Του Γιώργου Γεννηματά – Πρέσβης επί Τιμή
Τις παραμονές της επίσκεψης του πρωθυπουργού στο Ερζερούμ, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών δέχθηκε τηλεφώνημα του ‘Ελληνα ομολόγου του, κ. Δρούτσα.
Ο τελευταίος διαμαρτυρήθηκε για τις κλιμακούμενες τουρκικές παραβιάσεις και κυρίως για εκείνες που σημειώθηκαν την παραμονή της επίσκεψης του πρωθυπουργού στην Τουρκία, όταν οκτώ τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη παραβίασαν την ελληνική κυριαρχία.
Λόγω της χρονικής συγκυρίας που σημειώθηκε, το επεισόδιο αποκτά βαρύνουσα σημασία. Την ίδια όμως βαρύτητα αποκτά και η σημειωθείσα αντίδραση του κ. Νταβούτογλου.
Ο Τούρκος υπουργός δήλωσε άγνοια για τις σημειωθείσες παραβιάσεις και επιφυλάχθηκε να διερευνήσει τις συνθήκες του συμβάντος και να επανέλθει στον ‘Ελληνα ομόλογο του.
Τούτο και έπραξε, παρέχοντας τις απαραίτητες διαβεβαιώσεις περί της «ασφαλούς» πραγματοποίησης της επίσκεψης του ‘Ελληνα πρωθυπουργού.
Ο κ. Νταβούτογλου, δηλαδή, καίτοι αρμόδιος για την επίσκεψη υπουργός, αγνοούσε ότι η πολεμική αεροπορία της χώρας του παραβίασε την κυριαρχία συμμαχικού κράτους, ο πρωθυπουργός του οποίου θα ήταν μετά δύο μέρες επίσημος προσκεκλημένος της Κυβερνήσεως του.
Το επιχείρημα της μη ενημέρωσης δεν ευσταθεί. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ο κ Νταβούτογλου είχε πλήρη άγνοια, δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ελληνική αντίδραση -και μάλιστα προβληθείσα από τα ελληνικά ΜΜΕ – διέλαθε της προσοχής της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα.
Η τελευταία, με αυξημένο, λόγω της επίσκεψης, υπηρεσιακό ζήλο, ασφαλώς και δεν θα παρέλειπε να ενημερώσει τους συνεργάτες, τουλάχιστον του υπουργού, επί του συμβάντος και της προκληθείοας εδώ αντίδρασης.
Τούτο αποτελεί στοιχειώδη υποχρέωση των πρεσβειών που απαρέγκλιτα τηρείται, τις παραμονές μάλιστα διμερών επισκέψεων, από τις διπλωματικές υπηρεσίες όλων των χωρών.
Δεν θα περιοριστούμε στην εσκεμμένη ή μη άγνοια του Τούρκου υπουργού. Το ερώτημα είναι κατά πόσον ο κ. Νταβούτογλου μπορούσε, αλλά δεν ήθελε, να αποτρέψει τις ενέργειες της πολεμικής του αεροπορίας, ή απλώς ήθελε και δεν μπορούσε.
Πολυάριθμες αναλύσεις έχουν γραφεί για τον ρόλο του στρατού και τον τρόπο που η ενάσκηση του ρόλου αυτού επιδρά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Αν και πολύ κατατοπιστικές, οι περισσότερες αναλύσεις καταλήγουν στην επισφαλή κρίση ότι η αποδυνάμωση του ρόλου του στρατεύματος θα επιφέρει, περίπου αυτόματα, την εξάλειψη των σημείων τριβής μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, εξάλειψη που επιθυμεί η πολνπκή ηγεσία της Τουρκίας.
Η παραπάνω θεώρηση αποδίδεται με την κωδική αποτύπωση «οι καλοί πολιτικοί-οι κακοί στρατιωτικοί».
Τα περισσότερα στελέχη του τουρκικού στρατεύματος προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις, από γονείς μικροαστούς και αγρότες. Με την ένταξη τους παρέχονται όμως πολλά προνόμια.
Δεν αναμειγνύονται με άλλες επαγγελματικές η κοινωνικές ομάδες, ζουν ξεχωριστά, σε καλοχτισμένα συγκροτήματα, με άνετους και πράσινους χώρους, συχνάζουν στις λέσχες τους και γενικά απολαμβάνουν σεβασμού και κύρους.
Ο στρατός θεωρείται στη σημερινή Τουρκία θεματοφύλακας της ατατουρκικής παράδοσης, μοναδικός ερμηνευτής και προστάτης της κεμαλικής ορθοδοξίας, ιδιότητα που αυτόκλητα ο ίδιος επέλεξε.
Μπορεί βέβαια να υποστηριχθεί ότι ο Κεμάλ εξασφάλισε για τον στρατό τις προϋποθέσεις εκείνες που του επέτρεψαν αργότερα να αναλάβει «ρυθμιστικούς» ρόλους, από ουδεμία όμως έγγραφη ή προφορική αναφορά του προκύπτει ότι όρισε ρητά τον στρατό θεματοφύλακα των αρχών και της πολιτικής του.
Η επισήμανση αυτή είναι κυριαρχικής σημασίας, αφού απόρριψη της ιδιότητας αυτής στερεί το στράτευμα από κάθε δυνατότητα «παρεμβατικών» πρωτοβουλιών, που πέραν κάθε δημοκρατικής δεοντολογίας θεωρεί ότι νομιμοποιείται να αναλαμβάνει.
Συγχρόνως, δε, το αποτρέπει από την ενάσκηση «σωφρονιστικών» αρμοδιοτήτων εναντίον όλων των απομακρυνομένων από τη κεμαλική ορθοδοξία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τότε ο Κεμάλ ανέλαβε θεσμικό ρόλο ουδέποτε ξανά φόρεσε τη στρατιωτική στολή. Συνήθιζε μάλιστα να λέει ότι, από τη στιγμή που ήταν πολίτης, δεν θα ξαναφορούσε στολή.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται («Ατατούρκ, μια ψυχογραφία), των Β. Βολκάν Ν Ίτσκοβιτς, σε μετάφραση Κ. Ζερβού, Καστανιώτης 2005 οελ. 495), μία τουλάχιστον πε ρίπτωση αποτελεί εξαίρεση Θέλοντας να εκφράσει την αντιπάθειά του στον Μουσολίνι, βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, όταν ο Ιταλός πρέσβης ζήτησε να τον δει. Αφού τον χαιρέτισε, ζήτησε συγγνώμη και αποχώρησε, υποχρεώνοντας τον πρέσβη να περιμένει την επάνοδο του.
Όταν επέστρεψε, φορούσε, για πρώτη φορά από την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, τη στολή εκστρατείας του στρατάρχη.
Ενώ ενεθάρρυνε, δε, τον Ιταλό διπλωμάτη να συνεχίζει να μιλάει για τις αξίωσης της Ρώμης στην περιοχή της Αττάλειας, χτυπούσε με το καμουτσίκι επιδεικτικά την μπότα του, που λόγω σχήματος συμβόλιζε την μπότα της Ιταλικής Χερσονήσου.
Ο συμβολισμός ήταν σαφής και ο συνομιλητής κατέγραψε δεόντως το μήνυμα.
Μια δημοσκόπηση που έγινε το 2006 στην Τουρκία, μεταξύ άλλων, κατέδειξε ότι το 90% του πληθυσμού ήταν υπερήφανο για τις ένοπλες δυνάμεις του. Δεν γνωρίζουμε στην τωρινή συγκυρία ποιο θα ήταν το ακριβές ποσοστό του αντίστοιχου αντιπροσωπευτικού δείγματος με τα αυτά δημοσκοπικά χαρακτηριστικά.
Και τούτο διότι, στο δημοψήφισμα του περασμένου Σεπτεμβρίου, ποσοστό 58% του τουρκικού λαού ενέκρινε τις 26 συνταγματικές αλλαγές που αφορούσαν, για πρώτη φορά από την εποχή του Κεμάλ, και το στράτευμα.
Υπενθυμίζεται ότι με τις αλλαγές αυτές, που αποτελούν σαφές δείγμα απαρχής συρρίκνωσης του ρόλου του, επαναοριοθετείται η δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων, αφού οι στρατιωτικοί θα λογοδοτούν πλέον, για εγκλήματα κατά του πολιτεύματος, στα πολιτικά δικαστήρια.
Ασφαλώς η πολιτική εξουσία έχει λόγους να περιορίσει τους αυτόκλητους ρόλους του στρατεύματος.
Όχι τόσον από επιταγή δημοκρατικής ευαισθησίας, όσο από στοιχειώδη πρόνοια να το αποτρέψει από επίδοξους “ρυθμιστικούς” ρόλους, που με χαρακτηριστική άνεση ανέλαβε τρεις φορές στο παρελθόν.
Οι τουρκικές δραστηριότητες που συγκροτούν αμφισβητήσεις και παραβιάσεις της ελληνικής κυριαρχίας και που κατευθύνονται από τους στρατιωτικούς δύσκολα μπορούν να δημιουργήσουν τεκμήριο μη ευθύνης της πολιτικής ηγεσίας.
Όλα εξάλλου τα ελληνικά διαβήματα διαμαρτυρίας απορρίπτονται συλλήβδην από την πολιτική εξουσία, που όχι μόνον ανέχεται, αλλά επικυρώνει με τη στάση της όλες τις έκνομες δραστηριότητες του στρατεύματος.
Η ηγετική πολιτική τάξη ασφαλώς είναι συνυπεύθυνη και δεν πρέπει να παρασυρόμαστε σε αβάσιμους επιμερισμούς ευθύνης.
Η στάση αυτή δεν προβλέπεται σύντομα να ανατραπεί. Ο στρατός θα συνεχίσει να διατηρεί τον αυτονομημένο ρόλο του και η πολιτική ηγεσία ηθελημένα ή μη, ανάλογα με τις περιστάσεις και το πολιτικό όφελος που προσδοκά, θα επικυρώνει με την ανοχή ή και με τη ρητή συγκατάθεση της τις πράξεις του.
Δεν θα διαινδυνεύσει, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον, να έλθει σε ρήξη για ευαίσθητα θέματα εξωτερικής πολιτικής στο στράτευμα.
Συμπεράσματα περί του αντιθέτου όχι μόνο δεν μπορούν να δικαιολογηθούν, αλλά οδηγούν σε υπεραπλούστευση και επισφαλείς κρίσεις.
Εφημερίδα: ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ – ΣΕΛ.14
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου