ταγματάρχης Βελισσαρίου τραυματισμένος έπεσε στο έδαφος. Σύντομα μεταφέρθηκε σε κάποιο ορεινό χειρουργείο, στο οποίο άφησε την τελευταία του πνοή».
paraskevi13
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου