Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ (1794 - 1864)

AAAmakrygiannis

Μακρυγιάννης

Ο Γιάννης Μακρυγιάννης (1794-1864) ήταν πολεμιστής, έμπορος, στρατηγός και ήρωας της ελληνικής επανάστασης του 1821.
  
Το θερίον είπαν θερίον κι ο άνθρωπος είναι χερότερος.
 Η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους.
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ “ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ”


Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. 

Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. 

Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός “εγώ”, ούτε ο αδύνατος. 

Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς “εγώ”; όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει “εγώ”.

 Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λέμε “εμείς”.

Είμαστε στο “εμείς” κι όχι στο “εγώ”.
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ “ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ”
  
είχα έναν τενεκέ και τα ‘βανα μέσα
Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει για τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη:
Το χειρόγραφο αυτό, τυπωμένο, πιάνει πάνω από 460 πυκνές σελίδες μεγάλου σχήματος.

Ο Μακρυγιάννης το αρχίζει στις 26 Φεβρουαρίου 1829, τρίαντα δύο περίπου χρονώ, στο Άργος, όπου τον βρίσκουμε “Αρχηγό της Εκτελεστικής δύναμης της Πελοπόννησος και Σπάρτης”, είτε καταγράφοντας παλαιότερα γεγονότα, είτε σημειώνοντας γεγονότα παρόντα σαν ένα ημερολόγιο. 

Περισσότερο από το μισό είναι γραμμένο, ως φαίνεται, στο Άργος, ως τα 1832.

Το συνεχίζει στο Ναύπλιο και στην Αθήνα, ως τα 1840, οπότε και το κλείνει βιαστικά για να το κρύψει. Η εξουσία έχει υποψίες εναντίον του. 


“Είχαν μεγάλην υποψίαν από μένα” σημειώνει “και γύρευαν να μου ψάξουν το σπίτι μου να μου βρούνε γράμματα”. 

Το εμπιστεύεται λοιπόν σ’ ένα κουμπάρο, που το παίρνει στην Τήνο. 

Στα 1844, ύστερα δηλαδή από τη συνωμοσία για το Σύνταγμα, όπου παίζει μεγάλο ρόλο, και τα Σεπτεμβριανά, πηγαίνει και τα παίρνει· αντιγράφει τις σημειώσεις που κρατούσε στο αναμεταξύ με πολλές προφυλάξεις· “σημείωνα” μας λέει “και είχα έναν τενεκέ και τα ‘βανα μέσα και τα ‘χωνα” – γράφει ως τον Απρίλη του 1850, και μετά ένα χρόνο περίπου το συμπληρώνει μ’ έναν πρόλογο και μ’ έναν αρκετά μακρύ επίλογο. 

Η έξοχα μελετημένη έκδοση του Γιάννη Βλαχογιάννη, η μοναδική που έχουμε ως τα σήμερα, δημοσιεύτηκε στα 1907, αφού πέρασε δηλαδή μισός αιώνας που το πολύτιμο αυτό κείμενο έμεινε χαμένο μέσα στ’ απόλυτο σκοτάδι.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ – Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ” από τις “ΔΟΚΙΜΕΣ” Α’ Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Ο Μακρυγιάννης σε λιθογραφία του Karl Krazeisen από τη Βικιπαίδεια
η ιστορία αυτή των Απομνημονευμάτων είναι τόσο εκπληκτική
Ο Γιώργος Θεοτοκάς γράφει για την ιστορία των Απομνημονευμάτων του Στρατηγού Μακρυγιάννη:
…την εποχή της έκδοσης του έργου, δε δημοσιεύτηκε κανένα σχόλιο απολύτως.

Η κυκλοφορία του ήταν ασήμαντη. 

Αργότερα, τον καιρό του πρώτου Μεγάλου Πολέμου, ο Βλαχογιάννης, που είχε οικονομικές στενοχώριες, αναγκάστηκε να πουλήσει το έργο με την οκά, σα χαρτί περιτυλίγματος, στο βιβλιοπώλη Βασιλείου. 

Η ιστορία αυτή των Απομνημονευμάτων είναι τόσο εκπληκτική ώστε θα δίσταζα να την πιστέψω, αν δεν την ήξερα από το στόμα του ίδιου του εκδότη τους.

Περίεργη είναι και η ανακάλυψη του έργου την αυγή του 20ου αιώνα.

Η οικογένεια Μακρυγιάννη δεν ήξερε την ύπαρξη των Απομνημονευμάτων.

Ο Βλαχογιάννης, οδηγημένος από κάποια πληροφορία που είχε βρει σε κάποιο παλιό βιβλίο ή χειρόγραφο (δε θυμάται πια) αποτάθηκε στο συνταγματάρχη Κίτσο Μακρυγιάννη, γιο του Στρατηγού, και τον παρακίνησε να ψάξει. Σε καμιά δεκαπενταριά μέρες ο Κίτσος τον ειδοποίησε πως είχε βρει ένα χειρόγραφο, χωμένο σ’ ένα τενεκέ παραριγμένο σε μια απόμερη γωνιά του σπιτιού. 

Το χειρόγραφο ήτανε μουχλιασμένο από την υγρασία, μα δεν είχε ακόμα αποσυντεθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές είναι θαύμα πως διατηρήθηκε απάνω από πενήντα χρόνια.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ “ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

«Εκεί οπούφκιαχνα τις θέσες εις τους Μύλους (Κοντά στο Ναύπλιο) ήρθε ο Ντερνυς (Derigny Anri Gautier, Γάλλος ναύαρχος) να με ιδή. Μου λέγει. ‘Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες. Τι πόλεμον θα κάνετε με τον Μπραϊμη αυτού;’

– Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κι’ εμείς, όμως είναι δυνατός ο θεός όπου μας προστατεύει.

Και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες.
Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραϊμη, παρηγοριόμαστε μ’ ένα τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους.

Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε.

Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. 

Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν»
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ “ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ” από τη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Οι άνθρωποι -γνωρίζει ένας του άλλου τα χείλη κι όχι την καρδιά.
 Η αγαθότη του Θεού είναι άβυσσος της θαλάσσης, τους μωρούς κάνει σοφούς, τους σοφούς μωρούς, τους αντρείους δειλούς, τους δειλούς αντρείους, διά να δοξάζεται ο πλάστης του παντός.
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ “ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ”
  
γράψιμο απελέκητο
Ο Γιώργος Σεφέρης σχολιάζει το γράψιμο του Μακρυγιάννη:
Το γράψιμό του είναι, σχεδόν ολότελα, μια δική του εφεύρεση. ”Γράψιμο απελέκητο” το ονομάζει. 

Δεκαεφτά μήνες έβαλε ο Βλαχογιάννης για να το ξεδιαλύνει, να το αποκρυπτογραφήσει θα έπρεπε να πούμε, και να το αντιγράψει. 

Όταν αντικρίσει κανείς μια σελίδα του πυκνού χειρογράφου καταλαβαίνει αμέσως το γιατί. 

Φωνητική αποτύπωση της ρουμελιώτικης προφοράς με ιδιότροπα συμπλέγματα γραμμάτων, που μοιάζουν ένα ατέλειωτο αραβούργημα. 

Πουθενά διακοπή, παράγραφος ή στίξη.

Κάποτε μόνο μια κάθετη γραμμή δείχνει ένα σταμάτημα.
Το κατεβατό μοιάζει σαν κάτι παλιούς τοίχους, που, κοιτάζοντάς τους, θαρρείς πως συλλαβίζεις την κάθε κίνηση του χτίστη που συναρμολόγησε την αμέσως επόμενη πέτρα με την προηγούμενη, την αμέσως επόμενη προσπάθεια με την προηγούμενη, αποτυπώνοντας πάνω στην τελειωμένη οικοδομή τις περιπέτειες μιας αδιάσπαστης ανθρώπινης ενέργειας -αυτό το πράγμα που μας συγκινεί και λέγεται ύφος ή ρυθμός. 

Στο γράψιμο του Μακρυγιάννη, που είναι αδιάβαστο για τον απροειδοποίητο αναγνώστη, συλλαβίζεις, πολύ περισσότερο από τις λέξεις, την επίμονη βούληση του συγγραφέα να ζωγραφίσει στο χαρτί τον εαυτό του.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ – Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ” από τις “ΔΟΚΙΜΕΣ” Α Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι’ ένα βασιλόπουλο ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες· τόση εντέλειαν είχαν. 

Όταν χάλασαν τον Πόρον, τα ’χαν πάρη κάτι στρατιώτες και εις τ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλλαρα γύρευαν.
Άντεσε κ’ εγώ εκεί, πέρναγα· πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα· «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτήτε να βγουν από την πατρίδα μας. 

Δι’ αυτά πολεμήσαμεν». (Βγάζω και τους δίνω τρακόσια πενήντα τάλλαρα.)· κι’ όταν φιλιωθούμεν με τον Κυβερνήτη, (ότι τρωγόμαστε), τα δίνω και σας δίνει ό,τι του ζητήσετε διά να μείνουν εις την πατρίδα απάνου». 

Και τα ’χα κρυμμένα. 

Τότε με την αναφορά μου τα πρόσφερα του Βασιλέως να χρησιμέψουν διά την πατρίδα.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ “ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ” τόμος Β΄ (από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ)
  
αν ο Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα…

Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει για τη μόρφωση του Μακρυγιάννη:

Αν ο Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα την εποχή εκείνη, πολύ φοβούμαι πως θα έπρεπε να απαρνηθεί τον εαυτό του, γιατί την παιδεία την κρατούσαν στα χέρια τους οι «τροπαιούχοι του άδειου λόγου», καθώς είπε ο ποιητής, που δεν έλειψαν ακόμη. Δεν επαινώ τον Μακρυγιάννη γιατί δεν έμαθε γράμματα, αλλά δοξάζω τον πανάγαθο Θεό που δεν του έδωσε τα μέσα να τα μάθει. 

Γιατί αν είχε πάει σε δάσκαλο, θα είχαμε ίσως πολλές φορές τον όγκο των Απομνημονευμάτων σε μια γλώσσα, όλο κουδουνίσματα και κορδακισμούς· θα είχαμε ίσως περισσότερες πληροφορίες για τα ιστορικά των χρόνων εκείνων, θα είχαμε ίσως ένα Σούτσο της πεζογραφίας, αλλά αυτή την αστέρευτη πηγή ζωής, που είναι το βιβλίο του Μακρυγιάννη, δε θα την είχαμε.
Και θα ήταν μεγάλο κρίμα.

Γιατί έτσι όπως μας φανερώνεται ο Μακρυγιάννης, βλέπουμε ολοκάθαρα πως αν και αγράμματος, δεν ήταν διόλου ένας ορεσίβιος ακαλλιέργητος βάρβαρος.
 Ήταν ακριβώς το εναντίον: ήταν μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού. 

Και η μόρφωση, η παιδεία που δηλώνει ο Μακρυγιάννης, δεν είναι κάτι ξέχωρο ή αποσπασματικά δικό του· είναι το κοινό χτήμα, η ψυχική περιουσία μιας φυλής, παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία· κατατρεγμένη και πάντα ζωντανή, αγνοημένη και πάντα παρούσα -είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. 

Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα ’21.
  Γι’αυτό η λαϊκή μας παράδοση είναι τόσο σπουδαία.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ – Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ” “ΔΟΚΙΜΕΣ Α΄” από τη Μυριόβιβλο
  
Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν.
Γλυκύτερον πράμα δεν είναι άλλο από την πατρίδα και θρησκεία.

Όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ άλλο τίποτας. Ναρθή ένας να μου ειπή ότι θα πάγη ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλη και τα δυο μου μάτια. 
Ότι αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει. 
Αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια νάχω, στραβός θανά είμαι.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ “ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ”
  
Θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε!

Στο ξέσπασμα της επανάστασης, στην Άρτα, ο Μακρυγιάννης ακούει έναν μπέη να μιλά στους φίλους τους αυτά τα λόγια, που σημειώνει:
  «Πασάδες και μπέηδες, θα χαθούμε! Θα χαθούμε! [...] Ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με το Μόσκοβο, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντσέζο. 

Αδικήσαμε το ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε. 
Και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε το ντονφέκι. 
Κι ο Σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται· τον γελάνε εκείνοι που τον τριγυρίζουν…». (Β’ 24).
  Την αιτία της ελληνικής επανάστασης και του ολέθρου των τυράννων τη διατυπώνει ο Μακρυγιάννης με μιά λέξη στο στόμα ενός αντιπάλου, όπως ο Αισχύλος βάζει τους εχθρούς να μιλούν για την καταστροφή της Σαλαμίνας. 

«Θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε». Τους αρχαίους, αν θέλουμε πραγματικά να τους καταλάβουμε, θα πρέπει πάντα να ερευνούμε την ψυχή του λαού μας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ – Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ” “ΔΟΚΙΜΕΣ Α΄” από τη Μυριόβιβλο

Οι Tούρκοι του Αλήπασσα θέλαν να μας σκλαβώσουνε.
Τότε δια νυχτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώθηκαν και έφυγαν και ήθα παγαίνουν εις την Λιβαδειά να ζήσουνε εκεί.

 Θα πέρναγαν από ’να γιοφύρι του Λιδορικιού ονομαζόμενον Στενό, δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι. 

Εκεί φύλαγαν οι Tούρκοι να περάσουν να τους πιάσουνε, και δεκοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι κ’ έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κ’ έτρωγα αυτό το γάλα. 

Μην υποφέρνοντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι, και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέταξαν εις το δάσος, εις τον Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρεσαν δια το γιοφύρι.

Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τους λέγει, «Η αμαρτία του βρέφους θα μας χάση, τους είπε, περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε… το παίρνω κι’ αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνομεν»… η μητέρα του κι’ ο Θεός μας έσωσε. 

Αυτά όλα τα ’λεγε η μητέρα μου και οι άλλοι συγγενείς.

Σηκωθήκαμεν όλη η φαμελιά και συγγενείς και πήγαμεν εις Λιβαδειά και μας περασπίστηκαν οι φιλάνθρωποι άρχοντες εκεί κάμποσον καιρόν, όσο οπού πιαστήκαμεν και κάμαμεν εκεί σπίτια, υποστατικά.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ “ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ” (από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ)
.
οι διώξεις του Μακρυγιάννη
Ο Σεφέρης γράφει για τις διώξεις του Μακρυγιάννη από το βαυαρικό καθεστώς:
Ο Όθων ποτέ δεν του συγχώρεσε τη συνωμοσία του ’43. 

Ο Μακρυγιάννης είναι πάντα γι’αυτούς ένα άγριο θηρίο που πρέπει να κλειστεί στο κλουβί. 

Έτσι κατά το Σεπτέμβριο του ’51 αρχίζουν και κυκλοφορούν οι κατηγορίες -ανυπόστατες, αστήριχτες, που δεν αποδείχτηκαν ποτέ: 
Ο Μακρυγιάννης θέλει να σκοτώσει το βασιλιά, θέλει να κάνει δημοκρατία.

Ο Μακρυγιάννης συνεννοείται με κάτι πρόσφυγες Πολωνούς που κυκλοφορούν ανατρεπτικές προκηρύξεις. 

Ο Μακρυγιάννης είπε ύποπτες κουβέντες σ’έναν Ν. Στεφανίδη, διαβόητο βωμολόχο, που είναι και ο μοναδικός μάρτυρας στη δίκη του.
Έτσι τον περιορίζουν στο σπίτι του.
Ο Μακρυγιάννης είναι σάπιος από τις εφτά πληγές που μάζεψε στον αγώνα. 

«Αι πληγαί συχνά ηνοίγοντο αιμορροούσαι» γράφει ο γιατρός Γούδας που μίλησε στη κηδεία του· «ο εξ αυτών πυρετός κατεβίβρωσκεν αυτόν. 

Βαρείαι νόσοι επήρχοντο, η δε ανάρρωσις εγένετο βραδυτάτη.
Ταύτα ήσαν τα αγαθά ων έλαχεν ο Μακρυγιάννης ως αμοιβήν των υπέρ πατρίδος εξόχων υπηρεσιών αυτού. 

Πληγαί και ασθένειαι πολυώδυνοι και μετ’αυτών πενία δυσθεράπευτος ως εκείναι (Α΄ μη’). 

Οι πληγές του κεφαλιού, που πήρε στη μάχη του Σερπετζέ, τον κάνουν κάποτε έξαλλο. 

Τρεις μέρες προτού τον πάνε στις φυλακές του Μεντρεσέ, μη έχοντας άλλον κριτή να τον δικαιώσει, όπως στα νιάτα του στην εκκλησιά του Αϊγιάννη, κάθεται και γράφει στον ίδιο το Θεό:

«Και δε μας ακούς και δε μας βλέπεις [...]. 

Και να σκούζω νύχτα και μέρα από τις πληγές μου. 

Και να βλέπω τη δυστυχιμένη μου φαμίλια και τα παιδιά μου πνιγμένα στα κλάματα και ξυπόλυτα. 

Και έξι μήνες φυλακωμένος σε δυο αδρασκελιές κάμαρη. Και γιατρό να μη βλέπομε, ούτε ν’αφήνουν κανένα να πλησιάσει νά μας ιδεί. [...]. 

Όλοι θέλουν να χαθούμε. 

Μας κάνονν ανάκρισες ολωνών, κατ’ οίκον έρευνα σπίτια, κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εικόνες δικές σου [...]. 

Και στις 13 τουτουνού του μήνα [...] ήρθε ο μοίραρχος με τη στολή του, όπου μας φύλαγε, και μου λέγει να πάγω στη φυλακή του Μεντρεσέ, όπου φυλακώνουν τους κακούργους…» (Α΄ πα’ ).

Αλλά τούτη τη φορά δεν μπόρεσε να κλείσει τις συμφωνίες με το Θεό. 

Είχαν αλλάξει τα χρόνια. Και τον πήγαν στο Μεντρεσέ, και τον ραπίσανε, και τον προπηλακίσανε, και τον κρίνανε σε μια δίκη που ήτανε μια μεγάλη αδιαντροπιά, και τον καταδικάσανε σε θάνατο, που έγινε ύστερα δεσμά και του χαρίστηκαν στις 2 Σεπτεμβρίον 1854.

Ο Μακρυγιάννης είναι ένα λεβέντικο κουρέλι.
 Δε μιλά παρά με το Θεό και τα μικρότερα παιδιά του.

Το σπίτι του και το περιβόλι του είναι ρημάδια. 

Ο τελευταίος ήχος της φωνής τους -ο τελευταίος που ξέρουμε και που θ’άκούσετε τώρα- έρχεται από μακριά, πολύ μακριά. Θαρρείς πως μια ολόκληρη φυλή πάει να ξεψυχήσει:

«Αφού με λευτέρωσαν και πήγα στο χαλασμένο μου σπίτι και στην ταλαίπωρή μου οικογένεια, μ’ανάδωσαν οι πληγές, τη μια Λαμπρή επέρσι και τη Λαμπρή που πέρασε πάγει δυο χρόνια τώρα. 

Πήγα στη σπηλιά πού ‘ναι στο περιβόλι μου να ξανασάνω.

Και με το στανιό και ακουμπώντας με το ξύλο έσωσα εκεί. 

Μου ρίχνουν πέτρες και με χτυπούν και μαγαρισιές ανθρώπινες απάνω μου: ‘Φάγε απ’ αυτές, στρατηγέ Μακρυγιάννη, να χορτάσεις πού ‘θελες να κάμεις σύνταμα!’

Και μ’ ανοίγουν τόσες νέες πληγές από τα χτυπήματα κι από τ’αγκυλώματα [...]· εσάπισα, εσκουλήκιασα. 

Αυτά έστειλα στη δημαρχία κι ακρόαση δε μού ‘δωκε. 

Και εξακολούθαγε αυτό ως την παραμονή της Σωτήρος. 

Και ανήμερα με χτύπησαν πολύ· έμεινα νεκρός· δε στανόμουν, ζωντανός είμαι ή πεθαμένος…»(Α΄ πς’) 
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ – Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ” “ΔΟΚΙΜΕΣ Α΄”
από τη Μυριόβιβλο
  
Το 1827 η ελληνική κυβέρνηση όρισε αρχιστράτηγο της ξηράς τον Άγγλο στρατηγό Τσωρτς, παραμερίζοντας τον Γ. Καραϊσκάκη. Να πώς σχολιάζει ο Μακρυγιάννης αυτή την απόφαση:


Έφκιασαν τη Συνέλεψη, διόρισαν τον ναύαρχον τον νέον, ότι γέρασε ο Μιαούλης, τον αρχιστράτηγο, ότι δεν δύναται ο Καραϊσκάκης, και γράψαν μια διαταγή εις τον Καραϊσκάκη οι καλοί πατριώτες και τόλεγαν ότι κιντύνευε η πατρίς, όταν νάστιβε ο Καραϊσκάκης και οι σύντροφοί του τα πουκάμισά τους, εκίναγε το αίμα από την Αράχωβα, από τον Έπαχτο, από το Δίστομον κι από τον καθημερινό πόλεμο, τότε έγραψαν του Καραϊσκάκη και τόπαιρναν τα συχαρίκια ότι διόρισαν τον Τζούρτζη -κι αυτός να είναι εις την οδηγίαν του. 

Στοχαστείστε, εσείς οι αναγνώστες. 

Αυτείνη την εποχή ποιος είχε γνώση διά να σώση την πατρίδα -και ποιος να την χάση. 

Με τόση δύναμη ο Καραϊσκάκης δεν την έφκειανε φλούδα όλους αυτούς.

Από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ “Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: