«Όσοι γινούν πρωθυπουργοί όλοι τους θα πεθάνουν…»
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΠΡΟΚΑΤΟΧΩΝ ΤΟΥ, ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΜΟΝΟ ΧΡΟΝΙΑ (1936)
Το ρεμπέτικο από τότε που έκανε την εμφάνισή του και μέχρι τα τέλη του 1981, όταν ουσιαστικά νομιμοποιήθηκε, εξέφραζε κάτι το απόκρυφο, το απαγορευμένο.
Τις περισσότερες φορές με ισχυρές δόσεις πόνου, ενίοτε ελπίδας και «αραιά και πού» σάτιρας. Σχεδόν πάντοτε όμως εμπεριείχε το στοιχείο της παρανομίας.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι στίχοι που ακολουθούν παρότι είναι ιδιαιτέρως «τραβηγμένοι», αφού πραγματεύονται ένα κορυφαίο γεγονός (το θάνατο), τον διακωμωδούν, λαϊκίζουν στη συνέχεια, και καταλήγουν στην προσφιλή (της πλειοψηφίας των δημιουργών) χασισοποτεία!
Το 1936 θα μείνει στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας και για το θάνατο… έξι πρωθυπουργών! Του εν ενεργεία και των πέντε προκατόχων του (αφαιρώντας έναν, τον Αλέξανδρο Οθωναίο ο οποίος όμως ήταν προσωρινός, τεσσάρων ημερών, 6-10 Μαρτίου 1933).
Πολιτική παρέμβαση
Μάρκου Βαμβακάρη
Τότε ο Μάρκος Βαμβακάρης, στα νιάτα του (ήταν 31 ετών) έγραψε, συνέθεσε και ερμήνευσε το:
«Πέθανε ο Κονδύλης μας
πάει και ο Βενιζέλος
την πούλεψε κι ο Δεμερτζής
που θα ’φερνε το τέλος.
Όσοι γινούν πρωθυπουργοί
όλοι τους θα πεθάνουν
τους κυνηγάει ο λαός
απ’ τα καλά που κάνουν.
Βάζω υποψηφιότητα
πρωθυπουργός να γίνω
να κάθομαι τεμπέλικα
να τρώω και να πίνω.
Και ν’ ανεβαίνω στη Βουλή
εγώ να τους διατάζω
να τους πατώ τον αργιλέ
και να τους μαστουριάζω».
Η πρώτη στροφή είναι σχεδόν άγνωστη γιατί απλούστατα δεν ηχογραφήθηκε (τουλάχιστον αρχικά) επειδή, προφανώς, αποτελούσε προσβολή μνήμης νεκρών.
Και… φιλοβασιλικός
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Βαμβακάρης παρενέβαινε στα πολιτικά πράγματα με τρόπο ευθύ.
Το είχε πράξει και λίγους μήνες νωρίτερα, στα τέλη του 1935, όταν με το άκρως αμφισβητήσιμο ως προς την εγκυρότητά του δημοψήφισμα της 3ης Νοεμβρίου επανήλθε στη χώρα (με ποσοστό… 97,88%) ο βασιλεύς Γεώργιος Β’.
Τότε ο Μάρκος συνέθεσε το:
«Στην ξενιτιά κι αν ήσουνα
εσύ και οι δικοί σου
πάντα σε περιμέναμε
νά ’ρθείς με τη στολή σου.
Ξανάρθες τώρα βασιλιά
μέσα στην αγκαλιά μας
κανόνισέ τα όμορφα
να γιάνεις την καρδιά μας.
Μα τώρα που σε φέραμε
στους Έλληνες ξηγήσου
προσπάθησε για το καλό
κι η Παναγιά μαζί σου.
Για σένα όλοι οι Έλληνες
έχουνε την ελπίδα
να ενωθούμε όλοι μαζί
να σώσεις την πατρίδα».
Πολιτική μετατόπιση
Εύλογα τα ερωτήματα που προκαλούνται με κυρίαρχο τούτο:
Πώς ο Βαμβακάρη από τους «πατεράδες» του ρεμπέτικου, άνθρωπος λαϊκός, καλλιτέχνης που με τα τραγούδια του εκινείτο στα όρια της… παρανομίας, φτάνει στο σημείο, από τη μια να υμνεί (ακόμα και) τη στολή του άνακτος κι από την άλλη να… ξετινάζει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα;
Κι αν στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος μπορούμε να υποθέσουμε ότι υιοθέτησε το σκεπτικό «δεν βαριέσαι, όλοι ίδιοι είναι» (που όμως στον τόπο μας αποτέλεσε και αποτελεί επιχείρημα προσώπων που κινούνται στις παρυφές του λεγόμενου συντηρητικού χώρου), στο πρώτο τι συνέβη;
Υπάρχει μια λογικοφανής εξήγηση:
Σύμφωνα με μαρτυρία στον γράφοντα, το 1983, ενός Συριανού (από την πρωτεύουσα των Κυκλάδων καταγόταν κι ο συνθέτης), ο Μάρκος ήταν μέλος του ΚΚΕ αλλά διεγράφη από τις τάξεις του κόμματος επειδή με τα τραγούδια του υμνούσε τις απαγορευμένες ουσίες (κάνναβη και ναρκωτικά).
Επομένως, αν ασπαστούμε αυτή την πληροφορία, η αποπομπή του από τις τάξεις της Αριστεράς τον οδήγησε σε πλήρη πολιτική μεταστροφή με αποτέλεσμα να γίνει ακόμα και υμνητής του βασιλέως, του οποίου την επάνοδο, τότε, δεν επιθυμούσε ούτε καν το σύνολο της ηγεσίας του Λαϊκού Κόμματος που ήταν ο κύριος πυλώνας του χώρου της Δεξιάς.
«Ο Μάρκος υπουργός», όπως ονομάστηκε το πρώτο από τα προαναφερθέντα τραγούδια, έγινε ευρύτερα γνωστό την εποχή εκείνη.
Ίσως -γιατί στοιχεία δεν υπάρχουν- να είχε και μια μερική ανοχή της κυβέρνησης Μεταξά που ορκίστηκε μετά το θάνατο του εν ενεργεία πρωθυπουργού Δεμερτζή και μετεξελίχθηκε σε δικτατορική από τις 4 Αυγούστου του ιδίου έτους.
Στιχουργική… επιστροφή
Στα πάλκα, πάντως, και λογικά ως αντίδραση για να μη θεωρηθεί το τραγούδι «μονόπλευρο», ακουγόταν λίγο μετά και μια άλλη στροφή, την οποία πιθανόν να πρόσθεσε ο ίδιος ο Βαμβακάρης:
«Και για προσέξετε καλά
Γιαννάκη και Σοφούλη
μην ξεμπουκάρει ο Σκλάβαινας
και σας μασήσει ούλοι».
Ως «Γιαννάκης» αναφέρεται ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, ενώ ο Θεμιστοκλής Σοφούλης ήταν ο διάδοχος του Ελευθέριου Βενιζέλου στην ηγεσία του Κόμματος Φιλελευθέρων.
Όσο για τον (Στέλιο) Σκλάβαινα ήταν ο επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Παλλαϊκού Μετώπου, που ήταν το σχήμα με το οποίο κατήλθε το ΚΚΕ στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936.
Αν ανήκει η τελευταία στροφή στον Μάρκο και αν ισχύει η πληροφορία που παραθέσαμε παραπάνω (περί των πολιτικών καταβολών του), διακρίνουμε μια (πρόσκαιρη;) επιστροφή στις ρίζες.
Οι έξι που «έφυγαν»
Εντός του 1936 απεβίωσαν:
• 31 Ιανουαρίου: Γεώργιος Κονδύλης, αρχηγός του Εθνικού Ριζοσπαστικού Κόμματος
• 18 Μαρτίου: Ελευθέριος Βενιζέλος
• 13 Απριλίου: Κωνσταντίνος Δεμερτζής
• 17 Μαΐου: Παναγής Τσαλδάρης, αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος
• 15 Σεπτεμβρίου: Αλέξανδρος Ζαΐμης
• 17 Νοεμβρίου: Αλέξανδρος Παπαναστασίου, αρχηγός του Αγροτικού και Εργατικού Κόμματος (Δημοκρατική Ένωσις).
Όλων οι θάνατοι και ειδικά των τεσσάρων πρώτων προκάλεσαν υποψίες. «Τους δηλητηριάζουν τον έναν μετά τον άλλον», συζητούσαν στα καφενεία. Αλλά τουλάχιστον κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε ποτέ…
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ, Ο ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΟΣ «ΚΕΡΑΥΝΟΣ»
Εκείνος που άνοιξε το «χορό του Χάρου»
Το πρώτο… σκαρί, που όχι μόνο ράγισε αλλά βυθίστηκε στην αιωνιότητα, ήταν το πιο ισχυρό. Δεν ήταν τυχαίο ότι ο Γεώργιος Κονδύλης, η πολυκύμαντη αυτή προσωπικότητα, είχε αποκτήσει στο πεδίο των στρατιωτικών και πολιτικών μαχών το παρεπίθετο «κεραυνός».
Από τα 18 του (1897) στο Πεζικό, όπου κατετάγη ως εθελοντής, οπλαρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα, μαχητής των Βαλκανικών Πολέμων, πήρε μέρος στο Κίνημα της Εθνικής Αμύνης, συμμετείχε στις επιχειρήσεις της Ουκρανίας και της Μικράς Ασίας, εγκατέλειψε το στράτευμα μετά την ήττα του Ελευθέριου Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και επανήλθε σε αυτό μετά την Επανάσταση του 1922.
Γνήσιος γλετζές, του άρεσαν οι γυναίκες και το ποτό αλλά και το διάβασμα. Πολλοί συμπολεμιστές του τον θυμούνταν, στο περιθώριο των μαχών, να μελετά, κυρίως αρχαίους συγγραφείς.
Την επόμενη χρονιά συνεισφέρει τα μέγιστα στην κατάπνιξη του φιλοβασιλικού (και… φιλομεταξικού) κινήματος των Λεοναρδόπουλου – Γαργαλίδη.
Έφυγε από τις Ένοπλες Δυνάμεις με το βαθμό του υποστρατήγου και στις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου (στις οποίες δεν πήραν μέρος οι οπαδοί του στέμματος) πολιτεύτηκε για πρώτη φορά και αναδείχθηκε πληρεξούσιος Ροδόπης.
Ιδρυτής κόμματος
Ίδρυσε το Εθνικόν Δημοκρατικόν Κόμμα και διετέλεσε υπουργός Στρατιωτικών (κυβέρνηση Παπαναστασίου) και υπουργός Εσωτερικών (κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου).
Το καλοκαίρι του 1926 ανέτρεψε τη δικτατορία Πάγκαλου και διετέλεσε πρωθυπουργός από τις 26 Αυγούστου ως τις 4 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.
Στη θητεία του διενεργήθηκαν οι εκλογές της 7ης Νοεμβρίου (με συμμετοχή όλων των πολιτικών δυνάμεων και χωρίς να ευνοηθεί κάποια από την πλευρά της εξουσίας) στις οποίες -όπως είχε δεσμευτεί νωρίτερα- ο ίδιος και το κόμμα του δεν πήραν μέρος, για να μη θεωρηθεί ότι θα χρησιμοποιούσαν τον κρατικό μηχανισμό ως φέουδό τους.
Επανήλθε στη Βουλή το 1928 ως βουλευτής Καβάλας (το κόμμα του έλαβε ποσοστό 2,71%) και επανεκλέχτηκε έπειτα από 4 χρόνια στα Τρίκαλα με το νέο του κόμμα, το Εθνικόν Ριζοσπαστικόν, το οποίο συγκέντρωσε το 4,07% των ψήφων.
Σ’ εκείνες τις εκλογές ουσιαστικά έμεινε «εκτός νυμφώνος», αφού ήλθε δεύτερος σε σταυρούς προτίμησης του κόμματός του στο νομό (1.640) κι εκείνο έβγαζε μία έδρα, την οποία καταλάμβανε ο πολιτικός του «υπασπιστής» Δημοσθένης Αναγνωστόπουλος (με 2.624), ο οποίος όμως πρόθυμα και απλόχερα του την παραχώρησε!
Πολιτική τράμπα
Στο σημείο εκείνο επισημοποιείται η απόσχισή του από το αντιμοναρχικό μέτωπο και η μεταπήδησή του στο φιλοβασιλικό στρατόπεδο. Γι’ αυτό, εξάλλου, ορκίζεται υπουργός Στρατιωτικών της βραχύβιας κυβέρνησης Τσαλδάρη.
Δίπλα και μετά… πιο πάνω
Με τον τελευταίο και το Λαϊκό Κόμμα συνεργάστηκε στις εκλογές του 1933 και μετά τη νίκη τους επανήλθε στο προαναφερθέν υπουργείο, αναλαμβάνοντας παράλληλα (από τις 5 Απριλίου 1935, λίγο μετά την αντιμετώπιση του βενιζελικού κινήματος) και την αντιπροεδρία της κυβερνήσεως.
Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς πήγε ν’ ανατρέψει τον Τσαλδάρη, αλλά τελευταία στιγμή «έκανε πίσω». Δεν άργησε να υλοποιήσει το σχέδιό του στις 10 Οκτωβρίου όταν, σε συνεννόηση μαζί του, οι τρεις αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων, ο μετέπειτα πρωθυπουργός Παπάγος (του Στρατού Ξηράς), ο Οικονόμου (του Ναυτικού) και ο Ρέππας (της Αεροπορίας) σταμάτησαν καθ’ οδόν -από το σπίτι του προς το γραφείο του, στη Λεωφόρο Κηφισίας, στο ύψος του γηροκομείου της «Ελεήμονος Εταιρείας», το πρωθυπουργικό αυτοκίνητο και είπαν στον Τσαλδάρη: «Έχετε παραιτηθεί, κύριε πρόεδρε».
Ορκίστηκε πρωθυπουργός και αντιβασιλεύς και με συνοπτικές διαδικασίες (και το… γνωστό δημοψήφισμα) επανέφερε τον Γεώργιο Β’.
Όμως, όταν στις 25 Νοεμβρίου ο έκπτωτος μονάρχης επέστρεψε στην Ελλάδα, τον «άδειασε» από την πρώτη στιγμή.
Ενώ ο «Κεραυνός» ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο που θα τον μετέφερε από το Φάληρο στην Αθήνα, ο άναξ λειτούργησε ως… αλεξικέραυνο.
«Θα με συνοδεύσει μόνο ο διάδοχος (σ.σ.: ο αδελφός του Παύλος)», του είπε κόβοντάς του «τη φόρα». Την επομένη, δε, του ανακοίνωσε ότι θα του απομείνει το «Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος», κάτι που εκ των πραγμάτων προϊδέαζε για… τιμητική αποστρατεία.
Τέσσερις ημέρες αργότερα, δε, αποχωρούσε κι από την πρωθυπουργία (τυπικά ο βασιλεύς στάθηκε στη διαφωνία του για την αμνήστευση των αποτάκτων «του κινήματος του ’35» για να τον αντικαταστήσει) βαθιά απογοητευμένος από τη συμπεριφορά του «ελέω Θεού»…
Επανεκλέχτηκε βουλευτής Τρικάλων στις 26 Ιανουαρίου 1936 και για την 1η Φεβρουαρίου όχι μόνο είχε ζητήσει ακρόαση από τον βασιλέα, αλλά σχεδίαζε να τοποθετήσει και πέριξ των Ανακτόρων οπαδούς του για να τον επευφημίσουν.
Προ της τελευτής
Τις τελευταίες στιγμές του, την παραμονή της συνάντησης, περιέγραψε γλαφυρά ο πιστός του συνεργάτης Σταμάτης Μερκούρης, ο πατέρας της Μελίνας, ο οποίος βρισκόταν στο σπίτι του Κονδύλη το απόγευμα της τελευτής:
«Ποιος ξεύρει, ποίαι σκέψεις και ποίαι προαισθήσεις τον εβασάνιζαν.
Μου έκαμε νεύμα να πλησιάσω πολύ, ώστε να μη ακούη η παρισταμένη υπηρεσία, και γελών μου είπε μία φράσιν, αφορώσαν μίαν κυρία, η οποία τον είχεν ερωτευθή και προσεπάθει με κάθε τρόπον να τον συγκινήση, υπόθεσις, ήτις τον διασκέδαζεν εξαιρετικά και, όπως όλα τα πράγματα, έτσι και αυτό με την φυσικήν του ειρωνείαν το είχε διακωμωδήσει.
Γελώντες και οι δύο απεχωρίσθημεν. Δεν είχα όμως φθάσει και πάλιν μέχρι της θύρας του δωματίου, οπότε πλέον με ανεκάλει να επιστρέψω όχι η φωνή του, αλλά η φωνή της τρομαγμένης υπηρεσίας. Σπεύσας τον εύρον ύπτιον επί της κλίνης.
Έσπευσα, επλησίασα και ευρέθην προ του θεάματος, ο ανήρ, ο οποίος προ ολίγου είχεν αναπτύξει τόσας σοβαράς του αποφάσεις και κατόπιν είχε γελάσει από καρδίας, να ευρίσκεται ύπτιος και να με ατενίζη με τους μεγάλους του οφθαλμούς. Εις τας φωνάς εμού και της υπηρεσίας προσέτρεξεν ο εις το παραπλεύρως δωμάτιον ευρισκόμενος καθηγητής Ι. Χρυσικός.
Χάνουμε τον πρόεδρο. Και με ωδήγησε να του κάνωμε τεχνικήν αναπνοήν. Αλλά μέσα εις διάστημα δευτερολέπτων ο επιθανάτιος ρόγχος τον είχε καταλάβει.
Ο Χάρος, όπως είχε προείπει, τον εκτύπησε όρθιον. Μετ’ ολίγα λεπτά, και εν μέσω του πατρός μου, του αδελφού μου, του Δημοσθ.
Αναγνωστοπούλου, του Ηλία Αποσκίτη, του ανεψιού του Φ. Κατσιάμπα, του ιατρού Χρυσικού και εμού, εκλείσθησαν οριστικώς οι σπινθηροβόλοι οφθαλμοί του.
Από εκείνης της στιγμής ο Γεώργιος Κονδύλης απήρχετο εις την Αθανασία». (βλ. Σταμάτη Σ. Μερκούρη: «Γεώργιος Κονδύλης, ο Κεραυνός 1879-1936», εκδοτικός οίκος αδελφών Κυριακίδη, β’ έκδοση, 2009, σελ. 269-270.)
Το κλίμα της εποχής
Την επομένη του θανάτου του έκπληκτοι οι αναγνώστες του πρωινού Τύπου ανέγνωσαν ένα δημοσίευμα που σήμερα θα χαρακτηριζόταν τουλάχιστον… αχαρακτήριστο αλλά, αν μη τι άλλο, δείχνει το κλίμα της εποχής.
Είχε τον τίτλο «Ζωή σε λόγου μας!» και το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Πέθανε από φυσικό θάνατο ο δημόσιος κίνδυνος Νο 1, Κονδύλης. Αυτός που σαν απαίσιος, σίφουνας, πέρασε από την Ελλάδα.
Που τουφέκισε δεκάδες φαντάρους και υπαξιωματικούς στη Μακεδονία. Που κρέμασε, τρύπησε κοιλιές και έκοψε τα στήθια των γυναικών της Χαλκιδικής.
Που στο 45μερο διάστημα της “κοσμογονίας” του έσπασε ρεκόρ σε τρομοκρατικά όργια, κραιπάλες και ακατανόμαστα αίσχη.
Δεν θα κάνουμε την νεκρολογία του.
Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε εδώ είνε να εκφράσουμε το κοινό αίσθημα ευχαρίστησης και ανακούφισης, που έννοιωσε ο λαός, μαθαίνοντας την είδηση για το θάνατό του.
Το μόνο που πρέπει να λυπάται κανείς είνε ότι ο Κονδύλης πέθανε από φυσικό θάνατο, γλυτώνοντας έτσι το κρέμασμά του στην πλατεία του Συντάγματος από το λαό, τη μόνη δίκαιη τιμωρία που του αξίζει.
Έλειψε χτες από την Ελλάδα ένας εχθρός των εργαζομένων. Και γι’ αυτό πολύ σωστά ο λαός σχολιάζει την είδηση του θανάτου με τις λέξεις: Ζωή σε λόγου μας!»
Διευκρινίζεται ότι η εφημερίδα ήταν ο «Ριζοσπάστης», ενώ ως «κοσμογονία» (στην οποία αναφερόταν το δημοσίευμα) απεκαλείτο το διάστημα της τελευταίας διακυβέρνησης του τόπου από τον Κονδύλη…
ΛΙΒΕΛΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Τους μικρούς «ουδείς εστηλίτευσεν μετά θάνατον»
Οι μεγάλοι διχάζουν και μετά το θάνατό τους.
Όπως είχε γράψει κι ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος «ο α’ ή ο β’ πολλάκις εξεθειάσθη και πολλάκις κατεκριμνίσθη εις τα σκοτεινά της ιστορίας τάρταρα. Αλάνθαστον τούτο κριτήριο ότι δεν ήτο κοινός άνθρωπος.
Διότι εγκώμια μεν εγράφησαν περί μετρίων, αλλ’ ουδείς πεισματωδώς επροπηλάκισε τους τοιούτους, ουδ’ εστηλίτευσεν αυτούς μετά θάνατον».
Με τα λόγια αυτά κατά νου αναγιγνώσκεται η ακόλουθη «νεκρολογία» του ανδρός, στο «Ελληνικό Μέλλον» του Νικολάου Π. Ευστρατίου (εφημερίδα-προμετωπίδα του Λαϊκού Κόμματος) την επομένη του «μοιραίου»:
«Ουδέποτε θάνατος πολιτικού ανεκούφισεν ένα λαόν τόσον πολύ όσον ανεκούφισε τον ελληνικόν λαόν ο θάνατος του Βενιζέλου.
Ως μαύρον νέφος, εγκυμονούσε θυέλλας και καταστροφάς, εσκίαζεν η προσωπικότης του τον ελληνικόν πολιτικόν ορίζοντα.
Ήτο ένας διαρκής κίνδυνος.
Ένας ακαθόριστος τρόμος κατείχε τας τάξεις των Ελλήνων πολιτών και υπήρχον πολλοί, οι οποίοι συνεκλονίζοντο εκ πάθους και μίσους κατά του ανθρώπου, ο οποίος δεν υπάρχει πλέον εις την ζωήν, μόνον και επί τω ακούσματι του ονόματός του.
Οι φίλοι του, όσοι ιδίως υπήρξαν δημιουργήματά του, τον κλαίουν, θρηνούν διά την απώλειά του και ευρίσκουν, ότι επήλθεν εις τον τόπον συμφορά εθνική, ενώ, όλως αντιθέτως η μοναδική φορά που εξυπηρέτησε θετικώς την πατρίδα του! Ακουσίως του βεβαίως αλλ’ εν πάση περιπτώσει διά του θανάτου του έθεσεν οριστικόν τέρμα εις το παρελθόν.
Έκλεισεν από χθες ερμητικώς η πύλη του χθες, η πλήρης αίματος αδελφικού, σπαραγμών, γόων και θρήνων αδελφικών, εξοριών, φυλακίσεων και τυφεκισμών αδελφικών.
Από σήμερον ανοίγει διάπλατα η πύλη του μέλλοντος της χώρας, το οποίον δεν είνε δυνατόν, παρά να είνε δημιουργικόν και πλήρες ελπίδων πραγματικής ανορθώσεως του τόπου και αναγεννήσεως της Ελλάδος.
Ο Βενιζέλος δεν ήθελε να παραδεχθή και να πιστεύση ότι εξεπροσώπει το προπολεμικόν παρελθόν, την τυραννίαν, το αιματοκύλισμα, την εκδίκησιν, το αίμα, την δολοφονίαν και την ανατροπήν.
Καλώς ή κακώς, δικαίως ή αδίκως -καλώς και δικαίως και ορθώς δι’ ημάς- ο Βενιζέλος είχε τερματίσει το πολιτικόν του στάδιον εις τον σταθμόν της Λυών, όπου δύο Έλληνες πατριώται τον επυροβόλησαν ως τύραννον και δικτάτορα της πατρίδας των.
Παρ’ όλον ότι αι σφαίρες των δύο εκείνων τιμίων Ελλήνων ηστόχησαν του σκοπού των και ο Βενιζέλος έζησεν, εν τούτοις, με τους πυροβολισμούς των το πολιτικόν στάδιον του Βενιζέλου ετερματίζετο.
Την μεγάλην αυτήν αλήθειαν, ουδέποτε ηθέλησε να την πιστεύση.
Αιχμάλωτος του οικτρού περιβάλλοντός του, δούλος των κολάκων του και υποχείριος των νεοπλούτων και μωροφιλοδόξων επιτελών του κόμματός του, ήλθεν εις την Ελλάδα πλήρης μίσους και πάθους κατά των πολιτών εκείνων, οι οποίοι ήσαν ψυχικώς, διανοητικώς και εθνικώς σύμφωνοι με τους υπερόχους εκείνους Έλληνας, οι οποίοι είχον αποπειραθή να τον φονεύσουν εις τον σταθμόν της Λυών.
Ο Βενιζέλος απέθανε, ζήτω η Ελλάς!» (ολόκληρο το κείμενο δημοσιεύεται στο «Ελένη Γαρδίκα – Δασκαλάκη: Ο θάνατος του Ελευθερίου Βενιζέλου στον Αθηναϊκό Τύπο», Χανιά 2004, σελ. 407-408).
Αυτό ήταν το πολιτικό κλίμα της εποχής. Είκοσι χρόνια μετά τον «εθνικό διχασμό» κι ο διχασμός παραμένει. Στην πολιτική ζωή, στις συζητήσεις, στις γραφές…
Η τελευταία πολιτική πράξη
Και παρότι 9 ημέρες πριν από το θάνατό του με επιστολή του προς τον Λουκά Ρούφο-Κανακάρη (παλαιό συνεργάτη του, αργότερα βασιλικό και κατά κάποιον τρόπο σύνδεσμό του με το Παλάτι) προσπαθούσε να ρίξει «γέφυρες» προς τον Γεώργιο Β’ επαινώντας τις αρχικές προσπάθειές του για γαλήνευση (δεν είχε έλθει ακόμα η… 4η Αυγούστου με την ενεργό ανάμειξή του στην εγκαθίδρυση και εδραίωση του καθεστώτος) και να βάλει ένα ακόμα λιθαράκι στην υπόθεση της εθνικής ενότητας.
Από το διαμέρισμα της οδού Μποζάν 22 στο Παρίσι, έγραφε:
«Δεν είναι ανάγκη να σου είπω πόσον ζωηρά είναι η χαρά μου διότι ο Βασιλεύς απεφάσισε να πατάξη επί τέλους τας διηνεκείς επεμβάσεις των στρατιωτικών παραγόντων, απομακρύνας από την Κυβέρνησιν, μετά την τελευταίαν αυθάδειά των, τους Παπάγον και Πλατήν και αναθέσας το υπουργείον των Στρατιωτικών εις τον Μεταξάν.
Με την ενέργειάν του αυτήν ο Βασιλεύς ανέκτησε πλήρως ακέραιον το κύρος του, τόσον απαραίτητον διά την αποκατάστασιν της ψυχικής ενότητος του Ελληνικού Λαού και την οριστικήν επάνοδον της χώρας εις κανονικόν πολιτικόν βίον.
Από μέσα από την καρδιά μου αναφωνώ! Ζήτω ο Βασιλεύς!»
Κι όμως το κλίμα του διχασμού, που τον κρατούσε στη γαλλική πρωτεύουσα από την αποτυχία του «Κινήματος του ’35» κι έπειτα δεν άφησε ούτε τη σωρό του να περάσει από την Αθήνα για λαϊκό προσκήνυμα.
Τετάρτη εξεμέτρησε το ζην ο Χανιώτης πολιτικός, την Κυριακή βρήκαν (δήθεν) την ευκαιρία ακραία στελέχη του Λαϊκού Κόμματος και οι Εθνικοσοσιαλιστές του Γεωργίου Μερκούρη (αδελφού του πατέρα της Μελίνας) να τελέσουν μνημόσυνο στον Άγιο Κωνσταντίνο της Ομόνοιας για να τιμήσουν την «ιερή μνήμη των βασιλέων Κωνσταντίνου, Σοφίας και Όλγας».
Αντι-μνημόσυνο
Και σαν να μην έφτανε αυτό, μετά το μνημόσυνο ξεχύθηκαν 5.000 άτομα-πορεία προς τη Βουλή εκτοξεύοντας ύβρεις κατά της μνήμης του τεθνεόντος και ύμνους υπέρ του βασιλικού θεσμού.
Η οικογένεια από το Παρίσι βρισκόταν σε διαβουλεύσεις για τον ερχομό της σορού και την τέλεση της νεκρώσιμης ακολουθίας τόσο με τις ελληνικές αρχές όσο και με την ηγεσία του Κόμματος Φιλελευθέρων.
Ο πρωθυπουργός Δεμερτζής και ο αρχηγός του κόμματος Θεμιστοκλής Σοφούλης φοβούνταν την πρόκληση ευρύτατων επεισοδίων στην πρωτεύουσα. Τα ίδια έλεγε κι ο δήμαρχος Κωνσταντίνος Κοτζιάς, σκληρός αντιβενιζελικός αυτός.
Το σχέδιο Μεταξά
Μόνο η «πονηρή αλεπού», ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μεταξάς, έλεγε «όλα εδώ να γίνουν, σας διαβεβαιώνω ότι δεν θα ανοίξει… μύτη».
Είχε το σχέδιό του ο Κεφαλονίτης. Ήθελε να επιδείξει πυγμή και να σταθεί υπεράνω του «διχασμού», παρότι με επιστολές τους (ο Βενιζέλος στο «Ελεύθερον Βήμα» και ο Μεταξάς στην «Καθημερινή») την περίοδο 1934-1935 «μονομαχούσαν» για το ποιος είχε δίκιο τότε.
Τώρα όμως είχαν αλλάξει τα δεδομένα. Πλασαριζόταν στον Γεώργιο Β’ ως «παράγων ομαλότητας», υπεράνω των διενέξεων Φιλελευθέρων-Λαϊκών για το παρελθόν. Αρχηγός ενός μικρού κόμματος με μόλις 7 βουλευτές ήταν, επιχειρούσε να προσεταιριστεί τα «ορφανά του Κονδύλη» κι ό,τι άλλο μπορούσε…
Με τους Λαϊκούς ήξερε ότι δεν μπορούσε να συμπλεύσει έχοντας πρώτο ρόλο με τους αποστασιοποιημένους από εκείνους και ομαδάρχες στη Βουλή Τζον Θεοτόκη και Ιωάννη Ράλλη δεν μπορούσε να τα βρει. Έπρεπε να προβληθεί ως η «Τρίτη λύσις». Κι αυτό πάλευε…
Ο απλός λαός
Τελικά η κηδεία στην Αθήνα, ακόμα και το πέρασμα της σορού από κει δεν έγιναν. Τα αντιτορπιλικά «Κουντουριώτης» και «Ύδρα» (το ένα τη μετέφερε, το άλλο τιμητική συνοδεία) κατευθύνθηκαν από το Πρίντεζι της Ιταλίας (όπου την παρέλαβαν) προς τα Χανιά.
Άκρως συγκινητικό όμως ήταν το πέρασμα των δύο πολεμικών πλοίων από τον Ισθμό της Κορίνθου. Χωρικοί από τις γύρω περιοχές, αλλά κι άλλοι από την Αττική συγκεντρώθηκαν αυθόρμητα, ντυμένοι στα μαύρα και με δάκρυα στα μάτια τα έραναν με άνθη για να αποτίσουν φόρο τιμής στον μεγάλο νεκρό…
ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΟΜΙΛΟΥΝ ΚΑΙ… ΝΕΚΡΟΙ, ΣΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥΣ!
Οι τρεις απόπειρες δολοφονίας
Και τι δεν έκανε αυτός ο άνθρωπος στην πολυτάραχη, των 72 χρόνων, ζωή του!
Πόσες φορές διετέλεσε πρωθυπουργός… (6 Οκτωβρίου 1910 25 Φεβρουαρίου 1915, 10 Αυγούστου – 24 Σεπτεμβρίου 1915, 14 Ιουνίου 1917 – 4 Νοεμβρίου 1920, 11 Ιανουαρίου – 6 Φεβρουαρίου 1924, 4 Ιουλίου 1928 – 26 Μαΐου 1932, 5 Ιουνίου – 4 Νοεμβρίου 1932 και 16 Ιανουαρίου – 6 Μαρτίου 1933). Τρεις, τουλάχιστον, απόπειρες δολοφονίας εναντίον…
Στην Κρήτη
Η πρώτη: Από ηλικίας μόλις 25 ετών (το 1889) είχε εκλεγεί βουλευτής Κυδωνιών στην Κρήτη, γεγονός που αποδεικνύει ότι το μικρόβιο του αγώνα και της πολιτικής είχε μπει νωρίς μέσα του.
Οκτώ χρόνια αργότερα (3 Αυγούστου 1897) βρέθηκε στις Αρχάνες του Ηρακλείου μαζί με πληρεξούσιους από ολόκληρη την Κρήτη για τη δεύτερη επαναστατική συνέλευση. Από την πρώτη που είχε πραγματοποιηθεί στους Αρμένους των Χανίων (26 Ιουνίου του ιδίου έτους) είχε αναδειχθεί πρόεδρος του Σώματος.
Στις τάξεις των Κρητών που διψούσαν για την ελευθερία τους είχαν διαμορφωθεί δύο κυρίαρχες απόψεις.
Η πρώτη που ήθελε την κήρυξη της άμεσης αυτονόμησης της Μεγαλονήσου και η δεύτερη που ζητούσε εγγυήσεις και φυσικά την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων.
Υπέρμαχος της δεύτερης ήταν κι ο πρόεδρος της συνέλευσης, ο οποίος στεκόμενος στο γεγονός ότι δεν υπήρχε απαρτία επιχείρησε να τη λύσει.
«Αυτονομία χωρίς συγκεκριμένας εγγυήσεις των μεγάλων δυνάμεων δύναται να ερμηνευθεί ως συμφορά και να είμεθα πιο σκλάβοι υπό καθεστώς αυτονομίας, απ’ ό,τι είμεθα σήμερα στον Σουλτάνο» ήταν το επιχείρημά του.
Με το που ξεστόμισε τα λόγια αυτά ένας θερμόαιμος Ηρακλειώτης όρμηξε εναντίον του με μαχαίρι, αλλά ο 17χρονος Χανιώτης Σταθής Περουλής (μετέπειτα δήμαρχος Βάμου), μ’ ένα αστραπιαίο χτύπημα στο χέρι του επιτιθέμενου, γλίτωσε τον Βενιζέλο την τελευταία στιγμή.
Στη Λυών
Η δεύτερη: Τον βρήκε εν ενεργεία πρωθυπουργό στη Γαλλία (30 Ιουλίου 1920) και μπορεί να θεωρηθεί ως θλιβερό επακόλουθο του Εθνικού Διχασμού ανάμεσα σε βενιζελικούς και βασιλικούς.
Ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδωσαν την επόμενη ημέρα: «Καθ’ ην στιγμήν χθες εσπέραν ο κ. Βενιζέλος ανεχώρει διά την Μασσαλίαν, δύο Έλληνες αξιωματικοί επυροβόλησαν και ετραυμάτισαν τον κ. Βενιζέλον…..
Ο κ. Βενιζέλος, συνοδευόμενος υπό του κ. Ρωμάνου, κατέφθανεν εις τον σταθμόν της Λυών όπως μεταβή εις την Μασσαλίαν.
Την στιγμήν καθ’ ην διέσχιζε την οδό Μπιζέ, οι δολοφόνοι, δύο απότακτοι Έλληνες αξιωματικοί, εισελθόντες και αυτοί διά του διαδρόμου του σταθμού, επυροβόλησαν κατά του κ. Βενιζέλου οκτάκις επανειλημμένως.
Ο κ. Βενιζέλος έπεσε τραυματισθείς εις τον αριστερόν βραχίονα και εις το δεξιόν πλευρόν.
Οι δράσται συνελήφθησαν αμέσως και ονομάζονται Τσερέπης και Κυριάκης.
Οι συλληφθέντες, υποβληθέντες αμέσως εις ανάκρισιν είπον ότι προέβησαν εις την απόπειραν όπως αποδώσουν την ελευθερίαν εις την Ελλάδα.
Ο Τσερέπης ανακρινόμενος εδήλωσεν εις την ανάκρισιν, ότι ήτο αξιωματικός του ναυτικού επί Κωνσταντίνου, καταδικασθείς και εξορισθείς επί Βενιζέλου και εν τέλει απολυθείς μετέβη εις το Βερολίνον και κατόπιν εις το Στετίνον, όπου συνήντησε τον Κυριάκην.
Από μακρού χρόνου, είπαν οι Έλληνες αξιωματικοί του Κωνσταντινικού καθεστώτος, απεφάσισαν να φονεύσουν τον Βενιζέλον διότι εθυσίαζε τα συμφέροντα της Ελλάδος.
Χθες ο Τσερέπης προσεκάλεσε τον Κυριάκην να εφοδιασθή με δύο περίστροφα.
Την νύκτα εισέδυασν εις τον σταθμόν απαρατήρητοι. Ο Κυριάκης, κατά την αφήγηση του Τσερέπη, ευρισκόμενος παρά τον Βενιζέλον, επυροβόλησεν, αυτός δε όχι.
Εν τούτοις το περίστροφόν του ευρέθη τελείως κενόν σφραιρών».
Αρχικά στην Αθήνα έφτασε η είδηση ότι «δολοφονήθηκε ο πρωθυπουργός» κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο σωρεία επεισοδίων από βενιζελικούς σε σπίτια πολιτικών της αντιπολίτευσης (όπως του πρώην πρωθυπουργού Στέφανου Σκουλούδη), σε γραφεία εφημερίδων (όπως η «Καθημερινή»), σε θέατρα («Κοτοπούλη»), αλλά και τη δολοφονία του φερέλπιδος πολιτικού της αντιπολίτευσης Ίωνος Δραγούμη (31 Ιουλίου).
Ακολούθησαν ή ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, η Μικρασιατική Καταστροφή, η Επανάσταση του 1922, η θριαμβευτική επιστροφή του την τετραετία 1928-1932 και η οριστική ήττα του στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 και το αποτυχημένο κίνημα του Νικολάου Πλαστήρα το ίδιο βράδυ…
Από Κηφισιά προς Αθήνα
Η τρίτη: Με την περιγραφή της δεύτερης συζύγου του Έλενας Σκυλίτση (η πρώτη, με την οποία απέκτησε τον Κυριάκο και τον Σοφοκλή ήταν η Μαρία Κατελούζου): «Εκείνο το βράδυ της 6ης Ιουνίου του 1933 είχαμε δεχθεί να δειπνήσουμε στους φίλους μας τους Δέλτα, στην Κηφισιά, είκοσι χιλιόμετρα από την Αθήνα.
Ο σύζυγός μου αγαπούσε το ήρεμο σπίτι τους, όπου ανάμεσα στα δέντρα, στην ησυχία, ξεκουραζόταν από την εξαντλητική εργασία, μακριά από την κίνηση και τον θόρυβο.
Στις έντεκα αποχαιρετίσαμε τους οικοδεσπότες. Επί ένα τέταρτο της ώρας το αυτοκίνητό μας διέσχιζε χωρίς δυσκολία το κοιμισμένο τοπίο μέσα σ’ ένα μεγαλειώδες σεληνόφως.
Τη στιγμή που φθάναμε στα όρια ενός μικρού δάσους από έλατα, που ονομάζεται Παράδεισος, ακούστηκε ένας ξερός ήχος. Ανήσυχος ο σύζυγός μου σήκωσε το κεφάλι.
“Πυροβολισμός”, είπε. Την ίδια στιγμή ο Κουφογιαννάκης, ιδιωτικός αστυνομικός που καθόταν δίπλα στον οδηγό, τον διέταξε να σταματήσει και κατέβηκε για να δει τι συμβαίνει.
Τον είδαμε να γλιστράει και να πέφτει. “Προχώρα Γιάννη”, φώναξε ο σύζυγός μου, “θέλουν να μας σκοτώσουν”. Πιάνοντάς με από τον αυχένα με ανάγκασε να εξαφανιστώ στο βάθος της Packard, όπου κούρνιασα με το κεφάλι βουτηγμένο μέσα στη γούνα μου.
Ένα δυνατό αμερικανικό αυτοκίνητο βγήκε από το δάσος, όπου περίμενε να περάσουμε και μπήκε ανάμεσα στο δικό μας και σ’ εκείνο των σωματοφυλάκων που συνέχιζαν να μας ακολουθούν. Απ’ αυτή τη θέση οι επιτιθέμενοι μπορούσαν να πυροβολούν ταυτόχρονα εναντίον και των δύο αυτοκινήτων. Ένα χαλάζι από σφαίρες έμοιαζε να πέφτει απ’ όλες τις πλευρές.
Η φρικτή αυτή καταδίωξη μέσα στη νύχτα κράτησε καμιά εικοσαριά λεπτά, κατά τη διάρκεια των οποίων θα νόμιζε κανείς ότι ολόκληρη συστοιχία από πυροβόλα μας είχε βάλει για στόχο.
Τα τζάμια θρυμματίστηκαν και μας σκέπασαν με σωρούς από γυαλιά… Μερικές σφαίρες με βρήκαν στον αριστερό γοφό και κάτω από την καρδιά».
Σ’ αυτή την απόπειρα ήταν σαφής η ανάμειξη κυβερνητικών – κρατικών οργάνων… Ακολούθησαν το αποτυχημένο Κίνημα του ’35, η εγκατάστασή του στο Παρίσι, το τέλος και το «τελευταίο αντίο» με την ταφή στο Ακρωτήρι (28 Μαρτίου 1936), με απόντες το βασιλέα (παρέστη ο διάδοχος του θρόνου), τον πρωθυπουργό αλλά και τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ιωάννη Μεταξά.
Αντιδικτατορική εκδήλωση
Χαρακτήρα αντιδικτατορικής εκδήλωσης προσέλαβε το ετήσιο μνημόσυνο (21 Μαρτίου 1937) στη γενέτειρα, όταν ο Μητροπολίτης Κυδωνίας και Αποκορώνου αναφερόταν στους αγώνες του Βενιζέλου κατά της τυραννίας. Μόλις τα άκουσε αυτά το δημοκρατικό πλήθος των Χανίων δεν ήθελε και πολύ για να ξεσπάσει: «Κάτω οι τύραννοι, κάτω η τυραννία».
«Δεν εννοώ την παρούσα», απάντησε ο Επίσκοπος, μπερδεύοντας τα λόγια του… Τότε ένας του «Αντιδικτατορικού Μετώπου» (ο Παλλήκαρης) τον διέκοψε εκ νέου και άρχισε να ομιλεί κατά του Μεταξά και του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.
Σύσσωμοι οι παρευρισκόμενοι τον επευφημούσαν εκτός από έναν που του είπε αυστηρά: «Μην τυμβορυχείτε στον τάφο του πατρός μου».
Ήταν ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο οποίος είχε κάνει συζητήσεις με τον Μεταξά για ν’ αναλάβει αντιπρόεδρος της κυβέρνησής του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου