Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Ο «μαύρος» Φεβρουάριος του 1981

Ο «μαύρος» Φεβρουάριος του 1981

  Οι οξύτατες διαμάχες για την κηδεία της Φρειδερίκης, η τραγωδία του σταδίου Καραϊσκάκη και ο καταστροφικός σεισμός του Κορινθιακού

Ποτέ κατά το παρελθόν (ούτε και στο μέλλον) της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας δεν συνέβη αυτό που έγινε στις εκλογές της 20ής Νοεμβρίου 1977: 
Το πρώτο κόμμα να κερδίζει με διαφορά 16 ολόκληρων εκατοστιαίων μονάδων το δεύτερο, αποκτώντας ανετότατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κι όμως όλοι να πιστεύουν ότι αν στήνονταν πάλι κάλπες -είτε σε ένα χρόνο, είτε σε τέσσερα μετά, – ο (τυπικά) χαμένος θα ήταν εκείνος ο οποίος -με μαθηματική ακρίβεια- θα γινόταν πρωθυπουργός.

Του ΛΑΖΑΡΟΥ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗ
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ο νικητής των εκλογών αυτών. Απώλεσε βεβαίως 12 μονάδες σε σχέση με την προ τριετίας αναμέτρηση (1974), όσες ακριβώς κέρδισε, επιπλέον, το ΠΑΣΟΚ.

Το άστρο του Ανδρέα Παπανδρέου είχε λάμψει για τα καλά και ωρίμαζαν οι συνθήκες για μια κοινωνική αλλαγή, η οποία έγινε και το κυρίαρχο σύνθημα για την άνοδο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του κόμματός του στην εξουσία.

Όλα αυτά αλλά και άλλα μηνύματα έδωσε εκείνη η αναμέτρηση: Το παραδοσιακό Κέντρο (ΕΔΗΚ), δεύτερο κόμμα μέχρι τότε, καταποντιζόνταν, η κοινοβουλευτική Δεξιά αποκτούσε και το «βραχνά» της Ακροδεξιάς (μια ισχυρή «Εθνική Παράταξη» με ποσοστό που άγγιζε το 7%), ενώ η παραδοσιακή Αριστερά παρέμενε σχεδόν αγκυλωμένη στα ποσοστά της.

Αυτό το πολιτικό κλίμα διέγνωσε και η πολύπλευρη πολιτική σκέψη του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Δεν ήταν τυχαίο άλλωστε ότι δυόμισι χρόνια μετά (και αφού είχε φροντίσει να κάνει τα αναγκαία αριθμητικά κοινοβουλευτικά ανοίγματα προς κεντρώους βουλευτές της ΕΔΗΚ, προς κεντροδεξιό Κόμμα Νεοφιλελεύθερων του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και προς τους 5 από τους 7 βουλευτές της Εθνικής Παρατάξεως, ώστε να αποκτήσει την πλειοψηφία των 3/5 της Βουλής) μεταπήδησε στην Προεδρία της Δημοκρατίας.

Με την κίνησή του αυτή κι έχοντας ως πλεονέκτημα ένα αρκετά… προεδροκεντρικό Σύνταγμα, όπως εκείνο του 1975, που ο ίδιος είχε προκρίνει ως επικεφαλής μιας ευρύτατης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, είχε ένα διπλό στόχο:

- Από τη μια να απομακρυνθεί από τη φθοροποιό διαδικασία της μικροκομματικής λογικής (άλλωστε από το διάστημα της αυτοεξορίας του στο Παρίσι -και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας- ως αρχηγός του κράτους σχεδίαζε να επιστρέψει), αλλά και να παραμείνει στην εξουσία αφού, λογικά, ως αρχηγός κόμματος θα έχανε τις επόμενες εκλογές.

- Από την άλλη να βοηθήσει (στο μέτρο που θα του επέτρεπε το ύπατο πολιτειακό αξίωμα) το κόμμα που εκείνος ίδρυσε να έχει όσο το δυνατόν καλύτερη πορεία στο δρόμο προς τις κάλπες. Τουλάχιστον να ανακόψει την ιλιγγιώδη ταχύτητα του «μεγάλου αντιπάλου» στο δρόμο προς την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.

Νέος πρωθυπουργός
Με αυτόν το μοναδικό στόχο τον διαδεχόταν στην πρωθυπουργία ο Γεώργιος Ράλλης στις 9 Μαΐου 1980, ο οποίος επικράτησε στη σχετική ψηφοφορία στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας με 88 ψήφους έναντι 84 που έλαβε ο Ευάγγελος Αβέρωφ. 

Δεν ήταν μόνο η πύρρειος (και ανέλπιστη κατά την πλειοψηφία των πολιτικών παρατηρητών της εποχής) νίκη του που τον έκανε να έχει επίγνωση του «Γολγοθά» που έπρεπε να διαβεί. Το βάρος που σήκωνε στους ώμους του ήταν μεγαλύτερο από αυτό που είχε κληρονομήσει (από τον Κωνστ. Καραμανλή πάλι) ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο δρόμο προς τις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964. Τότε ο Κανελλόπουλος παραλάμβανε τις τύχες του δεύτερου κόμματος στα χέρια του, ενώ ο Ράλλης την κυβέρνηση. 

Κι έχοντας ένα κόμμα βαθιά διχασμένο (όπως φάνηκε κι από το αποτέλεσμα στην ψηφοφορία της Κ.Ο.), σχεδόν ανύπαρκτο οργανωτικά και με το σύνδρομο της ήττας απλωμένο από την κορυφή του μέχρι τον τελευταίο οπαδό του στο πιο απομακρυσμένο χωριό της Ελλάδας.

«ΕΟΚ και ΝΑΤΟ…»
Και η κυβέρνηση Ράλλη ουκ ολίγα είχε να αντιμετωπίσει. Από θέματα υψηλής πολιτικής, όπως η υλοποίηση της επανένταξης της χώρας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και η επίσημη υπαγωγή της ως μέλους της ΕΟΚ (από 1η Ιανουαρίου 1981) μέχρι τα δραματικά γεγονότα στην πορεία του Πολυτεχνείου (17 Νοεμβρίου 1980) που στοίχισαν τη ζωή σε δύο νέους ανθρώπους, τον Ιάκωβο Κουμή και τη Σταματίνα Κανελλοπούλου.

Κι όλα αυτά με τις κύριες δυνάμεις της αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΕΔΗΚ, ΚΚΕ Εσωτερικού), λειτουργώντας στο αντιαμερικανικό κλίμα της εποχής, να διαφωνούν με την επανένταξη στο στρατιωτικό σκέλος του Ατλαντικού Συμφώνου και τις δύο πρώτες (και ασυγκρίτως μεγαλύτερες από τις υπόλοιπες) και με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο» ήταν ένα από τα βασικά στις μεγάλες συγκεντρώσεις της εποχής, είτε κομματικές είτε εργατικές.

 Ο καβγάς για τη Φρειδερίκη
Η ζωή μιας πληθωρικής γυναίκας που ξεσήκωσε κόντρες ακόμη και για την… ταφή της

Όταν την 9η Ιανουαρίου 1938 η Φρειδερίκη-Λουίζα-Τύρα-Βικτωρία-Μαργαρίτα-Σοφία-Κακιλία-Όλγα-Ισαβέλλα-Χριστίνα (κόρη του δούκα του Μπρούνσβικ, Ερνέστου-Αυγούστου του Ανόβερου και της Βικτωρίας-Λουίζας, θυγατέρας του Κάιζερ Γουλιέλμου Β’) ανέβαινε νύφη τα σκαλιά του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών, ουδείς ήταν σε θέση να προβλέψει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις. Πολλώ δε μάλλον ούτε καν φανταζόταν ότι οι Έλληνες θα διχάζονταν ακόμα και με την κηδεία της:

Εκείνη την ημέρα νυμφεύτηκε τον αδελφό του βασιλέως Γεωργίου Β’ Παύλο και απέκτησε τον τίτλο της «πριγκιπίσσης διαδόχου», την 1η Απριλίου 1947 εκείνο της βασιλίσσης και στις 6 Μαρτίου 1964 (όταν απεβίωσε ο σύζυγός της και ανήλθε στο θρόνο ο γιος της Κωνσταντίνος Β’) αυτόν της «βασιλίσσης μητρός». 

Η Φρειδερίκη (αυτό τελικά επικράτησε από τα δέκα συνολικά ονόματά της) ήταν το μοναδικό θήλυ της δυναστείας που βασίλευσε στην Ελλάδα (με διαλείμματα) από τις 6 Ιουνίου 1863 μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 1967 που είχε τη μεγαλύτερη ανάμειξη στα δρώμενα του τόπου. Ακόμη κι εκείνη η βασίλισσα Όλγα (που άσκησε και τυπικά καθήκοντα αντιβασίλισσας), γιαγιά του συζύγου της που είχε εντονότατη δράση -κυρίως σε κοινωνικό επίπεδο- υπολειπόταν έτη φωτός από τη δική της γενικότερη κινητικότητα.

Κι αν τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής της στον τόπο μας θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μάλλον… αναγνωριστικά, δεν θα μπορούσε να υποστηριχτεί το ίδιο από την κρίσιμη ημερομηνία 27 Σεπτεμβρίου 1946 όταν ο (άνευ συζύγου τότε) Γεώργιος Β’ επιστρέφει επίσημα στη χώρα και στα Ανάκτορα (μετά τον πόλεμο και κατόπιν δημοψηφίσματος) όχι μόνος αλλά συνοδευόμενος -παραδόξως- από τον αδελφό του και την «πριγκίπισσα διαδόχου». Το κάδρο του στέμματος είχε πλέον τρία πρόσωπα στην κορυφή του κι όχι ένα ή δύο, όπως συνηθιζόταν μέχρι τότε.

Ο σύζυγός της, απ’ όσους τον ζούσαν από κοντά, χαρακτηριζόταν από τους πλέον «συζητήσιμους» του στέμματος, περισσότερο διπλωμάτης παρά μονάρχης.

Έτσι, όταν έξι μήνες μετά με το θάνατο του αδελφού του, ανέβηκε εκείνος στο θρόνο, η πληθωρική προσωπικότητα της Φρειδερίκης άρχισε να ξεδιπλώνεται σε όλη της την έκταση.

Τολμηρή
Τόλμησε μέχρι, νεαρή (και ίσως γοητευτική) βασίλισσα τότε, να επισκεφθεί έναν ονομαστό τόπο εξορίας, τη Μακρόνησο, έχοντας εκατοντάδες άνδρες -που ζούσαν μακριά από γυναίκες- γύρω της. 

Τότε, λέγεται, σε μια προσπάθεια επευφημίας από τη μια και αποδοκιμασίας από την άλλη, στρατεύσιμοι και εξόριστοι του «κολαστηρίου» προχώρησαν σε άσεμνες χειρονομίες εναντίον της, όταν τη σήκωναν στα χέρια κατά την άφιξή της στο νησί.

Πλέον είχε γίνει και τυπικά η «πρώτη κυρία» της χώρας αλλά δεν προσέδιδε στα καθήκοντά της καθαρά κοσμικό χαρακτήρα, όπως οι περισσότερες «συναδέλφισσές της», σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης.

Ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό, ακόμα και χωρίς τη συνοδεία του συζύγου της, είχε τετ α τετ συναντήσεις με μεγάλους ηγέτες με τους οποίους δεν περιοριζόταν στα τυπικά. 

Οι συζητήσεις που είχε μαζί τους ξέφευγαν, με δική της πρωτοβουλία, από την ατζέντα και επεκτείνονταν όχι μόνο στην ενδελεχή ανάλυση της παγκόσμιας σκακιέρας, αλλά και στη σύναψη πολιτικών συμφωνιών που αφορούσαν το ρόλο της Ελλάδας.

Παρέμβαση
Η πλειοψηφία των γραφίδων της εποχής συγκλίνει στο γεγονός ότι στις 5 Οκτωβρίου 1955, επομένη του θανάτου του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου, εκείνη έπεισε τον βασιλέα σύζυγό της να δώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σ’ έναν μεσαίας κλάσης υπουργό του στρατάρχη, στον Κωνσταντίνο Καραμανλή (των Δημοσίων Έργων), παραμερίζοντας εξόφθαλμα τους δύο αντιπροέδρους της κυβέρνησής του, τον Στέφανο Στεφανόπουλο και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο.

Ο νέος πρωθυπουργός (κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερός της, εκείνη είχε γεννηθεί στις 18 Απριλίου 1917) ήταν ο πολιτικά εκλεκτός της για μια οκταετία. Ήταν όμως και η αιτία της υποβολής της παραίτησής του στις 17 Ιουνίου 1963.

Ο Κων. Καραμανλής διαφωνούσε με την επίσκεψη του βασιλικού ζεύγους στο Λονδίνο, προβάλλοντας και το ενδεχόμενο επεισοδίων, αντίστοιχα με εκείνα που είχαν προηγηθεί λίγους μήνες νωρίτερα.

Τότε, είχε καταγραφεί προπηλακισμός της Φρειδερίκης στη βρετανική πρωτεύουσα από τη σύζυγο του φυλακισμένου στελέχους του ΚΚΕ (και μετέπειτα βουλευτή και μέλους του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος) Αντώνη Αμπατιέλου, Μπέτυ.
Στη συνέχεια, δεν έχασε την ευκαιρία να έλθει σε ανοικτή ρήξη και με τον νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, στον οποίο είχε αποστείλει μια πολύ σκληρού περιεχομένου επιστολή, με αφορμή το θέμα της συνταξιοδότησής της (χορηγία στη βασίλισσα-μητέρα). 

Επειδή η τότε κυβέρνηση δεν ικανοποίησε το αίτημά της ως προς το χρηματικό εύρος, εκείνη το απέκλεισε.

«Πάρ’ τη μάνα σου και ’μπρος»
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι την περίοδο που ακολούθησε τα «Ιουλιανά» του ’65, βρέθηκε κι εκείνη (όχι μόνο ο γιος της) στο στόχαστρο των οπαδών της Ενώσεως Κέντρου και της ΕΔΑ με το σύνθημα «πάρ’ τη μάνα σου και μπρος, δεν σε θέλει ο λαός».

Κι αυτό το σύνθημα πήρε «σάρκα και οστά» δυόμισι σχεδόν χρόνια αργότερα, όταν σύσσωμη η βασιλική οικογένεια εγκατέλειψε τη χώρα, μετά το αποτυχημένο αντικίνημα του Κωνσταντίνου κατά του καθεστώτος της 21ης Απριλίου.

Όταν δε αναχωρούσαν από το αεροδρόμιο της Καβάλας για τη Ρώμη εξελίχθηκε ένα βαθιά ανθρώπινο στιγμιότυπο: με δάκρυα στα μάτια την αποχαιρετούσε μια στενή της συνεργάτης, η εκπαιδευτικός Μαρία Μιχαλοπούλου, την οποία η ίδια είχε αξιοποιήσει στη Βασιλική Πρόνοια.

Το ίδιο συγκινημένη η βασιλομήτωρ τής είπε: «Νομίζω ότι δεν θα ξανασυναντηθούμε…».

Έτσι κι έγινε, τουλάχιστον σε ελληνικό έδαφος. Η Φρειδερίκη δεν επέστρεψε στην Ελλάδα παρά μόνο νεκρή…


Πόλεμος ανακοινώσεων
Και η κηδεία της δημιούργησε μείζον πολιτικό ζήτημα για την εποχή.

Εξεμέτρησε το ζην στα βασιλικά ανάκτορα της Μαδρίτης στις 7 Φεβρουαρίου 1981, φιλοξενούμενη της κόρης της βασίλισσας Σοφίας. Αιτία θανάτου: Καρδιακό επεισόδιο.

Την επομένη το πρωί ο Κωνσταντίνους τηλεφώνησε στον πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη και του είπε ότι η επιθυμία της οικογένειας είναι να ψαλεί στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών η νεκρώσιμος ακολουθία και η ταφή να γίνει στα Ανάκτορα του Τατοΐου.

Αμέσως μετά ο πρωθυπουργός προχώρησε σε δύο κινήσεις. Από τη μια ενημέρωσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνστ. Καραμανλή, ο οποίος του είπε «να μη γίνει η κηδεία στην Ελλάδα γιατί θα προκληθούν επεισόδια» και ακολούθως συγκάλεσε την Κυβερνητική Επιτροπή.

Στη συνεδρίαση επέλεξε μια μέση οδό (νεκρώσιμος ακολουθία και ταφή στο Τατόι), κάτι που τόσο ο τέως βασιλεύς όσο και το κυβερνητικό όργανο αποδέχτηκαν τελικά. 

Αποφάσισε, δε, η κυβέρνηση να έχει μόνο τυπική-θεσμική εκπροσώπηση. 

Ο υπουργός Εξωτερικών Κωνσταντίνος να υποδεχόταν τους ξένους επίσημους και τη σορό, ο υπουργός Προεδρίας Κωστής Στεφανόπουλος να παρίστατο στην εξόδιο ακολουθία και ο ίδιος να υποδεχόταν και να κατευόδωνε τον Δον Χουάν Κάρλος επειδή πέραν από γαμπρός της εκλιπούσης ήταν και αρχηγός κράτους. 

Αυτό κι έγινε τελικά, κάτω όμως από ένα συνεχή πόλεμο δηλώσεων:

Του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και προέδρου του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου: «Είναι καιρός να εννοήσει ο κ. Ράλλης ότι η απόφαση της κυβέρνησής του να επιτρέψει την ταφή της Φρειδερίκης στην Ελλάδα αποτελεί πρόκληση για τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού».

Του πρωθυπουργού: «Κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να ταφεί στον οικογενειακό του τάφο και δεν βλέπω γιατί σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα ισχύσει ο ίδιος κανόνας».

Του τέως βασιλέως: «Οι περιορισμοί που επεβλήθησαν εις την απλή τελετή της κηδείας της μητέρας μου προσδίδουν πικρία εις την οδύνη».

Την ημέρα της κηδείας προσήλθαν στο Τατόι περί τα 4.000 άτομα. Ανάμεσά τους και τρεις βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας: οι Αλέξανδρος Παπαδόγγονας, Γεώργιος Τζιτζικώστας και Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, οι οποίοι αγνόησαν τη σχετική κομματική απαγόρευση. 

Τα τρία δεινά του μήνα
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εμφανίστηκαν και τρία, διαδεχόμενα το ένα το άλλο, απρόβλεπτα (τα δύο, δε, πολύ δραματικά) γεγονότα του Φεβρουαρίου του 1981.

Κατά σειρά, στις 7 του μηνός ο αιφνίδιος θάνατος της άλλοτε βασίλισσας Φρειδερίκης, την επόμενη η «τραγωδία της Θύρας 7» στο στάδιο Καραϊσκάκη και στις 24 ο καταστροφικός σεισμός στον Κορινθιακό κόλπο.

Το πρώτο δημιούργησε οξύτατο πολιτικό πρόβλημα στην κυβέρνηση (ένας από τους ακραίους οπαδούς που παρακολούθησαν την τελετή έφτασε στο σημείο να φωνάξει στον υπουργό Προεδρίας -τον μετέπειτα Πρόεδρο της Δημοκρατίας- Κωστή Στεφανόπουλο, όταν ο τελευταίος αποχωρούσε από το Τατόι «και στα δικά σου…» μόνο και μόνο επειδή δεν επετράπη να ψάλει η νεκρώσιμος ακολουθία στη Μητρόπολη), ενώ τα άλλα δύο -πέρα για πέρα ατυχή- ενίσχυσαν το κλίμα απαξίωσής της.


Αναζητώντας κάποιος δημοσιεύματα της εποχής, θα δει την τότε αντιπολίτευση να κατηγορεί την κυβέρνηση για ολιγωρία του κρατικού μηχανισμού, κυρίως στο θέμα της αντιμετώπισης των σεισμών. Άλλα σχόλια μπορεί να ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και άλλα όχι. 

Η κοινή εκτίμηση όμως σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, είναι ότι και τα τρία που συνέθεσαν το «μαύρο Φεβρουάριο του 1981» είχαν τη δική τους σημαντική συνεισφορά στην επιτακτική επικαιροποίηση του αιτήματος της Αλλαγής.

Ο φονικός Εγκέλαδος των 6,6 Ρίχτερ 
Την ημέρα που «έβγαιναν τα μαχαίρια» στη Βουλή, στην Ισπανία γινόταν απόπειρα πραξικοπήματος και στην Αγγλία ο Κάρολος αρραβωνιαζόταν την Νταϊάνα 

Ήταν μια βραδιά γεμάτη ειδησεογραφικά. Στα γραφεία των εφημερίδων γινόταν η τελευταία σύσκεψη για το «πρώτο θέμα» της επόμενης.

Στη Βουλή ο πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες που του απέδωσε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Ανδρέας Παπανδρέου, επέπληξε δημόσια τον υφυπουργό Οικονομικών της κυβέρνησής του Παναγιώτη Μποκοβό, επειδή άνευ στοιχείων χαρακτήρισε συνεργάτη της δικτατορίας κορυφαίο κοινοβουλευτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ.


Στην Ισπανία ο συνταγματάρχης Τεχέρο (νοσταλγός του καθεστώτος Φράνκο) εισέβαλε στο Κοινοβούλιο της χώρας για να επιβάλει το στρατιωτικό νόμο. 

Αυτόματα λειτούργησαν τα αντανακλαστικά και του βασιλέως Χουάν Κάρλος, ο οποίος με δημόσιο μήνυμά του τον κάλεσε να «κάνει πίσω», όπερ και εγένετο…

Στην Ελλάδα, πάλι, έχει ανοίξει διάλογος για το αν θα πρέπει να καθιερωθεί το μονοτονικό σύστημα γραφής, κάτι που προκαλεί τριβές μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης (τελικά καθιερώθηκε αλλά έπειτα από δύο χρόνια και με απόφαση άλλης κυβέρνησης).

Στη Βρετανία, τώρα, είχαν… χαρές. Προετοιμάζονταν για τη νέα βασίλισσα, την αυριανή σύζυγο του διάδοχου του θρόνου. Εκείνη την ημέρα ο δουξ του Κεντ πρίγκιπας Κάρολος αρραβωνιάστηκε τη 19χρονη νηπιαγωγό Νταϊάνα Σπένσερ (δυστυχώς, την κατάληξη τη γνωρίζουμε)

Ώσπου στις 22:55 ανατράπηκε δραματικά η ειδησεογραφία: Δονήθηκαν όχι μόνο τα γραφεία των εφημερίδων αλλά σχεδόν ολόκληρη η Νότια Ελλάδα. Σεισμός της κλίμακας 6,6 ρίχτερ με επίκεντρο τις Αλκυονίδες νήσους του Κορινθιακού κόλπου. 

Οι μεγαλύτερες ζημιές σημειώθηκαν στην Περαχώρα (τα περισσότερα κτίρια βγήκαν ακατάλληλα, ενώ τρύπησε ακόμα και το υδραγωγείο), στην Κινέττα (όπου κατέρρευσε τετραώροφο ξενοδοχείο), στα Μέγαρα (όπου έφυγε από τη ζωή και η σύζυγος του δημάρχου), στο Λουτράκι, στην Κόρινθο, στο Βραχάτι, στο Κιάτο και στην Αθήνα. Σε θέατρα του κέντρου σταμάτησαν μέχρι και οι παραστάσεις, ηθοποιοί βγήκαν στους δρόμους με τα ρούχα της σκηνής, ενώ οικογένειες ολόκληρες κοιμούνταν επί μέρες σε πάρκα, πλατείες, ακόμα και σε νησίδες κεντρικών οδικών αρτηριών.

Ένα από τα επόμενα βράδια, όταν η πρωτεύουσα εξακολουθούσε να διανυκτερεύει εκτός των οικογενειακών εστιών, στην οδό Ελ. Βενιζέλου (Θησέως) στις Τζιτζιφιές (στο ύψος που βρισκόταν τότε το εργοστάσιο της Ιζόλα), μία γυναίκα που κοιμόταν σε νησίδα τραυματίστηκε θανάσιμα από διερχόμενο αυτοκίνητο που ξέφυγε από την πορεία του. 

Ακολούθησε ισχυρός μετασεισμός, κι ένας επιπλέον οκτώ ημέρες αργότερα.

Ο συνολικός επίσημος υπολογισμός έδειξε 20 νεκρούς, εκατοντάδες τραυματίες και 20.000 κτίρια που είτε κρίθηκαν ακατάλληλα είτε καταστράφηκαν ολοσχερώς.

Με τα μάτια ενός παιδιού 
Ένα 8χρονο παιδάκι τότε, με αθώα και τρομαγμένα μάτια, γράφει σήμερα για την «Π+13» τριάντα χρόνια μετά, τη δική του μαρτυρία για το τότε:

«Θυμάμαι ότι μια γυναικεία κραυγή με ξύπνησε εκείνο το βράδυ. Για κάποια δευτερόλεπτα η πραγματικότητα και το όνειρο έγιναν ένα. 

Έχουν περάσει τόσα χρόνια και δεν έχω ξεχάσει ότι άνοιξα τα μάτια μου με την εντύπωση ότι κάποιος είχε μαχαιρώσει τη γειτόνισσά μας που έκλαιγε με σπαραγμό και φώναζε στη μάνα μου “πάμε να φύγουμε!”.

Σκοτάδι. Οι φωνές γίνονταν πιο δυνατές και στο σπίτι επικρατούσε πανικός. Η γιαγιά μου έλεγε “πάρτε τα παιδιά και πάμε”. 

Ο πατέρας μου και η μάνα μου ήρθαν στο δωμάτιό μας για να ξυπνήσουν εμένα και τα αδέλφια μου. “Γρήγορα, γρήγορα”, έλεγαν και μέσα στη νύχτα προσπαθούσαν να μας ντύσουν με ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. 

Εμείς αγουροξυπνημένοι δεν καταλαβαίναμε. Δεν καταλαβαίναμε γιατί έπρεπε μέσα στο κρύο να αποχωριστούμε τα ζεστά σκεπάσματα και όλοι μαζί να βγούμε στους δρόμους. 

Η αγωνία των μεγάλων δεν άφηνε όμως περιθώρια αντίδρασης. Κάτι άσχημο είχε συμβεί.

Ζακέτες στα χέρια, κουβέρτες, και γρήγορα έξω από το σπίτι. Σκοτάδι.

Ο πατέρας μου αντιλαμβάνεται στην εξώπορτα ότι ένας από εμάς έλειπε. Ξανά μέσα.

Ένας αδελφός μου είχε επιστρέψει στο κρεβάτι για να συνεχίσει τον ύπνο του. 

Τον αρπάζει στα χέρια και βγαίνουν έξω. Τρέμαμε. 
Είχε χιονιά.
Στο δρόμο υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι.
Κρατούσαν φακούς και κεριά. Ακούγονταν κλάματα και φωνές. Δεν καταλάβαινα. Εκεί άκουσα να λένε ότι έγινε σεισμός. Δεν ήξερα τι είναι γιατί δεν τον είχα νιώσει, όταν έπληξε στις 11 παρά, την πόλη μου, κοιμόμουν. Οπότε ο λόγος που είχε προκαλέσει όλο αυτό το κακό για εμένα έμενε ακόμη άγνωστος. Κατευθυνθήκαμε προς την παραλία. 

Το σπίτι μου βρίσκεται κοντά στον κεντρικό δρόμο του Λουτρακίου. Ήταν παντού όλα βρεγμένα. 

Από το σεισμό είχε σηκωθεί κύμα, το νερό είχε καλύψει τα χαλίκια και είχε βρέξει τις πλάκες. Σαν όνειρο θυμάμαι τον ήχο του νερού, όπως έμαθα αρκετά αργότερα, είχαν σπάσει λόγω της ισχυρότατης δόνησης σωλήνες ύδρευσης.

Γρήγορα αλλάξαμε απόφαση και στραφήκαμε προς τα ιαματικά λουτρά που βρίσκονταν κοντά στο σπίτι μας. Ένα κτίριο του ’30 με ένα μεγάλο κήπο. 

Ήταν το πιο κοντινό μέρος, και όπως αποδείχθηκε το πιο ασφαλές για εκείνο το βράδυ. Ένα οικοδομικό τετράγωνο χωρίς ψηλά κτίρια. 

Η αυλή γεμάτη κόσμο. Καθίσαμε πάνω σε μια φλοκάτη που έστρωσαν οι γονείς μας στις τσιμεντένιες πλάκες. Οι πρώτες στιγμές χωρίς πανικό, με έντονη όμως την ανησυχία. Παιδιά και γέροι καλυμμένοι με κουβέρτες. 

Μια φωτιά έκαιγε στο κέντρο.
Για πρώτη φορά εκεί κατάλαβα τι σημαίνει σεισμός. Να κινείται η γη που κάθεσαι πάνω. Να ακούγεται ένα απόκοσμο βουητό. Και το σκοτάδι να μη σου επιτρέπει να καταλάβεις τι συμβαίνει γύρω σου.

Και σαν να μην έφτανε ότι η γη δεν ησύχαζε, αποφάσισε να μας τιμωρήσει και ο ουρανός και άρχισε να βρέχει.

Ακούστηκε ότι το κτίριο άντεχε και έτσι μπήκαμε μέσα. Δεν είχαμε πολλές επιλογές. Ξαναστρώσαμε φλοκάτες και κουβέρτες. Με τα παιδιά και τους ηλικιωμένους να έχουν προτεραιότητα στη λίγη ζέστη που προσέφεραν. 

Τα πρόσωπα φωτίζονταν από τις λάμπες πετρελαίου. Μανάδες προσπαθούσαν να ησυχάσουν μωρά που έκλαιγαν, ενώ άνδρες κάπνιζαν με αγωνία, τότε που στους κλειστούς χώρους δεν απαγορευόταν ακόμη το τσιγάρο. 

Περάσαμε όλο το βράδυ με το έδαφος να μας κάνει κούνια.
Τις γιαγιάδες να σταυροκοπιούνται. Και όλοι μαζί να περιμένουμε το πρώτο φως της ημέρας για να δούμε την καταστροφή…

Όπως έμαθα αργότερα, ένα σίριαλ της εποχής που παιζόταν από την κρατική τηλεόραση την ώρα του σεισμού, το «Φως του Αυγερινού», ήταν αυτό που έσωσε τον κόσμο σε Λουτράκι και κυρίως στην Περαχώρα, που τη σάρωσε ο Εγκέλαδος. 

Γιατί, όπως και να το κάνουμε, τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί μάλλον διαφορετικά εάν οι κάτοικοι των περιοχών αυτών εκείνο το βράδυ αντί να βλέπουν τον Εσκενάζυ στη μικρή οθόνη, είχαν προτιμήσει τα κρεβάτια τους.

Οι εικόνες των ημερών που ακολούθησαν είναι συγκεχυμένες… Τα περισσότερα τα θυμάμαι ως διηγήσεις. 

Αυτό που για πολλά χρόνια όμως έμεινε για να με βοηθήσει να μην ξεχάσω τι είχε συμβεί εκείνη τη νύχτα του Φλεβάρη ήταν το Α(κίνδυνο) που με μπογιά έγραψαν λίγες ημέρες μετά το κακό τα συνεργεία που ήλεγχαν τα κτίρια, στην πρόσοψη του σπιτιού μας. 

Άντεξε, όπως και τα περισσότερα κτίρια στο Λουτράκι, που είχαν χτιστεί τη δεκαετία του ’30 μετά το σεισμό του ’28 που ισοπέδωσε την Κόρινθο».

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ «ΘΥΡΑΣ 7»
Το ποδόσφαιρο, η κινητοποίηση της κρατικής μηχανής και το ανθρώπινο λάθος
 Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 1981: Ο 13χρονος μαθητής της α’ γυμνασίου μόλις έχει επιστρέψει στο σπίτι του στην Καλλιθέα.
Δεν ήταν δα και σε τόσο μεγάλη απόσταση από το Στάδιο Καραϊσκάκη όπου βρισκόταν προηγουμένως. 

Πολλώ δε μάλλον αφού δεν ανέμενε το «πράσινο» λεωφορείο «Πειραιάς-Σύνταγμα», που τότε έφερε τον αριθμό «1», αργότερα άλλαξε σε «040» και σήμερα έχει διατηρήσει το μεταγενέστερο νούμερό του αλλά εδώ και πολλά χρόνια έχει… βαφτεί μπλε.
Και δεν το ανέμενε από μια ευτυχή συγκυρία, από ένα απρόσμενο δώρο της «αόρατης χείρας βοηθείας».

Τον ποδοσφαιρικό αγώνα εκείνης της ημέρας τον είχε παρακολουθήσει, όπως τους περισσότερους άλλωστε, από τη θύρα 7 του Σταδίου. 

Εκείνη που είχε το πιο προσιτό εισιτήριο για την τσέπη ενός μαθητή κι εκείνη που σύχναζαν (και συχνάζουν) οι πιο εκδηλωτικοί οπαδοί του Ολυμπιακού. Εκείνη την ημέρα η ομάδα του είχε κερδίσει την ΑΕΚ, μ’ ένα ευρύτατο για ντέρμπι σκορ.

Το ταμπλό του Καραϊσκάκη είχε γράψει 6-0! Βιαζόταν να φύγει κι εκείνος από κει για να πάει έξω από τη θύρα 1, για ν’ αποθεώσει τα ινδάλματά του, όταν εκείνα (μετά το ντους) θ’ αποχωρούσαν για τις οικίες τους.

Η θύρα 7 συνόρευε με την 8 και ήταν κι εκείνη στα λεγόμενα φθηνά εισιτήρια (πιο ακριβά βεβαίως από της 7), αλλά έχοντας λιγότερο εκδηλωτικούς οπαδούς στα… σκαλοπάτια της (το Καραϊσκάκη τότε δεν διέθετε αναπαυτικές καρέκλες). 

Πολλές φορές δε η 8 φιλοξενούσε και… σκόρπιους (όχι οργανωμένους) οπαδούς της φιλοξενούμενης ομάδας. 

Αυτό είχε συμβεί κι εκείνη την ημέρα όταν ο μαθητής διέκρινε στην 8 ένα γνωστό του, τον κ. Θόδωρο, πατέρα μιας παλιάς του συμμαθήτριας.

«Φόλα ΑΕΚτζής» ο κ. Θόδωρος, βρήκε την ευκαιρία ο μαθητής να πάει να τον πειράξει για την ταπεινωτική ήττα της ομάδας του.

Χωρατατζής ο κ. Θόδωρος «συνέλαβε» το μικρό του φίλο λέγοντάς του ορθά κοφτά: 
«Άσ’ τα αυτά τώρα. 

Είσαστε καλύτεροι και μας κερδίσατε. Έλα τώρα να σε πάω στο σπίτι με το αυτοκίνητο. Άντε να μη χάνεις και χρόνο, να κάνεις μια επαλήθευση στα μαθήματα. Έχετε σχολείο αύριο…».


Από σεβασμό τον ακολούθησε. Άλλωστε κι ο κ. Θόδωρος Καλλιθέα έμενε, πέντε έξι στενά μακρύτερα από το δικό του σπίτι.
Φτάνοντας εκεί και μόλις βάζει το κλειδί στην πόρτα, ακούει τους γονείς του να πετάγονται σαν… ελατήρια. 

Μ’ ένα στόμα τού λένε μόλις τον αντικρίζουν: «Πες μας, τι έγινε; Είσαι καλά;».

Μόλις είχαν ακούσει στο (μονοπωλιακό τότε) κρατικό ραδιόφωνο ότι στο Καραϊσκάκη υπάρχουν νεκροί και τραυματίες…

Το χρονικό
Τι είχε συμβεί εκείνη τη μαύρη (για το ελληνικό ποδόσφαιρο και τη νεολαία) Κυριακή; Το χρονικό των τραγικών γεγονότων λεπτό προς λεπτό όπως αποτυπώθηκε σε μέσα ενημέρωσης της εποχής έχει ως εξής:

Ώρα 17:00 (λήξη αγώνα). Ένας από τους φιλάθλους της Θύρας 7 γλιστράει στα σκαλοπάτια της εξόδου και κυλάει προς την πόρτα. Αυτή, κλειστή για μερικούς, μισόκλειστη για άλλους, εμπόδιζε την αποσυμφόρηση του χώρου. 

Κατεβαίνοντας οι φίλαθλοι, ο ένας πέφτει πάνω στον άλλο. Επικρατεί συνωστισμός και ασφυξία. Οι πρώτοι προσπαθούσαν να φωνάξουν σε αυτούς που ακολουθούσαν κατά κύματα, αλλά μέσα στην απαράμιλλη χαρά κανείς δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα. Οι φίλαθλοι πέφτουν και καταπλακώνονται μεταξύ τους και η τραγωδία παίρνει σάρκα και οστά. 

Οι αστυνομικοί ξεριζώνουν την πόρτα για να βγουν όσοι μπορούν. Δεκαεννιά άτομα δεν τα κατάφεραν, καθώς είχαν ήδη χάσει τη ζωή τους. 

Λίγο αργότερα θα ξεψυχήσει ακόμη ένας στο Τζάνειο Νοσοκομείο του Πειραιά, όπου μεταφέρονταν οι σοβαρά τραυματισμένοι. 

Έξι μήνες αργότερα θα προστεθεί ακόμη ένας άνθρωπος στον τραγικό κατάλογο των νεκρών, καθώς δεν κατόρθωσε να ξυπνήσει ποτέ από το κώμα στο οποίο έπεσε.

17:15 Νεκροί και τραυματίες μεταφέρονται με περιπολικά και 13 ασθενοφόρα του ΕΚΑΒ στο Τζάνειο νοσοκομείο Πειραιά.

17:30 Άρχισαν να φτάνουν στο Τζάνειο νοσοκομείο οι πρώτοι τραυματίες. Ανάμεσά τους και οι πρώτοι νεκροί. Παράλληλα αρκετοί φίλαθλοι συγκεντρώνονται έξω από το νοσοκομείο.

17:50 Τα τηλεοπτικά δίκτυα (ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ) μεταδίδουν το γεγονός και κάνουν έκκληση σε γιατρούς να προσέλθουν στο Τζάνειο, ώστε να ενισχύσουν τους ήδη υπάρχοντες.

18:20 Φτάνουν στο Τζάνειο ο υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών Σπύρος Δοξιάδης και οι υφυπουργοί Αθανάσιος Τσουκαντάς και Γεράσιμος Αποστολάτος.

18:30 Το Κέντρο Αμέσου Δράσεως ζητάει από τα πληρώματα των περιπολικών και τους αστυνομικούς εθελοντές αιμοδότες να σπεύσουν στα δύο νοσοκομεία. Εκατοντάδες αστυνομικοί προσφέρουν αίμα.

18:50 Φτάνουν στο Τζάνειο ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Δημήτριος Δαβάκης, ο υφυπουργός Αθλητισμού Αχιλλέας Καραμανλής.
19:40 Ο υπουργός Δοξιάδης ενημερώνει τον πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη, ο οποίος δίνει εντολή να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα και ενημερώνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή.

19:45 Χρειάζεται να «αποκλείσουν» το Τζάνειο δυνάμεις των ΜΑΤ, προκειμένου να απομακρύνουν τον κόσμο από την κεντρική είσοδο για να γίνει πιο εύκολη η πρόσβαση στους γιατρούς και στους αιμοδότες.

20:30 Στο Τζάνειο φτάνει ο πρωθυπουργός, ενώ σοβαρά τραυματίες μεταφέρονται στο Γενικό Κρατικό Πειραιώς και στο ΚΑΤ.

20:50 Τα ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα διακόπτουν το πρόγραμμά τους και μεταδίδουν πένθιμη μουσική.

Οι νεκροί
Τα ονόματα εκείνων που ξεψύχησαν:
1. Παναγιώτης Τουμανίδης (14 ετών)
2. Κώστας Σκλαβούνης (16 ετών)
3. Ηλίας Παναγούλης (17 ετών)
4. Γεράσιμος Αμίτσης (18 ετών)
5. Γιάννης Κανελλόπουλος (18 ετών)
6. Σπύρος Λεωνιδάκης (18 ετών)
7. Γιάννης Σπηλιόπουλος (19 ετών)
8. Νίκος Φίλος (19 ετών)
9. Γιάννης Διαλυνάς (20 ετών)
10. Βασίλης Μάχας (20 ετών)
11. Ευστράτιος Πούπος (20 ετών)
12. Μιχάλης Κωστόπουλος (21 ετών)
13. Ζωγραφούλα Χαϊρατίδου (23 ετών)
14. Σπύρος Ανδριώτης (24 ετών)
15. Κώστας Καρανικόλας (26 ετών)
16. Μιχάλης Μάρκου (27 ετών)
17. Κώστας Μπίλας (28 ετών)
18. Αναστάσιος Πιτσόλης (30 ετών)
19. Αντώνης Κουρουπάκης (34 ετών)
20. Χρήστος Χατζηγεωργίου (34 ετών)
21. Δημήτριος Αδαμόπουλος (40 ετών)

paraskevi13.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: