Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Τι θα γινόταν εάν είχε υπάρξει στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας την κρίσιμη βραδιά των Ιμίων;

Imia2

Αναβάθμιση του κύρους της Ελλάδας
και διαλυτικές τάσεις στην Τουρκία…

Κι όµως... Θα είχαµε επικρατήσει!
kostasxan.blogspot
Των Ζαχαρία Μίχα και Δημήτρη Αδαμόπουλου
∆έκα χρόνια µετά την 31η Ιανουαρίου του 1996, η κρίση των Ιµίων «στοιχειώνει» την ελληνική εξωτερική πολιτική, αλλά και τις Ελληνικές Ένοπλες ∆υνάµεις. 


Έτσι, το συγκεκριµένο περιστατικό όχι µόνο δεν «ξεθώριασε» στη συλλογική µνήµη, αλλά παραµένει ζωντανό και έχει πλέον καταστεί σηµείο καµπής για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
∆έκα τρία χρόνια µετά όµως επιβάλλεται να δούµε την αλήθεια κατάµατα.

Ποια ήταν τα πραγµατικά γεγονότα;

Τι είπαν και τι έγραψαν οι πρωταγωνιστές τους;
Ποιες ήταν οι παράµετροι της κρίσης; 

Πώς και γιατί εξελίχθηκαν έτσι τα πράγµατα; 

Τελικά η Ελλάδα υπέστη ήττα ή απέφυγε έναν πόλεµο;
Και αν επέλεγε τον πόλεµο, τι θα γινόταν;

Θα νικούσε κατά κράτος, όπως αποκαλύπτεται στις σελίδες που θα διαβάσετε.
Ποιες είναι οι συνέπειες της κρίσης;

∆έκα τρία χρόνια µετά, οφείλουµε -όσο το δυνατόν πιο ψυχρά και αντικειµενικά- να επιχειρήσουµε την απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήµατα.

Οφείλουµε να παρουσιάσουµε την Αλήθεια. Ίµια, 10 χρόνια µετά..
Στις κρίσιµες πρώτες πρωινές ώρες της 31ης Ιανουαρίου 1996, η Ελλάδα και η Τουρκία βρέθηκαν ελάχιστα πριν από τη σύγκρουση. Λάθος χειρισµός, παρεξήγηση ή, τέλος, µια βεβιασµένη απόφαση για βίαιη ενέργεια θα µπορούσαν να φέρουν την ανάφλεξη.


Ταυτόχρονα δείχθηκε µε τον πιο οδυνηρό τρόπο στην ελληνική κοινωνία ότι η προσπάθεια να διατηρήσεις ένα κράτος ψευδαισθήσεων είναι απέλπιδα και ότι, όταν έρθει η στιγµή της αλήθειας, αυτό θα καταρρεύσει. 

Αυτή η στιγµή για όλο το ελληνικό πολιτικό σύστηµα έφθασε µε τη νύχτα των Ιµίων.

Τα τραγικά γεγονότα κατέδειξαν µε τον πιο οδυνηρό τρόπο την έλλειψη πολιτικής ηγεσίας.

 Για το ελληνικό στρατιωτικό κατεστηµένο δε το πρόσωπο του πολέµου πήρε τη σύγχρονη µορφή του και «γέλασε» µε τις προβλέψεις των στρατηγών.

∆υστυχώς, οι Ελληνικές Ένοπλες ∆υνάµεις εκείνη τη νύχτα υπέστησαν µια ήττα χωρίς να δοκιµαστούν ποτέ στη µάχη. 

Και αυτό κάνει την αξία της ήττας ακόµη µεγαλύτερη τόσο για µας όσο και για τους εχθρούς µας. Για τους ιστορικούς τα γεγονότα παραµένουν αναλλοίωτα, όµως για τους ροµαντικούς και τους θεωρητικούς ανακυκλώνεται συνεχώς το ερώτηµα:

Τι θα γινόταν εκείνο το βράδυ αν τα ελληνικά σκάφη άνοιγαν πυρ;
Τετάρτη, 31 Ιανουαρίου 1996


Στις 04.50΄ π.μ. Η φρεγάτα «ΝΑΒΑΡΙΝΟ» F461 αναφέρει ότι το ελικόπτερο AB-212ASW «ΠΝ21» εντόπισε άτοµα πάνω στη ∆υτική Ίµια και ότι πρόκειται για 10 περίπου Τούρκους καταδροµείς.


Αµέσως µετά την επιβεβαίωση της παρουσίας Τούρκων στη νησίδα, ο Α/ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Λυµπέρης εισηγήθηκε τρεις λύσεις στην πολιτική ηγεσία της χώρας.

Η πρώτη λύση αφορούσε τον άµεσο ναυτικό βοµβαρδισµό της νησίδας, η δεύτερη προέβλεπε την προσβολή της από αέρος µε το πρώτο φως, και η τρίτη την ανάληψη επιχείρησης ανακατάληψης µε καταδροµείς. 

Ο πρωθυπουργός Κώστας Σηµίτης του ζήτησε να εκκενωθεί το εθνικό έδαφος µε τον προσφορότερο τρόπο... 

Οι ελληνικές δυνάµεις διατάσσονται να αποκαταστήσουν τη συνέχεια της εθνικής κυριαρχίας.

Στην επίµαχη περιοχή το Πολεµικό Ναυτικό έχει αναπτύξει δύο µεγάλες µονάδες, τρία ταχέα περιπολικά κατευθυνόµενων βληµάτων (πυραυλάκατοι) και δύο κανονιοφόρους. Συγκεκριµένα η φρεγάτα «ΝΑΒΑΡΙΝΟ» F461 βρισκόταν βορείως των Ιµίων. 


Το αντιτορπιλικό «ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ» D221 βρισκόταν νότια των νησίδων. 

Οι τρεις πυραυλάκατοι είχαν από νωρίς λάβει θέσεις βολής, αγκιστρωµένες ως εξής: ο «ΣΤΑΡΑΚΗΣ» P29 στην Κάλυµνο, ο «ΜΥΚΟΝΙΟΣ» P22 βόρεια της Κω στη νησίδα Ψέριµο και ο «ΞΕΝΟΣ» P27 στη νησίδα Καλόλιµνο, πολύ κοντά στο επίκεντρο της κρίσης. Σε συνεχή κίνηση γύρω από τις νησίδες βρίσκονταν οι κανονιοφόροι «ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ» P57 και «ΠΥΡΠΟΛΗΤΗΣ» P61. 

Οι τρεις πυραυλάκατοι φέρουν 16 συνολικά κατευθυνόµενα βλήµατα επιφανείας-επιφανείας. Αναλυτικά, η πυραυλάκατος «ΜΥΚΟΝΙΟΣ» τύπου Combattante III («Λάσκος»), φέρει 4 βλήµατα ΜΜ38 Exocet, ενώ οι άλλες δύο πυραυλάκατοι τύπου Combattante IIIΒ («Καβαλούδης») φέρουν 6 βλήµατα Penguin. 

Το αντιτορπιλικό «ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ» D221 τύπου Charles F. Adams φέρει 8 κατευθυνόµενα βλήµατα Harpoon και 32 αντιαεροπορικά βλήµατα Standard SM-1MR (τα οποία σε βολές του Πο-λεµικού Ναυτικού είχαν αποδείξει την υψηλή αποτελεσµατικότητά τους κατά στόχων επιφανείας), η δε φρεγάτα «ΝΑΒΑΡΙΝΟ» F461 τύπου Standard φέρει και αυτή 8 RGM-84 Harpoon.

Από τουρκικής πλευράς στην περιοχή βρίσκεται η φρεγάτα «YAVUZ» F240 τύπου ΜΕΚΟ-200 Track 1 και δύο φρεγάτες τύπου Knox, η «TRAKYA» F254 και η «EGE» F256.

Έχουν αναπτυχθεί επίσης δύο πυραυλάκατοι τύπου Dogan, οι «GOURBET» P346 και «FIRTINA που αξιοποιούσε η αντίπαλη αεροπορία, θα έπαιζε καταλυτικό ρόλο υπέρ των γειτόνων µας, αφού εκείνη την περίοδο µόνο η Τουρκική Αεροπορία τους διαθέτει.

Αυτό ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι η Τουρκική Αεροπορία (THK) θα είχε προλάβει να εκπαιδεύσει τα πληρώµατα των F-16 στη χρήση τους.
Επιπροσθέτως, η διαµόρφωση του τουρκικού µαχητικού, σύµφωνα µε πληροφορίες, δεν ήταν ιδιαίτερα «φιλική» προς το χρήστη, µε αποτέλεσµα να δυσχεραίνεται περαιτέρω η εκπαίδευση.


Ωστόσο η σύγκριση των αριθµών των αεροσκαφών τρίτης γενιάς ήταν συντριπτική υπέρ των γειτόνων. 


Όµως το δεύτερο πλεονέκτηµα απαιτούσε διάρκεια χρόνου για να αναδειχθεί. Βάσιµη είναι η εκτίµηση ότι απαιτούνταν περίπου 24 ώρες προκειµένου η τουρκική Πολεµική Αεροπορία να αρχίσει να «στεγνώνει» από αεροσκάφη τρίτης γενιάς εξαιτίας των αυξηµένων απωλειών και της σταδιακά µειούµενης διαθεσιµότητας λόγω κόπωσης πληρωµάτων και εµφάνισης βλαβών στα αεροσκάφη. 

Επίσης θα πρέπει να συνυπολογισθεί η ετοιµότητα της Ελληνικής Πολεµικής Αεροπορίας να προβεί σε επιθετική ενέργεια εναντίον τουρκικών στόχων πριν το ξηµέρωµα, σε περίπτωση που η κατάσταση κλιµακωνόταν σε στρατιωτική σύγκρουση. 

Η ετοιµότητα σε αεροσκάφη της Πολεµικής Αεροπορίας ήταν σηµαντικά καλύτερη από την αντίστοιχη της Τουρκικής, ένας παράγοντας που αναπόφευκτα επιτείνει τη σύγχυση σχετικά µε το ποια πλευρά θα επικρατούσε σε περίπτωση σύγκρουσης.


Κρίσιµη παράµετρος για τις αεροπορικές απώλειες θα αποτελούσε η παρέµβαση του ξένου παράγοντα. 


Αν οι ΗΠΑ δρούσαν αποτελεσµατικά και περιόριζαν τη σύγκρουση σε λίγες ώρες, τότε η Τουρκική Αεροπορία ίσως ολοκλήρωνε τις επιχειρήσεις της µε πλεονέκτηµα καταρρίψεων, υπό την προϋπόθεση ότι το προληπτικό πλήγµα της Πολεµικής Αεροπορίας θα είχε περιορισµένα αποτελέσµατα.
Στην όλη «εξίσωση» θα πρέπει να προστεθεί και ο παράγοντας «ηθικό», ο οποίος πιθανόν να έδινε ένα πλεονέκτηµα στην ελληνική πλευρά. 


Η εικόνα που έχουµε διαµορφώσει µετά από συνοµιλίες µε πολλούς αξιωµατικούς, οι οποίοι βρίσκονταν είτε στη διοίκηση επιχειρησιακών µονάδων είτε µε ιπταµένους που βρισκόντουσαν στο πιλοτήριο αναµένοντας σήµα για απογείωση, είναι ότι το ηθικό της Πολεµικής Αεροπορίας ήταν υψηλότατο και η πεποίθηση καταστροφής του εχθρού κοινή.

Εξ ου και η απογοήτευση που επικράτησε µετά το πέρας της κρίσης...
Ο αµυνόµενος που αντιµετωπίζει την αµφισβήτηση του εδάφους της χώρας του διαθέτει ισχύ και είναι καλά εκπαιδευµένος, συνήθως πλεονεκτεί σε επίπεδο ψυχολογίας του επιτιθέµενου αντιπάλου...
Άγνωστη παράµετρος είναι επίσης η αποτελεσµατικότητα του αντιαεροπορικού συστήµατος µέσου βεληνεκούς των ελληνικών αντιτορπιλικών C.F. Adams. Θεωρητικά, τα βλήµατα Standard των αντιτορπιλικών µπορούσαν να εµπλέξουν εχθρικό αεροσκάφος από την απόσταση των 30-40 χιλιοµέτρων.


Συνεπώς η συνεχής και αξιόπιστη λειτουργία του συστήµατος θα αύξανε τις απώλειες τουρκικών αεροσκαφών εφόσον η Τουρκική Πολεµική Αεροπορία επέµενε στις προσβολές τους κατά πλοίων. Χερσαίες επιχειρήσεις µε τόσο περιορισµένα χρονικά περιθώρια δεν θα µπορούσαν να διεξαχθούν. Απλά µόνο κινήσεις µονάδων προς τη µεθόριο, πολεµικές προετοιµασίες και επιστράτευση τοπικών εφεδρειών.
Το µέγιστο που θα µπορούσε να συµβεί από πλευράς χερσαίων δυνάµεων θα ήταν το εκατέρωθεν µπαράζ πυροβολικού κατά στόχων επιχειρησιακού ενδιαφέροντος.


Κάνοντας µια συνολική αποτίµηση του υποθετικού σεναρίου, δεν µπορεί να µη διαπιστώσει κάποιος ότι, αν και η χώρα µας στις αρχές της δεκαετίας του ’90 κατέβαλε υψηλά ποσά προµηθευόµενη 40 αεροσκάφη F-16 Block 50, 5 ελικόπτερα ναυτικής συνεργασίας S-70B6 Aegean Hawk και 20 επιθετικά ελικόπτερα AH-64A Apache, αυτά τα µέσα δεν ήταν κατά βάση επιχειρησιακά διαθέσιµα όταν τα χρειάστηκε.



Τα 5 Aegean Hawk εξοπλισµένα µε πυραύλους Penguin θα µπορούσαν και θα έπρεπε να έχουν συντριπτική επίδραση στις πιθανές ναυτικές επιχειρήσεις. 


Αποτελούν ουσιαστικά πολλαπλασιαστές ισχύος που η χώρα αποστερήθηκε. 

Αιτίες µη συµµετοχής τους στην υποθετική σύρραξη αποτελούν η διάθεση της φρεγάτας «Υ∆ΡΑ» F452 στις ΝΑΤΟϊκές επιχειρήσεις στην Αδριατική, το προβληµατικό καθεστώς ιδιοκτησίας των ναυπηγείων Σκαραµαγκά και η εργασιακή αναταραχή σ’ αυτά.

Τα δύο τελευταία «έσπρωξαν» σηµαντικά προς τα πίσω το χρονοδιάγραµµα παραδόσεων των φρεγατών ΜΕΚΟ-200HN που µπορούσαν να φέρουν τα ελικόπτερα Aegean Hawk ως οργανικά τους µέσα. Κάτι ανάλογο συνέβαινε µε τα F-16 Block 50. 

Η κυβερνητική απραξία κατά τα έτη 1989-1990 είχε ως αποτέλεσµα να καθυστερήσει η παραγγελία των απολύτως επιχειρησιακά αναγκαίων πρόσθετων αεροσκαφών F-16.

 Έτσι, δεν καλύφθηκε έγκαιρα το µεγάλο επιχειρησιακό κενό στους αριθµούς των διαθέσιµων αεροσκαφών τρίτης γενιάς, όταν η Τουρκική Αεροπορία, σωστά κινούµενη, ολοκλήρωνε το πρόγραµµα των 160 πρώτων αεροσκαφών F-16 και δροµολογούσε ένα δεύτερο για 80 επιπλέον αεροσκάφη.


Μια πιθανή σύρραξη εκείνο το βράδυ δεν θα είχε αποτέλεσµα µόνο σε επιχειρησιακό και στρατηγικό επίπεδο. Θα είχε σίγουρα και σε πολιτικό επίπεδο


Οι µεγάλες απώλειες, ιδίως ναυτικών µονάδων, από πλευράς Τουρκίας θα δηµιουργούσαν φαινόµενα «ντόµινο» σε επίπεδο πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. 


Το «βαθύ κράτος», που βασίζεται περισσότερο στον εντυπωσιασµό και στον επηρεασµό των αντιπάλων του από το φόβο του πολέµου και όχι µε τη χρήση των ενόπλων δυνάµεών του αυτών καθαυτών (χρησιµοποιεί το δόγµα «Win by fright not by fight»), θα τρωνόταν σηµαντικά και θα προσπαθούσε στη συνέχεια να διαχειριστεί τις περαιτέρω εσωτερικές συνέπειες.

Όλες οι εθνότητες που κατοικούν στην Τουρκία και που τους ενώνει η σκληρή πολιτική του κεµαλικού κατεστηµένου θα καταλάβαιναν ότι η ανίκητη δύναµη αυτή δεν αποτελεί το φόβητρο της Μεσογείου. 

Ταυτόχρονα όλοι οι γείτονες της χώρας µας θα έπαιρναν µε τον καλύτερο τρόπο το µάθηµα ότι η χώρα δεν είναι διατεθειµένη να κάνει υποχωρήσεις σε βασικά ζητήµατα της εξωτερικής της πολιτικής και στα εθνικά της θέµατα και είναι αποφασισµένη να τα υπερασπίσει ακόµα και µε πόλεµο.

Πιθανότατα θα ήταν άλλη και η συµπεριφορά των βορείων γειτόνων µας (Αλβανία, Σκόπια και Βουλγαρία) σε σχέση µε τα εθνικά ζητήµατα που χρονίζουν παραµένοντας άλυτα, το Βορειο-ηπειρωτικό και το Μακεδονικό...
Τη µεγαλύτερη όµως και ουσιαστικότερη εντύπωση θα αποτύπωνε η Ελλάδα στη σκέψη των διαµορφωτών της εξωτερικής και της αµυντικής πολιτικής της υπερδύναµης. 


Η προθυµία σύγκρουσης για την υπεράσπιση όσων η χώρα θεωρεί «εθνικά δίκαια» θα έδινε την εικόνα σοβαρής χώρας στις Ηνωµένες Πολιτείες και την πεποίθηση ότι θα πρέπει εις το εξής να υπολογίζουν µε διαφορετικό τρόπο τον ελληνικό παράγοντα, καθώς θα έχει αποδείξει ότι είναι σε θέση να ανοίξει «τις πόρτες του φρενοκοµείου», κάτι που θα διακυβεύσει τα αµερικανικά συµφέροντα στην ευρύτερη περιοχή.

Η Ελλάδα θα είχε την ευκαιρία να αναδειχθεί σταδιακά σε ηγετική δύναµη στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, έχοντας υποβαθµίσει αρκετά το γόητρο της Τουρκίας, κάτι που θα επαναπροσδιόριζε την ευαίσθητη γεωστρατηγική ισορροπία στην περιοχή. 

Θα διεκδικούσε εν ολίγοις τη µεγαλύτερη προσοχή της υπερδύναµης, µε ευεργετικές επιπτώσεις στην προβολή των εθνικών της θεµάτων.
Ποιες θα ήταν οι παράµετροι που θα καθόριζαν το πολιτικό σκηνικό της δυναµικής επίλυσης της κρίσης;


Η ανάλυση του συγκεκριµένου ερωτήµατος βασίζεται εν µέρει στην παραδοχή ότι η άµεση διακοπή των εχθροπραξιών θα αποτελούσε το λογικό συµφέρον, τόσο των Ηνωµένων Πολιτειών όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 


Τους δύο αυτούς πυλώνες ισχύος του διεθνούς συστήµατος, κυρίως τον πρώτο, θεωρούµε ως τους πραγµατικούς ρυθµιστικούς παράγοντες της σύγκρουσης. 

Η εµπλοκή του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών (ΟΗΕ) θα µπορούσε να θεωρηθεί νοµοτελειακά βέβαιη, ωστόσο η πραγµατική παρεµβατική δυνατότητα θα προέκυπτε από τη βούληση κυρίως των ΗΠΑ και δευτερευόντως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς όµως να θεωρείται δεδοµένη.
Οι Ηνωµένες Πολιτείες για να µην αποσταθεροποιηθεί µακροπρόθεσµα η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και να µη συγκρουστούν δύο θεωρούµενοι ως στενοί σύµµαχοί τους. 


Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιθυµούσε επίσης τη ραγδαία αποκλιµάκωση για να µη διαταραχθεί η πολιτική της σε ένα γεωπολιτικό σταυροδρόµι που οδηγεί στη Μέση Ανατολή, για το οποίο καταβάλλει προσπάθειες αξιοποίησης, και για να µην ανατραπούν οι σχεδιασµοί για την οικονοµική τουλάχιστον εκµετάλλευση της τουρκικής αγοράς.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ωστόσο θα δυσκολευόταν να διαµορφώσει κοινή στάση ανάµεσα στα µέλη της, παρά την υποχρέωση επίδειξης αλληλεγγύης στο κράτος-µέλος (Ελλάδα). 

Οι διµερείς σχέσεις χωρών-µελών της Ένωσης µε την Τουρκία και τα επιµέρους συµφέροντα είναι πιθανό να έθεταν προσκόµµατα στην προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αρθρώσει ενιαίο, αποτελεσµατικό και παρεµβατικό στην κρίση λόγο.
Κατά συνέπεια, αµφότερες οι δυνάµεις θα επεδίωκαν την άµεση κατάπαυση του πυρός.


Η πιθανότητα να µην παρενέβαιναν και να άφηναν τις εκατέρωθεν ένοπλες δυνάµεις να συγκρουσθούν, µέχρις ότου οι δύο αντίπαλοι -µε την πρωτοβουλία του ενός ή του άλλου- βρουν έναν τρόπο απεµπλοκής, είναι σχεδόν µηδενική.

Οι Ηνωµένες Πολιτείες παγίως επιδιώκουν να φέρουν τα όποια εµπλεκόµενα µέρη στην τράπεζα των διαπραγµατεύσεων. 


Ο λόγος είναι απλός. Ειδικά στην περίπτωση των Ελληνοτουρκικών, η υπερδύναµη δεν έχει κανένα συµφέρον να πάρει εµφανώς το µέρος του ενός ή του άλλου, δεδοµένου ότι αµφότεροι αποτελούν «στρατηγικούς συµµάχους» σε µια κρίσιµη γεωπολιτικά περιοχή, πέραν της συµµετοχής στο ΝΑΤΟ.

Η στάση όµως αυτή αποτελεί τη µεγαλύτερη «παγίδα» για την ελληνική διπλωµατία. ∆εδοµένου ότι η Ελλάδα δεν είναι αναθεωρητικό κράτος, αλλά τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ του status quo, η τήρηση ίσων αποστάσεων, της «µέσης γραµµής» µε πιο απλά λόγια, ευνοεί την Τουρκία η οποία, έχοντας υπόψη την πάγια αµερικανική πολιτική, γνωρίζει ότι, όσο κλιµακώνει την πίεση και τις διεκδικήσεις της απέναντι στην Ελλάδα, «ολισθαίνει» την αµερικανική στάση συνεχώς προς όφελός της.


Αυτό ακριβώς το σηµείο οφείλει να τονίζει σε όλους τους τόνους η ελληνική διπλωµατία, καθότι η συγκεκριµένη πολιτική των Ηνωµένων Πολιτειών είναι, έστω αθέλητα, έντονα αποσταθεροποιητική. Αυτό σηµαίνει ότι επί της ουσίας παράγει διαφορετικά αποτελέσµατα από αυτά που διακηρύσσει επισήµως ότι επιδιώκει.

Έστω λοιπόν ότι ξεσπούσε σύγκρουση ανάµεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία. 


Απλουστευτικές εικασίες του τύπου «θα µπλόκαραν µε ηλεκτρονικά µέσα τα οπλικά συστήµατα των δύο µερών» δεν µπορούν να γίνουν εύκολα αποδεκτές.

Σε µια τέτοια περίπτωση θα διακινδύνευαν να λάβει η σύγκρουση ανεξέλεγκτες διαστάσεις: αν οι δύο πλευρές δεν µπορούν να επιφέρουν πλήγµα-κόστος στον αντίπαλο εξαιτίας αυτού του λόγου, είναι πιθανό να οδηγηθούν στην απόφαση χρήσης όπλων εναντίον στόχων που βρίσκονται σε κατοικηµένες περιοχές, µε αποτέλεσµα να αυξηθεί δραµατικά ο κίνδυνος να προκύψει µεγάλος αριθµός θυµάτων στις τάξεις του άµαχου πληθυσµού.


Σε περίπτωση που η αµερικανική πλευρά επιλέξει να «µεροληπτήσει» υπέρ µίας εκ των δύο πλευρών της κρίσης, ο εν λόγω κίνδυνος θα αυξηθεί ακόµα περισσότερο, καθώς αυτός που θα διαπιστώσει ότι µειονεκτεί δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να πλήξει αστικά κέντρα, σε µια προσπάθεια να επιβάλει κόστος στον αντίπαλό του, δηµιουργώντας του κίνητρο-επιθυµία απεµπλοκής.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, άπαντες θα επεδίωκαν να φέρουν στο τραπέζι των διαπραγµατεύσεων τις δύο πλευρές, έστω υπό την υψηλή εποπτεία των «µεγάλων δυνάµεων».


 Η χρονική στιγµή που θα το κατόρθωναν θα είχε τη δική της ειδική σηµασία. 

Η κατάσταση που θα είχε δηµιουργηθεί από τη σύγκρουση θα προσδιόριζε και τις δυνατότητες πίεσης που θα είχε η Τουρκία και τις δυνατότητες αντίστασης της ελληνικής πλευράς στην κατοχύρωση της όποιας αλλαγής στο status quo.


Εάν σε στρατιωτικό επίπεδο υπήρχε σχετική ισορροπία ή οριακές αλλαγές, η αναζήτηση διπλωµατικού συµβιβασµού που θα οδηγούσε στο τέλος της σύγκρουσης, υπό την αιγίδα πάντα των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα ήταν πολύ ευκολότερη. 


Η συγκεκριµένη λογική δεν θα ίσχυε σε περίπτωση που υπήρχε τετελεσµένο, όπως, για παράδειγµα, η κατάληψη ελληνικού εδάφους. 

Η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να δεχθεί να καθίσει στο τραπέζι, καθότι το σύνηθες αποτέλεσµα θα ήταν η κατοχύρωση του τετελεσµένου.
Με απλά λόγια, σε περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης, το παρόµοιο λάθος που διέπραξε η Ελλάδα στην περίπτωση της «ειρηνικής» απεµπλοκής θα µπορούσε δυνητικά να έχει πολύ σοβαρότερες συνέπειες.


Συνυπολογίζοντας όµως τη «µεγάλη εικόνα» της κατάστασης, τα πράγµατα θα µπορούσαν να είναι λίγο διαφορετικά.


Η Ελλάδα θα είχε αποδείξει ότι δεν διστάζει να εµπλακεί ακόµα και στρατιωτικά για την προστασία των κυριαρχικών της δικαιωµάτων, κάτι που θα µπορούσε θεωρητικά να εξισορροπήσει την κατάσταση. 

Εξ ου και η θέση-επιχείρηµα ότι «ορισµένες φορές είναι πιο συµφέρον να συγκρουστείς στρατιωτικά ακόµη κι αν ηττηθείς». 

Η έννοια του «νικητή» και του «ηττηµένου» στην περίπτωση ελληνοτουρκικής στρατιωτικής αναµέτρησης θα είχε πιθανότατα πολύ σχετικό περιεχόµενο και ο ασφαλής ορισµός της θα ήταν εξαιρετικά δυσχερής.
Η Ελλάδα, επιδεικνύοντας µια τέτοια στάση, θα µπορούσε να έχει επιτύχει να «αγοράσει» µια µακρά περίοδο σταθερότητας στο ελληνοτουρκικό σύστηµα, καθώς ο αντίπαλος θα γνώριζε ότι η ελληνική πλευρά πιθανότατα δεν θα διστάσει να επαναλάβει αυτή τη συµπεριφορά. 


Κατά συνέπεια, θα ήταν εύλογο να αναµένουµε ότι θα επιδείκνυε µεγαλύτερη σωφροσύνη. 

Το µήνυµα αυτό δεν θα το είχε εισπράξει αποκλειστικά η πολιτικοστρατιωτική τουρκική ηγεσία, αλλά και η τουρκική κοινωνία, χωρίς να αποκλείεται και ο «τραυµατισµός» του κύρους των Τουρκικών Ενόπλων ∆υνάµεων.

Η κατάσταση αυτή θα µπορούσε να οδηγήσει στην αναζήτηση από µέρους των Τούρκων στρατηγών ευκαιρίας για την επίτευξη «ανέξοδης νίκης» απέναντι στην Ελλάδα, για τη µερική έστω αντιστροφή αυτής της εικόνας, κάτι που θα λειτουργούσε ιδιαιτέρως αποσταθεροποιητικά. 

Το γόητρο των ενόπλων δυνάµεων και ο µύθος του «αήττητου τουρκικού στρατεύµατος» θα είχαν υποστεί σοβαρό πλήγµα, µε συνέπειες για το εσωτερικό της χώρας, τις οποίες δεν µπορεί κανείς εύκολα να εκτιµήσει.
Η συνεχής πάντως υποχωρητικότητα µε το πρόσχηµα -ή την πραγµατική πεποίθηση- ότι υπηρετεί την ειρήνη είναι πιθανό να οδηγήσει στην αποθράσυνση του αντιπάλου και στην παραγωγή των ακριβώς αντίθετων αποτελεσµάτων.


Το πρόβληµα που θα µπορούσε να είχε προκύψει είναι το να είχε τεθεί η Ελλάδα «υπό επιτήρηση», ενώ παράλληλα θα πειθαναγκαζόταν να σπεύσει µε κάποιο τρόπο να διευθετήσει τις «διαφορές» της µε την Τουρκία. 


Αυτό ενδεχοµένως θα αποτελούσε επιτυχία για την τουρκική πλευρά, καθώς είναι η µόνη που θέτει συνεχώς ζητήµατα, µετακινώντας διαρκώς τη «µέση οδό», που συνήθως αναζητούν οι όποιοι διεθνείς µεσολαβητές, προς την πλευρά της. 

Η Ελλάδα θα µπορούσε να «οχυρωθεί» πίσω από συγκεκριµένες θέσεις, τις οποίες θα επεδίωκε να εξηγήσει µε την επιθετική δραστηριοποίηση της διπλωµατίας της, επιδιώκοντας, έστω µε καθυστέρηση, την εξεύρεση συµµάχων για να αναστρέψει τη δυσµενή αυτή κατάσταση.


Οι συνέπειες θα άγγιζαν και την οικονοµική κατάσταση της Ελλάδας.


Ίσως να αντιµετώπιζε ένα ιδιότυπο περιστασιακό εµπάργκο στην προµήθεια προηγµένων οπλικών συστηµάτων, το οποίο θεωρητικά η χώρα µας ίσως επιχειρούσε να αψηφήσει µε εναλλακτικές εξοπλιστικές αγορές, κατά προτίµηση ευρωπαϊκές, έναντι συγκεκριµένων πολιτικών-διπλωµατικών ανταλλαγµάτων. 

Η ρωσική εξοπλιστική αγορά θα αποτελούσε µια ακόµη επιλογή, υψηλού όµως πολιτικού-διπλωµατικού ρίσκου, ιδίως αν οι προσπάθειες αφορούσαν σε συστήµατα που θα επηρέαζαν καθοριστικά το ελληνοτουρκικό ισοζύγιο ισχύος.

Η κατάσταση αυτή θα είχε επιδεινώσει έτι περαιτέρω τα δηµοσιονοµικά της Ελλάδας, δυσχεραίνοντας την ένταξη της Ελλάδας στην «πρώτη ταχύτητα» των χωρών-µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


Η εξέλιξη όµως της ελληνικής οικονοµίας θα εξαρτάτο και από µια ψυχολογική παράµετρο, τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική. 

Στο εσωτερικό πλαίσιο, η πιθανή ανύψωση του ηθικού της κοινωνίας και η εµπέδωση της αντίληψης ότι η χώρα αντεπεξήλθε ικανοποιητικά απέναντι σε µια τέτοιας σοβαρότητας απειλή ασφαλείας θα µπορούσαν να οδηγήσουν σε καλύτερη οικονοµική πορεία, µε την παράλληλη διατήρηση των κοινωνικών εντάσεων σε ελεγχόµενο επίπεδο, λόγω αύξησης των ποσοστών αποδοχής, ή απλά και µόνο ανοχής, απέναντι στην κυβέρνηση, η οποία θα διέθετε αυξηµένο κύρος.


Στο εξωτερικό µέτωπο, µεσοπρόθεσµα, η επίδειξη αποφασιστικότητας για την προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωµάτων και η απόδειξη ότι η χώρα διέθετε την ισχύ να το πράξει θα µπορούσαν να περάσουν µήνυµα σχετικής ασφάλειας των διεθνών επενδύσεων, µε αποτέλεσµα την τόνωση της ελληνικής οικονοµίας.


Όλα τα ανωτέρω αποτελούν εικασίες.

Σε κάθε περίπτωση όµως καταδεικνύουν ότι οι εξελίξεις θα είχαν δυναµικό και όχι στατικό-νοµοτελειακό χαρακτήρα και πως η επιλογή της στρατιωτικής σύγκρουσης δεν θα συνεπαγόταν αυτοµάτως οικονοµική καταστροφή.
Συνεχίζεται

Πηγή:kostasxan.blogspot

Δεν υπάρχουν σχόλια: