Υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους συνομιλούμε και άσχετα αν συμφωνούμε σε όλα μαζί τους ή όχι, μαθαίνουμε Ιστορία. Ένας εξ αυτών, είναι ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης Οδυσσέας Τόσκας, Πρόεδρος της Βασιλικής Ενώσεως.
Πατριώτης, ιδεολόγος, με πολύ πλατιά μόρφωση, πετυχημένος δικηγόρος, μαχητικός, αγωνιστής επί των εθνικών επάλξεων, εντυπωσιάζει και όντας καλοσυνάτος και προσιτός, κερδίζει με μιας τους συνομιλητές του.
Με τον κ. Τόσκα, μιλήσαμε, για τι άλλο, για τη μοναρχία, την οποία ο ίδιος υπερασπίστηκε και εξακολουθεί να υπερασπίζεται, σθεναρά.
Ο γνωστός δικηγόρος, μας επισήμανε τα πολιτικά αδιέξοδα, αλλά και την αδυναμία του υφιστάμενου πολιτειακού συστήματος να δώσει λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας, αλλά και να διαφυλάξει τη νομιμότητα.
Στον Νίκο Χιδίρογλου
Πόσο επίκαιρος είναι σήμερα ο θεσμός της μοναρχίας; Σας ρωτώ ευθέως: θα μπορούσε να δώσει πρακτικές λύσεις στα σημερινά αδιέξοδα;
Μετά το 1974 το θέμα του θεσμού της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας (και όχι της Μοναρχίας, που με ρωτάτε και που διαφέρει), ήταν και είναι πάντοτε επίκαιρον.
Τούτο γιατί εξ αρχής και μετά το νόθον δημοψήφισμα του 1974, εφάνη ότι το πείραμα της Αβασιλεύτου Δημοκρατίας απέτυχε εν τη πράξει και ο άνευ αποφασιστικών αρμοδιοτήτων και προνομίων Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν μπορούσε να δώσει λύσεις, που να καθορίζουν ότι αυτός είναι ο ρυθμιστής του πολιτεύματος και δη υπεράνω κομμάτων, αφού, δυστυχώς, εκλέγεται από τα πολιτικά κόμματα και είναι εξηρτημένος απ’ αυτά, ιδία κατά την περίπτωση, της τυχόν δευτέρας εκλογής του.
Οι μέχρι τώρα Πρόεδροι Δημοκρατίας, σε πολλές περιπτώσεις, όπως ιδία σήμερα, δεν μπόρεσαν να δώσουν πρακτικές λύσεις σε πολλές περιπτώσεις και έχουμε πολιτικά αδιέξοδα.
Αποτέλεσμα τούτου είναι να μη δύναται ο Πρόεδρος, επί καταφανούς περιπτώσεως διαφθοράς στελεχών (υπουργών κλπ.) της κυβερνήσεως ή του Προέδρου αυτής, να επιβάλη κυρώσεις και να διαφυλάξει την νομιμότητα ή ν’ αρνηθή να υπογράψει νόμον και να διατάξει την εκτέλεσή του, όπως π.χ. ο σημερινός Πρόεδρος υπέγραψε τον απαράδεκτο νόμον του Μνημονίου, κατά γενικήν παραδοχήν.
Η μόνη περίπτωση «ελέγχου» είναι η παραίτησή του, οπότε με την παραίτησή του, παραιτείται και η κυβέρνηση και διενεργούνται εκλογές. Υπάρχοντος όμως του Βασιλέως, ως Ανωτάτου Άρχοντος, στο προκείμενο παράδειγμα, και σε περίπτωση αδιεξόδου, ο Βασιλεύς, έχει την ευχέρεια να ζητήση την παραίτηση του αρμοδίου Υπουργού κλπ. ή και ολοκλήρου της κυβερνήσεως, ως και εις πάσα άλλη περίπτωση και ιδία στην περίπτωση της δεδηλωμένης ελλείψεως εμπιστοσύνης οπότε έχουμε διάσταση βουλήσεως λαού και κυβερνήσεως.
Όχι μόνον και σήμερα είναι επίκαιρον το θέμα του θεσμού της Βασιλείας, αλλά σήμερα έχουμε ανάγκην υπάρξεως Βασιλέως.
Σε χώρες της Δύσης, όπου έχουν επικρατήσει τα εθνομηδενιστικά ιδεολογήματα, αλλά και τα ιδεολογήματα της πολυπολιτισμικότητας, ο ρόλος του βασιλέως, ως συμβόλου εθνικής ενότητας, πως θα μπορούσε να «αναβαπτιστεί»;
Σε χώρες της Δύσης ή και αλλού, όπου έχει επέλθη βιαίως αλλαγή του πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας, εν συνεχεία αναδεικνύονται και επεκράτουν, κατά κανόνα, στρατιωτικές, δικτατορίες με μηδενιστικά ιδεολογήματα και εν συνεχεία εκφυλίζονται σε δημοκρατίες της Αριστεράς ψευδοκουλτούρας.
Ο Βασιλεύς, που είναι στοιχείον ενότητος του λαού, διαφυλλάτει την ασφάλειαν της δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων του λαού και εξαλείφει πολιτικά πάθη και μίση, όπως π.χ. στην Ισπανία, μετά τον εμφύλιο πόλεμο, που είναι πρότυπον δημοκρατίας και οι Βασιλείς της λατρεύονται από τον λαόν, ασχέτως της πολιτικής τοποθετήσεως καθενός.
Αυτό είναι ζωντανό παράδειγμα αναβαπτίσματος του ρόλου του Βασιλέως, αρκεί τούτον, πρωτίστως, να τον σέβονται τα πολιτικά κόμματα, αφού ο Βασιλεύς είναι ισόβιος και δεν έχει, όπως ο Πρόεδρος, κομματική προέλευση και θέλει να έχει την εύνοιαν των κομμάτων, που τον εκλέγουν και που έτσι τον «ελέγχουν», χωρίς τον φόβον ελέγχου τους, απ’ αυτόν.
Μια γενική ερώτηση: από τη συγκρότηση του εθνικού μας κράτους ως σήμερα, πως θα χαρακτηρίζατε το ρόλο της βασιλείας, δεδομένων φυσικά και των όσων κατά καιρούς διαδραματίστηκαν και τις προστριβές με την πολιτική ηγεσία;
Από την συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους μας, ο Βασιλικός θεσμός και οι εκάστοτε Βασιλείς μας, ήταν οι ακρογωνιαίοι λίθοι της στηρίξεώς του, της διαφυλάξεώς του, ως και της εδαφικής επεκτάσεως της πατρίδος μας, πέντε φορές, αλλά και προσέτι οι προστάτες των ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων του λαού μας.
Ακόμη δε, ως στρατηλάτες, οι Βασιλείς μας, μαζί με τον λαόν, εδημιούργησαν εθνικό μεγαλείο και εποποιίες. Αντιθέτως, επί αβασιλεύτου, η πατρίς εσμικρύνθη (Κύπρος, Ίμια).
Ο ρόλος της Βασιλείας ήταν αποφασιστικός και πρωταρχικό στοιχείο της ενότητος του λαού για την ύπαρξη της χώρας, την επέκτασή της, την σταθεροποίηση της δημοκρατίας, αλλά και της ευνομίας. Γνωστού όντως ότι τα πολιτικά κόμματα διαιρούν τον λαόν.
Οι Βασιλείς μας ελατρεύθησαν από τον λαόν.
Δυστυχώς, οι κομματικές βλέψεις και η φιλαρχία ορισμένων πολιτικών ή στρατιωτικών ή η εσφαλμένη εκτίμηση πραγμάτων και δεδομένων, υπήρξαν, λίαν ζημιογόνοι για το Έθνος και τον λαόν.
Ιδιαίτερα εξ αυτών των λόγων και από ιδιοτέλειαν, εστράφηκαν κατά των φορέων της Βασιλικής εξουσίας με ιστορικά τετριμμένα επιχειρήματα και ούτω αντί εθνικού οφέλους είχαμε εθνικές συμφορές, με δεδομένο το ανεύθυνον του Βασιλέως.
Τα στρατιωτικά και άλλα κινήματα ήταν αποτέλεσμα στείρας και άφρονος πολιτικής σκοπιμότητος, έστω και αν κατ’ εσφαλμένη κρίση ενήργησαν με το πρόσχημα ή μη του πατριωτισμού, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων.
Ας μη ξεχνούμε όμως ότι μετά από κάθε τέτοια περίπτωση αντιδικίας – διχασμού, επήρχετο εθνική συμφορά. Ο Ελ. Βενιζέλος, που είχε εθνικό σθένος, ολίγον πριν αποβιώσει, το 1936, αναγνωρίσας το λάθος του, στην αντιδικία του με τον Βασιλέα Κων/νον, εβροντοφώναξε το γνωστόν «Ζήτω ο Βασιλεύς».
Σ’ όλες τις περιπτώσεις αντιδικίας Βασιλέως και πολιτικής ηγεσίας, ο Βασιλεύς, είχε εκ του εκάστοτε Συντάγματος, το ανεύθυνον. Υπεύθυνον δε ήτο ο εκάστοτε αρμόδιος υπουργός, που εισηγείτο προς τον Αρχηγόν της Εκτελεστικής εξουσίας.
Ανθρώπινα λάθη πάντα υπάρχουν, αλλά για όλες τις πλευρές.
Το τρωτό σημείο, στην άσκηση της εξουσίας και ιδιαίτερας στην πολιτική κομματική εξουσία ήταν, και είναι για τους πολιτικούς μας, η ατομική και προσωπική κομματική επικράτηση ως και η διαιώνιση της οικογενειοκρατίας, χωρίς συνταγματικό έλεγχο.
Ηθελαν δε και θέλουν τον αρχηγόν του κράτους να προέρχεται από την οικογένειά τους, όπως και σήμερα και να πρωταγωνιστούν στην πολιτική δύο ή τρεις οικογένειες. Τούτο ήτο αδύνατον με υπάρχοντα τον θεσμόν της Βασιλείας.
Με Πρόεδρον Δημοκρατίας όμως, επέτυχαν, τούτο απολύτως, αφού ούτως εκλέγεται και ελέγχεται από τα πολιτικά κόμματα, και από την πολιτική οικογενειοκρατίαν.
Πως αισθάνεστε όταν οι εκπρόσωποι της οικογενειοκρατίας, βάλλουν κατά της κληρονομικής μοναρχίας;
Είναι απείρου κάλους η πολιτική αθλιότης, όταν η οικογενειοκρατία μάχεται κατά του θεσμού της Βασιλευομένης Κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, προς ίδιον συμφέρον της και όχι της δημοκρατίας και του λαού.
Τα πράγματα είναι διαφορετικά επί απολύτου Μοναρχίας. Άλλωστε, η οικογενειοκρατία μάχεται δια το καλόν της οικογένειάς της, ενώ ο Βασιλεύς δια το Έθνος και την πατρίδα, οπότε επέρχεται και εθνικός διχασμός. Αυτό, βέβαια, λυπεί τους πάντες.
Πολλά έχουν λεχθεί για τις Παιδουπόλεις της Βασίλισσας Φρειδερίκης.
Δεδομένου λοιπόν ότι από εκεί πέρασαν δεκάδες χιλιάδες παιδιά που πλήρωσαν τις συνέπειες του συμμοριτοπόλεμου, αλλά και του κομμουνιστικού παιδομαζώματος, ποια είναι η αλήθεια, μιας και περάσατε και ο ίδιος από εκεί;
Πως είναι δυνατόν, αντί να απολογούνται οι ένοχοι του φρικτού και γενιτσαρικού παιδομαζώματος, να απολογούνται όσοι προστάτευσαν τα παιδιά;
Η αλήθεια για τις Παιδοπόλεις και τα ιδρύματα της Βασιλικής Πρόνοιας, είναι μια και μοναδική.
Η ίδρυσή τους επετέλεσε τεράστιον εθνικόν και κοινωνικόν έργον, ιδία κατά την περίοδον του Συμμοριτοπολέμου (αυτό που τώρα μερικοί το λένε «ευγενικά» εμφύλιο), αφού έτσι διεσώθησαν, κυριολεκτικώς, χιλιάδες Ελληνόπουλα, με πρωταγωνίστρια την Βασίλισσα Φρειδερίκην.
Προσωπικώς έχω γνώση του θέματος, γιατί υπήρξα τρόφιμος των Παιδοπόλεων, όπου εστάλη με την επιθυμία της οικογενείας μου και όχι, όπως νυν και ανοήτως, ελάχιστοι, υποστηρίζουν ότι μας… άρπαξε η Φρειδερίκη.
Την μεγαλυτέραν μου ευγνωμοσύνη την οφείλω σ’ αυτήν, όπως και χιλιάδες άλλα Ελληνόπουλα.
Εκεί μας γαλούχησαν με εθνικοθρησκευτικά ιδανικά και ποτέ – μα ποτέ -, δεν μας έστρεψαν κατά των κομμουνιστών και ούτε καν αναφορά εγίνετο περί αυτών, αφού εκεί ήσαν τρόφιμοι και τέκνα ανταρτών κομμουνιστών, που έτυχαν ξεχωριστής στοργής και αγάπης.
Εκεί μας γαλούχησαν με εθνικοθρησκευτικά ιδανικά και ποτέ – μα ποτέ -, δεν μας έστρεψαν κατά των κομμουνιστών και ούτε καν αναφορά εγίνετο περί αυτών, αφού εκεί ήσαν τρόφιμοι και τέκνα ανταρτών κομμουνιστών, που έτυχαν ξεχωριστής στοργής και αγάπης.
Τώρα εφθάσαμε στο κατάντημα να εξυμνούν το απαίσιο Παιδομάζωμα και τους πρωτεργάτες του και να απολογείται ολόκληρος λαός, που τους επολέμησε και τους συνέτριψε.
Είναι ντροπή ν’ απολογείται ένα ολόκληρο Έθνος, που έσωσε την νεολαία του, με πρωτοστάτη την Βασίλισσά του, από τους Γενίτσαρους του Ερυθρού ζόφου. Ντροπή, ντροπή, ντροπή.
Άλλη μια γενική ερώτηση: γιατί ιστοριογραφικά, οι εθνικόφρονες ήταν απόντες; Βλέπετε σήμερα κάποια διαφορά; Και το ρωτάω αυτό γιατί νομίζω ότι υπάρχουν σήμερα ερευνητές που αμφισβητούν τα «δόγματα» της στρατευμένης ιστοριογραφίας της αριστεράς…
Είναι αληθές ότι οι εθνικόφρονες (λέξη που ντρέπονται σήμερα τα εθνικά κόμματα να αναφέρουν), όντως ήσαν πάντοτε στην εξουσία μέχρι του 1974 και ιστοριογραφικά απόντες, αφού η ιστορίας τους ήταν ομοία με την ιδία την ιστορίαν του Έθνους.
Πίστευαν ότι πάντοτε το Έθνος και η Πολιτεία θα έχει εθνικούς ταγούς, πράγμα που διεψεύσθη μετά το 1974, οπότε ενεφανίσθη η λαίλαπα του αντεθνικού και αντιθρησκευτικού Αριστερισμού και έκανε όραμα της, με την βοήθεια ηλιθίων του εθνικού χώρου, να αγιοποιήση τον συμμοριτοπόλεμον. Ακόμη δε και να μας βεβαιώσει ότι οι κοινοί εγκληματίες και συμμορίτες ήσαν… δημοκρατικός στρατός.
Τέλος, δε, να μας πείσουν, ακόμη – ακόμη, ότι στο Γράμμο και το Βίτσι, αλλά και σ’ όλους τους αγώνες, θριάμβευσαν οι κατσαπλιάδες και μάλιστα ότι… ενίκησαν.
Ελέω μάλιστα του «Εθνάρχου» μας, στήνουν και μνημεία που εγκωμίαζουν το κακούργημα της ανταρσίας και τους ηττημένους, με την ανοχήν και συμπαράστασιν των ηγετών του συντηρητικού χώρου.
Ταυτοχρόνως, με συστηματικόν τρόπο, εξεφύτρωσαν «συγγραφείς» ιστοριογραφικών βιβλίων, που εξυμνούν τους συμμορίτες και τα εγκλήματά τους και παραγράφουν, έτσι την ιστορική αλήθεια και πραγματικότητα.
Προς τον σκοπόν αυτόν, τα ελεγχόμενα, από τον Αριστεροκομμουνισμό, Πανεπιστήμια, εγέμισαν με αριστερούς κομμουνιστές καθηγητές της Νεοελληνικής Ιστορίας, που κοντεύουν να μας πνίξουν με άθλια συγγράμματα, που προκαλούν.
Αυτό όμως είχε και μια ευεργετική αντίδραση προς τους σοβαρούς και πατριώτες Ελληνες του πνεύματος και ιστοριογράφους και που αμέσως αντέδρασαν και προκλητικώς αντιδρούν με την συγγραφή ιστορικού περιεχομένου βιβλίων, ώστε να μην κακοποιείται η ιστορική αλήθεια, από την στρατευμένην αριστεράν ιστοριογραφίαν και τα απίθανα δόγματά της.
Η θλιβερή κατάσταση και τακτική, που εδημιουργήθη μετά το 1974 με αρχικό πρωτοστάτη τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, συνοδοιπόρο της Αριστεράς, εξύπνησε το πατριωτικό φιλότιμο και την διάθεση γι’ αντίσταση στον αριστερό μηδενισμό.
Έτσι παρατηρείται, με ευχαρίστηση, εσχάτως, η δυναμική εμφάνιση συγγραφέων της ιστορικής αληθείας.
Φαίνεται καθαρά ότι η Αριστερά ιστοριογραφία κάμπτεται και ο τροχός γυρίζει με την δυναμική αντίδραση ανθρώπων του δημοκρατικού ήθους και του εθνικού πνεύματος, αλλά και της προστασίας της ιστορικής αληθείας και έτσι η χώρα μας, θα ξαναγίνη πατρίδα με ιδανικά.
Φθάνει πια.
Την ιστορίας μας δεν θα την γράψουν η γενιά του Πολυτεχνείου, τα εγγόνια του Στάλιν και οι αντεθνικώς δράσαντες κοινοί εγκληματίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου