H Άγκυρα έχει ανάγκη για νέα άρματα μάχης - 1000 μονάδες για πολλά δισεκατομμύρια δολάρια, λένε στην Τουρκία.
Τώρα, στο Κίεβο φιλοδοξούν ότι αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο της παραγωγής του ουκρανικού άρματος μάχης Yatagan («Γιαταγάνι», τουρκικά: Yatağan).
Αρκετά χρόνια πριν, η Άγκυρα είχε συμφωνήσει με τη Νότια Κορέα σχετικά με τη συμμετοχή επιχειρήσεων της Σεούλ σε ένα πρόγραμμα της τουρκικής εταιρείας Otokar.
***Αυτό προέβλεπε κατά το χρόνο την παραγωγή 250 αρμάτων μάχης του μοντέλου Altay.
Αυτό βασίζεται στο νοτικορεατικό μοντέλο Κ2 της Hyundai Rotem και ήταν στην πραγματικότητα εξαρχάς σχεδιασμένο για τον κινητήρα της Mitsubishi Heavy Industries (Ιαπωνία), αν και τελευταία κάνει μια μισόκαρδη προσπάθεια ανάποτυξης παράγωγου ενός ιταλικού κινητήρα.
Αλλά μετά την ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας, το τουρκικό πρόγραμμα ξαφνικά περιήλθε σε πλήρη αδιέξοδο.
Το Τόκιο από τις αρχές του 2014 εργάζεται ενεργά στο να καταργήσει μεγάλο μέρος των εξαγωγικών περιορισμών για την αγορά όπλων.
Ως αποτέλεσμα, η Ιαπωνία διατηρεί ανοικτή την επιλογή να προσφέρει προσεχώς στην παγκόσμια αγορά το δικό της άρμα μάχης Type 90, παρά να ασχολείται να υποστηρίξει μέσω μιας συνεργασίας με την Τουρκία τα ανταγωνιστικά μοντέλα από τη Νότια Κορέα.
Σε αυτό το σημείο δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι το πρόγραμμα αυτό θα μπορούσε να επιστρέψει στο σημείο από το οποίο είχε αρχίσει - το ουκρανικό άρμα μάχης Τ 84-120 Yatagan, ειδικά σχεδιασμένο για μεγάλο υψόμετρο και τις άλλες απαιτήσεις του τουρκικού στρατεύματος, το οποίο έλαβε μέρος πριν από μια δεκαετία στον τουρκικό διαγωνισμό για ένα νέο βαρύ άρμα μάχης.
Ο επίσημος διαγωνισμός για την ανάπτυξη ενός σύγχρονου άρματος μάχης για τον Τουρκικό Στρατό ανακοινώθηκε το Φεβρουάριο του 2000. Θεωρήθηκε κατά το χρόνο ως ένα από τα πιο ελκυστικά εξοπλιστικά πργράμματα και προσέλκυσε την προσοχή όλων των ξένων κατασκευαστών.
Το «πρόγραμμα του αιώνα» αποτιμήθηκε κατά το χρόνο σε 4,7 δισεκατομμύρια δολάρια και αρχικά πίστευαν ότι ο νικητής του διαγωνισμού θα πουλήσει στην Άγκυρα 250 κύρια άρματα μάχης και στη συνέχεια θα οργανώσει τη μελλοντική παραγωγή τους στην Τουρκία, ανεβάζοντας το συνολικό τους αριθμό σε 1.000 μονάδες.
Αυτό το φιλόδοξο πρόγραμμα εντάχθηκε στο 30-ετές σχέδιο εκσυγχρονισμού των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, με την Τουρκία να σχεδιάζει να δαπανήσει περί τα 150 δισκεατομμύρια δολάρια.
Για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό κλήθηκαν όλες οι κορυφαίες εταιρείες στον τομέα της κατασκευής αρμάτων μάχης.
Ως εκ τούτου, η τελική επιλογή αναμένονταν μεταξύ της Γερμανίας, των ΗΠΑ, της Ουκρανίας και της Γαλλία. Η Αγγλία, η Ιταλία και η Ρωσία δεν συμμετείχαν στην τελική επιλογή.
Η Γερμανία υπέβαλε στην Άγκυρα τα σχέδια για ένα εργοστάσιο συναρμολόγησης του Leopard 2A6. Η Γαλλία είχε επίσης αναπτύξει με το Leclerc τα δικά της σχέδια σχετικά με μια «περιορισμένη» παραγωγή σε υφιστάμενες εγκαταστάσεις. Οι ΗΠΑ πρόσφεραν με τους ίδιους όρους τη συναρμολόγηση του M1A2 Abrams.
Η Ουκρανία είχε προχωρήσει περισσότερο από ό, τι οι ανταγωνιστές της, έχοντας σχεδιάσει ειδικά για την τουρκικό πρόγραμμα ένα μοντέλο για την «απεριόριστη παραγωγή» στην Τουρκία, το άρμα μάχης T-84, εξοπλισμένο με ένα πυροβόλο 120 χιλιοστών (και αναγκαστικά με νέο αυτόματο γεμιστή), συστήματα επικοινωνιών και άλλα στοιχεία κατά τα πρότυπα του ΝΑΤΟ (γαλλικές, βελγικές και άλλες εταιρείες από ην Ευρώπη).
Στο ουκρανικό μοντέλο εφαρμόστηκαν λύσεις που εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια του εκσυγχρονισμού του Τ-72-120, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη διεθνή έκθεση IDEX-99.
Οι Ουκρανοί σχεδιαστές ισχυρίζονται το άρμα ως τενχολογίας «stealth».
Για το σκοπό αυτό, η οροφή του διαμερίσματος του κινητήρα είναι εφοδιασμένη με ειδικές θερμομονωτικές συσκευές, και το σασί του οχήματος διαθέτει μια επίστρωση «αντι-ραντάρ».
Ο πύργος είναι εφοδιασμένος με ελαστικά πτερύγια που κρέμονται από το μπροστινό μέρος του πύργου, τα οποία μειώνουν επίσης την ορατότητα.
Σύμφωνα με αρεκτούς ειδικούς, τα τεχνικά χαρακτηριστικά των τεσσάρων αρμάτων που συμμετείχαν στο δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού, ήταν περίπου ίσα.
Όμως, συχνά οι νικητές σε παρόμοιους διαγωνισμούς δεν έχουν τόσο σχέση με τους παράγοντες της ποιότητας του προϊόντος.
Έτσι, η Ιταλία έχασε την ευκαιρία να λάβει μέρος στην τελική φάση του διαγωνισμού λόγω των διαφορών μεταξύ της Άγκυρας και της Ρώμης γύρω από την παραμονή στη χερσόνησο των Απεννίνων του Κούρδου ηγέτη Οτσαλάν.
Για τη Γαλλία, το μεγαλύτερο μειονέκτημα ήταν η έγκριση από την Εθνοσυνέλευση του νομοσχεδίου για την καταδίκη της γενοκτονίας των Αρμενίων στην Τουρκία κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η κατάληξη της συζήτηση στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, γύρω από ένα νομοσχέδιο το οποίο μειώνει σημαντικά τις πιθανότητες στην αγορά όπλων για τους Αμερικανούς, είναι αναμενόμενη.
Το Βερολίνο, με την σειρά του, είχε επισημάνει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία.
Ως εκ τούτου, διαπιστώθηκε ότι μόνο η Ουκρανία έχει το πλεονέκτημα, όπως απλά δεν ήταν σε θέση να θέσει στην Άγκυρα πολιτικού χαρακτήρα αιτήματα. Την ίδια στιγμή η Ουκρανία έχει με το Τ-84 να παρουσιάσει τη χαμηλότερη τιμή, και ήταν επίσης η μόνη χώρα που ήταν έτοιμη να δώσει στην Άγκυρα το 100% της τεχνολογίας.
Στη συνέχεια, λόγω των οικονομικών προβλημάτων που προκαλήθηκαν από έναν καταστροφικό σεισμό, Τουρκία συντόνισε λίγο διαφορετικά τις στρατιωτικές φιλοδοξίες της.
Προτεραιότητα δίνεται τώρα στον εκσυγχρονισμό 170 παλιών M60.
Τη σύμβαση για 668 εκατομμύρια δολάρια έλαβε η στρατιωτική βιομηχανία του Ισραήλ.
Οι Τούρκοι έχιαν επίσης συνάψει μια σύμβαση για την προμήθεια 298 μεταχειρισμένων γερμανικών τανκς Leopard 2Α4, τα οποία προηγουμένως έπρεπε να υποστούν σημαντικές επισκευές στα εργοστάσια των Krauss-Maffei Wegmann και Rheinmetall Landsysteme.
Για μια σειρά από λόγους το Κίεβο έτρεφε μεγάλες ελπίδες. Μετά την εκτέλεση της σύμβασης για την προμήθεια του Πακιστάν με 320 T-80 UD (για κάπου 650 εκατομμύρια δολάρια, μια συμφωνία που μετατράπηκε σε ένα πραγματικό πόλεμο μεταξύ Μόσχας και Κιέβο), ο κύριος κατασκευαστής των ουκρανικών αρμάτων, το εργοστάσιο Μαλίσιεβ, παρουσίασε απότομη πτώση. Κερδίζοντας την τουρκική προσφορά θα μπορούσε να γίνει ένα είδος σανίδα σωτηρίας για ολόκληρη την ουκρανική αμυντική βιομηχανία.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε με τους παράλληλους διαγωνισμούς για την προμήθεια αρμάτων μάχης στην Ελλάδα και τη Μαλαισία, στους οποίους συμμετείχε η Ουκρανία.
Υπό την πίεση των πολιτικών περιστάσεων η Μαλαισία επέλεξε να προμηθευτεί από την Πολωνία το RT-91, ενώ η Ελλάδα συμφώνησε να αγοράσει τα γερμανικά Leopard.
Οι απώλειες του Κιέβου σε αυτές τις προσφορές αντισταθμίστηκαν στο Πακιστάν.
Το καλοκαίρι του 2002 το εργοστάσιο Μαλίσιεβ κέρδισε σε έντονο ανταγωνισμό τους ευρωπαίους κατασκευαστές, έχοντας υπογράψει μια σύμβαση για 100 εκατομμύρια δολάρια για την προμήθεια του Ισλαμαμπάντ 285 νέων αρμάτων μάχης Al Khalid, που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο ενός διεθνούς προγράμματος με τη συμμετοχή της Κίνας, του Πακιστάν και της Ουκρανίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου