ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΟ ΕΚΛΕΓΕΙΝ ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΖΕΙΝ
του Νικόλαου Ιωαννίδη
Κάθε εκλογική αναμέτρηση έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Αυτό που παραμένει διαχρονικά αναλλοίωτο, ωστόσο, είναι η προσπάθεια των εκάστοτε υποψηφίων να εκμαιεύσουν την ψήφο των πολιτών.
Τα πολυμήχανα στελέχη των κομματικών επιτελείων απεργάζονται κάθε είδους τεχνάσματα για να πετύχουν τον πιο πάνω στόχο τους.
Επίκληση στο συναίσθημα, στη λογική, στην αυθεντία. Σχετικά με τις βουλευτικές εκλογές στην Κύπρο, την 22α Μαΐου 2011, έχουν επιστρατευτεί διάφορα μέσα για να αποτραπεί η αποχή και η άκυρη ή λευκή ψήφος, καθώς αυτές οι επιλογές ξεπέρασαν το ποσοστό του 40% στις Ευρωεκλογές του Ιουνίου 2009.
Έχοντας αυτά υπ’ όψιν, τα πολιτικά κόμματα επιδόθηκαν σε μια εκστρατεία, που πολλές φορές φτάνει στα όρια του φαιδρού, ούτως ώστε να πείσουν τους πολίτες να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα στηρίζοντας κάποιο κόμμα.
Λέχθηκε κατά κόρον πως η αυξημένη αποχή στις Ευρωεκλογές του 2009, κυρίως ανάμεσα στους νεαρούς, οφειλόταν στο ότι «οι Κύπριοι προτίμησαν τις παραλίες».
Αυτή η επιδερμική εκδοχή ίσως μόνο τους πιστούς οπαδούς των κομμάτων ικανοποίησε, ενώ το μεγάλο ποσοστό αποχής προβλημάτισε -κι αν όχι, θα έπρεπε- τις πολιτικές ηγεσίες.
Γιατί δεν είναι λογικό, άνθρωποι που η συντριπτική τους πλειοψηφία κατέχει πανεπιστημιακούς τίτλους σπουδών και έχει λάβει μόρφωση σε χωρες του εξωτερικού, όπου σφυρηλατήθηκαν οι σύγχρονοι δημοκρατικοί θεσμοί, να μη συμμετέχουν σε εκλογικές αναμετρήσεις.
Η ήδη διαπιστούμενη απαξίωση της πολιτικής ζωής του τόπου θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται πιο ορθολογικά από τους πολιτικούς και όχι με άσκηση ψυχολογικής πίεσης, η οποία συνίσταται στη δήθεν επαπειλούμενη περιθωριοποίηση όσων δεν ψηφίσουν κάποιο κομματικό σχηματισμό και σε απλοϊκά συνθήματα του τύπου: «μην αφήνεις άλλους ν’ αποφασίζουν για σένα», «μπες κι εσύ στο παγνίδι», «αποχή σημαίνει συνενοχή» και άλλα παρόμοια.
Ήρθε ο καιρός να αντιληφθούν οι κομματικοί ταγοί ότι οι πομφόλυγες και τα φληναφήματα, με τα οποία γήτευαν τους ψηφοφόρους από καταβολής της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν είναι και τόσο αποτελεσματικά πλέον.
Βεβαίως, πάντα θα υπάρχουν οι πιστοί ακόλουθοι, εν είδει αυλοκολάκων, οι οποίοι θα δίνουν το άπαν το δυνάμεών τους για να αναδειχθεί το προσφιλές σε αυτούς κόμμα στην εξουσία και να ωφεληθούν, αναλόγως της προσφοράς τους, από τη νομή της εξουσίας.
Κάποιοι ευνοούν ή έμαθαν να αποδέχονται άκριτα την ύπαρξη προσωποπαγών κομμάτων, την έλλειψη ιδεολογίας και τις πελατειακές σχέσεις μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων-πελατών.
Θεωρώ, όμως, ότι υπάρχουν και άνθρωποι που αντιδρούν σ’ αυτή την έκφανση κοινωνικής παθογένειας και αρνούνται να γίνουν μέρος σ’ ένα τέτοιο σκωληκόβρωτο οικοδόμημα.
Αυτοί οι πολίτες χρειάζονται κάτι περισσότερο από «συνθήματα του συρμού» και άλλα ψυχολογικά κόλπα για να πειστούν.
Επειδή δε θα ήταν πρέπον να είμαι ισοπεδωτικός, αναγνωρίζω ειλικρινά ότι υπάρχουν και αξιόλογοι άνθρωποι που έχουν φιλότιμο και διάθεση να προσφέρουν στα κοινά.
Ένας τρόπος για να έρθουν πιο κοντά οι πολίτες στην εκλογική διαδικασία θα ήταν η εφαρμογή της οριζόντιας ψηφοφορίας, δηλαδή η επιλογή προσώπων ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης.
Ικανά πρόσωπα υπάρχουν σε όλους τους κομματικούς χώρους, αλλά το υπάρχον σύστημα μας εμποδίζει να επιλέγουμε διακομματικά, περιορίζοντάς μας στο να διαλέγουμε υποψηφίους από ένα μόνο κόμμα.
Με την οριζόντια ψηφοφορία, φρονώ ότι θα μειωνόταν το ποσοστό αποχής και οι πολίτες θα ψήφιζαν λαμβάνοντας υπ’ όψιν περισσότερα αξιολογικά κριτήρια και όχι μόνο βάσει του κόμματος στο οποίο ανήκει ο κάθε υποψήφιος.
Διαχρονικά η πρόταση αυτή προσκρούει στη στερρά αντίδραση των πολιτικών κομμάτων, τα οποία αντιλαμβάνονται ότι θα απολέσουν αρκετή από τη δύναμή τους και ο πρωταγωνιστικός ρόλος θα μετακυλισθεί από τις κομματικές οντότητες στα φυσικά πρόσωπα.
Τα περί ανεξαρτησίας των εκάστοτε υποψηφίων και μετέπειτα βουλευτών είναι απλά βαυκαλίσματα, καθώς όλοι οι βουλευτές και κομματικά στελέχη, αφού υφαρπάξουν την ψήφο των αντιπροσωπευομένων, υπερασπίζονται πρώτα τα συμφέροντα του κόμματος, μετά τα προσωπικά τους και, αν τα δύο προηγούμενα δε συγκρούονται με αυτά των πολιτών, τότε μερικές φορές τα προωθούν και εκείνα.
Εννοείται, πάντοτε, πως σε περίπτωση αντιπαράθεσης των κομματικών συμφερόντων με αυτά των πολιτών (των μόνων που μπορούν να δώσουν τη δύναμη στα κόμματα να ανεβαίνουν στην εξουσία) υπερισχύουν τα πρώτα και οι «αντιπρόσωποι» του λαού απλά υπακούουν στην κομματική πειθαρχία.
Πέρα από την πιο πάνω πρόταση, κάτι πιο απλό θα ήταν επιτέλους οι πολιτικοί να μετουσιώσουν τις μεγαλαυχίες τους σε έργα.
Να είναι κοντά στον πολίτη καθ’όλη τη διάρκεια της θητείας τους-όχι για ρουσφέτι, αλλά αγωνιζόμενοι για το κοινό καλό-και να μην τον θυμούνται κάποιους μήνες πριν τις εκλογές. Να έχουν σταθερές θέσεις και να είναι ειλικρινείς.
Να μη βλέπουν τους ανθρώπους αναλόγως κομματικής προέλευσης, αλλά σαν συμπολίτες, τους οποίους έχουν καθήκον να υπηρετούν.
Γιατί τα κόμματα και οι πολιτικοί πρέπει να υπηρετούν τους πολίτες, όχι το αντίστροφο! Ίσως σκεφτείτε, διαβάζοντας την παρούσα παράγραφο, πως όλα αυτά είναι ουτοπικά και απραγματοποίητα γιατί «είμαστε μικρός τόπος και το ρουσφέτι δε θα σταματήσει ποτέ» ή «έτσι γινόταν πάντα» και άλλα συναφή.
Όσοι, λοιπόν, συνειδητοποιούν αυτή τη σαθρή κατάσταση και συνεχίζουν να τη στηρίζουν αναμασώντας τις προπαρατεθείσες, αλλά και παρόμοιες φράσεις ή ψηφίζοντας όσους μας μετέτρεψαν σε ανώνυμες ψήφους, είναι συνένοχοι για όλα τα κακώς κείμενα γιατί τα αποδέχονται διά της συναίνεσής τους.
Αναντίλεκτα, το δικαίωμα της ψήφου είναι ιερό και οι αγώνες που δόθηκαν, για να έχουμε τη δυνατότητα να εκλέγουμε αντιπροσώπους στα πολιτειακά όργανα, είναι αξιομνημόνευτοι.
Ταυτόχρονα, όμως, η ψήφος θα έπρεπε να είναι ένα μέσο με το οποίο να μπορεί ο πολίτης να προβάλει τις απόψεις του. Δυστυχώς, το υπάρχον μοντέλο αστικής δημοκρατίας απέτυχε και πλανώνται πλάνην οικτράν όσοι νομίζουν πως διαμορφώνουν καταστάσεις ή ακούγεται η φωνή τους με την παροχή ψήφου σε κάποιο κόμμα.
Άπαξ και το ψηφοδέλτιο μπει στην κάλπη, ο ψηφοφόρος μέχρι την επόμενη εκλογική αναμέτρηση καθίσταται παρίας, εφόσον τα κόμματα πήραν αυτό που ήθελαν από εκείνον, δεν τον χρειάζονται πια και τον μυκτηρίζουν.
Δεν μπορεί, με το ισχύον σύστημα, ο απλός πολίτης να συνδιαμορφώσει πολιτική, αφού αυτό το κάνουν τα πολιτικά κόμματα, τις πλείστες φορές ερήμην του κατ’ ευφημισμόν κυρίαρχου λαού, ο οποίος τα αναβίβασε στην εξουσία.
Μια λύση γι’ αυτό θα ήταν η επιστροφή στον κοινοτισμό, κάτι με το οποίο θ’ ασχοληθούμε σε μεταγενέστερες δημοσιεύσεις.
Συμπερασματικά, από τα ανωτέρω εμφαίνεται ότι είτε ψηφίζει κάποιος ένα κόμμα είτε όχι, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Όσοι επιλέγουν ένα κομματικό σχηματισμό νομιμοποιούν εκείνους που νέμονται την εξουσία να συμπεριφέρονται όπως επιτάσσει το κομματικό ή ίδιο συμφέρον, ενώ οι ψηφοφόροι έχουν την ψευδαίσθηση πως οι «αντιπρόσωποί» τους ενεργούν κατ’ εντολάς των και υπέρ των συμφερόντων τους.
Από την άλλη, οι απέχοντες ή όσοι ψηφίζουν (συνειδητά) άκυρο/λευκό δε διαμορφώνουν αποτέλεσμα, αλλά με αυτό τον τρόπο εκφράζουν την αδιαφορία ή την αποδοκιμασία τους για το πολιτικό γίγνεσθαι. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το εκλογικό δικαίωμα έχει θετικό και αρνητικό περιεχόμενο.
Δηλαδή οι δύο επιλογές, τόσο η παροχή ψήφου σε κάποιο κόμμα όσο και η επιλογή της άκυρης ή λευκής ψήφου, είναι απολύτως ισότιμες και δεν μπορεί κανένας αυτόκλητος «υπερασπιστής» της δημοκρατίας να ισχυριστεί οτιδήποτε περί του αντιθέτου και να προσπαθεί, με αβάσταχτη ελαφρότητα, να ασκήσει ψυχολογική πίεση σε όσους επιλέγουν συνειδητά να αποδοκιμάσουν την καθεστηκυία πολιτική τάξη.
Σχετικά με την αποχή, ο νόμος την απαγορεύει, αλλά δεν υπάρχει κάποιος αποτελεσματικός μηχανισμός για επιβολή κυρώσεων στους απέχοντες.
Κατ’ εμέ, δεν είναι δόκιμο να επιβάλλεται υποχρεωτικά η άσκηση ενός δικαιώματος, γιατί τότε μετατρέπεται σε υποχρέωση. Προσέτι, η αποχή φανερώνει είτε την έλλειψη παιδείας και το συνεπακόλουθο ωχαδερφισμό είτε τη σκόπιμη απαξίωση της πολιτικής σκηνής.
Εν κατακλείδι, η άσκηση του δικαιώματος της ψήφου, όπως και το περιεχόμενο που αυτή θα έχει, ανήκουν στη διακριτική ευχέρεια του κάθε ψηφοφόρου.
Λόγω του ισχύοντος συστήματος, η ψήφος κάποιου προς ένα πολιτικό κόμμα, με την οποία εκλέγει αντιπροσώπους στα πολιτειακά όργανα, έχει την ίδια βαρύτητα με τη λευκή ή άκυρη ψήφο, διά της οποίας εκφράζεται η αποδοκιμασία έναντι του εν ισχύι συστήματος.
Πριν αποφασίσουμε αν θα ασκήσουμε ή πώς θα ασκήσουμε το εκλογικό μας δικαίωμα, θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό τη θουκυδίδεια, διά στόματος Περικλή, ρήση: «τον τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα αλλά αχρείον νομίζομεν» (Θουκυδίδου Ιστορίαι Β’, 40), δηλαδή, όποιον δε μετέχει στα κοινά, δεν τον θεωρούμε απλά άσχετο, αλλά και αρρώστια για την πόλη.
ΠΗΓΗ: ''Efylakas.com''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου