Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Οι Μηχανισμοί του Πλουτισμού κατά τον Αριστοφάνη και Σήμερα



Γράφει ο
Ιωάννης Καμάρας
Το φαινόμενο της άδικης και προκλητικής ανισοκατανομής του πλούτου στη σημερινή Ελλάδα είναι σε όλους γνωστό. Και υπεύθυνος για το άγος αυτό της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας δεν είναι ο τυφλός θεός «Πλούτος» (όπως αλληγορικά ισχυριζόταν ο Αριστοφάνης στην εποχή του), αλλά οι πολιτικοί άρχοντες που το ανέχονται.


Ο Πλούτος (*) είναι η τελευταία κωμωδία που ο Αριστοφάνης παρουσίασε με το όνομά του. Παίχτηκε το 388 πΧ, όταν η παρακμιακή πορεία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, εξαιτίας των ατυχών πολέμων και της κακής διακυβέρνησης, βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο. Ο πόλεμος που είχαν αρχίσει οι Αθηναίοι το 395 πΧ (με συμμάχους τη Θήβα, την Κόρινθο και το Άργος) για να αποτινάξουν τον ηγεμονισμό των Λακεδαιμονίων βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη, απορροφούσε το δημόσιο χρήμα και παρεκώλυε το εμπόριο, μία από τις κυριότερες οικονομικές δραστηριότητες των Αθηναίων.



Την ίδια εποχή, οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στο πάλαι ποτέ κλεινόν άστυ ήταν άθλιες με κύρια χαρακτηριστικά την ασυγκράτητη δημαγωγία, τον νεοπλουτισμό και την άδικη και προκλητική οικονομική ανισότητα. Οι ηθικές και εθνικές αξίες δεν ενέπνεαν πλέον τους Αθηναίους πολίτες και ο καθένας νοιαζόταν μόνο για τον εαυτό του. Τίποτα δεν εκτιμούσαν περισσότερο από το χρήμα και τις απολαύσεις που μπορούσε να προσφέρει και έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να το αποκτήσουν.



Έτσι, η ισχύς και ο πλούτος είχαν περιέλθει στα χέρια ολίγων ασυνείδητων πολιτικών αρχόντων που κολάκευαν τα πιό ταπεινά ένστικτα του αθηναϊκού λαού για να τον απατήσουν και να αναρριχηθούν στην εξουσία ή για να παραμείνουν σ’ αυτήν. Και μαζί με αυτούς, στα χέρια των ευνοουμένων τους: κολάκων, εκβιαστών, τυχοδιωκτών, ραδιούργων, τοκογλύφων, συκοφαντών και άλλων του ιδίου φυράματος πολιτών.



Αντίθετα, ήταν πολύ δύσκολο για τούς αγαθούς, τίμιους και εργατικούς πολίτες να επιζήσουν με τη δουλειά τους. Δεν ήταν δε λίγοι οι πολίτες που εύχονταν τη συνέχιση του πολέμου για να μην χάσουν τον στρατιωτικό μισθό που ήταν ο μόνος τρόπος για να εξασφαλίσουν την επιβίωση των ίδιων και των οικογένειών τους. Ενώ η αδιαφορία της πλειονότητας των πολιτών για τα κοινά τούς κρατούσε μακρυά από την Εκκλησία του Δήμου με συνέπεια να καταστεί αναγκαία η καθιέρωση επιμισθίου ενός οβολού για κάθε παρουσία τους, που αυξήθηκε αργότερα σε τρείς οβολούς. 



Έτσι είχαν τα πράγματα στην Αθηναϊκή Πολιτεία όταν (σύμφωνα με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη) ο Χρωμύλος, ένας αγαθός, τίμιος και εργατικός Αθηναίος πολίτης, διερωτάται για το τί πρέπει να κάνει με τον γιό του. Να τον προτρέψει να ακολουθήσει το παράδειγμα του πατέρα του και να φυτοζωεί δουλεύοντας σκληρά και μένοντας τίμιος ή να τον παροτρύνει να γίνει κι αυτός ένας ασυνείδητος και αδίστακτος κατεργάρης, ώστε με τον τρόπο αυτόν να κατορθώσει  ν’ αποκτήσει γρήγορα και εύκολα πλούτο κι έτσι να ζει άνετα και χωρίς κόπο; 



Μή μπορώντας ο ίδιος να δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό αποφασίζει να αποταθεί στο Μαντείο των Δελφών για να πάρει τη γνώμη του Απόλλωνα. Ο Απόλλων, όμως, αντί να του δώσει ευθεία απάντηση τον συμβούλεψε να ακολουθήσει τον πρώτο άνθρωπο που θα βρεί μπροστά του βγαίνοντας από τον ναό. Έτυχε δε ο πρώτος άνθρωπος που αντίκρυσε να είναι ένας τυφλός γέρος, ο οποίος αρνήθηκε στην αρχή να πεί το όνομά του αλλά, μετά από έντονη πίεση του Χρωμύλου και του δούλου του αναγκάστηκε να τους αποκαλύψει ότι είναι ο Πλούτος, ο θεός της Ευπορίας, γιός της Δήμητρας (σύμβολο της καλλιέργειας της γής) και του Ιασίωνα (σύμβολο της βροχής που κάνει τη γή να καρπίζει). Και  πρόσθεσε, ότι, επειδή όταν είχε το φώς του ευνοούσε τους τίμιους και εργατικούς ανθρώπους η συμπεριφορά του αυτή εξόργισε το Δία, ο οποίος δεν ήθελε να συμβαδίζει πάντοτε η ευπορία με την αξία του ανθρώπου. Και γι’ αυτό τον τύφλωσε. Από τότε περιέρχεται τη Γή και μοιράζει ασύνετα τα πλούτη σε όποιους τον πλησιάζουν, αδιακρίτως άν είναι εργατικοί ή τεμπέληδες, δίκαιοι ή άδικοι, τίμιοι ή απατεώνες.



Ο Χρωμύλος, ακούγοντάς τα λόγια του Πλούτου, του υποσχέθηκε πως θα φρόντιζε να θεραπεύσει την τύφλα του αρκεί αυτός να δεχόταν να φιλοξενηθεί στο σπίτι του, όπου θα είχε την ευκαιρία να συναντήσει πολλούς δίκαιους και εργατικούς αλλά πάμφτωχους ανθρώπους και να τους κάνει ευτυχισμένους. Ο Πλούτος δέχτηκε. Και όταν το καλό νέο διαδόθηκε στην πόλη δεν άργησαν να καταφθάσουν όλοι οι αδικημένοι πολίτες στο σπίτι του Χρωμύλου, οι οποίοι στην αρχή φάνηκαν δύσπιστοι αλλά εν συνεχεία ξέσπασαν σε ασυγκράτητους πανηγυρισμούς.



Εκεί όμως που δεν το περίμεναν, καταφθάνει μαινόμενη η Πενία, η οποία τους μέμφεται διότι, όπως λέει, δεν καταλαβαίνουν πως η φτώχεια είναι η ευεργέτιδα των ανθρώπων επειδή αυτή είναι που τους παρακινεί να εργάζονται και να αποκτούν άνεση και ευτυχία με τίμιο τρόπο, ενώ ο εύκολος πλουτισμός φέρνει την οκνηρία, αποχαυνώνει το πνεύμα και εξασθενίζει το σώμα. Αυτοί όμως ούτε θέλουν να την ακούσουν. Πεπεισμένοι ότι τα λόγια της Πενίας έρχονται από μιά άλλη εποχή που τα πράγματα ήταν διαφορετικά, την ειρωνεύονται και τη διώχνουν. Και αμέσως μετά ο Χρωμύλος οδηγεί τον Πλούτο στον Ασκληπιό για θεραπεία κι αυτός ξαναβρίσκει το φώς του. Έτσι δημιουργείται μια νέα τάξη πραγμάτων που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την οργή αυτών που είχαν καταφέρει να πλουτίσουν εκμεταλλευόμενοι την τύφλα του θεού Πλούτου, αλλά ταυτόχρονα και την αυτογελοιοποίησή τους. Ακόμα και ο Ερμής, ο θεός των κλεφτών και των επιόρκων, αναγκάζεται πλέον να εργάζεται τίμια και σκληρά, καθαρίζοντας το πηγάδι του Χρωμύλου.       



Ο αλληγορικός τρόπος με τον οποίο ποιητής περιγράφει τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Αθηναϊκή Δημοκρατία στις αρχές του 4ου πΧ αιώνα, αλλά και τα αίτια της άδικης και κραυγαλέας ανισοκατανομής του πλούτου, θα μπορούσε να εμπνεύσει και ποιητές της σημερινής εποχής. Αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Το φαινόμενο αυτό στη σύγχρονη Ελλάδα είναι σε όλους γνωστό, όπως γνωστοί είναι και μηχανισμοί που το προκάλεσαν, το συντηρούν και το οξύνουν. Και την ευθύνη γι’ αυτό δεν την έχει κανένας τυφλός θεός, αλλά οι πολιτικοί άρχοντες. 


Το κρίσιμο όμως ερώτημα που τίθεται (σύμφωνα με την Αριστοφάνειο λογική), δεν είναι η ανισοκατανομή του πλούτου αυτή καθεαυτή, αλλά το άν η διαφορά υπέρ των εχόντων συμβαδίζει με την εργατικότητα, την αξία και το ποιόν του ανθρώπου. Δηλαδή, πιό παραστατικά, άν στον σχετικό δείκτη, αυτοί που βρίσκονται επάνω (οι πλούσιοι) είναι οι δίκαιοι, έντιμοι και εργατικοί και αυτοί που βρίσκονται κάτω (οι φτωχοί) είναι οι άδικοι, απατεώνες και τεμπέληδες.


Επ’ αυτού, κρίνοντας από όσα έχουν δεί το φώς της δημοσιότητος κατά την τελευταία 30ετία και όσα συνεχώς αποκαλύπτονται, θα πρέπει να συμπεράνει κανείς ότι μάλλον το αντίστροφο συμβαίνει και μάλιστα σε πρωτόγνωρες για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία διαστάσεις. Επιβεβαιώνεται έτσι η υποψία, ότι μολονότι ο θεός Πλούτος έπαψε πιά να είναι τυφλός, οι σύγχρονοι απατεώνες έχουν εφεύρει τρόπους να τον παραπλανούν και να τον προσεγγίζουν χωρίς αυτός να υποπτεύεται το ποιόν τους. Ένας από τους τρόπους αυτούς είναι η αδιαφανής διαπλοκή μεταξύ πολιτικών αρχόντων από το ένα μέρος και επιχειρηματικών ή φατριαστικών συμφερόντων από το άλλο (μεγαλοεργολάβων, προμηθευτών του Δημοσίου, κατόχων ηλεκτρονικών ΜΜΕ, συνδικαλιστικών ενώσεων κρατικοδίαιτων πολιτών, κλπ).



Έτσι, ο ιός της διαπλοκής φαίνεται να έχει σήμερα προσβάλει ολόκληρο τον κρατικό τομέα, σπέρνοντας τη διαφθορά (κόρη της διαπλοκής) σε καίριες για το Δημόσιο δραστηριότητες και εις βάρος του ανυπεράσπιστου κοινωνικού συνόλου. Και το χειρότερο είναι, όπως έχει πλειστάκις αποδειχθεί, ότι η ανίχνευση της διαπλοκής και της διαφθοράς έχει καταστεί ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα με συνέπεια οι υπεύθυνοι να μένουν ατιμώρητοι και ο πλούτος που αποκομίζουν να θεωρείται νόμιμος. Από την άποψη αυτή, σχετική είναι μιά κινεζική παροιμία, σύμφωνα με την οποία, ‘‘τρία πράγματα δεν αφήνουν ίχνη στο περασμά τους: το πουλί που πετάει στον αέρα, το ψάρι που κολυμπάει στο νερό και το οικονομικό έγκλημα του μανδαρίνου’’.

......................................................................................................................
 (*) ‘‘Πλούτος’’: Βλ. ΑΠΑΝΤΑ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ, Εκδόσεις ‘‘ΧΡΗΣΙΜΑ ΒΙΒΛΙΑ’’, ΑΘΗΝΑΙ 1961

Δεν υπάρχουν σχόλια: