Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

ΤΟΡΠΙΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ «ΕΛΛΗΣ»

ΤΟΡΠΙΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ «ΕΛΛΗΣ»
Η επίθεση που ένωσε τους διχασμένους Έλληνες   
Την 15η Αυγούστου του 1940, στις 8.25 το πρωί, και ενώ η λειτουργία είχε αρχίσει στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, την Παναγία της Τήνου, έγινε ο ανόσιος και ύπουλος τορπιλισμός του «εύδρομου» καταδρομικού ΕΛΛΗ, που αγκυροβολημένο έξω από το λιμάνι της Τήνου συμμετείχε στον εορτασμό. 


Η μία από τις τρεις τορπίλες που εκτοξεύθηκαν, όπως έγινε αργότερα γνωστό, από το ιταλικό υποβρύχιο, βύθισε το πλοίο.

Οι δεύτερη και τρίτη αστόχησαν γκρεμίζοντας μέρος του μόλου του λιμανιού.

Το τι είχε προηγηθεί και τι ακολούθησε, θα επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε σε αυτό το αφιέρωμα.

Τον Αύγουστο του 1940, η Γερμανία είχε θέσει ήδη υπό τον έλεγχό της το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και η Luftwaffe βομβάρδιζε ανηλεώς την τελευταία εστία αντίστασης που είχε απομείνει: 
τη Βρετανία. 

Παρόλο που δεν είχε καταφέρει να την κατακτήσει, αλλά θεωρώντας το θέμα… αντιμετωπίσιμη υπόθεση, ο Χίτλερ προετοιμαζόταν για το πλέον μεγαλεπήβολο από τα σχέδιά του: την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. 

Υπό αυτό το κλίμα και καθώς το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας δεν είχε σημειώσει ανάλογες επιτυχίες, ο Μουσολίνι, για να ενισχύσει το κύρος του επεδίωκε μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη. Θεώρησε λοιπόν ότι η Ελλάδα ήταν ο ιδανικός στόχος, που θα εξυπηρετούσε τα σχέδιά του για απόλυτη κυριαρχία στη Μεσόγειο. 

Από την αρχή του αιώνα, εξάλλου, ως εκείνες τις ημέρες οι ελληνοϊταλικές σχέσεις δεν ήταν οι πλέον αρμονικές: από την κατάληψη των Δωδεκανήσων έως τη θέση της Ιταλίας εναντίον της ελληνικής απόβασης στη Σμύρνη και από το βομβαρδισμό της Κέρκυρας έως την υποστήριξη των αλβανικών θέσεων για την Ήπειρο, η Ρώμη έδειχνε ότι θεωρούσε την Αθήνα περιφερειακό της αντίπαλο.

Αλλεπάλληλες προκλήσεις
Για να ξεκινήσει όμως ο πόλεμος, που τόσο επιζητούσε ο Μουσολίνι, χρειαζόταν μία αφορμή. 

Έτσι, ήδη από το 1939, άρχισαν οι αλλεπάλληλες ιταλικές προκλήσεις, με την ελπίδα ότι η Ελλάδα θα αντιδράσει σπασμωδικά.

Εντούτοις, ο Ιωάννης Μεταξάς δεν σήκωνε το γάντι, φροντίζοντας να θωρακίσει πρώτα την άμυνα της χώρας απέναντι σε έναν αντίπαλο με αριθμητικά πολλαπλάσιες δυνάμεις. 

Τους μήνες που ακολούθησαν, η καχυποψία του Μουσολίνι αναφορικά με τις γερμανοσοβιετικές επιδιώξεις στα Βαλκάνια, η πιθανότητα ότι ο αγγλικός στόλος θα κατέφευγε στα ελληνικά ύδατα στην περίπτωση που η αγγλοκρατούμενη Αίγυπτος κυριευόταν από τους Ιταλούς και ο προσανατολισμός της κυβέρνησης Μεταξά στην αγγλική πολιτική οδήγησαν στην ωρίμαση των επεκτατικών επιδιώξεων που έτρεφε, από παλιά, το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας εναντίον της χώρας μας. 

Η προετοιμασία του εδάφους για την εφαρμογή της επεκτατικής αυτής πολιτικής επιχειρήθηκε με μια σειρά από προκλήσεις ο χαρακτήρας των οποίων ήταν συχνά ναυτικός λόγω της θαλάσσιας γειτνίασης των δύο δυνάμεων.

Η πρώτη πραγματοποιήθηκε στις 12 Ιουλίου 1940 όταν βομβαρδίστηκαν διαδοχικά το βοηθητικό πλοίο «Ωρίων» και το αντιτορπιλικό «Ύδρα» ανοιχτά της Γραμβούσας στην Κρήτη.

Τέσσερις μέρες μετά, τέσσερα ελληνικά υποβρύχια βομβαρδίστηκαν από ιταλικά αεροπλάνα, ενώ ήταν μεθορμισμένα στον κόλπο της Ιτέας. 

Στο τέλος του ίδιου μήνα τα ελληνικά αντιτορπιλικά, «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα», ό,τι καλύτερο είχε τότε το ελληνικό Ναυτικό, καθώς και δύο ελληνικά υποβρύχια δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση της ιταλικής αεροπορίας. 

Οι ιταλικές προκλήσεις κορυφώθηκαν στις 2 Αυγούστου 1940 όταν βομβαρδίστηκε η τελωνειακή ακτοφυλακίδα Α6 την ώρα που έπλεε μεταξύ Σαλαμίνας και Αίγινας.

Οι επιφυλάξεις

Τα συνεχή και ολοένα πιο προκλητικά αυτά επεισόδια δημιούργησαν εύλογη ανησυχία στην ηγεσία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, στο βαθμό που εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις όταν αποφασίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση η συμμετοχή του εύδρομου καταδρομικού «Έλλη» στον εορτασμό της Κοίμησης της Θεοτόκου στο νησί της Τήνου. 

Η μονάδα αυτή, αν και σχετικά παλιά, αφού ναυπηγήθηκε τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είχε ριζικά ανακαινιστεί στη Γαλλία μεταξύ του 1925 και του 1927 και αποτελούσε την κυριότερη ναρκοθέτιδα του ελληνικού στόλου.

Διέθετε επίσης δυνατότητες αποτελεσματικής συμμετοχής σε συνοδείες νηοπομπών και ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις. 

Οι επιφυλάξεις λοιπόν του Αρχηγού Στόλου, ναύαρχου Καββαδία, και άλλων στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού υπήρξαν εύλογες, δεν οδήγησαν όμως στην αναίρεση της ληφθείσας απόφασης ίσως γιατί θεωρήθηκε ότι η εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου, που τιμάται πολύ και από τους καθολικούς Ιταλούς, δεν θα επέτρεπε την πραγματοποίηση μιας ακόμη προκλητικής ενέργειας εναντίον της χώρας μας. 

Ασαφή τα αίτια
Τα αίτια του τορπιλισμού της «Έλλης» δεν είναι ακόμα και σήμερα σαφή. 

Ορισμένες πηγές κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι ο Μουσολίνι είχε αποφασίσει να εισβάλει στην Ελλάδα ακριβώς τότε και θεώρησε πως ο τορπιλισμός του ελληνικού πολεμικού θα διευκόλυνε τα σχέδιά του. 

Άλλες, όπως ο τότε Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, εικάζουν ότι η κίνηση αυτή υπήρξε προϊόν της οργής του Μουσολίνι, όταν πληροφορήθηκε την άποψη που εξέφρασε ο Μεταξάς στο Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα, πρίγκιπα Έρμπαχ, ότι δηλαδή η Ελλάδα δεν μπορούσε να αγνοήσει τη βρετανική ναυτική ισχύ στη Μεσόγειο. 

Ο υφυπουργός Εξωτερικών και γαμπρός του Μουσολίνι, Τσιάνο, αποδίδει τον τορπιλισμό της «Έλλης» στην προπέτεια του Ντε Βέκι, του Ιταλού διοικητή των Δωδεκανήσων και κορυφαίου στελέχους του φασιστικού καθεστώτος. 

Τέλος, οι επιχειρήσεις που ανέλαβε ο Αϊκάρντι, o κυβερνήτης του ιταλικού υποβρυχίου «Delfino» που τορπίλισε την «Έλλη», πιθανώς να εντάσσονταν στο ευρύτερο πλαίσιο της παρεμπόδισης των αγγλικών συγκοινωνιών με τη Μαύρη Θάλασσα, από το ιταλικό ναυτικό, τουλάχιστον αν ληφθεί υπόψη η ασάφεια και η προχειρότητα των οδηγιών που αυτός έλαβε. 

Όποια πάντως κι αν είναι η ακριβής άμεση αιτία για την προσβολή του εύδρομου καταδρομικού «Έλλη», γεγονός είναι ότι στις 8.25 π.μ. της 15ης Αυγούστου 1940 αυτό επλήγη από τορπίλη του «Delfino» ακριβώς κάτω από τον μόνο εν ενεργεία λέβητά του.

Το αποτέλεσμα ήταν αυτός να εκραγεί και η έκρηξη να δημιουργήσει κάθετη ρωγμή στη δεξιά πλευρά του πλοίου, η οποία στην ίσαλο γραμμή είχε διάμετρο 10 εκατοστών.

Συνάμα δημιουργήθηκε οπή δύο περίπου μέτρων μεταξύ των δύο καπνοδόχων του πλοίου ακριβώς πάνω από το σημείο της έκρηξης. Οκτώ μέλη του πληρώματος έχασαν τη ζωή τους, ενώ δεκάδες υπήρξαν και οι τραυματίες. 

Οι άλλες δύο τορπίλες που έβαλε το ιταλικό υποβρύχιο εναντίον των επιβατηγών πλοίων που βρίσκονταν στο λιμάνι της Τήνου ευτυχώς αστόχησαν.

Αναμενόμενο κτύπημα
Το αιφνίδιο πλήγμα που υπέστη το ελληνικό καταδρομικό δεν κατέβαλε ούτε το πλήρωμά του ούτε τη ναυτική ηγεσία της χώρας εξ απήνης. 

Σύντονες προσπάθειες ανελήφθησαν από τον κυβερνήτη του πλοίου, Χατζόπουλο, ώστε τουλάχιστον να σωθεί το πλοίο προσαράζοντας στα αβαθή του λιμανιού, κάτι όμως που δεν κατέστη δυνατό γιατί τα συστήματα του πλοίου είχαν νεκρώσει μετά τη διάρρηξη των ατμοσωλήνων και την παρεπόμενη διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.

Επιπροσθέτως, το επιβατηγό «Έσπερος» που ανέλαβε τη ρυμούλκηση δεν είχε τη δυνατότητα ούτε και τα εφόλκια που θα μπορούσαν να ρυμουλκήσουν το καταδρομικό, τη στιγμή μάλιστα που η αποκρίκωση της άγκυράς του δεν υπήρξε εφικτή για μια σειρά από λόγους. 

Σε κάθε περίπτωση, η εξέταση που ακολούθησε από ανώτατα στελέχη του ναυτικού επιβεβαίωσε ότι όλα τα προσήκοντα μέτρα είχαν ληφθεί και για την άμυνα του πλοίου από εχθρική προσβολή, αλλά και για τη διάσωσή του μετά τον τορπιλισμό του. 

Αποδείχτηκε, επίσης, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ο τορπιλισμός της «Έλλης» ήταν έργο Ιταλών, κάτι όμως που αποσιωπήθηκε για λόγους υψηλής πολιτικής μέχρι την έναρξη του πολέμου τον Οκτώβριο του 1940. 

Τότε ήταν που επίσημα και τεκμηριωμένα δόθηκαν στη δημοσιότητα τα στοιχεία που είχαν συλλεγεί από την αλίευση και την ποικιλότροπη εξέταση των υπολειμμάτων της 2ης και 3ης τορπίλης που αστόχησαν.

Προετοιμασία για πόλεμο
Την επαύριο του τορπιλισμού της «Έλλης», δεν εξερράγη ελληνοϊταλικός πόλεμος πάρα την περαιτέρω κλιμάκωση των ιταλικών προκλήσεων. 

Η χώρα ολοκλήρωσε απλώς τις τελευταίες της προετοιμασίες για το μεγάλο αγώνα που επέκειτο. Η ηθική όμως προετοιμασία είχε, εν πολλοίς, ολοκληρωθεί ακριβώς λόγω του τορπιλισμού της «Έλλης». 

Όπως εύστοχα ανέφερε ο Γκράτσι: 
«Η ιταλική κυβέρνηση μπορούσε να υπερηφανεύεται γιατί είχε κατορθώσει να συσπειρώσει σε μια αρραγή ψυχική ενότητα ένα λαό βαθιά διαιρεμένο από αγεφύρωτες πολιτικές διαφορές και από βαθιά και παλιά πολιτικά μίση, γιατί είχε εμπνεύσει τη γενναία και ακλόνητη απόφαση να πεθάνει εν ανάγκη για την πατρίδα του».

Αυτή είναι και η… κληρονομιά της «Έλλης» στο έπος του 1940 και κατ’ επέκταση στην εθνική μας επιβίωση.

«Οι προσκυνητές επέστρεψαν με νηοπομπή»
Στο βιβλίο του «Τέσσαρες δεκαετίες εις την Υπηρεσίαν του Β. Ναυτικού» (Αθήνα 1971) ο αντιναύαρχος ε.α. Γρηγόρης Μεζεβίρης διηγείται:

«Την 15η Αυγούστου 1940, ενώ βρισκόμουνα στην Αθήνα, ο Διευθυντής της ΔΡΥΝ (Διεύθυνση Ραδιοτηλεγραφικής Υπηρεσίας του Ναυτικού) με πληροφορούσε τον τορπιλισμό και τη καταβύθιση της ΕΛΛΗΣ από άγνωστο υποβρύχιο. 

Κατέβηκα αμέσως στον Ναύσταθμο και έσπευσα να συναντήσω τον Αρχηγό του Στόλου, που είχε μόλις πληροφορηθεί το γεγονός. Ήταν έξαλλος και φοβερά αγανακτισμένος κατά του Υφυπουργού. 

Παρά τους αιφνιδιαστικούς βομβαρδισμούς πολεμικών μας σκαφών που είχαν προηγηθεί, ένα από τα μεγαλύτερα πλοία του Στόλου είχε διαταχθεί να παραμείνει επί ώρες αγκυροβολημένο σε όρμο τελείως ανοικτό, για να μην διακοπεί η παράδοση των καλών ειρηνικών καιρών της συμμετοχής του Ναυτικού στη θρησκευτική τελετή της Τήνου!

Φαίνεται, μάλιστα, ότι το ΓΕΝ, για να μη διακινδυνεύσει την ΕΛΛΗ, είχε εισηγηθεί την αποστολή του α/τ ΑΕΤΟΣ. Ο Υφυπουργός όμως, επέμενε να αποσταλεί το εύδρομο για την μεγαλοπρεπέστερη συμμετοχή του Ναυτικού στην τελετή. 

Τη στιγμή που η δολοφόνος τορπίλη έπληττε την ΕΛΛΗ, το πλοίο έφερε μεγάλο σημαιοστολισμό, το επιτελείο του φορούσε τη μεγάλη στολή για να συμμετάσχει στην τελετή και το άγημα ετοιμαζόταν να αποβιβαστεί στη στεριά για να αποδώσει τις τιμές. 

Σύμφωνα με παλιό έθιμο, στην Τήνο είχαν συρρεύσει χιλιάδες προσκυνητές που δεν φαντάζονταν ότι την εποχή εκείνη η θάλασσα έκρυβε πολλούς κινδύνους.

Ήδη, δικαιολογημένα, οι προσκυνητές αυτοί βρίσκονταν σε μεγάλη αγωνία για την ασφαλή επιστροφή τους. Αποφασίστηκε λοιπόν, να επιστρέψουν με νηοπομπή που θα συνόδευαν τα α/τ ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ και ΒΑΣ. ΟΛΓΑ. 

Τα αντιτορπιλικά απέπλευσαν από το Ναύσταθμο το επόμενο πρωί, προκειμένου να ειδοποιηθούν οι εμπόλεμοι για την κίνηση αυτή και να αποφευχθεί νέα… παρεξήγηση. Ο Αρχηγός του Στόλου επέβαινε στο α/τ ΒΑΣ. ΟΛΓΑ και εγώ στο α/τ ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ. […] 

Κατά τον κατάπλου στην Τήνο, το α/τ ΒΑΣ. ΟΛΓΑ αγκυροβόλησε, ενώ για προστασία, το α/τ ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα γύρω από το αγκυροβόλιο. Κανένα από τα πλοία μας δεν διέθετε την εποχή εκείνη συσκευή εντοπισμού υποβρυχίων. 

Όπως εξακριβώθηκε, εκτός από τη μοιραία τορπίλη που είχε βυθίσει την ΕΛΛΗ, είχαν βληθεί άλλες δυο τορπίλες που είχαν προσκρούσει στον κυματοθραύστη. Διαπιστώθηκε, από θραύσματα των τορπιλών που βρέθηκαν, ότι ήταν ιταλικής προέλευσης. 

Όσον αφορά το μικρό μας εύδρομο, το μόνο ίχνος του που βρήκαμε ήταν η άκρη του καταρτιού του που προεξείχε από τη θάλασσα. 

Αποπλεύσαμε από την Τήνο τις πρώτες απογευματινές ώρες συνοδεύοντας τα πλοία των προσκυνητών και χωρίς άλλο επεισόδιο καταπλεύσαμε στον Πειραιά.

Πλήθη κόσμου και μέλη της Κυβερνήσεως περίμεναν με αγωνία τον κατάπλου της νηοπομπής. 

Μετά τη τελευταία αυτή εχθρική ενέργεια έγινε επί τέλους αντιληπτό ότι η επιθυμία μας να διατηρήσουμε την ουδετερότητα δεν ήταν από μόνη της αρκετή για να μας προφυλάξει από αιφνιδιασμούς και τραγικές εκπλήξεις.
Επιβαλλόταν η λήψη προληπτικών μέτρων ασφάλειας.

Διατάχθηκε η μεθόρμιση των πλοίων από το Ναύσταθμο στον όρμο της Ελευσίνας, το μέγεθος του οποίου επέτρεπε τη διασπορά τους στο αγκυροβόλιο […] 

Αποφασίστηκε η τοποθέτηση ανθυποβρυχιακών φραγμάτων για την προστασία των λιμένων του Πειραιά και του Ναυστάθμου και ορισμένων εσωτερικών θαλασσίων οδών.

Συμπληρώθηκαν τα μέτρα Α/Α άμυνας. Ανακλήθηκαν τα αντιτορπιλικά από τη Μήλο και τη Ναύπακτο και έγινε κινητοποίηση των πλοίων σε εφεδρεία. […] 

Τυπικά βρισκόμαστε σε ειρηνική περίοδο, αλλά υπήρχε ο εχθρός που παραμόνευε και που είχε ήδη δώσει αρκετά δείγματα των δολίων προθέσεών του. Ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να βρεθούν στην πορεία μας υποβρύχια και νάρκες ή άγνωστα αεροσκάφη να μας αιφνιδιάσουν. […] 

Μια άλλη ιδιαιτερότητα που δυσκόλευε ακόμα την κατάσταση ήταν ότι στερούμασταν της μυστικότητας των κινήσεών μας. […] 

Και αυτό διότι, για να αποφύγουμε κάθε πραγματική ή δήθεν παρεξήγηση σχετικά με την εθνικότητα των πλοίων, οι εμπόλεμοι ειδοποιούνταν για τις κινήσεις μας εγκαίρως και με κάθε λεπτομέρεια. […] 

Μετά την κοινοποίηση αυτών, καμιά αλλαγή δεν δικαιούμουν να κάνω. […] Αν για λόγους πολεμικούς, όπως σε περίπτωση εμφάνισης υποβρυχίου, επιθυμούσα να αλλάξω την προβλεπόμενη πορεία, αυτό δεν μπορούσα να το κάνω».
 paraskevi13

Δεν υπάρχουν σχόλια: