Η ιστορία, βεβαίως, δεν γράφεται με υποθετικό λόγο, όμως το παιχνίδι της διατύπωσης ιστορικών υποθέσεων ελκύει πολλούς φιλίστορες.
Νομίζω, ωστόσο, ότι αν και η περίπτωσή μας είναι η πλέον πρόσφορη, σαν να μην επιδείξαμε αντίστοιχο πάθος για το παιχνίδι: δηλαδή, αν αντί για ΟΧΙ, ο Μεταξάς ψέλλιζε ένα «Ναι» ή έστω ένα «Ναι και Όχι», τι θα είχε συμβεί;
Όποιος είναι καλός στα σενάρια, θα πρέπει, πάντως, να λάβει υπόψη του μια σημαντική λεπτομέρεια: στους πρώτους μήνες του 1941, η Ελλάδα ήταν η μόνη (εκτός της Αγγλίας, βεβαίως) ευρωπαϊκή χώρα που αντιστεκόταν ακόμη στον «Άξονα».
Σε πολλές άλλες χώρες είχαν ήδη σχηματιστεί ή βρίσκονταν υπό σχηματισμό οι λεγόμενες «κυβερνήσεις εξορίας» που (θα) οργάνωναν την αντίσταση.
Ύστερα από αυτή την υποσημείωση, νομίζω πως κανένα σενάριο δεν μπορεί να εξιτάρει: …Χίτλερ και Μουσολίνι δεν αποκλείεται να θεωρούνταν σήμερα «πατέρες» μιας κάποιας ΕΕ, ενώ η Ελλάδα θα ήταν μια «ιταλική αποικία με ειδικά χαρακτηριστικά», όπως ήταν ακριβώς τα Δωδεκάνησα κατά την περίοδο 1912-1943, στο βαθμό, βεβαίως, που θα επέτρεπε να συμβεί κάτι τέτοιο η ναζιστική Γερμανία (η οποία, ας μην ξεχνάμε, ήταν αυτή που τελικά κατέλαβε την Ελλάδα, την άνοιξη του 41).
Γιατί όμως αποφύγαμε αυτό το παιχνίδι των υποθέσεων;
Η απάντηση είναι, διότι, αντί για την υπόθεση, προτιμήσαμε να θέσουμε (ή να παίξουμε με) το αίνιγμα: και ποιος είπε το ΟΧΙ στον Μουσολίνι;
Ο Μεταξάς συμφώνησαν εξαρχής πολλοί, ο λαός αντέτασσαν, πάλι, οι άλλοι. Τελικά, και χρειάστηκε μισός αιώνας περίπου, φαίνεται πως σαν να συμφωνούμε, οι περισσότεροι (εννοώ, κυρίως, τους ιστορικούς και την ακαδημαϊκή κοινότητα): το ΟΧΙ στον Εμανουέλε Γκράτσι (τον ιταλό πρέσβη, το 1940) το είπε ο Μεταξάς, το ΟΧΙ στα ιταλο-φασιστικά στρατεύματα το είπαν, αποφασιστικά, ηρωικά, θυσιαστικά και κατά συντριπτική πλειοψηφία, τόσο ο στρατός στο μέτωπο όσο και ο λαός στα μετόπισθεν.
Η ιστορία είναι γνωστή σε όλους, και στη διάθεση του καθενός είναι τα ποικίλα ποιοτικά ντοκιμαντέρ, τα διαρκώς ενημερωμένα μπλογκς, τα διάφορα συνέδρια-επιστημονικές ημερίδες, χωρίς, τέλος, να λείπουν ενδιαφέροντα βιβλία (βλ. π.χ. την τεκμηριωμένη μελέτη του Ζ. Τσιρπανλή, Έλληνες και Ιταλοί στα 1940-41, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004).
Αλλά με αφορμή αυτό το άρθρο, προτιμώ να διεξέλθω, κατ’ αντιστοίχιση, τα βιβλία δύο «πρωταγωνιστών».
Το βιβλίο του Γκράτσι, Η αρχή του τέλους-Η επιχείρηση κατά της Ελλάδας (εκδ. Εστία, Αθήνα 1982) και εκείνο του Άγγελου Τερζάκη, Η ελληνική εποποιία 1940-41 (ΓΕΣ, Αθήνα 1990-2η έκδ.) ένα ολίγον ξεχασμένο, τολμώ να πω, σήμερα, βιβλίο, αυτό το δεύτερο, το οποίο ο συγγραφέας (στρατιώτης ο ίδιος το 40) το έγραψε μετά από αίτημα του Γενικού Επιτελείου Στρατού (συνιστά, αναμφίβολα, αντικειμενικό και τεκμηριωμένο «ιστορικό αφήγημα»).
Αμφότερα τα βιβλία, αποκαλύπτουν τη βιασύνη, την επιπολαιότητα, τη μεγαλομανία, την έπαρση και την αλαζονεία που επέδειξε ο Μουσολίνι και το επιτελείο του στην επιχείρηση κατά της Ελλάδας (με μόνη εξαίρεση, αρχικά, τον στρατηγό Μπαντόλιο, ο οποίος, τουλάχιστον, εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα του σχεδίου).
Όπως αυτόχρημα αποδεικνυόταν, ο ιταλικός φασισμός είχε υποτιμήσει τα εντυπωσιακά ψυχικά αποθέματα αντίστασης τόσο του στρατιωτικού αντιπάλου καθεαυτού, όσο και του πολιορκημένου λαού.
Έτσι, όπως επισημαίνει ο Τερζάκης, κατά τις τρεις διαδοχικές φάσεις του πολέμου, ο Μουσολίνι υποχρεώθηκε να αλλάξει όλους τους επικεφαλής των δυνάμεών του (παράλληλα με την αποπομπή εξέφρασε μάλιστα και τη βδελυγμία του για κάποιους στρατιωτικούς αρχηγούς του επιτελείου του, τους οποίους ως τότε εκθείαζε, όπως τον Πράσκα ή τον Μπαντόλιο).
Σύμφωνα με τον Τερζάκη, από τις τρεις φάσεις του πολέμου, τις δυο πρώτες τις καθόρισε η ελληνική πλευρά, ενώ την τρίτη και τελευταία την προσδιόρισαν αμφότερα τα στρατόπεδα. Οι φάσεις αυτές ήταν: της απόκρουσης, η πρώτη, της αντεπίθεσης, η δεύτερη, της ιταλικής εαρινής επίθεσης, η τρίτη.
Στις δύο τελευταίες ο πόλεμος εξελισσόταν διττός εκατέρωθεν: με τον αντίπαλο, αφενός, με τα στοιχεία της φύσης (κρύο, χιόνι, πείνα, ψείρες), αφετέρου.
Η τελευταία ήταν κυρίως η φάση «της εγκαρτέρησης και της τραγωδίας». Ο ηρωισμός, η εγκαρτέρηση και η τραγωδία συνθέτουν, κατά τον Τερζάκη, τα συστατικά στοιχεία της εποποιίας…
Όπως θυμίζουν τα δύο βιβλία, αμέσως μετά την σαφή απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου, ο Μεταξάς, το ίδιο εκείνο πρωινό της 28ης, συγκάλεσε συνέντευξη τύπου με τα τότε ΜΜΕ, ζητώντας ομοψυχία από όλους συλλήβδην τους Έλληνες (από τους στρατιώτες, το λαό, τα εκτός νόμου πολιτικά κόμματα και από τα ίδια τα, λογοκριμένα, μέσα ενημέρωσης).
Και σχεδόν όλοι έσπευσαν οικειοθελώς να προσφέρουν αυτό που ο (δικτάτορας) πρωθυπουργός ζήτησε: την ψυχή τους. Και ο Μουσολίνι ζήτησε επίσης την ψυχή των δικών του. Δεν του την έδωσαν.
Κι αυτό, διότι η επιχείρηση του Μουσολίνι δεν ήταν και υπόθεση ούτε του λαού ούτε και του στρατού του, αν και οι ιταλοί στρατιώτες δεν υστέρησαν «σε ηρωισμό και σε τραγωδία πολεμώντας στα βουνά της Αλβανίας».
Οι ιταλοί στρατιώτες όμως, σημειώνει πάλι ο Τερζάκης, δεν πήγαν να πολεμήσουν «με το χαμόγελο στα χείλη, με τον ενθουσιασμό της φρεναπάτης του έλληνα στρατιώτη, που αισθανόταν να σηκώνει στους ώμους του το βάρος μιας ιστορίας αιώνων (…) δεδομένου ότι η νίκη του, αν ποτέ νικούσε, θα ήταν μια νίκη εναντίον του ίδιου του θανάτου».
«Αέρα» φώναζαν οι Έλληνες στρατιώτες στα βουνά της Ηπείρου και αυτό εν πρώτοις ήταν μια κραυγή εκφοβισμού-εξορκισμού του ίδιου του θανάτου.
«Ζήτω ο θάνατος», δηλαδή, «Viva la muerte», ίδιο το σύνθημα στον ισπανικό εμφύλιο λίγα χρόνια πριν, καθώς ήταν παρόμοιες οι ψυχολογικές συνθήκες της τιτάνιας μάχης, αλλά εδώ η κραυγή ακουγόταν από αμφότερα τα στρατόπεδα: τους φρανκιστές και τους αντιφρανκιστές.
Και αφού το ‘φερε η κουβέντα, θυμίζω ότι όχι πολύ παλαιές μελέτες κατέδειξαν ότι (λαθρ)εμπόριο όπλων, που το καθεστώς Μεταξά διεξήγε κατά τον ισπανικό εμφύλιο (1936-39), συνέβαλε τόσο στη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας όσο και στον εκσυγχρονισμό του στρατεύματος, το οποίο ενισχύθηκε σημαντικά προ της επικείμενης ιταλικής επίθεσης».
Ως προς αυτό, και από άποψη αποτελεσματικότητας και ψυχρής αποτίμησης των πραγμάτων, οφείλει κανείς να παραδεχτεί την «προνοητικότητα Μεταξά». Επιπρόσθετα, είναι λιγότερο γνωστή η θέση που υποστηρίξαμε πρόσφατα, ότι δηλαδή, «εξαιτίας του λαθρεμπορίου όπλων κατά τον τριετή εμφύλιο στην Ισπανία, οι συγκρούσεις ελληνικών και ιταλικών δυνάμεων που έλαβαν χώρα σε ελληνικά ύδατα, προανήγγειλαν τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο: τότε, ο κουρσάρικος μικτός στόλος του Μουσολίνι και του Φράνκο, εκκινώντας από τις στρατιωτικές βάσεις της ιταλοκρατούμενης Δωδεκανήσου, καταδίωκε, και ενίοτε βύθισε ή συνέλαβε, ελληνικά και άλλης σημαίας εμπορικά πλοία που μετέφεραν οπλισμό στην Ισπανία από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας».
Όταν, λοιπόν, μιλάμε για τον πόλεμο του ’40, καλό είναι να υποσημειώνονται γεγονότα όπως αυτά, ίσως λιγότερο …επικά, αποδεδειγμένα όμως ιστορικά συμβάντα.
Σε κάθε περίπτωση το ΄40 συνιστά μια εποποιία για τη νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Από την άλλη, σε αυτή στην ίδια ιστορία καταγράφεται ως γεγονός ότι, συχνά, από την εποποιία ως την καταστροφή το βήμα είναι ελάχιστο. Αν από την ελληνική επανάσταση έως την μικρασιατική καταστροφή χρειάστηκε ένας αιώνας, από το έπος του ’40 έως το πλήγμα του εμφυλίου δεν χρειάστηκαν ούτε τρία χρόνια.
Ουσιαστικά, ο «ιστορικός χρόνος» αυτής της περιόδου συμπυκνώνεται (ας υπενθυμίσουμε εν τάχει) στα εξής γεγονότα: στο θάνατο Μεταξά και στην αυτοκτονία του αντικαταστάτη του Κορυτζή (γενναία απόφαση, αναμφίβολα, ενός αυτόχειρα που δεν θέλησε να γίνει πρωθυπουργός της ήττας και της παράδοσης), στην (δωσιλογική) κυβέρνηση Τσολάκογλου, στην προσπάθεια του βασιλιά Γεωργίου να κάνει πρωθυπουργό τον άλλοτε υπουργό πρωτευούσης, φιλογερμανό Κ. Κοτζιά, ώσπου τελικά να προταθεί ο Εμμ. Τσουδερός, που έφυγε με τον βασιλιά στη Μ. Ανατολή.
Στο μεσοδιάστημα προέκυπτε και η κυβέρνηση του βουνού.
Με τρία κέντρα εξουσίας (στην Αθήνα, στα βουνά και στην Αίγυπτο), ο εμφύλιος είχε, ουσιαστικά, αρχίσει λίγους μήνες μετά την κατοχή της χώρας από Γερμανούς, Ιταλούς και Βουλγάρους. Μετά τον εμφύλιο ακολούθησε η (επονομαζόμενη) «καχεκτική δημοκρατία», η οποία έδωσε συνέχεια στον «ιδεολογικό εμφύλιο».
Για μισό και πλέον αιώνα οι Έλληνες λες και είχαν ξεχάσει ότι είπαν (σχεδόν) όλοι μαζί το ΟΧΙ στον εχθρό και είναι ένα ερώτημα, το πώς προσλαμβάνουμε σήμερα εκείνη τη μεγάλη στιγμή, αφού φαίνεται πως πρέπει να υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας ότι η Ελλάδα είναι μάλλον η μόνη χώρα που εορτάζει την αρχή και όχι το τέλος του παγκοσμίου πολέμου ή, αλλιώς, για να το πούμε με τον τίτλο του Γκράτσι, έχει το σπουδαίο προνόμιο να εορτάζει «την αρχή ενός τέλους».
Κλείνοντας, ένα άλλο ερώτημα-υπόθεση.
Τι θα είχε συμβεί εάν δεν είχε πεθάνει ο Μεταξάς στο πιο κρίσιμο σημείο του πολέμου (δηλαδή, θυμίζουμε, πριν από τη γερμανική εισβολή);
Και πάλι, όσοι έχουν ευχέρεια με τα σενάρια, δεν πρέπει να ξεχάσουν τη λεπτομέρεια ότι, όπως έχει αποδειχθεί, η 4η Αυγούστου είχε ξεσηκώσει στοιχεία και από το ναζισμό και από το φασισμό, όπως επίσης πρέπει να συνεκτιμηθεί και η αποδεδειγμένα τολμηρή, για ένα δικτατορικό καθεστώς, φιλοβρετανική κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής Μεταξά με αμοιβαία, βεβαίως, τα οφέλη εκατέρωθεν: η Βρετανία θα χρησιμοποιούσε την Ελλάδα για να αμφισβητήσει τη ναυτική υπεροπλία της φασιστικής Ιταλίας στη Μεσόγειο και η Ελλάδα, από την πλευρά της, αναζητούσε ένα γερό στήριγμα έναντι της δεδηλωμένης ιταλικής απειλής.
Κι αυτά, νομίζω, πρέπει να τα έχουμε στα υπόψη, καθώς ενίοτε διατυπώνονται βαρύνουσες γνώμες (όπως εν προκειμένω του Μίκη Θεοδωράκη) που υπενθυμίζουν ότι, προς τιμήν του, βεβαίως, ο Μεταξάς αρνήθηκε να παραδώσει τη χώρα σε (ομοϊδεάτες, κατά το μάλλον ή ήττον) κατακτητές, για να αποφύγει τον πόλεμο.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, εκείνο το ΟΧΙ το ξεστόμισε ένας δικτάτορας κι αυτό, υποθέτω, στους περισσότερους δεν μας αρέσει. Το ζήτημα όμως είναι ότι η ιστορία δεν ρωτά για τα γούστα μας, ούτε, εντέλει, την ενδιαφέρουν οι υποθέσεις μας.
Τι θα είχε συμβεί παρόντος του Μεταξά κατά τη γερμανική κατοχή δεν το γνωρίζουμε, γνωρίζουμε όμως τη γνώμη του Σεφέρη (από το πολιτικό του ημερολόγιο, ανώτατου τότε ακόλουθου τύπου της διπλωματικής υπηρεσίας): «πέθανε ο Μεταξάς και μας άφησε την κοπριά του»…
Υ.Γ. Το παρόν άρθρο, εδώ με μικρή προσθήκη, δημοσιεύεται στο μηνιαίο ιταλικό έντυπο Eureka (τχ. Οκτωβρίου 2010, σ.4) που κυκλοφορεί στην Ελλάδα. Εκτός από τα βιβλία που αναφέρονται στο κείμενο, για τις συγκρούσεις Ελλήνων και Ιταλών κατά τον ισπανικό εμφύλιο βλ., Δ.Ε. Φιλιππής, Προφασισμός, εκφασισμός, ψευδοφασισμός: Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία στον Μεσοπόλεμο, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2010.
Επίσης, κάποια στοιχεία αντλήθηκαν από τον 16ο Κύκλο Διαλέξεων που δόθηκαν τον Μάρτιο 2010 στο Λαϊκό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κορυδαλλού με τίτλο «Εισαγωγή στη Σύγχρονη Νεότερη ιστορία: Από τη μεταξική δικτατορία στα μετεμφυλιακά χρόνια» υπό την ευθύνη του καθ. Προκόπη Παπαστράτη.
Εννοείται ότι η βιβλιογραφία και η «δικτυογραφία» για το καθεστώς Μεταξά και τη διάρθρωσή του είναι εξαιρετικά πλούσια, αλλά δεν ήταν αυτό το αντικείμενο του ανωτέρω κειμένου.
--- Ο κ. Δ. Φιλιππής διδάσκει στο Τμήμα Ισπανικού Πολιτισμού στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου