ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΧΟΥΝ ΚΙΝΗΘΕΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΑΠΟ ΤΟ 1844 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
Στην περίπτωση που ο σερ Βασίλειος Μαρκεζίνης αναμειχθεί ενεργά στην πολιτική ζωή του τόπου, δεν θα κάνει τίποτα περισσότερο από το να συνεχίσει την πλούσια παράδοση της οικογένειάς του.
Αν ανατρέξουμε στη νεότερη Ιστορία, θα συναντήσουμε παντού Μαρκεζίνηδες να παίρνουν ενεργά ρόλο στα δρώμενα του τόπου.
Του ΛΑΖΑΡΟΥ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗ
Πιο επιφανής βεβαίως ο πατέρας του Σπύρος Μαρκεζίνης (1909-2000) ο οποίος έγινε υπουργός, ηγήθηκε κομμάτων και ορκίστηκε πρωθυπουργός για ένα μικρό διάστημα όταν η δικτατορία των συνταγματαρχών επιχείρησε τη φιλελευθεροποίησή της.
Ο προπάππος του Σπύρου υπέγραψε το 1844 το Σύνταγμα, ενώ και ο πατέρας του είχε διατελέσει βουλευτής.
Γόνος εύπορης οικογένειας από τη Σαντορίνη, ο ίδιος είχε αποφασίσει από νωρίς να ασχοληθεί με την ενεργό πολιτική. Άνοιγαν σχετικά εύκολα για εκείνον οι θύρες της πολιτικής, κοινωνικής και αριστοκρατικής Αθήνας.
Πολύ νέος, σε ηλικία μόλις 27 ετών, έγινε νομικός σύμβουλος του βασιλέως Γεωργίου Β’, ενώ δύο χρόνια αργότερα ανέλαβε τον ίδιο ρόλο και δίπλα στον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο.
Ο πόλεμος, η κατοχή και το πρώτο διάστημα της απελευθέρωσης μπορεί να σταμάτησαν προσωρινά την είσοδό του στην ενεργό πολιτική αλλά τον εφοδίασαν με εμπειρίες. Η Αθήνα της Απελευθέρωσης στηνόταν σε νέο σκηνικό: Ο Χρύσανθος είχε εκπέσει του θρόνου του, ενώ ο Γεώργιος Β’ βρισκόταν ακόμα στην Αγγλία. Η βασιλεία υπήρχε, με τον νέο Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό να ασκεί καθήκοντα αντιβασιλέως.
Η δικτατορία του Μεταξά και η «παλιννόστηση» του στέμματος που είχαν προηγηθεί είχαν εμφανίσει σημάδια διχασμού στο λαό και για το λόγο αυτόν οι «σύμμαχοι» της Ελλάδας (Μεγάλη Βρετανία και Ηνωμένες Πολιτείες) προωθούσαν για λόγους εσωτερικής ηρεμίας -και κατευνασμού της Αριστεράς- κεντρώους ηγέτες σε «πρώτο ρόλο». Στο πλαίσιο αυτό δεν έδιναν τη συγκατάθεσή τους για την επιστροφή του Γεωργίου Β’ (παρά μόνο με δημοψήφισμα), ενώ συνομιλούσαν ιδιαίτερα με τον κεντρώο Δαμασκηνό, ο οποίος είχε ανέβει στο θρόνο το 1941 επί γερμανικής κατοχής κι αφού είχε ληφθεί ως κανονική η (από το 1938) εκλογή του, με διαφορά μίας ψήφου από τον δεύτερο Χρύσανθο.
Κεντρώοι ήταν και οι περισσότεροι πρωθυπουργοί (ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο ίδιος ο αντιβασιλεύς αρχιεπίσκοπος, ο ναύαρχος Πέτρος Βούλγαρης και ο Θεμιστοκλής Σοφούλης) από την απελευθέρωση και μέχρι τις βουλευτικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946. Ακόμα και ο ένας πολιτικός που είχε καταβολές στο συντηρητικό χώρο και σχημάτισε μια βραχύβια κυβέρνηση στο διάστημα αυτό (ο αρχηγός του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος Παναγιώτης Κανελλόπουλος) είχε πολιτογραφηθεί στο ανανεωτικό ρεύμα της Δεξιάς, πιο κοντά στις κεντρώες δυνάμεις παρά στο Λαϊκό Κόμμα που αποτελούσε την κύρια συνιστώσα της Δεξιάς και του φιλοβασιλικού χώρου.
Ο διπλός ρόλος του Σπύρου Μαρκεζίνη, ανθρώπου του Χρύσανθου και του Γεωργίου Β’, του έδινε τη δυνατότητα να προχωρεί σε απευθείας διαπραγματεύσεις για λογαριασμό τους, χωρίς να έχει την ανάγκη ουδενός οργανωτικού δεσμού με το Λαϊκό Κόμμα. Η κατάσταση αυτή του έδωσε επίσης τη δυνατότητα να λειτουργεί «με λυμένα τα χέρια» και να προετοιμάζει το πολιτικό του μέλλον.
Και οι «σύμμαχοι», οι οποίοι βρίσκονταν πλέον σε ανοιχτή κόντρα με το ΚΚΕ και τις υπόλοιπες ΕΑΜογενείς δυνάμεις, επιθυμούσαν η Ελλάδα να αποκτήσει μια σταθερή κυβέρνηση, η οποία (φυσικά, να ήταν της επιρροής τους) να προέκυπτε από εκλογές.
Ο Μαρκεζίνης αλλά και άλλοι εκκολαπτόμενοι πολιτικοί της γενιάς του, οραματίζονταν το αύριο με νέους όρους, μακριά από τους παραδοσιακούς σχηματισμούς του παρελθόντος. Ήθελαν να λειτουργήσουν στο πλαίσιο της αστικής τάξης αλλά χωρίς αγκυλώσεις. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι δεκατρία χρόνια αργότερα από την περίοδο που αναφερόμαστε (1946) ο ίδιος, ως αρχηγός του Κόμματος Προοδευτικών (το οποίο ήταν πολιτογραφημένο στο χώρο της Κεντροδεξιάς, αν όχι αμιγώς σε εκείνον της ριζοσπαστικής Δεξιάς) επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση. Κάτι πρωτόγνωρο για έναν πολιτικό του συγκεκριμένου χώρου. Κάτι που, σε υψηλό επίπεδο, η τότε κυβέρνηση της ΕΡΕ δεν διανοείτο να πράξει.
Στις αρχές του 1946 είχε ήδη αποφασιστεί η διενέργεια εκλογών, των πρώτων έπειτα από δέκα (και πλέον) χρόνια. Η Αριστερά προσανατολιζόταν προς την αποχή. Η εξέλιξη αυτή έδινε την ευκαιρία για τη δημιουργία νέων πολιτικών σχημάτων, αφού η αποχή (με βάση τις ποικίλες εκτιμήσεις της εποχής) προσέθετε ένα ποσοστό 15-35% (που θα ελάμβαναν τα ΕΑΜογενή κόμματα) στις άλλες δυνάμεις.
Ο Σπύρος Μαρκεζίνης είχε αποφασίσει να πολιτευτεί και γι’ αυτό παραιτήθηκε από τη θέση του νομικού συμβούλου του Βασιλέως. Όμως, παρότι συζήτησε ευρέως το ενδεχόμενο σύστασης νέου πολιτικού φορέα, δεν προχώρησε σε αυτό το βήμα. Ούτε εντάχθηκε στο Λαϊκό Κόμμα. Συνεργάστηκε μαζί του στο πλαίσιο της Ηνωμένης Παρατάξεως Εθνικοφρόνων και εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Κυκλάδων, ως ανεξάρτητος που λειτουργούσε στο πλαίσιο αυτού του πολιτικού σχήματος.
ΝΕΟΝ ΚΟΜΜΑ
Το πρώτο πολιτικό εγχείρημα του Μαρκεζίνη
Στις 10 Φεβρουαρίου 1947 ο Σπύρος Μαρκεζίνης είναι 10 μηνών… βουλευτής. Πλησιάζει τη συμπλήρωση των 38 του χρόνων και έχει ορίσει εκείνη την ημέρα για να υλοποιήσει αυτό που σχεδίαζε από την περίοδο της γερμανικής κατοχής: να συστήσει δικό του κόμμα.
Το Νέον Κόμμα είναι πια γεγονός. Τον ακολουθούν άλλοι 17 συνάδελφοί του, οι οποίοι -κι εκείνοι- είχαν αναδειχθεί βουλευτές στην αναμέτρηση της 31ης Μαρτίου 1946 με τη σημαία της Ηνωμένης Παρατάξεως Εθνικοφρόνων της οποίας κύρια συνιστώσα ήταν το Λαϊκό Κόμμα, ο παραδοσιακός φορέας της Δεξιάς στον τόπο μας.
Η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Νέου Κόμματος απαρτίστηκε από τους: Χαρίλαο Αλετρά, Ελευθέριο Γονή, Νικόλαο Γρηγοριάδη, Ευθύμιο Δεδούση, Εμμανουήλ Διακογιάννη, Χρήστο Ζαλοκώστα, Ιωάννη Ζολώτα, Ηρακλή Ζουμπουλάκη, Σπύρο Θεοτόκη (μετέπειτα υπουργό των κυβερνήσεων του Κωνσταντίνου Καραμανλή και συναρχηγό του φιλοβασιλικού κόμματος της Εθνικής Παρατάξεως την περίοδο 1977-1981), Χρήστο Θηβαίο, Αντώνιο Κακαρά, Θάνο Καψάλη, Ιωάννη Λάμπρου, Παυσανία Λυκουρέζο (γνωστό δικηγόρο της εποχής, όπως σήμερα ο γιος του Αλέξανδρος Λυκουρέζος), Σπύρο Μαρκεζίνη, Κωνσταντίνο Παπαγιάννη και Ανδρέα Στράτο.
Το Νέον Κόμμα ξεκίνησε με ενθουσιασμό και προοπτική. Αποτέλεσε μια μάλλον αντιπολιτευτική φωνή προς την κυβέρνηση του ηγέτη του Λαϊκού Κόμματος Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, ενώ στήριξε εκείνη του αρχηγού του Κόμματος Φιλελευθέρων Θεμιστοκλή Σοφούλη σε κάποια φάση του βίου της. Σε κείνη την κυβέρνηση δε, ο Μαρκεζίνης υπουργοποιήθηκε για πρώτη φορά (υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου από τις 20 Ιανουαρίου 1949 μέχρι τις 14 Απριλίου του ίδιου έτους).
Ακολούθησαν οι εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950, στις οποίες πήρε μέρος για πρώτη φορά και… τελευταία το Νέο Κόμμα. Οι νέοι πολιτικοί (γιατί οι περισσότεροι ήταν ηλικιακά κοντά στον αρχηγό τους) δεν έπεισαν. Ίσως ακολούθησαν το γενικότερο κατρακύλισμα του πολιτικού χώρου της Δεξιάς, αφού η διετία 1950-1952 έδωσε ώθηση στα κόμματα του Κέντρου. Το Νέο Κόμμα περιορίστηκε στο 2,5% του εκλογικού σώματος και εξέλεξε μόλις ένα βουλευτή, τον Α. Στράτο, στην Αιτωλοακαρνανία (γιο του εκτελεσθέντος μετά τη δίκη των έξι πρώην πρωθυπουργού Νικολάου Στράτου). Ο Μαρκεζίνης υποστήριξε τότε ότι το κόμμα του έπεσε «θύμα της ψυχολογίας της χαμένης ψήφου αλλά και της τύχης η οποία δεν του επέτρεψε να εξασφαλίσει την εκλογική βάση».
Με το κόμμα να αποτυγχάνει και τον αρχηγό του να βρίσκεται εκτός Βουλής, δεν υπήρχε μέλλον. Ο Μαρκεζίνης όμως δεν πτοήθηκε. Ήταν από εκείνους που πρωτοστάτησαν στην είσοδο του Αλέξανδρου Παπάγου στην πολιτική σκηνή. Στο σπίτι που κατοικούσε τότε ο ίδιος (στις παρυφές του Κολωνακίου, στην οδό Λυκαβηττού 5, στη συμβολή με τη Σόλωνος) επισφραγίστηκε η ίδρυση ενός νέου κόμματος, του Ελληνικού Συναγερμού, με αρχηγό τον Παπάγο και βασικά στελέχη τον Μαρκεζίνη, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον Στέφανο Στεφανόπουλο και τον δικαστικό Παναγιώτη Πουλίτσα (υπηρεσιακό υπουργό δύο εβδομάδων, αμέσως μετά τις εκλογές του 1946).
Ο Ελληνικός Συναγερμός είχε την αντίστροφη τύχη από το Νέον Κόμμα. Και στις δύο αναμετρήσεις που έλαβε μέρος αναδείχθηκε πρώτο κόμμα. Το 1951 με ποσοστό 36,53% (αλλά με σχετική πλειοψηφία, με αποτέλεσμα να σχηματιστούν κυβερνήσεις του Κέντρου) και το 1952, με το εντυπωσιακό 49,22%.
Ο Μαρκεζίνης όχι μόνο επέστρεψε στη Βουλή αλλά και στις 19 Νοεμβρίου 1952 έγινε ο πανίσχυρος υπουργός Συντονισμού και ο «ιθύνων νους» της κυβέρνησης Παπάγου.
Στη θητεία του εκείνη προχώρησε στην υποτίμηση της δραχμής, κατάργησε τα (πληθωριστικά) μηδενικά στα νομίσματα και πρόβαλε στην κοινή γνώμη ως ο επικρατέστερος (στη μάχη των επιγόνων) για τη διαδοχή Παπάγου.
Όμως, ο Μαρκεζίνης ανέτρεψε τα προγνωστικά της εποχής και ήλθε (με αφορμή διαφωνίες του για την ακολουθούμενη πολιτική στο Κυπριακό) σε ρήξη με τον πρωθυπουργό. Έτσι, στις 3 Απριλίου 1954 αποχώρησε από την κυβέρνηση…
Το Κόμμα Προοδευτικών η πρωθυπουργία και το τέλος
Την 3η Φεβρουαρίου 1955 ήλθε η «ώρα μηδέν» για τον Σπύρο Μαρκεζίνη. Ξεκινούσε το δεύτερο, πιο φιλόδοξο αυτή τη φορά, προσωπικό πολιτικό του εγχείρημα: έφερε στη ζωή το Κόμμα Προοδευτικών με στόχο πάντα να εκφράσει τη μεγάλη Κεντροδεξιά κι έχοντας κατά νου την κλονισμένη υγεία του πρωθυπουργού Παπάγου.
Αυτό, άλλωστε, τονιζόταν και στην ιδρυτική διακήρυξη του κόμματος «η φιλοδοξία (του) να προσφέρει εις τον μοχθούντα λαό μας, λύσιν εξασφαλίζουσα ομαλήν διαδοχήν, δημοκρατικήν εξέλιξιν και πρόοδον».
Από τη μήτρα του Ελληνικού Συναγερμού προέρχονταν και οι 30 βουλευτές που το στελέχωσαν, οι οποίοι -λόγω του κατακερματισμού των δυνάμεων του Κέντρου- κατέστησαν τους Προοδευτικούς αξιωματική αντιπολίτευση.
Τον Μαρκεζίνη ακολούθησαν οι υπουργοί του στρατάρχη Παυσανίας Λυκουρέζος, Κωνσταντίνος Παπαγιάννης, Θάνος Καψάλης, Παναγιώτης Σιφναίος, Αλέξανδρος Καραθεόδωρος και Γεώργιος Ρωμανός καθώς και οι: Γεράσιμος Βασιλάτος, Κωνσταντίνος Βοβολίνης, Αλέξανδρος-Κωνσταντίνος Βούλτζος, Κωνσταντίνος Δανιηλίδης, Χρήστος Ζαλοκώστας, Θεόδωρος Λέκας, Θεόδωρος Μανωλόπουλος, Κωνσταντίνος Μπακόλας, Κωνσταντίνος Μπαρούνος, Ευστράτιος Νουλέλης, Εμμανουήλ Οικονόμου-Κωλέττης, Νικόλαος Πανταζής, Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, Νικόλαος Πετρίδης, Δημήτριος Πλαγιάννης, Θεόδωρος Σαράντης, Ελένη Σκούρα (η πρώτη γυναίκα βουλευτής), Παναγιώτης Σταθόπουλος, Παύλος Τσακιρίδης, Δημήτρης Τσαούσης, Αντώνης Φωστηρίδης (Τσαούς Αντών) και Χασάν Χατίπογλου.
Ένα χρόνο μετά (κι ενώ τον αποβιώσαντα Παπάγο είχε διαδεχθεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής), διενεργήθηκαν εκλογές, στις οποίες ο Μαρκεζίνης δοκίμασε μεγαλύτερη ψυχρολουσία απ’ ό,τι το 1950 με το Νέο Κόμμα: Οι Προοδευτικοί με ποσοστό
2,22% έμειναν εκτός Βουλής! Στη συνέχεια όμως απέκτησαν έναν και μοναδικό εκπρόσωπο, το βουλευτή της ΕΡΕ Πέτρο Μόντζαλα, που προσχώρησε στις τάξεις τους.
Έκτοτε ο Μαρκεζίνης επιδόθηκε σ’ ένα δυναμικό αντι-καραμανλικό αγώνα φτάνοντας στο σημείο να πει, σε ομιλία του στον κινηματογράφο «Αττικόν», στις 10 Φεβρουαρίου 1957: «Θα χρειαστεί να δημιουργήσωμεν μιαν Ικαρίαν (σ.σ.: τόπο εξορίας) και διά τα παράσιτα της Δεξιάς».
Σ’ αυτόν τον αγώνα είχε μαζί του το λογοτέχνη Μ. Καραγάτση (παρότι ο αδελφός του Κωνσταντίνος Ροδόπουλος ήταν κορυφαίο στέλεχος της ΕΡΕ και πρόεδρος της Βουλής) αλλά και μια ιδιαιτέρως μαζική (για τα δεδομένα του κόμματος) νεολαία, από την οποία ξεπήδησαν έξι βουλευτές της μεταπολίτευσης: πέντε εκλεγέντες (οι Κωνσταντίνος Ευμοιρίδης, Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης, Γεώργιος Παναγιωτόπουλος, Ιπποκράτης Σαββούρας, Δημήτρης Χλωρός) με τη Νέα Δημοκρατία και ένας (ο Φοίβος Κούτσικας) με το ΠΑΣΟΚ!
Παραμονές των εκλογών του 1958 το Κόμμα Προοδευτικών έφτασε στο «παρά ένα» να συνεργαστεί με την… ΕΔΑ. Ο Μαρκεζίνης όμως έκανε πίσω λέγοντας ότι «αν εγώ εξασφάλιζα την πλειοψηφία, θα ξεσήκωνα λαϊκούς χειμάρρους από την Κοκκινιά και την Καισαριανή προς τα Ανάκτορα για να πάρω την εντολή. Είναι καιρός όμως για τέτοιο ξεσηκωμό; Δεν είναι…».
Τελικά συνέπραξε με τους αρχηγούς τριών άλλων μικρών κομμάτων (τον Σάββα Παπαπολίτη της ΕΠΕΚ, τον Αλέξανδρο Μπαλτατζή του ΚΑΕ και τον Στέλιο Αλαμανή του ΔΚΕΛ), και έλαβε ποσοστό 10,62%. Από τους Προοδευτικούς εκλέχτηκε μόνο ο Μαρκεζίνης, ο οποίος στη συνέχεια απέσπασε έναν από την ΕΡΕ (τον Ευάγγελο Σαββόπουλο) και έναν από την ΕΔΑ (τον Διονύσιο Λεονάρδο) και συγκρότησε τριμελή Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Στις εκλογές του 1961 συνεργάστηκε με τον Γεώργιο Παπανδρέου και την Ένωση Κέντρου και βρέθηκε πάλι στη Βουλή, ηγούμενος 16μελούς Κ.Ο., στην οποία συμμετείχαν, πέραν του ιδίου οι: Θάνος Καψάλης, Γεώργιος Τσάκαλος, Αντώνης Φωστηρίδης, Νικόλαος Στειρόπουλος, Χασάν Χατίπογλου, Αλέξανδρος Καραθόδωρος, Νικόλαος Αλαβάνος (πατέρας του τέως προέδρου του Συνασπισμού Αλέκου Αλαβάνου), Παυσανίας Λυκουρέζος, Κωνσταντίνος Βοβολίνης, Απόστολος Γρηγοριάδης, Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, Εμμανουήλ Ζαννής, Θεόδωρος Μανωλόπουλος και Γεράσιμος Βασιλάτος.
Στις κάλπες του 1963, το Κ.Π. Κατήλθε αυτόνομο και δοκίμασε νέα ήττα: Με ποσοστό 3,73% εξέλεξε δύο βουλευτές, τον Ευάγγελο Ανερούση στις Κυκλάδες και τον Χασάν Χατίπογλου στη Ροδόπη. Ο Μαρκεζίνης, μένοντας ο ίδιος εκτός Βουλής, έδωσε… θρησκευτική ερμηνεία της ψήφου: «Τι να κάνουμε; Μας προτίμησαν μόνο οι… καθολικοί και οι… μουσουλμάνοι!».
Σ’ εκείνες τις εκλογές υποψήφιος του κόμματος ήταν κι ένας μεγάλος ποδοσφαιριστής της εποχής, ο Κώστας Νεστορίδης της ΑΕΚ.
Λίγους μήνες αργότερα, το 1964, το Κ.Π. συνεργάστηκε με την ΕΡΕ αφού από την ηγεσία της τελευταίας είχε αποχωρήσει ο Καραμανλής. Βουλευτές του εκλέχτηκαν ο Μαρκεζίνης και οι Χατίπογλου, Ανερούσης, Στειρόπουλος, Καραθόδωρος, Χρήστος Πιμπλής, Γεώργιος Γραφάκος και Τριαντάφυλλος Μιχαηλίδης. Στη συνέχεια κι ενώ η χώρα βάδιζε (υποτίθεται) στις εκλογές της 28ης Μαΐου 1967, το Κόμμα Προοδευτικών είχε ανακοινώσει ότι δεν θα πάρει μέρος. Από την 1η Φεβρουαρίου εκείνου του έτους (ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία») ο Μαρκεζίνης είχε πει: «Εκλογές δεν θα γίνουν. Φοβούμαι τον άγνωστο συνταγματάρχη».
Έτσι κι έγινε! Από την 21η Απριλίου κι έπειτα ο αρχηγός των Προοδευτικών ασχολήθηκε περισσότερο με τη συγγραφή του ογκώδους πνευματικού έργου του (πρότυπο ιστορίας από την καθαρώς αστική σκοπιά) και εξίμισι χρόνια αργότερα συνεργάστηκε με τη χούντα, όταν η τελευταία επιχείρησε να δώσει μορφή πολιτικοποίησης στο καθεστώς. Ορκίστηκε πρωθυπουργός βραχύβιας κυβέρνησης στις 8 Οκτωβρίου 1973 και εξέπεσε του αξιώματος στις 25 Νοεμβρίου, όταν τα τανκς του Δ. Ιωαννίδη παραμέρισαν εκείνα του Γ. Παπαδόπουλου.
Η θητεία του είχε αρχίσει με κάποιες προοπτικές, αφού τη «φιλελευθεροποίηση» είχαν δει με θετικό μάτι δυνάμεις της Ανανεωτικής Αριστεράς (η ηγεσία του ΚΚΕ Εσωτερικού και η, υπό τον Ηλία Ηλιού, ΕΔΑ) αλλά σκιάστηκε από τη σφαγή του Πολυτεχνείου.
Αυτό του στοίχισε και την απουσία του από το πολιτικό σκηνικό για τα επόμενα χρόνια. Το 1979 επανασύστησε το κόμμα του και πήρε μέρος στη διπλή αναμέτρηση του 1981: στις εθνικές εκλογές έλαβε 1,69% και δεν εξέλεξε βουλευτή, στις ευρωεκλογές 1,95% και ανέδειξε έναν εκπρόσωπο. Έκανε όμως το λάθος να μην ηγηθεί ο ίδιος του ευρωψηφοδελτίου (από τη σιγουριά ότι θα εκλεγόταν στο εθνικό) κι έτσι από τους Προοδευτικούς πήγε στις Βρυξέλλες ο Απόστολος Παπαγεωργίου.
Η τελευταία κάθοδός του ήταν στις ευρωεκλογές του 1984 (όταν πια ο χώρος των νοσταλγών της «επταετίας» εκπροσωπείτο από την ΕΠΕΝ) και έλαβε το ταπεινωτικό για το πολιτικό του ανάστημα 0,17%.
Έκτοτε ασχολήθηκε με την τελειοποίηση του συγγραφικού του έργου και έφυγε από τη ζωή στο λυκαυγές της νέας χιλιετίας, σε ηλικία 91 ετών, αφήνοντας πίσω δύο παιδιά: την ανερχόμενη συγγραφέα Ελένη Μαρκεζίνη (σύζυγο του διπλωμάτη Γεωργίου Χέλμη) και τον Βασίλη Μαρκεζίνη, οποίος (έστω και με καθυστέρηση ετών) βρίσκεται με το… ενάμισι πόδι στην ενεργό πολιτική!
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου