Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Στις 30 Δεκεμβρίου 1963 ο Βρετανός στρατηγός Γιανγκ με ένα πράσινο μολύβι χώρισε τη Λευκωσία στα δύο. Από τη μια μεριά οι ελληνοκυπριακές συνοικίες και από την άλλη οι τουρκοκυπριακές. 

Η πράσινη γραμμή που χάραξε ο Γιανγκ, δέκα ολόκληρα χρόνια πριν από την εισβολή του Αττίλα, παραμένει ακόμη και σήμερα κορυφαίο σημάδι της κυπριακής τραγωδίας.

Είχαν προηγηθεί τα ματωμένα Χριστούγενα του ’63 με σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων και μια συμφωνία κατάπαυσης των εχθροπραξιών.

Το Νοέμβριο – Δεκέμβριο του 1963 η τότε κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου στα πρώτα της βήματα κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια σοβαρότατη κρίση στην Κύπρο. 

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος προχώρησε σε αναθεώρηση του Συντάγματος που επιβλήθηκε από τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Η Αθήνα εξέφρασε τη διαφωνία της χαρακτηρίζοντας την κίνηση «άκαιρη». 

Η Άγκυρα προειδοποίησε ακόμη και με στρατιωτική επέμβαση της τουρκικής δύναμης (ΤΟΥΡΔΥΚ) στο νησί. Αντίθετα η Μεγάλη Βρετανία ενθάρρυνε τον Μακάριο και ο ύπατος αρμοστής Σερ Άρθουρ Κλαρκ συμμετείχε ενεργά στη σύνταξη του κειμένου με τις αλλαγές, ενώ την ίδια ώρα οι βρετανικές δυνάμεις έκαναν ασκήσεις με τον κωδικό ROUND TABLE III, το σενάριο των οποίων προέβλεπε επέμβαση σε περίπτωση κοινοτικών ταραχών.

Το υπόμνημα του Μακαρίου που περιλάμβανε 13 σημεία παραδόθηκε στον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο Φαζίλ Κιουτσούκ στις 30 Νοεμβρίου. Στις 3 Δεκεμβρίου ο Κιουτσούκ δήλωσε ότι οι Τουρκοκύπριοι έχασαν κάθε εμπιστοσύνη στους Έλληνες. Λίγες ώρες μετά το λόγο πήραν τα όπλα. 

Τουρκοκύπριοι εξτρεμιστές επιχείρησαν να ανατινάξουν το άγαλμα του αγωνιστή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα Μανώλη Δράκου. Οι ένοπλοι και από τις δύο πλευρές κατέλαβαν στρατηγικά σημεία στη Λευκωσία και σε άλλες πόλεις και οι ανοιχτές συγκρούσεις δεν άργησαν να ξεσπάσουν.

Τα ξημερώματα της 21ης Δεκεμβρίου στα «σύνορα» της τουρκοκυπριακής συνοικίας της Λευκωσίας Ελληνοκύπριοι αστυνομικοί επιχειρούν να ελέγξουν δύο αυτοκίνητα στα οποία επέβαιναν δύο ζευγάρια Τουρκοκυπρίων. 

Οι Τουρκοκύπριοι αρνούνται. Ομάδες ενόπλων σπεύδουν στην περιοχή και στη σύγκρουση που ακολουθεί σκοτώνονται δύο Τουρκοκύπριοι και τραυματίζεται ένας Ελληνοκύπριος αστυνομικός. 

Οι συγκρούσεις επεκτείνονται σε όλο το νησί και οι Τουρκοκύπριοι προσπαθούν να δημιουργήσουν σταθερά προγεφυρώματα και θύλακες που θα εξασφαλίσουν την ουσιαστική διχοτόμηση.

Το πρωί της 21ης Δεκεμβρίου ο Μακάριος και ο Κιουτσούκ συναντήθηκαν για τελευταία φορά. Απηύθυναν έκκληση για παύση των μαχών. 

Όμως η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο και το λόγο πλέον είχαν οι ένοπλες ομάδες του Γεωρκάτζη και του Σαμψών από την ελληνοκυπριακή πλευρά και οι συμμορίες του Ραούφ Ντενκτάς από την τουρκοκυπριακή.
Την παραμονή των Χριστουγέννων Τουρκοκύπριοι ένοπλοι πολιόρκησαν την Ομορφίτα προάστιο της Λευκωσίας. 

Οι Έλληνες κάτοικοί του πανικόβλητοι ζήτησαν βοήθεια φοβούμενοι επανάληψη επιθέσεων και βανδαλισμών που είχαν δεχθεί στο παρελθόν από τουρκοκυπριακές συμμορίες. Εκεί έσπευσαν οι δυνάμεις του Νίκου Σαμψών. Έδιωξαν τις τουρκοκυπριακές ομάδες αλλά προχώρησαν και σε βιαιότητες. 

Ο μετέπειτα πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκος Κληρίδης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είναι αλήθεια ότι από μερικούς Ελληνοκύπριους έγιναν πράξεις κτηνωδίας και αδιαφορίας για την ανθρώπινη ζωή».

Την ημέρα των Χριστουγέννων τουρκικά αεροπλάνα πετούν πάνω από τη Λευκωσία, ο τουρκικός στόλος συγκεντρώνεται στη Μερσίνη και όλοι περιμένουν εισβολή. 

Οι Ηνωμένες Πολιτείες καλούν την Άγκυρα να μην προχωρήσει. 

Η Μόσχα στέλνει μήνυμα στον Μακάριο δηλώνοντας ότι σε περίπτωση επίθεσης κατά της Κύπρου δεν θα μείνει αδιάφορη.

Στις 29 Δεκεμβρίου και μπροστά στο φόβο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου υπογράφεται συμφωνία για κατάπαυση των εχθροπραξιών και μία μέρα μετά ο στρατηγός Γιανγκ χαράσσει την πράσινη γραμμή. Η διχοτόμηση είναι γεγονός. Ακολουθούν η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας και η δήλωση της Άγκυρας ότι δεν μπορούν να συμβιώσουν οι δύο κοινότητες. 

Όσο για τους Βρετανούς ο υπουργός Κοινοπολιτείας Σάντις δήλωνε την πρωτοχρονιά του 1964 ότι η πενταμερής διάσκεψη που επρόκειτο να αρχίσει λίγες μέρες μετά θα συζητούσε όλα τις λύσεις: από την Ένωση με την Ελλάδα έως τη διχοτόμηση…

«…Επέκειτο τουρκική εισβολή»
O Νίκος Κρανιδιώτης, επί πολλά χρόνια πρεσβευτής της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα ήταν ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από τα χρόνια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα μέχρι το θάνατο του Εθνάρχη και έζησε από κοντά όλες τις μεγάλες στιγμές και τις καθοριστικές φάσεις του κυπριακού προβλήματος. 

Τις στιγμές αυτές περιγράφει στο δίτομο βιβλίο του «Ανοχύρωτη Πολιτεία, Κύπρος 1960-1974, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1985). Στον πρώτο τόμο του βιβλίου αναφέρεται στις δραματικές στιγμές της κρίσης του ’63-’64. Ειδικότερα για τα γεγονότα που οδήγησαν στη διχοτόμηση της Λευκωσίας γράφει (τ. Α’, σελ. 99-101):

«Τα μεσάνυχτα της 27ης προς την 28η Δεκεμβρίου 1963 ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Σπύρος Κυπριανού, με επείγον τηλεφώνημά του, μου ανήγγειλε ότι, σύμφωνα με πληροφορίες της Κυπριακής Κυβέρνησης, επέκειτο Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, και μου ζήτησε να ενημερώσω σχετικά την Ελληνική Κυβέρνηση, και να παρακαλέσω για άμεση βοήθεια. 

Τηλεφώνησα αμέσως στον Υπουργό Εξωτερικών Σοφοκλή Βενιζέλο, και στη μία, πρωινή ώρα της 28ης Δεκεμβρίου, συναντηθήκαμε στο Υπουργείο Εξωτερικών. Σε λίγο άρχισαν διαδοχικά να καταφθάνουν ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Παπανικολόπουλος, ο υπουργός Οικονομικών Μητσοτάκης, οι Αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων και άλλοι. 

Μετά τη διαπίστωση ότι τα Τουρκικά πλοία είχαν εισχωρήσει στα Κυπριακά χωρικά ύδατα και ότι κατευθύνονταν προς τις ακτές της Κερύνειας, ο Βενιζέλος εισηγήθηκε να ζητηθεί βοήθεια από τον Βρετανό Πρέσβη. “Εφόσον”, είπε, “αναθέσαμε στους Άγγλους τη διοίκηση των κοινών δυνάμεων, στην Κύπρο, νομίζω ότι η ευθύνη της υπεράσπισης του Νησιού ανήκει σ’ αυτούς”.

Διατύπωσα την άποψη ότι δεν θα έπρεπε να περιμένουμε θετική βοήθεια από τους Άγγλους, και εισηγήθηκα να ερωτηθεί ο Βρετανός Στρατηγός Γιανγκ στην Κύπρο, ποια θα είναι η στάση των Βρετανικών δυνάμεων σε περίπτωση εισβολής.

Ο Βενιζέλος κάλεσε στο τηλέφωνο τον Έλληνα Πρέσβη στη Λευκωσία Μιλτιάδη Δεληβάνη και του ζήτησε να πληροφορηθεί σχετικά. Η απάντηση ήταν ότι η εντολή που ανέλαβαν οι Βρετανικές δυνάμεις ήταν απλώς ειρηνευτική, και ότι σε περίπτωση εισβολής “θα απεσύροντο στις βάσεις των”.

Ύστερα απ’ αυτό ο Υπουργός στράφηκε προς την Αμερικανική Πρεσβεία. Ήταν η ώρα δύο μετά τα μεσάνυχτα όταν έφτασε στο Υπουργείο ο Πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών Χένρυ Λαμπουίς. 

Ο Βενιζέλος ανέπτυξε στον Αμερικανό διπλωμάτη τη σοβαρότητα της κατάστασης, και αφού τόνισε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση “λαμβάνει τα απαραίτητα στρατιωτικά μέτρα”, ζήτησε την παρέμβαση της Αμερικής, για την αποτροπή Τουρκικής επιθετικής ενέργειας.

Ο Λαμπουίς, ανήσυχος και σύννους, παρακάλεσε τον Βενιζέλο να μην προβεί σε οποιαδήποτε προκλητική ενέργεια μέχρι το πρωί, και έφυγε βιαστικά. Ύστερα από λίγο, τηλεφώνησε από την Πρεσβεία ότι ο Πρόεδρος ασχολήθηκε προσωπικά με το θέμα, ότι προέβη στις δέουσες παραστάσεις στην Τουρκία, και ότι -κατόπιν τούτου- δεν επρόκειτο να γίνει εισβολή.

Ήταν φανερό ότι ο Πρόεδρος Τζόνσον έκρινε ότι τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών απαιτούσαν, τη στιγμή εκείνη, να αποτραπεί ένας Ελληνοτουρκικός πόλεμος, και οι υφιστάμενες αντιθέσεις να διευθετηθούν μέσα στα στενά συμμαχικά πλαίσια. 

Με τον τρόπο αυτό η Αμερική θα απέφευγε να έρθει σε σύγκρουση με τη Σοβιετική Ένωση, που, κείνες τις μέρες, με μήνυμά της προς το Μακάριο είχε καταστήσει σαφές ότι, σε περίπτωση επίθεσης εναντίον της Κύπρου, δεν θα έμενε αδιάφορη.

Ύστερα από μια αγωνιώδη νύχτα, φύγαμε από το Υπουργείο (ξημερώματα της 28ης Δεκεμβρίου) με ένα καταθλιπτικό αίσθημα ανησυχίας, αλλά συγχρόνως και με ανακούφιση για την αποτροπή της εισβολής.

Την ίδια μέρα ο Υπουργός Κοινοπολιτειακών Σχέσεων της Μεγάλης Βρετανίας Ντάνκαν Σαντς πήγε στη Λευκωσία, όπου είχε αλλεπάλληλες συσκέψεις με τον Αρχιεπίσκοπο, σε μια προσπάθεια διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων, εφαρμογής των συμφωνιών της 26ης Δεκεμβρίου, και διερεύνησης των όρων εντολής του Βρετανού Στρατηγού, που θα αναλάμβανε τη διοίκηση των στρατιωτικών σωμάτων των τριών Εγγυητριών Δυνάμεων, που βρίσκονταν στην Κύπρο.

Την επομένη συμφωνήθηκε εκεχειρία, και οι Άγγλοι έσπευσαν -όπως αναφέραμε πιο πάνω- να χαράξουν την “πράσινη γραμμή”, να παρεμβληθούν μεταξύ των “εμπολέμων”, και να επιβάλουν εκ των πραγμάτων τη διχοτόμηση.

Λίγες μέρες αργότερα συγκλήθηκε στο Λάνκαστερ Χάουζ του Λονδίνου η Πενταμερής Διάσκεψη για την Κύπρο».
Ο Κρανιδιώτης κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο ρόλο του Σοφοκλή Βενιζέλου και εξηγεί το γιατί ζήτησε την παρέμβαση των Βρετανών (σελ. 89):

«Ο Σοφοκλής Βενιζέλος είχε πάντοτε μια ευαισθησία απέναντι των Άγγλων, τους οποίους εξακολουθούσε -όπως ο πατέρας του- να θεωρεί πολύτιμους συμμάχους της Ελλάδας. 

Στην προκειμένη περίπτωση ζήτησε την παρέμβαση των στρατιωτικών τους δυνάμεων, από φόβο μήπως η Κυπριακή διαμάχη οδηγήσει σε πόλεμο Ελλάδας και Τουρκίας».

Δεν υπάρχουν σχόλια: